Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος Του Βαλάντη Αθανασίου, ιστορικού Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941, όταν και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς. Αίτιο του πολέμου είναι η επεκτατική πολιτική του φασιστικού Ιταλικού καθεστώτος την οποία σχεδίαζε και καθοδηγούσε ο Μπενίτο Μουσολίνι. Στόχος της Ιταλίας ήταν η ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η μετατροπή της Μεσογείου σε «ιταλική λίμνη», αντίστοιχη με το mare nostrum της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το προοίμιο της σύγκρουσης Η ιταλική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας δεν ήταν καινούργια. Η ένταση στις σχέσεις Ελλάδας Ιταλίας ξεκίνησε την δεκαετία του 1910, με τους βαλκανικούς πολέμους και την επέκταση της Ελλάδας στην βόρεια Ήπειρο. Η Ιταλία αντέδρασε στις προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Αλβανίας, με την ενσωμάτωση σ αυτήν των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, η οποία λειτούργησε εξ αρχής ως ιταλικό προτεκτοράτο. Η Ιταλία θεωρούσε πως η Αλβανία, εξαιτίας της εγγύτητας του λιμένα της Αυλώνας με την ιταλική χερσόνησο, θα μπορούσε να γίνει το προγεφύρωμα της για εδαφική επέκταση προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Περαιτέρω, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα από το τέλος του Ιταλό-τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρότι το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή. Μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών είχαν σημειωθεί και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος της Μικράς Ασίας περί την πόλη της Σμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ ιταλικές δυνάμεις βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών. Πέραν αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνι χρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα, στις 31 Αυγούστου 1923. Τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν ως το 1797 βενετική κτήση και παρέμεναν στόχος του ιταλικού ιμπεριαλισμού. Ακολούθησε μια περίοδος ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση Βενιζέλου (1928-1932), κατά τη διάρκεια της οποίας υπογράφτηκε και το Σύμφωνο Φιλίας Ρώμης (1928), (γνωστό και ως Συμφωνία Βενιζέλου - Μουσολίνι), μεταξύ των δύο κρατών στις (23 Σεπτεμβρίου 1928). 1
Στην Ελλάδα, μετά την ανατροπή της Δημοκρατίας από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, και την εγκαθίδρυση δικτατορικού καθεστώτος με φασιστικό ύφος, η προσοχή στράφηκε στην στρατιωτική αναδιοργάνωση της χώρας. Στις αρχές της δεκαετίας του 30 ο στρατός ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Κυβέρνηση Μεταξά έκανε μεγάλες επενδύσεις για την αναδιοργάνωση του στρατού. Αγοράστηκαν νέα όπλα και για τα τρία σώματα, ο στρατός αναβαθμίστηκε τεχνολογικά και οργανωτικά. Τέλος, έγιναν σημαντικές προετοιμασίες για το ενδεχόμενο πολέμου, όπως η αποθήκευση πολεμοφοδίων και τροφίμων σε διάφορα σημεία της χώρας για το ενδεχόμενο μακρόχρονης πολεμικής σύγκρουσης. Την περίοδο 1935-1939 παραγγέλθηκαν σημαντικές ποσότητες όπλων, τα οποία όμως παραδόθηκαν μόνο εν μέρει ή δεν πρόλαβαν να παραδοθούν ποτέ. Καταστρώθηκε νέο σχέδιο οργάνωσης και εκπαίδευσης των εφέδρων στρατιωτών, με συνεχείς κλήσεις και ασκήσεις. Για το ενδεχόμενο μακρόχρονης πολεμικής σύγκρουσης. Εκείνη την περίοδο η μόνη χώρα που η Ελλάδα θεωρούσε απειλή ήταν η Βουλγαρία, εξαιτίας των μακροχρόνιων βλέψεων που είχε η τελευταία στη Μακεδονία. Γι αυτό και κατασκευάστηκε στα βόρεια σύνορα η γραμμή Μεταξά, μια σειρά οχυρών με στόχο να αποκρούσουν ενδεχόμενη βουλγαρική εισβολή. Η ελληνική εξωτερική πολιτική εκείνης της εποχής δεν είχε να επιλέξει άλλο δρόμο απ αυτόν της ουδετερότητας. Σ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας της 4 ης Αυγούστου η κυβέρνηση Μεταξά προσπάθησε να διατηρήσει μια ισορροπία απέναντι στην Βρετανία και τη Γερμανία. Ο Μεταξάς, απόφοιτος της Γερμανικής Ακαδημίας Πολέμου, ήταν γνωστός γερμανόφιλος και φιλοβασιλικός ήδη από την περίοδο του εθνικού διχασμού (1915-1917). Όμως ο βασιλιάς Γεώργιος Β, που στηρίζει το δικτατορικό καθεστώς, ήταν αναμφισβήτητα αγγλόφιλος και ο 2
