2014 Εκδόσεις Ωκεανός



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...


Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Προσοχή! Μη διαβάσετε ποτέ μεγαλόφωνα το βιβλίο αυτό σε κάποιον που οδηγεί.

Τρία κορίτσια. Ένα καλοκαίρι. Μια φιλία που θα αλλάξει τη ζωή τους. Το σχέδιο της Ρέιμι. Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη. Kέιτ ΝτιΚαμίλο

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΜΑΜΑ, ΘΑ ΜΕ ΘΗΛΑΣΕΙΣ;

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Eπιμέλεια κειμένου: Xριστίνα Λαλιώτου Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

Το παραμύθι της αγάπης

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

O xαρταετός της Σμύρνης

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Transcript:

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ

Σειρά: Ελληνική Λογοτεχνία Συγγραφέας: Ελένη Κεκροπούλου Σελιδοποίηση: Αλίκη Τριανταφυλλίδου Εκπόνηση εξωφύλλου: Έλενα Ματθαίου Copyright εξωφύλλου: Εκδόσεις Ωκεανός Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόµος 2121/1993 και κανόνες του ιεθνούς ικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Copyright 2014 ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ & Ελένη Κεκροπούλου Σόλωνος 136, 106 77, Αθήνα Τηλ.: 210 3829339 Φαξ: 2103829659 e-mail:info@oceanosbooks.gr www.oceanosbooks.gr ISBN 978-618-5104-26-9

Ε Λ Ε Ν Η Κ Ε Κ Ρ Ο Π Ο ΥΛ Ο Υ Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ

Piensa en mi Si tienes un hondo penar, piensa en mi Si tienes ganas de llorar, piensa en mi Ya ves que venero tu imagen divina Tu parvula boca, que siendo tan niña Me enseno a pecar Piensa en mi cuando sufras Cuando llores, tambien piensa en mi Cuando quieras quitarme la vida No la quiero, para nada Para nada me sirve sin ti Piensa en mi cuando sufras Cuando llores, tambien piensa en mi Cuando quieras quitarme la vida No la quiero, para nada Para nada me sirve sin ti Luz Casal

Αν έχεις πόνο βαθύ, σκέψου εμένα Αν νιώθεις την ανάγκη να κλάψεις, σκέψου εμένα. Γνωρίζεις πως λατρεύω τη θεϊκή σου μορφή Αυτά τα αθώα χείλια της νιότης σου, Που μου έμαθαν ν αμαρτάνω. Σκέψου εμένα όταν υποφέρεις. πάλι να σκέπτεσαι εμένα, όταν κλαις, Όποτε θέλεις πάρ την τη ζωή μου Δεν τη θέλω, για τίποτε! Δεν έχει αξία χωρίς εσένα. Σκέψου εμένα όταν υποφέρεις, Κι όταν κλαις, πάλι σκέψου εμένα. Όταν θέλεις, πάρε μου τη ζωή, Δεν τη θέλω, για τίποτε! Για τίποτε δεν έχει αξία δίχως εσένα...

Αφιερώνεται στις υπέροχες βασίλισσές μου, τις δασκάλες της μητρικής ζωής μου, στην ουράνια Νεφέλη- Χρυσάνθη μου και στην νεφελική Λήδα-Ουρανία μου, τα κορίτσια μου, τις δύο από τις τρεις όψεις της ψυχής μου Και σε όλες τις μητέρες που προδόθηκαν απ τις κόρες τους, Καθώς και, κυρίως, στις κόρες που προδόθηκαν από τις μητέρες τους, χωρίς συγγνώμη. Κι ας διαβαστεί το βιβλίο αυτό σαν ένα Ρέκβιεμ, όπως αυτό το λατρεμένο, του Γιόχαν Αμαντέους Μότσαρντ, παρ όλο που κουβαλάει μέσα του και τα χρώματα της φωνής της Λουθ Κασάλ.

INTROITUS 1

Ανέβαινε αργά τη Σόλωνος. Ήταν απογευματάκι, πέντε η ώρα. Δεκαοκτώ Αυγούστου, Σάββατο, η πρωτεύουσα άδεια από τους κατοίκους της, νωχελική, ηλιόλουστη, υπέροχη Η Αλίκη ανέβαινε τη Σόλωνος. Δεν πήγαινε πουθενά συγκεκριμένα, ή μάλλον θα πήγαινε προς την Ιπποκράτους, κι από κει θα έβγαινε Ακαδημίας με κατεύθυνση τη Βουλή και προορισμό τελικό τον Εθνικό Κήπο. Καλή ιδέα, ναι Στην τσάντα της είχε ένα βιβλίο κουράγιου, τη Φυσική της Ψυχής του Φάμπιο Μαρκέζι, και τα πρεσβυωπικά γυαλιά της. Και ένα εμπιθρί με όλες τις μουσικές συνθέσεις του Αρμίκ, του Ιρανοαρμένιου συνθέτη που είχε ανακαλύψει πρόσφατα. Θα την άραζε σε έναν παχύ ίσκιο του Κήπου και θα διάβαζε τον αγαπημένο της Μαρκέζι, ακούγοντας τη μουσική του Αρμίκ που πραγματικά την ανέβαζε ψυχολογικά. Θα έπαιρνε κι έναν παγωμένο φραπέ από το καφενεδάκι εκεί στην πλαϊνή είσοδο της Ηρώδου Αττικού

