KET POC PEDRO JUan GUTIERREZ Ο βασιλιασ τησ αβανασ Μετάφράση: Κλεοπάτρά ελάιοτριβιάρη
Ε κείνο το κοµµάτι της ταράτσας ήταν το πιο βροµερό σηµείο σε όλο το κτίριο. Όταν άρχισε η κρίση το 1990, έχασε τη δουλειά της ως καθαρίστρια. Τότε έκανε αυτό που έκανε πολύς κόσµος: Βρήκε κοτόπουλα, ένα γουρούνι και µερικά περιστέ ρια. Έφτιαξε κλουβιά µε σάπιες σανίδες, κοµµάτια από τσίγκο, σιδερόβεργες και καλώδια. Κάποια τα έτρωγαν και άλλα τα πουλούσαν. Επιβίωνε µέσα στα σκατά και στη βρόµα των ζώ ων. Μερικές φορές δεν ερχόταν νερό στο κτίριο για µέρες. Τότε φώναζε στα αγόρια, τα ξυπνούσε από τα χαράµατα και, µε σφαλιάρες και σπρωξιές, τα ανάγκαζε να κατέβουν τους τέσσερις ορόφους και να ανεβάσουν από τις σκάλες κάµπο σους κουβάδες από ένα πηγάδι που, απίστευτο κι όµως αλη θινό, βρισκόταν στη γωνία, σκεπασµένο µε ένα καπάκι ίδιο µ αυτά των υπονόµων. Τα παιδιά ήταν τότε έντεκα και εννέα χρονών. Ο Ρεϊνάλδο, ο µικρότερος, ήταν ήρεµος και σιωπηλός. Ο Νέλσον, πιο εν θουσιώδης, µια ζωή επαναστατούσε και µερικές φορές τής φώναζε οργισµένα: «Μην µου φωνάζεις πια, γαµώτη µου! Τι θες;». Ήταν κουτσή απ το δεξί της πόδι και λίγο καθυστερηµένη ή χαζή. εν πήγαινε καλά το µυαλό της. Από µικρή. Ίσως από
γεννησιµιού της. Η µάνα της έµενε κι εκείνη µαζί τους. Θα ταν καµιά εκατοστή χρονών ή και παραπάνω, κανείς δεν ήξερε. Όλοι µαζί σ ένα διαλυµένο δωµάτιο τρία επί τέσσερα, συν ένα κοµµάτι της ταράτσας, ξεσκέπαστο. Η γριά είχε χρόνια να πλυθεί. Πολύ αδύνατη από την τόση πείνα. Μια ατέλειωτη ζωή µόνιµης πείνας και εξαθλίωσης. Ήταν ξερακιανή. εν µιλούσε. Έµοιαζε µε σιωπηλή µούµια, σκελετωµένη, καλυµµένη µε βρόµα. Κουνιόταν λίγο ή καθόλου. Χωρίς ποτέ να µιλάει. Μόνο κοιτούσε τη µισοβλαµµένη κόρη της και τα δυο της εγγόνια να χτυπούν το ένα το άλλο στο κεφάλι και να βρίζονται µέσα στο σαµατά από τις κότες που κακάριζαν και τα σκυλιά που γάβγιζαν. «Αυτοί είναι τρελοί» έλεγαν οι γείτονες. Και κανείς δεν επενέβαινε σ εκείνους τους ατέλειωτους καβγάδες. Πότε πότε άναβε ένα τσιγάρο και ακουµπούσε στο κάγκελο της ταράτσας για να χαζέψει τον κόσµο στο δρόµο και να σκεφτεί τον Ανταλµπέρτο. Στα νιάτα της είχε δεκάδες άντρες. Της άρεσε να τους προκαλεί. Κάθε ηλικίας. Ορισµένοι της έλεγαν «Να σου πω, χαζούλα, έλα δω να µου πάρεις µια πίπα. Θα σου δώσω δυο πέσος αν µου τον γλείψεις», κι αυτή πήγαινε να ρουφήξει. Ορισµένοι της έδιναν λεφτά. Άλλοι όχι. Την έχυναν και της έλεγαν «Περίµενέ µε εδώ, µην φύγεις, επιστρέφω αµέσως», και µην τους είδατε. Με τον Ανταλµπέρτο ήταν αλλιώς. Τα παιδιά είναι δικά του, αλλά ο µαλάκας δεν θέλησε ποτέ να µείνει µαζί τους στην ταράτσα, κι όταν την είδε έγκυο για δεύτερη φορά εξαφανίστηκε για πάντα. Τώρα είναι πια σιτεµένη, [ 10 ]
