ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΘΥΜΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΜ: 2381/2014 Επιβλέπων Καθηγητής: Αναστάσιος Τριανταφύλλου Υπόλοιπα Μέλη τριμελούς Επιτροπής: Άγγελος Κωνσταντινίδης Δημήτριος Συμεωνίδης Κομοτηνή, Νοέμβριος 2018
~ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ~ Εισαγωγή Ι. Η ποινική έννοια του εγγράφου ΙΙ. Η δικονομική έννοια του εγγράφου ΙΙΙ. Η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου Οι αρχές της προφορικότητας και αμεσότητας IV. Είδη Εγγράφων 1. Δημόσιο ή ιδιωτικό 2. Πρωτότυπα, αντίγραφα και φωτοτυπίες 3. Ξενόγλωσσα έγγραφα 4. Σχέδια σχεδιαγράμματα φωτογραφίες έγγραφα με γραφικές παραστάσεις 5. Επιστολές, τηλεγραφήματα, τηλετυπήματα και τηλεομοιοτυπίες 6. Μαγνητοταινίες, βιντεοταινίες και ηλεκτρονικά έγγραφα 7. Διάκριση εγγράφου αντικειμένου αυτοψίας 8. Έγγραφα που αποτελούν το υλικό αντικείμενο ή το σώμα/ μέσον ή τη βάσης του εγκλήματος 9. Έγγραφο αυξημένης αποδεικτικής ισχύος α. Εκθέσεις β. Πρακτικά 1
γ. Τα αποδεικτικά μέσα επιδόσεως 10. Αναγνωστέα κατά το κατηγορητήριο έγγραφα 11. Έγγραφα μη αποδεκτά ως αποδεικτικά μέσα 12. Ποινικό Μητρώο 13. Το Δελτίο εγκληματικότητας 14. Η έννοια των υπολοίπων εγγράφων κατ άρθρο 364 ΚΠΔ 15. Εκθέσεις ανακριτικών υπαλλήλων V. Η Ανάγνωση Εγγράφων 1. Η ανάγνωση ενόρκων καταθέσεων της προδικασίας 2. Ανάγνωση ανωμοτί καταθέσεων 3. Ανάγνωση καταθέσεων συγκατηγορουμένων 4. Ανάγνωση απολογιών 5. Περιπτώσεις υποχρεωτικής ανάγνωσης εγγράφων αποδεικτικών μέσων 6. Υποβολή εγγράφων κατά την αποδεικτική διαδικασία 7. Επίδειξη εγγράφων και πειστηρίων 8. Βεβαίωση περί της ανάγνωσης των εγγράφων στα πρακτικά VI. Έγγραφα Αμφισβητούμενης Γνησιότητας και Πλαστά 2
VII. Απαγορευμένα Αποδεικτικά Μέσα Νομολογιακή αντιμετώπιση της αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης πράξεις μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αξιόποινες VIII. Δικονομικές Συνέπειες από τη μη Ανάγνωση Εγγράφων Συμπέρασμα Βιβλιογραφία Αρθρογραφία 3
ΕΙΣΑΓ ΩΓΗ Τα έγγραφα απαριθμούνται μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία στο άρθρο 178 του ΚΠΔ, του οποίου η απαρίθμηση είναι ενδεικτική 1, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο πεδίο της Πολιτικής Δικονομίας, όπου η αντίστοιχη απαρίθμηση είναι περιοριστική (numerus clausus). Η δικονομική έννοια του εγγράφου συνδέεται αναπόσπαστα με το δίκαιο απόδειξης και τα αποδεικτικά μέσα της ποινικής δίκης. Έγγραφα κατά το δικονομικό δίκαιο θεωρούνται όσα λαμβάνονται υπόψη από το ποινικό δικαστήριο για την απόδειξη της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, αφού αναγνωσθούν από το δικαστήριο προκειμένου να ασκήσει ο κατηγορούμενος το παρεχόμενο, εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ, δικαίωμα, η παραβίαση του οποίου επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 171 1 ΚΠΔ. 1 ενδ. ΑΠ 72/2017, ΠοινΧρ 2018, 353, ΑΠ 985/2017, ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 1727/2016, ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 817/2013, ΠοινΧρ 2014, 347, ΑΠ 183/2013, ΠοινΧρ 2013, 664, ΑΠ 1227/2012, ΠοινΧρ 2013, 264, ΣυμβΑΠ 2045/2010, ΠοινΔικ 2011, 1067, ΑΠ 365/1998, ΠοινΧρ ΜΗ, 984, Δέδε Χ., ΝοΒ 1988, 865 4
Ι. Η Ποινική έννοια του εγγράφου Η έννοια του εγγράφου διαμορφώθηκε κατά την αναθεώρηση του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα 1929/1933 που έλαβε χώρα το έτος 1933, κατόπιν πρότασης του καθηγητή Χωραφά 2 και στο Ελληνικό Ποινικό δίκαιο προσδιορίζεται από το άρθρο 13 στοιχ. γ ΠΚ. Κατά τον παλαιότερο ορισμό του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου του άρθρου 384 της Πολιτικής Δικονομίας ως έγγραφα ορίζονταν οι «χειρόγραφαι ή τυπωμέναι διατριβαί ή υπομνήματα» 3 και διακρίνονταν σε έγγραφα εν στενή έννοια (χειρόγραφαι ή τυπωμέναι διατριβαί) και σε έγγραφα εν ευρεία έννοια (μνημεία ή υπομνήματα). Αν η υπόμνηση γινόταν δια της γραφής τότε επρόκειτο για έγγραφα ενώ αν γινόταν με άλλο τρόπο επρόκειτο για μνημεία 4. Σύμφωνα με το άρθρο 13 εδάφιο γ του Π.Κ., όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1805/1988 το οποίο διεύρυνε τον νομοθετικό ορισμό της παραδοσιακής έννοιας του εγγράφου έτσι ώστε να περιλαμβάνεται σε αυτό κάθε μέσο στο οποίο εγγράφονται ή αποδεικνύονται δεδομένα όπως μαγνητοταινίες, σκληροί και εύκαμπτοι δίσκοι, χαρτί εκτυπωτή κλπ 5. «Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο 2 Α. Κωνσταντινίδη: Η έννοια και λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, 2000, 2, Ψαρούδα Μπενάκη Α., Η έννοια του εγγράφου στον ΠΚ και οι παράνομες κασέτες, ΠοινΧρ 1985, 525 3 Οικονομίδη / Μ. Λιβαδά, Εγχειρίδιον της Πολιτικής Δικονομίας, Τομ. ΙΙΙ, εκδ. 7η 1925, 487 4 Οικονομίδη / Μ. Λιβαδά, ό.π., 487 5 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, Εμβάθυνση στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκ. Νομική Βιβλιοθήκη 2014, 226, Παπασπύρου Σ., Τα έγγραφα ως αποδεικτικόν μέσον εν τη ποινική δίκη, 1980, 16 5
χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία». Με την ως άνω ευρεία διατύπωση και διεύρυνση της έννοιας του εγγράφου ως αντικείμενα προστασίας πρέπει να νοηθούν και οι μαγνητικές και ηλεκτρονικές καταγραφές του νοήματος, έτσι σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν. 1805/1988 δεν επιδιώκεται μόνο η προσαρμογή της νομοθεσίας στις τεχνολογικές και κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις 6 αλλά και η εναρμόνιση της έννοιας του εγγράφου με το άρθρο 444 ΚΠολΔ και με την παγία νομολογία του Αρείου Πάγου. Ως έγγραφο μπορεί να νοηθεί η ενσωμάτωση ενός ανθρώπινου διανοήματος (σκέψης) σε έναν υλικό φορέα, όπου έχει σημασία ο «επικοινωνιακός χαρακτήρας» του εγγράφου 7. Δηλαδή μπορεί να νοηθεί ως το αντικείμενο με το οποίο θελημένα εξωτερικεύεται η ανθρώπινη σκέψη που είναι ενσωματωμένη σε αυτό, κατά τρόπο που να μπορεί να γίνει κατανοητή και να προκύπτει από τη δήλωση της σκέψης το πρόσωπο του εκδότη 8. Η 6 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 226, Κ. Σταμάτη, Συστηματική ερμηνεία ΠΚ, 109, Μ. Χωραφά, ΠοινΔικ 1978, 155 7 ΒΕΕ 116 Ν 349, Μυλωνόπουλου, Ποιν. Δ. Ειδ. Μ. άρθρ. εισ- 223 σελ. 6, Λ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας ερμηνεία Εφαρμογή, 3η εκδ. Δίκαιο και Οικονομία, 574 8 ΣυμβΠλημΑθ 3648/2003, ΠοινΧρ 2004, 68, ΣυμβΠλημΑθ 4742/2004, ΠοινΔικ 2005, 408, ΔιατΕισΕφΘες 305/2005, Εισαγ. Προτ. Π. Καίσαρη στην ΣυμβΑΠ 1321/2006, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΣυμβΠλημΧίου 53/2007, ο.α.π., ΕφΑθ 2011/2001, ΠοινΔικ 2002, 1153, Ολ ΑΠ 203/1989, ΠοινΧρ ΛΘ, 809, ΑΠ 389/1992, ΠοινΧρ ΜΒ, 521, Welzel, Op. Cit, 328, 6
δήλωση μπορεί να γίνεται αντιληπτή όχι μόνο με την όραση αλλά και με τις άλλες αισθήσεις όπως την ακοή ή την αφή (σύστημα Μπράϊγ). Η εξωτερικευθείσα σκέψη πρέπει να έχει ενσωματωθεί στο έγγραφο σε σταθερή σύνδεση κατά κανόνα με γραφή, ακόμη και μυστικό κώδικα ή στενογραφία ή και με συντμήσεις ή με εννοιακή, συμπληρούμενη άλλοθεν, σημασία. Δεν είναι όμως ανάγκη η εξωτερικευμένη σκέψη να γίνεται πλήρως κατανοητή στον καθένα αρκεί να μπορεί να την κατανοήσουν οι μυημένοι με συμφωνία ή να είναι κατανοητή κατά τις συνήθειες των συναλλαγών ή να μπορεί να συναχθεί κατά το πλήρες περιεχόμενο της από περιστάσεις που κείνται και εκτός του εγγράφου. Στην διευρυμένη πλέον έννοια του εγγράφου περιλαμβάνονται ούτως όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο για εγγραφή, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να αναγνωσθούν άμεσα όπως πχ οι σκληροί δίσκοι, δισκέτες κλπ. Το ίδιο δε ισχύει για κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο μέσο στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς το καθένα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους 9. Έτσι, οι μαγνητοταινίες είναι έγγραφα παρόλο ότι δεν μπορούν να αναγνωσθούν άμεσα. Ομοίως, και οι υλικοί φορείς των ηλεκτρονικών δεδομένων, στην περίπτωση, δε, αυτή ο εκδότης μπορεί να συνάγεται από άλλα στοιχεία, όπως ηλεκτρονική υπογραφή, ή από περιορισμούς στην πρόσβαση στα δεδομένα που κατά παραπομπή Η. Γάφου, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικό Μέρος, Τευχ. Β, 73 σημ. 6, Scherer, Strafbare Formen falscher schriftlicher Erklarungen, 53 επ., κατά παραπομπή Χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος Τα εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα, 10 9 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 226 227, Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, 452, 660 (για το ηλεκτρονικό έγγραφο), Χριστοδούλου, Ηλεκτρονικά έγγραφα, 2004, 191, Κονταξή, Ερμ ΚΠΔ, Τομ. Β, 2275, 2278, 2284, 2285 7
