Ο ΠΥΡΓΟΣ. Εμμανουήλ Φαϊτός. Published by Emmanuel Phaetos at Smashwords. Copyright 2013 Emmanuel Phaetos. Smashwords Edition



Σχετικά έγγραφα

ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΠΛΑΝΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ 11. Πριν...

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ( 1 )

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΖΩΝΗ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑ- ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ

Η πιθανότητα της Φαουστίνας Μερσέντες (ή γιατί η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική)

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

Πολιτιστικό Πρόγραμμα «Παπούτσια πολλά παπούτσια.»

Γιοστέιν Γκάαρντερ. (συγγραφέας του Κόσµου της Σοφίας) Βίκτορ Χέλερν Χένρι Νότακερ

Οι Πνευματικές Δυνάμεις στο Σύμπαν

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ. Κεφάλαια 11 έως 20

Ο αθλητισμός εμπνέεται από την ειρήνη. Η ειρήνη εμπνέεται από τον αθλητισμό.

Το Ταξίδι Απελευθέρωσης

Μια «γριά» νέα. Εύα Παπώτη

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γενικές πληροφορίες Πού βρίσκομαι;

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ

ΚΕΦ. 1 Η ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Κυκλοφορεί κάθε δεύτερο Σάββατο

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί την άμεσα εκλεγμένη δημοκρατική έκφραση της πολιτικής βούλησης των λαών της Ευρώπης.

Συνέντευξη με την συγγραφέα Μαριλίτα Χατζημποντόζη!

ΚΩ ΙΚΑΣ ΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ»

Ένας περίπατος στη Μονή Καισαριανής


Το Article 27 αναφέρεται στο κομμάτι του Καταστατικού των Η.Ε. κατά το οποίο δίνεται το δικαίωμα του βέτο στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Η κατάσταση στη χώρα, κ. Πρωθυπουργέ, είναι πολύ ανησυχητική. Η κοινωνία βράζει. Η οικονομία βυθίζεται.

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

Κατανόηση γραπτού λόγου

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 3: Το παράδειγμα της Τρέισι Λάτιμερ (συνέχεια) Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Τουριστικές Μονάδες Αγροτουρισμού

Στη μήτρα μιας μητέρας, δύο έμβρυα έχουν μία συνομιλία μεταξύ τους. Το ένα έμβρυο ήταν ένας μικρός σκεπτικιστής και το άλλο είχε μια ζωντανή πίστη.

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Ομιλία του Υφυπουργού Ανάπτυξης κου Θανάση Σκορδά στο CapitalVision 2012

ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΖΩΟΛΑΤΡΙΑΣ! ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - καθηγητού Δε χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός για να διαπιστώσει

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Ακολουθεί ολόκληρη η τοποθέτηση - παρέμβαση του Υπουργού Δ.Μ.&Η.Δ.

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑ

Ο Υφυπουργός κατά την επίσκεψή του στο νέο κτίριο, ανακοίνωσε τα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ ΜΑΝΟΥΣΟΣ

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΤΗΓΑΝΕΛΑΙΟΥ ΓΙΑΤΙ - ΠΩΣ - ΠΟΤΕ

Κατερίνα Παναγοπούλου: Δημιουργώντας κοινωνικό κεφάλαιο την εποχή της κρίσης

ΧΙΙΙ Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ. 9/12/2014, Αγ. Νικόλαος

Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιες είναι αυτές, μία προς μία, εξετάζοντας τις πιο εξόφθαλμες και αναντίρρητες από αυτές.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 10: Φιλοσοφική Συμβουλευτική. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΑΓ.ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Η Ουμ Γιούσεφ κάποτε την έλεγαν Αμίνα, καθισμένη

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ 29/8/2015

Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα

Παραμονή Παγκόσμιας Ημέρας Αντικαταναλωτισμού*, 28 Νοεμβρίου 2008

Η ΜΟΔΑ ΣΤΗ ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ-ΚΟΣΜΗΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ» «ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ» ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

ΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ

Τίτλος Ειδικού Θεματικού Προγράμματος: «Διοίκηση, Οργάνωση και Πληροφορική για Μικρο-μεσαίες Επιχειρήσεις»

ΓΑΝΤΑ ΧΑΝΤΑΜ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Διήγημα με τίτλο: «Τι σημαίνει ελευθερία;»

ΜΗ ΤΥΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

Φάκελος βραβεύσεων - Aικατερίνης Γκίκα ( Α Βραβείο)

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΖΩΗΣ, ΜΙΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

* Από την αγγλική λέξη «boss», αφεντικό. ** «Core houses» στο πρωτότυπο, μικρά ισόγεια σπίτια ανθεκτικής κατασκευής με πρόβλεψη επέκτασης. (Σ.τ.Ε.

Κύριε Πρέσβη της Γαλλίας στην Κύπρο, κυρία Florent, Κύριε Επίτροπε Εθελοντισμού και μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κυρία Γενική Γραμματέας Ισότητας των

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

ΤΑΞΗ: Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΤΣΙΑΚΑΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΕ 01 Ο ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Μαρίας Ιορδανίδου. Λωξάντρα. Πρόταση διδασκαλίας λογοτεχνικού βιβλίου. Επιμέλεια: Σπύρος Αντωνέλλος Ε.Μ.Ε.

συνήλθε στην Αίθουσα των συνεδριάσεων του Βουλευτηρίου η Βουλή σε ολομέλεια για να συνεδριάσει υπό την προεδρία του Ε Αντιπροέδρου αυτής κ.

Το Κάλεσμα του Αγγελιοφόρου

προβλήματα, εγώ θέλω να είμαι συγκεκριμένος. Έχω μπροστά μου και σας την αναφέρω την

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Φάλουν Ντάφα ιαλέξεις πάνω στον Νόµο του Φο ιαλέξεις στις Ηνωµένες Πολιτείες

Ενώνουμε δυνάμεις. Δείγματα Γραφής. Δυναμικά μπροστά ΑΝΔΡΕΑΣ Ζ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ. Βουλευτής

Σεπτέμβριος 2011: Εφημερίδα μηνός Αυγούστου, έκδ. 34 η

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Ο Οδικός Χάρτης για την Ελλάδα της δημιουργίας

Οι ιοί και οι ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος στα παιδιά

3 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΖΟΥΜΠΛΙΟΥ ΡΑΛΛΕΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΗΛΕΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΙΤΛΟΣ: «ΖΩ- ΓΡΑΦΙΖΩ» Μια ηλιαχτίδα μπήκε από το

Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας. Παντελής Παπαδόπουλος

Γνωρίζω, Αγαπώ & Φροντίζω το Σώμα μου

Ατομικό ιστορικό νηπίου

Νιόβη Λύρη. Τα χρώµατα της νύχτας

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΕΤΙΚΗΣ

«ΟΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»

Περιβάλλον και Ανάπτυξη ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ. Γραμματικογιάννης Α. Ηλίας. Επιβλέπων: Καθηγητής Δ. Ρόκος

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας

Τα χρώματα και η σχέση τους με τα συναισθήματα μας

Παλιά ήμασταν περισσότεροι. Είμαι βέβαιος. Όχι τόσοι

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ

«Soapbox» για μικρούς οδηγούς αγώνων

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

Να µαστε λοιπόν µε καφέ και τσιγάρα στης φίλης µου της Ρίτας,

Υποψήφιοι Σχολικοί Σύμβουλοι

Η ιστορία της Εκκλησίας ενδιαφέρει όχι μόνο τα μέλη της αλλά και κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να γνωρίσει τα διάφορα πνευματικά ρεύματα που διαμόρφωσαν

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

Πρόλογος. Λευτεριά σε όσους διώκονται για την ανατρεπτική τους δράση.

