Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης Όμιλος Φιλαναγνωσία και Σχολική Βιβλιοθήκη



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης Όμιλος Φιλαναγνωσία και Σχολική Βιβλιοθήκη

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Κατανόηση προφορικού λόγου

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Modern Greek Beginners

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

Μια. φωτογραφία ιστορία

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

1 ο ΓενικόΛύκειοΚοζάνης Σχολική Βιβλιοθήκη. Υπεύθυνη Βιβλιοθήκης Ελπίδα Ματιάκη

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Το παραμύθι της αγάπης

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α


Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ Αγαπητό μου ημερολόγιο

«Η νίκη... πλησιάζει»

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Τί είναι Δημοκρατία; Τί είναι Δικτατορία;

ΤΕΛΙΚΕΣ ΕΝΙΑΙΕΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Πρόσωπα: Αφηγητής- 5 παιδιά: \ Άγιος Βασίλης

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μια φορά κι έναν καιρό

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Ώρες με τη μητέρα μου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Modern Greek Beginners

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Transcript:

1

2

Το Αιγαίο του Γιάννη Ρίτσου 3 Ένα πρωί με νησιά και με μαρμάρινα λιοντάρια, ο τόπος τούτος που ματώνει και σε πονάει επιμέλεια: Δώρα Μέντη (Γυμνάσιο), Γιώργος Θώδης (Λύκειο) σχολικό έτος 2014-2015

4

5 Από το στρατόπεδο εξορίας της Λήμνου ως τον κατ οίκον περιορισμό στη Σάμο Ι. Ιούλιος 1948-Αύγουστος 1952 Κοντοπούλι Λήμνου, Ιούλιος 1948-Μάιος 1949 Μακρόνησος, Μάιος 1949-Ιούλιος 1950 Άη Στράτης, Ιούλιος 1950-Αύγουστος 1952 ΛΗΜΝΟΣ Ημερολόγια εξορίας Ι, ΙΙ (Κοντοπούλι, 1948-1949. Ποιήματα, τ. 5, Τα Επικαιρικά, 1979 (3), σ. 199-241) Καπνισμένο τσουκάλι (Κοντοπούλι Λήμνου, 1949. Ποιήματα, τ. 3, 1964, σ. 247-256). ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Ημερολόγια εξορίας ΙΙΙ (Μακρόνησος 1950. Ποιήματα, τ. 5, σ. 242-258) Πέτρινος χρόνος (Μακρόνησος Αυγ.-Σεπτ. 1951. Ποιήματα, τ. 5, σ. 259-304) [«Αποχαιρετισμός» Γρηγόρης Αυξεντίου] Οι γειτονιές του κόσμου (Μακρόνησος, Αη Στράτης 1949-1951. τ. 5, σ. 7-135). ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ «Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί» (Άη Στράτης, 1950. Ποιήματα, τ. 3, σ. 99-116) «Το ποτάμι κ εμείς» (Άη Στράτης, 1951. Ποιήματα, τ. 3, σ. 117-150) «Ακροβολισμός» (Άη Στράτης, 1951. Ποιήματα, τ. 3, σ. 118-164 [Ανυπόταχτη πολιτεία 1 (Αθήνα 1952-1953. Ποιήματα, τ. 3, σ. 259-260).

ΙΙ. Απρίλιος 1967- Οκτώβριος 1970 Γυάρος, τέλη Απριλίου 1967 Παρθένι Λέρου, Μάϊος 1967-Οκτώβριος 1968 Καρλόβασι Σάμου, Δεκέμβριος 1968-Οκτώβριος 1970 6 ΓΥΑΡΟΣ Μαντατοφόρες (Γυάρος, *Σάμος Μάης 1967-Δεκέμβρης 1969, Ποιήματα, τ. 5, σ. 410-458). ΛΕΡΟΣ Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη (Παρθένι Λέρου, Νοέ. 1967-Ιαν. 1968, 56 ποιήματα) Πέτρες (Λέρος, 15.5-21.10. 1968) Επαναλήψεις Β (Λέρος 17 Μαρτίου-29 Οκτ. 1968) 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Σεπτέμβριος 1968, Σάμος 1970). ΣΑΜΟΣ Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη (Αθήνα-Σάμος, Μαρτ.-Οκτ. 1971, 77 ποιήματα) Επαναλήψεις Γ (Σάμος Ιούνιος 1969) Κιγκλίδωμα (Σάμος 1968-1969) Χειρονομίες (Σάμος, 1969-1970) Διάδρομος και σκάλα (1970) Χάρτινα Α (1970).

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ (1909-1990) 7 1909 1 Μαϊου. Γέννηση στη Μονεμβασιά Λακωνίας. Τέταρτο παιδί της αρχοντικής οικογένειας του Ελευθερίου Δ. Ρίτσου (1872-1938) και της Ελευθερίας Βουζουναρά (1879-1921). εντούτοις εμένα δε μ άρεσε να δίνω λεπτομέρειες της γενεαλογίας μου τι Βενετσιάνοι και καπεταναίοι Μονοβασιώτες και χωλοί τσιφούτηδες μεγαλογαιοκτήμονες κι αμάξια δεν ξέρω τίποτα μόνο το μέγα βράχο τις ελιές τ αμπέλια και τη θάλασσα ξέρω με τους ξερακιανούς αγρότες με τις ψάθες τους και τις μουστάκες ντάλα μεσημέρι του Αλωνάρη σαν τους αγριότριχους βυζαντινούς αγίους με τα φλωροκαπνισμένα φωτοστέφανά τους φαγωμένα στις άκρες και τις γερόντισσες τις μαυρομαντιλούσες να δαγκώνουν την υπομονή τους μπρος στην άδεια σκάφη του σπιτιού γονατισμένες και το Λευτέρη το μικρόν αλογοδαμαστή που αποπατούσε κάτου απ τη συκιά τρώγοντας ένα μήλο και τους ψαράδες με τις καλαθούνες τους που σεργιανάγαν όρθιοι στο Μυρτώο με τ ολόγιομο φεγγάρι (Το τερατώδες αριστούργημα, Γίγνεσθαι, Ποιήματα τ. 7, Κέδρος 1977, σ. 366-367) 1913-1917 Φοίτηση στο 5ετές Δημοτικό Σχολείο Μονεμβασιάς. Οικονομικές δυσχέρειες και προβλήματα υγείας ταλαιπωρούν την οικογενειακή ζωή.

