ΑΝΩΤΑΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΙΚΑΙΟ ΟΣΙΑ 18 Φεβρουαρίου, 2011 (Πολιτική Έφεση Αρ. 123/2010) [ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙ ΗΣ, /στές] ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤ., ν. 1. Γ. & Κ. ΒΙΟΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗ ΛΤ., 2. ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΓΟΥΛΕΤΑ, 3. ΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ, Στ. Πολυβίου (κα) µε Μ. Ναθαναήλ (κα), για τους Εφεσείοντες. Καµιά εµφάνιση για τους Εφεσίβλητους. Εφεσείοντες/Ενάγοντες, Εφεσιβλήτων/Εναγοµένων. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,.: Την οµόφωνη απόφαση του ικαστηρίου θα δώσει ο ικαστής Α. Πασχαλίδης. ΠΑΣΧΑΛΙ ΗΣ,.: Με κλητήριο ένταλµα το οποίο καταχώρισε δυνάµει των προνοιών του θ. 6 της. 2, η εφεσείουσα Τράπεζα αξίωνε εναντίον και των τριών εναγοµένων συγκεκριµένο ποσό, στη βάση συµβολαίου ενοικιαγοράς, δυνάµει των προνοιών του οποίου η εφεσείουσα, υπό την εγγύηση των εναγοµένων 2 και 3 (εφεσίβλητου 2 και εναγόµενου 3), παραχώρησε στην εναγόµενη 1 (πρώην εφεσίβλητη 1) µε τη µορφή ενοικιαγοράς, συγκεκριµένα αντικείµενα. Με µονοµερή αίτηση την οποία καταχώρισε στο πρωτόδικο δικαστήριο, η εφεσείουσα αξίωνε απόφαση εναντίον της πρώην εφεσίβλητης 1, όπως και του εφεσίβλητου 2, λόγω µη καταχώρισης σηµειώµατος εµφάνισης. Η αίτηση απορρίφθηκε. Για µεν την πρώην εφεσίβλητη 1 το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η έκδοση του κλητηρίου εντάλµατος δεν ήταν νοµότυπη και ως εκ τούτου το ακύρωσε, για δε τον εφεσίβλητο 2, µε αναφορά στην υπόθεση Σιαµµάς ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.. 1268, ότι η αίτηση ήταν πρόωρη. Με την έφεση η εφεσείουσα αρχικά πρόσβαλλε ως εσφαλµένη τόσο την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση µε την πρώην εφεσίβλητη 1, όσο και την κρίση του σε σχέση µε τον εφεσίβλητο 2. Όµως, στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας απέσυρε την έφεση στο βαθµό και την έκταση που στρεφόταν εναντίον της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση µε την πρώην εφεσίβλητη 1, µε αποτέλεσµα η έφεση να προωθηθεί και να συζητηθεί, στο
βαθµό και την έκταση, που στρεφόταν εναντίον της πρωτόδικης κρίσης σε σχέση µε τον εφεσίβλητο 2. Επιχειρηµατολογώντας η κα Πολυβίου, µας κάλεσε, είτε να αποστούµε από την υπόθεση Σιαµµάς (πιο πάνω), την οποία θεωρεί «νοµικά ανυπόστατη και/ή λανθασµένη καθώς και αντίθετη µε τις µέχρι σήµερα καθιερωµένες αρχές της νοµολογίας», είτε να µην την εφαρµόσουµε καθότι η υπό συζήτηση υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα, από την υπόθεση Σιαµµάς (πιο πάνω). Τα γεγονότα στην υπόθεση Σιαµµάς, όπως αυτά εκτίθενται στην απόφαση που είναι δηµοσιευµένη στον Τόµο (2007) 1(Β) Α.Α.. 1268, η οποία αποτελεί και το σηµείο αναφοράς τόσο του σκεπτικού του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και της επιχειρηµατολογίας της κας Πολυβίου, έχουν ως εξής: Ο εφεσείων ήταν ο εγγυητής χρέους της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας προς την εφεσίβλητη Τράπεζα, η οποία είχε καταχωρίσει αίτηση για συνοπτική απόφαση. Στην εν λόγω αίτηση, η µεν πρωτοφειλέτιδα έφερε ένσταση ισχυριζόµενη ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλµατος δεν ήταν νοµότυπη, ο δε εφεσείων ζήτησε άδεια να καταχωρίσει υπεράσπιση. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ έκαµε δεκτή την ένσταση της πρωτοφειλέτιδας και ακύρωσε την επίδοση, απέρριψε το αίτηµα του εφεσείοντα, εναντίον του οποίου προχώρησε και έκδωσε απόφαση. Το Ανώτατο ικαστήριο, επιτρέποντας την έφεση, ανέφερε τα εξής σχετικά µε τη διαδικασία που το πρωτόδικο δικαστήριο ακολούθησε: Ακολουθώντας όµως αυτή τη διαδικασία το ικαστήριο αποφάσισε ουσιαστικά και τελεσίδικα την ύπαρξη του χρέους και την οφειλή της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, γιατί µε την κατάληξη αυτή εκδίδεται στην πράξη και απόφαση εναντίον της εταιρείας, η οποία δεν ήταν ενώπιον του ικαστηρίου, µιας και το κλητήριο ένταλµα που της επιδόθηκε ακυρώθηκε. Όταν οδηγηθεί η υπόθεση ενώπιον του ικαστηρίου, µε την καταχώριση εµφάνισης εκ µέρους της εταιρείας, θα προβληθεί λογικά το ερώτηµα: ποία υπεράσπιση θα µπορεί να προβάλει, εφόσον το ικαστήριο διαπίστωσε ήδη την ύπαρξη και την οφειλή του χρέους και εξέδωσε απόφαση για τον εγγυητή; Τα ορθά γεγονότα όµως της υπόθεσης Σιαµµάς δεν είναι τα πιο πάνω. Τα ορθά γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης είναι αυτά που παρατίθενται στην απόφαση του Ανωτάτου ικαστηρίου που δηµοσιεύθηκε στον Τόµο (2008) 1(Β) Α.Α.. 1021, σε αντικατάσταση αυτών που δηµοσιεύθηκαν στον Τόµο (2007) 1(Β) Α.Α.. 1268, στην οποία η έρευνα µας, µας οδήγησε. Τα παραθέτουµε: Ο εφεσείων ήταν εγγυητής χρέους της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας προς την εφεσίβλητη Τράπεζα. Η Τράπεζα καταχώρισε αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης σηµειώµατος εµφάνισης, η οποία έγινε δεκτή. Ακολούθησε αίτηση τόσο από πλευράς της πρωτοφειλέτιδας, όσο και από πλευράς του εφεσείοντα, για παραµερισµό της απόφασης. Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο έκαµε δεκτή την αίτηση της πρωτοφειλέτιδας γιατί η επίδοση του κλητηρίου εντάλµατος δεν ήταν νοµότυπη και παραµέρισε την απόφαση εναντίον της, δεν έκαµε δεκτή την αίτηση του εφεσείοντα, την οποία απέρριψε λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης. Το Ανώτατο ικαστήριο µε πανοµοιότυπο, όπως και την πρώτη φορά, σκεπτικό έκαµε δεκτή την έφεση του εφεσείοντα εγγυητή και παραµέρισε την πρωτόδικη απόφαση. Στρέφουµε τώρα την προσοχή µας στην υπό κρίση περίπτωση. «Παρέχεται ή όχι ευχέρεια να αποστούµε, ως η εισήγηση της εφεσείουσας, από το λόγο (ratio) της απόφασης στην υπόθεση Σιαµµάς ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.. 1021». Αυτό είναι και το µόνο ερώτηµα που εγείρεται. Εφόσον η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η υπόθεση Σιαµµάς δεν τυγχάνει εφαρµογής λόγω ουσιαστικής