Transcript:

Ο ΠΥΡΓΟΣ Εμμανουήλ Φαϊτός Published by Emmanuel Phaetos at Smashwords Copyright 2013 Emmanuel Phaetos Smashwords Edition Smashwords Edition, License Notes Thank you for downloading this free e-book. Although this is a free book, it remains the copyrighted property of the author, and may not be reproduced, copied and distributed for commercial or non-commercial purposes. If you enjoyed this book, please encourage your friends to download their own copy at Smashwords.com, where they can discover other works by this author. Thank you for your support. Bιβλία του ιδίου που θα εκδοθούν με την smashwords.com -Στα γαλανά νερά του Θησέα. -O Γιατρός. -O Πύργος. -Tο Mάθημα της Θείας Aνίκας. -Tα Χωράφια ήταν εύφορα. -O Θυρωρός του Ξενοδοχείου. Θεατρικές κωμωδίες -Oι Αλλαγές -Aχ Θεέ μου, Tι ζωή! **** Οι χαρακτήρες, τα ονόματα, τα γεγονότα, και η υπόθεση του βιβλίου, είναι εντελώς φανταστικά. H οποιαδήποτε ομοιότητα με την υπόθεση του βιβλίου είναι εντελώς συμπτωματική. Οι Δικηγόροι, οι μεσίτες, και οι Δικαστικοί κλητήρες περίμεναν στο μεγάλο και άδειο σαλόνι του πύργου, κρατώντας τσάντες γεμάτες χαρτιά και φακέλους. Από τα τεράστια παράθυρα στο σαλόνι του Πύργου, ο ήλιος έμπαινε φωτεινός, και πλούσιος, δείχνοντας το πολύχρονο και γεμάτο πληγές, ξύλινο πάτωμα, πού τόσα χρόνια λουζόταν και γυαλιζόταν με το ειδικό κερί από τους υπηρέτες. Ο Πύργος στο μικρό χωριό Χάσσελτ του Βελγίου ήταν ιδιοκτησία του μόνου κληρονόμου, του Baron Jean de Voly de Hasselt. Οι πρόγονοι του εδώ και διακόσα πενήντα χρόνια τον κατοικούσαν με υπερηφάνεια. Tα εύφορα αγροκτήματα γύρω από τον Πύργο, που τα καλλιεργούσε και τα εκμεταλλευόταν η οικογένεια Nτε Bολύ πρόσφεραν στο μικρό χωριό Xάσσελτ στο Bέλγιο, δουλειά και ασφάλεια. O πατέρας του

σημερινού ιδιοκτήτη, του Bαρόνου Nτε Bολύ, του άφησε μια σημαντική κληρονομιά, που χρειάζεται μεγάλη ικανότητα, εξυπνάδα, και τρομερή θέληση για να επιβίωση. Oμως στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι πολύ δύσκολο να είσαι ιδιοκτήτης ενός πύργου με είκοσι δωμάτια, με σαλόνια, με τραπεζαρίες, με αίθουσες υποδοχής και χορού, με στάβλους, και τεράστιους κήπους και αγροκτήματα. Οι φόροι, τα έξοδα για συντήρηση, το προσωπικό, όλα αυτά, πρέπει να πληρώνονται κάθε μήνα, κάθε χρόνο. Ο Γιαν Ντε Βολύ αδυνατούσε να πληρώνει κάθε μήνα, κάθε χρόνο. Τα χρέη του άρχισαν να τον πνίγουν. Tα αγροκτήματα έμεναν ακαλλιέργητα. Tα αμέτρητα πρόβατα και γελάδια που έβοσκαν στα βοσκοτόπια του Πύργου πουλήθηκαν. Tο προσωπικό του Πύργου απολύθηκε. Kαι σιγά, αλλά σταθερά, άρχισε και η κατάπτωση του Πύργου. Η μόνη λύση για τον Nτε Bολύ ήταν να τον πουλήσει. Πήρε την τρομερή αυτή απόφαση με την γυναίκα του και τις δύο του κόρες, στο ίδιο αυτό το σαλόνι, που τώρα όλοι αυτοί οι διάφοροι, σαν κοράκια και αρπακτικά, περιμένουν τον καινούργιο ιδιοκτήτη του πύργου να έλθει. Περιμένει και ο Nτε Bολύ στο σαλόνι, μόνος του, δίπλα σε ένα παράθυρο, αγναντεύοντας τους απέραντους και πράσινους κήπους που από μικρό παιδί, με την οικογένεια του έπαιζε, και έτρεχε. Θυμήθηκε τις ευτυχισμένες στιγμές τότε που έκανε ιππασία, που έδινε χορούς, που οργάνωνε κυνήγια, τότε που ήταν ο απόλυτος κύριος του πύργου, ο Baron Jean de Voly, de Hasselt. Από μακριά είδε ένα μαύρο αυτοκίνητο να τρέχει στο μεγάλο πάρκο του πύργου αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνη. Ήταν μια μαύρη μερσεντές, το αυτοκίνητο του καινούργιου ιδιοκτήτη. Ο καινούργιος ιδιοκτήτης ήταν ένας πλούσιος Έλληνας, εφοπλιστής, που δεν ήξερε ούτε αυτός ο ίδιος πόσα λεφτά είχε. Ήταν ο Αλέξανδρος Τάσφιος από την Κρήτη, παντρεμένος με μια Αγγλίδα. Είχαν και ένα γιο. Έρχονταν για να υπογράψει τα συμβόλαια της αγοράς, αλλά και να ξαναδεί σήμερα που είχε καιρό, το καινούργιο του σπίτι. Είχε αποφασίσει να αφήσει την σκονισμένη και θορυβώδη Αθήνα, και να ζήσει στο πράσινο Βέλγιο, στις Βρυξέλλες, που συχνά τον ανάγκαζαν τα καράβια του και οι εταιρείες του να επισκέπτεται. Εξάλλου ο γιός του ο Ιάσονας, τέλειωνε το Πανεπιστήμιο στις Βρυξέλλες το καλοκαίρι. Η μαύρη μερσεντές σταμάτησε έξω από την κεντρική πύλη του πύργου. Ο οδηγός βγήκε γρήγορα, και άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου. O Tάσφιος βγήκε από το αυτοκίνητο νωχελικά. Τέντωσε το κορμί του, και με τα μαύρα γυαλιά του κοίταξε τον πύργο, και μετά στρέφοντας το κεφάλι του κοίταξε τριγύρω, το τεράστιο πράσινο πάρκο. Κοίταζε για κάμποσα λεπτά, ενώ όλοι οι άνθρωποι του νόμου και των χρημάτων τον περίμεναν μέσα στο σαλόνι με κάποια δουλοπρέπεια, κοιτάζοντας τον από τα παράθυρα με διακριτικότητα. Ο Γιαν Ντε Βολύ έβλεπε τον Tάσφιο για πρώτη φορά. Η αγοροπωλησία έγινε με τους μεσίτες και τους δικηγόρους, και δεν είχε καμία όρεξη να αναμειχθεί μαζί τους και με τον καινούργιο ιδιοκτήτη, σε γραφεία και σε σαλόνια που πουλούσαν το σπίτι του. Ο Γιαν Ντε Βολύ ζήτησε ένα ποσό, και ο κύριος αυτός που τώρα στέκονταν στη είσοδο του πύργου, του πύργου του, μέχρι εκείνη τη στιγμή, το έδωσε χωρίς κανένα παζάρι, καμία συζήτηση, κανένα εμπόδιο. Ο Τάσφιος μπήκε μέσα στο σαλόνι και χαιρέτησε στα γαλλικά. Bonjour Messieurs, J espère que je ne suis pas en retard. Êtes-vous prêtes? J'espère de rencontrer aujourd hui Monsieur De Voly. Ο Δικηγόρος του έτρεξε προς το μέρος του και τον χαιρέτησε πρώτος. Μετά του σύστησε ένα, ένα, τους άλλους. Τέλος, του είπε κάτι στο αυτί του, και βάζοντας το χέρι του στην πλάτη του Τάσφιου, τον πήγε μέχρι το παράθυρο πού μόνος περίμενε ο Γιαν Ντε Βολύ. Κύριε Ντε Βολύ, ο κύριος Αλέξανδρος Τάσφιος. Κύριε Τάσφιε, ο κύριος Γιαν Ντε Βολύ. Έδωσαν τα χέρια, και ο Τάσφιος με κάπως λυπημένο τρόπο είπε στο Γιάν Ντε Βολύ. Θα ήθελα να γνωριζόμαστε με διαφορετικές συνθήκες. Ελάτε ας περπατήσομε λίγο. Και στρέφοντας το πρόσωπό του στους άλλους που τον περίμεναν μέσα στο σαλόνι του πύργου, τους είπε.