Μεταξάς γνώριζε ότι οι γερμανόφιλοι είναι μειονότητα στην Ελλάδα. Επίσης η Ελλάδα, ως ναυτική χώρα, δεν μπορούσε να αγνοήσει την παραδοσιακή βρετανική κυριαρχία στις θάλασσες της Μεσογείου. Παράλληλα, το μεταξικό καθεστώς αποκόμισε σημαντικά οικονομικά οφέλη από την Γερμανία, με βάση παλαιότερες συμφωνίες εμπορικού συμψηφισμού (Clearing 1 ), οι οποίες επέτρεπαν στη χώρα να διοχετεύει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της στη Γερμανία σε αντάλλαγμα της παροχής ευνοϊκών εμπορικών πιστώσεων για την αγορά γερμανικών προϊόντων. Μετά το 1935 η Γερμανία είχε γίνει ο κυριότερος εταίρος της Ελλάδας. Δεδομένου ότι ο Μεταξάς έδωσε προτεραιότητα στον ταχύ εξοπλισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, η παροχή εμπορικών πιστώσεων από τη Γερμανία επέτρεψε στην Ελλάδα την αγορά στρατιωτικού υλικού και εξοπλισμού από το Γ Ράιχ με όρους πολύ πιο ευνοϊκούς από τα δάνεια της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Μεταξάς (πρώτος δεξιά) με τον υπουργό προπαγάνδας του Γ Ράιχ Γιόζεφ Γκέμπελς (τέταρτος από δεξιά), στην επίσημη επίσκεψη του δεύτερου στην Ελλάδα, από τις 20 μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 1936. Η ελληνική εξωτερική πολιτική της δικτατορίας της 4 ης Αυγούστου δεν καθοριζόταν από αμιγώς ιδεολογικές ή οικονομικές παραμέτρους. Η παραδοσιακά φιλοβρετανική στάση του βασιλιά Γεωργίου Β ενσωματώθηκε αρμονικά στη συντηρητική, παραδοσιακή αντίληψη του ίδιου του Μεταξά για την εξωτερική πολιτική, η οποία αναγνώριζε τον κυρίαρχο ρόλο και τα ζωτικά συμφέροντα της Βρετανίας στο χώρο της Μεσογείου. 1 Clearing: εμπορικός συμψηφισμός σε είδος. Το εμπόριο γίνεται με διμερείς διακρατικές συμφωνίες και εμπορικές ανταλλαγές σε είδος με τον εξοβελισμό του συναλλάγματος από το εμπόριο 3
Η Ελληνική ουδετερότητα εξυπηρετούσε τη Γερμανία που στο χώρο της Βαλκανικής, προσπαθούσε κυρίως να αποτρέψει το σχηματισμό ενός πολιτικού και στρατιωτικού συνασπισμού που θα συνδεόταν με την Βρετανία και θα συνέτεινε στην κύκλωση της. Το ίδιο όμως εξυπηρετούσε και την Βρετανία, η οποία, μη έχοντας την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει απόλυτα την Ελλάδα, προτιμά να την βλέπει ουδέτερη. Όμως η επεκτατική πολιτική του Μουσολίνι και η αναγνώριση της ναζιστικής κυβέρνησης πως η Μεσόγειος άνηκε στην ιταλική σφαίρα επιρροής, άρα σε ενδεχόμενη αλλαγή συνόρων η Ελλάδα θα έβγαινε ζημιωμένη, έστρεψαν την ελληνική κυβέρνηση στο βρετανικό στρατόπεδο. Στις 22 Απριλίου 1939 Μουσολίνι και Χίτλερ υπέγραψαν το «Χαλύβδινο Σύμφωνο», το οποίο επιβεβαίωνε την ανάληψη κοινής δράσης σε ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης. Στις 7 Απριλίου 1939 η Ιταλία προσάρτησε και επίσημα την Αλβανία. Το γεγονός ανησύχησε σφοδρά την ελληνική κυβέρνηση η οποία ζήτησε, παρά τις επίσημες Ιταλικές βεβαιώσεις πως δεν υπήρχαν σχέδια εναντίον της Ελλάδας, να πάρει εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της από την Βρετανία και την Γαλλία. Στις 13 Απριλίου ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεϊν και ο Γάλλος πρωθυπουργός Νταλαντιέ εγγυήθηκαν με επίσημες δηλώσεις τους την ασφάλεια την Ελλάδας. Παρά τις διαβεβαιώσεις της Ιταλίας πως δεν υπάρχουν βλέψεις εναντίον της Ελλάδας, η ελληνική κυβέρνηση, μέσω διπλωματικών πηγών και με την βοήθεια των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών γνώριζε πολύ καλά πως η χώρα είναι στόχος των επεκτατικών βλέψεων του Μουσολίνι. Με την εισβολή της Γερμανίας στη Πολωνία και την έναρξη του Β Παγκοσμίου πολέμου η ιταλική κυβέρνηση (η οποία μπήκε επίσημα στον πόλεμο στις 10 Ιουνίου του 1940), άρχισε να ισχυρίζεται πως η Ελλάδα παραβιάζει την ουδετερότητα της, αφήνοντας να σταθμεύσουν