ΘΡΗΣΚΕΙΑ Α.Ν. 1363/1938, Περί κατοχυρώσεως διατάξεων των αρθρ. 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγματος. Αρ. 1 Δια την ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναού οιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται άδεια της οικείας ανεγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά τα δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ειδικώτερον καθορισθησόμενα. Ναοί ή ευκτήριοι οίκοι από της δημοσιεύσεως του κατά την προηγουμένην παράγραφον Β.Δ/τος ανεγειρόμενοι ή λειτουργούντες άνευ της τηρήσεως των εν αυτώ διατυπώσεων ή εγκαθιστώμενοι και λειτουργούντες εντός οικημάτων ή αποθηκών ή οιασδήποτε φύσεως, κτισμάτων ή στεγάστρων κατά μετατροπήν πάντων τούτων κλείονται και σφραγίζονται υπό της οικείας Αστυνομικής Αρχής, απαγορευομένης της λειτουργίας αυτών, οι δι ανεγείροντες ή θέντες εις λειτουργίαν τιμωρούνται δια χρηματικής ποινής μέχρι 50.000 δραχμών και φυλακίσεως 2 μέχρις 6 μηνών (μη μετατρεπομένης εις χρηματικήν). Δια τους άνευ αδείας ανεγηγερμένους και λειτουργούντας κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου ναούς ή ευκτηρίους οίκους απαιτείται άδεια κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, χορηγουμένη κατά τα δια Β.Δ/τος καθορισθησόμενα. Δια του αυτού Δ/τος καθορισθήσονται τα της χορηγήσεως αδειών ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου, ή θρησκευτικού εντευκτηρίου. Υπό τον όρον «Ναός» νοούνται εν τω παρόντι Νόμω και τω αυτού προβλεπομένω Β.Δ/τι παντός είδους ναοί (ενοριακοί ή μη, εξωκκλήσια και παρεκκλήσια). Σημείωση: το άρ. 1 καταργήθηκε από το ά. 27 εδ. α του Ν. 3467/2006, σύμφωνα με το οποίο, «Για την ίδρυση, ανέγερση ή λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου οποιουδήποτε δόγματος ή θρησκείας, πλην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απαιτείται άδεια ή γνώμη της οικείας εκκλησιαστικής αρχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει με τρόπο διαφορετικό το ίδιο θέμα,
καταργείται, [άρθρο 1 του α.ν. 1363/1938 (ΦΕΚ 305 Α'), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 1672/1939 (ΦΕΚ 123 Α'), άρθρο 41 του α.ν. 1369/1938 (ΦΕΚ 317 Α')].» Αρ. 4 1. Ο ενεργών προσυλητισμόν τιμωρείται δια φυλακίσεως και χρηματικής ποινής χιλίων μέχρι πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών, έτι δε και δι' αστυνομικής επιτηρήσεως, ης η διάρκεια από εξ μηνών μέχρις ενός έτους ορίζεται δια της καταδικαστικής αποφάσεως. 2. Προσηλυτισμός ιδία είναι η διά πάσης φύσεως παροχών ή δι' υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια μέσων απατηλών, δια καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι' εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επι σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής. 3. Η εν σχολείω ή ιδρύματι μορφωτικώ ή φιλανθρωπικώ εκτέλεσις της πράξεως θεωρείται ως ιδιαιτέρως επιβαρυντική αιτία. Αρ. 5 Εάν και πρό πάσης έτι ενάρξεως ποινικής διώξεως κατά το προηγούμενον άρθρον του παρόντος νόμου ήθελε βεβαιωθή δια διοικητικής ανακρίσεως, ενεργουμένης παρ' αξιωματικού της Χωρ/κής ή της Αστυνομίας Πόλεων, ότι ξένος υπήκοος επιχειρεί προσηλυτισμόν, απελαύνεται ούτος αποφάσει της παρ' εκάστη Νομαρχία Επιτροπής Ασφαλείας, καθ' ης επιτρέπεται εντός οκτώ ημερών από της κοινοποιήσεως προσφυγή προς τον Υπουργόν Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Αρ. 12 Η είσοδος εις τα όρια του Βασιλείου της Ελλάδος κληρικών πάντων των Θρησκευμάτων ή δογμάτων ή αρχηγών αιρέσεων μη κεκτημένων Ελληνικήν υπηκοότητα επιτρέπεται κατόπιν αδείας των Υπουργείων Θρησκευμάτων και Εξωτερικών, πλην των δια Β.Δ/τος εξαιρεθησομένων της διατυπώσεως ταύτης. Οι παραβάται απελαύνονται άνευ άλλης διατυπώσεως των ορίων του Βασιλείου, τιμωρουμένων πειθαρχικώς και των δημοσίων οργάνων, των συνυπευθύνων δια την παράβασιν.