8 1918-1920 Μαζί με τη αδελφή του Λούλα, εγγράφεται στο τριετές σχολαρχείο της Μονεμβασιάς. 1921 Αύγουστος: Πεθαίνει στη Μονεμβασιά, σε ηλικία 22 ετών, ο αδελφός του Μίμης από φυματίωση. Σεπτέμβριος: Μαζί με την αδελφή του Λούλα εγγράφεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Νοέμβριος: Πεθαίνει στο σανατόριο Πορταριάς του Πηλίου, σε ηλικία 42 ετών, η μητέρα του, από φυματίωση. Ο άνεμος κέρδιζε τα σπίτια μας. Δεν είχαμε πού να γυρίσουμε. Δεν είχαμε ν αποχαιρετήσουμε κανέναν άλλον. Γονατισμένοι σκάψαμε στην άμμο να θάψουμε τα μαντήλια του αποχαιρετισμού ως τη στιγμή που πίσω απ τον ώμο μας ανέβηκε αθόρυβα το φεγγάρι. Ύστερα σταθήκαμε άντικρυ στο πέλαγος ν αναπνεύσουμε τη σκιά και τη σιωπή. Το σχήμα και το βάρος έλιωσε Εσύ που μένεις τώρα μικρέ αδελφέ των γλάρων; («Ο μικρός αδελφός των γλάρων», Ποιήματα, τ. 2, Κέδρος 1961, σ. 383)

1921-1925 Γυμνάσιο Γυθείου. Πολλές οικονομικές δυσκολίες αλλά και αρχή των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων (λογοτεχνία, μουσική, χορός, ζωγραφική). Όταν πήγαινα απ το νησάκι Κρανάη στο γυμνάσιο του Γυθείου και περνούσαμε υποχρεωτικά μπροστά απ τα Σφαγεία, έσφιγγα το χέρι της Λούλας και τρέχαμε κι οι δυο σαν κυνηγημένοι για να μην ακούμε τα βελάσματα των αρνιών και τα μουγκανίσματα των βοδιών. Κι είχε μια τόσο όμορφη πρόσοψη το κτίριο των Σφαγείων, νεοκλασική, με στοές, με γύψινα στολίδια, με την κεντρική πύλη καμπυλωτή, πλατιά, νόμιζες, τις Κυριακές και τις σκόλες, πως είναι καμιά εκκλησιά ή κανένα μουσείο. Μόνο εκείνο το κόκκινο αυλάκι απ όπου κυλούσε το αίμα, διέσχιζε το δρόμο και χυνόταν στη θάλασσα και πιότερο από είκοσι μέτρα κοκκίνιζε η ακρογιαλιά, ω, να μην το δεις ούτε στον ύπνο σου. μα θύμωνα κιόλας με τον εαυτό μου. Τι θηλυκές ευαισθησίες είναι τούτες; -του λεγα. Έτσι θα πας στρατιώτης; (Ο γέροντας με τους χαρταετούς, Κέδρος 1985, σ. 67-68) 9 Το Γυμνάσιο Γυθείου 1925-1930 Σεπτέμβριος 1925. Εγκαθίσταται στην Αθήνα στην οποία μετά τη μικρασιατική καταστροφή κυριαρχούν τα προβλήματα της προσφυγιάς και της εσωτερικής μετανάστευσης. Εργάζεται αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας.

10 1926 Προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει για λίγους μήνες στη Μονεμβασιά, όπου, όμως, όλη η οικογενειακή περιουσία έχει πουληθεί. Με την επάνοδό του στην Αθήνα, εγγράφεται, χωρίς να φοιτήσει ποτέ, στη Νομική Σχολή. Εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. και κάθου τώρα να τα βγάλεις πέρα με τα νομικά ή με τ αρχαία ελληνικά ή μ εκείνα τ άλλα τα ντουμ ντουμ ντουμ σ ένα δωμάτιο της Αγίου Κωνσταντίνου τρανταζόμενο ολάκερο απ τα τραμ ντουμ σπίρο σπέρο ευτυχώς ήρθαν οι αιμοπτύσεις να γλυτώσουμε απ τις άλγεβρες και να συλλογιστούμε απ τα μέσα γιατί ποτές δεν τα κατάφερνα στα μαθηματικά μετρούσα μόνο το αμέτρητο και το πολύ πολύ ως το δέκα (Το τερατώδες αριστούργημα, Γίγνεσθαι, τ. 7, Κέδρος 1977, σ. 365) 1927-1930 Μάιος Εισάγεται στο σανατόριο «Σωτηρία» ως ασθενής γ θέσεως για 3 χρόνια. Γνωρίζει την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και μυείται στις σοσιαλιστικές ιδέες. Η Μαρία Πολυδούρη

1931 Τον Οκτώβριο επιστρέφει στην Αθήνα με βελτιωμένη υγεία, μετά την παραμονή του σε φθισιατρείο στα Χανιά της Κρήτης. Συνεργάζεται καλλιτεχνικά με την Εργατική Λέσχη. 11 1933 Εργάζεται ως ηθοποιός και χορευτής. 1934 Οργανώνεται στο Κ.Κ.Ε. Εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή του Τρακτέρ. 1935 Εργάζεται ως επιμελητής και διορθωτής στον εκδοτικό οίκο «Γκοβόστης». Εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή Πυραμίδες. Θυμάμαι, σε χρόνια της νεότητάς μας, τις συζητήσεις και τις θαλασσινές εκδρομές μαζί με άλλους φίλους. Θυμάμαι τα θερμά ενδιαφέροντά μας για αληθινή κουλτούρα, ποίηση και κοινωνική δικαιοσύνη, από διαφορετική καθένας μας σκοπιά. (Ζήσης Οικονόμου, «Στον φίλο ποιητή Γιάννη Ρίτσο», Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος 1981, σ. 102)

12 Η φωτογραφία που συγκλόνισε τον ποιητή 1936 9 Μαϊου. Σε γενική εργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη δολοφονείται ο εργάτης Τάσος Τούσης. Ο Ρίτσος γράφει και δημοσιεύει τον Επιτάφιο, Έκδοση «Ριζοσπάστη» 1936. Με την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, ο Επιτάφιος καίγεται, μαζί με άλλα ανατρεπτικά βιβλία, στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Το εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση του Επιτάφιου (1936). Ξυλογραφίες του χαράκτη Τάσσου από μεταγενέστερη έκδοση (Κέδρος, 1979) 13 1937 Εκδίδεται Το τραγούδι της αδελφής μου, ποιητική συλλογή που έγραψε για την αδελφή του Λούλα που είχε εισαχθεί στο Δαφνί (ως το 1939). Ο Κωστής Παλαμάς τον αναγνωρίζει, γράφοντας «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις». 1938 Εαρινή συμφωνία. Προσλαμβάνεται στο Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο και στη Λυρική Σκηνή. Εκεί θα γνωρίσει τον ηθοποιό Μάνο Κατράκη. 1940 Εκδίδεται Το εμβατήριο του ωκεανού. 1941 Φιλοξενείται κατάκοιτος στο σπίτι του Τάσου Φιλιακού, Παπαναστασίου 56, Άγιος Νικόλαος, Θυμαράκια. Συμμετέχει στο Μορφωτικό τμήμα του Ε.Α.Μ. όπου θα συνεργαστεί με την Ηλέκτρα Αποστόλου (1912-1944).