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ Είχε καιρό να κάνει κάτι τέτοιο. Σήμερα, όμως, είχε ξυπνήσει με ένα παράξενο συναίσθημα αισιοδοξίας. Σαν να είχε ξαφνικά αναβλύσει μέσα της μια πηγή δύναμης και κουράγιου, κι ας ήταν μόνη, τραγικά μόνη, εδώ και... δύο χρόνια; Όχι όχι μόνο δύο χρόνια. Στην πραγματικότητα τώρα συνειδητοποιούσε ότι ήταν σχεδόν πάντα μόνη. Σχεδόν; σκέφτηκε σαρκάζοντας. Χωρίς σχεδόν Από τότε που ήταν ακόμη παιδί Απλώς τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ίσως τα πιο οδυνηρά στη ζωή της. Κάπου είχε διαβάσει πως ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό. Το είπε κάποιος μεγάλος που τώρα δεν θυμόταν ποιός ήταν... Ισως ο Νίτσε. Ναι, κι ένα τραγούδι του Πορτοκάλογλου έλεγε το ίδιο μοτό. Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό. Όμως δεν ήξερε αν εκείνη είχε βγει πιο δυνατή απ όλη αυτή την τραγωδία ή μήπως ήταν κωμωδία, γιατί μερικές φορές της φαινόταν κωμωδία... Τραγικοκωμωδία. Η ιλαροτραγωδία της ζωής της Ανάσανε βαθιά τον ζεστό ευχάριστο αέρα, τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω σαν για να διώξει τις σκέψεις που ήταν γαντζωμένες μέσα στον λαβύρινθο του νου της, και προχώρησε αποφασιστικά. Ένα αυτοκίνητο με μουσική στη διαπασών πέρασε δίπλα της κι ο νεαρός οδηγός την κοίταξε με ενδιαφέρον από το ανοικτό παράθυρο. Αυτό το θαυμαστικό βλέμμα την τόνωσε λιγάκι και χαμογέλασε. Η μπογιά της περνούσε ακόμη, αν και K 14 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ είχε πατήσει για τα καλά τα σαράντα έξι. Λεπτή, αέρινη φιγούρα μετρίου αναστήματος, φυσική ξανθιά άλλοτε που τώρα τά βαφε πια, με μελαγχολικά ανοιχτογάλανα μάτια και εύκολο χαμόγελο. Ποτέ δεν έδειχνε την πραγματική της ηλικία. Φαινόταν πολύ νεότερη. Μια εικόνα απατηλής χαράς κι ανεμελιάς. Όποιος την έβλεπε στον δρόμο, χωρίς να την ξέρει, την κοίταζε δεύτερη φορά. Συνέχισε την άνοδό της νιώθοντας τώρα πιο ανάλαφρη. Η εικόνα που σχηματίστηκε μπροστά της στην αντίθετη μεριά του δρόμου, περίπου διακόσια μέτρα ψηλότερα από το σημείο όπου βρισκόταν εκείνη, ήταν εντελώς απροσδόκητη. Σαν να ερχόταν από το παρελθόν της, το πολύ μακρινό παρελθόν που το είχε θάψει όσο πιο βαθιά μπορούσε στο κενοτάφιο της λήθης... Εκείνη πολύ νέα, κι εκείνος ψηλός, λεπτός, αρχοντικός, με μαλλιά σκουρόξανθα κυματιστά που του άρεσε να τα αφήνει μακριά μέχρι τον σβέρκο... Όμως όχι. Όχι, η εικόνα που έβλεπε δεν ήταν της δικής της ζωής! Η δική της ζωή είχε προ πολλού ανατραπεί και τώρα βρισκόταν σε μια άλλη διάσταση... Ταραγμένη τώρα, με την καρδιά να χτυπάει δυνατά, χώθηκε στην ανοιχτή είσοδο της πολυκατοικίας που βρέθηκε δίπλα της, προτού το ζευγάρι που κατέβαινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, τη δει. Ήταν πολύ απορροφημένοι ο ένας από τον άλλον, κάτι έλεγαν μεταξύ τους, κοιτά- K 15 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ ζονταν και γελούσαν... Η κοπέλα ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη... Ώστε, λοιπόν, ήταν έγκυος! Ξαφνικά ένιωσε τάση για εμετό, αν και κατά βάθος περίμενε ότι θα γινόταν κι αυτό μια ημέρα. Η τσάντα έπεσε από το χέρι της, και σχεδόν σωριάστηκε στα φαρδιά μαρμάρινα σκαλιά της εισόδου. Έξω από το τζάμι της σιδερόφρακτης παλιάς πόρτας, ακριβώς απέναντί της στο στενό πεζοδρόμιο, το ζευγάρι τώρα κατέβαινε, γελαστό κι ανέμελο, η κοπέλα, αέρινη εικοσιτριάχρονη ξανθιά με φουσκωτή κοιλίτσα δεν μπορούσε να προσδιορίσει σε ποιόν μήνα ήταν, ίσως στον όγδοο, κι εκείνος ένας ψηλός λεπτός Πυγμαλίων με την γκρίζα πια μακριά κώμη που του έδινε νεανικό αέρα μολονότι είχε ήδη πατήσει τα πενήντα τρία. Λουφαγμένη στα σκαλιά της εισόδου της φιλόξενης εκείνης πολυκατοικίας, έβλεπε τους δύο ανθρώπους που είχε αγαπήσει και είχε μισήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο στη ζωή της... Ίσως θα έπρεπε να προσθέσει σ αυτούς και την Εύα... Μια πόρτα άνοιξε κάπου πίσω της και πριν καν μπορέσει να βρει το κουράγιο για να σηκωθεί, μια ανδρική φωνή της είπε: «Σας συμβαίνει κάτι; Θέλετε βοήθεια;» Ο νεαρός κοστουμαρισμένος άνδρας έσπευσε κοντά της και την έπιασε από τους ώμους για να τη