Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ι. 12/2007 Έκθεση της Αρχής Ισότητας αναφορικά με το καθεστώς απασχόλησης ομάδας γυναικών καθαριστριών στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου 1. Ομάδα ογδόντα γυναικών, με επιστολή ημερομηνίας 12 Φεβρουαρίου 2007, μου υπέβαλε καταγγελία αναφορικά με το καθεστώς απασχόλησης τους στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ). Συγκεκριμένα, έθεσαν υπόψη μου ότι εργάζονται (ορισμένες τα τελευταία δέκα χρόνια) με χρονιαία συμβόλαια, ως αυτοεργοδοτούμενες εργολάβοι καθαρίστριες, με αποτέλεσμα να στερούνται όλων των εργατικών δικαιωμάτων και ωφελημάτων τα οποία έχουν οι μόνιμες καθαρίστριες που εργάζονται στην ΑΤΗΚ. 2. Κατά την προκαταρκτική εξέταση της καταγγελίας, με επιστολές ημερομηνίας 27 Μαρτίου 2007, ζήτησα από τρεις συντεχνίες εργατουπαλλήλων, τις ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ, να μου παραθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους ως προς το κατά πόσο θεωρούν ότι μεταξύ των καθαριστριών (καταγγελλουσών) και της ΑΤΗΚ υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Στα πλαίσια της έρευνας ζήτησα στη συνέχεια από το Γενικό Διευθυντή της ΑΤΗΚ, με επιστολή ημερομηνίας 27 Απριλίου 2007, να τοποθετηθεί ως προς τα όσα οι καταγγέλλουσες υποστήριζαν καθώς και ως προς τις εξής δύο επισημάνσεις μου στις οποίες κατέληξα με βάση τα μέχρι εκείνη τη στιγμή στοιχεία που είχα ενώπιον μου: Ότι οι νέες μορφές εργασίας, όπως η εργολαβία, πλήττουν τις αμοιβές κυρίως των γυναικών, λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης για τη σύναψη μισθολογικών συμφωνιών δυσμενών για αυτές και εντέλει επιτείνουν το πρόβλημα του χάσματος των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών, και, ότι από το περιεχόμενο των όρων του Συμφωνητικού Εγγράφου Μίσθωσης των Υπηρεσιών που υπέγραφαν οι καταγγέλλουσες προέκυπτε ότι υπάρχει το στοιχείο της εξάρτησης τους από τον εργοδότη (σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου) σε βαθμό που να εγείρεται θέμα καταχρηστικής χρησιμοποίησης του όρου «αυτοεργοδοτούμενος». 3. Η ΑΤΗΚ με ενημέρωσε ότι από το 1991 σταμάτησε τις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στις θέσεις καθαριστριών και προχώρησε στους ακόλουθους εναλλακτικούς τρόπους κάλυψης των αναγκών καθαρισμού: Προκήρυξη προσφορών για καθαρισμό κτηρίων, παραθύρων, εξωτερικών χώρων και χαλιών (ανάθεση σε συνεργεία), και, ανάθεση καθαρισμού κτηρίων σε αυτοεργοδοτούμενους εργολάβους, με χρονιαία συμβόλαια.
