ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΑΖΗΣ. Για μιά γουλιά γάλα. Ιστορίες απ το Βατραχονήσι (Συνοικία Αθηνών, Παγκράτι) (Παιδικά βιώματα 1940-1949) Έκδοση 2012



Σχετικά έγγραφα
Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Το παραμύθι της αγάπης

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Ο Φώτης και η Φωτεινή

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Transcript:

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΑΖΗΣ Για μιά γουλιά γάλα Ιστορίες απ το Βατραχονήσι (Συνοικία Αθηνών, Παγκράτι) (Παιδικά βιώματα 1940-1949) ΙΙ Έκδοση 2012

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΑΖΗΣ Για μιά γουλιά γάλα Ιστορίες απ το Βατραχονήσι (Παιδικά βιώματα 1940-1949) ΙΙ Έκδοση 2012

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΑΖΗΣ: Για μιά γουλιά γάλα Απόσπασμα απο το βιβλίο: «Ιστορίες απ το ΒΑΤΡΑΧΟΝΗΣΙ» Συνοικία Παγκρατίου, Αθηνών Παιδικά βιώματα 1940-1949, II Εξώφυλλο: Ευθύμιος Γαζής Εὐθύμιος Ἀγγέλου Γαζῆς, Regensburg Βαυαρίας e-mail: efthymios@gazis.de 4

Εισαγωγικό Σημείωμα Γνωστή είναι η εντύπωση που έχει κανείς, όταν ξαναδιαβάζει μετά μία δεκαετία κείμενά του: Σαν να τάχε γράψει κάποιος άλλος. Καμιά φορά, προκλητική είναι και η χρήση μεγεθυντικού φακού. Ιδίως κατά την αναγκαία προσαρμογή σε νοοτροπίες μαθητικής ηλικίας μιάς πάλαι ποτέ εποχής. Ακολουθούν τότε σποραδικά και σε ορισμένα διηγήματα κάποιες ιστορικά επιβεβλημένες προσθήκες, διορθώσεις ή και κριτικές παρεμβάσεις, όπου αυτό ενδείκνυται. Με αυτοκριτική διάθεση, θάλεγα τώρα, ότι στην ανάγνωση των κειμένων, εύκολα επιβάλλεται αρχικά η χρονογραφική τους συνισταμένη. Και αυτή θα ήταν η ουδέτερη, αντικειμενική αξία τους, παράλληλα με την ασφαλώς ηθελημένη φιλολογική ή συναισθηματική απήχηση στον ομήλικα, ή νεώτερης ηλικίας αναγνώστη. Εξ άλλου, η υποκειμενική συγγραφική επιδίωξη ήταν εξ αρχής πράγματι, η σε στενό οικογενειακό κύκλο, παιδιά, εγγόνια, με συνειδητή αμεροληψία παράδοση και διάσωση της εμπειρίας μιάς, καθώς νομίζω, σημαντικής εποχής για την ελληνική ιστορία, για την ιστορία της Αθήνας, αλλά και για το αξέχαστο, άγνωστο πιά σήμερα Βατραχονήσι. Και εδώ θα διευρύνετο ο κύκλος με τους αποδέκτες αναγνώστες: Για τους μελετητές των ιστορικών συμβάντων κείνης της εποχής, μέσα στις βιογραφικές τους συνισταμένες, αλλά και πιό ανθρωποκεντρικά, για τους συνειρμούς των κοινών αναμνήσεων με τους παιδικούς φίλους, τους συμμαθητές, τους παλιούς γειτόνους, με επέκταση γενικά στους σημερινούς κατοίκους της συνοικίας αυτής του Παγκρατίου. Στο επίκεντρο πάντως, παραμένει η φιλολογική ανάπτυξη των κειμένων. Κι αυτή, από τη φύση της, είναι μυθιστορηματική. Τα διάφορα πρόσωπα υπήρξαν πραγματικά -- με λίγες μόνο, ιδιάζουσες αλλαγές στα ονόματα. Η δράση τους όμως, πολλές φορές, αναμειγνύεται, κι αυτή μυθιστορηματικά, με προσωπικές εμπειρίες και βιώματα του Γράφοντος. Γύρω από την ιστορική αφήγηση, γράφεται η ποίηση των αναμνήσεων. Οι Μούσες, μόνο ανάλαφρα πατούν στη γή. Ηθοποιοί ξαναζωντανεύουν πάνω στη σκηνή μιά περασμένη πραγματικότητα, όπως την ξαναζεί η αθανασία των παιδικών μας χρόνων. 5

Οι ιστορικοφιλοσοφικές προσθήκες και παρατηρήσεις, με μεταλλάζουσες εκφάνσεις δημοσιογραφικού ίσως χαρακτήρα, μπορούν να θεωρηθούν ως δόκιμη, ώριμα επιφορτισμένη και νηφάλια άποψη διαχρονικότητας. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, μαζί με την επιταγή και διηνεκή ευχή για την πολυπόθητη επιμόρφωση του ανθρώπου, διακαώς δε, του πολύπαθου Ελληνισμού. Εὐθύμιος Γαζῆς Regensburg, Ιαν. 2007 Ανάμεσα από λειβάδια παιδικά μου που μέσα μου έχουν σταματήσει κυλάει ο Δούναβης ανεπίστρεπτα προς τον δωδεκαετή Νοτιά μου. 6

Για μιά γουλιά γάλα Ιστορίες απ το Βατραχονήσι II

8

ΙΙ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΟΥΛΙΑ ΓΑΛΑ 1. Έτσ είν η ζωή Στην Άγνωστη του ΠΙΚΠΑ Είχε μπεί πιά για καλά το καλοκαίρι. Έν ακόμα καλοκαίρι Κατοχής. Τα σχολεία είχαν κλείσει, και την τελευταία μέρα σκορπίσαμε σαν τα πουλιά. Γύρισα κι εγώ το μεσημέρι με το Ενδεικτικό της Δευτέρας Δημοτικού: Εννιά. Πάλι καλά... Ευχαριστημένος ήμουνα. Φοβόμουνα όμως λίγο, μήπως στο σπίτι είχαν αξιώσεις για Δεκάρια. Οι ζέστες είχαν σφίξει στην ταλαίπωρη Αθήνα. Το ίδιο εκείνο απόγεμα πήγα να δώ, άν έφερε πάγο ο Ρέτσας, πούχε το Μανάβικο στην οδό Αρκτίνου. Γιατι το πρωί, είχε κάτσει τσάμπα ο κόσμος στην ουρά. Τίποτα και τώρα: Πάγος--γιόκ! Όνειρο, για σήμερα, έστω και το «Ένα όγδοο» της κολόνας... Στη γωνία που γύριζα, βρίσκω τον φίλο μου το Μήτσο τον Ντεντέ, να κάθεται στην άκρη στο πεζοδρόμιο. Κρατούσε μιά πέτρα και χτύπαγε άσκοπα το μάρμαρο του ρείθρου. Μου φάνηκε κλαμένος. - Τί είναι, ρέ Μήτσο ; Καμιά απάντηση. Ούτε σήκωνε το κεφάλι. Ξαναρωτάω τίποτα! Ύστερ απόνα διάστημα: 9

- «Δέν άκουσες το Λυκαβηττό ;», μου κάνει. Δέν κατάλαβα. Γιατι, πράγματι, δέν είχαν ακουστεί ομοβροντίες, ή κάτι τέτοιο, όπως ήταν συνήθειο σ εθνικές γιορτές, το Πάσχα, στις νίκες της Αλβανίας... Αλλά τώρα με την Κατοχή, πού τέτοια... Δέν ήταν λοιπόν, για παρέα ο φίλος μου σήμερα. Γύρισα να φύγω. - Το δικό μου το κανόνι έσκασε, ρέ!! Ώχ, κατάλαβα. Είχε μείνει ο Μήτσος, και τις είχε φάει κι από πάνω απ τον πατέρα του. Τον λυπήθηκα το φουκαρά. Απ την άλλη πάλι, θα κάναμε τώρα πιό πολλή παρέα θάμαστε στην ίδια τάξη, στο ίδιο θρανίο. Δέν είχε λοιπόν σχολείο, βδομάδες τώρα. Έπρεπε όμως παρ όλ αυτά, να σηκώνομαι νωρίς το πρωί, να πηγαίνω στο ΠΙΚΠΑ * )-στο Βύρωνα, για να πάρω το γάλα για τον μικρό μου τον αδερφό, δυόμισι χρονώ. Έδιναν τότε με το δελτίο σε μικρά παιδιά 50 δράμια γάλα συμπυκνωμένο, Εβαπορέ. (1 οκά = 400 δράμια = 1282 γρ. 50 δράμια = ca. 160 γρ.) Η Μαμά ήταν έγκυος, δέν μπορούσε να στέκεται στις ουρές. Στο ΠΙΚΠΑ είχε ουρά πολλή. Κι άν αργούσες, τέλειωνε το γάλα: Αύριο πιά. Ωραίο γάλα, απολαυστική γεύση. Η Μαμά φώναζε, μήν πά και το πίνομ έτσι μόνο αραιωμένο, με πολύ νερό-λέει! Έτσι και κείνη τη μέρα: Πήρα βιαστικά ένα κομματάκι σταχτοκίτρινη, σκληρή Μπομπότα, με λίγο λάδι απάνω--το πρωινό μου. Τότρωγα στο δρόμο για να μήν αργήσω. ---------------------------------------------------------------------------- * )Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνκής Προνοίας κ. Αντιλήψεως 10

Πήρα και το μπουκάλι στο χέρι. Ήταν ένα ωραίο καφετί μπουκάλι του Λικέρ, σε σχήμα κύβου--που στένευε κάπως προς τη βάση--με μακρύ, στρογγυλό λαιμό. Θάπαιρνε ίσαμε μισή οκά. Το θυμάμαι από μικρός μαζί με άλλα γυαλικά στη βιτρίνα του μπουφέ. Η Μαμά μούλεγε να το προσέχω, μήν το σπάσω. Το γυάλινο βούλωμα είχε χαθεί. Για να φτάσω στο ΠΙΚΠΑ του Βύρωνα απ το Βαθρακονήσι, ήθελα με γλήγορο βήμα κάπου μισήν ώρα. Μπήκα στο Άλσος. Ο ήλιος είχε βγεί, και τα διάφορα έντομα είχαν αρχίσει να ζουζουνίζουν. Που-και-που έβλεπες ακόμα λίγες στάλες δροσιάς να λαμπυρίζουν, διαμαντόκομποι στα πεύκα και τις πικροδάφνες. Οι πεταλούδες, ανέμυαλες για ό,τι συνέβαινε γύρω τους, φτερούγιζαν αθόρυβα μπροστά σου, πολύχρωμες. Και σου δίνανε την εντύπωση, πως μπορούσες να τις πιάσεις. Μα πού!... Κι άν καμιά φορά τύχαινε να τις αγγίξεις, τα δάχτυλά σου γέμιζαν χρυσόσκονη άμορφη, χάλαγαν τα ωραία τους φτερά. Σαν όνειρο κι αυτές, που χάνεται, άμα θέλεις να το ζήσεις. Τα πουλιά κελαϊδάγανε στα δέντρα πάντα όμως φοβισμένα, κρυφά--να μήν τ ανακαλύψουν οι σφεντόνες. Ο Τάκης ο Ριζιώτης είχε φέρει, τις άλλες, ένα σκοτωμένο σταχτόμαυρο πουλάκι στην παρέα. Ήθελε να το χαρίσει της Λιλής. Εκείνη το πήρε και το χάϊδεψε λίγο. Είχε το ράμφος του ανοιχτό, τα μάτια κλειστά και το κεφαλάκι του έπαιζε ανάμεσα στα δάχτυλα, άψυχο κι αβοήθητο. Το λυπηθήκαμε. Τούπε κι η Λιλή-- σα δεν ντρέπεται! Και του τόδωσε πίσω. Εκείνος πάλι, παλληκάρι σκληρό μπροστά στα κορίτσια: θα το πάει στη θεία του την Κυρία Κατίνα, να του το τηγανίσει, τώρα με τις πείνες. 11