βλαµµένη, βροµάει και ζέχνει, κουτσαίνει απ το ένα πόδι και πεθαίνει της πείνας. Τα βαζε κάτω και κατέληγε στο συµπέρασµα: Ποιος διάολο να µε πλησιάσει; Αφού το µόνο που έχω όρεξη να κάνω είναι να πεθάνω. Αυτά σκεφτόταν και τα βαζε µε τον εαυτό της. Πετούσε το τσιγάρο στο δρόµο και, απελπισµένη, ούρλιαζε στα παιδιά: «Ρέι, Νέλσον, κατεβείτε να φέρετε νερόοο! Γαµώτη µου, κατεβείτε για νερόοο!». Τα παιδιά υπάκουαν. Έσφιγγαν τα δόντια, αλλά υπάκουαν. Τουλάχιστον δεν τα έκλεινε πια σε ένα µικρό και σκοτεινό ντουλάπι για µέρες. Από πολύ µικρά µέχρι τα εφτά τους, τα έβαζε σ εκείνο το µέρος το γεµάτο υγρασία, σωλήνες και κατσαρίδες. Χωρίς λόγο. Μόνο και µόνο για να µην τα βλέπει. Τα παιδιά κατατρόµαζαν γιατί, όταν άρχιζε ο εγκλεισµός, µπορεί να περνούσαν µία, δύο ή και τρεις µέρες χωρίς να φάνε, γλείφοντας την υγρασία από τους σωλήνες. Άλλες φορές τα βουτούσε ξαφνικά σε µια δεξαµενή µε νερό, ουρλιάζοντάς τους να βγάλουν το σκασµό και να κόψουν τις βλακείες. Από την τροµάρα τους τα παιδιά το βούλωναν. Μερικές φορές τα βύθιζε στο νερό και δεν τα έβγαζε µέχρι που µισοπνιγµένα άρχιζαν να κλοτσάνε απελπισµένα. Τώρα, µεγαλύτερα και πιο δυνατά, εξεγείρονταν και απέφευγαν αυτές τις τιµωρίες. Έκαναν ό,τι γούσταραν, αν και καµιά φορά πήγαιναν και στο σχολείο, στη γωνία της Σαν Λάσαρο και της Μπελασκοαΐν. Πιο πολύ για να ξεφύγουν απ αυτήν παρά για να µάθουν. Οι δάσκαλοι δίδασκαν [ 11 ]
λίγα πράγµατα, επειδή οι µαθητές τούς είχαν γραµµένους. Τα δεκατριάχρονα κοριτσάκια έκαναν ήδη πιάτσα ως χινετέρας 1 για τους τουρίστες στη Μαλεκόν. Τα αγόρια ήταν χωµένα στη µαριχουάνα και σε διάφορες δουλειές του ποδαριού για να βγάλουν το καθηµερινό χαρτζιλίκι. Πατεράδες και µανάδες έλαµπαν διά της απουσίας τους. Κανέναν δεν ενδιέφερε να µάθει µαθηµατικά ή περίπλοκα και άχρηστα πράγµατα. Και οι δάσκαλοι δεν άντεχαν άλλο εκείνα τα αγρίµια. Τέλος πάντων, ο Νέλσον και ο Ρέι πήγαιναν τρεις ή τέσσερις µέρες στο σχολείο, και την υπόλοιπη βδοµάδα περνούσαν την ώρα τους στην ταράτσα µε τα περιστέρια και τους σκύλους. Είχαν πέντε σκύλους που τους είχαν µαζέψει από το δρόµο. Πολλές φορές το µοναδικό γεύµα της ηµέρας ήταν ένα κοµµάτι ψωµί και µια κανάτα ζαχαρόνερο, αλλά παρ όλα αυτά µεγάλωσαν. Ανακάλυψαν ότι ξένα περιστέρια πήγαιναν κι άραζαν στην ταράτσα τους, και δεν ήταν δύσκολο να τα κυνηγήσουν. Σκάρωσαν λοιπόν µια παγίδα: Ένα όµορφο περιστέρι, αρσενικό και ελκυστικό, πετούσε πάνω απ όλα τα κτίρια. Όλο και κάποια ανυποψίαστη περιστέρα έσκαγε µύτη, θαυµάζοντας το γόη. Κι αυτό ήταν. Πετούσε στο κατόπι του, κι εκείνος την οδηγούσε στο κλουβί του για να της κάνει ξέφρενο έρωτα. Και τότε κρακ. Ο Ρέι και ο Νέλσον έκλειναν την πόρτα του κλου βιού. Στην αγορά της οδού Κουάτρο Καµίνος πλήρωναν σαράντα ή πενήντα πέσος για κάθε περιστέρι. Μέχρι και εκατό πέσος αν ήταν λευκό. Με την κρίση και την πείνα και την τρέλα της φυγής [ 12 ]