σηκώσει. K 16 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ «Ευχαριστώ...» είπε εκείνη, τρέμοντας ακόμη από την ταραχή που είχε δοκιμάσει. Ο άνδρας την σήκωσε, μαζεύοντας και την τσάντα της ταυτόχρονα από χάμω, και την βοήθησε να ανεβεί τα λίγα σκαλιά ως την πόρτα του γραφείου απ όπου είχε βγει πριν λίγο. Χτύπησε το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως. «Ραλλού, φέρε, σε παρακαλώ, ένα νεράκι στην κυρία», είπε ο άνδρας στην γραμματέα που καθόταν μπροστά σε έναν υπολογιστή, έχοντας στην πλάτη της μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη δερματόδετους τόμους. Η νεαρή κοκκινομάλλα σηκώθηκε αμέσως κι έσπευσε να φέρει νερό. P «Λοιπόν, τώρα αισθάνεστε καλύτερα;» Η Αλίκη κοίταξε τον άνδρα που την είχε φέρει στο γραφείο του και της πρόσφερε νερό. «Ναι, και σας ευχαριστώ πολύ, κύριε...» «Φαίδων». «Σας ευχαριστώ κύριε Φαίδωνα». Κοίταξε έπειτα την κοκκινομάλλα γραμματέα και της χαμογέλασε. «Ευχαριστώ», είπε απευθυνόμενη και σ εκείνην που της είχε φέρει το νερό. «Σας αναστάτωσα χωρίς λόγο. Μια ζαλάδα αισθάνθηκα, κι αυτό ήταν όλο», είπε απολογητικά. «Τώρα είμαι μια χαρά. Μπορώ να φύγω». K 17 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήρε την τσάντα της. «Είστε σίγουρη;» «Ναι, ναι, δεν ήταν τίποτε... μάλλον επειδή ξεκίνησα από το σπίτι με άδειο στομάχι. Βγαίνοντας θα πάρω κάτι από το τυροπιτάδικο εδώ δίπλα», χαμογέλασε φαρδιά στον Φαίδωνα, που τώρα που τον έβλεπε καλύτερα, παρατηρούσε ότι ήταν ένα ήρεμο ευχάριστο πρόσωπο που απέπνεε θετική αύρα. «Ωραία...» είπε εκείνος, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. P Έξω στη Σόλωνος τώρα όλα ήταν ήσυχα. Το αταίριαστο ζευγάρι είχε εξαφανιστεί. Η ροή των αυτοκινήτων και των πεζών ήταν η συνήθης. Η Αλίκη ανάσανε βαθιά. Τί έκανε τώρα; Η καλή διάθεση που την είχε ωθήσει να βγει από το ερημητήριό της για μια ημέρα στον Εθνικό Κήπο, είχε εξανεμιστεί πια. Αισθανόταν και πάλι ένα κουρέλι της ζωής... Κοντοστάθηκε για λίγο στο πεζοδρόμιο και ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο να επιστρέψει στο σπίτι της ή να πάει τελικά στον Εθνικό Κήπο. Αν γύριζε στο σπίτι της, στη φυλακή της μοναξιάς της, το μόνο που θα έκανε ήταν να βυθιστεί στην απελπισία που την τριγύριζε αδιάκοπα σαν ενοχλητική αυγουστιάτικη μύγα. Όχι. Καλύτερα να μην παρεξέκλινε από το αρχικό της σχέ- K 18 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ διο. Αναστέναξε κι άρχισε να ανεβαίνει πάλι τη Σόλωνος. Με βήμα πιο αργό τώρα. Κάπως απρόθυμο. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να καταβληθεί κι ας ήταν τόσο εύκολο. P Μπήκε από την είσοδο της Αμαλίας, δίπλα στη Βουλή. Εκείνη την ώρα ο Εθνικός Κήπος ήταν γεμάτος κόσμο, οικογένειες με παιδιά που ζουζούνιζαν χαρούμενα γύρω από τις λιμνούλες με τα χρυσόψαρα και τις πάπιες, ή στις παιδικές χαρές. Η εικόνα της σφριγιλής ζωής που ξετυλιγόταν γύρω της την τόνωσε, κι ύστερα από μερικές βαθιές ανάσες καθαρού αέρα, αισθάνθηκε και πάλι την αισιοδοξία να τρυπώνει δειλά στην από πολλού ταραγμένη ψυχή της. Πέρασε μπροστά από το περίπτερο με τα μύρια καναρίνια που κελαηδούσαν την ευτυχία που φαντάζονταν έξω από το γιγάντιο εκείνο κλουβί, κοντοστάθηκε, κι αφού τα χάζεψε λίγο, συνέχισε για το μικρό καφέ προς την πλευρά της Ηρώδου Αττικού. Τα τραπεζάκια ήταν όλα γεμάτα, με νεανικές παρέες, οικογένειες και ζευγαράκια. Πλησίασε τον νεαρό στο ταμείο και ζήτησε έναν γλυκό φραπέ χωρίς γάλα. Πλήρωσε και περίμενε τον καφέ της, που της τον έφερε τελικά μια όμορφη κοπελίτσα με ροζ κουφετί μαλλιά και λευκό μπλουζάκι που έγραφε με μαύρα γράμματα: K 19 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ Νομίζεις ότι μόνο εσύ πονάς; Όλοι επιβάτες είμαστε στο τρένο για την Κόλαση! Την ξάφνιασε αυτό. Αισθάνθηκε σαν η κοπέλα εκείνη να είχε καταλάβει την εσωτερική της βάσανο και να της απευθυνόταν με αυτόν τον τρόπο, που τον βρήκε σχεδόν ανακουφιστικό. «Πλάκα έχει αυτό. Φιλοσοφημένο», χαμογέλασε, δείχνοντας το μοτό στο μπλουζάκι. Η κοπελίτσα με τα ροζ μαλλιά τής χαμογέλασε απρόθυμα, και είπε: «ευχαριστώ», απάντηση διόλου πρωτότυπη στην δική της ατάκα. Θα περίμενε