ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ; ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ Η ιδέα ότι υπάρχει ένα ενιαίο σκανδιναβικό πολιτικό μοντέλο εκφράστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1930. Μπροστά στους κινδύνους που απειλούσαν τότε τη δημοκρατία σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, το παράδειγμα των σκανδιναβικών χωρών αποτελούσε πηγή αισιοδοξίας, μια ζωντανή απόδειξη ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορούσε να λειτουργεί ακόμη και σε καιρούς έντονης οικονομικής δυσπραγίας. Οι δημοκρατίες του Βορρά θεωρήθηκαν πρότυπο κυρίως για τη Βρετανία, λόγω των κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών της με τις σκανδιναβικές χώρες. 1 Σε ένα άρθρο του στο περιοδικό The Spectator, ο Anthony Blunt παρατηρούσε: «Δεν υπάρχει καλύτερος λαός από τους Σκανδιναβούς μοιάζουν να έχουν όλα τα προτερήματα του προοδευτικού ανθρώπου, χωρίς κανένα από τα ελαττώματά του. Κατάφεραν να οικοδομήσουν μια
48 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ πραγματική δημοκρατία, την οποία και συναντάς σε κάθε σου βήμα.» 2 Ο E. D. Simon, σε ένα βιβλίο που έγραψε το 1939 ειδικά για το Left Book Club, * παρουσίασε τα σκανδιναβικά κράτη σαν πρότυπο για το πώς η δημοκρατία μπορούσε να αμυνθεί στη «φοβερή πρόκληση» των δικτατόρων «σ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς». «Τούτες οι μικρές δημοκρατίες είναι ό,τι πιο ενθαρρυντικό υπάρχει σήμερα στον κόσμο», έγραφε χαρακτηριστικά. «Τα σκανδιναβικά κράτη είναι οι μόνες χώρες της Ευρώπης που μετά τον πόλεμο γίνονται όλο και πιο δημοκρατικές, όλο και πιο εύπορες, όλο και πιο ικανοποιημένες με τον εαυτό τους, τη στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη οι νεότερες δημοκρατίες έχουν ήδη καταρρεύσει, ενώ οι πιο παλιές δίνουν μάχες οπισθοφυλακής.» 3 Η ιδέα ότι υπάρχει ένα σκανδιναβικό πολιτικό μοντέλο συνέχισε να επηρεάζει τον τρόπο που οι σκανδιναβικές χώρες αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους, και μετά το 1945. Διαμορφώθηκε η εικόνα ότι οι σκανδιναβικές χώρες αποτελούν μια «ξεχωριστή κοινότητα, θεμελιωμένη στη σοσιαλ δημοκρατία και την ισονομία, μια κοινότητα της οποίας τα μέλη έχουν ένα κοινό πεπρωμένο». Τούτη η εικόνα ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την καπιταλιστική και ρωμαιοκαθολική ηπειρωτική Ευρώπη. Η αίσθηση ότι * Λέσχη βιβλιοφίλων, που ιδρύθηκε το 1936 στη Μεγάλη Βρετανία και λειτούργησε έως το 1948. Εξέδιδε και διακινούσε στα μέλη της βιβλία αριστερού προσανατολισμού που επηρέασαν βαθιά τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της βρετανικής Αριστεράς. (Σ.τ.Μ.)
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 49 μεταξύ Σκανδιναβίας και υπόλοιπης Ευρώπης υπάρχει μια ουσιαστική αντίθεση εξακολουθεί και σήμερα να τροφοδοτεί την εναντίωση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση που παρατηρείται στη σκανδιναβική κοινή γνώμη. 4 Επιπλέον, στη διεθνή βιβλιογραφία των πολιτικών επιστημών, τα σκανδιναβικά κράτη αντιμετωπίζονται συχνά ως ενιαίο μπλοκ, με τους επιστήμονες και ερευνητές να κάνουν λόγο για ένα «σκανδιναβικό πολιτικό μοντέλο». Εκείνο που φαίνεται να διακρίνει τη Σκανδιναβία ως σύνολο είναι μια πολιτική συμπεριφορά και μια σειρά πολιτικών θεσμών που χαρακτηρίζονται από πνεύμα συλλογικότητας και διά θεση προσαρμογής, που εξελίχθηκαν ειρηνικά, χωρίς βίαιους επαναστατικούς κλυδωνισμούς, και που διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο υπό την επίδραση ενός στρώματος ελεύθερων, ανεξάρτητων αγροτών. 5 Σε αντίθεση με χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο πολιτικός διάλογος είναι πιο συγκρουσιακός και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις σφοδρότερες, τα σκανδιναβικά κράτη ονομάστηκαν «δημοκρατίες της συναίνεσης», με βασικά γνωρίσματα τον υψηλό βαθμό αποδοχής και στήριξης του πολιτικού συστήματος, τις σχετικά αμβλυμένες κοινωνικές διαιρέσεις και την ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών με στόχο την εκτόνωση των συγκρούσεων και την επίτευξη συμβιβασμών. 6 Άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά του σκανδιναβικού πολιτικού μοντέλου είναι η εκλογική κυριαρχία των σοσιαλδημοκρατικών εργατικών κομμάτων, στο πλαίσιο ενός πολυκομματικού
