Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Διεύθυνση Άρης Μαραγκόπουλος Επίβλεψη: Άρτεμις Λόη Μετάφραση: Μαρίνα Τουλγαρίδου Διόρθωση: Όλγα Παπακώστα Εξώφυλλο: ΜΟΤΙΒΟ Α.Ε. Τίτλος πρωτοτύπου: Paris Review Interview Anthology Copyright 2006, The Paris Review All rights reserved 2010 Εκδόσεις Τόπος για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο ISBN 978-960-6863-51-6 Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975), απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. Εκδόσεις Τόπος Πλαπούτα 2 και Καλλιδρομίου 11473, Αθήνα Τηλ.: 210 8222835-856 Fax: 210 8222684 Βιβλιοπωλείο Πεσμαζόγλου 5 & Σταδίου Στοά του Βιβλίου, 10564, Αθήνα Τηλ.: 210 3221580 Fax: 210 3211246 www.toposbooks.gr
Φίλιπ Γκούρεβιτς Επιμέλεια Η τ χνη της γραφ ς 10 κορυφαίοι συγγραφείς αποκαλύπτουν τα μυστικά της τέχνης τους στο Paris Review Εισαγωγή Ορχάν Παμούκ Μετάφραση Μαρίνα Τουλγαρίδου ΕΚΔΟΣΕΙΣ TOΠΟΣ
Περιεχόμενα Πρόλογος του επιμελητή 9 Εισαγωγή του Ορχάν Παμούκ 13 Ο Ι Σ ΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ, Η τέχνη της ποίησης - Ντόναλντ Χολ, 1959 19 [T.S. Eliot: The Art of poetry Donald Hall, 1959] ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Πάτι Χιλ, 1957 40 [Truman Capote: The Art of Fiction Pati Hill, 1957] ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Τζορτζ Πλίμπτον, 1958 55 [Ernest Hemingway: The Art of Fiction George Plimpton, 1958] ΣΟΛ ΜΠΕΛΟΟΥ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Γκόρντον Λόιντ Χάρπερ, 1966 81 [Saul Bellow: The Art of Fiction Gordon Lloyd Harper, 1966] ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Ρόναλντ Κράιστ, 1967 103 [Jorge Luis Borges: The Art of Fiction Ronald Christ, 1967] ΓΚΡΕΪΑΜ ΓΚΡΙΝ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Μάρτιν Σάτλγουορθ, Σάιμον Ρέιβεν, 1953 145 [Graham Greene: The Art of Fiction Martin Shuttleworth, Simon Raven, 1953] ΟΥΙΛΙΑΜ ΦΟΚΝΕΡ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Τζιν Στάιν, 1956 161 [William Faulkner: The Art of Fiction Jean Stein, 1956] ΙΣΑΑΚ ΜΠΑΣΕΒΙΣ ΣΙΝΓΚΕΡ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Χάρολντ Φλέντερ, 1968 183 [Isaac Bashevis Singer: The Art of Fiction Harold Flender, 1968] ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ, Η τέχνη της μυθοπλασίας - Πίτερ Χ. Στόουν, 1981 201 [Gabriel Garsίa Márquez: The Art of Fiction Peter H. Stone, 1981] ΧΑΡΟΛΝΤ ΜΠΛΟΥΜ, Η τέχνη της κριτικής - Αντόνιο Βάις, 1991 226 [Harold Bloom: The Art of Criticism Antonio Weiss, 1991] Βιογραφικά συγγραφέων 271