Ν. 590/ 1977, Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αρ. 45 1. Οι ιεροί ναοί, τα εν λατρευτική χρήσει ιερά σκεύη, άμφια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες αποτελούν πράγματα ιερά, καθιερωμένα ή ηγιασμένα, και ισχύουν επ' αυτών αι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του Αστικού Κώδικος. 2. Ο πωλών ή αγοράζων ιερόν, κατά την προηγουμένην παράγραφον, πράγμα ή δωρούμενος ή συνιστών επ' αυτού εμπράγματον ασφάλειαν τιμωρείται διά φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους. 3. Η μεταφορά εις Μουσείον ιερού πράγματος, άνευ κανονικής αδείας του οικείου Αρχιερέως, τιμωρείται διά ποινής φυλακίσεως δύο έως εξ μηνών, η δε εκκλησιαστική αρχή υποχρεούται να απαιτήση την απόδοσιν αυτού. 4. Τα του τρόπου εκποιήσεως των τιμαλφών αναθημάτων ορίζονται δι' αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 5. Δι' αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να συνιστώνται εις τας Ιεράς Μητροπόλεις, τη προτάσει του οικείου Μητροπολίτου, εκκλησιαστικά μουσεία προς καταγραφήν, φύλαξιν και συντήρησιν κειμηλίων, ιερών εικόνων και λοιπών έργων εκκλησιαστικής τέχνης. Αρ. 49 1. Η ιερολογία του γάμου τελείται μετά προτέραν έγγραφον άδειαν του Αρχιερέως του τόπου της τελέσεως ή του επιτρόπου αυτού. Διά την χορήγησιν της αδείας απαιτείται και προηγουμένη έγγραφος υπεύθυνος δήλωσις των μελλονύμφων περί μη υπάρξεως ως προς αυτούς αναβλητικού ή ανατρεπτικού τινος κωλύματος. Διά κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ. θέλει καθορισθή, κατά την κειμένην νομοθεσίαν, η διαδικασία χορηγήσεως αδείας γάμου. 2. Εις τον άνευ επισκοπικής αδείας τελέσαντα γάμον ιερέα επιβάλλεται, εκτός των εις τούτον επιβαλλομένων υπό των
εκκλησιαστικών δικαστηρίων κανονικών ποινών και ποινή φυλακίσεως μέχρις ενός έτους. 3. Η κεχωρισμένος από της τελέσεως του μυστηρίου του γάμου ιερολογία της μνηστείας απαγορεύεται, κηρύσσεται δε πνευματικώς άκυρος υπό του Αρχιερέως του τόπου ένθε αύτη ετελέσθη. Εις τον τελέσαντα την ιερολογίαν ιερέα επιβάλλεται ποινή αργίας μέχρις ενός έτους και στέρησις του ημίσεος του μισθού αυτού, ως και φυλάκισις μέχρις ενός έτους. 4. Τα των γάμων, κατά μεν το πολιτικόν μέρος, υπάγονται εις τα πολιτικά δικαστήρια, κατά δε το πνευματικόν, εις τας Εκκλησιαστικάς Αρχάς. Αρ. 50 1. Προκειμένης εγέρσεως αγωγής διαζυγίου τα κατά την απόπειραν συμβιβασμού ενώπιον του Επισκόπου διέπονται υπό των άρθρων 593 και επέκεινα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. 2. Καταστάσης αμετακλήτου της δικαστικής αποφάσεως, δι ης ακυρούται ο γάμος ή λύεται ούτος διά διαζυγίου, ο παρά τω εκδόντι την αμετάκλητον απόφασιν δικαστηρίω Εισαγγελεύς κοινοποιεί, τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον, αντίγραφον ταύτης εις τον εκδόντα την άδειαν του γάμου Αρχιερέα, όστις εν συνεχεία προβαίνει υποχρεωτικώς εις την ακύρωσιν ή την λύσιν τούτου και πνευματικώς. Εις ην περίπτωσιν η άδεια γάμου εξεδόθη εν τη αλλοδαπή η αμετάκλητος δικαστική απόφασις του ημεδαπού Δικαστηρίου, ακυρούσα ή λύουσα τον γάμον, κοινοποιείται κατά τα ανωτέρω εις τον Αρχιερέα, εν τη επαρχία του οποίου εδρεύει το εκδόν ταύτην δικαστήριον, όστις προβαίνει υποχρεωτικώς εις την ακύρωσιν ή την πνευματικήν λύσιν τούτου. Η περί ακυρώσεως ή λύσεως του γάμου απόφασις γνωστοποιείται εις τον Αρχιερέαν τον εκδόντα την άδειαν τελέσεως του γάμου εν τη αλλοδαπή. Αρ. 52 1. Οπου εν τω παρόντι γίνεται χρήσις του όρου «εν ενεργεία Μητροπολίτης» ή «εν ενεργεία Αρχιερεύς» νοείται ο διαποιμαίνων Μητρόπολιν Αρχιερεύς. 2. Οπου εν τω παρόντι γίνεται χρήσις του όρου «Αρχιερεύς» νοείται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάντες οι εν ενεργεία