κάτι αλλιώτικο, όπως, «ναι, δεν συμφωνείτε κι εσείς;» ή κάτι τέτοιο, που ίσως και να πυροδοτούσε μια μικρή συζήτηση ανάμεσά τους, αλλά για πολλοστή φορά διαπίστωνε ότι οι νέοι της πόλης είχαν γίνει πολύ μπλαζέ, δεν είχαν διάθεση για χαριεντισμούς και απροσδόκητες γνωριμίες, τους απορροφούσε η πεζή καθημερινότητα. Όμως αυτή η κοπέλα θα έπρεπε να είναι αλλιώς, φαντάστηκε, με το ιδιαίτερο εκείνο μοτό πάνω στο στήθος... Όταν το κορίτσι έκανε μεταβολή κι έφυγε, η Αλίκη είδε ότι και στην πλάτη είχε γραμμένο το ίδιο μοτό με λίγο μικρότερα γράμματα. Με τον φραπέ ανά χείρας, προχώρησε στην πράσινη αλέα, και κάθισε σε ένα άδειο τραπεζάκι, στην πιο απόμακρη γωνιά, πνιγμένη στα πράσινα φυλλώματα. Έβγαλε από την τσάντα το βιβλίο της κι έβαλε στα αυτιά τα K 20 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ ακουστικά του εμπιθρί. Πάτησε το κουμπί κι άφησε την γλυκιά μουσική να πλημμυρίσει τις αισθήσεις της. Το κομμάτι λεγόταν Mar de Sueňos, όπως και το ομώνυμο άλμπουμ του καλλιτέχνη που στην κυριολεξία το είχε ερωτευθεί, γιατί κατάφερνε αυτή η παράξενη μουσική, ένα είδος φλαμένκο μπολερό, ένα κράμα γλυκιάς νοσταλγίας, αόριστης μελαγχολίας και χαρούμενης αισιοδόξιας σε νωχελικούς ρυθμούς κόντρα τέμπο που θύμιζαν έντονα Μανώλη Χιώτη, να της ανεβάζει τη διάθεση. Ήπιε μια γουλιά από τον γλυκό παγωμένο φραπέ κι αμέσως αισθάνθηκε πολύ καλύτερα. Άφησε το ποτήρι στο πράσινο σιδερένιο παλιομοδίτικο τραπεζάκι. Αναστέναξε κι ανοιξε το βιβλίο της... Διάβασε: Όλες οι εμπειρίες που βιώνει ο καθένας μας δεν είναι τίποτε περισσότερο από το αποτέλεσμα της βούλησης της ίδιας της Ψυχής να εκπληρώσει τους στόχους της, με κάθε τίμημα... Με κάθε τίμημα... Στάθηκε αδύνατον να συγκεντρωθεί. Ήταν ακόμη πολύ αναστατωμένη. Έμεινε, λοιπόν, να κοιτάζει τον κόσμο που πήγαινε κι ερχόταν, πίνοντας αφηρημένα τον καφέ της... και γλείφοντας ενδόμυχα τις πληγές της ψυχής της. Ύστερα κάτι φούντωσε μέσα της και ανέβηκε στα μάτια της σε βουβά δάκρυα... K 21 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ Έμεινε να κλαίει, ακίνητη χωρίς ήχο, με το κεφάλι σκυμμένο στο ανοιχτό βιβλίο. P Η καστανή κυρία, κομψό ταγιέρ σε μπλε ραφ, απαλό γαλάζιο πουκάμισο, καλοχτενισμένο μαλλί, κοραλί χείλια, αψεγάδιαστο δέρμα, σημάδι καλής υγείας, κομψή μαύρη γόβα και ασορτί τσάντα, κοίταξε ολόγυρα, αλλά δεν βρήκε κανένα άδειο τραπέζι. Ήταν όλα γεμάτα με παρέες. Το δεξί παπούτσι την είχε χτυπήσει και δεν άντεχε ούτε λεπτό να μείνει άλλο όρθια. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει κάπου να καθίσει για να ξεκουράσει το πόδι της. Ξανακοίταξε πιο προσεκτικά. Είδε στο βάθος ένα τραπέζι πιασμένο από μια μοναχική κυρία της ηλικίας της πάνω-κάτω, που διάβαζε, και δίπλα της είχε μια άδεια καρέκλα. Με γρήγορα κομψά βηματάκια πήγε προς τα εκεί. «Παρακαλώ... μπορώ να καθίσω για λίγο, ή μήπως περιμένετε...» Η Αλίκη δεν σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει. «Ναι, καθίστε... καθίστε... δεν περιμένω κανέναν...» είπε και γύρισε λίγο στο πλάι κοιτάζοντας χαμηλά, για να μην δει η νεοφερμένη το υγρό της πρόσωπο. «Ευχαριστώ», είπε η κομψή κυρία και κάθισε με έναν αναστεναγμό στην ψάθινη καρέκλα. Χαλάρωσε με μια κίνηση το γοβάκι στο δεξί της πόδι κι αμέσως ένιω- K 22 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ σε καλύτερα. Ύστερα είδε την νεαρή γκαρσόνα να περιφέρεται με τον δίσκο ανάμεσα στα τραπέζια. «Δεσποινίς!» Η κοπελίτσα με τα ροζ κουφετί μαλλιά γύρισε και την κοίταξε, κι ύστερα πλησίασε προς το μέρος της με το εντελώς ανέκφραστο ύφος της. «Παρακαλώ». «Α... έναν καπουτσίνο». Η κοπελίτσα κούνησε καταφατικά το ροζ κεφάλι της κι απομακρύνθηκε για να φέρει τον καφέ. Τότε μόνο η κομψή κυρία πρόσεξε το μοτό που ήταν γραμμένο μπρος και πίσω στο μπλουζάκι της γκαρσόνας. Νομίζεις ότι μόνο εσύ πονάς; Όλοι επιβάτες είμαστε στο τρένο για την Κόλαση! Χωρίς να το θέλει της ξέφυγε ένα σιγανό αυτοβεβαιωτικό γέλιο που στα αυτιά της Αλίκης ήχησε σαρκαστικό. «Το είδατε αυτό;» είπε, κοιτάζοντας τώρα προς το μέρος της Αλίκης που είχε διακριτικά σκουπίσει τα δάκρυα από το πρόσωπό της. «Πλάκα δεν έχει...;» Σταμάτησε