50 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ συστήματος, και τα υψηλά επίπεδα πολιτικής συμμετοχής και πολιτικής οργάνωσης των πολιτών, που συνοδεύονται από μια τάση υιοθέτησης νεο-κορπορατιστικών μεθόδων στη λήψη αποφάσεων. Η πολιτική επιρροή της τάξης των αγροτών έφθινε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αλλά οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι τα αγροτικά κόμματα έπαιξαν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής των σκανδιναβικών χωρών, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1930. Ωστόσο, αυτές οι ομοιότητες μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών κρύβουν και σημαντικές διαφορές. Στις δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Νορβηγίας και της Σουηδίας απέκτησαν ηγεμονική παρουσία, στη Δανία όμως δεν κατέκτησαν ποτέ την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, ενώ στη Φινλανδία και την Ισλανδία η θέση τους υπήρξε πολύ πιο αδύναμη. Ακόμη σημαντικότερο ήταν το γεγονός ότι η διαδικασία οικοδόμησης σύγχρονου κράτους διέφερε σημαντικά στις πέντε χώρες. Η βασική διαχωριστική γραμμή διαφοροποιεί τις παλιές αυτοκρατορικές μοναρχίες της Δανίας και της Σουηδίας από τα κράτη που ανεξαρτητοποιήθηκαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα (η Νορβηγία το 1905, η Φινλανδία το 1917 και η Ισλανδία το 1944). Ο ισχυρισμός ότι στη Σκανδιναβία η πορεία προς τη νεωτερικότητα αποτέλεσε μια ειρηνική και σταδιακή πολιτική εξέλιξη δεν μπορεί να υποστηριχτεί στην περίπτωση της Φινλανδίας, η οποία το 1918 υπήρξε το θέατρο ενός αιμα-
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 51 τηρού εμφύλιου πολέμου. Σε τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις οφείλονται οι διαφορετικές συνταγματικές ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί στις σκανδιναβικές χώρες. Λόγου χάρη, το προ εδρικό σύστημα της Φινλανδίας έρχεται σε αντίθεση με τον ενισχυμένο ρόλο του κοινοβουλίου σε άλλες σκανδιναβικές χώρες, κάτι που έχει οδηγήσει πολλούς επιστήμονες στο να αμφισβητήσουν εάν όντως υφίσταται ένα ενιαίο σκανδιναβικό μοντέλο κοινοβουλευτισμού. 7 Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οι διαφορές αυτές έγιναν πιο εμφανείς, και το κατά πόσο μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ένα τέτοιο μοντέλο πράγματι υπάρχει αποτελεί σήμερα αντικείμενο συζήτησης. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Οι διαδικασίες οικοδόμησης κράτους στις σκανδιναβικές χώρες χαρακτηρίζονται από ορισμένες σημαντικές διαφορές. Η διάλυση της μεσαιωνικής Ένωσης του Κάλμαρ και η λουθηρανική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της Δανίας και της Σουηδίας ως δύο ανταγωνιστικών κρατών αυτοκρατορικού τύπου στην περι οχή της Βαλτικής, στα οποία ανήκαν επίσης τα εδάφη όπου αργότερα ιδρύθηκαν η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Φινλανδία. Αυτά τα δύο κράτη ήταν μοναρχίες με συγκεντρωτική δομή. Η νομή της γης και η τοπική διοίκηση
52 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ διέπονταν εν γένει από ομοιόμορφους κανόνες σε ολόκληρη τη Σουηδία-Φινλανδία αντίθετα, στο εσωτερικό της Δανίας υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλομορφία, κυρίως λόγω της απουσίας αριστοκρατών γαιοκτημόνων και της κυρίαρχης θέσης των ελεύθερων αγροτών στη Νορβηγία και την Ισλανδία. 8 Ωστόσο, υπήρχαν και άλλες σημαντικές διαφορές μεταξύ Σουηδίας και Δανίας, κυρίως όσον αφορά τα εμπορικά δίκτυα στα οποία συμμετείχαν, κάτι που με τη σειρά του επηρέασε την ανάπτυξη των νεοσύστατων σκανδιναβικών κρατών από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά: η Νορβηγία και η Ισλανδία θεωρούνταν «παράκτιες περιφερειακές ζώνες», ενώ την ανάπτυξη της Φινλανδίας, πριν ανεξαρτητοποιηθεί το 1917, καθόριζε η θέση της ως χερσαίου προκαλύμματος στο δυτικό άκρο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. 9 Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, υπάρχουν αρκετοί εναλλακτικοί τρόποι σύγκρισης των διαδικασιών σχηματισμού κράτους στην περιοχή: «δυτική Σκανδιναβία» (Δανία, Νορβηγία και Ισλανδία) και «ανατολική Σκανδιναβία» (Σουηδία-Φινλανδία) παλιά κράτη (Δανία, Σουηδία) και νέα κράτη (Νορβηγία, Φινλανδία, Ισλανδία) ή ακόμα, μοναρχίες του σκανδιναβικού «πυρήνα» (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία) και αβασίλευτες δημοκρατίες της σκανδιναβικής «περιφέρειας» (Φινλανδία, Ισλανδία). Παρ όλα αυτά, το χρονολογικό μοτίβο εξέλιξης υπήρξε λίγο-πολύ παρεμφερές σε ολόκληρη την περιοχή. Αν και η Σκανδιναβία διακρίνεται για τον ειρηνικό τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 53 οι πολιτικοί της θεσμοί, οι περισσότερες αποφάσεις για μεγάλης κλίμακας διευρύνσεις των πολιτικών δικαιωμάτων συνέπεσαν με περιόδους διεθνών κρίσεων. 10 Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι κατέληξαν σε εδαφικές ανακατατάξεις και επιβεβαίωσαν το μειωμένο κύρος της Σουηδίας και της Δανίας, που υποβιβάστηκαν σε μικρές και ουδέτερες περιφερειακές δυνάμεις. Η Σουηδία παραχώρησε στη Ρωσία τα εδάφη της Φινλανδίας, αποκτώντας ήδη από το 1809 τα σύνορα που έχει και σήμερα. Η Δανία διατήρησε τις νησιωτικές κτήσεις της στον βόρειο Ατλαντικό (Ισλανδία, Φερόες Νήσοι και Γροιλανδία), καθώς και τα δουκάτα του Slesvig και του Holsten, αλλά έχασε τη Νορβηγία, που το 1814 προσχώρησε σε μια μοναρχική ένωση με τη Σουηδία. Τούτες οι εδαφικές μεταβολές συνοδεύτηκαν από πολιτικές αναταραχές, όμως σε καμιά σκανδιναβική χώρα η πολιτική αναταραχή δεν απέκτησε αληθινά επαναστατικό χαρακτήρα. Στη Σουηδία, το νέο σύνταγμα του 1809, παρότι έδωσε τέλος στην ελέω Θεού μοναρχία, δεν αποσκοπούσε σε καμιά περίπτωση στο να ανοίξει τον δρόμο προς τον κοινο - βουλευτισμό. Το σουηδικό κράτος παρέμεινε εξαιρετικά συγκεντρωτικό και αυταρχικό, με την εξουσία να ασκείται αποκλειστικά από μια συντηρητική κυρίαρχη τάξη, που περιλάμβανε τη βασιλική οικογένεια και τη βασιλική αυλή, τους ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους και τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού. Ύστερα από δεκαετίες αναβρασμού με αίτημα τη φιλελευθερο ποίηση, στα