2 Αποτέλεσμα της πιο πάνω πρακτικής είναι να απασχολούνται σήμερα στην ΑΤΗΚ 25 μόνιμες καθαρίστριες και 86 αυτοεργοδοτούμενες εργολάβοι καθαρίστριες (καθώς και δύο συνεργεία). Με τη σταδιακή αφυπηρέτηση των μόνιμων καθαριστριών οι συγκεκριμένες θέσεις εργασίας καταργούνται. 3.1. Δεν αμφισβητήθηκε από κανένα μέρος ότι οι μόνιμες και οι αυτοεργοδοτούμενες εργολάβοι καθαρίστριες της ΑΤΗΚ κάνουν την ίδια ακριβώς εργασία. Υπάρχει, εντούτοις, μια ουσιαστικής σημασίας διαφορά που σχετίζεται με το καθεστώς απασχόλησης τους. Οι μόνιμες καθαρίστριες έχουν όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την εργατική νομοθεσία ενώ στην περίπτωση των αυτοεργοδοτούμενων εργολάβων καθαριστριών οι διατάξεις του εργατικού δικαίου δεν έχουν εφαρμογή, καθιστώντας τις έτσι εκ των πραγμάτων φτηνότερο για τον εργοδότη εργατικό δυναμικό. Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η διάσταση αυτής της επισήμανσης αναφέρω ενδεικτικά ότι οι μόνιμες καθαρίστριες παίρνουν μισθό ο καθορισμός του οποίου είναι η απόρροια συλλογικών διαπραγματεύσεων, γι αυτό και είναι ψηλότερος, δικαιούνται τιμαριθμικής αύξησης, δέκατου τρίτου μισθού, καταβολής από τον εργοδότη εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά το ποσό που του αναλογεί δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, καταβολής εισφορών στο Ταμείο Προνοίας, αδειών ανάπαυσης ή ασθένειας με καταβολή μισθού για τις μέρες αυτές και προστασία από αυθαίρετες απολύσεις δυνάμει του περί Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου. Αντίθετα οι αυτοεργοδοτούμενες εργολάβοι καθαρίστριες δεν έχουν τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης του μισθού τους και δεν απολαμβάνουν τα προαναφερόμενα δικαιώματα/ωφελήματα λόγω του χαρακτηρισμού τους ως αυτοτελώς εργαζόμενες. 4. Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται είναι αν η συγκεκριμένη εργασιακή σχέση ορθά χαρακτηρίζεται ως σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ή υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Είναι γνωστό ότι είναι πλέον διαδεδομένες οι συμβάσεις που, ενώ έχουν αντικείμενο την παροχή εργασίας έναντι μισθού, διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να διαφεύγουν από την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας («ανεξάρτητη εργασία») 1. Για τη διάκριση ανάμεσα στη μισθωτή εργασία (εξαρτημένη εργασία) και στην ανεξάρτητη εργασία έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με τη θεωρία της οικονομικής εξάρτησης κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της σχέσης ως εξαρτημένης εργασίας είναι η οικονομική εκμετάλλευση εκείνου που παρέχει την εργασία του. Σύμφωνα με άλλη, ευρύτερη άποψη, υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας, όταν ο εργαζόμενος δεν διαθέτει δικά του κεφάλαια και δυνατότητα να αξιοποιεί την εργασία τρίτων. Υποστηρίζεται, τέλος, και η άποψη ότι η οικονομική εξάρτηση είναι και νομική αφού η κυριαρχία στα μέσα παραγωγής είναι κατ εξοχήν νομικό φαινόμενο και ότι το κριτήριο θα πρέπει να αναζητηθεί στη θέση που κατέχει ο εργαζόμενος στη διαδικασία παραγωγής, αν δηλαδή κυριαρχεί 1 Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 107.