Πρόλογος του επιμελητή ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ η μορφή είναι αρχέγονη. Υπήρχε στις απαρχές της λογοτεχνίας μας: «Ποιος σας είπε πως είστε γυμνοί; Φάγατε από το δέντρο που σας πρόσταξα να μην φάτε;» Ερωταποκριση ή διαλογος «Από πού κατάγεστε, Σωκράτη;» πείτε το όπως θέλετε, πάντως οι αρχαίοι καταλάβαιναν τη δραματική δύναμη και την αμεσότητα της διαλεκτικής συζήτησης. Ερώτημα και απάντηση, δούναι και λαβείν: ο αναγνώστης μαγνητίζεται σαν ωτακουστής. Κάθε σκέψη που ξεδιαλέγει, κάθε επιχείρημα ή ιστορία που κρυφακούει του γεννάει κι από μια απρόσμενη κατάπληξη, ένα ξάφνιασμα. Η μεταγραφή της συζήτησης μοιάζει να είναι ο πιο φυσικός τρόπος γραψίματος, όμως να που η συνέντευξη ως λογοτεχνικό είδος αυτό καθαυτό συνιστά σαφέστατα ένα σύγχρονο φαινόμενο, έναν τρόπο έκφρασης που, σε μεγάλο βαθμό, καταξιώθηκε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα μέσα από τις σελίδες ενός περιοδικού λογοτεχνίας με ρητά περιορισμένη κυκλοφορία, του Paris Review. Όπως συμβαίνει με πολλές σπουδαίες καινοτομίες που αργότερα αποδεικνύονται αναπόφευκτες και αναγκαίες, οι συνεντεύξεις του περιοδικού Paris Review ξεκίνησαν δίχως την παραμικρή αίσθηση ότι μια μέρα ίσως να αναγορεύονταν σε κανονιστικές. Τουναντίον, οι νεαροί Αμερικανοί που δημιούργησαν το περιοδικό, στην πόλη από όπου πήρε το όνομά του, συνέλαβαν την ιδέα των συνεντεύξεων ως ένα αντίδοτο στον ακαδημαϊκό φορμαλισμό που χαρακτήριζε άλλες επιθεωρήσεις λογοτεχνίας. Εκείνη την εποχή αρχές της δεκαετίας του 1950 τα έντυπα αυτά καταγίνονταν κυρίως με την κριτική και οι συντάκτες τους τάσσονταν κατά βάση με τη μία ή την άλλη αισθητική άποψη ή πολιτική πεποίθηση, οι οποίες και καθόριζαν τη θεματολογία τους. Οι άνθρωποι που θεμελίωσαν το Paris Review διαφοροποιήθηκαν υιοθετώντας την άποψη ότι αντί να διατυπώνουν δόγματα περί συγγραφής, θα ήταν προτιμότερο να εκδίδουν το υλικό: μυθιστόρημα και ποίηση, δοκίμια και θεατρικά έργα. Λίγο τους ένοιαζε η θεωρία κι ακόμα λιγότερο τα δόγματα. «Τα λογοτεχνικά περιοδικά σήμερα μοιάζουν έτοιμα να ξεκάνουν τη λογοτεχνία, όχι κοπανώντας την με κανένα φιλισταϊκό στειλιάρι, αλλά συνθλίβοντάς την κάτω από το βάρος της περισπούδαστης φλυαρίας», διακήρυττε ο Ουίλιαμ Στάιρον (σε ηλικία είκοσι επτά ετών, ένας από τους πιο ηλικιωμένους του κύκλου του Paris Review), σε ένα είδος αντι-μανιφέστου στο τεύχος που εγκαινίαζε το περιοδικό. Εξέφρασε την ανάγκη οι σελίδες του να αφιερωθούν απλώς και μόνο «στους καλούς συγγραφείς και τους καλούς ποιητές, στους μη ζηλωτές και τους μη μνησίκακους». Η αρτιότητα, επομένως, θα ήταν η μόνη προϋπόθεση για τους συντάκτες του περιοδικού, και οι συνεντεύξεις προκρίθηκαν ως ο καλύτερος τρόπος να συζητηθούν η συγγραφή και η συγγραφική ζωή με τους δικούς τους όρους αφήνοντας δηλαδή τους συγγραφείς να μιλήσουν οι 9
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ίδιοι για τη δουλειά τους. Δεν έβλαπτε κανέναν που η αβίαστη ανταλλαγή ερωταποκρίσεων με μια καταξιωμένη αυθεντία πρόσφερε σε ένα καινούργιο, ουσιαστικά πάμπτωχο και παντελώς άγνωστο «μικρό περιοδικό» το πρόσθετο πλεονέκτημα του να εκδίδει τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Το 1953, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού φιλοξενήθηκε μια συνέντευξη με τον Ε. Μ. Φόρστερ και