Στην Ευτυχίδου πέρναγαν τα πράσινα τράμ με θόρυβο, φορτωμένα κόσμο. Πολλοί κρέμονταν στις πόρτες κι άλλοι, ιδίως παιδιά, κάθονταν στον πίσω προφυλακτήρα, δίπλα στο μεγάλο φώς, με τα πόδια να αιωρούνται ανάμεσα στις ράγες. Που-και-που ανέβαινε την Ερατοσθένους κι έμπαινε στην Ευτυχίδου και κάνα λεωφορείο Γκαζοζέν * ). Φίσκα κόσμο κι αυτό--να ξεχειλάει. Αγκομαχούσε, που νόμιζες πως κάθε στιγμή θα μείνει, με κείνο το σφυριχτό θόρυβο πούκανε το φυσερό του. Με τα πόδια στον ανήφορο, πήγαινες πιό γρήγορα. Γιατι σταματούσε πράγματι καμιά φορά: Κατέβαιναν οι μισοί, ξαλάφρωνε, και μετά από λίγη προσπάθεια, ξαναξεκίναγε να βγάλει με κόπο την ανηφόρα. Ξύλα έκαιγε κώκ πού νά βρεθούνε. Το πρωί, όσο είχε ακόμα δροσιά, ανέβαινα από τη Φρύνης. Έκοβα έτσι δρόμο. Στο γυρισμό έπαιρνα τη Χρεμωνίδου, πούχε πιό ίσκιο, βιτρίνες, μαγαζιά, κόσμο. Εκεί ήταν και πιό ασφάλεια. Στις ανατολικές συνοικίες οι μικροσυμπλοκές δέν ήταν πιά σπάνιες. ---------------------------------------------------------------------------- * ) Γκαζοζέν = «Αεριογόνο». Συσκευή που παράγει καύσιμα αέρια από στερεά καύσιμα υλικά: ξύλα, κώκ, ξυλάνθρακες. Κατ επέκταση, αυτοκίνητο με κινητήρα που καίει αέρια Γκαζοζέν. 12

Η καβαλαρία στα τράμ... Τα «Γκαζοζέν»... 13

Την ώρα που πέρναγα εγώ απ τη Φρύνης, άρχιζε ο κόσμος να κατεβαίνει για τις δουλειές του. Βγαίνανε απ τα στενά, δεξιά-- αριστερά και τράβαγαν προς το Άλσος και την Πλατεία Πλαστήρα. Σήμερα, θάταν λίγο πρίν τις εφτά, όταν προσπερνούσα κάποιο απ αυτά τα στενά. Σε μιά στιγμή, όπως ήμουνα στη διασταύρωση, φάτσα απέναντί μου, σ ένα απ τα πρώτα σπίτια του στενού μετά τη γωνία, ανοίγει βίαια η πόρτα και πετιέται έξω κουτρουβαλητός ένας αξιωματικός του στρατού. Ήταν Ιταλός: δύο ή τρία άσπρα αστράκια στο γιακά τού μπουφάν, το δίκωχο στραβοβαλμένο. Τον είδα να πηδάει δυό-δυό τα σκαλιά προς το πεζοδρόμιο και να προσπαθεί να δέσει στη μέση του τη ζώνη με το πιστόλι. Φορούσε περισκελίδα ιππικού και ψηλές, πέτσινες περικνημίδες. Τα λουριά τους ανέμιζαν, ξεκούμπωτα κι αυτά, καθώς έτρεχε στον κατήφορο. Πέρασε σα σίφουνας μπροστά μου αξύριστος, προσπαθώντας τώρα να κουμπώσει το μπουφάν του. Δυό διαβάτες που με προσπέρασαν, είχαν ξεκαρδιστεί και μου χαμογέλαγαν και μένα με νόημα. Το βλέμμα μου στράφηκε ερευνητικό προς τις θεόκλειστες γρίλιες δεξιά κι αριστερά απ την πόρτα πούχε βροντήξει πίσω του ο πανικόβλητος Μακαρονάς: Κε μπέλλα Γκρέτσια!... 14

Οχτώ άνοιγε η πόρτα του ΠΙΚΠΑ. Μιά παλιά, ξύλινη πόρτα, πλατειά, φρεσκοβαμμένη πράσινη. Απ τις εφτά περίμεναν κιόλας στο πεζοδρόμιο. Η ουρά έφτανε πρώτα μέχρι τη γωνία, καμιά τριανταριά μέτρα. Ύστερα έστριβε τη γωνία η ατέλειωτη ουρά, τρείς-τέσσερις άνθρωποι πάχος. Έτρεχα να προλάβω, για νάμαι σ αυτά τα τριάντα μέτρα, να βλέπω τουλάχιστο την πόρτα να πλησιάζει αργά και να χαίρομαι σίγουρα για μιά γουλιά αιθέρια. Απ αυτούς που περίμεναν, οι περισσότεροι ήταν γυναίκες πολλές ηλικιωμένες. Με στρύμωχναν ανάμεσά τους. Σπρώχνανε. Μύριζαν απλυσιά, και το στόμα τους... να μή σταματάει. Άκουγες ένα σωρό κουτσομπολιά, μα πιό πολύ: πόσο πήγαινε το λάδι κείνη την ημέρα, η λαχανίδα, η ζάχαρη, το πλιγούρι στο τάδε μέρος μοίραζαν χαρουπόμελο, σταφιδόμελο, ή ξερές πατάτες γερμανικές, κομμένες λεπτά φλίδια. Και κάπου-κάπου χαμηλόφωνα: πού έβρισκες αλεύρι στη Μαύρη, ή καλαμποκάλευρο για την Μπομπότα και την Μπαζίνα. 15

---------------------------------------------------------------------------- Άκουγες και φριχτά πράγματα: το παιδί τής Τάδε το εκτελέσανε προχθές οι Γερμανοί. Ή: έπιασαν τον ανηψιό της σ ένα μπλόκο, «Χτές -τα μάθατε, Καλέ ;-σκότωσαν το παιδί της Κερα-Γιώτας οι Χίτες ), τα χτήνη!» Γι αυτό έλειπε σήμερα. (Στις φτωχογειτονιές της Καισαριανής και του Βύρωνα ζούσαν κυρίως Πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής του 22. Στην πλειοψηφία τους ανήκαν στην άκρα Αριστερά.) --------------------------------------------------------- ) «Χ»: Αντικομμουνιστική, αργότερα και φιλομοναρχική οργάνωση. Ιδρυτής (1941), ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, ο μετέπειτα Αρχηγός της ΕΟΚΑ στην Κύπρο. 16

Τ άκουγα όλ αυτά, πολλές φορές ν αχολογούν κατ ευθείαν μές απ τα πλεμόνια τους, με το αυτί άθελά μου κολλημένο στην πλάτη της μπροστινής, έτσι μικρός πούμουνα, στρυμωγμένος ανάμεσά τους. Και να προσπαθώ συγχρόνως, με τις λίγες μου δυνάμεις, να διαφεντέψω τη θέση μου στην ουρά από πολλές τους, που δε με λογάριαζαν για σωστή μερίδα. Μιά μεσόκοπη μ είχε αγριοκοιτάξει, που διαμαρτυρήθηκα, γιατι μ έσπρωχνε στην άκρη: -Τί θές εσύ εδώ; Εσύ σαι μεγάλος. Να πάς στο σχολείο σου. Δέν δικαιούσαι γάλα εσύ! Κάποια άλλη από πίσω, νέα κοπέλλα, με ρώτησε, άν είχα αδερφάκι. Την είχα ξαναδεί κι άλλη φορά εδώ: Ψηλή, καλλίγραμμη, με τ άσπρο ανοιχτό μπλουζάκι να τονίζει την παλλόμενη θηλυκότητά της μιά ζώνη κόκκινη στη μέση κι η ελαφριά, καλοκαιρινή φούστα, να σμιλεύουν τη λυγερή κορμοστασιά της. Μαλλιά -- κύματα καστανόξανθα, πιασμέν αριστερά με μιά μεγάλη φουρκέτα πρόσωπο γελαστό -- Αρχοντιά. Και κάτι μάτια, γκριζοπράσινα!... Παραμόνευα πάντα να τη δώ στην ουρά. Τη σκεφτόμουνα στο δρόμο που ερχόμουνα. Σήμερα την είχ ακούσει πίσω μου να μουρμουρίζει το τραγούδι: 17

«Έτσ είν η ζωή» Χαρές και λύπες όλα ψεύτικα το σκέφτηκα το είδα ψέμμα κι η κάθ ελπίδα αλήθεια η ρυτίδα. Όλα στον κόσμο είν εφήμερα το σήμερα μή χάνεις φεύγει και δέν το φτάνεις το τραίνο της ζωής. Έτσ είν η ζωή (Ρεφραίν) Μικρό μου, πάντα έτσ είν η ζωή κι όποιος δέν τη ζεί πικρά μετανοεί. Νιάτα που περνούν χαρές που φεύγουν πόνοι που γερνούν Μικρό μου, έτσ είν η ζωή λουλούδι που φυλλορροεί. Το Τώρα το κατέχουμε και τρέχουμε ακόμη κι αυτός με το ρολόι πόση ζωή μας τρώει. Κι όταν εκείνος πάλι θα χτυπά τη στάχτη του μας ρίχνει παλιάς φωτιάς τα ίχνη που μένουν στα μαλλιά. ----------------------------------------------------------------- Μουσική/Στίχοι: Κώστας Γιαννίδης/ Δημ. Ευαγγελίδης Πρώτη ερμηνεία:ρένα Βλαχοπούλου, 1943 (Από τη μουσ. ηθογραφία «Έτσ είν η ζωή») Τελευταία Στροφή: Από Βίντεο, τραγουδάει η Δήμητρα Γαλάνη 18