3 στο αποτέλεσμα της εργασίας του ή όχι 2. Στη νομική φιλολογία και στη νομολογία επικρατεί εν πάση περιπτώσει απόλυτα η θεωρία της προσωπικής εξάρτησης, κατά την οποία σχέση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν αυτός που παρέχει την εργασία του θέτει την εργασιακή του δύναμη στη διάθεση κάποιου άλλου, ο οποίος έχει την εξουσία να καθορίζει τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο (εποπτεία) 3. 4.1. Σύμβαση μίσθωσης έργου (εργολαβία) υπάρχει, όταν κάποιος (εργολάβος) αναλαμβάνει να κατασκευάσει, να εκτελέσει ή να φέρει σε πέρας και παραδώσει με αμοιβή ένα έργο που αποτελεί το προϊόν της εργασίας του, αδιάφορα από τον χρόνο που θα απαιτηθεί για το σκοπό αυτό, ώστε μετά το πέρας της εκτέλεσης του να μην δεσμεύεται πλέον έναντι του αντισυμβαλλόμενου (του εργοδότη), αλλά να υποχρεώνεται στην παράδοση αυτού, φέροντας τον κίνδυνο μέχρι την παράδοση του. Ο εργολάβος δεν έχει υποχρέωση κατά την εκτέλεση του έργου να συμμορφώνεται με τις εντολές και τις οδηγίες του εργοδότη, ευθύνεται όμως έναντι αυτού για τυχόν υφιστάμενα ελαττώματα του έργου. Αντικείμενο δηλαδή της σύμβασης αυτής, είναι το αποτέλεσμα της εργασίας και όχι η εργασία αυτή καθ αυτή, καθ όλο το χρόνο εκτέλεσης του έργου 4. Στη σύμβαση αυτή ο εργολάβος ενεργεί με δική του πρωτοβουλία και με δικό του κίνδυνο και φέρει αυτός την ευθύνη της οργάνωσης της εργασίας για την επίτευξη του αποτελέσματος (έργου). Μπορεί, επίσης, να εκτελέσει είτε ο ίδιος την εργασία είτε άλλος που αυτός προσλαμβάνει, ενώ ο συμβατικός δεσμός τερματίζεται, συνήθως, όταν πραγματοποιείται το τελικό αποτέλεσμα. 4.2. Στο Συμφωνητικό Έγγραφο Μίσθωσης Υπηρεσιών Αυτοεργοδοτούμενου Εργολάβου (στο εξής «Συμφωνητικό Έγγραφο»), το οποίο υπογράφουν κατ έτος οι καταγγέλλουσες, η σχέση μεταξύ ΑΤΗΚ και αυτορεγοδοτούμενου εργολάβου καθορίζεται ως εξής: «Τα μέρη συμφωνούν ότι ο Αυτοεργοδοτούμενος Εργολάβος είναι ανεξάρτητος εργολάβος και ότι η σχέση που δημιουργείται με την παρούσα συμφωνία δεν θα συνιστά ή ερμηνεύεται ως δημοσιοϋπαλληλική ή υπαλληλική σχέση της ΑΤΗΚ και του Αυτοεργοδοτούμενου Εργολάβου ή σχέση εργοδότησης ή σχέση αντιπροσώπου/αντιπροσωπευόμενου και κανένα μέρος δεν δικαιούται ή δύναται να δεσμεύει το άλλο μέρος με οποιοδήποτε τρόπο» (παρ. 6). Καθορίζεται επίσης ότι η ΑΤΗΚ δεν θα υποχρεούται να συνεισφέρει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων οποιοδήποτε ποσό προς όφελος του αυτοεργοδοτούμενου εργολάβου ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη εισφορά σε οποιαδήποτε άλλα ταμεία (παρ.4.(β)). Διευκρινίζεται, τέλος, ότι ο αυτοεργοδοτούμενος εργολάβος δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε ποσά οποιασδήποτε φύσεως (είτε υπό μορφή αμοιβής ή εξόδων ή επιδόματος ή συνεισφοράς ή ασφαλίστρων ή διαφορετικά) πέραν του ποσού που θα του 2 Κ. Δημάκης (ΕΕργΔ12 σελ. 1π-Μελέται Εργατικού Δικαίου, Αθήναι 1972 σελ. 276). 3 Ι. Κουκιάδης, οπ.παρ.σελ. 198 επ. Επισκόπηση της νομικής φιλολογίας και της νομολογίας, βλ. στο Σχόλιο ΕΕργΔ (Ληξουριώτης) 48. 159. 4 Ι. Κουκιάδης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις.
4 καταβάλλεται ως αντάλλαγμα για την παροχή των υπηρεσιών του και το οποίο δεν θα υπόκειται σε τιμαριθμική ή άλλη αύξηση (παρ.5.(ε)). 4.3. Η μορφή της εργασιακής σχέσης μεταξύ ΑΤΗΚ και των καταγγελλουσών αποσαφηνίζεται, πάντως, από τους υπόλοιπους όρους του Συμφωνητικού Εγγράφου. Σύμφωνα με αυτούς, ο αυτοεργοδοτούμενος εργολάβος είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τις οδηγίες του Υπεύθυνο Έργου, ο οποίος είναι ο αρμόδιος για τη διαχείριση του Συμφωνητικού Εγγράφου υπάλληλος της ΑΤΗΚ. Συγκεκριμένα, ο αυτοεργοδοτούμενος εργολάβος υποχρεούται να ακολουθεί το πρόγραμμα που θα του κοινοποιεί ο Υπεύθυνος Έργου και να παρέχει τις υπηρεσίες του για τουλάχιστον 1500 ώρες κατά έτος (παρ.3(α)(i), υποχρεούται να είναι διαθέσιμος όλες τις μέρες της εβδομάδας (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτου και Κυριακής, καθώς και δημοσίων αργιών) και να ανταποκρίνεται άμεσα στις κλήσεις της ΑΤΗΚ (παρ.3.