Παρακαλώ περιμένετε λίγο, θέλω να μιλήσω ιδιαίτερα στο κύριο Ντε Βολύ. Ελάτε κύριε Ντε Βολύ, ας κάνομε μια βολτούλα στο πύργο σας. Είπε ο Τάσφιος απαλά και ευγενικά. Μάλλον στο πύργο σας. Είπε τονίζοντας το σας ο Γιαν Ντε Βολύ. Θα ήθελα εσείς να μου δείχνατε το σπίτι σας, και όχι οι ξένοι. Εσείς μπορείτε να μου το δείξετε και να το περιγράψετε καλλίτερα. Είπε πάλι με ευγένεια ο Τάσφιος. Όπως θέλετε. Είπε ξερά ο Γιαν Ντε Βολύ. Άρχισαν να περπατούν, μπαίνοντας και βγαίνοντας στα πολυάριθμα δωμάτια του πύργου. Ο Γιαν Ντε Βολύ έδειχνε στο Τάσφιο τα δωμάτια, τους χώρους, του εξηγούσε τι μπορούσε να κάνει σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε χώρο, του έλεγε τις συνήθειες τις οικογένειας του τότε που όλη η οικογένεια Ντε Βολύ έμενε στο πύργο, και έδινε συμβουλές στο Τάσφιο για ένα σωρό άλλα πράγματα. Ο Ντε Βολύ πήγαινε μπροστά και άνοιγε τις πόρτες, άνοιγε τα παράθυρα, άνοιγε κρυφές πόρτες σε τοίχους, τον πήγαινε μέσα από μυστικούς και στενούς διαδρόμους, του έλεγε ιστορίες της οικογένειας του, και του εξηγούσε τι χρειαζόταν να κάνει, τι να προσέχει, και τι να αποφεύγει. Και όλα αυτά τα έλεγε με μια φωνή που έκρυβε ένα μεγάλο πόνο. Τον πόνο που θα έχανε το σπίτι του, τον πόνο που ίσως αυτή η βόλτα με τον καινούργιο ιδιοκτήτη, τον Τάσφιο θα ήταν η τελευταία μέσα στο πύργο του. Γύρισαν όλο το πύργο. Από τα υπόγεια μέχρι πάνω στην οροφή του πύργου. Κοιτάζοντας την μαγευτική θέα από την οροφή του πύργου, ο Τάσφιος κατάλαβε ότι αγόραζε ένα πύργο εξαίσιο. Και ο Γιαν Ντε Βολύ για τελευταία φορά προσπάθησε να βρει μια λύση για να σώσει το πύργο του, αλλά κατάλαβε πάλι ότι η μόνη λύση ήταν τα εκατομμύρια ευρώ που θα του πλήρωνε ο Τάσφιος. Και με κωμικοτραγική φωνή ο Γιαν Ντε Βολύ είπε στο Τάσφιο. Εδώ τελειώνει η επίσκεψη στο πύργο. Παρακαλώ μη ξεχνάτε το ξεναγό. Το είπε κοιτάζοντας στα μάτια τον Τάσφιο, και γελώντας πικρά. Ο Τάσφιος κατάλαβε τα αισθήματα του Γιαν Ντε Βολύ. Του άρεσε η κορμοστασιά του, το πρόσωπό του, και το αρχοντικό του φέρσιμο. Ήταν βλέπεις ευγενής. Από οικογένεια με παράδοση. Όπως ήταν και ο Τάσφιος με την οικογένεια του από την Κρήτη. Ήταν και οι δύο τους δύο ευγενείς, δύο άρχοντες. Μπορώ να σας ρωτήσω κύριε Ντε Βολύ κάτι εντελώς προσωπικό σας; Είπε με κάποιο φόβο ο Τάσφιος. Ναι, ελεύθερα. Παρακαλώ... Κοίταξε ερωτηματικά ο Ντε Βολύ τον Τάσφιο. Τι σκοπεύετε να κάνετε μετά που θα μου πουλήσετε τον πύργο. Ρώτησε διστακτικά ο Τάσφιος. Μα θα γίνω γείτονας σας. Θα μείνω με την γυναίκα μου και τις δύο κόρες μου σε ένα μικρό σπίτι που έχω στο χωριό, εδώ στο Χάσσελτ. Είπε γελαστά ο Ντε Βολύ». Θα θέλατε να δουλέψετε μαζί μου; Ρώτησε πάλι ο Τάσφιος. Να δουλέψω...μαζί σας...σε τι πράγμα...τι δουλειά; Είπε με φανερή απορία ο Ντε Βολύ. Να γίνετε ο διαχειριστής μου εδώ στο Βέλγιο, στο πύργο. Ξέρετε οι δουλειές μου με θέλουν όλο να ταξιδεύω. Δεν με θέλουν μόνιμα πουθενά. Το πύργο σας τον αγοράζω γιατί μου αρέσει, και αρέσει και στη γυναίκα μου, και στο γιό μου. Όμως να μένουν μόνοι εδώ, και εγώ να λείπω συνέχεια, αυτό το βλέπω κάπως δύσκολο. Θα πρέπει να έχω κάποιο εδώ που να ξέρει τι γίνεται, τι χρειάζεται, και να βοηθά την οικογένεια μου. Η Γυναίκα μου είναι Αγγλίδα και δεν ξέρει και τη γλώσσα. O γιός μου είναι ακόμα εδώ στο πανεπιστήμιο της Λουβέν, και όπως βλέπετε θα χρειάζονται κάποιον που να τους βοηθά με την καινούργια τους ζωή εδώ στο Βέλγιο, αλλά και στο πύργο. Είπε ο Τάσσιος και άναψε ένα πούρο. Τι εννοείτε με την λέξη διαχειριστής. Ρώτησε πάλι με απορία ο Γιαν Ντε Βολύ. Να, σαν να είστε εσείς εγώ, εδώ στον πύργο, όταν ταξιδεύω. Δηλαδή ο Διευθυντής του πύργου. Όπως και σεις θα ξέρετε, υπάρχουν ένα σωρό δουλειές που πρέπει να γίνουν, και κάποιος πρέπει όλα να τα προβλέπει. Εσείς λοιπόν που είσαστε ο πρώην ιδιοκτήτης, είστε ο ποιο κατάλληλος για αυτή τη δουλειά.