περιέχονται στο πρόγραμμα, ή από το γεγονός ότι μόνο ορισμένα πρόσωπα γνωρίζουν την «κωδική» λέξη (password). Σχετικά με τον ορισμό του άρθρου 13 στοιχ. γ του Π.Κ. αναγκαία συστατικά του εγγράφου είναι: (α) η ενσωμάτωση σε αυτό κάποιου διανοητικού περιεχομένου που αποδεικνύει γεγονός το οποίο έχει έννομη σημασία, ήτοι κάθε γεγονός που επιφέρει παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση ενός δικαιώματος ή μιας έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και (β) η ύπαρξη και δήλωση σε αυτό του εκδότη του με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η διάγνωση της γνησιότητας ή πλαστότητας του 10. Η ουσιαστική έννοια του εγγράφου δεν ταυτίζεται με την δικονομική έννοια του εγγράφου στην οποία δεν είναι αναγκαία η υποδήλωση του εκδότη του αλλά αρκεί το αναγνώσιμό του στο δικαστήριο υπό την προϋπόθεση ότι έχει συνταχθεί ή μεταφρασθεί στην Ελληνική γλώσσα 11 και η γνησιότητα ή μη του εγγράφου δεν αποτελεί κριτήριο του εγγράφου. Έτσι, εμφανίζεται εν μέρει ευρύτερη η δικονομική έννοια του εγγράφου εδώ, ενώ τυγχάνει εν μέρει στενότερη αφού δεν περιλαμβάνει και τα σημεία τα οποία κατά το άρθρο 13 στοιχ. γ του Π.Κ. είναι έγγραφα από την φύση τους, ωστόσο μη αναγνώσιμα απλά αντικείμενα αυτοψίας κατά την δικονομική έννοια αφού αποδεικνύουν μόνο με την ύπαρξή τους και 10 Α. Κωνσταντινίδη, Η έννοια και λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, έκδ. 2000, 2 11 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 227, Κωνσταντινίδη Α., Η απόδειξη στην Ποινική Δίκη, 2012, 147, του ίδιου, Η έννοια και η λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, 2000, 128 επ., του ίδιου, Το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο στην ποινική δίκη, Δ 2001, 449, Σταμάτη Κ., Συστηματική Ερμ ΠΚ, 2005, άρθρο 13, αριθμ. 15, 116, Ανδρουλάκη Ν., Το «έγγραφο» των άρθρων 13 στ. γ, 216 επ. ΠΚ, το «έγγραφο» των άρθρων 178 στ, 364 ΚΠΔ και η φωτοτυπία, ΠοινΧρ 1986, 794, σημ. 40, του ίδιου, αριθμ. 762 α, 448, του ίδιου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 286/1972, ΠοινΧρ 1972, 520 8
δεν αποτελούν έκφραση σκέψης 12, το διανοητικό περιεχόμενο τους είναι ανύπαρκτο και μη καταληπτό από τους περισσότερους ανθρώπους, αποτυπωμένο με αριθμούς, γράμματα κλπ, γι αυτό αξιοποιούνται αποδεικτικά στην ποινική δίκη όπως τα αντικείμενα αυτοψίας είναι δηλαδή οιονεί αντικείμενα αυτοψίας 13. Το τρίτο χαρακτηριστικό στοιχείο που προστίθεται είναι η ικανότητα του διανοητικού περιεχομένου να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη συνέπεια (αποδεικτική λειτουργία) - έτσι λοιπόν η νομική έννοια του εγγράφου είναι στενότερη από την κοινή- και συνδέεται με το έγκλημα της πλαστογραφίας της οποίας απαραίτητο υποκειμενικό στοιχείο της πράξης είναι ο δόλος και πέραν αυτού ο σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με την χρήση του εγγράφου άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συνεπώς, ο δράστης του εγκλήματος της πλαστογραφίας πρέπει να γνωρίζει ότι πρόκειται για γραπτό ή σημείο προορισμένο αποδείξει τέτοιο γεγονός. Έτσι διαπιστώνεται ότι ο ανωτέρω ορισμός του εγγράφου περιορίζεται μόνο στην έννοια της πλαστογραφίας και χρησιμεύει μόνο για τον καθορισμό της εννοίας της 14. 12 Α. Κωνσταντινίδη, ό.π., 12 επ., Ν. Ανδρουλάκη, Το έγγραφο των άρθρων 13γ, 216 επ. ΠΚ, το έγγραφο των άρθρων 178 στ, άρθρο 364 ΚΠΔ και η Φωτοτυπία, ΠοινΧρον 1936, 216 13 Ανδρουλάκη, Ποιν.Χρ. 1936, 794, 795, 41, Κωνσταντινίδη Α., Η απόδειξη στην ποινική δίκη, 2012, 148 επ., του ίδιου, Το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο στην ποινική δίκη, Δ 2001, 500, Παύλου Σ., Η υποχρέωση αναγνώσεως των «λοιπών» εγγράφων (άρθρο 364 ΚΠΔ) και ο αναιρετικός έλεγχος, Αρμ 1988 σημείο για παράδειγμα συνιστά ο αριθμός πλαισίου αυτοκινήτου 14 Α. Κωνσταντινίδη, Έννοια και λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, 2000, 15 επ., Η. Γάφου, Η πλαστογραφία εν τω ποινικώ δικαίω, 168, ΟλΑΠ 203/1989, ΠοινΧρ 1989, 809, ΔιατΕισΕφΘες 305/2005, ΠοινΔικ 2006, 1000 με παρατηρήσεις Συμεωνίδου Καστανίδου, ΣυμβΠλημΧίου 53/2007, 9