(α)(ii) και(iii)), υποχρεούται να παρέχει τις υπηρεσίες του στους χώρους που θα ορίζει ο Υπεύθυνος Έργου καθώς και να παρέχει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες που θα του ζητείται κάθε φορά από τον Υπεύθυνο Έργου ((3.(β)(i) και (ii), και τέλος υποχρεούται να ακολουθεί το χρονοδιάγραμμα ή τα χρονικά πλαίσια που θα ορίζει ο Υπεύθυνος Έργου. Πέραν τούτων, ο αυτοεργοδοτούμενος εργολάβος υποχρεούται να παρακολουθεί τα σχετικά με τις υπηρεσίες του εκπαιδευτικά προγράμματα της ΑΤΗΚ (παρ. 3.(β)(χ)) και σε περίπτωση απουσίας του θα πρέπει να βρει και να προτείνει αντικαταστάτη η έγκριση του οποίου εναπόκειται στην απόλυτη κρίση της ΑΤΗΚ (παρ. 8.(α)). Σημειώνεται ότι στο Συμφωνητικό Έγγραφο καθορίζεται ως αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες ωρομίσθιο ( 3,20 για κάθε συμπληρωμένη ώρα παροχής υπηρεσιών) και στην πράξη ο αυτοεργοδοτούμενος εργολάβος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται 6 ώρες την ημέρα με προκαθορισμένο από την ΑΤΗΚ ωράριο (από τις 6:00 το πρωί έως τις 12:00 το μεσημέρι) πέραν των υπερωριών που δυνατόν να του ζητηθεί να εργασθεί. 4.4. Και οι τρεις συντεχνίες (ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ) τοποθετήθηκαν υπέρ της άποψης ότι μεταξύ των καθαριστριών που υπέβαλαν την καταγγελία και της ΑΤΗΚ υπάρχει σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι εργάζονται κάτω από την εποπτεία και τον έλεγχο της ιεραρχίας της ΑΤΗΚ, στα πλαίσια καθορισμένου ωραρίου και με μέσα και υλικά καθαρισμού που τους παρέχονται από τον Οργανισμό. Επιπρόσθετα, από την ΠΕΟ και τη ΣΕΚ επισημάνθηκε ότι η επιλογή των καθαριστριών εργολάβων δεν γίνεται με τη διαδικασία προκήρυξης προσφορών αλλά μετά από προσωπικές συνεντεύξεις. 4.5. Η ΑΤΗΚ στη γραπτή τοποθέτηση της 5 δεν απάντησε επί της ουσίας της καταγγελίας, ούτε και τοποθετήθηκε στις προκαταρκτικές επισημάνσεις μου τις οποίες θεώρησα σκόπιμο να θέσω υπόψη της ευθύς εξαρχής (βλ. παρ. 2) ώστε να έχει τη δυνατότητα να απαντήσει σε σχέση μ αυτές. Αιτιολογώντας, εν πάση 5 Επιστολή ημερομηνίας 17 Ιουλίου 2007 και με αρ. φακ.: ΥΠ/Π5/12.
5 περιπτώσει, την ανάθεση καθαρισμού των κτηρίων σε αυτοεργοδοτούμενες εργολάβους καθαρίστριες, η ΑΤΗΚ υποστήριξε ότι αυτή η ανάγκη προέκυψε από την αδυναμία που είχε μέχρι πρόσφατα για εποπτεία και έλεγχο των συνεργείων καθαρισμού. 4.6. Με βάση τα όσα στις παραγράφους 4, 4.1., 4.2. και 4.3 παραθέτω, και απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, καταλήγω ότι η συγκεκριμένη συμφωνία μίσθωσης υπηρεσιών αυτοεργοδοτούμενων εργολάβων (καθαριστριών) υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η ΑΤΗΚ ως εργοδότης καθορίζει τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο εργασίας την οποία και εποπτεύει. Υπάρχει δηλαδή έντονο το στοιχείο της προσωπικής εξάρτησης. Κατ επέκταση υπάρχει καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας, που μεταφράζεται, σε δυσμενέστερους μισθολογικούς και άλλους όρους εργασίας σε σύγκριση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους που απασχολούνται ως μισθωτοί (ωρομίσθιοι) είτε στον ίδιο τομέα, είτε σε άλλους με αντίστοιχη μισθολογική κλίμακα τομείς. 