54 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ μέσα του 19ου αιώνα, το 1866 η Δίαιτα των τεσσάρων τάξεων αντικαταστάθηκε από ένα κοινοβούλιο δύο σωμάτων (με Άνω και Κάτω Βουλή). Ωστόσο, δι καίω μα ψήφου είχε μικρό μόνο μέρος του πληθυσμού, ενώ την ηγεμονία των συντηρητικών εξασφάλιζαν η έμμεση εκλογή των μελών της Άνω Βουλής, στην οποία κυριαρχούσαν γαιο κτήμονες, ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί και εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και οι πρωτοβουλίες της δραστήριας σουηδικής μοναρχίας με τις ανανεωμένες φιλοδοξίες της. Έτσι, το σουηδικό κράτος παρέμενε σχετικά αυταρχικό ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε ένας ιστορικός χαρακτήρισε το σουηδικό κοινοβούλιο (Riksdag) ως «το πιο αντιδραστικό από κάθε άλλο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, με μοναδική εξαίρεση το πρωσικό». 11 Ταυτόχρονα, τρία εντελώς διαφορετικά λαϊκά κινήματα ενέτειναν τις πιέσεις για την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων. Αυτά ήταν το κίνημα υπέρ της ελεύθερης εκκλησίας, * το κίνημα υπέρ της εγκράτειας (στην κατανάλωση αλκοόλ) και το εργατικό κίνημα, που συμμάχησαν με τα φιλελεύθερα στοιχεία του κοινοβουλίου στο πλαίσιο της εκστρατείας για την καθιέρωση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος, * Κίνημα υπέρ του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, ώστε αυτή να μην αποτελεί βραχίονα της κεντρικής εξουσίας, ούτε να επηρεάζεται άμεσα (π.χ. μέσω του διορισμού των κρατικών αξιωματούχων) ή έμμεσα (π.χ. μέσω της κρατικής χρηματοδότησης) από τις κυβερνητικές αποφάσεις. (Σ.τ.Μ.)
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 55 από τη δεκαετία του 1890 και μετά. Τελικά, το 1907 μια συντηρητική κυβέρνηση ενέκρινε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, παραχωρώντας πλήρη εκλογικά δικαιώματα σε όλους τους άρρενες πολίτες για την εκλογή των μελών της Κάτω Βουλής, αλλά ικανοποιώντας ταυτόχρονα την απαίτηση των συντηρητικών για την εισαγωγή ενός νέου εκλογικού συστήματος βασισμένου στην αναλογική αντιπροσώπευση. Η φιλελεύθερη σουηδική κυβέρνηση του 1905 ήταν η πρώτη που ανέλαβε την εξουσία έχοντας προηγουμένως κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ωστόσο, η αρχή της δεδηλωμένης αμφισβητήθηκε το 1914, όταν ο βασιλιάς παρενέβη για το ζήτημα της ναυτικής άμυνας της χώρας, ενέργεια που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης. Το ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο μετά τις μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τις σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα τον χειμώνα και στις αρχές της άνοιξης του 1917. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους σημειώθηκε ξανά πολιτική αναταραχή. Τελικά, η λαϊκή δυσαρέσκεια εκτονώθηκε στις εκλογές του φθινοπώρου με την εκλογική επικράτηση των προοδευτικών κομμάτων, που απέκτησαν την κοινοβουλευτική πλειο ψηφία. Έτσι σχηματίστηκε η κυβέρνηση συνεργασίας Φιλελευθέρων-Σοσιαλδημοκρατών, που γενικά θεωρείται ότι σηματοδοτεί την οριστική καθιέρωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη Σουηδία. Ακολούθησαν η μεταρρύθμιση της Άνω Βουλής και η απονομή του εκλογικού δικαιώματος σε όλους τους πολίτες. Με αυτό τον ειρηνικό τρόπο, η κοινοβουλευτική δημοκρατία παγιώθηκε
56 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ χωρίς να ανατραπεί το ισχύον καθεστώς, αν και με περισσότερες συγκρούσεις απ ό,τι συνήθως αναγνωρίζεται. 12 Στη Δανία, η απολυταρχία έμεινε αλώβητη από τις αναστατώσεις της επαναστατικής περιόδου, επιβιώνοντας μέχρι το επόμενο κύμα επαναστάσεων που ξέσπασε στην Ευρώπη, το 1848. Αυτή η επιτυχία του στέμματος υπήρξε εν μέρει αποτέλεσμα της προθυμίας του να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις, ιδίως τις «μεγάλες αγροτικές μεταρρυθμίσεις» που άρχισαν να υιοθετούνται τη δεκαετία του 1780. Όμως ακόμη κι αν το καθεστώς ήταν απολυταρχικό, οι διαθέσεις της κοινής γνώμης επηρέαζαν ολοένα και περισσότερο τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. 13 Η άνοδος της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης από τη δεκαετία του 1830 και μετά, η οποία υποστήριζε την περικοπή των κρατικών δαπανών, πέρα από τις συνήθεις διεκδικήσεις των φιλελευθέρων, όπως την ελευθερία του Τύπου, συνδέθηκε με την άνοδο του φιλελεύθερου εθνικισμού, ιδίως στα δουκάτα του Slesvig και του Holsten. Όταν οι Φιλελεύθεροι του Holsten, με το ξέσπασμα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του Μαρτίου 1848, απαίτησαν τη θέσπιση νέων συνταγμάτων στα δύο δουκάτα, οι Εθνοφιλελεύθεροι της Κοπεγχάγης παρουσίασαν τα δικά τους αιτήματα για μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα, η οποία ανέλαβε να επιβλέψει την υιοθέτηση νέου συντάγματος. Το νέο σύνταγμα τελικά κυρώθηκε τον Ιούνιο του 1849, τερματίζοντας μια περίοδο 188 χρόνων απολυταρχίας. Η μοναρχία επιβίωσε, αλλά τώρα την περιόριζαν τα δύο