Ακολούθως, ο ανωτέρω ορισμός του εγγράφου δεν είναι πλήρης παρά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 του Ν. 1805/1988, με την οποία διευρύνθηκε η παραδοσιακή έννοια του εγγράφου. Ο ορισμός αυτός δεν σχετίζεται με το πνευματικό περιεχόμενο ή την εγγυητική λειτουργία του εγγράφου, αλλά με δύο νέες κατηγορίες εγγράφων που συνδέονται με την ανάπτυξη της πληροφορικής και την διάδοση της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων, οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές μόνο με την αίσθηση της όρασης δια της ανάγνωσης, αλλά με κάθε αίσθηση ή συνδυασμό αισθήσεων 15. ΙΙ. Η Δικονομική έννοια του εγγράφου Όπως προαναφέρθηκε η δικονομική έννοια του εγγράφου δεν ταυτίζεται με την ουσιαστική έννοια αλλά εμφανίζεται εν μέρει ευρύτερη από την τελευταία αφού δεν αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο της δικονομικής έννοιας του εγγράφου η γνησιότητα ή μη του εγγράφου και εν μέρει στενότερη διότι δεν περιλαμβάνει τα σημεία τα οποία είναι κατά το άρθρο 13 στοιχ. γ ΠΚ έγγραφα με την ουσιαστική έννοια, επειδή από την φύση τους δεν είναι αναγνώσιμα αλλά απλά αντικείμενα αυτοψίας. Αποφασιστικό, επομένως, κριτήριο του εγγράφου με δικονομική έννοια δεν είναι η γνησιότητα και η αποδεικτική του δύναμη αλλά το αναγνώσιμό του από το δικαστήριο. Έτσι, αξιοποιείται αποδεικτικά και μπορεί να αναγνωσθεί και μια ανώνυμη ΠοινΧρ 2008, 270 με παρατηρήσεις Β. Πάσχου, ΔΣτρΘεσσαλ 149/1990, Υπερ 1991, 269, ΔΣτρΘεσσαλ 416/1993, Υπερ 1994, 146 15 ΑΠ 2348/2007, ΠοινΛογ 2007, 1672, ΑΠ 642/1990, ΠοινΧρ ΜΑ, 80, ΑΠ 422/1990 ΠοινΧρ Μ, 1128 10
επιστολή ή ένα ανώνυμο δημοσίευμα ή ένα νοθευμένο πιστοποιητικό, «παν ό,τι είναι αναγνώσιμο κατ άρθρον 364 ΚΠΔ» 16 υποβαλλόμενο στον έλεγχο της δημόσιας προφορικής συζήτησης για να δυνηθούν οι διάδικοι να υποβάλλουν τις επ αυτών τυχόν παρατηρήσεις τους, δεδομένου ότι μη αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα δεν δύνανται να ληφθούν υπ όψιν μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων για την έκδοση της απόφασης, καθόσον επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας αφού αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Η χρησιμοποίηση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου στην ποινική δίκη πραγματοποιείται με την ανάγνωσή του έτσι αν αυτό είναι μη αναγνώσιμο αφού δεν υπάρχει πνευματικό περιεχόμενο αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας μόνο και στην περίπτωση αυτή αποδεικνύει μόνο με την απλή υλική του υπόσταση. Έγγραφο στην ποινική δίκη αποτελούν και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές παραστάσεις, οι φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 444 αρ 3 ΚΠολΔ 17. Όμως η εξομοίωση αυτή θα πρέπει να συνδυάζεται και με τη δυνατότητα προφορικοποιήσεώς τους ώστε αυτά να γίνονται αντιληπτά από τους 16 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 228, Κωνσταντινίδη Α., Η έννοια και η λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, 2000, 126 επ., Ανδρουλάκη Ν., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 286/1972, ΠοινΧρ 1972, 521, ο οποίος πάντως υποστηρίζει ότι επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, η επιταγή αυτή δεν είναι έγγραφο, αλλά αντικείμενο αυτοψίας, όπως έχει δεχθεί και η πρόσφατη νομολογία, Ολ ΑΠ 2/2000, ΠοινΧρ 2001, 120, με πρόταση Σ. Γυπαράκη, Ολ ΑΠ 15/2003, ΝοΒ 2004, 1169, ΑΠ 1468/1988, ΠοινΧρ 1989, 351, Ι. Ζησιάδη, Τομ. Β, 521 17 Α. Κωνσταντινίδη, Έγγραφα, ό.π., 185, ΣυμβΑΠ 1103/1993, ΠοινΧρ 1993, 832, ΑΠ 589/1994 (μαγνητοταινίες), ΠοινΧρ 1994, 650, ΑΠ 717/1984 (μαγνητοταινίες), ΠοινΧρ 1984, 1030 με αντίθετη Εισαγ. Προτ. Κ. Σταμάτη, Α. Κωνσταντινίδη, Η απόδειξη στην ποινική δίκη, 2012, 167 επ., Δαλακούρα Θ. Τομ. Β, 102, Σ. Σταμούλη, Φωνοληψία και έννομος τάξις, ΝοΒ 1975, 262 επ. 11
παράγοντες και τους ακροατές της δίκης. Ταύτα αναγιγνώσκονται (προφορικοποιούνται) με όποιον τρόπο είναι τεχνητά πρόσφορο π.χ. με επίδειξη της φωτογραφίας, προβολή της κινηματογραφικής παράστασης, ακρόαση της μαγνητοταινίας 18. Έτσι δύνανται να χρησιμοποιηθούν στην ποινική δίκη ως αποδεικτικά στοιχεία και τα τηλετυπήματα (TELEX), οι τηλεομοιοτυπίες (TELΕFAX) ή fax και το ηλεκτρονικό έγγραφο, όπως επίσης και οι νέες μορφές ψηφιακού κειμένου ύστερα από την σοβαρή εξάπλωση του διαδικτύου όπως η ηλεκτρονική επιστολή (e-mail), οι ιστοσελίδες κλπ. εφόσον είναι αναγνώσιμα και ανεξάρτητα από το αν προκύπτει από αυτά ο εκδότης ή ο αποστολέας τους στον οποίο ανήκει η ηλεκτρονική διεύθυνση, από όπου απεστάλησαν. Το ίδιο ισχύει και για τις φωτοτυπίες έστω και αν δεν έχουν νομίμως επικυρωθεί για το ακριβές του περιεχομένου τους όπως επίσης και για τα ανυπόγραφα ιδιωτικά έγγραφα που περιέχουν απλώς ιδιόχειρες σημειώσεις είτε ακόμη και για τα άκυρα έγγραφα 19. Η δικονομική έννοια του εγγράφου συνδέεται στενά με την αποδεικτική διαδικασία στην ποινική δίκη. Διεξαγωγή απόδειξης είναι η διαδικαστική πράξη με την οποία η δικαστική αρχή