και κοίταξε προσεκτικά την Αλίκη. «Σας συμβαίνει κάτι;» Η Αλίκη γέλασε, με ένα γέλιο απότομο, άλλωστε το είχε πάντα πολύ εύκολο, σκέπαζε μ αυτό καλά ό,τι την πονούσε βαθιά. «Μου συμβαίνει αυτό ακριβώς που K 23 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ γράφει στο μπλουζάκι της κοπέλας! Είμαι επιβάτης στο τρένο για την Κόλαση!» είπε γελώντας, κι αυτή τη φορά η κομψή κυρία διέκρινε στη φωνή της άλλης τον πόνο πίσω από τον αυτοσαρκαστικό χαριεντισμό. «Κι εγώ επίσης», είπε με ήρεμο χαμόγελο κι εκείνη. «Κι όλοι μας, φυσικά, απλά κάποιοι το ξέρουμε, ενώ οι περισσότεροι το αγνοούν. Ίσως σκόπιμα». Ο ήρεμος τρόπος της και η δωρική χαρακτηριστική φωνή της έκαναν την Αλίκη να την κοιτάξει τώρα με ενδιαφέρον. «Θα συμφωνήσω, μαζί σας», είπε. Όταν ύστερα από λίγα λεπτά το κορίτσι με τα κουφετί μαλλιά πλησίαζε με τον καπουτσίνο, οι δυο κυρίες σώπασαν. Το κορίτσι έβαλε στο τραπέζι το λευκό φαρδύ φλιντζάνι με τον καφέ και ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Η καστανή κυρία πλήρωσε τον καφέ στην γκαρσόνα και ύστερα ήπιε την πρώτη της γουλιά, κοιτάζοντας το μοτό στην πλάτη της, καθώς απομακρυνόταν. Στράφηκε προς την Αλίκη και της χαμογέλασε με ευγένεια. Το πρόσωπό της δεν της ήταν άγνωστο, αλλά δεν θυμόταν πού την είχε ξανασυναντήσει. Ίσως και να ήταν η ιδέα της. «Έλενα», συστήθηκε. Μετά από ένα μικρό ξάφνιασμα, εκείνη είπε: «Αλίκη». «Ώστε, λοιπόν, είμαστε συνεπιβάτες στο ίδιο τρένο...» είπε χαμογελώντας στωικά η Έλενα, και πίνοντας άλλη μια γουλιά καφέ. «Ναι, μάλλον έτσι είναι... Απλώς κά- K 24 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ ποιοι κοιτούν προς τα έξω, το τοπίο που τρέχει κι εναλλάσεται με ένα άλλο τοπίο, κι άλλοι κοιτούν προς τα μέσα, τους άλλους επιβάτες... Το να κοιτάς έξω απ το παράθυρο είναι καλύτερο. Το να κοιτάς τους άλλους δίπλα σου κι απέναντί σου είναι πολλές φορές ψυχοφθόρο... Η κόλασή μας είναι οι άλλοι. Τάδε έφη, Σάρτρ». Μιλούσε μόνη της. Η Αλίκη αναρωτήθηκε αν ήταν λίγο λοξή. Όμως η όλη της εμφάνιση δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Το αντίθετο μάλλον. Έμοιαζε άτομο που πατούσε πολύ γερά στη γη. «...Οι άνθρωποι αρέσκονται στην ομφαλοσκοπία, κι αυτό είναι καταθλιπτικό. Όταν μπορείς να κοιτάζεις τον ουρανό, τα δένδρα, τα βουνά, τη θάλασσα, γιατί να κοιτάς τη μιζέρια των ανθρώπων; Που στο κάτω-κάτω τη δημιουργούν μόνοι τους! Η ζωή είναι ένα δώρο και μας δίδεται μόνο μία φορά, και είναι τόσο σύντομη, τόσο... μα τόσο σύντομη! Αξίζει άραγε να τη σπαταλάς άδικα μέσα στον ζόφο και στον πόνο που τόσο καλά ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι να πλέκουμε γύρω μας;» Η Αλίκη χαμογέλασε άβολα. «Ε... δεν είναι όλα τόσο απλά... Όταν ο άλλος είναι απέναντί σου δεν μπορείς εσύ να κοιτάς μόνο έξω απ το παράθυρο», είπε, ήρεμη τώρα. Η παράξενη γοητευτική κυρία με την φιλοσοφική διάθεση τής είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, αλλά απέφευγε να την κοιτάξει, γιατί αισθανόταν πολύ κόκκινο το πρόσωπό της. «Κι όμως, είναι πολύ απλά. Αν κάτι δεν σου αρέσει, K 25 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ γυρνάς την πλάτη, φεύγεις. Κλείνεις πίσω σου την πόρτα αυτή κι ανοίγεις μια καινούργια». «Αυτό κάνετε εσείς, όταν αντιμετωπίζετε προβλήματα; Δεν μένετε ας πούμε να αγωνιστείτε, να πολεμήσετε γι αυτά; Αυτό δεν είναι το σωστό;» «Ναι... ακούγεται πολύ λογικό αυτό που λέτε... Όμως το τί είναι σωστό το καθορίζει το κοινωνικό κατεστημένο. Στην πραγματικότητα δεν πολεμιούνται όλες οι καταστάσεις. Αυτές, λοιπόν, που δεν πολεμιούνται, είναι καλό να τις αφήνουμε πίσω και να φεύγουμε. Έτσι λέω εγώ, κρίνοντας βέβαια εξ ιδίων τα αλλότρια!» πρόσθεσε η Έλενα και γέλασε αμήχανα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι το είχε παρατραβήξει, ως συνήθως. Στα πενήντα δύο της, έχοντας χορτάσει τη ζωή από την καλή κι από την ανάποδη, με ικανοποιημένες όλες της τις βασικές ανάγκες, και επιπλέον έχοντας γνωρίσει και τη γεύση του πιο μεγάλου πόνου, αυτού της ιδιαίτερης απώλειας, είχε γίνει πια μια μοναχική φιλόσοφος που δεν την τάραζαν πια ούτε οι ανθρώπινες σχέσεις, ούτε οι