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 57 σώματα ενός κοινοβουλίου εν μέρει εκλεγμένου με την ψήφο του συνόλου των αρρένων πολιτών. Η συγκεκριμένη διευθέτηση είχε έντονα δημοκρατικό χαρακτήρα για τα δεδομένα της εποχής και, επιπλέον, δεν αλλοιώθηκε στην περίοδο της συντηρητικής υποτροπής που ακολούθησε τις επαναστάσεις του 1848 σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ωστόσο, όπως και στη Σουηδία, η πολιτική ζωή της Δανίας σφραγίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα από τη σφοδρή και παρατεταμένη διαμάχη μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελευθέρων σε σχέση με την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μετά τη στρατιωτική ήττα της Δανίας από την Πρωσία το 1864, οι Συντηρητικοί βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση και εισήγαγαν συνταγματικές αλλαγές για την ενίσχυση του ενός από τα δύο σώματα του κοινοβουλίου, του Landsting, μεταβάλλοντας τον τρόπο εκλογής των μελών του και διασφαλίζοντας έτσι την κυριαρχία τους σε αυτό. Όλα άλλαξαν μετά τη συντριβή των Συντηρητικών στις νομοθετικές εκλογές του 1901, οπότε οι Φιλελεύθεροι σχημάτισαν για πρώτη φορά κυβέρνηση με βάση την κοινο βουλευτική τους πλειοψηφία. Το καθολικό δικαίωμα του εκλέγειν καθιερώθηκε το 1915, όμως η κοινοβουλευτική δημοκρατία απειλήθηκε ξανά τόσο από την επαναστατική Αριστερά το 1917-18 όσο και από τις ανανεωμένες φιλοδοξίες του βασιλιά κατά την αποκαλούμενη Πασχαλινή Κρίση του 1920. Στις αρχές της άνοιξης του 1920, η κυβέρνηση Φιλελευθέρων-Σοσιαλδημοκρατών δέχτηκε σοβαρότατες πιέσεις σχετικά με το ζήτημα των
58 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ νότιων συνόρων της χώρας και έχασε την πλειοψηφία στο Folketing, στο άλλο από τα δύο κοινοβουλευτικά σώματα. Ο βασιλιάς κάλεσε τον πρωθυπουργό να παραιτηθεί και, όταν εκείνος αρνήθηκε, πήρε την πρωτοβουλία και διέλυσε την κυβέρνηση. Οι Σοσιαλδημοκράτες απείλησαν με γενική απεργία, διαμαρτυρόμενοι για μια ενέργεια την οποία θεώρησαν απόπειρα πραξικοπήματος εκ μέρους του μονάρχη και των συντηρητικών υποστηρικτών του. Τελικά, ο βασιλιάς πείστηκε να υποχωρήσει και να προκηρύξει νέες εκλογές. 14 Στη Νορβηγία, τη Φινλανδία και την Ισλανδία, η συνταγματική μεταρρύθμιση συνδέθηκε με τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Κιέλου, που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1814, η Νορβηγία παραχωρήθηκε από τη Δανία στο σουηδικό στέμμα. Για λίγους μήνες, το καλοκαίρι του 1814, φαινόταν πως η Νορβηγία θα γίνει ανεξάρτητο κράτος. Τον Μάιο του 1814, 112 αντιπρόσωποι του έθνους είχαν συγκεντρωθεί στο Eidsvoll για να συντάξουν το νέο νορβηγικό σύνταγμα. Το κείμενο στο οποίο τελικά συμφώνησαν ήταν για την εποχή του ένα από τα πιο φιλελεύθερα συντάγματα της Ευρώπης. 15 Προέβλεπε τη λειτουργία κοινοβουλίου με ένα νομοθετικό σώμα (Storting), το οποίο είχε δικαίωμα φορολόγησης των πολιτών και αρνησικυρίας (βέτο) στις ενέργειες του στέμματος τα μέλη του εκλέγονταν δημοκρατικά και δικαίωμα ψήφου είχαν σχεδόν οι μισοί ενήλικοι άρρενες Νορβηγοί. 16
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 59 Παρ όλα αυτά, η νορβηγική ανεξαρτησία υπήρξε βραχύβια. Ο νορβηγός βασιλιάς παραιτήθηκε. Κατόπιν, το Storting ψήφισε υπέρ της ένωσης με τη Σουηδία, εκλέγον τας και αναγνωρίζοντας ως βασιλιά της Νορβηγίας τον Κάρολο ΙΓ, βασιλιά της Σουηδίας. Έχοντας κάνει μια τέτοια επιλογή, το Storting μπόρεσε να διαπραγματευτεί από πλεονεκτική θέση με τον σουηδό αντιβασιλέα, τον Διάδοχο Κάρολο Ιωάννη, και να εξασφαλίσει μια σειρά από προνόμια. Έτσι, η Νορβηγία διατήρησε το φιλελεύθερο σύνταγμά της, ενώ το εθνικό συμβούλιο και το κοινοβούλιο απέκτησαν ακόμα περισσότερες δικαιοδοσίες απ ό,τι προέβλεπε το αρχικό θεσμικό πλαίσιο που είχε συμφωνηθεί στο Eidsvoll. Για τον λόγο αυτό, η Νορβηγία αποτέλεσε πηγή ελπίδας και έμπνευσης για τους σουηδούς Φιλελευθέρους και τους άλλους υπέρμαχους της συνταγματικής διακυβέρνησης, ιδίως μετά την εκλογή αγροτών στις περισσότερες έδρες του Storting το 1832 και το 1836. 17 Από την άλλη μεριά, και οι σουηδοί Συντηρητικοί υπερασπίζονταν με θέρμη την ένωση των δύο χωρών, θεωρώντας ότι συμβάλλει στην ισχυροποίηση της μοναρχίας και αποτρέπει το ενδεχόμενο μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του Riksdag, του σουηδικού κοινοβουλίου. Τα πράγματα οξύνθηκαν το 1882, όταν ο ριζοσπάστης νορβηγός πολιτικός Johan Sverdrup κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο του Storting, γεγονός που οδήγησε σε συνταγματική κρίση, λόγω της πρωτοβουλίας του να απομακρύνει ορισμένους σημαντικούς υπουργούς από τη θέση τους. Ο σουηδός βασιλιάς αναγκάστηκε να