Μητροπολίται. Οπου δε γίνεται χρήσις του όρου «Μητρόπολις» νοείται και η Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Αρ. 57 1. Η κατά τας διατάξεις της κοινής ποινικής δικονομίας διατασσομένη προφυλάκισις κληρικού ή μοναχού δύναται να εκτελήται εις ειδικόν σωφρονιστήριον κληρικών, του αναγκαιούντος προς τούτο προσωπικού φυλάκων διατιθεμένου υπό του Υπουργείου Δικαιοσύνης. 2. Αι εις κληρικούς ή μοναχούς επιβαλλόμεναι δι' αποφάσεων των κοινων ποινικών δικαστηρίων στερητικαί της ελευθερίας ποιναί, εφ' όσον η καταδίκη δεν συνεπάγεται, προκειμένου περί κληρικών και την ποινήν της καθαιρέσεως, εκτίονται εν τω ειδικώ σωφρονιστηρίω των κληρικών. Επί ποινής στερητικής της ελευθερίας διαρκείας ελάσσονος του μηνός δύναται ο Αρχιερεύς, προκειμένου δε περί ποινής επιβληθείσης εις Αρχιερέα η Δ.Ι.Σ. να ορίση και άλλον τόπον εκτίσεως της ποινής, συναινούντος και του αρμοδίου Εισαγγελέως. 3. Η κατά κληρικού ασκηθείσα ποινική δίωξις, ως και η επί ταύτης εκδοθείσα απόφασις ή το εκδοθέν βούλευμα, γνωστοποιούνται παραχρήμα εις την προϊσταμένην του κληρικού εκκλησιαστικήν αρχήν υπό του ασκήσαντος την δίωξιν Εισαγγελέως ή του γραμματέως του εκδόντος το βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή του εκδόντος την απόφασιν ποινικού δικαστηρίου. 4. Προκειμένου περί αιτήσεως παροχής δικαστικής προστασίας, υποβαλλομένης εις οιονδήποτε πολιτειακόν δικαστήριον υπό κληρικού, ουδεμία άδεια της οικείας εκκλησιαστικής αρχής απαιτείται. 5. Διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών δικαιοσύνης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων θέλει καθορισθή το κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου ειδικόν διά κληρικούς σωφρονιστήριον, ως και τα της λειτουργίας αυτού. Αρ. 62 1. Εκκλησιαστικά κτίρια, προοριζόμενα διά την εγκατάστασιν γραφείων Μητροπόλεων ή Ενοριών ή διά κατοικίαν Αρχιερέων ή Εφημερίων και ανεγερθέντα ή αποκτηθέντα δι εισφορών Μονών και Ναών ή εξ εράνων ή ειδικών φορολογιών, φερόμενα δε επ ονόματι Φυσικών ή Νομικών Προσώπων, πλην
του Δημοσίου, μεταβιβάζονται υποχρεωτικώς εις το ποιούμενον χρήσιν Νομικόν Πρόσωπον της Μητροπόλεως ή Ενορίας, δι' απλής ενώπιον συμβολαιογράφου δηλώσεως, συντασσομένης και μεταγραφομένης ατελώς. Τα αυτά ισχύουν και διά τα κτίρια της Ιεράς Συνόδου, των λοιπών αυτοτελών Συνοδικών Υπηρεσιών και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. 2. Αι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του Α.Ν. 1530/38 «περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων», ως ούτος μεταγενεστέρως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, έχουν ανάλογον εφαρμογήν και επί των κτημάτων των ανηκόντων εις τα εν άρθρω 1 παρ. 4 του παρόντος, αναφερόμενα Νομικά Πρόσωπα.