5. Το δεύτερο ερώτημα που με απασχόλησε είναι αν η πρακτική πρόσληψης καθαριστριών με το καθεστώς μίσθωσης υπηρεσιών αυτοεργοδοτούμενων εργολάβων συνιστά είτε άμεση είτε έμμεση διάκριση φύλου. Δυνάμει του άρθρου 2 του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση Νόμου «άμεση διάκριση λόγω φύλου» υπάρχει όταν ένα πρόσωπο υφίσταται δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω φύλου από ότι ένα άλλο υφίσταται, έχει υποστεί ή θα υφίστατο σε μια συγκρίσιμη κατάσταση. «Έμμεση διάκριση λόγω φύλου», ορίζεται στο ίδιο άρθρο, υπάρχει όταν μια διάταξη, ένα κριτήριο, ή μια πρακτική εκ πρώτης όψεως ουδέτερη θέτει άτομα ενός φύλου σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση σε σύγκριση με άτομα του άλλου φύλου. Η εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης λόγω φύλου επεκτείνεται μεταξύ άλλων στον τομέα της πρόσβασης σε απασχόληση (άρθρο 8(1)) και ιδίως αφορά «το περιεχόμενο, τη διατύπωση ή/και την εφαρμογή διατάξεων ή όρων νόμων, διοικητικών πράξεων, σχεδίων υπηρεσίας, εσωτερικών κανονισμών επιχειρήσεων, ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συμφωνιών πάσης φύσεως, προκηρύξεων ή αγγελιών, σχετικών με την περιγραφή των καθηκόντων κάθε θέσης απασχόλησης ή εργασίας, τους όρους και τις συνθήκες εκτελέσεως της, το σύστημα και τα κριτήρια αξιολογήσεως ή/και προαγωγής των εργαζομένων, τα ωράρια απασχολήσεως, τα πάσης φύσεως πλεονεκτήματα ή παροχές που συνδέονται με κενή θέση ή βαθμίδα απασχολήσεως, τις άδειες για οποιαδήποτε αιτία, μετά ή άνευ απολαβών, καθώς και οποιαδήποτε σχετική με τα θέματα αυτά πρακτική» (άρθρο 8(2)). 5.1. Η κατηγοριοποίηση των καθαριστριών που απασχολούνται στην ΑΤΗΚ σε ωρομίσθιες τακτικές εργάτριες και σε αυτοεργοδοτούμενες εργολάβους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά δεδομένου ότι και οι μεν και οι δε προσλαμβάνονται για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας και την κάλυψη μόνιμων αναγκών. Σημειώνω, ότι η προφανής προσπάθεια μείωσης του κόστους
6 λειτουργίας της ΑΤΗΚ και αύξησης της ανταγωνιστικότητας της δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης των ατόμων που απασχολεί για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας και πολύ περισσότερο την καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας. Η πρακτική της ανάθεσης του καθαρισμού σε αυτοεργοδοτούμενες εργολάβους, που εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως μια ουδέτερη πρακτική, εφαρμοζόμενη μάλιστα ανεξαρτήτως φύλου, θέτει εντέλει σε δυσμενέστερη θέση μια μεγάλη ομάδα γυναικών ως προς τους όρους εργοδότησης τους. Κατά τούτο συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου. 5.3. Το πιο πάνω συμπέρασμα μου δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με το άλλο φύλο αφού οι συγκεκριμένες θέσεις καταλαμβάνονται αποκλειστικά από γυναίκες. Είναι προφανές ότι συγκρινόμενες οι καταγγέλλουσες ως προς τους όρους εργοδότησης τους με αυτούς που ισχύουν για το υπόλοιπο εν γένει ωρομίσθιο τακτικό προσωπικό, άνδρες και γυναίκες, που απασχολούνται για την κάλυψη μόνιμων αναγκών και για εργασία η φύση της οποίας υποδηλοί υπαλληλική σχέση, βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, η δε επίμαχη πρακτική πλήττει κατά κύριο λόγο τις γυναίκες. Σημειώνω, ότι κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντιβαίνει στην αρχή της ίσης αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών η σύμβαση ή η διάταξη που αν και εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του φύλου του εργαζόμενου πλήττει στην πράξη μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών 6. 6. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ΠΕΟ και ΣΕΚ έχουν ήδη παρέμβη ζητώντας από την ΑΤΗΚ την αλλαγή του καθεστώτος εργοδότησης των καταγγελλουσών και τη ρύθμιση των όρων απασχόλησης τους. Το ίδιο θέμα απασχόλησε και την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων στη συνεδρία της ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου 2007 7. Η ΑΤΗΚ με ενημέρωσε 8 (μετά την υποβολή της καταγγελίας) ότι αποφάσισε να προχωρήσει σε μίσθωση υπηρεσιών καθαρισμού μέσω προκήρυξης διαγωνισμού για υποβολή προσφορών για (1) μίσθωση υπηρεσιών (μέσω διαγωνισμού) από συνεργεία καθαρισμού για τον καθαρισμό των επανδρωμένων κτηρίων της σε μη εργάσιμες ώρες και (2) για μίσθωση υπηρεσιών (μέσω διαγωνισμού) από άτομα καθαρίστριες για τον καθαρισμό των επανδρωμένων κτηρίων σε χρόνο που περιλαμβάνει και εργάσιμες ώρες. 6.1. Η νέα αυτή απόφαση στην ουσία δεν διαφοροποιεί την μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη πρακτική. Με βάση αυτήν η ΑΤΗΚ εμφανίζεται να εμμένει στη συνέχιση της εργοδότησης καθαριστριών με μίσθωση υπηρεσιών, για την εκτέλεση εργασίας η φύση της οποίας δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Η μόνη διαφορά θα έγκειται στο γεγονός ότι οι προσφοροδότριες θα καθορίζουν οι ίδιες 6 C-281/97. 7 Σ αυτήν κλήθηκε και εκπρόσωπος της Αρχής Ισότητας. 8 Επιστολή ημερομηνίας 17.7.2007 και με αρ. φακ.: ΥΠ/Π5/12.
7 το μίσθωμα τους χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει κατ ανάγκη και αύξηση των αμοιβών δεδομένου ότι λογικά θα επιλεγούν οι χαμηλότερου κόστους προσφορές. Πέραν, τούτου, αν η νέα αυτή απόφαση εφαρμοσθεί θα οδηγήσει στην απόλυση είτε όλων είτε μερικών από τις καταγγέλλουσες, που ας σημειωθεί ότι, με βάση τα στοιχεία της έρευνας, φαίνεται να εργοδοτούνται καταχρηστικά με συμβάσεις ορισμένου χρόνου για σειρά ετών και κατά παράβαση του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου 9. Σημειώνω, τέλος, ότι ο σκοπός του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου και των διαδικασιών εν γένει των προσφορών με διαγωνισμό, δεν είναι η έμμεση απασχόληση προσωπικού με τη μορφή της μίσθωσης υπηρεσιών/ανάθεσης εργασίας, αλλά η εξασφάλιση/αγορά υπηρεσιών σε ειδικές περιπτώσεις για τις οποίες όντως δεν εγείρεται θέμα δημιουργίας υπαλληλικής σχέσης λόγω των καθηκόντων και της φύσης της παρεχόμενης υπηρεσίας. 7. Επειδή, σε αναφορά με τα πιο πάνω συμπεράσματα μου, προτίθεμαι να προβώ σε σύσταση προς την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, και επειδή δυνάμει του άρθρου 22 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 πρέπει να προηγηθούν διαβουλεύσεις, τόσο με το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία όσο και με το πρόσωπο εναντίον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία, διαβιβάζω μαζί με την Έκθεση μου και Πρόσκληση για διαβουλεύσεις, με αναφορά στο περιεχόμενο της σύστασης στην οποία προτίθεμαι να προβώ. 8. Αποφάσισα, επίσης, να καλέσω για να παρακολουθήσουν τις πιο πάνω διαβουλεύσεις εκπροσώπους των τριών συνδικαλιστικών οργανώσεων ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ, καθώς και εκπρόσωπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία 30 Οκτωβρίου 2007 ΕΣ/ 9 Δυνάμει του άρθρου 7(β) όταν εργοδοτούμενος απασχοληθεί για συνολική περίοδο τριάντα μηνών ή περισσότερο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η σύμβαση θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως σύμβαση αορίστου χρόνου, και οποιαδήποτε πρόνοια στη σύμβαση αυτή η οποία περιορίζει τη διάρκεια της δεν θα ισχύει, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι η εργοδότηση του εργοδοτούμενου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά.