Αριθµός 1321/2004 ΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ` Πολιτικό Τµήµα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους ικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη, ηµήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δηµόσια συνεδρίαση στο Κατάστηµά του, στις 5 Νοεµβρίου 2004, µε την παρουσία και της Γραµµατέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει µεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία «......» και το διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στη Χερσόνησο Ηρακλείου Κρήτης και εκπροσωπείται νόµιµα και 2...., κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ηµήτριο Τσικρικά. Της αναιρεσίβλητης: Αλλοδαπής εταιρείας µε την επωνυµία «......» και πρώην µε την επωνυµία «......», που εδρεύει στο Grawley του Ηνωµένου Βασιλείου και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ρούσσο. Η ένδικη διαφορά άρχισε µε την από 30 Ιουλίου 2002 αίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1000/2002 οριστική του ίδιου ικαστηρίου και 487/2003 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες µε την από 26 Σεπτεµβρίου 2003 αίτησή τους και τους από 30 Σεπτεµβρίου 2004 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σηµειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανάργυρος Πλατής, ανάγνωσε την από 18 Οκτωβρίου 2004 έκθεσή του, µε την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόµενης αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη των πρόσθετων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου µέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Οι, από 30-9-2004, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης κατά της 487/2003 απόφασης του Εφετείου Κρήτης έχουν ασκηθεί παραδεκτά, κατά τους όρους του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολ, δεδοµένου ότι αυτοί αφορούν τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί µε την κρινόµενη αίτηση αναίρεσης, περαιτέρω δε κατατέθηκαν αρµοδίως και επιδόθηκαν στην αναιρεσίβλητη εµπρόθεσµα, όπως προκύπτει από την προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από τους αναιρεσείοντες 2283β/4-10-2004 έκθεση επίδοσης του δικ. επιµελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Σπυρ. Γιαννόπουλου. Η επίδοση του δικογράφου αυτού των προσθέτων λόγων αναίρεσης καθώς και του, από 26-9-2003, κυρίου αναιρετηρίου, διενεργήθηκε έγκυρα στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο της αναιρεσίβλητης, κατά τους όρους της διάταξης του άρθρου 33 παρ. 2 της Σύµβασης των Βρυξελλών, η οποία (αντίκλητος) διορίσθηκε µε την, από 30-7-2002, αίτηση της αναιρεσίβλητης,
ενώπιον του Μον. Πρωτ. Ηρακλείου, για την κήρυξη των κατωτέρω αναφεροµένων διαταγών του Περιφερειακού Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ, ως εκτελεστών στην Ελλάδα. Η παραπάνω διάταξη, η οποία επιβάλλει στον αιτούντα την κήρυξη αλλοδαπής απόφασης, ως εκτελεστής, να προβεί σε εκλογή κατοικίας στην περιφέρεια του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και στην περίπτωση που το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης δεν προβλέπει την εκλογή κατοικίας, όπως εν προκειµένω το ελληνικό δίκαιο, το διορισµό αντικλήτου, αποσκοπεί στη διευκόλυνση του φερόµενου, ως οφειλέτη, κατά την άσκηση των ενδίκων µέσων και βοηθηµάτων για την ανατροπή της δικαιοδοτικής κρίσης για την κήρυξη της αλλοδαπής απόφασης ως εκτελεστής. Κατά συνέπεια, ο αντίκλητος, ο οποίος διορίζεται κατά τους όρους της προαναφερόµενης διάταξης, έχει εξουσία παραλαβής των δικογράφων όλων των ενδίκων µέσων, τα οποία ασκούνται κατά της κήρυξης της αλλοδαπής απόφασης ως εκτελεστής (Πρβλ. και άρθρο 143 παρ. 4 ΚΠολ ) και συνακόλουθα έγκυρα επιδόθηκαν τα δικόγραφα της, από 26-9-2003, αίτηση αναίρεσης και των προσθέτων λόγων στην αντίκλητο δικηγόρο,...... που η αναιρεσίβλητη, η οποία εδρεύει στην αλλοδαπή, διόρισε µε τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Εξ` άλλου σύµφωνα, µε τη διάταξη του άρθρου 558 παρ. 1 ΚΠολ «η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων, οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση». Όπως δε προκύπτει από την 487/2003 προσβαλλόµενη απόφαση του Εφετείου Κρήτης, διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή, ήταν αφενός µεν οι αναιρεσείοντες (προσφεύγοντες), αφετέρου δε η αναιρεσίβλητη (καθ` ης η προσφυγή) εταιρία µε την επωνυµία «...» και την νυν επωνυµία «...», κατά της οποίας και στρέφεται η κρινόµενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης. Συνεπώς, η εταιρία αυτή, υπέρ της οποίας απέβη η δίκη εκείνη στο Εφετείο Κρήτης, το οποίο και προέβη στην αναιρετικά ανέλεγκτη διαπίστωση, ότι πρόκειται για το ίδιο νοµικό πρόσωπο, του οποίου µεταβλήθηκε µόνο η επωνυµία, νοµιµοποιείται παθητικά ως αναιρεσίβλητη κατά την παρούσα δίκη και είναι απορριπτέα, ως αβάσιµα, όσα αντίθετα αυτή τώρα ισχυρίζεται µε τις προτάσεις της. II. Κατά το άρθρο 26 παρ. 1 της από 27.9.1968 Σύµβασης των Βρυξελλών (Σ. Βρ.) «για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις» που κυρώθηκε µε το ν.1814/1988 και ισχύει στην Ελλάδα από 1-4-1989, τροποποιήθηκε δε από τη Σϋµβαση του Σαν Σεµπάστιαν της 26-5-1989, η οποία κυρώθηκε µε το ν.2004/1992 και ισχύει στην Ελλάδα από 1-7-1992, απόφαση που εκδίδεται σε ένα συµβαλλόµενο κράτος αναγνωρίζεται και στα υπόλοιπα συµβαλλόµενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. Με τις επόµενες όµως διατάξεις των άρθρων 27 και 28, προβλέπεται σειρά λόγων, που κωλύουν την αναγνώριση, αλλά και την εκτέλεση της αλλοδαπής απόφασης κατ εφαρµογή του άρθρου 34 παρ.2. Στην πράξη οι λόγοι αυτοί µπορούν να προταθούν από τον καθού, είτε κατά την εκδίκαση της προσφυγής του άρθρου 36 κατά της εκτέλεσης, είτε όταν, σε περίπτωση αµφισβήτησης επιδιώκεται η αναγνώριση κυρίως (οπότε πάλι εφαρµόζεται η διαδικασία της εκτελεστότητας) ή παρεµπιπτόντως. Σε κάθε όµως περίπτωση, όπως προκύπτει και από το άρθρο 34 παρ.2 ο δικαστής µπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως τους λόγους αυτούς οι οποίοι µεταξύ των άλλων είναι: 1) αν η αναγνώριση αντίκειται στη δηµόσια τάξη του κράτους της αναγνώρισης, 2) όταν η απόφαση έχει εκδοθεί ερήµην του εναγοµένου, αν το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ή άλλο ισοδύναµο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί κανονικά και έγκαιρα, ώστε να µπορέσει να αµυνθεί ο ερηµοδικασθείς, 3) όταν η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου είναι ασυµβίβαστη µε απόφαση που έχει εκδοθεί µεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνώρισης. Προϋποθέσεις του λόγου αυτού της άρνησης είναι : α) να έχει εκδοθεί απόφαση στο κράτος της αναγνώρισής, αδιάφορο αν είναι προγενέστερη ή µεταγενέστερη προς την αλλοδαπή απόφαση, χωρίς να απαιτείται αυτή να εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής της Σ.Βρ, β) να υφίσταται ταυτότητα διαδίκων των δύο αποφάσεων και γ) να είναι ασυµβίβαστες µεταξύ τους οι δύο αποφάσεις, έστω και αν έκριναν σε διαφορές που στηρίζονται σε διαφορετικές αιτίες, εν έχει σηµασία ο βαθµός ωριµότητας της απόφασης του ικαστηρίου της αναγνώρισης. εν απαιτείται συνεπώς
τελεσιδικία της και πρόσκρουση της αλλοδαπής απόφασης στο δεδικασµένο που απορρέει απ` αυτήν, όπως θέτει ως προϋπόθεση η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 323 αρ.4 ΚΠολ. Στην έννοια των ασυµβίβαστων αποφάσεων δεν υπάγονται µόνον όσες αποφάσεις είναι αντίθετες µεταξύ τους, αλλά ακόµη και εκείνες των οποίων οι έννοµες συνέπειες αποκλείουν η µία την άλλη. Ως έννοµες συνέπειες νοούνται εκείνες που δηµιουργούνται σε σχέση µε το ουσιαστικό ζήτηµα (δικαίωµα), το οποίο αποτέλεσε αντικείµενο της δίκης για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση παροχής έννοµης προστασίας, ερευνήθηκε και κρίθηκε. Αναφέρεται δηλαδή στις έννοµες σχέσεις, που ως έννοµες συνέπειες προέκυψαν από την υπαγωγή ορισµένων περιστατικών στο «πραγµατικό» ορισµένου κανόνα δικαίου, για τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που κρίθηκαν. Η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως µη νόµιµη ή κατ ουσίαν αβάσιµη ή δέχεται την αγωγή τέµνει το αµφισβητούµενο δίκαιο, ως προς το ζήτηµα της ύπαρξης ή ανυπαρξίας του ουσιαστικού δικαιώµατος του οποίου έγινε επίκληση µε την αγωγή και ζητήθηκε η παροχή έννοµης προστασίας και έγινε δίκη, δηµιουργεί έννοµες συνέπειες µεταξύ των οµοδίκων. Τέτοιες όµως συνέπειες όσον αφορά το ουσιαστικό ζήτηµα (δικαίωµα) δεν δηµιουργούνται από τις αποφάσεις µε τις οποίες απορρίπτεται η αγωγή, λόγω µη συνδροµής των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αναφέρονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο (π.χ. ορισµένο αγωγής), Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις δεν ανάγονται στην ουσία του δικαιώµατος αλλά στη διαδικασία προς διαπίστωση της ύπαρξης του ουσιαστικού δικαιώµατος. Περιορίζονται µόνο στο δικονοµικό ζήτηµα. Ενόψει αυτών δεν δηµιουργείται ασυµβίβαστο µε την προεκτεθείσα έννοια, όταν η απόφαση του ηµεδαπού ικαστηρίου απέρριψε αγωγή ως αόριστη, ενώ εκείνη του αλλοδαπού ικαστηρίου έκρινε το νόµιµο και την ουσία του δικαιώµατος. Στην προκείµενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς κατ άρθρα 561 παρ.2 ΚΠολ επισκοπούµενα διαδικαστικά έγγραφα για τη διάγνωση αν είναι βάσιµες, οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην προσβαλλοµένη απόφαση, µε την αίτηση και στους πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη εταιρεία «µε την επωνυµία... (πρώην µε την επωνυµία...» άσκησε εναντίον των αναιρεσειόντων ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου την από 21-7-1998 αγωγή, µε την οποία ζήτησε την καταδίκη τούτων σε χρηµατική αποζηµίωση ύψους δρχ. 740.088.000, ή επικουρικά, δρχ 194.387.626, ή πλέον επικουρικά σε οποιοδήποτε ποσό καταδικασθεί από τα αγγλικά δικαστήρια να καταβάλει, στηρίζοντας τα αγωγικά της αιτήµατα τόσο στην ενδοσυµβατική, όσο και στην αδικοπρακτική ευθύνη των αναιρεσειόντων. Η αναιρεσίβλητη ισχυρίσθηκε µε την προαναφερθείσα αγωγή της, ότι µε την 26-3-1993 σύµβαση οι αναιρεσείοντες εκµίσθωσαν σ` αυτή για το χρονικό διάστηµα από 23-3-1993 έως 5-11-1993 την ξενοδοχειακή τους µονάδα, που βρίσκεται στη Χερσόνησο Ηρακλείου, ενώ στη συνέχεια αυτή χορήγησε πακέτο διακοπών σε µια οµάδα νεαρών από τη Μ.