μόλις πέντε χρόνια αργότερα, όταν η Viking Press εξέδωσε την πρώτη συλλογή των συνεντεύξεων του περιοδικού Paris Review με τον γενικό τίτλο «Συγγραφείς εν δράσει», στα περιεχόμενα φιγουράριζαν, εκτός του Φόρστερ, τα ονόματα των: Νέλσον Άλγκρεν, Τρούμαν Καπότε, Τζόις Κάρι (Joyce Cary), Ουίλιαμ Φόκνερ, Φρανσουά Μοριάκ, Αλμπέρτο Μοράβια, Φρανκ Ο Κόνορ, Ντόροθι Πάρκερ, Φρανσουάζ Σαγκάν, Ζορζ Σιμενόν, Ουίλιαμ Στάιρον, Τζέιμς Θέρμπερ, Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν, Θόρτον Γουάιλντερ και Άνγκους Γουίλσον. Το περιοδικό κυκλοφορούσε μόνο δύο φορές τον χρόνο στο μεγαλύτερο μέρος εκείνης της περιόδου, κι όμως το αρχείο με τις συνεντεύξεις ήταν ήδη τόσο πλούσιο που δεν υπήρχε χώρος σε εκείνη την πρώτη συλλογή για την Ίσακ Ντίνεσεν, τον Ραλφ Έλισον ή τον Γκρέιαμ Γκριν. Σε αυτό τον δρόμο συνέχισε το Paris Review τεύχος με το τεύχος, χρόνο με τον χρόνο, δεκαετία με τη δεκαετία, φτάνοντας σήμερα τις τριακόσιες και πλέον συνεντεύξεις από τις οποίες επιλέχθηκαν αυτές που εντάχθηκαν στο παρόν βιβλίο. Όπως εμφανίζονται στο περιοδικό, οι συνεντεύξεις ταξινομούνται με βάση το κύριο κομμάτι της δουλειάς ενός συγγραφέα. Οι περισσότερες κατατάσσονται στις κατηγορίες: η Τέχνη της Μυθοπλασίας, η Τέχνη της Ποίησης και η Τέχνη του Θεάτρου. Με τον καιρό, οι κατηγορίες αυξήθηκαν για να συμπεριλάβουν: την Τέχνη της Βιογραφίας, την Τέχνη της Κριτικής, την Τέχνη του Ημερολογίου, την Τέχνη του Δοκιμίου, την Τέχνη του Χιούμορ, την Τέχνη του Μιούζικαλ, την Τέχνη της Συγγραφής Σεναρίου και την Τέχνη της Μετάφρασης, καθώς και την Τέχνη της Επιμέλειας και την Τέχνη της Έκδοσης. Είναι εξαρχής παράλογο και αυθαίρετο το εγχείρημα να επιλέξει κανείς τα καλύτερα έναν κατάλογο με τις χρυσές επιτυχίες από αυτό τον αμύθητο θησαυρό, αφού για κάθε συγγραφέα που είχα τη χαρά να συμπεριλάβω εδώ υπάρχει μια χούφτα από άλλους που με μεγάλη δυσκολία κατέληξα πως δεν έχω χώρο να τους εντάξω. Με παρηγορεί το γεγονός ότι αυτό δεν είναι παρά το πρώτο βιβλίο μιας τρίτομης συλλογής, και όταν επέλεγα το περιεχόμενό του πάσχισα όχι μονάχα να επιλέξω εξόχως χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού που δίκαια μπορούμε να αποκαλέσουμε τέχνη της συνέντευξης, αλλά και να φτιάξω ένα βιβλίο που να αντικατοπτρίζει το φάσμα, το βάθος και την ποικιλία του αρχείου των συνεντεύξεων στο σύνολό του. Εκείνο που γοητεύει τόσους πολλούς από τους κορυφαίους συγγραφείς στον κόσμο και δέχονται να μιλήσουν στο Paris Review είναι ότι νιώθουν με πόση σοβαρότητα και μεράκι γίνονται και διορθώνονται οι συνεντεύξεις, είναι ο τρόπος που δομούνται ώστε να συνιστούν τεκμήρια για τις επόμενες γενιές για να μην πούμε ολοκληρωμένα πορτρέτα του κάθε καλλιτέχνη, και από εκεί και πέρα σημαντική συνεισφορά σε τέτοια εμπεριστατωμένα πορτρέτα, με την επιπλέον αίγλη ότι σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για αυτοπροσωπογραφίες. Κάθε συνέντευξη του Paris Review είναι