Τι μισθό δίνετε; είπε αποφασιστικά ο Γιαν Ντε Βολύ. Πείτε μου εσείς τι μισθό θέλετε κύριε Ντε Βολύ. Ο Ντε Βολύ για μια στιγμή έμεινε σιωπηλός. Πάνω ψηλά από τον πύργο, κοίταξε το χωριό Χάσσελτ, και σκέφτηκε την γυναίκα του και τις κόρες του. Δεν θα ήταν άσχημα να είχε τη θέση του διαχειριστή, η του διευθυντή μέσα στον πύργο του όπως του εξήγησε ο Τάσφιος. Και ας μην ήταν ο ιδιοκτήτης. Θα έκανε πάλι ότι ήθελε, και ότι νόμιζε καλό για τον πύργο αυτός ο ίδιος, και επίσης θα πληρωνόταν. Γρήγορα σκέφτηκε ένα ποσό που χρειαζόταν για να συντηρήσει την οικογένεια του, πρόσθεσε ένα ποσό για διάφορες υποχρεώσεις που είχε κάθε μήνα, έβαλε ακόμα ένα άλλο ποσό για ασφάλεια, το αύξησε δύο φορές, και το είπε με κάποιο κρυμμένο φόβο στον Τάσφιο. Ο Τάσφιος με την άνεση που τον διέκρινε στις συμφωνίες του, τον κοίταξε γελώντας και του είπε. Ναι εντάξει κύριε Ντε Βολύ, αρχίζετε να δουλεύετε από σήμερα κιόλας. Θα φτιάξω τα χαρτιά σας με τον δικηγόρο μου μόλις υπογράψω το πωλητήριο του πύργου. Θέλω να είστε πάντα δίπλα μου από τώρα, μόλις έρχομαι στο πύργο. Λοιπόν ας πάμε να υπογράψομε, το πωλητήριο του πύργου. Μας περιμένουν. Ο Τάσφιος είχε κλείσει πάλι μια συμφωνία με τον Ντε Βολύ, γρήγορα και απλά. Με ταχύτητα έβαλε στο μυαλό του όλες τις σκέψεις του, τις ανάλυσε, είδε ότι έχει κέρδος με την πρόσληψη του Ντε Βολύ σαν διαχειριστή του, είδε ότι χρειαζόταν τον Ντε Βολύ γιατί δεν ήξερε πολλά πράγματα για το πύργο αλλά και για την καινούργια χώρα που διάλεξε για σπίτι του, και αποφάσισε. Μπροστά ο Ντε Βολύ, και πίσω του ο Τάσφιος, πήραν να κατεβαίνουν τις σκάλες του πύργου, να περνούν από διαδρόμους και αίθουσες, και δωμάτια που ο Τάσφιος ούτε καν ήξερε, και κατέβηκαν στο μεγάλο άδειο σαλόνι του πύργου. Ο Τάσφιος σαν αφεντικό, και ο Ντε Βολύ σαν υπάλληλος. Ο Ντε Βολύ είχε ήδη πάρει τον ρόλο του σαν διαχειριστής. Αλλά τις τελευταίες αυτές στιγμές πριν την υπογραφή του πωλητηρίου του πύργου του, ήταν ακόμα ο ιδιοκτήτης. Μόλις μπήκαν μέσα στο σαλόνι, οι άνθρωποι του νόμου και των χρημάτων πάλι μάζεψαν τα χαρτιά τους και πλησίασαν τους δύο ιδιοκτήτες. Ο Τάσφιος ζήτησε να δει για τελευταία φορά τα χαρτιά και τους φακέλους που ζητούσε από τον κάθε ένα. Σιωπηλά γύριζε τις σελίδες των εγγράφων, έβλεπε τα ποσά, σήκωνε τα μάτια του καμιά φορά και κοίταζε από το παράθυρο έξω τους κήπους, και πάλι εξέταζε τα έγγραφα. Όλοι περίμεναν και τον έβλεπαν με κάποιο φόβο. Ο Τάσφιος έκανε ερωτήσεις και ο κάθε ένας απαντούσε. Του έδειχναν άλλα έγγραφα, του εξηγούσαν ο κάθε ένας στην γλώσσα του, και ο Τάσφιος τους άκουγε κοιτάζοντας η το πάτωμα του σαλονιού, η τα έγγραφα. Ο Ντε Βολύ καθόταν παράμερα και παρακολουθούσε σιωπηλά. Καμιά φορά έλεγε κάτι στο αυτί του δικηγόρου του, και μετά πάλι σιωπηλός περίμενε τον Τάσφιο να υπογράψει. Σε μια στιγμή ο Τάσφιος ζήτησε από τον δικηγόρο του και κάποιον άλλο να τον ακολουθήσουν, ποιο πέρα από τους άλλους. Και οι τρεις πήγαν κοντά σε ένα μεγάλο παράθυρο, και ο Τάσφιος άρχιζε να τους ρωτά διάφορα πράγματα. Οι άλλοι του έδειχναν έγγραφα, και του απαντούσαν. Πάντα ο Τάφσιος κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του ακούγοντας προσεκτικά τις απαντήσεις. Μετά, μόνος του απομακρύνθηκε πάλι από όλους τους άλλους, βγήκε έξω από το σαλόνι, έβγαλε από την τσέπη του το κινητό τηλέφωνο και τηλεφώνησε. Μιλούσε σιγά για να μην ακούσει κανείς. Αυτό κράτησε μερικά λεπτά. Όλοι μέσα στο σαλόνι περίμεναν τις διαταγές του. Ο Ντε Βολύ μαζί με τον δικηγόρο του χωριστά από τους άλλους, περίμεναν στη γωνιά τους. Μετά από αρκετή ώρα ο Τάσφιος μπήκε μέσα, και γράφοντας κάτι στην ατζέντα του, φώναξε με μεγαλοπρέπεια. Κύριοι, ας υπογράψομε τα συμβόλαια. Αμέσως όλοι κινήθηκαν γρήγορα πηγαίνοντας προς το μοναδικό τραπέζι που βρισκόταν μπροστά σε ένα μεγάλο παράθυρο. Άνοιξαν όλοι τους φακέλους τους, άφησαν ένα

αισθητό χώρο καινό στο τραπέζι για να πλησιάσει ο Τάσφιος. Ο Τάσφιος πλησίασε, πήρε το στυλό του δικηγόρου του, και άρχισε να βάζει υπογραφές στα σημεία των εγγράφων που του έδειχνε ο δικηγόρος του. Μετά ο δικηγόρος του Ντε Βολύ πλησίασε το τραπέζι. Είδε τις υπογραφές, και με τη σειρά του έδειξε στο Ντε Βολύ που να υπογράψει. Τελικά ο δικηγόρος του Τάσφιου, έδειξε στον δικηγόρο του Ντε Βολύ το μισητό τσεκ, που θα το έπαιρναν αμέσως οι δικαστικοί κλητήρες για να πληρωθούν τα χρέη του Ντε Βολύ. Ο Τάσφιος υπέγραψε γρήγορα χωρίς να εξετάσει το τσεκ. Οι δύο δικαστικοί κλητήρες το πήραν, χαιρέτησαν ευγενικά, και βγήκαν από το σαλόνι. Έμειναν μόνο οι δικηγόροι, ο μεσίτης, ο Ντε Βολύ, και ο Τάσφιος. Πάλι μερικές υπογραφές, κάτι μικροεξηγήσεις, σελίδες που γύριζαν κάτω από τα μάτια των δικηγόρων, πάλι υπογραφές, και τελικά ο πύργος έγινε ιδιοκτησία του Τάσφιου. Ο δικηγόρος του Ντε Βολύ πλησίασε τον Τάσφιο και του έδωσε ένα μάτσο από κλειδιά. Άρχισαν οι χειραψίες και τα συγχαρητήρια προς το Τάσφιο και τον Ντε Βολύ, και ο ένας μετά τον άλλο μάζευαν τα χαρτιά τους και έφευγαν. Ο Τάσφιος περίμενε να φύγουν όλοι, και φωνάζοντας τον Ντε Βολύ του έδωσε το μάτσο με τα κλειδιά του πύργου. Τούτη τη φορά, ο Τάσφιος δεν μπόρεσε να κρύψει την υπερηφάνεια του. Ήταν ιδιοκτήτης ενός πύργου. Με το υπερήφανο αυτό ύφος είπε στο Ντε Βολύ. Κύριε Ντε Βολύ, ξαναπαίρνετε πάλι τα κλειδιά του πύργου μου. Την επόμενη εβδομάδα θα έλθω με την γυναίκα μου, και τον γιο μου για να μείνομε κάμποσες μέρες. Παρακαλώ φροντίστε να είναι έτοιμα τα δωμάτια μας. Η γυναίκα μου θα παραγγείλει τα έπιπλα που αυτή νομίζει ότι ταιριάζουν στο πύργο. Θα αρχίσει πρώτα να επιπλώνει τα υπνοδωμάτια. Θα ήθελα να την βοηθούσατε στη διακόσμηση. Θέλω να μου βρείτε από το χωριό Χάσσελτ το εξής προσωπικό. Ένα μάγειρα, ένα μπάτλερ, και δύο καμαριέρες. Τον οδηγό του αυτοκινήτου μου τον έχω ήδη. Είναι ο Λάμπρος. Θα τον γνωρίσετε μια από αυτές τις ημέρες. Ο Τάσφιος μιλούσε γρήγορα και θετικά. Τα είχε όλα σκεφτεί και μελετήσει πριν έλθει στο πύργο. Έτσι έκανε πάντα με όλες του τις δουλειές. Οδηγούσε και σκεπτόταν. Έτρωγε και σκεπτόταν. Έκανε βόλτες και σκεπτόταν. Το μυαλό του δούλευε συνέχεια. Kαι συνέχισε. Είστε καλεσμένος μου με την γυναίκα σας και τις κόρες σας για να φάμε την επόμενη Παρασκευή. Θα φάμε στο Χίλτον στις Βρυξέλλες. Ο Λάμπρος ο οδηγός μου θα έλθει να σας πάρει από το σπίτι σας, αφού φυσικά μου δώσετε την διεύθυνσή σας και το τηλέφωνο σας. Πιστεύω το επόμενο Σάββατο να κοιμηθούμε στο πύργο, αν φυσικά η γυναίκα μου κατορθώσει να φέρει όλα τα έπιπλα που θα παραγγείλει. Ο Ντε Βολύ άκουγε προσεκτικά ότι έλεγε ο Τάσφιος, σαν να ήταν από χρόνια στις διαταγές του. Η ανάγκη βλέπεις σε κάνει να προσαρμόζεσαι σε όλες τις περιστάσεις. Και ο Ντε Βολύ ήταν αναγκασμένος να δεχτεί τους όρους του Τάσφιου, και να τον υπακούει. Με πίκρα είδε τον εαυτό του από αφέντης να γίνεται δούλος. Από ιδιοκτήτης του πύργου, να γίνεται επιστάτης. Tου έκανε μερικές ερωτήσεις στο Τάσφιο, του ζήτησε να του δώσει ένα τηλέφωνο για να επικοινωνεί μαζί του, και τον βεβαίωσε ότι όλα θα γίνουν όπως ήθελε ο Τάσφιος. Ο Τάσφιος χαιρέτησε το Ντε Βολύ, και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του έφυγε πάλι μέσα σε ένα σύννεφο από σκόνη. Ο Ντε Βολύ περίμενε μέχρι που το αυτοκίνητο του Τάσφιου χάθηκε μέσα στα δέντρα του πάρκου. Μετά μπήκε μόνος μέσα στο πύργο, και σαν φάντασμα ξανάρχισε να γυρίζει μέσα στο πύργο. Τα βήματα του ακούγονταν φοβερά και λυπημένα μέσα στο πύργο. Με κόπο κρατούσε τα δάκρυα του. Κάθε δωμάτιο, κάθε σαλόνι, κάθε διάδρομος, κάθε γωνιά του θύμιζε κάτι. Για μια στιγμή κατάλαβε ότι βράδιασε. Πέρασε σχεδόν όλη την ημέρα τριγυρνώντας τον πύργο. Πέταξε πέρα τα συναισθήματα, συγκεντρώθηκε, και ταχύνοντας το βήμα του βγήκε έξω από την μεγάλη πόρτα κλειδώνοντας την.