από τη χώρα, όλοι έκαναν δουλειές µε τη σαντερία 2 και τα περιστέρια, οι κατσίκες και οι πετεινοί πουλιόντουσαν σε καλή τιµή. Όπως και οι µαύρες κότες, που είναι πολύ καλές για εξαγνισµούς και για να διώχνουν το κακό. Όταν τα παιδιά πουλούσαν κανένα περιστέρι, η κατάσταση βελτιωνόταν: Έτρωγαν καµιά πίτσα και έναν φυσικό χυµό. Πήγαιναν πίτσα στη µάνα και τη γιαγιά τους. Παρ όλα αυτά εκείνη συνέχιζε πάντα να τους φωνάζει σαν τρελή. Ούρλιαζε, τους εξευτέλιζε. Είχε πια αρχίσει η τριχοφυΐα τους στη λεκάνη και τον κώλο, ο πούτσος τους είχε πάρει να µεγαλώνει και να χοντραίνει, είχαν τρίχες στις µασχάλες και την έντονη αντρική µυρωδιά του ιδρώτα, και η φωνή τους είχε γίνει πιο βαθιά και βραχνή. Μαλακιζόντουσαν κρυµµένοι ανάµεσα στα κλουβιά των κοτόπουλων, κοιτάζοντας τη γειτονοπούλα της διπλανής ταράτσας. Στην πραγµατικότητα ήταν η ίδια ταράτσα του κτιρίου, αλλά πριν από χρόνια κάποιος την είχε χωρίσει στη µέση µε ένα χαµηλό τοιχίο λιγότερο από ένα µέτρο. Αυτό ήταν το σύνορο µε τους γείτονες µια χοντρή βυζαρού γριά µε µια κόρη γύρω στα είκοσι και πολλά παιδιά ακόµα που ζούσαν εκεί και ποτέ δεν θυµούνταν ότι αυτή ήταν η µάνα τους. Η κοπελίτσα ήταν µπουκιά και συχώριο αδύνατη µουλάτα, όµορφη, χινετέρα. Έβγαινε µόνο τα βράδια, κοµψή και προκλητική, και επέστρεφε ξηµερώµατα. Την ηµέρα έκοβε βόλτες στο δικό της κοµµάτι της ταράτσας µε ένα εφαρµοστό σορτσάκι κι ένα µικροσκοπικό µπλουζάκι χωρίς σουτιέν, µε τις [ 13 ]
ρώγες της να διαγράφονται ξεκάθαρα. Αααχ. Σκέτος πειρασµός. Ο Ρεϊνάλδο ήταν πια δεκατριών και ο Νέλσον δεκατεσσάρων. Είχαν παρατήσει το σχολείο από καιρό. Τους στοίχιζε να µένουν συνέχεια στην έβ δοµη τάξη. Την επανέλαβαν τρεις φορές, µέχρι που το κοψαν τελείως. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους άντρες. Συνέχιζαν µε τα περιστέρια. Κάθε µέρα γίνονταν καλύτεροι στο να κλέβουν περιστέρια και πουλούσαν κάνα δυο καθηµερινά. Ήταν καλή δουλίτσα. Ήταν άντρες και ήδη συντηρούσαν τους πάντες στο σπίτι τους. Αλλά η µάνα συνέχιζε να είναι το ίδιο χαζή. Τη µισούσαν για εκείνα τα ξεσπάσµατα και τις φωνές µπροστά σε όλο τον κόσµο. Ένιωθαν ταπεινωµένοι και της απαντούσαν: «Μην είσαι βλαµµένη! Βούλωσέ το, γαµώτο, βούλωσ το!». Η ταράτσα ήταν κάθε µέρα και πιο σιχαµερή, βροµούσε ολοέ να και περισσότερο από τα σκατά των ζώων. Η γιαγιά σχεδόν δεν έπαιρνε τα πόδια της. Καθόταν πάνω σ ένα µισοσάπιο καφάσι ή σε όποια γωνιά έβρισκε. Κι έµενε µε τις ώρες στον ήλιο. Έπρεπε να τη βάλουν στο δωµάτιο και να την ξαπλώσουν. Κυκλοφορούσε σαν νεκροζώντανη. Επίσης έπρεπε να έχουν το νου τους στη µάνα τους, γιατί µέρα µε την ηµέρα το έχανε περισσότερο. εν κατάφερνε πια ούτε τις σκάλες να κατέβει. Την έσπρωχναν και της φώναζαν για να το βουλώσει, αλλά εκείνη τσίριζε ακόµα περισσότερο, βούταγε ένα µαδέρι και τους άρχιζε στις ξυλιές, στην ψύχρα, προσπαθώντας να υπερασπιστεί την επικράτειά της. Εκείνοι της έπαιρναν το ξύλο και [ 14 ]