στο έδαφος της Βρετανικά πολεμικά πλοία και στρατιώτες, γεγονότα που η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε με κατηγορηματικό τρόπο. Πλέον οι ιταλικές προκλήσεις έγιναν όλο και περισσότερες (πτήσεις ιταλικών αεροσκαφών στον ελληνικό εναέριο χώρο, επιθέσεις ιταλικών αεροπλάνων κατά ελληνικών πλοίων). Το αποκορύφωμα της ιταλικής προκλητικότητας ήταν στις 15 Αυγούστου 1940 ο τορπιλισμός και η βύθιση του καταδρομικού πλοίου «Έλλη», στο λιμάνι της Τήνου, κατά τους εορτασμούς της Κοίμησης της Θεοτόκου, από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino. Ο απολογισμός ήταν 9 νεκροί και 24 τραυματίες. Ήδη από τις πρώτες έρευνες έγινε αντιληπτό πως επρόκειτο για ιταλική ενέργεια, αλλά ο Μεταξάς απαγόρευσε την δημοσίευση του πορίσματος, αλλά και οποιοδήποτε υπαινιγμό στον τύπο για την ταυτότητα του επιτιθέμενου, ώστε να μην παραβιαστεί η ουδετερότητα. Ανεξαρτήτως αυτής της επίσημης πολιτικής, η κοινή γνώμη ήξερε πολύ καλά τους ενόχους. 4
Η στιγμή της έκρηξης μιας εκ των τορπιλών στην προβλήτα του λιμανιού της Τήνου, στις 15 Αυγούστου 1940. Το καταδρομικό Έλλη διακρίνεται στην δεξιά πλευρά του στύλου. (Πηγή: Ελληνική Wikipedia) Αυτή η προκλητική πράξη, πολλώ μάλλον σε μια μέρα ιερή για τους Έλληνες, πρόσβαλε τον ελληνικό λαό, το θρησκευτικό του αίσθημα και την περηφάνεια του. Ενώ ως τότε ο Έλληνας έβλεπε το ενδεχόμενο να φτάσει ο πόλεμος στην Ελλάδα με επιφύλαξη και φόβο, μετά τον τορπιλισμό της Έλλης η οργή και η αποφασιστικότητα επικράτησαν και ένα κύμα αισιοδοξίας απλώθηκε σε όλη τη χώρα. 5
Ο Μεταξάς δεν συμμεριζόταν την αισιοδοξία του κόσμου, αλλά δήλωνε σθεναρά σε κάθε ευκαιρία πως παρά την ιταλική υπεροπλία η Ελλάδα θα υπερασπιζόταν την ελευθερία της και την τιμή της. Ακόμη και η Βρετανία επιθυμεί τώρα την ελληνοϊταλική σύρραξη γιατί έτσι θα δεσμευθούν δυνάμεις του Άξονα στο ελληνικό μέτωπο. Για να βεβαιωθεί η Βρετανία ότι η Ελλάδα θα αντισταθεί, ενθαρρύνει τον Μεταξά και του υπόσχεται βοήθεια. Όλον τον Σεπτέμβριο ο ιταλικός στρατός συγκεντρώνεται στην Αλβανία. Ο Μεταξάς θεωρεί «επικείμενο το τέλος» (1 Οκτωβρίου), παρ όλα αυτά κάνει την ύστατη προσπάθεια να το αποτρέψει, ζητώντας την μεσολάβηση του Χίτλερ στην Ιταλία. Στις 15 Οκτωβρίου έλαβε χώρα στην Ρώμη το πολεμικό συμβούλιο υπό τον Μουσολίνι και αποφασίσθηκε η επίθεση για τα τέλη του μηνός, αφού πρώτα θα σκηνοθετούσαν επεισόδιο στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που ορίσθηκε για την 26 η Οκτωβρίου. Η Γερμανία, που σχεδίαζε την επίθεση της εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ανοίξει ένα νέο πολεμικό μέτωπο. Ο Μουσολίνι, όμως, ήταν δυσαρεστημένος από τις Γερμανικές στρατιωτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες, οι οποίες γίνονταν χωρίς συνεννόηση μαζί του. Ήταν αποφασισμένος να φέρει τον Χίτλερ προ τετελεσμένων, γι αυτό δεν ενημέρωσε την ναζιστική κυβέρνηση για την άμεση επίθεση κατά της Ελλάδας. Η επίθεση είχε προγραμματιστεί για τις 28 Οκτωβρίου 1940, που ήταν η εθνική γιορτή του φασισμού. Η επίδοση του τελεσιγράφου. Το «Όχι». Τα ξημερώματα της 28 ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς απάντησε στο τελεσίγραφο στα γαλλικά: «Alors, c'est la guerre» («Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»). Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο είναι ακόμα και σήμερα αντικείμενο συζητήσεων από ιστορικούς και μη. Άλλοι θεωρούν πως ήταν η πίεση της κοινής γνώμης που οδήγησε στο Όχι, άλλοι πως ήταν η αποφασιστικότητα του Μεταξά. Ορισμένοι πάλι σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Τίποτα φυσικά δεν αποκλείει να ισχύουν και οι τρεις απόψεις. Πάντως είναι μύθος η άποψη πως η Ιταλία κινήθηκε ξαφνικά και αιφνιδιαστικά. Ήδη από το 1939 ήταν σαφές πως η Ιταλία θα επιχειρούσε να συγκρουστεί με την Ελλάδα, και η Ελληνική κυβέρνηση είχε μαζέψει τις απαραίτητες πληροφορίες και είχε οργανώσει τον στρατό της στα Έλληνο-αλβανικά σύνορα. Η κήρυξη πολέμου ήταν θέμα ημερών. 6