14 1942-1944 Επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του. Σε παράνομα έντυπα της Κατοχής δημοσιεύονται αποσπάσματα ποιημάτων του. Δοκιμάζει να γράψει θεατρικό έργο και μυθιστόρημα. Εκδίδονται τα ποιήματα της Δοκιμασίας (1943). 1945 Ιανουάριος. Η Αθήνα εκκενώνεται από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ακολουθεί τους αντάρτες, με την προοπτική να δημιουργηθεί ένας καλλιτεχνικός θίασος για την ψυχαγωγία των μαχητών. Στα περίχωρα της Λαμίας συναντά τον Άρη Βελουχιώτη. Συμμετέχει στο «Θέατρο του

Λαού» που περιοδεύει στη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Εκδίδεται Ο Σύντροφός μας. Νίκος Ζαχαριάδης. 15 1948 Τον Ιούλιο συλλαμβάνεται (Τμήματα Μεταγωγών Αθηνών-Πειραιώς και Θεσσαλονίκης) και εκτοπίζεται στο στρατόπεδο Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου αρχίζει, το Δεκέμβριο, να γράφει το Καπνισμένο τσουκάλι. Τα καθημερινά βιώματα της εξορίας καταγράφονται στα Ημερολόγια εξορίας Ι, ΙΙ, με ημερομηνίες εγγραφής από 27 Οχτωβρίου-23 Νοεμβρίου (30, Ι) και 24 Νοεμβρίου 1948-31 Ιανουαρίου 1949 (51, ΙΙ). Γράφει επίσης δύο θεατρικά Τμήμα μεταγωγών και Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα δέντρα, τα οποία καταστράφηκαν. Κατά την παραμονή του στη Λήμνο, αλλά και σε όλους τους τόπους εξορίας, καταφεύγει στη ζωγραφική. Οι ακουαρέλες και τα σκίτσα που ζωγραφίζει στη Λήμνο σώζονται κρυμμένα σε ένα σακάκι που έστειλε στην αδερφή του Νίνα μαζί με άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Λοιπόν, το να μιλήσεις για τον τρόμο, για τον πανικό, για την αναμονή του θανάτου, όχι ενός θανάτου παλικαρίσιου, να σε στήσουν στον τοίχο και να αντιμετωπίσεις μια και έξω αυτόν τον πόνο και αυτόν τον φόβο, αλλά σε

στήνουν κάθε μέρα. Να σου κλείνουν τα μάτια κι ύστερα να σου ανοίγουν πάλι τα μάτια και να σ αφήνουν και να λένε: ανεβλήθη η εκτέλεση. Ε, αυτό το πράγμα δεν μπορείς να το πεις γιατί δημιουργεί μια τέτοια υπερένταση που αναγκαστικά πρέπει να υπάρξει μια τέτοια υπερένταση όπως υπήρχε και στον ίδιο το λαό και στις εκδηλώσεις. Και γι αυτό πολλές φορές ο πόνος και ο φόβος του κινδύνου, αυτής της επικρεμάμενης απειλής εκφραζόταν με κραυγή. Με κραυγή ή με γέλιο ή με την παραφροσύνη ή κάποτε με έναν τέτοιο πλούτο συναισθηματικό που αδύνατον να ανασυγκροτηθεί και ν απεικονιστεί. Γι αυτό και τα γράμματα πατέρα προς το γιο, δεν είναι γράμματα γιου προς τον πατέρα, δεν είναι γράμματα ερωτευμένου προς την αγαπημένη του. Είναι κάτι που ξεπερνάει κάθε όριο και κάθε μέτρο. Αλλά τότε όλα ευρισκόντουσαν στο πιο τεταμένο, στο πιο υψηλό συναισθηματικό μέτρο και ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για κάθε τέχνη είναι η υπερβολή η συναισθηματική. Λοιπόν, γι αυτό σου λέω, δεν είναι δυνατόν να ειπωθούν αυτά τα πράγματα. («Ο Γιάννης Ρίτσος συζητά με τον Γιώργο Σγουράκη για τη Μακρόνησο», Γιάννης Ρίτσος Αυτοβιογραφία, «Αρχείο Κρήτης» Αθήνα 2008, σ. 71-72) 16 Αγαπημένη μου Καιτούλα Είναι μεσημεράκι. Μόλις τώρα πήρα το γραμματάκι σου, μαζί με άλλα δυο. Είναι τα πρώτα που παίρνω. Πόση χαρά, θε μου, λίγες γραμμές. Φυσάει ένας αγέρας έξω, κ εγώ νιώθω τη ζεστασιά της αγάπης ένα τραγούδι ασώπαστο. Πόσο πολύ σας αγαπώ- Τώρα το ξέρω πιότερο από άλλοτε. Ξέρω πως μ αγαπάτε, και τούτη η σιγουριά γεμίζει φως και νόημα τη ζωή μου. Εδώ πέρα γράφω και ζωγραφίζω. Περνάω καλά. Μην ανησυχείς, καλή μου, για μένα. («Πρώτο γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 9.Χ.1948, στο Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Άγρα 2008, σ. 119) Αγαπημένη μου Καιτούλα Χαρούμενη μέρα η σημερινή. Πήρα το γραμματάκι σου, πήρα κι απ τον Άρη και τη Λούλα. Σας πεθύμησα. Τώρα που χειμωνιάζει και κλεινόμαστε όλη μέρα στο θάλαμο, ονειρευόμαστε και περιμένουμε. Φτάσαν οι αγέρηδες- σφυρίζουν απ όξω- τριζοβολάν τα τζάμια. Είναι μια αγριάδα και μια δύναμη. Βαθαίνει η ερημιά. Μα η καρδιά είναι γεμάτη το ξέρεις- γεμάτη χαρά κι ομορφιά. Δουλεύω πολύ. Γράφω κάθε μέρα ασταμάτητα- ένας πυρετός-θέλω να σας φιλήσω απ τη χαρά μου- γιατί κ η πίκρα είναι χαρά μπορώ να τη φτιάξω χαρά. Ω, εσύ καταλαβαίνεις. Σου γράφω βιαστικά- με περιμένουν τα χαρτιά μου. Τέλειωσα ένα θεατρικό.