Μόνος πάλι πήρε το δρόμο για να πάει στο καινούργιο του σπίτι, στο Χάσσελτ. Το ότι πάλι είχε δικό του σπίτι, όχι πύργο, του έδωσε κουράγιο. Περπατούσε και σκεπτόταν το καινούργιο αυτό στάδιο της ζωής του. Ο Ντε Βολύ είχε δυνατό χαρακτήρα. Μπορούσε να συμβιβαστεί με κάθε περίπτωση. Ήταν η γυναίκα του που δεν μπορούσε να αντέξει αυτή την φοβερή αλλαγή στη ζωή τους. Οι δύο κόρες του, είχαν φύγει, και δεν έδειχναν να υποφέρουν από την αλλαγή αυτή. Αλλά κάπως τις έτσουζε. Θα συνέχιζαν τις σπουδές τους, και θα έπαιρναν τον δρόμο τους. Στο τέλος, σκέφτηκε, ήταν αυτός και η γυναίκα του που θα έμεναν μόνοι. Τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι. Αρχίζουν τη καινούργια τους ζωή, ενώ οι γονείς συνεχίζουν το δρόμο τους μόνοι, αλλά με τις ίδιες σκέψεις και ανησυχίες για τα παιδιά τους. **** Το χωριό Χάσσελτ άρχισε να ερημώνει. Οι άνθρωποι επέστρεφαν στα σπίτια τους γρήγορα, κουρασμένοι από τη δουλειά της ημέρας. Άλλοι χαρούμενοι, και άλλοι λυπημένοι. Άλλοι κερδισμένοι, και άλλοι χαμένοι. Χαμένοι; Ο Ντε Βολύ άραγε, ήταν με τούς χαμένους; Έβαλε το κλειδί στη καινούργια πόρτα του σπιτιού του, άνοιξε, και παίρνοντας ένα προσποιητό χαρούμενο ύφος ανήγγειλε τον εαυτό του, όπως κάνουν στους πύργους οι υπηρέτες όταν οι προσκεκλημένοι μπαίνουν στο μεγάλο σαλόνι. Monsieur Jean de Voly de Hasselt Άκουσε γρήγορα βήματα, και είδε τη γυναίκα του να έρχεται κοντά του. Σιωπηλά, τον αγκάλιασε σφικτά, και ξέσπασε σε ένα πικρό κλάμα. Κατάλαβε ότι η γυναίκα του υπέφερε με το πούλημα του πύργου τους. Δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Τις νύκτες άγρυπνη, έκλαιγε με τις ώρες. Έβλεπε την περιουσία τους να χάνεται, τα χρέη τους να τους πνίγουν, και η ίδια πνιγόταν από κατάθλιψη. Την έσφιγγε στη αγκαλιά του, και μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του και ο ίδιος, τη φίλησε στα μαλλιά της. Έμειναν έτσι για κάμποση ώρα. Μετά ο Ντε Βολύ μάζεψε τη λύπη του και τα δάκρυά του, την έπιασε σταθερά και στοργικά από τον ώμο της και παίρνοντάς την στο μικρό σαλόνι του καινούργιου τους σπιτιού, της είπε ψιθυρίζοντας: Έλα, έλα τώρα αγάπη μου. Δεν χάλασε και ο κόσμος, είμαστε ακόμα μαζί, και αυτό μετρά πολύ. Βγήκαμε από τα χρέη μας, και τώρα θα ξαναρχίσουμε μαζί πάλι, μια καινούργια ζωή σαν νιόπαντροι πάλι, μέσα στο μικρό και όμορφο σπιτάκι μας, με τις ωραίες μας κορούλες. Και κοιτάζοντας την βαθιά μέσα στα μάτια, την κούνησε, και της είπε με έμφαση. Πάλι είμαστε αφέντες στο σπίτι μας. Αλλά η γυναίκα του δεν μπορούσε να ξεχάσει τόσο εύκολα το σκληρό αυτό κτύπημα της μοίρας. Ήταν και αυτή από μεγάλο τζάκι. Ο πατέρας της μεγάλος κτηματίας και έμπορας από τις Βρυξέλλες, την έδωσε στον Ντε Βολύ να την παντρευτεί, ελπίζοντας ότι η κόρη του θα ήταν η μεγάλη κυρία του Χάσσελτ. Κατάλαβε από καιρό ότι η γυναίκα του δεν μπορούσε να ξεπεράσει αυτό το τραγικό κτύπημα της μοίρας τους τόσο εύκολα. Την έβλεπε να λιώνει μέρα με την μέρα, και φοβόταν ότι θα αρρώσταινε. Είδε πάλι το πρόσωπό της, αδύνατο, κίτρινο, και απαρηγόρητο. Δεν ήθελε να της πει λεπτομέρειες για το πωλητήριο. Δεν ήθελε και να της πει ότι δέχτηκε να δουλεύει σαν υποταχτικός στον πύργο τους, του καινούργιου ιδιοκτήτη, του Τάσφιου. Αυτό θα την σκότωνε. Την πήρε στοργικά και την οδήγησε στη μικρή κρεβατοκάμαρα. Την βοήθησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι τους, και της έδωσε το φάρμακο που ο γιατρός της έδωσε να παίρνει. Ήταν τα ηρεμιστικά της χάπια. Έμεινε δίπλα της κρατώντας το χέρι της, μέχρι που την πήρε ένας βαθύς τεχνικός ύπνος. Ένας ύπνος που αδρανεί μόνο το σώμα της. Όχι το μυαλό της. Το μυαλό της ήταν πάντα ξύπνιο. Νύκτα μέρα. Και της έλεγε πάντα την ίδια πρόταση. Δεν την χρειάζεσαι τώρα την ζωή σου. Δώσε της ένα τέλος. Λυτρώσου.