πάντοτε προϊόν συνεργασίας, όχι αντιπαράθεσης. Στην αρχή, πριν εφευρεθούν τα κασετόφωνα, τα άτομα που έπαιρναν τις συνεντεύξεις δούλευαν σε ζευγάρια «σαν πράκτορες του FBI», όπως πα- 10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ρατήρησε ο Μάλκολμ Κόουλι. Καθένας από τους δύο έγραφε όσο γρηγορότερα μπορούσε τα σχόλια του συγγραφέα και μετά παραλλήλιζαν τις σημειώσεις τους για να δημιουργήσουν την πρωτότυπη μεταγραφή της συνέντευξης, την οποία στη συνέχεια σουλούπωναν, μορφοποιούσαν και αναδιοργάνωναν για να γίνει ένα κείμενο με συνοχή και ροή να αποκτήσει «μια δραματουργική φόρμα από μόνο του», όπως έλεγε ο Τζορτζ Πλίμπτον, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού τα πρώτα πενήντα χρόνια της ύπαρξής του και ο άνθρωπος που έκανε τις συνεντεύξεις αυτό που είναι σήμερα. Με την έλευση του κασετοφώνου, το έργο έγινε ταυτόχρονα πιο αποδοτικό αλλά και πιο ογκώδες, εφόσον ο αριθμός των λέξεων που ηχογραφούνταν ήταν μακράν μεγαλύτερος και η ωμή κυριολεξία των αυτολεξεί καταγεγραμμένων ερωταποκρίσεων απαιτεί ιδιαίτερη επαγρύπνηση από τον επιμελητή, ώστε να αποτραπεί αυτό που η δημοσιογράφος Τζάνετ Μάλκολμ αποκαλεί γλώσσα των «κασετοφωνικών» «η αλλόκοτη σύνταξη, οι παύσεις, οι περιφράσεις, οι επαναλήψεις, οι αντιφάσεις, τα κενά σχεδόν σε κάθε μη πρόταση που εκφέρουμε». Κατά τη μορφοποίηση μιας συνέντευξης του Paris Review, έλεγε ο Πλίμπτον, «Τα εργαλεία που έχει κάποιος είναι κατά κύριο λόγο οι τεχνικές της δραματικότητας: η δόμηση των χαρακτήρων, η έκπληξη, η αντιπαράθεση ακόμα ακόμα. Οι καλύτερες συνεντεύξεις όχι μόνο αποκαλύπτουν στοιχεία του χαρακτήρα του συγγραφέα, αλλά επιφυλάσσουν και μια-δυο εκπλήξεις, ίσως να έχουν ακόμα και πλοκή». Στην πορεία, κατά τη διαδικασία της επιμέλειας, ή τουλάχιστον πριν η συνέντευξη φτάσει στο τυπογραφείο, ο συγγραφέας που την έδωσε παίρνει το κείμενο για να το ξαναδεί και να το διορθώσει. Αυτή η συνεργατική προσέγγιση ως προς το τελικό προϊόν αντιβαίνει πεισματικά τη δημοσιογραφική πρακτική, η οποία προϋποθέτει ότι η αντικειμενικότητα του δημοσιογράφου εξαρτάται από την πλήρη ανεξαρτησία του από τυχόν επιρροή του συνεντευξιαζόμενου. Σκοπός του Paris Review δεν είναι να καταλάβει τους συγγραφείς εξαπίνης, αλλά να εκμαιεύσει από αυτούς στον μέγιστο δυνατό βαθμό τι είναι εκείνο που τους ενδιαφέρει περισσότερο στη ζωή και τη δουλειά τους ως συγγραφείς, ποιοι είναι και από πού κατάγονται και πώς καταγίνονται με αυτό που κάνουν όλη μέρα. Λίγες είναι οι συνεντεύξεις στο Paris Review που ολοκληρώθηκαν σε μία και μόνο συνάντηση. Το συνηθέστερο είναι να συνεχίζονται μετά από κάποιους μήνες, ακόμα και χρόνια, μέσα από πολλές διαπροσωπικές επαφές καθώς και πολλές ανταλλαγές αλληλογραφίας. Και ακριβώς επειδή σε καμία περίπτωση δεν επιχειρείται ο αιφνιδιασμός του συνεντευξιαζόμενου, το άτομο που παίρνει τις συνεντεύξεις στα πιο επιτυχημένα τελικά κείμενα δεν κάνει τον έξυπνο, δεν καμώνεται