Έβαλα μπροστά και δεύτερο και ποιήματα. Ζωγραφίζω κιόλας. Μου στείλανε νερομπογιές. Έχω και κάτι σχέδια απ τη ζωή μας. Σωστός πυρετός. Είμαι καλά. Χαίρουμαι να με βιτσίζει ο αγέρας στο πρόσωπο. («Δεύτερο γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 10.ΧΙ.1948, σ. 123) 17 Καιτούλα μου τώρα δα πήρα το γραμματάκι σου. Σου απαντώ αμέσως. Βλέπεις τι τακτικός που έγινα εγώ που βαριόμουνα σαν τι την αλληλογραφία. Νιώθω την ανάγκη να κουβεντιάσω μαζί σας. Πούναι οι καλές μας μέρες- η συντροφιά μας- η ζέστα της αγάπης μας. Κι από μακριά ζεσταίνει ε; Καιτούλα μου τι κρύο εδώ πέρα! Αγέρας ασταμάτητος - παγωνιά- χιονίζει. Είναι βράδυ. Έχω αναμμένη μια μικρή λαμπίτσα και σου γράφω. Εδώ σε μια γωνιά. Μ ακούς που σου κουβεντιάζω; Αχ αυτός ο αγέρας άκου τον- αλωνίζει την ερημιά. Μα το γραμματάκι σου είναι δωσιμά μου- ζεστό και λαχανιασμένο- ανασαίνει- σ ακούω. Μίλησε μου κι άλλο. Μη σταματάς. («Τρίτο γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 1.ΧΙΙ.1948, σ. 125) Όλοι με θυμούνται, μου γράφουν. Συχνά αναρωτιέμαι αν αξίζω τόσο την αγάπη μας. Είσαστε τόσο καλοί. Τόσο αγαπημένοι. Τα μάτια μου βουρκώνουν από τρυφεράδα. Εδώ κάνει κρύο. Χιόνισε. Όχι πολύ. Είναι όμορφα. Διαβάζω τα γράμματά σας. Σας νιώθω κοντά μου, γύρω μου. Πόσο σας αγαπάω. Τώρα το νιώθω πιότερο. («Τέταρτο γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 17.ΧΙΙ.1948, σ. 129) Εδώ κάνει κρύο. Οι αγέρηδες δε σταματάνε στιγμή. Ερημιά. Μα η καρδιά μου γεμάτη απ την αγάπη σας και τη θύμησή σας. Τούτη τη στιγμούλα μου φέρανε δυο δελτάριά σου μαζεμένα. Τι χαρά. Τι όμορφα που γράφεις. Κάνεις λοιπόν παρέα με τον ποιητή; Καλά κάνεις και δε δείχνεις τα γραφτά σου. Αν θέλεις στείλε μου κάτι να δω και να το διορθώσω αν χρειάζεται. Εγώ δυστυχώς δεν μπορώ να σου στείλω. Ποιος θα τα λογοκρίνει τόσα πολλά; («Πέμπτο γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 26.ΧΙΙ.1948, σ. 132)

18 Εμένα με έστειλαν εξορία στη Χίο. Εκεί μάθαινα συχνά νέα του Γιάννη, γιατί έστελνε ταχυδρομικά δελτάρια από την εξορία που ήταν κι εκείνος σε μια αγαπημένη φίλη του που μου τα διάβαζε. Ήτανε πού τρυφερά κι έγραφε πως αγναντεύει τη θάλασσα και μαζεύει πέτρες. Η λογοκρισία τον εμπόδιζε να γράψει σχεδόν τίποτα άλλο. Θυμάμαι μια φορά σε κάποιο δελτάριο έγραφε «χαιρετίσματα στο κοριτσάκι» είχε μάθει πως βρισκόμουνα στη Χίο. Τη φίλη την προσφωνούσε «Αδελφούλα μου» και υπέγραφε «Σε γλυκοφιλώ, ο αδελφούλης σου». Ο λογοκριτής του στρατοπέδου που φαίνεται έσπαγε πλάκα με την αλληλογραφία μας κι έκανε σχόλια με κόκκινο μολύβι, σημείωνε κάτω από την υπογραφή του Γιάννη: «Χα χα, ο αδελφούλης», με δυο τεράστια θαυμαστικά. Νόμιζε πως είχε αποκαλύψει παράνομους έρωτες, αφού η κοπέλα που έπαιρνε τα δελτάρια ήτανε παντρεμένη. Τι να καταλάβει ο χωροφύλακας λογοκριτής από την τρυφερότητα του Ρίτσου. (Άλκη Ζέη, «Ο Ρίτσος και το «κοριτσάκι»», Η λέξη, τχ. 182, Χ-ΧΙΙ 2004, σ. 636-639: 637).

19 1949 Ιανουάριος- Μάϊος, Λήμνος. Γράφει και ολοκληρώνει το Καπνισμένο τσουκάλι. Από το Μάιο μεταφέρεται στο Δ τάγμα πολιτικών εξορίστων Μακρονήσου, όπου, από τον Αύγουστο ως το Σεπτέμβρη 1949, γράφει τα ποιήματα της σύνθεσης Πέτρινος χρόνος. Τα χειρόγραφα αυτά έμειναν θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια, ξεθάφτηκαν τον Ιούλιο 1950 και παραδόθηκαν αργότερα στον ποιητή, με τη φροντίδα του συνεξόριστου Μάνου Κατράκη. Ανάμεσα στους συνεξόριστούς του και οι Λειβαδίτης, Δεσποτόπουλος. Αρχίζει να γράφει τη σύνθεση Οι γειτονιές του κόσμου. Δεν υπογράφει δήλωση μετανοίας. 3 Φεβρουαρίου 1949- Καιτούλα μου γλυκιά- τρία δελτάρια σου μαζεμένα (13, 14 και 15 του Γενάρη) χαρές, χαρές- πανηγύρια έτσι μου γράφεις- γεμίζει η μοναξιά μου είμαι κοντά σου- τα λέμε. Σήμερα κρύο κι αγέρας τι αγέρας- δεν μπορείς να βγεις ένα βήμα ατέλειωτη βουή- το χιόνι στροβιλίζεται δε στέκει- μια τρομερή ζωντάνια και δύναμη βρίσκεσαι στην καρδιά της «αιώνιας φύσης», κι από μέσα η καρδιά σου αποκρίνεται βουή στη βουή- κάτι πρέπει να φτιάξουμε μεγάλο πολύ μεγάλο- το νιώθεις αγαπημένη μου «ν αποστομώσουμε την αστραπή να πούμε τ όνομά μας εκεί που οι δρόμοι δεν παίρνουν από λόγια» έτσι λέω κάπου. («Γράμμα στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 3.ΙΙ.1949, σ. 133-134: 133)