60 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ υποχωρήσει στις απαιτήσεις των νορβηγών Φιλελευθέρων και αποδέχτηκε την ισχύ της αρχής της δεδηλωμένης στη Νορβηγία. Η καθολική διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος, και για τα δύο φύλα, θεσμοθετήθηκε το 1913. Στην Ισλανδία, όπως στη Νορβηγία, η συνταγματική μεταρ ρύθμιση συνδέθηκε στενά με το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία. 18 Και πάλι όπως στη Νορβηγία, το κοινοβούλιο (Alþingi) ανασυστάθηκε το 1843 και αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα σύμβολα της ισλανδικής εθνικής ταυτότητας, ιδιότητα που διατήρησε και στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. 19 Η Ισλανδία ήταν ένα νησί που κυβερνιόταν απευθείας από την Κοπεγχάγη, ως έδαφος της απόλυτης μοναρχίας της Δανίας. Ορισμένοι ισλανδοί εθνικιστές προσ πάθησαν να αντιδράσουν στην εφαρμογή των διατάξεων του νέου δανικού συντάγματος του 1849 στο νησί τους, όμως η αναταραχή που προκλήθηκε οδήγησε σε αδιέξοδο τις δανο-ισλανδικές σχέσεις. Η κατάσταση αυτή άλλαξε μόνο το 1871, με τον Νόμο για το Καθεστώς της Ισλανδίας, που αναγνώριζε το νησί ως αναπόσπαστο μεν τμήμα της δανικής επικράτειας, αλλά με ειδικά προνόμια. Μια συνταγματική τροπολογία του 1874 παραχώρησε νομοθετικές εξουσίες στο Alþingi, τις οποίες μοιραζόταν με το δανικό στέμμα. Έκτοτε, οι επικρίσεις των εθνικιστών αφορούσαν κυρίως το πώς ασκούσε τις εξουσίες του το δανικό στέμμα, μέσω του υπουργού της Ισλανδίας. Τα αιτήματα για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις συνέχισαν να συνδυάζονται με εθνικιστικές διεκδικήσεις. Το 1904
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 61 υπήρξε έτος καμπής και στα δύο μέτωπα: μια νέα συνταγματική τροπολογία προέβλεπε την εκλογή του υπουργού της Ισλανδίας από την πλειοψηφία των μελών του Alþingi. Το 1915 το εκλογικό δικαίωμα επεκτάθηκε στο σύνολο του πληθυσμού, άνδρες και γυναίκες. Η αποκαλούμενη Περίοδος της Αυτοδιοίκησης τερματίστηκε το 1918, όταν η Ισλανδία έγινε αυτόνομο κράτος, αναγνωρίζοντας ως ανώτατο άρχοντα τον βασιλιά της Δανίας. Η κατάληψη της Δανίας από τη ναζιστική Γερμανία οδήγησε τελικά στην πλήρη ανεξαρτητοποίηση του νησιού και στη θέσπιση του αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος το 1944. Η Φινλανδία διέφερε από τις άλλες χώρες του Βορρά κατά το ότι η πορεία της προς την ανεξαρτησία και την κοινοβουλευτική δημοκρατία σημαδεύτηκε από τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο του 1918. Ως μεγάλο δουκάτο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μετά το 1809, η Φινλανδία διέθετε μεν μεγαλύτερο βαθμό διοικητικής αυτονομίας απ ό,τι άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούσε δημοκρατία. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1890 και μετά, οι τσάροι προσπάθησαν να επιβάλουν την άμεση ανάμειξή τους στη διακυβέρνηση της χώρας, εν μέρει λόγω της ανησυχίας τους για την άνοδο της Γερμανίας. Παρ όλα αυτά, δεν μπορούσαν να αποτρέψουν τις επαναστατικές ενέργειες των Φινλανδών, οι οποίες εξέφραζαν την επαναστατική διάθεση που επικρατούσε και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Η πρώτη μεγάλη δημοκρατική μεταρρύθμιση υπήρξε αποτέλεσμα
62 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ της γενικής απεργίας που κηρύχθηκε το επαναστατικό έτος 1905. Τότε, τα χωριστά σώματα των τεσσάρων τάξεων αντικαταστάθηκαν από το ενιαίο κοινοβούλιο (Eduskunta), τα μέλη του οποίου εκλέγονταν με την ψήφο του συνόλου των πολιτών, ανδρών και γυναικών. Στις πρώτες εκλογές, του 1907, νικητές αναδείχτηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες, που έγιναν το ισχυρότερο κόμμα, αν και ο τσάρος διατήρησε το δικαίωμα αρνησικυρίας στη νομοθετική διαδικασία. Την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας ανακήρυξε μια συντηρητική κυβέρνηση μέσα στον επαναστατικό αναβρασμό του 1917, ενώ η νέα ρωσική κυβέρνηση των Μπολσεβίκων ήταν η πρώτη που αναγνώρισε το νεότευκτο κράτος. Ωστόσο, μέσα σ ένα κλίμα σοβαρών ελλείψεων σε τρόφιμα και υψηλής ανεργίας, η ριζοσπαστική πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πλειοψήφησε εσωκομματικά και επέβαλε την πρότασή της για επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Τον Ιανουάριο του 1918, οι οπλισμένοι Ερυθροφρουροί * της επιτέθηκαν και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις τέσσερεις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, διακηρύσσοντας στη συνέχεια τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Στις ενέργειες αυτές αντιτάχθηκαν οι λίγες κυβερνητικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν βιαστικά, με τη βοήθεια κάποιων * Ο όρος Ερυθροφρουροί υποδηλώνει την αντικυβερνητική πλευρά στον Φινλανδικό Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά είναι ουσιαστικά ανακριβής. Η ιδεολογία της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Σοσιαλδημοκρατών είχε επηρεαστεί κυρίως από τις διαδεδομένες στα μέλη του συνδικαλιστικού κινήματος ιδέες περί άμεσης δημοκρατίας, και όχι από τους Μπολσεβίκους.