Έτσ είν η ζωή (Νότες και προσαρμογή του κειμένου στο πεντάγραμμο: Heidi Ickert, Ευχαριστώ) Το τραγούδι αυτό τόχα πρωτακούσει πρίν κάνα μήνα. Μ άρεσε η μελωδία του, με συνέπαιρνε η απαλή του μελαγχολία. Αργότερα και στις ώρες της ανίας στην ουρά, καθώς στριφογύριζε στο μυαλό μου αυτός ο σκοπός, συνέδεσα ασυναίσθητα αυτό το «Πάντα» --παρείσφρηση που την απαιτούσε μιά μελωδική παραλλαγή που μ άρεσε-- με το όνομα «Πάτρα». 19

Έτσι λέγανε μιάν απ αυτές τις γυναίκες με το άσπρο φακιόλι και την άσπρη ποδιά, που μοίραζαν το γάλα. Ήταν λίγο χοντρή, κοντούλα και φόραγε παπούτσια με τακούνι συνεχόμενο, από φελλό. Ήταν της μόδας τότε ο φελλός, όπως και το τραγούδι που βγήκε συγχρόνως-- μάλλον σε παρόμοιες ουρές: Νίξ φαΐ Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μιά Χοντρή και λέει στα παιδάκια Νίξ φαΐ. Πατάω κι άλλο ένα και βγαίνει μιά Χοντρέλα και λέει στα παιδάκια Νίξ σαρδέλα. Κι εσύ με τον Ψηλό που κλέβεις τα χυλό και κάνεις παπουτσάκια με φελλό. Θα πάω να το πώ στον Ερυθρό Σταυρό πως είσαστε συνέταιροι κι οι δυό. Κι εσύ Ομορφονιά που φτιάχνεις τα χαρτιά και κλέβεις το χαρούπι του Ντουνιά. Κι εσύ με τα γυαλιά που χάβεις τα γλυκά κι αφήνεις τα παιδάκια νηστικά. Κι εσύ μωρή Χοντρή που κάνεις την κουτή και κλέβεις τα ρεβίθια στο βρακί. Σεις έχετε παρά και λίρες με ουρά κι ο κόσμος έχει μαύρη συφορά. Αμερικάνικο σόνγκ, Προσαρμοσμένο ελλ. Κείμενο (Προσωπ. Αρχείο, παλιές ηχογραφήσεις) 20

(Νότες και προσαρμογή του κειμένου στο πεντάγραμμο: Heidi Ickert, Ευχαριστώ) Και τούτο το... «Σουξέ», με τον μονότονο, ξερό σκοπό αμερικανικής προελεύσεως και με το εκρηκτικό του περιεχόμενο -- ο αντίποδας του προηγουμένου -- μου θύμιζε η προνομιούχα Κυρία Πάτρα έτσι όπως την έβλεπα κάθε μέρα με την κουτάλα στο χέρι, μπροστά στο εξαίσιο καζάνι με το γάλα εβαπορέ. 21

Καλά... Αλλά το προηγούμενο τραγούδι;; Τί περίεργες συμπτώσεις, μοιραίες συνεργίες... «Έτσ είναι η ζωή, Μικρό μου» τραγουδούσε σιγανά μα καθαρά, λίγο λυπητερά, η Όμορφή μου Άγνωστη. Για μένα τόλεγε; Πώς θάθελα τώρα δα, να ήμουν μεγαλύτερος. Ή, έστω... ξάδερφός της. -Ναί, της απάντησα. Έχω έν αδερφάκι, τον Θοδωράκη, δυόμισι χρονώ. Έτρεμε η φωνή μου. Τάχασα. Αισθάνθηκα να με συντρίβει ευτυχισμένο, αυτή η αναπάντεχη, θεοπρόβλητη συγκυρία. (Είναι τότε που καταλαβαίνεις, ότι δέν μπορεί να είναι τυχαία αυτά τα πράγματα. Το αισθάνεσαι, ότι υπάρχει κάποια θεότητα του Έρωτα. Και μάλιστα, μιά Αφροδίτη.) Άκουσα που μίλησε στην άλλη με σταθερό και ήσυχο τόνο: Ντροπή, να μιλάει έτσι στο παιδάκι. Με πήραν τα κλάματα. Κείνη με χάϊδεψε με κάτι αιθέρια χέρια. Δέ θα την ξεχνούσε πιά, ποτέ. 22

Δυό πράσινα μάτια Είχα μάτια δεί πολλά ένοχα και ντροπαλά μάτια που δεν με ρωτήσανε άν τρελλά μέ κατακτήσανε μ έκαψ όμως μιά φωτιά από πράσινη ματιά που το ξέρω θα με καίει ώς τα γηρατειά Ρεφραίν Δυό πράσινα μάτια με μπλέ βλεφαρίδες με έχουνε κάνει τρελλό καρδιά μου να ξέρεις τα μάτια που είδες πως δε θα σου βγούν σε καλό. Φοβάμαι ακόμα και να τους το πώ κι άς έχουν το χρώμα το πρασινωπό. Δυό πρασινα μάτια με μπλέ βλεφαρίδες Με μάθανε πως ν αγαπώ Μάτια πράσινα γλυκά μάτια μελαγχολικά που στο βλέμμα σας ζαλίζομαι και πονώ και βασανίζομαι Σας λατρεύω τρυφερά σας ζηλεύω τρομερά μάτια πράσινα με καίνε πρώτη μου φορά. Τραγουδούσε :η Κάκια Μένδρη, 1946 Στίχοι, Μουσική:Μίμης Κατριβάνος Κώστας Κιούσης 23

Σήμερα, είχα καταφέρει νάμαι δυό πόρτες μακρυά απ τη Θύρα της Επαγγελίας, δυό σπίτια απόσταση. Δηλαδή καμιάν ώρα ουρά, για ν ακούσω ύστερα το πρωινό όνειρο να κυλάει χαρούμενα, ρευστή πραγματικότητα μές απ το χωνί και να γεμίζει την επιούσια προσδοκία. Έσφιξα γερά την μπουκάλα με το θείο περιεχόμενο. Το πουκάμισό μου ήταν ανοιχτό. Είχε μισοβγεί από το παντελόνι: ένα κοντό, ντρίλινο παντελόνι με σταυρωτές τιράντες, απ το ίδιο ύφασμα. Με τη στρυμωξιά και το τράβηγμα, μούχε φύγει το ένα από τα δυό κουμπιά που τις κρατούσαν. Φτιάχτηκα λίγο, χωρίς ν αφήσω το μπουκάλι από τα χέρια, και πήρα να κατεβαίνω τη Χρεμωνίδου. Στη μία μου πατούσα, ένιωθα τα κρύα πλακάκια τού πεζοδρομίου. Το δεξιό πέδιλο είχε αρχίσει να κάνει τρύπα από κάτω. Ο Μπαμπάς με είχε προειδοποιήσει: «Να μήν ανεβαίνω συνέχεια στα πατίνια». Γινόταν δηλαδή το εξής: Ο Μήτσος είχε ένα πατίνι με ρουλεμάν και θέση πίσω για δεύτερο επιβάτη, καθιστό. Ωραία ήταν, όταν κατεβαίναμε την άσφαλτο της Διοχάρους, από τη «Βενζίνα» προς τους στρατώνες και τον Ιλισσό. Ήταν όμως επικίνδυνο. Μιά μέρα δέν πρόσεξε ο Μήτσος κι έκανε στροφή απότομη μέσα στο δρόμο. Με τη φασαρία πούκαναν τα ρουλεμάν, δέν είχε ακούσει το φορτηγό πίσω του. Ένα στρατιωτικό, γερμανικό φορτηγό. Απότομο, τσιριχτό φρενάρισμα, βλαστήμιες γερμανικές. Μας προσπέρασε. Πίσω κάθονταν Γερμανοί στρατιώτες με τα όπλα τους. Ένας--δυό σήκωσαν επιτιμητικά το δάχτυλο: -- «Φαφλούχτεν!» 25

Στη δική μας τη γειτονιά, με τους χωματόδρομους και τα χαντάκια π άνοιγε η βροχή, ήταν πιό δύσκολα τα πράγματα για τα πατίνια. Τα πεζοδρόμια διακόπτονταν συχνά από σκάλες, οι πλάκες τους ήταν πολλές φορές σπασμένες, ανώμαλες, ή ιδίως στις κατηφόρες που μας ενδιέφεραν ιδιαίτερα, είχαν αντιολισθητικά αυλακάκια. Πάνω σ αυτά έκαναν βέβαια τα ρουλεμάν διαολεμένο θόρυβο. Φωνές οι νοικοκυράδες. Ιδίως γριές ή γέροι πούθελαν να κοιμηθούν, ή να ησυχάσουν λίγο: «Αλήτες!», «Θα φωνάξω την Αστυνομία!», «Δέν έχετε μάνα και πατέρα να σας μαζέψουν;», «Πάλι αυτός ο Ντεντές!», «Έννοια σας βρέ, και θα πάω γώ στο σχολείο σας, να βρώ το Διευθυντή»... και τέτοια. Όταν δέν έπαιρνε άλλο, κατεβαίναμε την Ελλανίκου πάνω στο χωματόδρομο --τί να κάνομε-- και ο πίσω πάταγε φρένο με τα πόδια. Τα ρουλεμάν-- κάτι μεγάλα είχε βάλει στο πατίνι του ο Μήτσος-- είχαν λειάνει με τον καιρό το χώμα της κατηφόρας και τρέχαμε με «ικανοποιητική» ταχύτητα. Κάτω στην Αρχελάου, εκεί που τέλειωνε ο κατήφορος-- είτε από τη Ριζάρη, είτε από την Πολεμοκράτους-- έπρεπε να πατήσουμε εγκαίρως φρένο, αλλιώς θα πέφταμε πάνω στη μάντρα της Κυρα-Βαγγελιώς, πούκοβε το δρόμο. Εκεί είχαν φάει τα ψωμιά τους και οι σόλες μου. Την πρώτη γουλιά την έπινα μόλις έστριβα τη γωνία του ΠΙΚΠΑ. Αυτή --δέν άντεχα-- την κατάπινα αμέσως. Ανάσταση ήταν... «Στο όνομα του Πατρός...» Γουλιά και συχώριο! Πιό ύστερα, στα μισά τής Χρεμωνίδου, έξω απ το μανάβικο, έπινα τη δεύτερη: 26