20 Εδώ έχουμε πάλι κρύα και κείνον τον τρομερό αέρα δε μας αφήνει να ησυχάσουμε, να ξεμυτίσουμε μια στάλα. Κλεισμένος ολημερίς- διαβάζω, γράφω- η ζωή ίδια ήσυχη, ναι- όπου νάναι θ ανθίσουν πέρα για πέρα οι μυγδαλιές τις σταμάτησε ξανά το κρύο- βλέπεις; Κάθε μικρή αλλαγή ολόγυρα αντιχτυπάει πολλαπλασιασμένη στην ερημιά- ένα σύγνεφο σαν ελάφι στο λιόγερμα- μια φωνή- ένα φύλλο που χαιρέτησε τη σιωπή μας χτες-προχτές- και σε σκέφτουμαι, σε σκέφτουμαι πολύ και σ αγαπάω («Γράμμα στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι (Μούδρου) Λήμνος 25.ΙΙΙ.1949, σ. 139) Πόσο σε πεθύμησα. Καλοκαιριάζει. Τι κάνει η Αθήνα μας. Εδώ πρασίνισε η ερημιά. Μοσκοβολάει ο αγέρας ακακίες. Ετούτα τα ξερόδεντρα που όλο το χειμώνα στέκουν σαν καψαλιασμένα σκιάχτρα- άρχισαν τέτοιες κάτασπρες πομπές ακακίες, ακακίες- δίπλα στα σταχτιά σπιτάκια, στις μάντρες, στα σοκάκια παντού- μοσκοβολιά έχω κ ένα μπουκέτο στο ποτήρι του νερού, εδώ δίπλα στο σανιδένιο τραπεζάκι μου και τι πουλιά!- θε μουκαρδερίνες, κορυδαλλοί, και κουρούνες και γεράκια και σπουργίτια και γλάροι- έρχονται κάθε τόσο και γλάροι- κ η καρδιά μου κ η ποίηση κ η θύμησή σας και τα φιλιά που σου στέλνω πρωί και βράδυ. Μήπως θάταν δυνατόν να μου στέλνατε κάθε φορά τα «Lettres Françaises» και «Nouvelles littéraires» που έρχονται στον Κάουφμαν; («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 15.V.1949, σ. 147)

21 Μούδρος Λήμνου (1916) Εδώ είναι όμορφα κ είμαι καλά. Ανασαίνω και λιάζουμαι. Τι ορίζοντας. Και τούτα τα βράδια γιομάτα αστέρια. Χτες είχαμε πανσέληνο. Σκεφτόμουνα στίχους και σένα. («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 11. VΙ.1949, σ. 153) Εγώ τεμπελιάζω. Ζω τον ήλιο και το γαλάζιο. Τούτες τις μέρες δροσιά. Έβρεξε. Και στην Αθήνα; Θερίσανε τα στάχυα. Τώρα μεγαλώνουν τα καλαμπόκια, οι ντοματιές, οι πεπονιές. Ως τώρα ο κάμπος κ οι μαλακές πλαγιές τετράγωνα-τετράγωνα, καφετιά, κίτρινα και πράσινα. Ο ουρανός δε σταματάει πουθενά. Τα βράδια κοιμάμαι έξω. Πάνω μου ψιχαλίζουν τ άστρα. Είμαι ήσυχος και σίγουρος με κείνη τη βαθιά βεβαιότητα της γης και τ ουρανού. Δεν σκέφτουμαι στίχους είμαι ένας στίχος μέσα στο ποίημα της ανθρωπότητας- νιώθω τούτο το δεσμό- τον ανασαίνω, τον ζω. Αν γίνει κάποτε στίχος- τόσο το καλλίτερο. Και θα γίνει. Δεν μπορεί να μη γίνει. («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Κοντοπούλι Λήμνου 23. VΙ.1949, σ. 155) Μεταφερθήκαμε απ το Κοντοπούλι στο Μούδρο. Βρίσκομαι τώρα κοντά στη θάλασσα. Άρχισα τα μπάνια. Είναι όμορφα. Ίσως μετακινηθούμε κι από δω. Πότε και για πού δεν ξέρω. Τώρα είναι ζήτημα πια αν θα παίρνεις ένα ή δυο γράμματά μου το μήνα. Μη στεναχωριέσαι. Εσύ να συνεχίζεις να μου γράφεις όπως πάντα. Και πιο συχνά ακόμα. Είναι για μένα τόση χαρά. («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Μούδρος Λήμνου 12. VΙΙ.1949, σ. 159)

22 Μη με παρεξηγείς κοριτσάκι μου. Τέσσερα μόνο γράμματα το μήνα μπορώ να γράφω. Κ έχω να συνεννοηθώ για ένα σωρό πεζά μα απαραίτητα πράγματα δέματα, χρήματα κ.λ.π. Ύστερα, ξέρεις, οι αδελφές μου μούχουν μεγάλη αδυναμία, κι όταν αργούν να πάρουν γράμμα μου τρελαίνουνται από ανησυχία. [ ] ΓΡΑΦΕ ΜΟΝΟΝ ΔΕΚΑ ΣΕΙΡΕΣ («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Γ. Κάγκαλος, 12 ον Διαμέρισμα Περιοχή Εκτοπισμένων Μακρόνησος 31. ΙΧ.1949, σ. 161) Πήρα τα τελευταία γραμματάκια σου δεν κατάφερα να σου απαντήσω. Μόλις τώρα μπορώ. Είμαι καλά. Σου φτάνει καλούλα μου; Άνεμοι, άνεμοι βουίζει η τέντα μου- πλαταγίζει- μια άγρια θάλασσα πόσο άγρια- κι όμως, χτες τ απόγευμα- σ έναν μικρό περίπατο στ ακρογιάλι είδα τους γλάρους- άσπροι, ήμεροι, ατάραχοι- ένα στεφάνι κρίνων στα μαλλιά της θάλασσας και της θύελλας. Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος. Φιλιάφιλιά, Καιτούλα μου («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», 1 ο Διαμέρισμα 8 ος Λόχος Β Ε.Τ.Ο. 27. ΧΙΙ.1949, σ. 163)