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 63 γερμανικών στρατιωτικών τμημάτων, και τον Φεβρουάριο του 1918 η σύγκρουση κλιμακώθηκε σε κανονικό εμφύλιο πόλεμο. Οι εχθροπραξίες κράτησαν σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα οι Ερυθροφρουροί κατέθεσαν τα όπλα τον Μάιο του 1918, όμως η εμφύλια διαμάχη διαίρεσε βαθιά τη χώρα και είχε πάρα πολλά θύματα, που στην παράταξη των Ερυθροφρουρών ξεπέρασαν τους 27.000 νεκρούς. Παρά τις διαφορετικές τους πορείες προς την ανεξαρτησία και την εμπέδωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν σημαντικές ομοιότητες. Ορισμένοι μελετητές, μάλιστα, υποστηρίζουν πως οι ομοιότητες αυτές είναι αρκετά ευδιάκριτες ώστε να σηματοδοτούν μια «ιδιαίτερη σκανδιναβική πορεία». 20 Οι απόψεις τους συνοψίζονται ως εξής: πρώτον, η σκανδιναβική πορεία προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία υπήρξε, με τη μερική εξαίρεση της Φινλανδίας, αξιοση μείωτα ειρηνική. Οι σκανδιναβικές χώρες επηρεάστηκαν από τα επαναστατικά ρεύματα του 1789, του 1830, του 1848 και του 1917-18, όμως τα πολιτικά αιτήματα των ριζοσπαστικοποιημένων κοινωνικών ομάδων ικανοποιήθηκαν μέσω ενός συνδυασμού πολιτικών συμβιβασμών και μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει λόγος για βίαιη ή επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Δεύτερον, το ίδιο το κράτος λειτούργησε ως εγγυητής της επιβίωσής του, εισάγοντας εκ των άνω κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Σχετικά παραδείγματα αποτελούν οι αγροτικές
64 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε η δανική μοναρχία τη δεκαετία του 1780, η τροποποίηση του δανικού συν τάγματος το 1849 και οι αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του σουηδικού κοινοβουλίου το 1866. Όλα αυτά συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί σταδιακά για το κράτος η θετική εικόνα ενός θεσμού ικανού να δρα προς το συμφέρον της κοινωνίας, ιδίως όταν συνδυάζεται με ένα όλο και ισχυρότερο αίσθημα εθνικής ταυτότητας. Ο κρατικά υποκινούμενος εθνικισμός στη Σκανδιναβία υπήρξε πάνω απ όλα ένας μηχανισμός διαπαιδαγώγησης που αποσκοπούσε στη μετατροπή του αγρότη σε πολίτη. 21 Τρίτον, το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της σκανδιναβικής πολιτικής ζωής του 19ου αιώνα ήταν η κυριαρχία του αγροτικού στοιχείου. Μετά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις του 18ου αιώνα (τόσο στη Σουηδία όσο και στη Δανία), το ιδιόκτητο οικογενειακό αγρόκτημα κυριάρχησε ακόμα περισσότερο στις κοινωνίες της υπαίθρου και οι ανεξάρτητοι αγρότες αναδείχτηκαν στην κυριότερη πολιτική δύναμη. Στις πολιτικές κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα συμμετείχαν κυρίως αγρότες, ενώ ακόμη και στις τάξεις του εργατικού κινήματος οι προλετάριοι των πόλεων συνασπίστηκαν με ακτήμονες γεωργούς, μικροκτηματίες και ψαράδες. Τα αγροτικά κόμματα αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά των φιλε λεύθερων ρευμάτων του 19ου αιώνα, αλλά και τις κυριότερες πολιτικές ομάδες στα κοινο βούλια των αντίστοιχων χωρών. 22 Τα αίτια της σχετικά ομαλής και συναινετικής εξέλιξης της πολιτικής ζωής των σκανδιναβικών χωρών και της
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 65 απουσίας βίαιων αναταραχών έχουν αναλυθεί από πολλούς μελετητές. Έως πρόσφατα, επικρατούσε η άποψη ότι η σκανδιναβική πολιτική κουλτούρα της συναίνεσης, που σφράγισε τον 20ό αιώνα σε αυτές τις χώρες, υπήρξε αποτέλεσμα των πολιτικών συμβιβασμών της δεκαετίας του 30 και της κυβερνητικής συμμαχίας των σοσιαλδημοκρατών με τα αγροτικά κόμματα, η οποία εκτόνωσε τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις ισχυρότερες πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, ορισμένοι ιστορικοί κυρίως Σουηδοί υποστήριξαν πως, προκειμένου να κατανοήσουμε το συναινετικό πολιτικό μοντέλο των σκανδιναβικών χωρών, πρέπει να ανατρέξουμε στις βαθύτερες ρίζες του