Νωρίς το πρωί ο ελληνικός λαός είναι στο πόδι. Τα νέα είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα πριν οι εφημερίδες και η πιο κάτω ανακοίνωση γνωστοποιήσουν τα γεγονότα: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 05:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ένα πρωτοφανές κύμα ενθουσιασμού καταλαμβάνει όλα τα στρώματα του λαού και η επιστράτευση μετατρέπεται σε ένα πρωτοφανές πανηγύρι. Οι Έλληνες βρίσκονται σε ένα πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών κατά ενός ιμπεριαλιστή φασίστα εισβολέα. Ακόμα και οι φυλακισμένοι από την δικτατορία κομμουνιστές ζητούν να πάρουν όπλο και να σταλούν να πολεμήσουν. 7
Εξαιτίας της δικτατορίας και των πολιτικών διώξεων οι Ιταλοί πόνταραν πως η κυβέρνηση δεν θα είχε μαζί της τον λαό. Ο ελληνικός λαός, όμως, μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, είτε ήταν πρόσφυγας είτε όχι, είχε αναγκαστεί να ξαναρχίσει την ζωή του από το μηδέν. Ο Μεσοπόλεμος στην Ελλάδα, με τα πολλά πραξικοπήματα και το έλλειμα δημοκρατίας, ήταν μια εποχή της ανέχειας αλλά και του μόχθου, μια εποχή που άνθρωποι από το τίποτα προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν στον οποιοδήποτε ξένο εισβολέα αυτή την φτωχή πατρίδα γιατί, όσο φτωχή και να ήταν, την είχαν στήσει με τα χέρια τους και τον ιδρώτα τους. Γι αυτό όταν πήραν τον δρόμο για το μέτωπο, ήταν αποφασισμένοι να διώξουν τους Ιταλούς με κάθε κόστος και να πάρουν εκδίκηση για την προσβολή των ιερών και των οσίων τους στην Τήνο. Οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις. Η μάχη της Πίνδου Το ιταλικό πολεμικό σχέδιο είχε συντάξει ο ανώτατος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων Αλβανίας, στρατηγός Βισκόντι Πράσκα. Σε πρώτη φάση, στα δυτικά θα καταλαμβάνονταν, μέσω της Θεσπρωτίας, το λιμάνι της Πρέβεζας, δια του οποίου θα έφταναν οι ιταλικές ενισχύσεις (η κατάσταση των αλβανικών λιμένων ήταν κάκιστη και ο ιταλικός στρατός είχε έλλειψη αυτοκινήτων και καυσίμων). Στην Θεσπρωτία οι Ιταλοί πίστευαν, λανθασμένα όπως αποδείχτηκε, ότι θα τους βοηθούσε η αλβανική μειονότητα της περιοχής (Τσάμηδες). Στη δυτική Μακεδονία σκοπός των Ιταλών ήταν να καταλάβουν τον δρόμο που οδηγούσε στο Μέτσοβο, κατά μήκος της Πίνδου. 8
Οι ιταλικές δυνάμεις είχαν μοιραστεί σε δύο μέρη, σύμφωνα και με την μορφολογία της Πίνδου. 52.800 Ιταλοί στρατιώτες βρίσκονταν στην Ήπειρο και 44.000 στην Δυτική Μακεδονία. Η υπεροπλία τους σε πυροβολικό, άρματα μάχης, πυροβολικό και αεροπορία είναι απόλυτη. Όμως άλλοι Ιταλοί στρατηγοί, όπως ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Πιέτρο Μπαντόλιο επισημαίνουν πως οι δυνάμεις αυτές είναι ανεπαρκείς, εξαιτίας της δύσκολης μορφολογίας του εδάφους, που καθιστούσε δύσκολο το δρόμο για τα αυτοκίνητο και, ειδικότερα για τα τανκ. Οι Ιταλοί, όμως, γεμάτοι αυτοπεποίθηση θέλουν να νικήσουν τον πόλεμο με μικρότερες δυνάμεις. Προέβλεπαν κατάληψη της Ηπείρου σε 15-20 μέρες. Την ιταλική επίθεση θα συνόδευε αεροπορικός βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας, της Πάτρας και των Ιωαννίνων. Το ελληνικό πολεμικό σχέδιο προέβλεπε αρχική υποχώρηση στην φυσική αμυντική γραμμή Άραχθος Μέτσοβο Αλιάκμονας Βέρμιο μέχρι να συγκεντρωθούν όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις. Την στιγμή της εισβολής βρίσκονταν στη Πίνδο 35.000 Έλληνες στρατιώτες. Ο ελληνικός στρατός ακολούθησε τα σχέδια και υποχώρησε τακτικά στις γραμμές άμυνας, αποκρούοντας τις πρώτες ιταλικές επιθέσεις. Ήδη από την 27 η Οκτωβρίου, ενώ προηγουμένως ο καιρός ήταν ακόμα καλοκαιρινός, χειροτέρεψε απότομα, και από τις 29 του μήνα άρχισε πυκνή χιονόπτωση. Δυτικά οι Ιταλοί επιτέθηκαν από το Καλπάκι με στόχο τα Ιωάννινα. Όμως ο πλημμυρισμένος Καλαμάς και η εννιαήμερη καθυστέρηση των Ιταλών να τον περάσουν ήταν τραγική γι αυτούς. Η καθήλωση των βαριών δυνάμεων τους είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν εύκολος στόχος για το ελληνικό