«...Και του Υιού!» Γέμιζα καλά το στόμα και την κράταγα όσο μπορούσα, να διαλύεται σιγά-σιγά και με μικρές καταποσιές, μέχρι να φθάσω περίπου ώς την Πλατεία του Ταχυδρομείου απέναντι από το Άλσος. Έκεί κέρναγα τον εαυτό μου και την τρίτη γερή γουλιά, μέχρι το σπίτι. Αυτή η κατανάλωση έμενε απαρατήρητη, ή μάλλον γινόταν σιωπηρά ανεκτή. Γιατι, την πρώτη φορά, είχα καταναλώσει στο δρόμο απερίσκεπτα, σχεδόν τη μισή μερίδα του νηπίου κι έγινε φασαρία, όταν είδε το μεσημέρι η Μαμά τη μπουκάλα πάνω στο τραπέζι με το λεηλατημένο περιεχόμενο: Ή τόπια εγώ, ή -- το χειρότερο για μένα, και το φιλότιμό μου-- με κορόϊδεψαν και μούδωσαν λειψή μερίδα. Δίπλα από το Άλσος, προς την Πλατεία Πλαστήρα, ήταν ένα κουρείο με δυό πολυθρόνες και δυό μεγάλους καθρέφτες. Πάντα είχε κόσμο το πρωί. Στον πέτσινο καναπέ, κάθονταν και διάβαζαν εφημερίδα καπνίζοντας, αυτοί που περίμεναν τη σειρά τους. Τους είδα και σήμερα απέναντι, καθώς διέσχιζα την Ευτυχίδου προς το κεντρικό δρομάκι του Άλσους. Εκεί, στην αρχή του Κήπου ήταν ένα περίπτερο. Πέρναγα κάθε μέρα και κοίταζα στη μικρή του βιτρίνα τους ωραίους χρωματιστούς βώλους. Δίπλα στη γωνία, ήταν κι ένα βαζάκι γεμάτο γκαζές που λαμποκοπούσαν στον πρωινό ήλιο. Γυάλινοι, φανταχτεροί, μικροί κόσμοι: κόκκινοι, γαλάζιοι, πράσινοι, κίτρινοι ταινίες μ ανάμικτα χρώματα κι ουράνια τόξα να τυλίγουν μυθικά παλάτια. Μεγάλωναν τα μάτια μου, ξεχνιόμουν. Ήταν πανάκριβες αυτές. Στα παιχνίδια μας, μία γκαζά πήγαινε για δέκα πήλινους βώλους. Αφαιρέθηκα και σήμερα στο μαγικό μου ταξίδι μπροστά στη βιτρίνα. 27

Ξαφνικά σκίσανε τον αέρα απανωτές ριπές από αυτόματα, που σου τράνταζαν το Είναι. Απελπισμένες κραυγές, ξεφωνητά τζάμια, κρύσταλλα πούσπαζαν και μερικές μπιστολιές ακόμα. Ασυνείδητα πετάχτηκα σκυφτός και χώθηκα μέσα στο περίπτερο. Ο περιπτεράς κατέβαζε με κρότο το ρολό της βιτρίνας. Άκουγα κόσμο να τρέχει και να φωνάζει. Πόρτες και παράθυρα έκλειναν. Ύστερα, πάλι δυότρείς μπιστολιές. Ο περιπτεράς έκλεισε την πόρτα με φούρια. Με είχε δεί. Σκύψε κάτω, μου λέει. Ακούσαμε απέξω τρεχαλητά και κάτι λαχανιασμένα, χαμηλόφωνα παραγγέλματα. Πήρε τ αυτί μου τη λέξη «Αχτίδα» *). ---------------------------------------------------------------------------- * ) Η κομματική οργάνωση ΚΚΕ Αθήνας χωριζόταν σε 12 Αχτίδες, ως εξής ( Έκθεση Α. Τζήμα προς το Π.Γ. του ΚΚΕ, 1962): 1 η Αχτίδα: Μοναστηράκι, Σύνταγμα, Τέρμα Αμπελοκήπων. 2 η Αχτίδα: Ομόνοια, Εξάρχεια, Πευκάκια, Κολωνάκι (Περιλαμβάνει και τους «Ανωνυμίτες», δηλ. τους υπαλλήλους Ανωνύμων εταιρειών.) 3 η Αχτίδα:Λένορμαν, Λαναρά, Περιστέρι. 4 η Αχτίδα: Ιερά οδός--βυρσοδεψείο, Λαχαναγορά. 5 η Αχτίδα: Πετράλωνα, Καλλιθέα, Τζιτζιφιές, Ν. Σμύρνη. 6 η Αχτίδα: Παγκράτι, Ανατολικές Συνοικίες (Καισαριανή, Βύρωνας). 7 η Αχτίδα: Αμπελόκηποι, Κουπόνια, Θών, Γκύζη. 8 η Αχτίδα: Ποδαράδες, Ν. Ιωνία, Καλογρέζα. 9 η Αχτίδα: Βόρεια Προάστια (Χαλάνδρι, Ψυχικό, Κηφισσιά). 10 η Αχτίδα: Δημοσίων Υπαλλήλων. 11 η Αχτίδα: Μουσείο, Κυψέλη, Γαλάτσι. 12 η Αχτίδα: Μεταξουργείο, Πλατεία Βάθης, Πατήσια. ( Άγγελος Ελαφάντης: «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπόλεμο». Εκδόσεις ΟΛΚΟΣ 1976, σελ. 290). 28

Μετά από λίγο ο περιπτεράς ανασηκώθηκε προσεκτικά κι άρχισε να κοιτάει από μιά τρύπα στο ρολό προς το δρόμο δεξιά, όπου έπεσαν οι ριπές κι οι πυροβολισμοί. Στριμώχθηκα δίπλα του και προσπαθούσα να δώ κι εγώ. Ψυχή δέ φαινόταν. Μιά τσάντα με λαχανίδες σκόρπιες κι ένα γυναικείο παπούτσι ήταν μές στη μέση του δρόμου. Ακούγονταν τώρα καθαρά φωνές, θρήνοι και βογγητά από τα δεξιά του δρόμου, που δεν μπορούσαμε να δούμε από το παρατηρητήριό μας. Μετά από ένα διάστημα, ξεθάρρεψαν μερικοί κι άρχισαν να συρρέουν. Άνοιξε κι ο περιπτεράς την πόρτα, και βγήκαμε προσεκτικά έξω. Είχαν εν τω μεταξύ μαζευτεί αρκετοί μπροστά στο κουρείο. Εκεί είχε γίνει το Κακό. Γυαλιά σκόρπια έτριζαν κάτω από τα παπούτσια. Οι προθήκες ήταν κατεστραμμένες κι η γυάλινη επιγραφή κρεμόταν κομμάτια αιωρούμενα πάνω από τη πόρτα. Μιά γυναίκα από μέσα έβγαζε στριγγλιές. Δέν μπορούσα να δώ καλά. Κάποιος φώναξε επιτακτικά και με επιβολή, να μήν πειράξει κανείς τίποτα, μέχρι νάρθει η Αστυνομία. Χώθηκα ανάμεσα στα πόδια, κρατώντας πάντα σφιχτά το μπουκάλι με το γάλα. Πήρε το μάτι μου το φριχτό θέαμα μέσα στο κουρείο. Αίματα παντού, γυαλιά, δύο ή τρία σώματα βαρειά τραυματισμένων ανθρώπων ο ένας μάλλον ήδη νεκρός πάνω στην πολυθρόνα με το χέρι κρεμασμένο. 29

Το κεφάλι του, με σαπουνάδες ακόμα στο πρόσωπο, κατασπαραγμένο από τη ριπή--μάζα αιμόφυρτη. Κόκκινες πιτσιλιές και τρύπες από σφαίρες στους τοίχους. Ένα περίστροφο στο δάπεδο, βογγητά κι απελπισία. Ένας τραυματισμένος κουρέας, που τον στήριζαν δυό-τρείς, έβγαινε βογγώντας με την άσπρη του μπλούζα καταματωμένη. Όλα είχαν γίνει σε μικρό χρονικό διάστημα. Ώσπου, ξαφνικά, άγριοι Αστυνομικοί με γκλόμπς, μάς περικύκλωσαν. Άρχισαν να σπρώχνουν και ν απομακρύνουν βίαια το κόσμο. Μερικούς τους κράταγαν στην άκρη και τους γύρευαν τα στοιχεία. Έπεφταν γκλοπιές. Έφαγα μιάν άγρια σπρωξιά και κάποιος μού πάτησε άσχημα και μού ξέσχισε το μισόγυμνο πόδι μου μέσα στο πέδιλο. Μούσπασε και το λουρί της φτέρνας. Μ έπιασε πανικός. Η αγριότητα γύρω μου, κι ό,τι είχαν δεί τα μάτια μου, μ έκαναν να τρέμω αβάσταχτα. Πέρασα βιαστικός και κουτσαίνοντας μπροστά απ τον περιπτερά, να χωθώ όσο πιό γρήγορα μπορούσα στο Άλσος. Ήταν εκεί κι άλλοι τέσσερις-πέντε άντρες κι αυτός στη μέση να τους ενημερώνει: Το ΕΑΜ *) είχε εκτελέσει μέσα στο κουρείο ένα στέλεχος τής οργάνωσης Χ, την ώρα που τον ξύριζαν. Φαίνεται, ότι ήταν κι άλλοι δικοί του μέσα, γιατι τους χτύπησαν κι αυτούς. Είχα δεί λίγο το πρόσωπο τού ενός, όπως ήταν πεσμένος μπρούμυτα στα πλακάκια. Τα πυκνά του μουστάκια έπλεαν στο αίμα. Φαινόταν ωραίο παιδί. Λίγο πρίν, έπινε τον καφέ του. ------------------------------------------------------------------------- *)Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Αριστερή Οργάνωση, υπό την ισχυρή, αν όχι απόλυτη επιρροή του ΚΚΕ. 30

Τον τελευταίο καιρό είχαν αρχίσει να χτυπιούνται με λύσσα Αριστεροί με Δεξιούς. Έλεγα μέσα μου: Γιατί όλ αυτά; Η Γερμανία πολέμαγε την Αγγλία και τη Ρωσία. Η Αμερική πολέμαγε την Ιαπωνία και τη Γερμανία. Εμάς μάς πολέμαγαν όλοι: Αλβανοί, Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι. Οι Άγγλοι, οι... φίλοι μας, βομβάρδιζαν τον Πειραιά. Νά, τις προάλλες ακούγονταν ώς το Παγκράτι οι εκρήξεις κάτω στο λιμάνι. Λαμπάδιαζε ο ουρανός της νύχτας απ τις ανατινάξεις και τις πυρκαγιές. Κι από κείνη τη μέρα δέν ξαναφάνηκε ο Κυρ-Γιάννης, ένας σαραντάρης, πούμενε στο Διπλανό και δούλευε στην Ηλεκτρική Εταιρεία του Πειραιά. Αυτοί βομβάρδισαν και κατέστρεψαν και τη Μητρόπολη Αγία Τριάδα, όπου είχαν καταφύγει εκατοντάδες για να σωθούν και βρήκαν εκεί τον θάνατο. Όλοι με μάς τάχανε. Κι εμείς: πεινούσαμε, πεινούσαμε, πεινούσαμε! Μαζεύαμε τους νεκρούς μας --νεκρούς από δικούς μας και ξένους, τ αποσκελετωμένα παιδάκια απ τους δρόμους, και χτυπούσαμε ο ένας τον αλλο. Δέν καταλάβαινα. Ούτε κι ο Φώτης ο φαναρτζής καταλάβαινε. Είχα πάει χθές το βράδυ στο καφενείο, να πάρω τσιγάρα τού θείου τού Μπάμπη: Καπνοί, φασαρία, τα πούλια που σκάγανε στο τάβλι, τα ζάρια, θαμώνες πούβηχαν, φωνές. Και μιά δυνατή συζήτηση για τον πόλεμο. Ήταν κάμποσοι καθισμένοι σε μιά γωνιά. Κείνη τη στιγμή αγόρευε ο Κυρ-Φώτης. Παραπονιότανε για τις κακουχίες τού πολέμου, τα δεινά τού αθώου κοσμάκη, την πείνα, τους σκοτωμούς, για την αδικία που κάνανε στην Ελλάδα: «Τί φταίγαμε δηλαδή; Αυτοί μάς ρίχτηκαν. Ο Μεταξάς είπε το ΟΧΙ στην Αδικία, αλλά είχε δηλώσει απ την αρχή ουδετερότητα. Το ίδιο απαιτούσε και το Κάπα-Κάπα». 31