πληροφορείται με τα νόμω επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα πραγματικά περιστατικά και γεγονότα του παρελθόντος ή του παρόντος. Με τον όρο απόδειξη νοείται «το σύνολο των μέσων και των λόγων δια των οποίων διαπιστούται η τέλεση του εγκλήματος, διακριβούται ο δράστης τούτου και καθορίζεται ο βαθμός της ενοχής αυτού, επί τον σκοπό της πραγματοποιήσεως της ποινικής -του κράτους- αξιώσεως συμφώνως προς τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και της 18 Αθ. Κονταξή, ΚΠΔ Συνδυασμός Θεωρίας και πράξης, Τομ. β, εκδ. 2006, 2284 επ. 19 ΣυμβΑΠ 2/2004, ΝοΒ 2004, 1029, ΣυμβΑΠ 1563/2002, ΠοινΛογ 2002, 1583, ΟλΑΠ 2/2000, ΠοινΧρ 2001, 120, Ολ. ΑΠ 15/2003, ΝΟΒ 2004, 1169, ΑΠ 9/1994, ΠοινΧρ 1994, 215, ΑΠ 1468/1988, ΠοινΧρ 1989, 351 12
ποινικής δικονομίας» 20 με τον περιορισμό που θέτει το άρθρο 177 2 ΚΠΔ. ΙΙΙ. Η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου Ο ΚΠΔ δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις σχετικά με τα έγγραφα ως αποδεικτικό μέσο. Η επιστήμη κατατάσσει τα έγγραφα στην ευρύτερη κατηγορία των υπομνημάτων. Περιλαμβάνονται μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων στην ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 178 ΚΠΔ και υποβάλλονται στον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης κατά την επ ακροατηρίω διαδικασία (άρθρο 364 ΚΠΔ), εκτιμώμενα ελεύθερα από το δικαστή σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης stricto sensu ή την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρθρο 177 ΚΠΔ) 21 η οποία ισχύει στον ΚΠΔ, ενώ η αιτιολόγηση παραμένει ουσιαστική προϋπόθεση ορθής απονομής δικαιοσύνης παρ όλο που αυτό δεν ορίζεται ρητά 22. Δεν έχουν δηλαδή δεσμευτική αποδεικτική δύναμη. Τα έγγραφα αυτά θα πρέπει να αναφέρονται στην ενοχή ή την αθωότητα του 20 Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, Τόμος β, έκδ. 3η, 1977 21 ΑΠ 1809/2010, ΠοινΔικ 2011, 799, Α. Κωνσταντινίδη, Έννοια και λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο 2000, 140, του ίδιου, το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο στην ποινική δίκη, 2001, 502, Σ. Παπασπύρου, Τα έγγραφα ως αποδεικτικόν μέσον εν τη ποινική δίκη, 1980, 19, Καρρά Α., Ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και αναιρετικός έλεγχος, Πρακτικά ΣΤ Πανελληνίου Συνεδρίου ΕΕΠΔ, 1998, 10, ο οποίος υποστηρίζει ότι με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 561 ΚΠολΔ είναι επιτρεπτός ο αναιρετικός έλεγχος της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, ώστε να ελεγχθεί αν το δικαστήριο συνήγαγε από το έγγραφο εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα που κατ αντικειμενική κρίση συνάγονται από το έγγραφο 22 Α. Κωνσταντινίδη, ό.π., 139 13
κατηγορουμένου και όχι σε άλλα ζητήματα πχ. την νομιμοποίηση κάποιου εκ των διαδίκων ή την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου, οπότε το έγγραφο λαμβάνεται υπόψη υπό την στενή έννοια και ερευνάται η εγκυρότητά του σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ 23. Από τον ΑΠ γίνεται δεκτό ότι τα έγγραφα που αποτελούν το υλικό αντικείμενο ή το σώμα/μέσον ή την βάση του εγκλήματος δεν είναι αναγκαίο να αναγιγνώσκονται κατά την αποδεικτική διαδικασία, η ορθή στην θεωρία όμως άποψη επικρίνει δικαιολογημένα ως εσφαλμένη την άνω θέση του ΑΠ διότι αυτή προφανώς συγχέει τα έγγραφα με τα αντικείμενα αυτοψίας, δεδομένου ότι στις εν λόγω περιπτώσεις τα σχετικά έγγραφα παρέχουν απόδειξη με το διανοητικό περιεχόμενό τους και συνεπώς θα πρέπει να διαβάζονται ώστε να μπορούν οι διάδικοι να υποβάλλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Εξάλλου είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να αναγιγνώσκεται κατ εξοχήν εκείνο το έγγραφο που συνιστά μέσον ή αντικείμενο του εγκλήματος καθ όσον κατ αυτού κυρίως είναι λογικό να κατευθύνονται οι αιτιάσεις του κατηγορουμένου 24. Η ανωτέρω ορθή άποψη αντικρούει επίσης και το αντεπιχείρημα ότι εφόσον το έγγραφο αυτό ανήκει στο περιεχόμενο της κατηγορίας είναι γνωστό εκ των προτέρων στον κατηγορούμενο και επομένως αυτός μπορούσε να αντιτάξει την υπεράσπισή του εναντίον του, με την αιτιολογία ότι κατά τη σαφέστατη διατύπωση του άρθρου 364 ΚΠΔ, ένα έγγραφο καθίσταται δικονομικό στοιχείο της ένδικης δικογραφίας μόνον, όταν αναφέρεται στα πρακτικά της σχετικής δίκης ότι αναγνώσθηκε, εφόσον διαφορετικά δεν 23 Σ. Παπασπύρου, Τα έγγραφα ως αποδεικτικόν μέσον εν τη ποινική δίκη, Αθήναι 1980, 18 επ. 24 Λ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ Ερμηνεία κατ άρθρο εκδ. 2012, Νομική βιβλιοθήκη, 1580, Σ. Παπασπύρου, ό.π. 69 επ, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, 453, Α. Κωνσταντινίδη, Η έννοια και η λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, 2000, 126, του ίδιου, Το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο στην ποινική δίκη, 2001, 497 14