διαφοροποίησης της από την παρούσα περίπτωση ως προς τα γεγονότα, δεν έχει σαν πραγµατικό υπόβαθρο τα ορθά γεγονότα της υπόθεσης Σιαµµάς, τότε, δεν µπορεί να γίνεται λόγος για διαφοροποίηση. Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από τη νοµολογία, έχουν πλέον νοµολογιακά παγιωθεί. Παρέχεται στο δικαστήριο τέτοια δυνατότητα εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούµενη δικαστική απόφαση είναι εσφαλµένη. (Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.. 315 και Α. Panayides Constr. Ltd. v. Charalambous (2004) 1 A.A.. 416). Σύµφωνα µε το σκεπτικό της απόφασης Σιαµµάς, η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή λόγω παράλειψης καταχώρισης σηµειώµατος εµφάνισης, αφαιρεί οποιαδήποτε υπεράσπιση από τον πρωτοφειλέτη «εφόσον το ικαστήριο διαπίστωσε ήδη την ύπαρξη και την οφειλή του χρέους και εξέδωσε απόφαση για τον εγγυητή». Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η δυναµική του σκεπτικού της απόφασης στην υπόθεση Σιαµµάς επηρεάζεται ως εκ των πραγµάτων από τα πιο πάνω, για τους λόγους που ακολουθούν, η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή δεν συνεπάγεται τις συνέπειες που υποδεικνύονται στην υπόθεση Σιαµµάς. Τέτοια απόφαση είναι δυνατό να εκδοθεί δυνάµει των προνοιών του θ. 4 της. 17 των περί Πολιτικής ικονοµίας Θεσµών, οι οποίες αντιστοιχούν µε αυτές του θ. 4 της. 13 των παλαιών Αγγλικών ικονοµικών Κανονισµών και οι οποίες έχουν ως εξής: 4. Where the writ of summons is for a liquidated demand, whether specially indorsed or otherwise, and there are several defendants, of whom one or more appear to the writ, and another or others of them fail to appear, the plaintiff may apply for judgment, as in the preceding rule, against such as have not appeared, and may issue execution upon such judgment without prejudice to his right to proceed with the action against such as have appeared. Προκύπτει εποµένως ότι η δυνατότητα έκδοσης ξεχωριστών αποφάσεων εναντίον συνεναγοµένων στη βάση ξεχωριστών αιτήσεων για απόφαση, είναι θεσµικά κατοχυρωµένη. Η απόφαση στη Σιαµµάς εκδόθηκε χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις πρόνοιες του θ. 4 της. 17 και κατά πλήρη παραγνώριση και παραβίαση τους. Εποµένως, είναι εσφαλµένη. Όµως, η απόφαση Σιαµµάς είναι εσφαλµένη και για τους πιο κάτω λόγους: Έκδοση απόφασης εναντίον συνεναγοµένου δεν προκαθορίζει ούτε και προαποφασίζει κατ ανάγκη, ως το σκεπτικό της υπόθεσης Σιαµµάς εισηγείται, τη µοίρα της αξίωσης εναντίον άλλου συνεναγοµένου. Η κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά και µε βάση το υλικό που ο αιτητής επιλέγει να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου. Για µια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά µε την εµβέλεια του πεδίου εφαρµογής των προνοιών του θ. 4 της. 13, οι οποίες υπενθυµίζουµε είναι πανοµοιότυπες µε αυτές του θ. 4 της. 17, παραπέµπουµε στην επεξηγηµατική σηµείωση του συγγράµµατος Annual Practice του 1958 υπό τον τίτλο Some Defendants not Served, σελ. 156. Απόφαση που εκδίδεται λόγω παράλειψης καταχώρισης σηµειώµατος εµφάνισης, δεν καθορίζει µε τελεσίδικο ή απόλυτο τρόπο ακόµη και τα δικαιώµατα αυτού τούτου του