στους πολιτικούς θεσμούς των αρχών των Νέων Χρόνων. Σύμφωνα με την Eva Österberg, διακεκριμένη ιστορικό των πρώιμων Νέων Χρόνων, η παγίωση της κεντρικής κρατικής εξουσίας τον 16ο και 17ο αιώνα οδήγησε στην ανάπτυξη πολιτικών θεσμών τοπικού χαρακτήρα, με κυριότερο το συμβούλιο της ενορίας (sockenstämmen). Οι θεσμοί αυτοί παρείχαν ένα πρόσφορο βήμα για να εκφράζουν οι αγρότες τα παράπονά τους και να ζητούν την αποκατάσταση κάποιας αδικίας, με αποτέλεσμα να εξελιχθούν σε πεδίο αυξημένης πολιτικής αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και μεταξύ κεντρικού κράτους και τοπικής κοινωνίας. 23 Η επιβίωση αυτών των θεσμών και η αδιάσπαστη συνέχεια που εξασφάλιζαν στις πολιτικές συμπεριφορές εξηγούν γιατί «εδώ και αιώνες, οι αιματηρές εξεγέρσεις, οι
66 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ απεργίες χωρίς έγκριση των συνδικάτων και τα πραξικοπήματα δεν θεωρούνται φυσιολογικές συμπεριφορές από τους Σουηδούς». 24 Ο Peter Aronsson, αφού μελέτησε τρεις ενορίες της περιοχής Småland στις αρχές των νεότερων χρόνων, κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Μοιάζει αναμφισβήτητο ότι πολλές πλευρές του σύγχρονου σουηδικού μοντέλου π.χ. η σχετικά ειρηνική διαδικασία επίλυσης των διαφορών εντός ενός θεσμικού πλαισίου και με τη συμμετοχή της μεγάλης μάζας του πληθυσμού δεν αποτελούν τυχαία ιστορικά συμβάντα». 25 Τα παραπάνω συμπεράσματα μοιάζει να δικαιώνουν τις προσπάθειες των κοινωνικών επιστημόνων να εφαρμόσουν και στην περίπτωση της Σκανδιναβίας τη θεωρία του Barrington Moore για τον εκμοντερνισμό: έτσι, η σχετικά ισχυρή πολιτική θέση των αγροτών στην προβιομηχανική εποχή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του συναινετικού χαρακτήρα της σκανδιναβικής πολιτικής στον 20ό αιώνα. 26 Από ιστορική άποψη, όμως, η θεωρία περί μιας αδιάσπαστης συνέχειας δεν είναι εξίσου ικανοποιητική. Πρώτον, όπως υπογράμμισε ο Börje Harnesk, ο παραπάνω ισχυρισμός υποδηλώνει την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης σουηδικής πορείας, κάτι που δεν έχει ελεγχθεί επαρκώς μέσω εμπειρικής συγκριτικής ανάλυσης. Στην πραγματικότητα, τα διαθέσιμα στοιχεία μάλλον δείχνουν ότι στη Σουηδία των πρώιμων νεότερων χρόνων δεν έγιναν λιγότερες αγροτικές εξεγέρσεις απ ό,τι σε άλλα μέρη της Ευρώπης, καθώς και ότι οι αγρότες πολλών άλλων χωρών
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 67 είχαν τις ίδιες περίπου δυνατότητες πρόσβασης στην κεντρική εξουσία. 27 Δεύτερον, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι τελεολογικός, διότι ερμηνεύει το παρελθόν των πρώιμων νεότερων χρόνων υπό το φως υποθέσεων που αφορούν το παρόν. Και πράγματι, θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί κανείς ότι η ιστορία της πολιτικής συναίνεσης στη Σουηδία αντιμετωπίζεται κατά κανόνα μέσα απ το πρίσμα της λεγόμενης «ουιγικής» αντίληψης για την ιστορική εξέλιξη. * Όπως έδειξε και ο Patrik Hall, η θεωρία περί συναίνεσης ανάμεσα στην τάξη των ανεξάρτητων αγροτών και στο «καλόβουλο» κεντρικό σουηδικό κράτος έχει μακρά παράδοση στη σουηδική ιστοριογραφία λόγου χάρη, τη συναντούμε ήδη στο έργο Svenska folkets historia [Ιστορία του σουηδικού λαού] του Erik Gustaf Geijer, που γράφτηκε τη δεκαετία του 1830. 28 Παρόμοιες επισημάνσεις μπορούν να γίνουν και για τις άλλες σκανδιναβικές χώρες. Στη Νορβηγία, οι θεσμοί που θεσπίστηκαν το 1814 το σύνταγμα και το κοινοβούλιο απέκτησαν τεράστια συμβολική σημασία στους πολιτικούς αγώνες του ύστερου 19ου αιώνα. Οι ισλανδοί εθνικιστές τήρησαν παραπλήσια στάση όσον αφορά την ιστορική νομιμοποίηση του δικού τους κοινοβουλίου, το οποίο θεωρούσαν θεσμό θεμελιωμένο την εποχή της μεσαιωνικής ισλανδικής κοινοπολιτείας, στάση που ενδεχομένως * Αναφορά στο κόμμα των Ουίγων (= Whigs), που πρωταγωνίστησε στη βρετανική και αμερικανική πολιτική ζωή του 18ου και του 19ου αιώνα, και στη λεγόμενη «ουιγική αντίληψη της ιστορίας». (Σ.τ.Ε.)