επιτρέπεται δικονομικά η αποδεικτική αξιοποίηση του. Τέτοια έγγραφα είναι κατά την πάγια νομολογία η ψευδής αναφορά για την οποία η καταδίκη (ΑΠ 750/1983, ΠοινΧρ ΛΓ, 945), η έκθεση που περιέχει την ψευδή κατάθεση του μάρτυρα για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ψευδορκίας (ΑΠ 1700/1987, ΠοινΧρ ΛΗ, 284) η μήνυση επί ψευδούς καταμήνυσης (ΑΠ 572/1977, ΠοινΧρ ΚΖ, 865), η πλαστή επιταγή (ΑΠ 1463/ 1993, ΠοινΧρ ΜΓ, 153), η ακάλυπτη επιταγή (ΑΠ 661/1985, ΠοινΧρ ΛΕ, 972) όχι όμως και η αναφορά της τράπεζας ότι αυτή είναι ακάλυπτη η οποία πρέπει να αναγνωσθεί (ΑΠ 1508/1994, ΠοινΧρ ΜΔ, 1255), οι επιταγές που ενσωματώνουν τα τοκογλυφικά ωφελήματα (ΑΠ 1508/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ, 860), το πλαστό έγγραφο (ΑΠ 1585/1994, ΠοινΧρ ΜΔ, 771), το κλαπέν βιβλιάριο (ΑΠ 893/ 1997, ΠοινΧρ ΜΗ, 269), τα έγγραφα που αποτελούν το σώμα του εγκλήματος της κλοπής (ΑΠ 258/1996, ΠοινΧρ ΜΖ, 27), η άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου και αλλοίωση των στοιχείων αναγνώρισής του (ΑΠ 418/1988, Ποιν Χρ ΛΗ, 541), οι επιταγές και εντολές σε σχέση με το αδίκημα της λαθραίας εισαγωγής συναλλάγματος (ΑΠ 1059/ 1989, ΠοινΧρ Μ, 386), η υπεύθυνη δήλωση του Ν 1599/1986 που αποτελεί το σώμα του εγκλήματος της πλαστογραφίας (ΑΠ 1026/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ, 68), τα τιμολόγια που αποτελούν το σώμα του εγκλήματος (ΑΠ 997/1989, ΠοινΧρ Μ, 302), τα πλαστά ή εικονικά τιμολόγια που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας (ΑΠ 856/2005, ΠοινΧρ ΝΣΤ, 413), τα τιμολόγια πώλησης λαθρεμπορευμάτων (ΑΠ 66/1995, ΠοινΧρ ΜΕ 418) το πιστοποιητικό της ΕΕ περί αγοράς και κατοχής ΙΧΕ οχήματος με το καθεστώς κοινοτικής διαμετακόμισης (ΑΠ 839/1998, ΠοινΧρ ΜΘ, 442), η άσκηση δίωξης, η απαγόρευση εξόδου και το βούλευμα για το βασικό έγκλημα ως προς την δίκη του υποθάλψαντος τον εν λόγω (ΑΠ 1585/1994, ΠοινΧρ ΜΔ, 1473). Η ανάγνωση των εγγράφων αυτών που δεν θεμελιώνουν την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου ή επιβαρυντικές περιστάσεις 15
παρόλο που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο δεν δημιουργούν ακυρότητα. Από το άρθρο 364 ΚΠΔ προβλέπονται περιορισμοί αναφορικά με τον εκδότη του εγγράφου αφού η ανάγνωσή του προϋποθέτει ότι δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά του. Αν απλώς αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του εγγράφου χωρίς όμως να προσβληθεί τούτο ως πλαστό, το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως το έγγραφο μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και δεν επέρχεται εντεύθεν ακυρότητα. Αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό πχ. η επιταγή το δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί αρχικά αν το έγγραφο είναι αναγκαίο για την κρίση του στην κύρια υπόθεση (ΑΠ 541/1986, ΠοινΧρ ΛΣΤ, 685). Η γνησιότητα ή μη των εγγράφων κρίνεται και κατά την ποινική διαδικασία κατά τα ισχύοντα στον ΚΠολΔ 25 και συγκεκριμένα τα ιδιωτικά έγγραφα τα οποία είναι συντεταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, αν η γνησιότητα τους αναγνωρίσθηκε ή αποδείχθηκε αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση προέρχεται από τον εκδότη τους, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη (άρθρο 445 ΚΠλοΔ) ενώ τα δημόσια έγγραφα τεκμηριώνονται ως γνήσια και επιτρέπεται μόνο η προσβολή τους για πλαστότητα, σύμφωνα με το άρθρο 454 ΚΠολΔ και 455 ΚΠολΔ αν πρόκειται για αλλοδαπά δημόσια έγγραφα. Επειδή ο ΚΠΔ δεν περιλαμβάνει ειδική διάταξη για την προσβολή ενός εγγράφου ως πλαστού έπεται ερμηνευτικά ότι όλα τα ουσιαστικά και διαδικαστικά στοιχεία γι αυτήν την προσβολή θα συναχθούν από τις αντίστοιχες διατάξεις του KΠολΔ (άρθρα 457 επ), οι οποίες όμως εφαρμόζονται αναλόγως, δηλαδή με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες του ποινικού δικονομικού δικαίου και κυρίως στην αποδεικτική ευχέρεια (ηθική απόδειξη) του ποινικού δικαστή να αποφανθεί αν ορισμένο έγγραφο (ιδιωτικό ή δημόσιο) είναι γνήσιο ή μη χωρίς να δεσμεύεται από συγκεκριμένους αποδεικτικούς κανόνες. Κατά τον ΚΠολΔ γνήσιο 25 Μπουρόπουλου, Ερμ. Κ.ΠοινΔ, τ. α, 500 16