Βρετανία, που περιλάµβανε και διαµονή στο ανωτέρω ξενοδοχείο ότι στις 29-7-1993 ένας από τους πελάτες της αναιρεσίβλητης ο..., τραυµατίσθηκε σοβαρά λόγω πτώσης του από το µπαλκόνι του ξενοδοχείου των αναιρεσειόντων όπου διέµενε. Ο τελευταίος άσκησε κατ αυτής την από 20-10-1995 αγωγή του ενώπιον του Περιφερειακού Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ και ζήτησε την καταδίκη της σε καταβολή αποζηµίωσης προς άρση των ζηµιών, που αυτός υπέστη από τον προαναφερθέντα τραυµατισµό του, ποσού 393.982,12 λιρών Αγγλίας, ή 194.387.626 δρχ., επιφυλασσόµενος των αξιώσεών του προς αποκατάσταση κάθε περαιτέρω ζηµίας του. Η αναιρεσίβλητη ισχυρίσθηκε περαιτέρω, ότι οι αναιρεσείοντες ευθύνονται απέναντί της για την επέλευση της ζηµίας τόσο ενδοσυµβατικά, αφού υφίστατο πραγµατικό ελάττωµα του µισθίου ακινήτου, συνιστάµενο στην ελαττωµατική κατασκευή του µπαλκονιού, όσο και αδικοπρακτικά, αφού κατά τους ισχυρισµούς της η ανωτέρω συµπεριφορά τους συνιστά παράνοµη και υπαίτια πράξη κατά την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., που θεµελιώνει την αδικοπρακτική ευθύνη τους. Η 566/4120/587/2000 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου απέρριψε την αγωγή της αναιρεσίβλητης, καθόσον αυτή στηρίχθηκε στη βάση της ενδοσυµβατικής ευθύνης, ως αόριστη, ενώ στην έκταση που αυτή στηρίχθηκε στη βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης, την απέρριψε ως νοµικά αβάσιµη, «αφού η αναιρεσίβλητη
είναι εµµέσως ζηµιωθείσα από το ατύχηµα», µε συνέπεια να µην υφίσταται εκ του νόµου αξίωσή της προς αποζηµίωση. Οι αναφορές της εν λόγω απόφασης ως προς το σηµείο αυτό είναι χαρακτηριστικές «Πέραν τούτου, παρέπεται, ότι η προσπάθεια θεµελίωσης της αγωγικής αξίωσης, εκτός από την ενδοσυµβατική ευθύνη και στην αδικοπρακτική ευθύνη των εναγοµένων, δεν βρίσκει έρεισµα σε καµµία διάταξη του νόµου, δεδοµένου, ότι η ενάγουσα τυγχάνει εµµέσως ζηµιωθείσα από το ατύχηµα». Είναι σαφές, ότι η απόφαση θεωρεί, πως τα πραγµατικά περιστατικά που επικαλέσθηκε η αναιρεσίβλητη, δεν είναι ικανά να θεµελιώσουν την αδικοπρακτική ευθύνη των αναιρεσειόντων και ως εκ τούτου κρίνει την αγωγή, στην έκταση που µε αυτή ασκούνται αδικοπρακτική αξιώσεις, ως νοµικά αβάσιµη. Η απόφαση, καθόσον απέρριψε την αγωγή ως νοµικά αβάσιµη, αποφαίνεται στην ουσία της υπόθεσης, εφόσον κρίνει, ότι δεν υφίσταται νόµιµη αξίωση αποζηµίωσης από αδικοπραξία εναντίον των αναιρεσειόντων. `Ηδη ο...... είχε ασκήσει, όπως προαναφέρθηκε ενώπιον του Περιφερειακού Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ («...,...») την από 20-10-1995 αγωγή του κατά της αναιρεσίβλητης, µε την οποία ζήτησε την καταβολή αποζηµίωσης προς αποκατάσταση της ζηµίας, που αυτός υπέστη εξαιτίας της πτώσης του από τον εξώστη του ξενοδοχείου των αναιρεσειόντων κατά το θέρος του 1993. λόγω παράβασης των συµβατικών της υποχρεώσεων από τη µεταξύ τους σύµβαση χορήγησης πακέτου διακοπών αλλά