1950 Μακρόνησος, μεταφορά στο Β Τάγμα. Τα καθημερινά βιώματα της εξορίας καταγράφονται στο Ημερολόγιο εξορίας ΙΙΙ, με ημερομηνίες εγγραφής από 18 Ιανουαρίου-1 Ιουνίου (38, ΙΙΙ). Στροφή στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, μετά από απόφαση που πάρθηκε από ομάδα διανοουμένων με επικεφαλής τον Γιάννη Ιμβριώτη και τον Δημήτρη Φωτιάδη. 23 Εγώ ήμουνα στη λεγόμενη κίτρινη παράγκα που ήταν στάβλος αυτοκινήτων των Γερμανών. Εκεί μας είχαν όλους τους άρρωστους, όλους τους ανάπηρους, όλους τους σακατεμένους ύστερα απ το ξυλοκόπημα. Εκεί, μας είχαν μαζέψει. Κι απάνω ήταν το νοσοκομείο. Εκεί, που σου έλεγα πως ήταν μια σκάλα που ανέβηκε ένας ο οποίος είχε τρελαθεί ο καημένος και φώναζε: «φασίστες, ε, ρε φασίστες, μια μέρα θα σας κόψει τα κεφάλια ο μουστάκιας ο Στάλιν». Χα χα και έτρεχαν από χίλιες μεριές να τον πιάσουνε, να τον βουτήξουν. Τι να του κάνουν; Αυτός ήταν, είχε τρελαθεί ο καημένος. Αλλά εμείς νιώθαμε μια αγαλλίαση που ακουγότανε μια τέτοια φωνή. [Και το λεγόμενο «θεραπευτήριο», τι ήταν;] Τους δένανε πόδια-χέρια, μ αυτά, πώς τα λένε, χαρτόνια κι επιδέσμους, έτσι. Και μόλις συνέρχονταν, η τελευταία δοκιμασία ήταν, τους περνούσαν κάτω από τον 7 ο λόχο που υπήρχε ένα θέατρο, υπαίθριο θέατρο. Ανάβαν τους προβολείς νύχτα. Δώδεκα, μία η ώρα. Τα πάνω ήταν τα αντίσκηνα τα δικά μας, όσοι είχαμε περάσει πια εκεί, και τους ανάβαν τους προβολείς επάνω σ εκείνο κι άρχιζαν οι Αλφαμίτες και δέρνανε κι οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους από κάτω. Οι περισσότερες υπογραφές ήταν σ αυτή την τελευταία δοκιμασία. Που βλεπαν να δέρνουν τους άλλους και περίμεναν τη σειρά τους. Κι άκουγες κάτι άντρακλες εκεί πέρα να φωνάζουν «μανούλα μου, Παναγιά μου, πατέρα μου, μάνα μου, μάνα μου». Ν ακούς να βογκάει όλο αυτό το πράγμα. Έβλεπες ανθρώπους εκεί επάνω σακατεμένους από το ξύλο. Κι αυτά να τα βλέπεις φωτισμένα και να περιμένεις από κάτω τη σειρά σου. Και πηγαίνανε όλοι συνέχεια και υπογράφανε. Εκεί ήταν, στα αντίσκηνα πάνω, στο πολιτικό στρατόπεδο, δηλαδή στον Αϊ Γιώργη όταν είμαστε, ήταν δώδεκα κλωβοί όπως τους έλεγαν, με μια σειρά αντίσκηνων και μέναμε κάπου είκοσι δύο. Ήταν το μεγάλο αντίσκηνο, με ορθοστάτες, με τους σπάγκους δεμένους, τεντωμένους. Όταν πέρασα στο στρατιωτικό στρατόπεδο, μας πήραν και μας μετέφεραν. Με είχανε βάλει σε ένα ατομικό αντίσκηνο μονάχο, μακριά από όλους τους άλλους για να μου σπάσουν τα νεύρα. Έμπαινα με την κοιλιά, ένα έτσι ατομικό αντίσκηνο. Ερχόντουσαν κάθε βράδυ, με παίρνανε και με πηγαίνανε επάνω στο διοικητήριο. [Καμιά φορά έρχονταν κρυφά οι άλλοι;]

Πολλές φορές τα βράδια. Ναι, σας έχω διηγηθεί ορισμένες σκηνές τότε που ήρθαν και κλαίγανε ορισμένοι που είχαν υπογράψει οι καημένοι κάτω από τα μαρτύρια και κλαίγανε. «Και πώς θα τα βγάλεις εσύ πέρα; Εμείς που είμαστε οι πιο γεροί, εσύ που είσαι ο πιο καλομαθημένος, ο πιο ευαίσθητος απ όλους μας, πνευματικός άνθρωπος». Ήμουνα και λεπτός, είχα αδυνατίσει τότε πολύ. «Πώς θα τα βγάλεις πέρα μόνος σου, καταμόναχος, χωρίς μια άλλη συντροφιά, χωρίς τίποτα; Πώς τα περνάς;». Και κλαίγανε. Τους παρηγορούσα εγώ. Τους έλεγα, εν πρέπει να κλαίτε και να μη μου ζητάτε συγνώμη γι αυτό που κάνατε γιατί και γω αυτό θέλω να κάνω, αλλά μια άλλη δύναμη ανένδοτη, ανυποχώρητη δε μου το επιτρέπει. Τα αισθήματα μου για αυτόν τον καιρό και μέσα στην απομόνωση τα χω στο ποίημά μου «Αποχαιρετισμός», που το χω καταλογίσει όλη μου την ψυχολογία εκείνου του καιρού στον Γρηγόρη τον Αυξεντίου. Τον Κύπριο που τον είχαν κλείσει μέσα σε σπηλιά του Μαχαιρά και τον κάψανε ζωντανό. Αυτά τα αισθήματα είναι ακριβώς. Μάλιστα, εκείνοι που ξέρανε τη ζωή μου εκεί πέρα, αμέσως μόλις είδαν τον Αυξεντίου είπαν: «είσαι εσύ στη Μακρόνησο». «Ο Γιάννης Ρίτσος συζητά με τον Γιώργο Σγουράκη για τη Μακρόνησο», Γιάννης Ρίτσος Αυτοβιογραφία, «Αρχείο Κρήτης» Αθήνα 2008, σ. 76-78) 24 Καιτούλα-βλέπεις; - το τρίτο μου γράμμα μέσα σε μια βδομάδα σε θυμάμαι Καιτούλα πάντα- πάντα- και πιότερο τούτες τις μέρες τι κρύο πάλι- ε;- μια θάλασσα μελανιασμένη έτσι κλεισμένος στη σκηνή μου - να συλλογιέμαι ν ακούω τη βροχή τόσο κοντά σ όλα- με τον άνεμο μ αυτόν τον ασώπαστο άνεμο είναι έτσι δυνατός κ εκεί πέρα; -πώς να του αποκριθείς;-