δυσκολίες της ζωής. Αυτές μάλιστα τις τελευταίες είχε μάθει να τις αποδέχεται με στωική απάθεια, προσχωρώντας πια στην πυρρώνεια φιλοσοφία της αταραξίας. Ήπιε μια τελευταία γουλιά από τον καφέ της και έμεινε σιωπηλή και ακίνητη για κάμποσα λεπτά. Ύστερα κοίταξε με ευγένεια την Αλίκη. Ναι, το πρόσωπό της δεν της ήταν ολότελα άγνωστο. Ίσως και να είχαν συναντηθεί κάπου, κάποτε στο απότερο παρελθόν. Ίσως K 26 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ και να της θύμιζε κάποιον, αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιόν. «Ώρα να φεύγω, μαζί με την πολυλογία μου. Να σας αφήσω κι εσάς να διαβάσετε ήσυχα το βιβλίο σας. Με χτύπησε το παπούτσι και είχα ανάγκη να ξεκουραστώ για λίγο, πριν συνεχίσω την μάταιη πορεία μου προς το τίποτε», πρόσθεσε με ένα αυτοσαρκαστικό μειδίαμα κι ανοίγοντας την τσάντα της, έβγαλε από μέσα μια κάρτα. «Η κάρτα μου. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία. Αν μπορώ κάποτε να σας φανώ χρήσιμη, θα χαρώ να το κάνω». Η Αλίκη πήρε την κάρτα κουνώντας ευγενικά το κεφάλι αντί ευχαριστίας. Όταν η κομψή κυρία με το ραφ ταγιέρ απομακρύνθηκε, έσκυψε και διάβασε: Έλενα Κ. Υψηλάντη Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπεύτρια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Βερολίνου Οδός Καλλιδρομίου 67 τηλ. 210 3829 3339 P Η Αλίκη μπήκε στο διαμέρισμά της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα με μια απότομη κίνηση που την ακολούθησε βρόντος. Αισθανόταν μεγάλο σφίξιμο στο ηλιακό πλέγμα. Πέταξε την τσάντα της σε μια πολυθρόνα, άρπαξε K 27 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ ένα μαξιλάρι, πίεσε μ αυτό το στόμα της κι άρχισε να ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη. Αυτό κράτησε μερικά λεπτά. Η απελπισμένη κραυγή μετατράπηκε ύστερα σε βαθύ κλάμα, ώσπου το μπλοκαρισμένο διάφραγμα, ο εύκαμπτος μυς που χωρίζει τους πνεύμονες από τα σπλάχνα και ορίζει την κανονική λειτουργία των πνευμόνων, ξαναβρήκε την ευλυγισία του σιγά-σιγά. Ο πόνος της ξεθύμανε και σταμάτησε πια να κλαίει. Άλλη μια ημέρα άσκοπου πόνου καταγραφόταν στη ζωή της... Το βιβλίο του Μαρκέζι έλεγε κάπου: Ο πιο σημαντικός αγώνας που πρέπει να δώσει κανείς είναι ενάντια στις φοβίες του. Οι φοβίες είναι ο μοναδικός πραγματικός εχθρός σου και το μοναδικό πρόσκομμα προκειμένου να ζήσεις μια ζωή χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Ωραία, λοιπόν, τα τελευταία δυο τρία χρόνια, αυτό ακριβώς πάσχιζε να κάνει. Να ξεριζώσει τις φοβίες της. Όμως διαπίστωνε τελικά ότι ήταν τόσες πολλές που δεν ήξερε με ποιά απ όλες έπρεπε να αναμετρηθεί πρώτα, κι έτσι συμβίωνε μ αυτές σε μια ζωή που είχε χάσει πια το νόημά της προ πολλού... P Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε αμέσως. «Εύα;» είπε αυθόρμητα πριν ακούσει τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. K 28 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ «Ναι, Αλίκη, πήρα να δω πώς είσαι...» Η μελωδική απαλή φωνή της Εύας εισέβαλε σαν βάλσαμο στους πόρους του κορμιού της. Την αγαπούσε και τη μισούσε βαθιά μέσα της. Τη μισούσε κι όμως την λάτρευε βαθιά μέσα της. Τα συναισθήματα αυτά υποτροπίαζαν πότε στη μια και πότε στην άλλη πλευρά. Πότε μίσος, πότε λατρεία. Πάντα ήταν έτσι. Και τότε που ήταν μικρή, και όταν έγινε κι η ίδια μητέρα, και σήμερα ακόμη αισθανόταν το ίδιο... Η φωνή της Εύας, όταν την άκουγε ύστερα από καιρό, όπως τώρα, τη γυρνούσε αυτόματα και πάντα πίσω στην παιδική της ηλικία, στα κενά που έσερνε ως σήμερα, σαν τις αλυσίδες του κατάδικου... Και να, πάλι έγινε μικρή για μια στιγμή και τα κενά της έγιναν χαώδεις άβυσσοι που απειλούσαν να την καταπιούν... Όμως τη λάτρευε την Εύα Ήταν τόσο όμορφη η Εύα! Τόσο όμορφη! Καμμιά δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της... Κι ήταν η μαμά της, η δική της μαμά, κι εκείνη μικρό κοριτσάκι που πάσχιζε να κερδίσει την προσοχή της αγάπης της... Ήξερε πως τα άλλα κορίτσια στο σχολείο τη ζήλευαν που είχε τόσο όμορφη μαμά, κι αυτό την χαροποιούσε, γιατί υποκαθιστούσε αυτό που της έλειπε. Όταν η Εύα πήγαινε να πάρει τους βαθμούς της, μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της, τον ευγενικό και αβρό κύριο Κίμωνα K 29 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ που έδειχνε να μην την αφήνει ποτέ μόνη της πουθενά όλοι στο σχολείο, από τον διευθυντή ως την καθαρίστρια, την κοίταζαν με θαυμασμό που δεν κρυβόταν, και με ζήλια που την έθαβαν βαθιά, για τις μοίρες που χάρισαν απλόχερα στη γυναίκα αυτή τόση χάρη και τέλεια ομορφιά. Η Αλίκη της έμοιαζε πολύ λίγο. Ή μάλλον της έμοιαζε πολύ, αλλά της έλειπε η ξεχωριστή εκείνη λάμψη κι η χάρη της γαζέλας... Όχι, ποτέ δεν έγινε σαν την Εύα... όσο κι αν το ήθελε... Ίσως, όμως, και να μην το ήθελε τελικά, ποιός ξέρει; Ίσως να ήθελε να γίνει κάτι άλλο, αλλά δεν τα κατάφερε... Η Εύα, απορροφημένη πάντα από τον εαυτό της, δεν είχε ποτέ χρόνο για κανέναν άλλον εξόν απ αυτόν. Τόσο ο πρώτος της σύζυγος, ο Αριστείδης Αλεξιάδης, επιχειρηματίας στο επάγγελμα με καταστήματα αντικών και έργων τέχνης υψηλής αξίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και πατέρας της Αλίκης, όσο και ο δεύτερος σύζυγός της, ο γνωστός δικηγόρος Κίμων Μανιάτης, την αντιμετώπιζαν πάντα σαν ένα πολύτιμο έργο τέχνης που χρειαζόταν ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή. Κι αυτό ακριβώς της άρεσε σ αυτούς τους δύο άνδρες της ζωής της. Ότι ήταν το κέντρο της ζωής τους. Ήταν ευτυχισμένη με τους άνδρες στα πόδια της; Να τη λατρεύουν σαν θεά; Κανείς δεν ήξερε. Δεν είχε μάθει να εκφράζει συναισθήματα. Ήταν μόνο μια εικόνα. Η εικόνα της τελειότητας. Το τέλειο, σαν τέτοιο, δεν έχει K 30 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ συναισθήματα, δεν έχει καν επιθυμίες και φόβους, αφού είναι αντικείμενο απόλυτου θαυμασμού. Τα έχει όλα, και γι αυτό δεν έχει στην ουσία τίποτε... Η Εύα δεν είχε βαθιά συναισθήματα, γιατί από μικρό παιδί ήταν έκθεμα, προς τέρψιν των οφθαλμών των άλλων. Κι ούτε ήθελε να κάνει παιδιά. Η Αλίκη ήταν το λάθος της, είχε επιμείνει ο Αριστείδης να κάνουν ένα παιδί, πιστεύοντας ότι η οικογένεια θα μπορούσε να κατεβάσει την Εύα από τον ουρανό της, να την κάνει πιο γήινη, πιο δική του. Λάθος. Λίγο μετά τον ερχομό της Αλίκης, η Εύα δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν άντεχε το μωρό εκείνο που όλο έκλαιγε σαν υστερικό γατί και ζητούσε μητρικό γάλα και αγκαλιά, τη στιγμή που εκείνη ακόμη πονούσε απ τη γέννα κι αισθανόταν χοντρή και άσχημη από τα κιλά που είχε πάρει... Από τη διεύθυνση του μαιευτηρίου τους συνέστησαν μια τροφό για να θηλάσει την Αλίκη για μερικούς μήνες, όσο να πάρει επάνω του λίγο το παιδί, και να μπορεί κατόπιν να δεχτεί ξένο γάλα. Η Εύα πήρε αμέσως χάπια για να αναστρέψει το γάλα που η σοφή Φύση το προόριζε αποκλειστικά για το μωρό της, κάνοντας έτσι την πρώτη απορριπτική κίνηση απέναντι στην ίδια τη Φύση και κυρίως απέναντι στο σπλάχνο της, κίνηση που όμως εκείνο την κατέγραψε αυτόματα στο dna του. Την λάτρευε λοιπόν την Εύα, τη μητέρα που δεν θέλησε να της δώσει το γάλα της στοργής της, δεν θέλησε να τη ζεστάνει στον κόρφο της, ούτε καν εκείνες τις K 31 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ πρώτες ώρες, τις πρώτες ημέρες της ζωής της που κατέγραψαν μέσα της ένα ηχηρό κενό. Ακριβώς γι αυτό τη λάτρευε, γιατί υποσυνείδητα ήξερε πως η Εύα της χρωστούσε, και την εξόφληση αυτού του χρέους εκλιπαρούσε από εκείνην Η λατρεία αυτή κι ο αστείρευτος θαυμασμός της για την Εύα, ήταν ο δεσμός εκείνος που είχε πάρει τη θέση της ήρεμης, της αληθινής Αγάπης, που ποτέ δεν δένει με δεσμά, αντίθετα δίνει φτερά κι απελευθερώνει το παιδί ανοίγοντάς του τους δικούς του ορίζοντες. Και τώρα η Αλίκη ένιωθε ολομόναχη στον κόσμο και γυμνή. Απροστάτευτη, περιττή, αναγάπητη... Νά, αυτή η τελευταία λέξη ήταν που την πονούσε περισσότερο. Αναγάπητη. «Αλίκη;» P «Ναι, εδώ είμαι, Εύα». Την έλεγε πάντα με το όνομά της, ποτέ μαμά. «Πώς τα πας, χρυσό μου;» «Α, καλά, όλα μια χαρά!» είπε και γέλασε σιγανά με το τυπικό ψεύτικο γέλιο της εύκολης χαράς, το τόσο γνώριμο σε όσους την ήξεραν καλά. «Ο γιατρός σου τί λέει;» «Α, όλα είναι τέλεια! Η θεραπεία βαίνει καλώς, θα ζήσω τελικά! χα, χα!» συνέχισε στον ίδιο σαρκαστικό K 32 L