Τότε πετάχτηκε απ απέναντι ένας νέος. Μαύρα, κατσαρά μαλλιά πυκνά, φλογερά μάτια, μουστάκι άγριο. Ήταν ανηψιός της Κυρά-Θέας. Είχε έρθει πρίν μερικούς μήνες από την Επαρχία. --Κόφτο ρε Φώτη, Κωθώνι. Αυτά που λές είναι κοπριές για τα λουλούδια της Αποξένωσης και της Εκμετάλλευσης. Μάστε τα σάλια σας, σύ κι η παρέα σου κι αμέτε να πλένετε τ αποχωρητήρια των κοιλαράδων στο Κολωνάκι. Ένα να ξέρεις: Μόνο η γροθιά και το ντουφέκι της Διεθνούς... Δέν πρόλαβε να συνεχίσει. Ένα στιβαρό χέρι τον τράβηξε βίαια πίσω απ τον πάγκο -- στην κουζίνα και τού σφύριξε κάτι άγρια στ αυτί. Το καφενείο ήταν πάντα γεμάτο καρφιά. ----------------------------------------------------- Δέν καταλάβαινα, μα τώρα δά μόνο ένα ήξερα: Φοβόμουνα, πολύ φοβόμουνα. Θάρθει ο Μπαμπάς το μεσημέρι σπίτι; Κι άν δέν έρθει;; Έτρεχα μέσα στο Άλσος κουτσαίνοντας κι όλ αυτά γύριζαν στο μυαλό μου. Ήθελα να φτάσω γρήγορα σπίτι, μήν πέσω σε καμιάν άλλη συμπλοκή. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. 32

Και πράγματι, δέν άργησαν να πέσουν τ αστροπελέκια. Είδα δύο-τρία παληκάρια με περίστροφα να τρέχουν. Χώθηκα μέσα στις φωλιές, που ήταν πρώτα οι Αρκούδες --τελευταία στιγμή. Αμέσως μετά ξέσπασε πανδαιμόνιο πυροβολισμών. Σφαίρες σφύριζαν απ έξω και σπάγανε κλαδιά. Ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, φορτηγό με κουκούλα, είχε φρενάρει στριγγλίζοντας στη Σπύρου Μερκούρη. Πετάχτηκαν έξω Τσολιάδες με χακί κοντές φουστανέλες --τα Τάγματα Ασφαλείας *), οι Ράλληδες. Είχαν μπεί τρέχοντας μέσα στο Άλσος, με Αραβίδες κι αυτόματα. Κούρνιασα στο βάθος της χωματένιας τρύπας. Με τρόμο έβλεπα μπροστά μου, σα φάντασμα, το στόμιο του αυτομάτου, να σκορπάει φωτιά, κεραυνούς, θάνατο, εκεί στο άνοιγμα της εισόδου. Αυτή θάταν κι η τελευταία ανάμνηση που πήραν μαζί τους από τον άθλιο τούτο κόσμο, κείνοι οι δυό νέοι που σφάδαζαν ακόμα στο κουρείο. Αύριο στις εφτά έπρεπε πάλι να είμαι στο ΠΙΚΠΑ, να πάρω το γάλα για τ αδερφάκι μου. Είχε αρρωστήσει τον τελευταίο καιρό. Τα ποδαράκια του ήταν σαν καλαμάκια. Ο γιατρός ήταν σκεφτικός κι η Μαμά προσευχόταν κάθε βράδυ στην Παναγία. Έτρεχαν τα μάτια της. Φρανκφούρτη, Φεβρ. 1995 ---------------------------------------------------------------------------- *) Τα «Τάγματα Ασφαλείας», της Κατοχικής Κυβέρνησης Ράλλη. Οι Αριστεροί τους αποκαλούσαν Ράλληδες, Μπουραντάδες. 33

34

2. Σταματούλα Στις 12 Νοεμβρίου του 43 γεννήθηκε η αδελφούλα μας η Σταματούλα. Μιά νέα μεγάλη αλλαγή στην οικογένεια, ενώ οι καιροί είχαν γίνει ακόμα πιό δύσκολοι και σκοτεινοί. Γιά μένα πάντως, κυριαρχούσε η αγωνιώδης απαντοχή γιά το νέο μικροσκοπικό αδερφάκι. Χαρά μου, να το βλέπω να μεγαλώνει κάθε μέρα, να αλλάζει, να ομορφαίνει. Ένα ζωντανό κουκλάκι που μου φύλαγε απρόσμενες εξελίξεις και νέες ευκαιρίες γιά παιχνίδια και διασκέδαση. Αυτές ήταν οι ευχάριστες πλευρές της νέας οικογενειακής ζωής, που τις ζούσα και τις χαιρόμουνα εκλεκτικά. Σπουδαία όμως επίπτωση, που με αφορούσε άμεσα, ήταν κοντά στα άλλα, η αλλαγή στο δελτίο του γάλακτος: Δύο μερίδες τώρα, ή 100 δράμια συνολικά ημερησίως. Μέσα στα καθήκοντά μου, όσο μού το επέτρεπε το σχολείο, ήταν να πηγαίνω να παίρνω το συμπυκνωμένο γάλα γιά τα μικρά μου αφέρφια. Τον καλοκαίρι του 44 η Σταματούλα ήταν ένα χαριτωμένο νήπιο με μεγάλα εκφραστικά μαύρα μάτια και σκούρα καστανά μαλλιά, που όλο γελούσε. Ακόμα και τα παιχνίδια τού δρόμου, τις φιλίες και τις παιδικές συγκινήσεις στην εντατική ζωή με τα γειτονόπουλα, τάβαζα πολλές φορές στην πάντα, γιά να παίζω με τη Σταματούλα, να τη διασκεδάζω, να την προσέχω. Όλο ιδέες κατέβαζε το κεφάλι μου, γιά να σκαρώνω παιχνίδια, νέα αστεία, να την κάνω να γελάει, να γίνεται τόσο όμορφη και να χαίρεται νάναι μαζί μου. (Βλ. και «Βατραχονήσι VIII, «Λέων» ). 35

Κάποια μέρα όμως, Ιούνιος θάταν, αρρώστησε η Σταματούλα. «Εντερικά», είχε πεί ο γιατρός. Αγωνία και στενοχώρια, τρείς τέσσερις μέρες, όσο να εξελιχθεί η αρρώστια και να πάρει επιτέλους ευνοϊκή τροπή. Οι τρόποι επηρεασμού τής πορείας τέτοιων λοιμώξεων σε μικρά παιδιά, κείνους τους καιρούς, ήταν περιορισμένοι. Δεν υπήρχαν αποτελεσματικά φάρμακα. Κι άν υπήρχε έστω κάτι, δεν τόβρισκε κανείς, όσο πανάκριβο και νάταν. Τις περισσότερες φορές βόηθαγαν μονάχα η εμπειρία ενός καλού παιδιάτρου και, με τις οδηγίες του, η πιστή εφαρμογή της πατροπαράδοτης σπιτικής ιατρικής. Τον πιό μεγάλο ρόλο έπαιζε η σωματική αντοχή και η ανοσιολογική άμυνα του παιδικού οργανισμού, που όμως κείνη την αμείλικτη εποχή του πολέμου και των στερήσεων, με την ελλειπή διατροφή και την αβιταμίνωση, ήταν αρκετά εξασθενισμένη. Δεν ξεχνάω, με πόση αυταπάρνηση κι αγωνιστική διάθεση προσπαθούσα να βοηθήσω όσο μπορούσα στον αγώνα της ανάρρωσης. Ήταν για μένα δώρο κι απέραντη ικανοποίηση να φέρνω κάθε πρωί το γάλα, για να δυναμώσει η αδελφούλα, που είχε επικίνδυνα αδυνατίσει. Το γάλα το παίρναμε τώρα από τον σταθμό του ΠΙΚΠΑ στην οδό Άγρας, πίσω από το Στάδιο. Ίδιες ουρές κι εκεί, ίδια αγωνία, άν θα φτάσει το γάλα για όλους όσοι περίμεναν. Γι αυτό, ιδίως τώρα το καλοκαίρι με τις διακοπές, ήμουνα από τους πρώτους που στηνόμουνα πρωί πρωί στην ουρά. Εντωμεταξύ οι συμπλοκές ανάμεσα στο ΕΑΜ και στους Χίτες του Παγκρατίου είχαν γίνει καθημερινό άγχος. Σκοτωμοί, δολοφονίες, συλλήψεις ομήρων και σκληρά αντίποινα από τα τάγματα ασφαλείας. Οι Γερμανοί φαίνεται ότι «τα μάζευαν», ενώ ο ΕΛΑΣ*) έκανε όλο και πιό αισθητή την παρουσία του. Ο κανονικός ρυθμός της ζωής άν μπορούσε να μιλάει κανείς ακόμα γιά κάτι τέτοιο έδειχνε τάσεις να ανατραπεί σε μιά χαώδη αναρχία, όπου το λόγο είχαν τα αυτόματα και τα κτηνώδη ένστικτα. ---------------------------------------------------------------------------- *)Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός. Το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ. 36

Το βράδυ της 13/9 είχα πέσει κατά τις δέκα για ύπνο. Στους δρόμους του Βατραχονησιού δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Υπήρχε απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις εφτά το βράδυ. Κι όμως: εκεί γύρω στις δέκα και μισή ακούστηκαν ριπές αυτομάτων. Δεν ήταν μακρυά. Ίσως δύο τρία στενά απόσταση, ή από την Αρχελάου. Από ένστικτο στριμώχτηκα στον τοίχο κάτω απ το παράθυρο. Ευτυχώς, δεν υπήρξε συνέχεια, όπως στις συνήθεις πια συμπλοκές. Κάτι το ασυνήθιστο όμως θάπρεπε νάχε συμβεί. Την άλλη μέρα το πρωί βγήκα νωρίς, να πάω για το γάλα. Πέρναγε βιαστικός ο πατέρας του Μίμη. -- Σκότωσαν τρείς στην Αρχελάου. Πές στον πατέρα σου, άν δεν έφυγε, να προσέχει. Να πάει από άλλο δρόμο στη δουλειά του! Ή καλύτερα να κρυφτεί. Πήγα τα νέα σπίτι και παρά τις φωνές της Μαμάς, κατέβηκα στην Αρχελάου. Εκεί που άρχιζε ο δρόμος από τη Διοχάρους, δίπλα στους στρατώνες, είδα μαζεμένο κόσμο γυναίκες και κάτι ηλικιωμένους. Ο δρόμος στο σημείο αυτό στένευε. Από τη μιά μεριά ήταν ο ψηλός τοίχος της στρατώνας, όπου στρατωνίζονταν οι Γερμανοί, και από την άλλη ένας μαντρότοιχος πούκλεινε ένα μεγάλο οικόπεδο με διπλή πρόσοψη στη Διοχάρους και στην Αμύντα. Εκεί παίζαμε συχνά μπάλα ήταν το γήπεδό μας. Πλησίασα. Άκουσα ένα πνιχτό κλάμα. Οι περισσότεροι στέκονταν αμίλητοι. Κι ανάμεσά τους διέκρινα: Στον μαντρότοιχο του οικοπέδου κοίτονταν τρία αιμόφυρτα πτώματα νέων. Παρ όλο που η νύχτα δεν ήταν παγωμένη, είχαν ήδη ξυλιάσει όπως ξεψύχησαν από τον ακαριαίο θάνατο. Γιατι πράγματι φαίνεται ότι είχαν εκτελεστεί από τα «Τάγματα Ασφαλείας» και τους είχαν αφήσει εκεί έκθετους για εκφοβισμό. 37