μαζεύω τη θύμησή σας, τη θύμησή σου την αγάπη σας και την ποίηση κι ανοίγω ένα παράθυρο στο φως όλο φως. Φιλιά-φιλιά Καιτούλα καλή μου. («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», 1 ο Διαμέρισμα 8 ος Λόχος Β Ε.Τ.Ο., Σ.Τ.Γ. 902β, 2. Ι.1950, σ. 167) 25 Γράφω και σκίζω. Μεγάλη καρδιά, μικρή φωνή. Μια μπουκιά φως πολύ πικρό πώς να μιλήσω και πώς να μ ακούσεις; Έχει πάλι λιακάδα δε θυμάμαι πια που χτες έβρεχε. Γρήγορα που ξεχνάμε. Μα η ρίζα και το αίμα μένει. Σε πεθύμησα ναι, πολύ-πολύ. («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», 8 ος Λόχος Β Ε.Τ.Ο., Σ.Τ.Γ. 902β, 3. ΙΙΙ.1950, σ. 173) Καιτούλα καιρούς και καιρούς έχω να πάρω γράμμα σου- δεν πειράζει δε σου θυμώνω καθόλου- σου γράφω για τη χαρά να κουβεντιάσω μια στιγμούλα με την καλή μου την Καίτη μ όλο που δεν έχω τίποτα να πωγιατί ναι τόσα πολλά μέσα μου όσα κ η σιωπή μα η θάλασσα είναι πάντα θάλασσα την ακούς κι όταν σωπαίνει- την ακούς; - Τι να πεις πια; -μόνο πως εδώ, ανάμεσα στα βράχια, όπου μια στάλα χώμα, κάτι μικρά μαβιάβιολέ λουλουδάκια χιλιάδες και χιλιάδες λουλουδάκια θαλασσολούλουδα τα λένε- δεν είναι παράξενο που μπορώ να τα βλέπω και να τ αγαπώ; Παράξενο ναι- και να σε φιλώ («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Σ.Ν.Μ., Σ.Τ.Γ. 902β, 21. ΙΙΙ.1950, σ. 177) Νοτιάς, Καιτούλα, -χαμηλωμένη συγνεφιά χλιαρή- κάπου σαλεύει το μαντήλι της η Άνοιξη γειά σου, γειά σου, Καιτούλα- χιλιάδες οι αγριοβιολέτες, μαργαρίτες κίτρινες πάνου στην πέτρα- κατάσπαρτη μ αστέρια η γης- μια τρυφεράδα μια χαρά- πώς να την πεις;- μέσα μου κουβεντιάζουνε ένα λιοντάρι αχτένιστο μ ένα καναρινάκι- μπερδεύεται η καρδιά μου μες στους στίχους- σπαρταράει Καιτούλα έρχεται ένα καϊκιφεύγει- ο ορίζοντας λύνει τη ζώνη του-

(«Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Σ.Ν.Μ., Σ.Τ.Γ. 902β, 31. ΙΙΙ.1950, σ. 181) Η θάλασσα ανεβάζει το τραγούδι της άκρη-άκρη στα δάχτυλά μας. Να και τα χαμομήλια που ανάψαν τ άσπρα φαναράκια τους εδώ σερνάμενα στις πέτρες στην ακρογιαλιά- παράξενο- σε τούτο τον ξερότοπο- τόσα χαμομήλια και τόσο μεγάλα σα μαργαρίτες- κοίταξε ένα μπουκέτο, εδώ πλάι μου σ ένα κονσερβοκούτι- δίπλα στο κρεβάτι εκστρατείας μυρίζει ανάρρωση και καλοσύνη όμορφα που μυρίζει τ άσπρο αστρουλάκι της ταπεινοσύνης. («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Σ.Ν.Μ., Σ.Τ.Γ. 902β, 2. Ι.1950, σ. 185) 26 Καιτούλα Καιτούλα μου- μούφερε τον κήπο μας το γράμμα σου τόσα τριαντάφυλλα και κίτρινες μαργαρίτες και φοβόμουνα πως θάχαν ξεραθεί. Αυτές τις μέρες μας κλείσαν οι αγέρηδες μια συγνεφιά όλο θύμησες- δεν πήγα στην ακρογιαλιά σε σκεφτόμουνα- ξαναδιάβασα τα τραγούδια σου και μ άρεσαν ακόμα πιο πολύ («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Σ.Ν.Σ., Σ.Τ.Γ. 902β, 2. Ι.1950, σ. 189) Θα σε παρακαλούσα, αν δε σου κάνει κόπο μέσα στα δέματα να μου βάζεις κανένα περιοδικό: «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», «Ο Αιώνας μας», «Νέα Εστία», «Σκαραβαίοι». Κι ακόμη αν βρίσκονται στο βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν ή του Ελευθερουδάκη, τα «Άπαντα» του Μιλόζ στα γαλλικά. Κυκλοφόρησε τώρα τελευταία και η μετάφραση του θεατρικού έργου του άγγλου ποιητή Έλιοτ «Έγκλημα στη Μητρόπολη». Θα θελα πολύ να το διαβάσω. Είδες, αδελφούλα μου, σε τι μπελάδες σε βάζω; Πες στον εκδότη μου να σου τα προμηθέψει. ([Απόσπασμα από επιστολή που στέλνει στη Λούλα στις 2.6.1950], Γιάννης Ρίτσος, Γλυκειά μου Λούλα, επιμ. Δέσποινα Γλέζου, Αθήνα 1997, 38-39) Καλημέρα Καιτούλα τι όμορφος καιρός -μπουνάτσα- ένα λουλακί καϊκι κ η σκια του μέσα στη θάλασσα η βαρκούλα του νοσοκομείου άσπρη μέσα στη γυάλα της ησυχίας- είναι «σα μια παλιά λύπη μέσα σ έναν καινούργιο στίχο» -ένα τοπίο σε ανάρρωση- κ οι ηλεκτρικοί στύλοι κ εγώ- τόση γαλήνη όχι πια θυμός όχι πόνος «ένα φύλλο σου κλείνει το πράσινο ματάκι του ένα συγνεφάκι σου γνέφει με τ άσπρο μαντήλι του ξεσφίγγεις τα δάχτυλα να χαϊδέψεις το μάγουλο της λιακάδας». («Γράμμα, στην Καίτη Δρόσου», Σ.Ν.Σ., Σ.Τ.Γ. 902β, 16. VΙ. 1950, σ. 195) Το απόγευμα μας μαζέψανε όλους στην προκυμαία. Έπρεπε ν ακούσουμε τους λόγους των ανανηψάντων. Έπρεπε να χειροκροτήσουμε και να ουρλιάξουμε μπράβο. Ήτανε ένα ξέχωρο απόγευμα. Γλυκό το φως ρόδιζε τα μάρμαρα του παλιού ναού, η θάλασσα ήμερη, γαλάζια, χιλιάδες οι γλάροι