πυροβολικό. Το μέτωπο 260 χιλιομέτρων με διοικητή τον Χαράλαμπο Κατσιμήτρο άντεξε. Οι Έλληνες περίμεναν τους Ιταλούς να πλησιάσουν στις αμυντικές τους θέσεις για να τους χτυπήσουν αποτελεσματικότερα. Στην Πίνδο οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν 15.000 άνδρες της Μεραρχίας Τζούλια, της επίλεκτης δύναμης αλπινιστών. Γρήγορα οι Ιταλοί διαπίστωσαν πως υποτίμησαν τον βουνό. Τα λασπωμένα μονοπάτια και τα μικρά εμπόδια που πρόλαβε να βάλει ο ελληνικός στρατός καθυστέρησαν την προώθηση των Ιταλών. Άφησαν στο δρόμο τα μεταγωγικά τους και τον βαρύ οπλισμό που τους καθυστερούσε, και διέσπειραν σε μεγάλο βαθμό τις μονάδες τους, πράγμα που αδυνάτισε πολύ την επίθεση τους. Εκεί το σώμα του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη που αριθμούσε 2.000 άνδρες και είχε σχηματιστεί μόλις τον Αύγουστο ανέλαβε να τους συγκρατήσει μέχρι να φτάσουν οι επιστρατευμένοι. Οι επιθέσεις συνοδεύονταν από σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ο Δαβάκης υποχώρησε σε καλύτερες θέσεις, αλλά με τα πενιχρά μέσα που διέθετε έκανε έκκληση στον άμαχο πληθυσμό να βοηθήσει τον ανεφοδιασμό των στρατιωτών. Η ανταπόκριση των σκληροτράχηλων χωρικών της Πίνδου ήταν μαζική και συγκινητική. Γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι 9
μετέφεραν με κάθε τρόπο που μπορούσαν πυρομαχικά και κάθε είδους εφόδια στους εξαντλημένους στρατιώτες. 10
Η διοίκηση γρήγορα είδε τον κίνδυνο στην περιοχή και εκμεταλλευόμενη την απουσία άλλων μετώπων μετέφερε δυνάμεις στο Επταχώρι. Οι στρατιώτες έφτασαν στον προορισμό τους μετά από εξαντλητικές πορείες. Στις 2 Νοεμβρίου ο Δαβάκης τραυματίστηκε βαριά στο στήθος, αλλά οι νεοαφιχθείσες μονάδες είχαν αναδιοργανωθεί. Μέχρι τις 8 Νοεμβρίου οι ιταλικές χερσαίες δυνάμεις επιτίθονταν ακόμα. Με το Μέτσοβο να παραμένει σε ελληνικά χέρια οι δυνάμεις της δυτικής Μακεδονίας μπορούσαν να μετακινηθούν στην Πίνδο για να ενισχύσουν το μέτωπο. Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση αιφνιδίασε τους Ιταλούς που περίμεναν να κάνουν περίπατο. Αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ενώ τα αρχικά σχέδια για 11
επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Εξοργισμένος από την πορεία του πολέμου, ο Μουσολίνι στις 9 Νοεμβρίου τοποθέτηση νέο Διοικητή Αλβανίας, τον Ουμπάλντο Σοντού, τέως υφυπουργό Πολέμου, στη θέση του Πράσκα. Ο νέος διοικητής, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε αποτύχει. Η ελληνική αντεπίθεση. Η προέλαση στην Αλβανία Η αποστολή των ενισχύσεων στο μέτωπο ήταν προβληματική. Ο ελληνικός στρατός που είχε μαζευτεί μέσα στη βιασύνη του πολέμου έπρεπε να οργανώσει το στρατό στη πολυδιασπασμένη μορφολογία της Πίνδου, και οι Ιταλοί είχαν προβλήματα ανεφοδιασμού από το βρετανικό και, στο μέτρο του δυνατού, το ελληνικό ναυτικό που παρενοχλούσε τις νηοπομπές τους. Ο νέος στόχος που έθεσε το Ελληνικό γενικό επιτελείο ήταν η κατάληψη των Άγιων Σαράντα, και του λιμανιού του. Αφού η Βουλγαρία δεν είχε μπει στον πόλεμο, το Γενικό Επιτελείο έφερε τη πλειοψηφία του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι των Ιταλών. Στις 6:30 το πρωί της 14 ης Νοεμβρίου ξεκίνησε η ελληνική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο, χωρίς υποστήριξη πυροβολικού για να αιφνιδιαστούν περισσότερο οι Ιταλοί. Η επίθεση έγινε στη γραμμή Μόροβα Ιβάν και η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρότατη. Οι Έλληνες στρατιώτες μετακινούνταν νύχτα, μέσα στη βροχή. Ως τις 21 Νοεμβρίου οι Ιταλοί είχαν καμφθεί και υποχώρησαν για να αποφύγουν την κύκλωση. Στις 22 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η Κορυτσά. Οι κάτοικοι της προϋπάντησαν τον στρατό με αμέτρητες ελληνικές σημαίες. Στην Ελλάδα ο λαός γιορτάζει την κατάληψη της πρώτης πόλης μέσα σε αλβανικό έδαφος. Την επόμενη μέρα και οι τελευταίες ιταλικές δυνάμεις είχαν εκδιωχθεί από το ελληνικό έδαφος. Ο ενθουσιασμός είναι ασυγκράτητος. 12