τον περισπούδαστο και δεν φοβάται ποτέ να φανεί κουτός, αν σκοπός του είναι να κάνει μια ερώτηση που μπορεί να αποδειχθεί ουσιαστική, σχετικά με τη διαδικασία συγγραφής και τη συγγραφική τέχνη (ερωτήσεις του τύπου «Σε ποια πλευρά του χαρτιού γράφετε;», όπως τις περιέγραψε αστειευόμενος στη δική του συνέντευξη στο Paris Review ο νομπελίστας Ουίλιαμ Γκάντις). Οι καλύτερες συνεντεύξεις στο Paris Review είναι πολλές και καθεμία σε αυτό το βιβλίο είναι τέτοια είναι εξαιρετικά απολαυστικές και ταυτόχρονα αποτελούν εκμυστηρεύσεις βγαλμένες από την ψυχή του συγγραφέα. Άλλοτε περιέχουν κουτσομπολιά, άλλοτε πίκρα, ή ραψωδίες, ερωτικές ιστορίες ή παράπονα για κάποιον πόνο που χρίζει ιατρικής εξέτασης ή αστεία ή όλα αυτά μαζί και αναπόφευκτα σφύζουν από έντονες απόψεις με ζέση εκφρασμένες, αλλά είναι επί- 11
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ σης συζητήσεις γύρω από το πώς φτιάχνεται η λογοτεχνία, οι οποίες συχνά αποκτούν και οι ίδιες την ποιότητα της λογοτεχνίας. Και παρότι οι συγγραφείς που αποκαλύπτονται σε αυτές τις σελίδες το έκαναν όλοι τους με μεγάλη προθυμία και είχαν την ευκαιρία να διευκρινίσουν, να διορθώσουν, να ανακαλέσουν και να ενισχύσουν τις τοποθετήσεις τους, ποτέ δεν αξιοποίησαν αυτή την ευκαιρία για να κρυφτούν καλύτερα, αλλά, αντίθετα, είτε το έκαναν εν γνώσει τους είτε εν αγνοία τους, όσο βαθύτερα προχωρούσαν στην επιχειρηματολογία τους, τόσο περισσότερο έτειναν να αφαιρούν το προσωπείο τους. Όταν το Paris Review ξεκίνησε να παίρνει συνεντεύξεις από συγγραφείς, το εγχείρημα ήταν μάλλον πρωτοποριακό. Αυτό συνέβη πριν οι εκδοτικοί οίκοι ανακαλύψουν τις παρουσιάσεις βιβλίων, προτού οι εμφανίσεις σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα γίνουν η ελπίδα κάθε επίδοξου ποιητή σονέτων. Τότε, μπορούσες να γίνεις εξαιρετικά διάσημος συγγραφέας, με αναρίθμητους αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο, δίχως να έχει πραγματικά μάθει κανείς κάτι για σένα, πέρα από τα βιβλία σου. Αν οι συνεντεύξεις στο Paris Review βοήθησαν να αλλάξει αυτό (τόσο ο Χιου Χέφνερ στο Playboy όσο και ο Άντι Γουόρχολ όταν λάνσαρε το Interview ανέφεραν το τριμηνιαίο περιοδικό του Πλίμπτον ως πηγή έμπνευσής τους), η σειρά Συγγραφείς εν Δράσει παρ όλα αυτά έχει διατηρήσει τη φρεσκάδα και τη διαχρονική γοητεία της την οποία ασκεί εξίσου σε συγγραφείς και αναγνώστες μέσα στον ίλιγγο που προκαλούν στην εποχή μας τα ΜΜΕ. Μάλιστα, μια συνέντευξη στο Paris Review έχει αποκτήσει την αξία διεθνούς τίτλου τιμής για τους συγγραφείς, συνιστά μια αναγνώριση του έργου μιας μεστής ζωής και αποτελεί μια ευκαιρία να αναλογιστεί κανείς τι έχει επιτευχθεί και πώς επιτεύχθηκε. Ακόμα και σήμερα, σε έναν κόσμο όπου συγγραφείς φλυαρούν ακατάσχετα σε κάθε ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό και σχεδόν σε κάθε βιβλιοπωλείο και βιβλιοθήκη, η συνέντευξη στο Paris Review είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις, εκτός