Τα ελαφρά τους ρούχα, τα πουκάμισα, ήταν καταματωμένα. Ο ένας είχε πέσει μπρούμυτα, με τα χέρια μπροστά. Κάποιος τον γύρισε για να δεί το πρόσωπό του: έμεινε έτσι, με τα χέρια ψηλά. Ένας άλλος, κάπως πιό μεγάλος στην ηλικία, είχε πέσει στο πλάι, δίπλα στον τοίχο. Ο τρίτος, παιδί ακόμα, μ άφθονα μαύρα μαλλιά πεσμένα μπροστά στο πρόσωπο, ήταν μισοακουμπισμένος στον τοίχο, με το κεφάλι σκυφτό μπροστά, πάνω στο κατατρυπημένο στήθος. Αίμα είχε τρέξει κι από το στόμα του στο πηγούνι και στο πουκάμισο κι είχε παγώσει εκεί. Είχα αρχίσει να αισθάνομαι άσχημα, με τάσεις εμετού. -- Φεύγα! (Μ έσπρωξ ένας γέρος.) Κυνηγάνε κι Αετόπουλα*). Τα μαυρίζουνε στο ξύλο, να πάρουνε πληροφορίες. Πάενε σπίτι, να πείς στον πατέρα σου και στ αδέρφια σου, να φυλάγονται σήμερα. Ήτανε η 14η Σεπτεμβρίου 1944. Σήμερα, εκεί που συναντιώνται η οδός Αμύντα και η οδός Αρριανού με την Αρχελάου, υπάρχει ένα μικρό μνημείο: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΓΚΑΣ 1924 1944 Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης (Από το ημερολόγιο του Αγγέλου Γαζή:) 14 Σεπτεμβρίου (Πέμπτη) Σήμερα το πρωί στη γειτονιά μας, πλάι από τους στρατώνες όπου στρατωνίζονται οι Γερμανοί, βρέθηκαν τρείς σκοτωμένοι. Τους πυροβολισμούς τους ακούσαμε κατά τις δέκα και μισή το βράδυ. Φαίνεται ότι εξετελέσθησαν επί τόπου υπό οργάνων της ασφαλείας. Χθές απηγορεύθη η κυκλοφορία εις την περιφέρειάν μας από τας 7 το βράδυ. Απόψε λέγεται ότι απαγορεύεται από τας 6.... *) «Αετόπουλα»: Οι παιδικές Οργανώσεις του Κομμουνιστικού ΕΑΜ. 38

Ο Γράφων, 2 Ιουνίου 2013 (Φωτ. Ελφρήντε) Oι μέρες αυτές ήταν να μείνουν και για την οικογένειά μας μαύρες μέρες. Ανεξίτηλες από την παιδική μου μνήμη και μέχρι σήμερα ζωντανές, μού σφίγγουν ακόμα την καρδιά. Ίσως η έκταση του πόνου γύρω και η δραματική κατάρρευση κάθε ανθρωπιάς, να είχαν δημιουργήσει σαρρωτικά όρια ευαισθητοποίησης, να μπήκαν μέσα στο μεδούλι και νάμειναν εκεί εφ όρου ζωής. Αφήνω να μιλήσει η ολιγόλογη ευφράδεια του ημερολογίου που κράταγε ο πατέρας μου (16, 17, 18, 19, 20 Σεπτεμβρίου 1944): Συμπυκνωμένη ανθρώπινη δυστυχία εξήντα τόσων χρόνων. 39

40

16 Σεπτεμβρίου 1944 (Σάββατον) Καιρός δροσερός. Σήμερα, εντολή των οργανώσεων, εκηρύχθη απεργία γενική 24ωρος,, ως διαμαρτυρία. Πήγα στο γραφείο όπου ήρθαν και όλοι οι συνάδελφοι. Ξεκινήσαμε, αλλά μόλις απομκρυνθήκαμε, χωροφύλακες που εστάθμευαν έξω από τα γραφεία μας, ήλθαν σε ρήξη με το ΕΑΜ κι επηκολούθησε ντουφεκίδι. Μπήκαμε σε μιά πόρτα της Ασκληπιού... Από χθές στερούμεθα ηλεκτρικού. Η Μπέμπα μας αδιάθετη από κοιλιακά με αίμα. 17 Σεπτεμβρίου(Κυριακή) Εκκλησία κλπ. 4.000.000, γιατρός 200.000.000, φάρμακο 18.000.000, τσάι-μιά πρέζα 30.000.000, κρασί 100.000.000, ψωμί 2.000.000 (Σύνολ. 354.000.000). Καιρός δροσερός. Η Μπεμπέκα μας ξύπνησε άσχημα. Όλη νύχτα είχε ευκοιλιότητα με αίμα. Κατόπιν αυτού την πήγε η Χρυσούλα στον Μαντζάνα τον γιατρό. Διέγνωσε οξείαν εντεροκωλίτιδα, της έγραψε φάρμακα και κατέβηκα κάτω στην Ομόνοια για να τά πάρω. Ο πυρετός της εκυμαίνετο από 38.5 έως 39.2. 18 Σεπτεμβρίου(Δευτέρα) Γιατρός 400.000.000, ψωμί 2.000.000, γάλα 50.000.000, φάρμακα 20.000.000, ντομάτες 45.000.000, σταφύλια 28.000.000 (σύνολ. 545.000.000). Καιρός δροσερός, μάλλον κρύος,, αέρας χειμωνιάτικος. Απόψε ξενυχτήσαμε. Όλη τη νύχτα η Μπέμπα κάθε τέταρτο είχε τάνυση και κένωση, με πυρετό 39.2. Κατόπιν αυτού πρωί πρωί πήγα για τον Διαμαντόπουλο, αλλά δεν τον βρήκα. Λόγω της καταστάσεως έφυγε από το Παγκράτι. Έφυγα τότε πρωί να πάω για ορρόν, τον οποίον έγραψε ο Μαντζάνας. Πηγαίνοντας στο Κολωνάκι, πέρασα από τον κουμπάρο μας Διαμαντόπουλο και τού έδειξα τη συνταγή, την οποίαν ενέκρινε. Πήρα τον ορρό, γύρισα και του τον κάναμε. Κατόπιν έφυγα πάλι και πήγα και για δεύτερο ορρό. Τον πήρα και πήγα απ εκεί στο γραφείο, όπου με μεγάλη μου λύπη έμαθα ότι εφονεύθη προχθές το Σάββατο ο συνάδελφος Βαρβατσούλης, οικογενειάρχης 5 παιδιά. 41

19 Σεπτεμβρίου(Τρίτη) Ψωμί, Ιερεύς 51.600.000, φάρμακα 15.000.000, Ένεσις 90.000.000, ντομάτες 110.000.000. Καιρός δροσερός, κρύος αέρας. Η ασθένεια της Μπέμπας προσλαμβάνει δραματικάς διαστάσεις. Ενώ οι κενώσεις ηλαττώθησαν και είχαμε αρχίσει να αισιοδοξούμε, το βράδυ κατά τα μεσάνυχτα κατελήφθη από δύσπνοια, την οποίαν επηκολούθησεν και εμετός. Μόλις ξημέρωσε καλέσαμε τον γιατρό, τον Μαντζάνα. Δεν μου απέκρυψε το σοβαρόν της καταστάσεως και μ έστειλε να του φέρω ενέσεις Coramine για τόνωσιν της καρδιάς και σταγόνες προς κατάπαυσιν του εμετού. Τα έφερα, του έκανε ένεσιν, του δώσαμε και σταγόνες, πλήν εις μάτην. Ο εμετός εσυνεχίζετο καθώς και η δύσπνοια. Το μεσημέρι το ξαναείδε ο γιατρός. Μ έστειλε να του φέρω ένεσιν Omentin προς τόνωσιν του οργανισμού. Πήγα στο Κολωνάκι και τη βρήκα. Την πλήρωσα 90 εκατομμύρια. Μόλις γύρισα, του την έκανε αμέσως. Η κατάστασίς της δυστυχώς μετά δέκα λεπτά από την ένεσι επεδεινώθη, διότι άρχισε να βγάζει αίμα από το στόμα. Από την ώρα εκείνη εχάσαμε πλέον κάθε ελπίδα διασώσεώς της. Την πήγαμε αμέσως στο γιατρό, ο οποίος τάχασε κι αυτός. Μας είπε ζεστές κομπρέσες στο στομαχάκι της και ζεστή μπουκάλα στα πόδια. Μόλις γυρίσαμε στο σπίτι, φεύγω σαν τρελλός για το Κολωνάκι να συμβουλευθώ τον παιδίατρο της Εταιρείας κ. Σπυρόπουλον, ο οποίος δυστυχώς λόγω της καταστάσεως δεν κάνει επισκέψεις στα σπίτια. Του εξέθεσα την κατάστασι. Μου είπε ορθά κοφτά ότι το παιδί δεν έχει ζωήν, πλην όμως, άν θέλομε, να το εισαγάγωμε στο νοσοκομείον παίδων, όπου ειναι Δ/τής τμήματος. Το νοσοκομείον αυτό είναι τώρα το κτίριον της Ριζαρείου Σχολής. Αφού πήγα-και-πήγα στο Κολωνάκι, εθεώρησα καλόν να συμβουλευθώ και τον κουμπάρο μας τον Διαμαντόπουλο. Πήγα, τον βρήκα, του είπα την κατάστασι. 42