Ο Ντε Βολύ βγήκε αθόρυβα έξω από το δωμάτιο, και πήγε στο σαλόνι. Έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι από ένα μικρό οικογενειακό ντουλάπι που κράτησε, και μέσα από ένα ποτήρι με το θυρεό της οικογένειας του, ήπιε μερικές γουλιές. Το ουίσκι πάντα του κρατούσε συντροφιά σε τέτοιες στιγμές. Έπινε και με μισόκλειστα μάτια άρχισε να βλέπει τη ζωή του από τότε που ο πατέρας του τού έδωσε τα ινία της οικογένειας του, και των επιχειρήσεων. Ρώτησε τον εαυτό του. Αυτός φταίει για το ξεπούλημα του πύργου; Αυτός φταίει για το κλείσιμο των επιχειρήσεων με τα καράβια του πατέρα του στα μεγάλα λιμάνια του κόσμου; Αυτός φταίει για τα χρέη που έβλεπε να μεγαλώνουν κάθε μέρα χωρίς να μπορεί να τα σταματήσει; Αυτός φταίει που η γυναίκα του λιώνει και μαραζώνει κάθε μέρα; Αυτός φταίει που οι κόρες του έγιναν από πρώτες, οι τελευταίες στο Χάσσελτ; Ένας κόμπος έκατσε στο λαιμό του, και τα μάτια του γέμισαν από δάκρυα. Ένα από τα πολλά ρολόγια του πύργο του, που κράτησε μαζί με άλλα έπιπλα, άρχισε να κτυπά. Ήταν τρεις το πρωί. Σταμάτησε να ταξιδεύει στο παρελθόν και ξανάρθε στη πραγματικότητα. Θυμήθηκε την καινούργια του δουλειά στον πύργο του...μάλλον στο πύργο του Έλληνα, όπως φώναζε το Τάσφιο μέσα στο σπίτι του, και παράτησε το άδειο ποτήρι του πάνω στο τραπέζι. Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο του σαλονιού. Άνοιξε τη κουρτίνα, και είδε τις σκιές μερικών δέντρων στο κήπο του. Η νύκτα ήταν χωρίς φεγγάρι, σκοτεινή και κρύα. Οι σκιές των δέντρων του φάνηκαν σαν να ήταν τεράστιοι γίγαντες που ήθελαν να αγκαλιάσουν το μικρό καινούργιο σπίτι του, να το διαλύσουν, και να το εξαφανίσουν. Άνοιξε το παράθυρο, και ο κρύος αέρας τον κτύπησε στο ζεστό και κόκκινο από το ουίσκι πρόσωπο του. Έσφιξε τις γροθιές του, τις σήκωσε ψηλά, και σαν να ήταν οι εχθροί του, τα χρέη του, και όλοι όσοι τον έσπρωξαν στη χρεοκοπία και στη καταστροφή, τους ψιθύρισε με μίσος. Τώρα, δεν σας φοβάμαι. Έμαθα το μυστικό σας. Είμαι ποιο δυνατός τώρα. Πάλι θα σκύβετε το κεφάλι σας όταν με βλέπετε. Και σηκώνοντας με το χέρι του το μάτσο με τα κλειδιά του πύργου, φώναξε: Πάλι θα γίνω αφέντης στο Χάσσελτ. **** Καθισμένη στη βεράντα του διαμερίσματος της, στην Αθήνα, η γυναίκα του Τάσφιου, μια αγγλίδα όμορφη, με λεπτά χαρακτηριστικά, κρατούσε το ακουστικό στο χέρι και μιλούσε με τον άνδρα της. Ο ήλιος της Αθήνας έκανε το Αγγλικό δέρμα της, κόκκινο, όπως το χρώμα του αστακού, και μάταια προσπαθούσε να αποκτήσει το σοκολατένιο χρώμα που οι Ελληνίδες γυναίκες είχαν με τα πρώτα τους μπάνια στα ζεστά και γαλανά Ελληνικά ακρογιάλια. Ήξερε καλά ότι θα αναζητούσε τον Ελληνικό ήλιο και την θάλασσα. Αυτά τα δύο στο Βέλγιο, στο χωριό Χάσσελτ, που πήγαινε με τον άνδρα της να ζήσει, δεν θα τα είχε κάθε μέρα. Ο καιρός του Βελγίου ήταν σχεδόν ο ίδιος όπως στην Αγγλία. Σχεδόν κάθε μέρα κρύος και βροχερός. Είχε κάνει όλες τις παραγγελίες της, και τις αγορές, για να κάνει το πύργο της στο Χάσελτ, ένα πραγματικό αριστούργημα. Ο σύζυγος της, της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, και άφηνε τη γυναίκα του να του ρυθμίζει όλες τις προσωπικές του ανάγκες. Το θέμα λοιπόν της διακόσμησης του πύργου, ο Τάσφιος το άφησε στην Σύνθια, τη γυναίκα του. Έκλεισε το τηλέφωνο, και πήγε να ετοιμαστεί για να φύγει με τον οδηγό της για το αεροδρόμιο. Είπε στη Φιλιπινέζα κοπέλα που είχαν μόνιμη στο διαμέρισμα τους να είναι έτοιμη σε μια ώρα. Πήραν μόνο δύο μικρές βαλίτσες με τα ρούχα τους, και σε τρεις ώρες κατέβαιναν και οι δύο από το αεροπλάνο στις Βρυξέλλες. ****

Πήραν ένα ταξί και πήγαν στο Χίλτον. Έμειναν μια εβδομάδα. Πάλι η Σύνθια οργάνωνε, τηλεφωνούσε, έκανε παραγγελίες, έστελνε με τον οδηγό του Τάσφιου και με δύο φορτηγά αυτοκίνητα που είχε νοικιάσει η ίδια, δεκάδες πακέτα, κουτιά, κιβώτια, και ότι άλλο χρειάζεται κανείς για να επιπλώσει ένα σπίτι, η μάλλον ένα πύργο. Ντυμένος με ένα παλιό αλλά καλοραμμένο και αριστοκρατικό κοστούμι ο Ντε Βολύ ζήτησε από την Ρεσεψιόν του Χίλτον να ειδοποιήσουν τον Τάσφιο ότι είχε έλθει. Λίγο αργότερα ο Τάσφιος με την Σύνθια κατέβηκαν στο εστιατόριο του Χίλτον όπου και θα συζητούσαν με τον Nτε Bολύ, την καινούργια τους ζωή στο Χάσσελτ και στον πύργο τους. O Τάσφιος σύστησε την γυναίκα του στον Ντε Βολύ, και εκείνος της φίλησε ευγενικά το χέρι. Η Σύνθια πρόσεξε αμέσως τους αριστοκρατικούς τρόπους του. Άφησε τους δύο άντρες να μιλάνε, ενώ παρατηρούσε συνεχώς τον Ντε Βολύ. Της άρεσε ο τρόπος που μιλούσε, οι πράες κινήσεις του, και το μάλλον μελαγχολικό χαμόγελο του. Η Σύνθια συμμεριζόταν το δράμα της οικογενείας του Ντε Βολύ, και προσπαθούσε με τον τρόπο της να μην δείχνει ότι τώρα αυτή είναι η πυργοδέσποινα, και ο Ντε Βολύ ο υπηρέτης. Ο Τάσφιος άφησε την γυναίκα του να ρωτά τον Ντε Βολύ για τον πύργο, ενώ αυτός απολαύανε ένα ποτήρι άσπρο "Σανσέρ" με τα φημισμένα μύδια της Ολλανδίας. Η Σύνθια δεν μιλούσε Γαλλικά, και ο Ντε Βολύ της εξηγούσε την κατάσταση στον πύργο στα Αγγλικά. Είχε καλή μόρφωση, και σαν Βέλγος από την Φλάντρα, μιλούσε άπταιστα τις τρεις γλώσσες του Βελγίου, τα Γαλλικά, τα Φλαμανικά, και τα Γερμανικά. Ο Ντε Βολύ ευγενικά έδωσε στην Σύνθια το φάκελο με διάφορα έγγραφα, αποδείξεις και τιμολόγια, αλλά και χαρτιά επίσημα από την συνηθισμένη γραφειοκρατία κάθε χώρας, και με χαμηλό τόνο της εξηγούσε το κάθε ένα έγγραφο. Τα έπιπλα είχαν έρθει όλα, και περίμεναν την Σύνθια να έλθει για να τα τακτοποιήσει εκεί όπου αυτή ήθελε. Ο Ντε Βολύ είχε βρει το προσωπικό που ο Τάσφιος ήθελε, και ήδη είχε εγκατασταθεί στο πύργο περιμένοντας τούς καινούργιους οικοδεσπότες. Είχε κάνει μια λίστα με τις απαραίτητες εργασίες και επιδιορθώσεις που πρέπει να γίνουν, και την έβαλε μέσα στο φάκελο που ετοίμασε για τους καινούργιους ιδιοκτήτες. Ο Πύργος έλαμπε από καθαριότητα, και οι κήποι φροντίζονταν από δύο μόνιμους κηπουρούς που ο Ντε Βολύ σύστησε στον Τάσφιο να προσλάβει. "Δεν γνωρίσαμε ακόμα την μαντάμ Ντε Βολύ. Είχαμε πει ότι θα τρώγαμε απόψε μαζί, και αύριο, θα πηγαίναμε στον πύργο όλοι μαζί". Είπε η Σύνθια και εξακολουθούσε να κοιτάζει τον φάκελο. "Παρακαλώ συγχωρήστε την σύζυγο μου που δεν μπόρεσε να έλθει απόψε στο υπέροχο αυτό τραπέζι, διότι είναι άρρωστη. Ξέρετε...οι περιστάσεις..." "Ναι...μάλιστα...καταλαβαίνομε..." τον διέκοψε η Σύνθια, και μάζεψε γρήγορα όλα τα έγγραφα που ήταν στο τραπέζι. M'αυτό έδειξε στον Nτε Bολύ ότι του είχε εμπιστοσύνη. "Λοιπόν...μετά το φαγητό...θα πάμε μια βόλτα στο κέντρο, για να απολαύσομε την Grande Place by night" είπε εύθυμα ο Τάσφιος. Ο Ντε Βολύ πήρε το ποτήρι του, το σήκωσε και είπε στον Τάσφιο και στην γυναίκα του με χαμόγελο. " Bien venu à Belgique Madame, Monsieur Tasfios " " A! Merci bien Monsieur De Voly. Nous sommes heureux moi et ma femme de faire notre ménage a votre jolie pays." Απάντησε ο Τάσφιος στη ευχή του Ντε Βολύ. Μετά το δείπνο, ο οδηγός του Τάσφιου οδήγησε την παρέα στο κέντρο των Βρυξελλών, στην Grande Place. Η Σύνθια που έβλεπε για πρώτη φορά την ιστορική αυτή πλατεία, θαύμαζε τα ιστορικά και καλοδιατηρημένα κτήρια που έλαμπαν μαγευτικά στο φως των προβολέων. Ο Ντε Βολύ εξηγούσε στους επισκέπτες του την ιστορία των κτηρίων, και παίρνοντας τους, πήγαν στη γωνία της πλατείας μπροστά από το γλυπτό που δείχνει τον Χριστό νεκρό στο χώμα, μετά την σταύρωση. Τους είπε ότι όσοι έρχονται στην Μεγάλη Πλατεία των Βρυξελλών, το αγγίζουν και κάνουν μια ευχή. Ο Τάσφιος γέλασε, βλέποντας

πρώτα την γυναίκα του και μετά τον Ντε Βολύ να αγγίζουν το γλυπτό, και μετά να κάνουν μια ευχή. "Βλακείες". Είπε μέσα του, και προχώρησε ποιο κάτω. Περπατώντας πάντα στα μικρά και φωτισμένα δρομάκια που ήταν γεμάτα από τουρίστες, ο Ντε Βολύ τους οδήγησε στο Maneken Piss. H Σύνθια δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια της όταν άκουσε από τον Ντε Βολύ την ιστορία του μικρού ήρωα των Βρυξελλών, που χωρίς να ντρέπεται, αφήνει τα ούρα του να πέφτουν σε μια πέτρινη καλοδουλεμένη λεκάνη. Τους έδειξε και άλλες όμορφες γωνιές στο κέντρο των Βρυξελλών. Περνώντας τους από το Petit boucher, με τις δεκάδες εστιατόρια, τους υποσχέθηκε ότι την επόμενη φορά που θα κατέβαιναν στις Βρυξέλλες θα τους έκανε αυτός το τραπέζι στο αγαπημένο του εστιατόριο, "Les armes de Bruxelles". Μετά από μια μεγάλη βόλτα μέσα στους φωτεινούς δρόμους των Βρυξελλών, το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο Χίλτον. Κατέβηκαν και ο Τάσφιος τους πρότεινε να πάρουν ένα ποτό στο μπαρ του ξενοδοχείου στον 25ο όροφο, με την μαγευτική του θέα. Η Σύνθια φαινόταν ευτυχισμένη. Ο Ντε Βολύ άφησε τον εαυτό του να ξεφύγει από το δράμα που ζούσε, και ο Τάσφιος πάντα με την πίπα του αναμμένη, έκανε σκέψεις για την καινούργια μέρα που θα τον εύρισκε στις Βρυξέλλες. "Λοιπόν αύριο, μετά το πρωινό μας κύριε Ντε Βολύ, φεύγομε για το Χάσελτ. Συμφωνείτε; " "Όπως θέλετε κύριε Τάσφιε" είπε ο Ντε Βολύ. *** Το μαύρο αυτοκίνητο του Τάσφιου ταξίδευε απαλά και θριαμβευτικά στο μικρό επαρχιακό δρόμο με τα πανύψηλα δέντρα. Μέσα από τα δέντρα, φάνηκε ο πύργος. Tο αυτοκίνητο μπήκε μέσα στο τεράστιο πάρκο του πύργου. Ο Τάσφιος καθισμένος αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα, δίπλα στην Σύνθια, της έδειξε τον πύργο και της είπε με μια κάποια μεγαλοπρέπεια. "Ο πύργος σας κυρία Τάσφιου". Η Σύνθια βλέποντας τον πύργο από μακριά, δεν μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό της. Και γρήγορα γύρισε και φίλησε γλυκά τον Τάσφιο, ψιθυρίζοντας του στο αυτί. "Thank you my darling, it is really magic!!" Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του Ντε Βολύ, που με το υπόλοιπο προσωπικό, περίμεναν τον Τάσφιο και την γυναίκα του μπροστά στην μεγάλη δρύινη πόρτα του πύργου. Τα δάχτυλα του γρήγορα και νευρικά εξαφάνισαν μερικά πικρά δάκρυα που ήλθαν στα μάτια του, και παίρνοντας δύναμη, ύψωσε το σώμα του, περήφανα, όπως συνήθιζε να στέκεται. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο παρατεταγμένο προσωπικό του πύργου. Ο μπάτλερ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, και είπε με δυνατή φωνή. "Bien venu au 'château de Voly', Monsieur, Madame!!" Ο Τάσφιος άκουσε τι είπε ο Μπάτλερ. Το ίδιο και ο Ντε Βολύ. Kαι γρήγορα πλησίασε το ζεύγος, και φιλόντας ευγενικά το χέρι της γυναίκας του Τάσφιου, είπε. Bien venu à votre chateau Madame. Ο Τάσφιος γρήγορα, εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε ότι το όνομα του πύργου έπρεπε να αλλάξει. Ναι θα έπρεπε να δώσει στο πύργο του το δικό του όνομα. "Τάσφιος; Πύργος Τάσφιος; Μπα, δεν ακούγεται ωραία." Σκέφτηκε γρήγορα. Έψαχνε να βρει ένα όνομα Ελληνικό. Και γιατί όχι Κρητικό. Δύο από τα καράβια του είχαν Κρητικά ονόματα. Το μεγάλο πετρελαιοφόρο το είχε ονομάσει "Ίδη". Και το μικρό το είχε ονομάσει "Ρέα". Και ο πύργος του θα έπρεπε να πάρει ένα Κρητικό όνομα. Η Σύνθια του έπιασε το χέρι, και φιλώντας το του ξαναείπε ένα γλυκό ευχαριστώ. Πάντα στη σειρά, το προσωπικό του Πύργου, περίμεναν. Ο Ντε Βολύ γρήγορα παρουσίασε το προσωπικό στους καινούργιους οικοδεσπότες, και με το συνηθισμένο και άψογο αριστοκρατικό ύφος του, οδήγησε το ζευγάρι στη καινούργια τους κατοικία.