και λόγου παράβασης από µέρους της αναιρεσίβλητης του γενικότερου καθήκοντος επιµέλειας (αδικοπραξία). Στη συνέχεια η αναιρεσίβλητη άσκησε εναντίον των αναιρεσειόντων ενώπιον του προαναφερθέντος δικαστηρίου τις από 13-1-1998 προσεπικλήσεις, στις οποίες σώρευσε παρεµπίπτουσες αγωγές, µε τις οποίες ζητούσε την καταδίκη τους στην καταβολή του ποσού, που αυτή θα ήταν υποχρεωµένη µε δικαστική απόφαση να καταβάλει στον αρχικά ενάγοντα. Η αναιρεσίβλητη στήριξε την, κατά τους ισχυρισµούς της, υφιστάµενη αξίωση εναντίον των αναιρεσειόντων, στην αδικοπρακτική ευθύνη τους µε βάση την αρχή του «µη ζηµιούν έτερον» (βλ. και τις από 19-5-2003 ενώπιον του Εφετείου, προτάσεις της αναιρεσίβλητης). Οι προσεπικλήσεις αυτές επιδόθηκαν στους αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από τις 12826/22-6-1998 και 12281/20-1-1998 εκθέσεις επίδοσης του δικ.επιµελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Γεωργ.Γιουκάκη, νοµότυπα και εµπρόθεσµα. Οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων στη δικάσιµο της 27-7-1998. `Ετσι, επί της ως άνω αγωγής του..., των προεσπικλήσεων και των σωρευθεισών αγωγών της αναιρεσίβλητης εκδόθηκαν: 1) Η από 27-7-1998 εντολής διαταγή (...) του Περιφερειακού Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ Μεγάλης Βρετανίας- Τµήµα Βασιλίσσης), µε την οποία διατάζεται: α) Να εκδοθεί απόφαση για τον ενάγοντα (...) µε ποσοστό κατανοµής ευθύνης 70/30 υπέρ του ενάγοντα β) να καταβάλει η εναγοµένη (......) τα προ φόρων έξοδα του ενάγοντα µέχρι σήµερα αναφορικά µε την αγωγή κλπ γ) η εκδίκαση του ζητήµατος του καθορισµού του ποσού της επίδικης απαίτησης, να αναβληθεί για άλλη δικάσιµο που θα οριστεί και 2) η από 27/7/1998 εντολή διαταγή (...) του ίδιου ως άνω δικαστηρίου µε την οποία α) «διατάσσεται όπως ο πρώτος και ο έτερος τρίτος υπεύθυνος (αναιρεσείοντες) κριθούν υπόχρεοι να αποζηµιώσουν τον εναγόµενο (αναιρεσίβλητη) σύµφωνα µε το άρθρο 1 «του νόµου για την αστική ευθύνη (συνυπαιτιότητα) 1978» στη βάση οµολογίας και την έκταση και β) στην έκταση του συνόλου (100%) κάθε υποχρέωσης αποζηµίωσης του ενάγοντα για ζηµίες (βλάβες) τόκους και έξοδα που θα συµφωνήσει ο εναγόµενος να πληρώσει στον ενάγοντα στα πλαίσια καλόπιστου συµβιβασµού της αξίωσης του ενάγοντα». Επακολούθησε η από 31-10-2000 διαταγή κατόπιν συµφωνίας (συµβιβασµού) (consent order) του ίδιου ως άνω δικαστηρίου µε την οποία διατάσσεται όπως : α) η εναγοµένη καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.300.000 λιρών Αγγλίας κατά πλήρη και ολοσχερή συµβιβασµό της απαίτησης του στην αγωγή αυτή β) η εναγοµένη καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.150.000 µέσα σε 7 ηµέρες από την επίδοση και ο ενάγων πιστώσει την εναγοµένη για την ενδιάµεση πληρωµή ποσού 150.000 λιρών Αγγλίας γ) η εναγοµένη καταβάλει στον ενάγοντα τα (δικαστικά) έξοδα του και δ) πάψουν όλοι οι περαιτέρω