Μου είπε, ότι εάν το αίμα προέρχεται από τον πνεύμονα, δεν υπάρχει καμμία ελπίς, αλλ εάν είναι των εντέρων κανένα στρίψιμο, τότε δύναται ίσως να σωθεί δια χειρουργικής επεμβάσεως κι έπρεπε γρήγορα να κατευθυνθώ εις το εφημερεύον νοσοκομείον. Προτού όμως γίνουν αυτά, θα ήτο ανάγκη να διαπιστωθή από ειδικόν ιατρόν παιδίατρον. Εμείναμε κατόπιν αυτού σύμφωνοι να πάρω το παιδί και να το φέρω στον Σπυρόπουλο, ο οποίος θα έδινε την λύσι. Τρέχω εσπευσμένως στο σπίτι. Αυτά όλα εγίνοντο κατά τις 5 η ώρα τα απόγευμα υπό αθλίας συνθήκας. Ούτε ταξί, ούτε συγκοινωνία καμμία, ούτε τηλέφωνο εν λειτουργία, κατόπιν παντελούς ελλείψεως ηλεκτρικού ρεύματος και κυκλοφορίας μη επιτρεπομένης πέραν της 7ης βραδυνής. Παίρνομε το παιδί με τη Χρυσούλα και κάθιδροι και ασθμαίνοντες κατευθυνόμεθα στον Σπυρόπουλο Ηρακλείτου 12. Μόλις το είδε, η πρώτη του κουβέντα ήταν, δυστυχώς,, για να είμαι ειλικρινής,το παιδί σας δεν έχει ζωή. Πάσχει από χολεροειδή εντεροκωλίτιδα, αλλά άν θέλετε να το βάλετε απόψε στο νοσοκομείο των παίδων, τη ιδική μου φροντίδι, όπου θα του γίνει ό,τι είναι δυνατόν. Μας έδωσε το σημείωμα και το πήγαμε, αλλά το παιδί ήταν σχεδόν πεθαμένο. Είχε τα ματάκια του ανοιχτά, αλλά είναι ζήτημα άν εγνώριζε. Του έκαναν ορρόν και ένεσιν καρδιοτονώσεως. Έμεινα εγώ και πετάχτηκε η Χρυσούλα μιά στιγμή στο σπίτι κι εγύρισε. Άρχισε να βραδυάζη. Η Χρυσούλα, καίτοι ήταν περιττόν, παρέμεινε όλη νύχτα μαζί του, κι εγώ ήρθα στο σπίτι, που ήταν τα παιδιά μόνα με τη γιαγιά τους. Κατά τα λεγόμενα της Χρυσούλας, κατά τας 8.30! το βράδυ, την έβγαλαν έξω οι νοσοκόμοι και ο γιατρός για να του κάμουν ένεσιν. Επιστρέφοντας μέσα στο θάλαμο, το βρήκε που το είχε καταλάβει λόξιγγας. Ήταν αι τελευταίαι του αναπνοαί και η Χρυσούλα ενόμισε ότι ήταν λόξιγγας. Κι έτσι σε τρείς μέρες μέσα η κορούλα μας χάθηκε, απάνω στις χάρες της, ηλικίας 10 μηνών και 7 ημερών. 43

20 Σεπτεμβρίου(Τετάρτη) Καροτσάκι 600.000.000, φέρετρον 600.000.000, εκκλησία κλπ. 325.000.000, γιατρός 600.000.000, σταφύλια 100.000.000 (Σύνολ. 2.225.000.000). Καιρός δροσερός. Σηκώθηκα ενωρίς και πήγα στο νοσοκομείο, βέβαιος ότι δεν θα έβλεπα πλέον τα ωραία ματάκια ανοιχτά. Και πράγματι η Χρυσούλα με αντίκρυσε μα λυγμούς. Πήγα κοντά και στη γωνία ήταν ξαπλωμένο το πουλάκι με μίαν αγγελική ωραιότητα, λές και θα σου μιλούσε. Ξέσπασα σε λυγμούς. Τί να γίνη όμως, άς είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Εφερα την Χρυσούλα στο σπίτι κι έτρεξα στο Ληξιαρχείο για τις άδειες, κατόπιν στο μπακάλη και φούρναρη για τα δελτία κι απ εκεί στην αστυνομία για την έγκρισι της αδείας ταφής. Αφού έγιναν όλα αυτά, ο μόνος τρόπος που απέμενε για την κηδεία, ήταν να μετεφέρομε το λείψανο με καροτσάκι, διότι για ένα αυτοκίνητο, μόνο να μας μεταφέρη στο νεκροταφείο, μού ζητούσαν 8 δισεκατομμύρια. Έτσι απεφασίσθη, πήρα το φέρετρο από δώ απ το Παγκράτι με το καροτσάκι, πήγαμε στο νοσοκομείο, όπου βρήκαμε κατόπιν συνεννοήσεώς μας την Άννα, την Μαρία και την Μέλπω. Το νεκροστολίσαμε*) κι απ εκεί το πήγαμε στο νεκροταφείο Βύρωνος, όπου κατά τας 2 η ώρα το εκηδεύσαμε εις τον 6 ον τομέα, αριθ. 727.... *)Το νεκροστόλισμα το έκανε η Αννα. Του έβγαλε το νοσοκομειακό ρούχο, έναν γλίσχρο μανδύα με μιά τρύπα για το κεφάλι. Το έπλυνε, το συγύρισε και του φόρεσε ένα ρόζ μακρύ φουστανάκι, που το πήρε επίτηδες. Το χτένισε ύστερα και του έβαλε μιά ρόζ κορδελλίτσα στα μαλλιά. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Τόβαλε στο φέρετρο. Ήταν σα να σου μιλούσε. (Διήγηση της Μαρίας Λέων, Νοε.2001) 44

45

46

Την τελευταία μέρα, έξαλλοι η Μαμά κι ο Μπαμπάς τύλιξαν το παιδί έτσι απαθές που είχε γίνει το πήραν αγκαλιά και βγήκαν. Μ άφησαν συντετριμμένο και άναυδο να προσέχω τον Μικρό: Να ταΐσω τον Θοδωράκη, να τον βάλω να κοιμηθεί. Το σπίτι χωρίς την Σταματούλα με πλάκωνε. Πετούσα δίπλα της. Της έκανα αέρα με τά φτερά μου, να φωτίσει λίγο και πάλι το χλωμό προσωπάκι της. Η αγωνία, τ απαισιόδοξα λόγια του γιατρού, το φοβισμένο βλέμμα της Μαμάς κι η αγριάδα στο πρόσωπο του πατέρα μας, μού ξερρίζωναν την καρδιά. Μιά πολύ κακιά κι αμείλικτη νύχτα με τύλιγε. Μόνο τις πρωινές ώρες έπεσα σε λήθαργο. Συνήρθα τρομαγμένος από το ελαφρό τρίξιμο πούκανε ανοίγοντας η εξώπορτα. Γύριζαν κι οι δύο από το νοσοκομείο μόνοι! Η Σταματούλα μας, είχε μείνει εκεί, στο υπόγειο... Θάνατος παντού. Από τον άκαρδο Θεό, μέχρι την παγκόσμια μοναξιά. Η Μαμά είχε κρύψει τελείως το πρόσωπό της μ ένα μαύρο μαντήλι. Καλύτερα που δέν την έβλεπα. Γρήγορα γέμισε το σπίτι από γειτόνισσες. Στεκόμουν σαν χαμένος. Σε μιά στιγμή, κάποια ήρθε και μού είπε να βγώ να πάω κάπου, να ξεδώσω. Να πάς να φέρεις το γάλα των παιδιών, μούπε ξαφνικά. Ο κόμπος πούχα τόση ώρα στο λαιμό έγινε γοερός λυγμός. Με πήρε στην αγκαλιά της, η Κυρία Μάγδα. Πάμε μαζί, μού λέει. Θάρθω κι εγώ. Να μή χάσετε το γάλα! Αλλά, για να μή φανεί τίποτα, επειδή εσένα ξέρουνε κι εσύ έχεις το δικαίωμα, θα πάς τελικά μόνος σου μέσα. Όπως πάντα! Εγώ θα είμαι έξω να σε περιμένω. Έκλαιγα, ασυγκράτητα τώρα, στην αγκαλιά της. Στο ΠΙΚΠΑ, η ίδια πάντα ουρά. Σήμερα, καθυστερημένοι, είχαμε μείνει πίσω. Σταθήκαμε μαζί ένα διάστημα. Είχε περάσει το χέρι της πάνω απ τον ώμο μου και, όπως ήμουν αρκετά χαμηλότερός της, με έσφιγγε πάνω στο σώμα της, η Κυρία Μάγδα. Μούκανε καλό αυτή η άδολη, θηλυκιά, ανιδιοτελής, σχεδόν μητρική αγάπη. 47

Πέρασε αρκετό διάστημα. Πλησιάζαμε πιά στην πόρτα κι άρχισαν να φαίνονται τα άσπρα σκουφάκια που φόραγαν οι γυναίκες που μοίραζαν το γάλα. -- Λοιπόν..., εγώ θα πάω τώρα εδώ στην Πλατεία Πλαστήρα να ψωνίσω. Όσο να πάρεις εσύ το γάλα, θάχω γυρίσει. Αισθανόμουν καλύτερα τώρα. Προσπαθούσα και το είχα πετύχει, τουλάχιστο μέχρι κείνη τη στιγμή να αφομοιωθώ στη ρουτίνα γύρω μου, όπως τη ζούσα καθημερινά. Οι ίδιες γυναίκες στην ουρά γνωριζόμαστε. Τα ίδια θέματα συζήτησης. Όμοια, ή παρόμοια κουτσομπολιά. Μα πρώτο πάντα, καυτό, το ζωτικό πρόβλημα της επιβίωσης: οι πολύ σπουδαίες πληροφορίες, μικρές κι ασήμαντες λεπτομέρειες, πούσωναν ζωές κι ενημέρωναν για μικρά ή μεγαλύτερα τεχνάσματα κι αλληλοβοήθειες για τα επιούσια προβλήματα. Γιατι τα συνταρακτικά, τα πρώτα νέα, ήταν κάθε μέρα οι καινούργιοι σκοτωμοί, οι συλλήψεις, οι αγνοούμενοι. Κι ύστερα, αρκετά πίσω, δεύτερο και πάντα αθάνατο θέμα, οι ατέλειωτες «γυναικοδουλειές», τα μεγάλα και μικρότερα ερωτικά δράματα κι οι επιπλοκές τους. Ξεχάστηκα κι εγώ λίγο, στριμωγμένος ανάμεσά τους. Φτάναμε πιά. Έβλεπα το καζάνι με το γάλα. Ακουγόταν τώρα καθαρά το ατέλειωτο κουβεντολόϊ ανάμεσα στην Κυρία που ήλεγχε τα ονόματα και χτύπαγε το δελτίο και στην άλλη με την κουτάλα. Η σειρά μου στην ουρά είχε μπεί ήδη στην αίθουσα. Έξω περίμεναν ακόμα πολλοί. Ίσως να είχε επιστρέψει εντωμεταξύ και η Κυρία Μάγδα. Οπότε, η μεσήλικη γυναίκα που περίμενε κι αυτή πίσω μου και που την ήξερα ήδη εξ όψεως, ρωτάει ξαφνικά έτσι: -- Δεν άρχισαν ακόμα τα σχολεία; -- Όχι, της λέω ξαφνιασμένος. Την άλλη βδομάδα. Και τότε, η αναπάντεχη ερώτηση που με ξετίναξε: -- Έχεις αδερφάκια; 48