είναι ένα έγγραφο εφόσον τόσο κατά τα εξωτερικά στοιχεία του όσο και κατά το περιεχόμενο προέρχεται πράγματι από τον φερόμενο ως συντάκτη ή εκδότη του, οπότε η σχετική έρευνα περιορίζεται μόνο στα ως άνω στοιχεία 26. Συνεπώς δεν αποτελεί αμφισβήτηση της γνησιότητας κάποιου εγγράφου η απλή δήλωση ότι ο γραφικός χαρακτήρας του ομοιάζει με αυτόν του (φερομένου ως) συντάκτη του. Η αμφισβήτηση της γνησιότητας του εγγράφου, σημαίνει κατά βάση προβολή ενδεχόμενης πλαστότητας του εγγράφου, με την έννοια του άρθρου 216 παρ 1 ΠΚ, η αμφισβήτηση δε αυτή δεν συμπίπτει εννοιολογικά με την πλαστότητα αυτού αλλά είναι έννοια ευρύτερη αυτής, ενώ η άρνηση της αλήθειας του ουσιαστικού περιεχομένου ορισμένου εγγράφου δεν συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητάς του 27. Η εν λόγω αμφισβήτηση πραγματοποιείται με την άρνηση του γραφικού χαρακτήρα στα γράμματα ή (και) στην υπογραφή του φερομένου ως εκδότη του εγγράφου και μπορεί να αποδειχθεί με αντιπαραβολή του κρινομένου εγγράφου προς άλλο αναμφισβήτητο έγγραφο του ίδιου συντάκτη ή ακόμη και με κάθε άλλο πρόσφορο επιτρεπτό, από τον ΚΠΔ, αποδεικτικό μέσο (πχ. μάρτυρες κλπ.) ιδιαίτερα πραγματογνωμοσύνη 28 αλλά δεν επιτρέπεται όμως η επαγωγή όρκου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και όταν αμφισβητηθεί η γνησιότητα φωτοτυπίας ή αντιγράφου διότι δεν υφίσταται πρωτότυπο ή αυτό διαφέρει από το αντίγραφο, τότε πρέπει να ελεγχθεί η γνησιότητά τους και να κριθούν γνήσια για να αναγνωσθούν. Στην περίπτωση που αμφισβητηθεί η γνησιότητα εγγράφου τότε διατάσσεται παρεμπιπτόντως η απόδειξή της με σχετική 26 Α. Κονταξή, Ερμ. ΚΠΔ, Τομ. Β, 2283 27 Α. Κονταξή, ό.π. 1590, ΑΠ 649/1987, ΠοινΧρ 1988, 557 28 Μπουρόπουλου, ό.π., τ. α, 500, Α. Κωνσταντινίδη, Το έγγραφο, ό.π., 319, Ανδρουλάκη, ΠοινΧρ ΛΣΤ, 795 17
δυνητική μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου, δια παντός νομίμου αποδεικτικού μέσου εκ των επιτρεπομένων υπό του ΚΠΔ. Η απόφαση του δικαστηρίου περί γνησιότητας πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη (άρθρο 139ΚΠΔ). Έτσι αν η αμφισβήτηση της γνησιότητας εξελιχθεί σε προσβολή για πλαστότητα εφαρμόζεται το άρθρο 338 ΚΠΔ ενώ δεν υπάρχει έλλειψη ακροάσεως αν το δικαστήριο δεν επιτρέψει να διαβασθεί μη γνήσιο έγγραφο 29. Κατά παρόμοιο τρόπο με αυτόν της προσβολής της γνησιότητας των εγγράφων μπορεί να προσβληθεί και η γνησιότητα των μαγνητοταινιών, βιντεοταινιών, φωτογραφιών κ.ο.κ. και πρέπει να αποδειχθεί η γνησιότητά τους όπως και στα έγγραφα με κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο που προσιδιάζει στην ποινική δίκη και δη με πραγματογνωμοσύνη. Το δικαστήριο μπορεί να διαμορφώσει προσωπική αντίληψη για την γνησιότητά τους από την ακρόαση της μαγνητοταινίας και αντιπαραβολή της φωνής 30. Πρέπει όμως να διαγνωσθεί ότι πραγματοποιήθηκε η ομιλία και ότι αυτή προέρχεται από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται και αυτό να καταγραφεί σε δικαστική απόφαση, χωρίς να απαιτείται και η αναφορά του περιεχομένου της ομιλίας. Γίνεται δεκτό ότι η αμφισβήτηση της γνησιότητας της αποτύπωσης της συνομιλίας με μαγνητοταινία δε νοείται πριν από την ακρόασή της. Αν κάποιος από τους διαδίκους υποβάλλει ένα έγγραφο στο δικαστήριο αυτό δύναται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο και από τον αντίδικό του ή από τους δικαστές στα πλαίσια διασαφήνισης όσο το δυνατόν πληρέστερα της πράξης, όπως ορίζει το άρθρο 351 1 ΚΠΔ, ενώ ο διάδικος ο οποίος υπέβαλε το σχετικό έγγραφο κατά 29 Α. Κονταξή, Ερμ ΚΠΔ, 2284 30 ΑΠ 343/1977, ΠοινΧρ ΚΖ, 679, ΑΠ 240/1974, ΠοινΧρ ΚΔ, 538, ΑΠ 512/1973, ΠοινΧρ ΚΠ, 636, ΠλημΑθ 25678/1974, ΠοινΧρ 1975, 231 18