Το Πόγραδετς καταλήφθηκε στις 30 Νοεμβρίου. Μετά από σκληρή μάχη καταλήφθηκαν το Δελβίνο στις 5 Δεκεμβρίου, οι Άγιοι Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου και στις 7 του μήνα χωρίς μάχη το Αργυρόκαστρο. Η δυσαρέσκεια του Χίτλερ ήταν έκδηλη, η ιταλική ηγεσία ήταν πανικόβλητη, και τα παγκόσμια ΜΜΕ συναγωνίζονται στο ποιος θα υμνήσει περισσότερο τους Έλληνες. Στις 15 Δεκεμβρίου η 3 η Μεραρχία Πεζικού του Ελληνικού Στρατού επιτέθηκε εναντίον των ιταλικών στρατευμάτων στη Χειμάρρα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επιβραδύνθηκαν λόγω της σθεναρής αντίστασης του εχθρού, που υποστηριζόταν από πολεμικά αεροσκάφη που έπλητταν τα ελληνικά πεζοπόρα τμήματα, αλλά και εξαιτίας των δύσκολων καιρικών συνθηκών. Το κρύο ήταν απάνθρωπο, το χιόνι ήταν κοντά στο ένα μέτρο, και πολλοί στρατιώτες πάθαιναν κρυοπαγήματα. Μέσα σε αυτές τις σκληρές συνθήκες η Χειμάρρα απελευθερώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου και ο ελληνικός στρατός πλησίασε περισσότερο την Αυλώνα. Στις 6 Ιανουαρίου 1941 το Γενικό Επιτελείο ανέστειλε τις επιθετικές πρωτοβουλίες στο μέτωπο εκτός από τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του Τεπελενίου. Οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσμενέστατες, οι μεταφορές δυσκολότατες, οι απώλειες σε υλικό φυσιολογικές και οι απώλειες 13
από τα κρυοπαγήματα ξεπερνούσαν τις απώλειες από τις μάχες. Στις 10 Ιανουαρίου καταλήφθηκε η Κλεισούρα. Ήταν η τελευταία πόλη που πήρε ο ελληνικός στρατός. Την ίδια ώρα συγκινητική ήταν η δράση του ελληνικού ναυτικού, που με τα περιορισμένα μέσα που διέθετε και τα πεπαλαιωμένη σκάφη ενίσχυσε όσο μπορούσε την πολεμική προσπάθεια. Βοήθησε πολύ η σφοδρή επιδρομή των Βρετανών εναντίον του ιταλικού στόλου στην βάση του, τον Τάραντα. Στόχος του ελληνικού στόλου ήταν να προστατεύει τις φίλιες μεταφορές, να παρενοχλεί τα πλοία και τις μεταφορές του εχθρού και να προστατεύει της ελληνικές ακτές από εισβολή. Μνεία πρέπει να γίνει στον Πλωτάρχη Μίλτωνα Ιατρίδη, ο οποίος με το παμπάλαιο υποβρύχιο «Παπανικολής» βύθισε στις 22 Δεκεμβρίου 1940 βύθισε το ιταλικό ιστιοφόρο Antonietta. Στις 24 Δεκεμβρίου 1940 βύθισε το ιταλικό εμπορικό πλοίο Firenze στην Αδριατική κοντά στη νησίδα Σάσωνα, έξω από την Αυλώνα. Η φτωχή ελληνική αεροπορία δεν μπορούσε να τα βάλει με την ιταλική, ανέλαβε όμως σημαντικές αποστολές αναγνώρισης των εχθρικών χερσαίων δυνάμεων που βοήθησαν στις νίκες του ελληνικού στρατού. Αφίσα της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο του πολέμου. 14
Η εαρινή επίθεση Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος είχαν μικρή δράση στο μέτωπο. Τα σημαντικά γεγονότα έγιναν στα μετόπισθεν. Στη Γερμανία ο Χίτλερ ήδη είχε αποφασίσει την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση και το άνοιγμα ενός νέου μετώπου στα μετόπισθεν από τους Ιταλούς (πόσο μάλλον η αποτυχία τους), εκνεύριζαν τον Φύρερ. Αν και ο Μουσολίνι ταπεινωμένος ζήτησε από τους Γερμανούς στρατιωτικές ενισχύσεις, οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να επιτεθούν οι ίδιοι στην Ελλάδα. Ο Χίτλερ συναντήθηκε με τον βασιλιά της Βουλγαρίας Μπόρις για να τον πείσει να επιτεθούν μαζί κατά της Ελλάδας με δέλεαρ την Μακεδονία. Αν και οι Βούλγαροι αποφάσισαν να μην στείλουν στρατεύματα, έδωσαν άδεια στους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν το έδαφος τους για να εισβάλουν. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 ο Χίτλερ εξέδωσε την υπ αριθμόν 20 Κατευθυντήρια Οδηγία του για την Επιχείρηση «Μαρίτα». Στις 28 Ιανουαρίου πέθανε ο Μεταξάς. Το παλάτι ανέλαβε εξ ολοκλήρου την κυβέρνηση της χώρας και διόρισε πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Κορυζή, πρώην διοικητή της Εθνικής Τράπεζας και πρόσωπο που δεν είχε αναμειχθεί στην πολιτική. Ο αγγλόφιλος βασιλιάς Γεώργιος έστρεψε ολοκληρωτικά τη χώρα στη βρετανική σφαίρα επιρροής και ζήτησε ενισχύσεις. Οι Βρετανοί εκείνη την εποχή, αμέσως μετά τις σφοδρές αεροπορικές επιδρομές της Λουτφάβε στην Αγγλία, αναδιοργάνωναν τις δυνάμεις τους και δεν μπορούσαν να προσφέρουν σημαντική βοήθεια. Στόχευαν στη δημιουργία μιας συμμαχίας Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας-Τουρκίας, ώστε να μην στείλουν πολλά στρατεύματα. Στις 22 Φεβρουαρίου ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν έφτασε στην Αθήνα μαζί με Βρετανούς ανώτατους στρατιωτικούς και ανακοίνωσαν πως δεν μπορούσαν να στείλουν περισσότερους από 100.000 στρατιώτες με 140 άρματα μάχης. Ουσιαστικά η βοήθεια ήταν ελάχιστη και άρχισε να φτάνει στις 8 Μαρτίου. Στην Ιταλία ήξεραν πως σύντομα θα επιτίθονταν οι Γερμανοί και ήθελαν τουλάχιστον να εξασφαλίσουν μια επιτυχία για χάριν γοήτρου. Βελτίωσαν τις μεταφορές και τον ανεφοδιασμό τους στην Αλβανία και έφεραν νέες δυνάμεις. Με τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών η αναλογία των δύο αντιπάλων ήταν 520.000 Ιταλοί εναντίον 250-270.000 καταπονημένων Ελλήνων. Ο ίδιος ο Μουσολίνι έφτασε στην Αλβανία για να οργανώσει τη γενική επίθεση και να ανεβάσει το ηθικό των ανδρών του. Η μεγάλη Ιταλική επίθεση ονομάστηκε από τους Ιταλούς Primavera («Άνοιξη») και ξεκίνησε τα ξημερώματα της 9 ης Μαρτίου. Ο όγκος των ιταλικών δυνάμεων επιτέθηκε σε μια στενή λωρίδα μήκους 6 χιλιομέτρων, ρίχνοντας 100.000 βλήματα πυροβολικού και όλμων, μαζί με τους 15
αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Οι πρώτες επιθέσεις αποτυγχάνουν οικτρά. Σύντομα ο όγκος των επιθέσεων στράφηκε στο Ύψωμα 731, 20 χιλιόμετρα πάνω από την Κλεισούρα, στο κέντρο της διάταξης του ελληνικού στρατού. Μέχρι τις 12 Μαρτίου είχαν γίνει 17 επιθέσεις εναντίον του υψώματος χωρίς επιτυχία. Ο Ντούτσε είχε ρωτήσει τον οργανωτή της επίθεσης στρατηγό Καβαλέρο (αντικαταστάτη του Σοντού από τις 29 Δεκεμβρίου 1940) πως έκρινε τα αποτελέσματα των τριών πρώτων ημερών της επίθεσης. Ο Καβαλέρο απάντησε «Μέτρια», αλλά ο Μουσολίνι ανταπάντησε «Μηδέν!». Ανήσυχος ο Ιταλός δικτάτορας για την αποτυχία της επίθεσης διέταξε να χρησιμοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις στη μάχη. Στις 19 Μαρτίου οι Ιταλικές επιθέσεις εντάθηκαν. 12.000 Ιταλοί σκοτώθηκαν μάταια, οι περισσότεροι στο 731, χωρίς να κερδηθεί ούτε σπιθαμή γης. Οι ελληνικές απώλειες εκείνης της σκληρότατης μάχης ήταν 47 αξιωματικοί και 1.196 οπλίτες νεκροί, 144 αξιωματικοί και 3,872 οπλίτες τραυματίες και 42 αγνοούμενοι. Ο Μουσολίνι παρακολουθεί την επίθεση. Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ Ο Μουσολίνι έφυγε από την Αλβανία το πρωί της 21 ης Μαρτίου λέγοντας στους επιτελείς του: «Φεύγω για την Ρώμη. Αηδίασα απ αυτό το περιβάλλον. Δεν προχωρήσαμε ούτε ένα βήμα. Μέχρι τώρα με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους». Οι ιταλικές επιθέσεις συνεχίστηκαν μάταια ως τις 24 Μαρτίου. Η μάχη στο Ύψωμα 731 ήταν η αγριότερη μάχη του πολέμου. Κάθε μέσο είχε χρησιμοποιηθεί ως όπλο, από σύγχρονα βομβαρδιστικά αεροπλάνα μέχρι υποκόπανοι, πέτρες και χέρια. Χαρακτηριστικά το Ύψωμα το οποίο ονομαζόταν 731 εξαιτίας του υψομέτρου του, μετά τον πόλεμο ονομάστηκε Ύψωμα 726. Είχε κοντύνει πέντε μέτρα από τους βομβαρδισμούς. 16
Μετά και την τελευταία αποτυχία της Ιταλίας ήταν η σειρά της Γερμανίας ν αναλάβει δράση. Στις 6 Απριλίου θα ξεκινούσε η Γερμανική εισβολή. Το περιμάχητο ύψωμα 731 μετά τους ιταλικούς βομβαρδισμούς τον Μάρτιο του 1941. Πηγή: Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου (Γ' Γενικού Λυκείου)) Ο Ιταλός στρατιώτης είχε επιδείξει πρωτοφανή γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, αλλά είχε ανίκανους ηγέτες, χωρίς έμπνευση, που τον οδηγούσαν σε επιθέσεις αυτοκτονίας. Από την άλλη πλευρά ο Έλληνας στρατιώτης είχε ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια του, πεινασμένος, εξαντλημένος, χωρίς σωστό εφοδιασμό, αλλά άριστα οργανωμένος και αποφασισμένος. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος 17