δικαστικές ενέργειες». Η από 27-7-1998 εντολή-διαταγή (µε στοιχείο ως άνω 2) σε συνδυασµό µε την από 31-10-2000 διαταγή κατόπιν συµβιβασµού (Consent order) του παραπάνω δικαστηρίου οι οποίες υποχρεώνουν τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 2.300.000 λιρών Αγγλίας και κηρύχθηκαν ήδη εκτελεστές στην Ελλάδα, επιδικάζουν το πιο πάνω ποσό κάνοντας δεκτή την αδικοπρακτική ευθύνη τους. Συνεπώς, έπειτα από όσα προαναφέρθηκαν, είναι προφανές, ότι οι αποφάσεις αυτές του Περιφερειακού Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ αντιφάσκουν προς την 566/4120/587/2000 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, η οποία διέγνωσε την ανυπαρξία υποχρέωσης των αναιρεσειόντων προς αποζηµίωση της αναιρεσίβλητης, θεµελιούµενης στην αδικοπρακτική ευθύνη τούτων. Συνακόλουθα η αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση, που όπως απ`αυτή προκύπτει δέχθηκε, ότι µε την προαναφερθείσα 566/2000 απόφαση του Πολυµ. Πρωτοδικείου Ηρακλείου, η κατά τα άνω αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσείοντων απορρίφθηκε µόνο ως αόριστη µε συνέπεια να κρίνει, ότι η απόφαση αυτή δεν περιέχει δικαιοδοτική κρίση για την ουσία της διαφοράς και ως εκ τούτου ότι δεν υφίσταται αντίθεσή της προς τις ως άνω αποφάσεις του Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ, που κηρύχθηκαν εκτελεστές στην Ελλάδα και ότι εποµένως δεν συντρέχει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 27 αρ.3 και 34 της Σ.Βρ. κώλυµµα αναγνώρισης και κήρυξης εκτελεστών στην Ελλάδα των άνω αποφάσεων του Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ, µε συνέπεια να απορρίψει ως αβάσιµη την, κατ άρθρο 36 και 37 της Σ.Βρ. προσφυγή των αναιρεσειόντων, λαθεµένα εφάρµοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (27 παρ.3 και 34) της Σ.Βρ και είναι βάσιµος ο από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολ πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα η παραπάνω κρίση του Εφετείου είναι λαθεµένη, αφού όπως προαναφέρθηκε η 566/2000 απόφαση του Πολυµ. Πρωτ. Ηρακλείου απέρριψε την αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων, αφενός ως αόριστη, κατά τη βάση, τη στηριζόµενη στην ενδοσυµβατική ευθύνη των τελευταίων και αφετέρου ως νόµω αβάσιµη κατά τη βάση της, τη στηριζόµενη στην αδικοπρακτική ευθύνη.τούτων. Συνεπώς η εν λόγω απόφαση περιέχει κρίση και για την ουσία της διαφοράς, αφού αποφαίνεται, ότι δεν υφίσταται αδικοπρακτική αξίωση της αναιρεσίβλητης εναντίον των αναιρεσειόντων. Η κρίση αυτή της απόφασης έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τις άνω αποφάσεις του Πρωτοδικείου του Μάντσεστερ, αφού αυτές επιδικάζουν αξιώσεις της αναιρεσίβλητης εναντίον των αναιρεσειόντων, που απορρέουν από την αδικοπρακτική ευθύνη τους, η οποία όµως δεν υπάρχει κατά την ως άνω 566/2000 απόφαση του Πολυµ.Πρω.Ηρακλείου. ΙΙΙ. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση και να παραπεµφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο Κρήτης, συντιθέµενο από δικαστές, άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούµενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολ ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 487/2003 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέµπει την υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέµενο από άλλους δικαστές, για περαιτέρω εκδίκαση και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων από χίλια εξακόσια σαράντα (1640) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Νοεµβρίου 2004. Και ηµοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 24 Νοεµβρίου 2004. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕ ΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