Το τσιμεντένιο δάπεδο άρχισε να ανεβοκατεβαίνει σαν μπότζι πλοίου. Δαγκώθηκα κι απάντησα ξεψυχισμένα «Ναί», ενώ ένα απίθανο κύμα αίματος, μού πλημμύριζε το πρόσωπο. Δεν ξέρω, άν πρόσεξε τίποτα η καλή Κυρία, γιατι σχεδόν αμέσως συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο: «Πόσα;» (αδερφάκια έχεις). Δεν μπορώ τώρα να αναπαραστήσω, πώς ακριβώς έγινε. Νομίζω ότι, χάνοντας τον έλεγχό μου, τής είπα χαμηλόφωνα την αλήθεια. Και δεν πρέπει να μ άκουσαν άλλες. Γιατι, τη συνέχεια τη θυμάμαι καλά. Όταν φτάσαμε στον έλεγχο, έδωσε μαζί με το δικό της δελτίο, και το δικό μου. Είπε, ότι το παιδί εδώ αδιαθέτησε, ή λιποθήμησε από την ορθοστασία και τις παρακάλεσε να μάς εξυπερετήσουνε μαζί. Βγαίνοντας, μού είπε στ αυτί: (Μάλλον, δε θα τόξερε, κι ούτε και γώ το φανταζόμουν κείνες τις ώρες: πως, για να βγεί η άδεια ταφής, έπρεπε να επιστραφεί πρώτα το δελτίο τροφίμων. Βλ. πιό πάνω, απόσπ. από το ημερολόγιο. Μου ψιθύρισε, λοιπόν:) --Να μήν πείτε τίποτα. Να πάρετε ακόμα μερικές μέρες το γάλα. Άντε στο καλό, παιδί μου. Η αδελφούλα σου είναι τώρα με τ αγγελούδια. Θόλωσαν πάλι όλα γύρω μου. Έξω με περίμενε η Κυρία Μάγδα κι ένας άλλος κόσμος πούλειωνε σιγά-σιγά κι έσταζε σταγόνες στα μάγουλά μου. 49

Το μεσημέρι έγινε η κηδεία. Ήμουνα ένα άψυχο πράγμα. Η Μαμά δέ μ άφησε να πάω κι εγώ. Η ξαδέρφη μου η Μαρία μού διηγήθηκε την άλλη μέρα: Μιά μικρή κάσσα από φτηνά σανίδια πάνω σ ένα καροτσάκι μεταφορών. Από τη Ριζάρη, που ήταν τότε το Νοσοκομείο παίδων, με τα πόδια ώς το νεκροταφείο του Βύρωνα. Πίσω απ το νεκροφόρο καροτσάκι και τον αγοραίο μεταφορέα, ακολουθούσαν η Μαμά, μαντηλοδεμένη, ο πατέρας μας--ένα ερείπιο, η θεία η Άννα, η ξαδέρφη μου η Μαρία κι η μητέρα τού φίλου μου, η Κυρία Μέλπω. Το καροτσάκι, με τις σιδερένιες μικρές ρόδες, χοροπήδαγε άγαρμπα στο χωματόδρομο με τις πέτρες και τα χαντάκια. Απαίσια τρανταζόταν το μικρό φέρετρο, με την αγαπημένη μου αδελφούλα, τα μάτια κείνα που δε θα ξανάβλεπα, για πάντα σφαλισμένα. Από τότε, δε θυμάμαι, αν ξαναπήγα πιά για γάλα. Ήταν σα να είχε κλείσει ένα Κεφάλαιο από τη ζωή μου. Σκορπονέρι, καλοκαίρι 2001 50

EYΘΥΜΙΟΣ ΓΑΖΗΣ: Ιστορίες απ το Βατραχονήσι (Συνοικία των Αθηνών, Παγκράτι) Παιδικά βιώματα 1940-1949 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Κατοχή Εισαγωγικό Σημείωμα Μυθολογία και Ιστορία (αντί προλόγου) I. Νάνι νάνι του (ελλ., γερμ.) (1941) II. Για μιά γουλιά γάλα (ελλ., γερμ.) (1943/44) III. Οι βομβαρδισμοί της RAF, USAF (ελλ.., γερμ.) (1943) IV. Το Ζιζάνιο (1943) V. Δυό χείλια πίσ απ τη γρίλια (ελλ. γερμ.. ) (χειμ. 43/44) VI. Μιά άλλη Πρωτομαγιά (ελλ. γερμ.. ) (1944) VIΙ. Ο σομιές(ελλ. γερμ. ) (1944) VIIΙ. Λέων (ελλ. γερμ. ) (1944) 2. Επινίκια, που δεν ήταν ΙΧ. Απελευθέρωση (Οκτ. - Δεκ. 1944) 1. Οι σύμμαχοι ελευθερωτές (ελλ. γερμ.. ) 2. Ένα δακρύβρεχτο Γκόλ (ελλ. γερμ.. ) XV. Επινίκιον Γέρας: Εμφύλιος Πόλεμος, Αθήνα 1944, «Δεκεμβριανά» Α) Ο «ακατανόητος» ρούς της ιστορίας 1. Τα γεωστρατηγικά αποικιακά συμφέροντα 2. Η ελληνική τραγωδία Β) Δεκεμβριανά: Η ειλικρινής ανθρώπινη Δεινοπάθεια 1. Ημερολόγια 2. Παιδικές μνήμες α) Λευκάδα α1) Τί μας είπε ένα παλληκάρι α2) Κωστάκης β) Αθήνα, Δεκέμβριος 1944 β1) Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου 1944 β2) Το χωνί β3) Ο θείος ο Μπάμπης 51

ΧVI. Πώς έζησαν τον «Δεκέμβρη»: Α) Δύο δημόσιοι άνδρες 1. Μίκης Θεοδωράκης: «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», Αυτοβιογραφία (Απόσπασμα) 2. Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Ημερολόγιο 31.03. 1942-04.01.1945» (Απόσπασμα) Β)Ένας Επονίτης Μιχάλης Λιαρούτσος: «Τελειώνοντας ο Δεκέμβρης...», Εκδ. «Εντός» (Από τα Κεφ. 1, 3, 13) ΧVII. Δύο γερμανικές απόψεις 1. Ρόλαντ Χάμπε: Η διάσωση των Αθηνών τον Οκτ. 1944 2. «Ντερ Σπήγκελ»: Ο ελλ. εμφύλιος πόλεμος Ιστορική ανασκόπηση. Τίτλος: «Σύντροφε, Εσάς, σας είχαμε για καθάρισμα» 3. Μεταπολεμικά Χ. Πηγαίναμε στην Πέμπτη (ελλ. γερμ. ) (1946) ΧΧΙV. Τα ταξίδια μας στα Κύθηρα: «Κύθηρα» «Κρησφύγετο ερωτευμένων» (ελλ. γερμ. ) «Η Αρετούλα των Κυθήρων» (ελλ. γερμ.. ) ΧI. Α Π «ΚΥΚΛΩΨ», δι Αγίαν Πελαγίαν (1947) ΧΙΙ. Α Π «ΑΥΡΑ», διά Νεάπολιν, Μονεμβασίαν, Πειραιᾶ (1949) ΧΙΙΙ. Κλαπαύτης (ελλ. γερμ. ) (1949) XIV. Γκρέτα (ελλ. γερμ. ) (1949) 4. Τσαρλυγουίν Η Λαϊκή «Γενιά του Τριάντα» Αθήνα: Μεσοπόλεμος, Πόλεμος, Εμφύλιος Εισαγωγή XVIIΙ. Τσάρλυγουίν ΧΙΧ. Άλλες Κάουφεν (ελλ. γερμ.. ) ΧΧ. Τσιμέντο, βρήκες; ΧΧΙ. Νυδρί 56, Φτωχοί και Βασιλιάδες Ηχογραφήματα: ΧΧΙΙ. «Τότε πούγραφα στους τοίχους» ΧΧΙΙΙ. Διαχείριση ανθηρούσα, 1947 Βιβλιογραφία Βιογραφικό σημείωμα 52

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΑΖΗΣ Βιογραφικό σημείωμα (2013) Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Παιδική τραυματική εμπειρία: Πόλεμος, Κατοχή, Ελληνοελληνική Τραγωδία. Σπούδασε Χημεία (Διατριβή) στην Αθήνα και στο Μόναχο: Σύνθεση Πεπτιδίων Σύνθεση Ινσουλίνης (Χημική δερματική αλλεργία από τα δραστικά χλωρίδια. Καμπή βιογραφική, σταδιοδρομίας). Φασματοσκοπία ηλεκτρονικών και μοριακών ταλαντώσεων. Επιστημονική Πληροφορική: διεθνής χημική βιβλιογραφία, πατέντα κλάδου Χημείας, ηλεκτρονική αρχειοθέτηση και διαχείριση/ανάκτηση μνήμης. Περίοδος 1998-2004, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Φρανκφούρτης (U3L): Ελληνική Γραμματεία: Φιλολογία, Φιλοσοφία, Προσωκρατικοί, Πλάτων, Αριστοτέλης. 1964 εγκαταλείπει το κοινωνικό περιβάλλον της Γενέτειρας, όπου ακόμα χαίνουν οι πληγές και οι παροξυσμοί της αλληλοσφαγής και του Διαφωτισμού. Οι υποβόσκουσες αδυναμίες της ανωνύμου ελληνικής κοινωνικής ζωής περνούν ακόμα πιό δραστικά στο προσκήνιο. Κυριαρχεί ένας φυλογενετικά θεσμοθετημένος ολιγαρχικός παραγκωνισμός με κληρονομικές εξάρσεις παθολογικού Εγωκεντρισμού. Η εγγενής αυτή κοινωνική μάστιγα συμμαχεί επί πλέον συνωμοτικά με τη «Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως» μαζί και με διάφορα άλλα «φιλανθρωπικά» και «συμμαχικά» Ιδρύματα Υποτροφιών (τοτέστιν:... να φύγουν οι μη πελατειακοί «Αναπροσάρμοστοι»). Από το 1964 στη Γερμανία: Συνέχιση σπουδών, επαγγ. σταδιοδρομία στη γερμανική χημική βιομηχανία, οικογένεια, τρία παιδιά, εγγόνια. Η σύζυγος, Ελφρήντε Γαζή (Elfriede Gazis), γνωστή στη Γερμανία Αφηγήτρια Παραμυθιών για Ενήλικες. Ενίοτε, συνοδεία Μαντολίνου από τον Γράφοντα. Από κοινού, συλλογή, επεξεργασία, μετάφραση Λαϊκών Παραμυθιών, η παγκόσμια Θυμοσοφία. Την περίοδο 1958-1964 δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα στη «Φιλολογική Βραδυνή» του Μπάμπη Κλάρα. Στη δεκαετία του 70 μετέφρασε από τα Γερμανικά στα Ελληνικά βιβλία κοινωνικοπολιτισμικού και ψυχαναλυτικού περιεχομένου ( μ. α. Wilhelm Reich, Εκδ. Πύλη). 53