από κάποιο βιβλίο, όπου κάποιος συγγραφέας που έχει κάτι να πει μπορεί πραγματικά να ελπίζει ότι θα τον ακούσουν. Εκείνο που κάνει τους συγγραφείς διαφορετικούς από τους άλλους είναι ότι γράφουν, μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, δεκαετία με τη δεκαετία, ιστορία με την ιστορία, βιβλίο με το βιβλίο. Οι συγγραφείς των οποίων οι φωνές έχουν σταχυολογηθεί σε αυτές τις σελίδες συνιστούν την πιο ετερόκλητη και εκλεκτική παρέα και οι συνεντεύξεις τους αντικατοπτρίζουν όλες τις διαφορές τους όμως αυτό που τους συνδέει είναι ότι όλοι το κάνουν, όλοι γράφουν και γράφουν, με όποιο τίμημα. Οι περισσότεροι από αυτούς θα σας πουν, στην αρχή, πως δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον να παρατηρείτε αυτό που κάνουν όταν το κάνουν μα να που εδώ και μισό αιώνα ένας από τους τρόπους με τον οποίο οι συγγραφείς έμαθαν πώς να γράφουν, ένιωθαν λιγότερη μοναξιά γράφοντας ή βρήκαν επιβεβαίωση την ώρα της απομόνωσης ενώ έγραφαν, ήταν το να παρατηρούν τους συναδέλφους τους συγγραφείς όσο εκείνοι περιέγραφαν τι έκαναν εν ώρα δουλειάς μέσα από τις συνεντεύξεις του Paris Review. Δύσκολα θα βρει κανείς πιο απολαυστικό τρόπο να περάσει την ώρα του, όταν δεν γράφει, από το να έχει για συντροφιά τόσες άφταστες διάνοιες που απαιτούν το καλύτερο από τον εαυτό τους. Φίλιπ Γκούρεβιτς 12
Εισαγωγή του Ορχάν Παμούκ ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΔΙΑΒΑΣΑ τον Φόκνερ στο Paris Review, στην Κωνσταντινούπολη το 1977, ένιωσα τέτοια συγκίνηση λες και είχα πέσει τυχαία πάνω σε κάποιο ιερό κείμενο. Ήμουν είκοσι πέντε χρονών, ζούσα με τη μητέρα μου σε ένα διαμέρισμα με θέα στον Βόσπορο, καθόμουν σε ένα από τα «τυφλά» δωμάτια του σπιτιού περιτριγυρισμένος από βιβλία, κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και πάσχιζα να τελειώσω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Για να γράψει κανείς το πρώτο του μυθιστόρημα δεν αρκεί μόνο να μάθει πώς να πει την ιστορία του σαν να ήταν η ιστορία κάποιου άλλου. Σημαίνει επιπλέον ότι πρέπει να γίνει ένα άτομο που θα μπορεί να φανταστεί το μυθιστόρημα από την αρχή ως το τέλος με έναν ισορροπημένο τρόπο, ένα άτομο που θα μπορέσει να εκφράσει αυτό το όνειρο με λέξεις και προτάσεις Για να γίνω μυθιστοριογράφος, παράτησα την αρχιτεκτονική και κλείστηκα σ ένα σπίτι. Τι είδους άτομο έπρεπε να γίνω τώρα; ΣΤΑΪΝ Πώς γίνεται ένας συγγραφέας σοβαρός μυθιστοριογράφος; ΦΟΚΝΕΡ Χρειάζεται ενενήντα εννέα τοις εκατό ταλέντο ενενήντα εννέα τοις εκατό πειθαρχία ενενήντα εννέα τοις εκατό δουλειά. Ποτέ δεν πρέπει να είναι ικανοποιημένος με αυτό που κάνει. Ποτέ δεν είναι όσο καλό μπορεί να γίνει. Πάντα να ονειρεύεσαι και να στοχεύεις ψηλότερα από εκεί που ξέρεις ότι μπορείς να φτάσεις. Μη σε απασχολεί το να γίνεις απλώς καλύτερος από τους σύγχρονους ή τους προγενέστερούς σου. Προσπάθησε να γίνεις καλύτερος από τον εαυτό σου. Ο καλλιτέχνης είναι ένα πλάσμα που το καθοδηγούν οι δαίμονες. Δεν ξέρει γιατί τον διαλέγουν και συνήθως έχει τόσα πολλά να κάνει, που δεν του μένει χρόνος να σκεφτεί το γιατί. Είναι πέρα για πέρα αμοραλιστής, με την έννοια ότι θα ληστέψει, θα δανειστεί, θα εκλιπαρήσει ή θα κλέψει από τον οποιονδήποτε και από τον καθένα για να κάνει τη δουλειά του Η μοναδική ευθύνη που φέρει ο συγγραφέας είναι απέναντι στην τέχνη του. 13