Ο Ντε Βολύ συνόδευσε πάλι τον Τάσφιο και την Σύνθια σε όλο το πύργο. Η Σύνθια έβλεπε το καινούργιο της σπίτι με μια ξεχωριστή ευχαρίστηση. Ήταν αυτό που περίμενε σε όλη της τη ζωή. Οικοδέσποινα σε ένα πύργο. Και τώρα, ήταν πραγματικότητα. Ο Τάσφιος πάντα με την πίπα του αναμμένη, και με το άρωμα του καπνού Amphora, που έβαζε στη πίπα του, αρωμάτιζε όλο το πύργο. Εγκαινίαζε το πύργο του με την μυρωδιά του καπνού του, αγγίζοντας κάθε τοίχο, κάθε πόρτα, και κάθε έπιπλο που έβρισκε μπροστά του. Ήταν ευχαριστημένος. Άφησε την Σύνθια με τον Ντε Βολύ να προχωρήσουν μπροστά, και αυτός πλησίασε σε ένα ανοικτό παράθυρο που έβλεπε στο πάρκο του πύργου. Έκανε το σταυρό του, και ψιθύρισε: "Ευχαριστώ Παντοκράτορα μου. Ευχαριστώ. Μεγάλη η Χάρη σου!!" Κάθε φορά που αποκτούσε κάτι καινούργιο, η κάθε φορά που μεγάλωνε τη περιουσία του, έλεγε αυτή τη προσευχή που η μάνα του τού είχε μάθει να λέει από μικρός. Γρήγορα έφτασε τον Ντε Βολύ και τη Σύνθια που του έδινε οδηγίες για τη θέση των επίπλων στα διάφορα δωμάτια. Μια καινούργια ζωή άρχιζε στο Χάσσελτ για τον Τάσφιο, την Σύνθια, τον γιό τους τον Ιάσονα, αλλά και τον Ντε Βολύ. Ο "Πύργος" όπως ο Τάσφιος ονόμασε το καινούργιο του σπίτι, έδωσε για αρκετά χρόνια ευτυχία στο ζεύγος Τάσφιου. Όμως και η δυστυχία πάντα απρόσκλητη, έπρεπε να επισκεφτεί τον "Πύργο" και να δώσει στον Τάσφιο, τα μαύρα και καταραμένα δώρα της... *** Ήταν φθινόπωρο. O ουρανός στο Xάσσελτ πάλι συννεφιασμένος, έκανε τον καιρό κρύο, και μουντό. Ο παπάς του Χάσσελτ, Père Vanderberg, μαζί με τον φίλο του τον Henri που ήταν και ο επίτροπος της μικρής εκκλησίας του Χάσσελτ, έκαναν βόλτα τα σκυλιά τους στο δάσος, δίπλα στο πύργο του Τάσφιου. Μέσα από τα δέντρα έβλεπαν μακριά και οι δύο τον πύργο, χωρίς να μιλάνε. Τα σκυλιά τους έτρεχαν πάνω κάτω μυρίζοντας τα μαραμένα φύλλα που έπεφταν από τις τεράστιες βελανιδιές. Βρήκαν ένα κομμένο κορμό δέντρου, και κάθισαν να ξεκουραστούν. Απέναντί τους έβλεπαν σε όλη την μεγαλοπρέπεια του τον "Πύργο". Ο παπάς του Χάσσελτ, έβγαλε από την τσέπη του το δερμάτινο μπουκαλάκι με το κονιάκ, που πάντα έπαιρνε μαζί του στη βόλτα με τον σκύλο του, για να τον ζεσταίνει. Hπιε μια γουλιά, και άρχισε να μιλάει ενώ ο Ανρί άκουγε καπνίζοντας το τσιγάρο που είχε στρίψει. Πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια! Τι δυστυχία, αλλά και τι ευτυχία κρύβει μέσα του ο πύργος Ντε Βολύ. Δεν μπορώ να ξεχάσω το μαραμένο κορμί και το κίτρινο πρόσωπο της μαντάμ Ντε Βολύ, όταν με φώναξαν να την μεταλάβω στα τελευταία της, στο μικρό σπίτι που πήγαν μετά που ο Ντε Βολύ έχασε τον πύργο του! Ο παπάς μιλούσε και μετά σταματούσε για να θυμηθεί. Δεν μπόρεσε να αντέξει την ταπείνωση. Από μεγάλη οικοδέσποινα του πύργου κατέληξε δούλα. Μαζί με τον Ντε Βολύ που αναγκάστηκε να δουλεύει σαν υποτακτικός αυτού του Έλληνα του πλούσιου,...πως τον έλεγαν...τάσφιο. Ναι τον έλεγαν Τάσφιο. Τον θυμάσαι Ανρί; Ναι τον θυμάμαι...ήταν πάντα γελαστός αυτός ο Έλληνας. Είπε ο Ανρί κοιτάζοντας σκεπτικός κάτω τα μαραμένα φύλα, και κάπνιζε το τσιγάρο του. Ο Παπάς συνέχισε: Ήταν Ορθόδοξος. Αλλά ερχόταν τακτικά στη εκκλησία με την Αγγλίδα την γυναίκα του που ήταν Καθολική... Τον έβλεπα που προσευχόταν...και που έκανε το σταυρό του...δεν τον ενοχλούσε που προσευχόταν στην εκκλησία μας. Ο θεός, μου είπε μια μέρα, είναι ένας και ο ίδιος... Ο παπάς κοίταξε τον ουρανό, και είπε: Μην μου δώσεις ποτέ Θεέ μου τον πόνο της γυναίκας του, όταν έμαθε ότι ο άνδρας της, ο Τάσφιος, με τον γιο της, σκοτώθηκαν με το σπορ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο γιος Τάσφιος. Ήταν είκοσι δύο χρόνων, και είχε μόλις τελειώσει το Πανεπιστήμιο στην Λουβαίν...

Ο Ανρί άκουγε το παπά σιωπηλός. Κουνούσε μόνο το κεφάλι του, και καμιά φορά έριχνε καμιά ματιά στο πύργο. O παπάς συνέχισε. Η Αγγλίδα έμεινε μόνη στο κόσμο, με μια τεράστια περιουσία, που δεν ήξερε τι να την κάνει. Αλλά είδες; Ο Θεός τα φτιάχνει όλα...δεν την άφησε μόνη στην απελπισία της, και μόνη σε μια ξένη χώρα... Ο Ντε Βολύ που ήταν ο διαχειριστής του πύργου, έγινε και διαχειριστής της περιουσίας του Τάσφιου. Και η Αγγλίδα, έξυπνη γυναίκα, μια μέρα παντρεύτηκε τον Ντε Βολύ. Τι τύχη αυτός ο Ντε Βολύ!! Έγινε πάλι ο άρχοντας του πύργου του...τι τύχη!! Είπε ο Ανρί με θαυμασμό. Ναι, έχασε τον πύργο, την περιουσία του, την γυναίκα του, και με μιας τα ξαναβρήκε όλα...ο Θεός δεν αφήνει κανένα να χαθεί...θαυμαστά τα έργα σου Κύριε... Ο παπάς έκανε το σταυρό του, και μετά ξανάνοιξε το δερμάτινο μπουκάλι του και ήπιε πάλι το κονιάκ. Ανρί, πιες μια γουλιά...θα σε ζεστάνει...ο καιρός αρχίζει να κρυώνει... Ο Ανρί πήρε το μπουκάλι, και είπε: À votre sante mon père. Oui, Ce vrai. Dieu est grand. Οι δύο φίλοι φώναξαν τα σκυλιά τους, πήραν τα πανωφόρια τους, κοίταξαν ακόμα μια φορά μέσα από τα δέντρα τον «Πύργο του Ντε Βολύ», και πήραν το δρόμο του γυρισμού για το Χάσσελτ. Ο φθινοπωρινός αέρας έκανε τα φύλλα του δάσους κάτω στο χώμα να στριφογυρίζουν, και τον καπνό που έβγαινε από το μεγάλο τζάκι του πύργου Ντε Βολύ, να ανεβαίνει σαν ευχαριστήριο θυμίαμα προς το Θεό, στον μουντό ουρανό του Χάσσελτ. #### Λίγα λόγια για τον συγγραφέα. O Mανώλης Φαϊτός έκανε τις σπουδές του στην Kρήτη, στην Ρόδο, και στην Αγγλία. Aφησε το Ηράκλειο της Kρήτης νέος, για να πάει στις Βρυξέλλες, όπου και έκανε και την στρατιωτική του θητεία, στο NATO. Εργάστηκε στο NATO για μερικά χρόνια, σε διεθνείς Ξενοδοχειακές εταιρείες, και τώρα εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες. Είναι παντρεμένος,και έχει δύο γιούς. H πείρα του στους διεθνείς οργανισμούς, και η Παγκοσμιοποίηση, τον έκαναν να μελετήσει την συνεχή αλλαγή της κοινωνίας μας, και να περιγράψει με ακρίβεια τους πρωταγωνιστές της. Γράφει από νεαρή ηλικία. Οι ανθρώπινες ιστορίες του έδωσαν την βάση να γράψει έξι άλλα βιβλία, και δύο θεατρικές κωμωδίες. Connect with me on line: ephaetos@gmail.com http://www.facebook.com/emmanuel.phaetos Twitter @phaetos