τη συνέφερναν µε µερικά χαστούκια. Έβαζε τα κλάµατα από οργή, ούρλιαζε, έκλαιγε µε λυγµούς, άναβε ένα τσιγάρο κι έµενε σιωπηλή και ήρεµη, καπνίζοντας, ακουµπισµένη στα κάγκελα της ταράτσας, χαζεύοντας τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα και τον κόσµο που περνούσε από τη Σαν Λάσαρο. Ούτε που θυµόταν πια τον Ανταλµπέρτο. Ένα πρωί, κατά τις έντεκα, κάπνιζε χαζεύοντας το δρόµο. Ο Νέλσον τής είχε δώσει ένα δυνατό χαστούκι στο στόµα και το πάνω χείλι της ήταν πρησµένο και σκισµένο εσωτερικά. Περνούσε τη γλώσσα της και ένιωθε τη µεταλλική γεύση του αίµατος. Ήταν έξαλλη. Πέταξε τη γόπα της στο δρόµο, έριξε µια µατωµένη ροχάλα µε την πρόθεση να πέσει στο κεφάλι κάποιου περαστικού, κι έκανε µεταβολή για να µπει στο δωµάτιο. Ο ήλιος παραήταν δυνατός και είχε πονοκέφαλο. Τα αγόρια, κρυµµένα πίσω από το κοτέτσι, κοιτούσαν την πουτανίτσα τη γειτόνισσα. Είχαν και οι δύο τα µάτια µισόκλειστα, σαν υπνωτισµένοι, και τον έπαιζαν ρυθµικά. Η µουλάτα ήταν µισόγυµνη και άπλωνε µια πετσέτα και ένα µικροσκοπικό δαντελωτό εσώρουχο. Της άρεσε που τα αγόρια την έβλεπαν και τραβούσαν µαλακία. Η πετσέτα έσταζε, κι εκείνη την έστυβε και βρεχόταν για να δροσιστεί κάτω απ τον ήλιο. Στην πραγµατικότητα θα της άρεσε να τους έβλεπε ολόρθους, τρελαµένους, µπροστά της, να τον παίζουν, αλλά ήταν πολύ µικροί ακόµα για να ξεθαρ ρέψουν τόσο. Μόλις µεγάλωναν λίγο, θα ήταν ωραιότατοι «πυ ροβολητές» και θα την έστηναν στις στοές της Μαλεκόν, [ 15 ]
επιδεικνύοντας τον πούτσο τους σε όλες όσες θα ήθελαν να τον δουν. Προς το παρόν το έκαναν κρυφά. Όταν εκείνη είδε αυτό το θέαµα, τα πήρε ακόµα περισσότερο. Θόλωσε από την οργή της: «Συνεχίστε τις µαλακίες! Συνεχίστε τις µαλακίες! Καθοίκια, θα πεθάνετε, βγείτε αποκεί! Και οι δύο! Βγείτε αποκεί!». Έπιασε ένα µαδέρι για να τους χτυπήσει, αλλά ξαφνικά στράφηκε προς την προκλητική γειτόνισσα: «Κι εσύ, σκατοπουτάνα, επίτηδες το κάνεις. Θες να τους ξεκάνεις επειδή είσαι πουτάνα. Μην τους προκαλείς άλλο, θα µου τους πεθάνεις. Νηστικοί και να τραβάνε µαλακία όλη µέρα! Θα τους σκοτώσεις, βροµοθήλυκο! Θα τους σκοτώσεις!». «Άκου να σου πω, βλαµµένη, άσε µε ήσυχη, σπίτι µου είµαι, ό,τι θέλω κάνω». «Είσαι µια πουτάνα, αυτό είσαι!» «Ναι, αλλά µε το δικό µου το µουνί. Και ζω είκοσι φορές κα λύ τερα από σένα, που είσαι βλαµµένη και σιχαµένη. Γουρούνα!» Τα σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν, και οι κότες αρχίζουν κι αυτές να ταράζονται. Μέσα σ όλη αυτήν τη φασαρία και την τρέλα, εκείνη προσπαθεί να πηδήξει το µικρό τοιχίο που χωρίζει τις δύο ταράτσες, µε το µαδέρι στο χέρι, απειλώντας να χτυπήσει τη γειτονοπούλα, αλλά ο Νέλσον έχει ήδη πέσει πάνω της και της παίρνει το µαδέρι. Εξαγριωµένη, προσπαθεί παρ όλα αυτά να περάσει στη διπλανή ταράτσα, ουρλιάζοντας: [ 16 ]