Συμπεράσματα Ο Ιταλικός στρατός θεωρητικά ήταν ένας από τους καλύτερους και πιο εξοπλισμένους στρατούς στον πλανήτη. Ήταν εμπειροπόλεμος, είχε διεξαγάγει πολέμους στην Αφρική (Αιθιοπία, Λιβύη) και είχε δημιουργήσει μια σεβαστή αποικιακή αυτοκρατορία. Είχε πίσω του ένα κράτος με ιδεολογία ιμπεριαλιστική, που εξυμνούσε τις μιλιταριστικές αρετές και τον πόλεμο. Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα ήταν μια χώρα φτωχή, αγροτική, με έντονα πολιτικά πάθη και μια τετράχρονη δικτατορία που θύμιζε σε πολλά σημεία τον φασισμό του Μουσολίνι. Ο ελληνικός λαός ήταν κουρασμένος από δέκα χρόνια συνεχών πολέμων (1912-1922), και είχε πρόβλημα να στεγάσει τους 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου. Είχε μια καχεκτική οικονομία, μεγάλη φτώχια και ένα στρατό που εξοπλιζόταν με μεγάλες θυσίες. Τότε γιατί η Ελλάδα νίκησε τον πόλεμο; Η Ελλάδα εκτός από την ηθική στήριξη ουσιαστικά πολέμησε μόνη της την Ιταλία. Ο ιταλικός στρατός είχε βαθιά προβλήματα ηγεσίας και οργάνωσης, παγιδευμένος στις μεγαλοστομίες του Ντούτσε. Η προπαρασκευή του πολέμου ήταν προχειρότατη, τα αρχικά στρατεύματα ελλιπή και η υποτίμηση του αντιπάλου απόλυτη. Ο Μουσολίνι από το επεισόδιο και την κατάληψη της Κέρκυρας το 1923 δεν υπολόγιζε καθόλου τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ελλάδας. Επίσης στον τομέα της συλλογής πληροφορίων οι Ιταλοί γελοιοποιήθηκαν, χρησιμοποιώντας στα σχέδια τους τη βεβαιότητα ότι οι Αλβανοί της Τσαμουριάς και οι Βλάχοι της Πίνδου θα έπαιρναν το μέρος τους και θα τους βοηθούσαν στην εισβολή. Το κυριότερο, ίσως, λάθος της Ιταλίας ήταν πως με την προκλητικότητα της, κυρίως με τον τορπιλισμό της Έλλης σε μέρα μεγάλης εορτής, συσπείρωσαν τον ελληνικό λαό, παρά τις πολιτικές του διαφορές. Η αναδιοργάνωση του στρατού από τον Μεταξά, όχι μόνο σε υλικό αλλά και στην εκπαίδευση των εφέδρων ήταν ένα μεγάλο έργο. Η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος, απομακρυσμένη από ιδεολογικές αγκυλώσεις, σε αντίθεση με την εσωτερική πολιτική, υπήρξε νουνεχής. Η Ελλάδα είχε καταφέρει να μείνει έξω από τον πόλεμο μέσα στα διαπλεκόμενα συμφέροντα των αντιμαχόμενων του Β Παγκοσμίου πολέμου. Ακόμα, η συνεχής και ακριβής ροή πληροφοριών που είχε εξασφαλίσει η ελληνική κυβέρνηση, της επέτρεψαν να έχει ακριβή γνώση των ιταλικών σχεδίων και να προετοιμάζεται για τον επερχόμενο σχόλιο σχεδόν ένα χρόνο πριν την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης. Όμως, πάνω απ όλα η νίκη οφείλεται στους Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι έχοντας ως κίνητρο την υπεράσπιση της πατρίδας τους, άντεξαν στερήσεις που δεν θα άντεχε κανένας άλλος στρατιώτης, ξέροντας πως μόνο αυτοί στέκονταν ανάμεσα στους ξένους εισβολείς και τις οικογένειες τους. 18
Βιβλιογραφία Μαργαρίτης, Γιώργος, Η Ελλάδα στον Πόλεμο, Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος ΙΓ - Σύγχρονος Ελληνισμός 1940-1949, Εκδόσεις Δομή, σ. 26-96 Καζάκος, Κωνσταντίνος, (2009), Μύθοι και αλήθειες μιας απροσδόκητης νίκης, Ιστορία του Έθνους, Τεύχος 8, 6-19 Καζάκος, Κωνσταντίνος, (2009), 731, Το Ύψωμα της Κολάσεως, Ιστορία του Έθνους, Τεύχος 8, 76-91 Μπρούσαλης, Κάρολος (2010), Οι 178 μέρες που δόξασαν την Ελλάδα, Ιστορία του Έθνους, Τεύχος 20, 6-37 Αρχιμανδρίτης κ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία του Ιωάννη Μεταξά έναντι της Ιταλίας (1936-1940), από την ιστοσελίδα Ιστορικά Θέματα (http://www.istorikathemata.com/2012/10/greek-foreign-policy-towards-facist-italy-1936-1940.html) Ιωάννης Φιλίστωρ (Ι.Β.Δ.), Η Γερμανική πολιτική έναντι της Ελλάδος πριν την 28η Οκτωβρίου 1940, από την ιστοσελίδα Ιστορικά Θέματα (http://www.istorikathemata.com/2010/10/28-1940_28.html) Ιωάννης Φιλίστωρ (Ι.Β.Δ.), Ο Ιωάννης Μεταξάς και το «ΟΧΙ» της 28 ης Οκτωβρίου, από την ιστοσελίδα Ιστορικά Θέματα (http://www.istorikathemata.com/2008/10/28.html) Σκουλάτου Β., Δημακοπούλου Ν., Κόνδη Σ., Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, Τεύχος Β, Γ Ενιαίου Λυκείου, ΟΕΔΒ, 2004 19