68 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ενίσχυσαν οι αρχαιοδίφες της βικτωριανής Αγγλίας, οι οποίοι αντιμετώπιζαν μ ενθουσιασμό αυτή την κατά την άποψή τους ιδιαίτερα αμιγή μορφή δημοκρατίας. 29 Παράλληλα, στη Δανία, μετά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις του ύστερου 18ου αιώνα, ο ανεξάρτητος αγρότης αναδείχθηκε σε σχεδόν ιερό εθνικό σύμβολο, αν και η «αγροτοκεντρική» προσέγγιση της δανικής ιστορίας παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα, μιας και υπεραπλούστευε τον σύνθετο και αντιφατικό χαρακτήρα της αγροτικής κοινωνίας. 30 Το σημαντικό εδώ δεν είναι να αμφισβητήσουμε ή να απορρίψουμε τους διάφορους ισχυρισμούς αναφορικά με τον χαρακτήρα της σκανδιναβικής πολιτικής ζωής στις αρχές των Νέων Χρόνων, αλλά να εξετάσουμε αν πράγματι υπάρχει κάποιος άρρηκτος δεσμός ανάμεσα στις ενοριακές συνελεύσεις του 17ου αιώνα και στις «συν αινετικές δημοκρατίες» του 20ού. Μια πιο λεπτομερής ανάλυση της πολιτικής ιστορίας της Σκανδιναβίας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού υποδεικνύει πως δεν υπήρξε τίποτα αναπόδραστο όσον αφορά τη μετάβαση στη δημοκρατία. 31 Για κάποιο διάστημα, μάλιστα, το ενδεχόμενο εκτροπής σε πιο βίαιες συμπεριφορές δεν έμοιαζε διόλου απίθανο. Κάτι τέτοιο ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό για την κρίσιμη δεκαετία του 1920. Στις αρχές της δεκαετίας αυτής, σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες είχε εγκαθιδρυθεί η κοινοβουλευτική δημοκρατία, όμως το πρόβλημα της αποτελεσματικής λειτουργίας της παρέμενε πιεστικό. 32 Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, ελάχιστες κυβερνήσεις κατάφερναν να εξα-
ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ 69 σφαλίσουν ικανή κοινοβουλευτική πλειο ψηφία που θα τους επέτρεπε να εργαστούν απρόσκοπτα. Κατά συνέπεια, οι περισσότερες κυβερνήσεις ήταν ασταθείς και βραχύβιες: μεταξύ 1920 και 1932, δώδεκα διαφορετικές κυβερνήσεις διαδέχτηκαν η μία την άλλη, μόνο στη Σουηδία. Επιπλέον, η φιλελεύθερη δημοκρατία φαινόταν ολότελα ανίκανη να προσφέρει μια πειστική λύση στα προβλήματα της οικονομικής αστάθειας και της υψηλής ανεργίας, και δεν ήταν λίγες οι φωνές εκείνες που, μπροστά σ αυτή την εμφανή αδυναμία, υποστήριζαν την ανάληψη πολύ πιο ακραίων πολιτικών πρωτοβουλιών. Παρότι, μετά το 1917, τα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα της Δανίας και της Σουηδίας δεσμεύτηκαν, υπό τη ρεφορμιστική ηγεσία των Thorvald Stauning και Hjalmar Branting αντίστοιχα, να ακολουθήσουν την κοινοβουλευτική οδό προς τον σοσιαλισμό, το Νορβηγικό Εργατικό Κόμμα ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη πορεία. Ήταν το μόνο ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της προπολεμικής περιόδου που προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή το 1919, ενώ καθ όλη τη δεκαετία του 1920 υποστήριζε σθεναρά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όπως είδαμε προηγουμένως, η επαναστατική πτέρυγα του Φινλανδικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πήγε ακόμη μακρύτερα, υποκινώντας την ένοπλη ανατροπή της κυβέρνησης το 1918. Από την άλλη πλευρά, πολιτική παρου σία στη Σκανδιναβία είχε και η αντικοινοβουλευτική Δεξιά, που μάλιστα έκανε και κάποιες προσπάθειες να ιδρύσει οργανώσεις φασιστικού
70 ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ τύπου μεταξύ των αγροτών. 33 Σημαντικότερη από τις οργανώσεις αυτές ήταν το φινλανδικό κίνημα Lapua, που το υποστήριζαν κυρίως αγρότες της Ανατολικής Βοθνίας, στα βόρεια της χώρας, και το οποίο επιχείρησε χωρίς επιτυχία μια ένοπλη εξέγερση κατά της κυβέρνησης το 1932. Ένα αντίστοιχο κίνημα στη Δανία μπόρεσε να επιστρατεύσει 40.000 αγρότες σε μια πορεία προς την Κοπεγχάγη, το 1935. Λαμβάνοντας υπ όψιν τα παραπάνω, το γεγονός ότι οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Σκανδιναβίας κατάφεραν να επιβιώσουν στην περίοδο του μεσοπολέμου πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στις πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του 30 και στην επιτυχία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να πείσουν τα αγροτικά κόμματα να συμμαχήσουν μαζί τους. Το πρότυπο της συμμαχίας αυτής διαμορφώθηκε στη Δανία, με την αποκαλούμενη «Συμφωνία του Kanslergade», η οποία πήρε το όνομά της από την κατοικία του δανού πρωθυπουργού, όπου έγιναν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Η συμφωνία οριστικοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1933, μία μόλις μέρα προτού ανεβεί ο Χίτλερ στην εξουσία, στη γειτονική Γερμανία. Αφορμή υπήρξε η ανάγκη συναίνεσης για την υποτίμηση της δανικής κορόνας. Η συμφωνία εγγυόταν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών, με τη στήριξη των Σοσιαλφιλελευθέρων (Radikala Venstre, RV) και του Αγροτικού Κόμματος (Venstre). Ως αντάλλαγμα, οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν υποχωρήσεις στο ζήτημα της