«Μια πουτάνα είσαι, αυτό είσαι! Κι εσύ ένας µαλάκας, ένας ψωλοπαίχτης! Πάρε τα χέρια σου αποπάνω µου. Άσε µε, σκατοµαλάκα». «Μην µε προσβάλλεις άλλο, γαµώτο, µην µε προσβάλλεις άλλο!» Ο Νέλσον είναι εκτός εαυτού, έξω φρενών. Είναι ένας άντρας δεκατεσσάρων χρονών και τον πονάει αυτή η ταπείνωση. Κι αποπάνω τα κοροϊδευτικά γελάκια της γειτονοπούλας, που τώρα προκαλεί ακόµα περισσότερο: «Άντε, καηµένε ψωλοπαίχτη µου. Θα τρελαθείς µε τόση µαλακία! Βρες µια γυναίκα να ξεθυµάνεις». Και κάνει στροφή και µπαίνει στο σπίτι της, χαλαρή και κουνώντας τον κώλο της δεξιά αριστερά. Μέσα σε όλο το σαµατά, η κοροϊδία της πουτανίτσας τον πληγώνει ακόµα περισσότερο. ίνει µια δυνατή σπρωξιά στη µάνα του και την πετάει µε την πλάτη πάνω στο κοτέτσι. Ένα κοµµάτι από µια σιδερόβεργα που εξέχει σε µια γωνιά του κλουβιού τής καρφώνεται από το σβέρκο ως τον εγκέφαλο. Η γυναίκα δεν βγάζει ούτε µια κραυγή. Ανοίγει µε τρόµο τα µάτια της, φέρνει τα χέρια της στο σηµείο όπου χώθηκε το σίδερο. Και πεθαίνει τροµοκρατηµένη. Σε δευτερόλεπτα δηµιουργείται µια λίµνη από πηχτό αίµα και από άλλα υγρά που τρέχουν. Πεθαίνει µε τα µάτια ανοιχτά, µε τη φρίκη στο πρόσωπό της. Ο Νέλσον το βλέπει και µεµιάς το µίσος που νιώθει για τη µάνα του εξαφανίζεται. Τον κυριεύει ο πόνος και ο πανικός: [ 17 ]
Στους δρόμους της Αβάνας του 1990 ένας έφηβος προσπαθεί να επιβιώσει. Η ιστορία του είναι η αφορμή για να ξετυλιχτεί μπροστά στα μάτια μας ένας κόσμος τρομακτικός και αποκαλυπτικός: ζητιάνοι, πόρνες, τραβεστί, μικροπωλητές, αλήτες, μπεκρήδες, άνθρωποι που ζουν στα ερείπια εγκαταλειμμένων κτιρίων, άφραγκοι, πεινασμένοι, πάντοτε στα όρια του θανάτου. Επιμένουν όμως να αγωνίζονται για να ζήσουν μια μέρα ακόμα, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, να βρουν κάπου τρυφερότητα. Αυτό μόνο. Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά στοιχεία, γραμμένο στεγνά, χωρίς φτιασίδια και στολίδια, από τα καλύτερα δείγματα στα βήματα της παράδοσης του βρόμικου ρεαλισμού. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΑΓΚΟΥΣΤΙ ΒΙΓΙΑΡΟΝΓΚΑ. Γεμάτο πάθος Αποκαλύπτει την καρδιά της Κούβας με σοκαριστική εντιμότητα. Time Out O κουβανός απόγονος του Τσαρλς Μπουκόβσκι. Los Angeles Times ISBN 978-618-03-0310-0 ΤΙΜΗ: 5,50 [ 18 ] ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 80310