Σ Κ Ε Ψ Ο Υ Ε Μ Ε Ν Α Ο ΤΑ Ν Π Ο Ν Α Σ τόνο, πράγμα που εκνεύρισε την Εύα από την άλλη μεριά του τηλεφώνου. «Μα, τί λες εκεί;» είπε. «Εντάξει, εντάξει, όλα πάνε καλά! Μην ανησυχείς, φαίνεται πως το ξεπέρασα το πρόβλημα...» Έσπευσε να την καθησυχάσει, όπως συνήθως. Η Εύα δεν ήθελε προβλήματα, έπρεπε να είναι όλα τακτοποιημένα. «Ουφ, εντάξει Έχεις χαιρετισμούς από τον Αριστείδη, εδώ δίπλα μου είναι Σου στέλει την αγάπη του και τα φιλιά του». «Ευχαριστώ, επίσης. Πότε θα έρθεις;» «Δεν ξέρω, χρυσό μου Αύριο φεύγουμε για Αυστρία. Θα γυρίσουμε την επόμενη εβδομάδα. Το ταξίδι αυτό είναι το δώρο του πατέρα σου για την επέτειό μας» «Την επέτειό σας;» Ποιά; Την πρώτη ή τη δεύτερη, θέλησε να ρωτήσει, αλλά δεν ρώτησε. «Α, τέλεια! Να περάσετε τέλεια!» είπε τη φράση που συνήθιζε, τη λέξη που συνήθιζε. Τέλεια. Όμως τίποτε δεν ήταν τέλειο, ούτε καν η θριαμβευτική επανασύνδεση της Εύας με τον Αριστείδη όχι τίποτε δεν μπορούσε να είναι τέλειο Δεν ήταν καλά και το ήξερε. Δεν είχε ξεπεράσει το πρόβλημα. Οι τελευταίες εξετάσεις της ήταν σχετικά καλές, αλλά ο κίνδυνος δεν είχε απομακρυνθεί οριστικά. Όμως, σκέφτηκε, τί σημασία είχε, αφού ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει να είναι πραγματικά καλά, εξόν από εκείνη την περίοδο του τυφλού, του τρελού της έρωτα K 33 L

Ε Λ Ε ΝΗ Κ Ε ΚΡΟ ΠΟΥΛΟΥ και τις δύο φορές. Καί με τον Αλέξη, καί με τον Άρη. Όχι, ποτέ δεν ήταν πραγματικά καλά. Από την ημέρα που γεννήθηκε δεν ήταν καλά. Στην πορεία της ζωής της ως εδώ, δεν ήταν καλά... Και τώρα είχε φθάσει στον τερματικό σταθμό. Περίμενε το τρένο δίχως γυρισμό Θα ερχόταν οπωσδήποτε, αν και με κάποια καθυστέρηση, ήλπιζε. Περίμενε Αμετανόητη Πολλές φορές κυνική Από την κουζίνα ακούστηκε το σιγανό νιαούρισμα του Γιόντα, του γάτου της. Ύστερα τον είδε να έρχεται αργά-αργά, ολόλευκος, πανέμορφος, με ένα μάτι γαλάζιο κι ένα κίτρινο. Έσκυψε και τον πήρε στην αγκαλιά της. Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι... K 34 L