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ Ήταν μεγάλη παρηγοριά να διαβάζω αυτές τις λέξεις σε μια χώρα όπου οι απαιτήσεις της κοινότητας έχουν προτεραιότητα απέναντι σε οτιδήποτε άλλο. Κανόνισα να μου στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη όλες τις συνεντεύξεις του Paris Review που εξέδιδε ο Penguin σε ξεχωριστούς τόμους. Τις διάβαζα με αυτοσυγκέντρωση και τις απολάμβανα. Μέρα με τη μέρα, επέβαλα στον εαυτό μου την πειθαρχία τού να δουλεύω καθισμένος μπροστά σε ένα τραπέζι όλη μέρα, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του χαρτιού και της πένας σε ένα μοναχικό δωμάτιο συνήθειες που ποτέ δεν πρόκειται να χάσω. Έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα, Τζεβντέτ μπέης και υιοί, ένα ογκωδέστατο βιβλίο εξακοσίων σελίδων που έκανα τέσσερα χρόνια για να το τελειώσω κι όποτε κολλούσα, σηκωνόμουν ενστικτωδώς από το γραφείο, έπεφτα βαρύς στο ντιβάνι, λουσμένος στην απόγνωση μέσα στο ίδιο εκείνο πνιγμένο στον καπνό δωμάτιο, και ξαναδιάβαζα αυτές τις συνεντεύξεις του Φόκνερ, του Ναμπόκοφ, του Ντος Πάσος, του Χέμινγουεϊ ή του Απντάικ, πασχίζοντας να ανακτήσω την πίστη μου στο γράψιμο και να βρω το δικό μου στίγμα. Στην αρχή, διάβαζα αυτές τις συνεντεύξεις επειδή αγαπούσα τα βιβλία αυτών των συγγραφέων, επειδή λαχταρούσα να μάθω τα μυστικά τους, να καταλάβω πώς δημιούργησαν τους φανταστικούς κόσμους τους. Αλλά, ευχαριστιόμουν επίσης και την ανάγνωση συνεντεύξεων με μυθιστοριογράφους και ποιητές που μετά βίας είχα ακουστά τα ονόματά τους και των οποίων τα βιβλία δεν είχα διαβάσει ποτέ. Αφήστε με να ξεδιαλύνω τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτές τις συνεντεύξεις: Οι συνεντεύξεις του Paris Review δεν συνδέονταν με την καμπάνια για την προώθηση κάποιου συγκεκριμένου βιβλίου ή έργου, στην οποία οι συγγραφείς ήταν αναγκασμένοι να συμμετέχουν. Επρόκειτο για συγγραφείς που ήταν ήδη αναγνωρισμένοι και είχαν παγκόσμια απήχηση, και σε αυτές τις συνεντεύξεις μιλούσαν για τις συγγραφικές τους συνήθειες, τα μυστικά της τέχνης τους, τον τρόπο με τον οποίο έγραφαν, τις στιγμές ευαισθησίας τους και τους τρόπους με τους οποίους ξεπερνούσαν τις δυσκολίες που συναντούσαν. Είχα ανάγκη να διδαχθώ από την εμπειρία τους, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όπως ακριβώς έπαιρνα τα βιβλία τους ως παραδείγματα προς μίμηση, έτσι αντλούσα στοιχεία και από τις διάφορες συνήθειές τους, τις φοβίες, τις εκκεντρικότητες και τις παραξενιές τους (όπως η επιμονή να υπάρχει πάντα καφές