κάτασπροι φτερουγίζανε, κι ανάμεσά τους η μαυρίλα των κοράκων. Στο βάθος μαλακιά και χαρούμενη η αττική. Για μια στιγμή σταματήσαν οι ανάσες. Όλα τα μάτια καρφωθήκανε μαζί στην ανηφόρα της διοίκησης. Μέσα σε μια πρωτοφανή σιωπή στον ολοέρημο δρόμο, ανέβαινε ο ποιητής. Δεν ακούγαμε τον ομιλητή, ακούγαμε τη δική του ανάσα. Φαινότανε κουρασμένος και όσο πλησίαζε, γινόντουσαν τα βήματά του πιο μικρά και δισταχτικά, ίσαμε που τον είδαμε να σκύβει, να σκύβει, και να κάθεται πάνω σ ένα βραχάκι. Κάθισε έτσι πάρα πολύ. Μέσα τον περιμένανε. Τον περίμενε όλη η διοίκηση. Καθισμένοι γύρω στο μεγάλο τραπέζι και μια θέση μόνο κενή, η θέση του ποιητή που θα υπέγραφε με το αίμα του την τιμή του. το ένα χέρι στο τηλέφωνο. Μόλις εκείνος θ άφηνε την πένα, θ ανοίγανε οι τηλεφωνικές γραμμές, θα το έγραφαν αμέσως οι εφημερίδες, θα το λεγαν τα ραδιόφωνα. Ο Ρίτσος υπόγραψε. Τελείωσε ο ομιλητής. Πήρε άλλος τη θέση του, εμείς κοιτούσαμε τον ποιητή μας μέσα στο υπέροχο δειλινό. Σηκώθηκε. Μερικά βήματα του μένανε να κάνει. Έκανε κιόλας το πρώτο. Τετέλεσθαι. Μας είχε πει ότι δεν άντεχε άλλο. Ήδη τα τηλέφωνα θα δονούνταν απ τ όνομά του Δεν τον είδα να γυρίζει. Περίμενα να σκοτεινιάσει για να πάω κοντά του. δεν τολμούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Σαν βράδιασε κάπως ξεκίνησα για τη μακρινή σκηνή του. πώς να πω εκείνο που είδα; Η ύλη είχε υποχωρήσει μπροστά στο πνεύμα, μπροστά στην αγάπη. Σ αυτό το τόσο δα τσαντίρι που χωρούσε μόνον έναν άνθρωπο ξαπλωμένο, ήταν 8 άνθρωποι γονατισμένοι γύρω από το Ρίτσο. Έξω από το τσαντίρι έκλαιγαν με λυγμούς ο γέροντας, ο ψαράς της πατρίδας του, σκούπιζε με το μανίκι τα δάκρυά του, ήτανε κι άλλοι («Η διήγηση του Μάνθου Κέτση» [καταγραφή Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Διαβάζω, τχ. 205, 21-12-1988], Γιάννης Ρίτσος Αυτοβιογραφία, «Αρχείο Κρήτης» Αθήνα 2008, σ. 83-84) 27

«Κύριε Ρίτσο, πρέπει να υπογράψετε γιατί όπου να ναι μεταφέρεστε στο άλλο στρατόπεδο κι εκεί πέρα δε θα είναι όπως είναι εδώ, μια απλή αγγαρεία, να κουβαλάτε πέτρες ή να έχετε το μαρτύριο της δίψας, εκεί θα αντιμετωπίσετε άλλα, αν τυχόν δεν υπογράψετε. Άλλωστε, δεν μας χρειάζονται νέοι Χριστοί, είσαστε υποχρεωμένος να σώσετε τη ζωή σας, όχι για σας τον ίδιον, αλλά για την Ελλάδα, εφόσον είσαστε ένας ποιητής τέλος πάντων που όλοι παραδέχονται ότι είσαστε μεγάλος». Μάλιστα, ένας στρατιωτικός γιατρός, ο οποίος ήξερε και ορισμένα ποιήματά του, του απήγγειλε και ένα ποίημα από τον Επιτάφιο. Η απάντησή του; «Θα είναι τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου γι αυτό που πιστεύω, θα είναι το καλύτερο ποίημα που έχω γράψει στη ζωή μου». Ο Μάνος Κατράκης τον περιμένει με κίνδυνο να τιμωρηθεί. Αγωνιά μήπως τον βασάνισαν. Κατευθύνονται μαζί προς τη σκηνή τους. Κλαίνε και γελούν αγκαλιασμένοι. («Αφήγηση του ποιητή στη συγγραφέα», Αγγελική Κώττη, Γιάννης Ρίτσος. Ένα σχεδίασμα βιογραφίας, Ελληνικά Γράμματα 1996, σ. 111-112) 28 Με τους φίλους του Μάνο Κατράκη και Μάνθο Κέτση «Ήμουν με τον Δημήτρη τον Φωτιάδη, με τον Μάνο Κατράκη και με άλλους πολλούς αγαπημένους συντρόφους», αφηγείται, «κι έρχονται από το νοσοκομείο πέντε έξι εφτά σύντροφοι τραυματισμένοι και τους δίνουν ένα μέρος απέναντι από εκεί που ήταν τα δικά μας αντίσκηνα. Και δεν επιτρεπόταν η επαφή. Έπρεπε να στήσουν τα αντίσκηνά τους και να μείνουν εκεί πέρα, χωρίς να έχουν επαφή με μας. Εμείς καθόμαστε στη σειρά περιμένοντας να περάσουμε απ τα ουρητήρια το πρωί. Κι όμως, παρότι ήταν απαγορευμένη η επικοινωνία, τρέξανε τα παιδιά και μου φέρνει ο ένας