ενάγοντα εναντίον του εγγυητή. Ο τελευταίος, διαθέτει την ευχέρεια, δυνάµει των ικονοµικών Κανονισµών (βλ. θ. 10 της. 17) να αποταθεί στο δικαστήριο, για παραµερισµό και/ή ακύρωση της απόφασης, ακόµα και να απαιτήσει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού ενδεχοµένως να είχε καταβάλει στα πλαίσια της εν λόγω απόφασης. Η νοµολογία µας έχει θέσει συγκεκριµένες προϋποθέσεις τις οποίες ο εναγόµενος, στην περίπτωση µας ο εγγυητής εναντίον του οποίου εκδόθηκε απόφαση λόγω µη εµφάνισης, θα πρέπει να ικανοποιήσει για να δικαιούται σε διάταγµα παραµερισµού της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του. εν είναι βέβαια του παρόντος η συζήτηση σε βάθος αναφορικά µε την ουσία των εν λόγω προϋποθέσεων. Αρκούµαστε στο να υπενθυµίσουµε ότι ο εναγόµενος για να δικαιούται σε παραµερισµό απόφασης, θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο, εκ πρώτης όψεως βέβαια, ότι έχει καλή ή συζητήσιµη υπεράσπιση και θα πρέπει να µην έχει επιδείξει αδικαιολόγητη καθυστέρηση αναγόµενη σε περιφρόνηση του δικαστηρίου στην υποβολή της αίτησης του για παραµερισµό. Ακόµη και στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν εγκρίνει το αίτηµα του εναγόµενου εγγυητή για παραµερισµό της απόφασης, γιατί δεν έχει πειστεί ότι συντρέχουν οι απαιτούµενες προϋποθέσεις, τέτοια απόφαση δεν δηµιουργεί δεδικασµένο εναντίον του πρωτοφειλέτη έτσι ώστε ο πρωτοφειλέτης να εµποδίζεται από του να προβάλει υπεράσπιση. Ο λόγος είναι προφανής. Εφαρµογή της αρχής του δεδικασµένου προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση διαδίκων και ταύτιση επίδικων θεµάτων. Η διαδικασία έκδοσης απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης σηµειώµατος εµφάνισης, όπως και η διαδικασία παραµερισµού της απόφασης, αποτελούν διαδικασίες µεταξύ του ενάγοντα και του εγγυητή, εποµένως δεν υφίσταται ταύτιση διαδίκων έτσι ώστε να δεσµεύεται από την απόφαση ο πρωτοφειλέτης. Οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια της διαδικασίας που προνοείται από το θ. 4 της. 17, επηρεάζουν τα δικαιώµατα µόνο των διαδίκων στην εν λόγω διαδικασία. εν είναι δυνατό να επηρεάζουν και τα δικαιώµατα του πρωτοφειλέτη, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην εν λόγω διαδικασία και συνεπώς δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί. Αντίθετη πορεία και προσέγγιση θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και των προνοιών του άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγµατος. Ο πρωτοφειλέτης είναι απόλυτα ελεύθερος να προβάλει οποιεσδήποτε υπερασπίσεις του προσφέρονται από το δίκαιο και η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή δεν τον αποστερεί από το εν λόγω δικαίωµα. Εποµένως, διαπιστώνουµε ότι η αρχή η οποία έχει υιοθετηθεί στη Σιαµµάς είναι εσφαλµένη. Εποµένως είναι δυνατή η απόκλιση από το λόγο της (ratio). Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραµερίζεται. Το σύνολο του απαιτούµενου αποδεικτικού υλικού βρίσκεται ενώπιον µας στο φάκελο. Το κρίνουµε ικανοποιητικό. Ως εκ τούτου, εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 (εναγόµενου 2), πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το ικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, αλληλέγγυα και κεχωρισµένα µε οποιοδήποτε από τους εναγόµενους 1 και 3, εναντίον του οποίου ενδεχοµένως να έχει εκδοθεί απόφαση ή θα εκδοθεί στο µέλλον. οθέντος ότι ο εφεσίβλητος 2 δεν εµφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, ούτε και ενώπιον µας, κρίνουµε δίκαιο όπως µη επιδικάσουµε οποιαδήποτε έξοδα έφεσης.