στο τραπέζι). Πάνε τριάντα τρία χρόνια τώρα που γράφω χειρόγραφα σε χαρτί μιλιμετρέ. Μερικές φορές πιστεύω ότι το συγκεκριμένο χαρτί με βολεύει εξαιτίας του τρόπου γραφής μου Άλλες φορές πάλι, πιστεύω ότι γράφω σε αυτό επειδή στο ξεκίνημά μου είχα μάθει ότι δύο από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ο Τόμας Μαν και ο Ζαν Πολ Σαρτρ, έγραφαν σε χαρτί μιλιμετρέ Δεν είχα αναπτύξει φιλίες με κανέναν Τούρκο συγγραφέα της γενιάς μου και η απομόνωσή μου επέτεινε την αγωνία μου σχετικά με το μέλλον μου. Κάθε φορά που καθόμουν να 14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ διαβάσω αυτές τις συνεντεύξεις, η μοναξιά μου εξατμιζόταν. Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις αυτών των συγγραφέων, ανακάλυψα ότι υπήρχαν πολλοί άλλοι που συμμερίζονταν το πάθος μου, ότι η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που ποθούσα και σε αυτό που είχα καταφέρει ήταν κάτι φυσιολογικό, ότι η απέχθειά μου προς την κανονική καθημερινή ζωή δεν ήταν ένδειξη παθολογίας, αλλά διάνοιας, και ότι έπρεπε να δεχτώ με τρυφερότητα τις περισσότερες ασήμαντες εκκεντρικές μου συνήθειες που πυροδοτούσαν τη φαντασία μου και με βοηθούσαν να γράψω. Έχω την αίσθηση ότι έχω μάθει πάρα πολλά για την τέχνη της συγγραφής μυθιστορημάτων πώς γεννιέται το πρώτο ψήγμα στο μυαλό του συγγραφέα, με πόση στοργή αναπτύσσεται και πόσο προσεκτικά υφαίνεται η πλοκή ή η έλλειψη πλοκής. Μερικές φορές, οι συνεντεύξεις άφηναν να φανεί ότι ορισμένοι συγγραφείς ξεσπούσαν με μένος ενάντια σε κάποια συγκεκριμένη ιδέα για το μυθιστόρημα, κάτι που έκανα κι εγώ και με βοηθούσε να αναπτύξω τις δικές μου ιδέες για το μυθιστόρημα. Όταν ήμουν νέος, κι αφού είχα διαβάσει τα γράμματα του Φλομπέρ και τις ιστορίες γύρω από τις ζωές των συγγραφέων που θαύμαζα περισσότερο, ασπάστηκα τη δεοντολογία του λογοτεχνικού μοντερνισμού, την οποία κανένας σοβαρός συγγραφέας δεν μπορεί να αποφύγει: να αφοσιωθώ στην τέχνη δίχως να περιμένω τίποτα σε αντάλλαγμα, να αποκηρύξω τη φήμη, την επιτυχία, την εξαργυρωμένη έναντι ευτέλειας δημοτικότητα, να αγαπώ τη λογοτεχνία για την ομορφιά της. Όταν όμως διάβασα πώς ο Φόκνερ και άλλοι συγγραφείς εξέφραζαν τη στράτευσή τους στα ίδια αυτά ιδανικά, η αδιαπραγμάτευτη ειλικρίνειά τους αναπτέρωνε το ηθικό μου ακόμα περισσότερο. Στα πρώτα μου βήματα στη συγγραφή, τότε που μου έλειπε η αυτοπεποίθηση και είχα αμφιβολίες για το μέλλον μου ως συγγραφέα, κατέφευγα σε αυτές τις συνεντεύξεις για να προασπίσω την αμετάκλητη απόφασή μου. Το να διαβάζω ξανά αυτές τις συνεντεύξεις μετά από τόσα χρόνια κι αφού έχω κι εγώ κοσμήσει τις σελίδες περιοδικών μου ξαναφέρνει στον νου τις ελπίδες και τις αγωνίες των πρώτων συγγραφικών μου χρόνων. Τριάντα χρόνια μετά, τις διαβάζω με τον ίδιο ενθουσιασμό, γνωρίζοντας ότι με κανέναν τρόπο δεν εξαπατήθηκα: αυτές οι συνεντεύξεις μού μιλούν για τις χαρές και τις πίκρες της λογοτεχνίας πιο έντονα από ποτέ. 15