την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας δεν μπορεί ακολούθως να παραιτηθεί από αυτό και την χρησιμοποίηση του 31. Η διάταξη με την οποία θεσπίζεται εν είδει αρχής η σχετική υποχρέωση του δικαστή είναι αυτή του άρθρου 364 ΚΠΔ, από την διατύπωση του οποίου προκύπτει ότι η ανάγνωση των εγγράφων επιβάλλεται για τις ανακριτικές εκθέσεις, τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί και τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη. Τα λοιπά έγγραφα στα οποία αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 364 1 ΚΠΔ είναι τα κάθε είδους έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά ανεξαρτήτως αν αυτά είναι έγκυρα ή άκυρα. Η ανάγνωση των εγγράφων στα οποία αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη είναι υποχρεωτική 32. Όμως τα διαδικαστικά έγγραφα όπως λ.χ. τα αποδεικτικά επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης προς εμφάνιση δεν είναι σύμφωνα με την νομολογία του AΠ, έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και κατά συνέπεια δεν ισχύει για αυτά η σχετική υποχρέωση ανάγνωσης 33. Το ίδιο γίνεται δεκτό και για την περίπτωση του «ποινικού μητρώου», όπως θα αναλυθεί παρακάτω. Στο άρθρο 364 2 ΚΠΔ ορίζεται ότι διαβάζονται τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη διότι έχει ήδη κριθεί η υπόθεση με ισχύ δεδικασμένου και επιδιώκεται 31 Τσουκαλά, Ποινική Δικονομία Β 1936 σ. 192, Α. Κωνσταντινίδης, ό.π., σ. 142 32 Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδες έννοιες της ποινικής δίκης, 2η έκδ. 1994, 386 επ, Α. Καρρά, Επίτ. Ερμ. του ΚΠΔ 1995, 653 33 ΑΠ 441/2014, ΠοινΧρ 2015, 336, Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 234, ΑΠ 894/1947, Ποιν Χρ ΜΗ, 272, Παύλου Σ., Αρμ 1988, 1185 επ., Κονταξή, Ερμ ΚΠΔ, Τομ. Β, 2278, Λ. Μαργαρίτη, Ερμ ΚΠΔ, Τομ. Β, άρθρο 364, 1584, ΑΠ 1259/1995, Υπερ 1996, 506, ΑΠ 730/1987, ΠοινΧρ 1987, 748, ΑΠ 1875/1977, ΠοινΧρ 1988, 624 19
η αποφυγή νέας κρίσης για τα ήδη κριθέντα ζητήματα, κατά παράβαση του δεδικασμένου, γι αυτό απαιτείται στην περίπτωση αυτή να κρίνει το δικαστήριο ότι το έγγραφο είναι χρήσιμο προς ανακάλυψη της αλήθειας στην υπόθεση. Συνεπώς δεν μπορεί να συναχθεί e contratio το συμπέρασμα ότι δεν επιτρέπεται η ανάγνωση εγγράφων από άλλη αστική ποινική δίκη, όταν δεν έχει εκδοθεί επ αυτής αμετάκλητη απόφαση. Δηλαδή, δεν απαιτείται να έχει εκδοθεί πάντοτε αμετάκλητη απόφαση για να αναγνωσθεί έγγραφο από άλλη πολιτική ή ποινική δίκη. Δεν είναι όμως επιτρεπτή η ανάγνωση των πρακτικών της αναιρεθείσας απόφασης εκτός αν υπάρχει η εξαίρεση του άρθρου 365 δηλαδή αδυναμία εμφάνισης μάρτυρα κλπ. Η ελεύθερη εκτίμηση των εγγράφων στην ποινική δίκη εφόσον δεν υφίσταται δεδικασμένο αναφέρεται και σε προγενέστερες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ή βουλεύματα των δικαστικών συμβουλίων καθώς και αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων που υπάρχουν εντός της δικογραφίας ή προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους σχετικά με ζητήματα που ενδιαφέρουν την ποινική δίκη 34. Έχει γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω ανάγνωση εφόσον δεν προβλήθηκε σχετικά με αυτή αντίρρηση από πλευράς του κατηγορουμένου δεν προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης του δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό, εάν γίνει ανάγνωση χωρίς να έχει εκδοθεί τέτοια απόφαση δεν προκαλείται σχετική ή απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ιδρύουσα λόγω αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 510 1περ. α ΚΠΔ ούτε συνιστά αρνητική υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου 35. Απόφαση πολιτικού δικαστηρίου επί προδικαστικού ζητήματος που έχει σχέση με την ποινική δίκη λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται 34 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 232, Κονταξή Ερμ ΚΠΔ, Τομ. Β, 2280, ΑΠ 979/1999, ΠοινΧρ 1999, 449 35 ΑΠ 4540/1971, ΠοινΧρ ΚΑ, 845 20
ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις ως πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο (άρθρο 62 ΚΠοινΔ) και δεν δεσμεύει το δικαστήριο 36. Κατ εξαίρεση στην περίπτωση του άρθρου 366 2 ΠΚ, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων η καταδικαστική απόφαση ή η αθωωτική ως προς το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση δεσμεύει τον ποινικό δικαστή με αποτέλεσμα να μην ισχύει εδώ η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων. Οι αρχές της προφορικότητας και αμεσότητας Με την διάταξη του άρθρου 364 ΚΠΔ που απορρέει από τις αρχές της δημοσιότητας, της προφορικότητας και της αντιδικίας επιβάλλεται η ανάγνωση των εγγράφων για να υποβληθούν στον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης 37. Έτσι το κάθε αποδεικτικό έγγραφο, εν όψει της δημοσιότητας της δίκης, προφορικοποιείται ώστε να πραγματώνεται η προφορικότητα και η κατ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης και τίθεται σε γνώση όλων των παραγόντων της καθώς και όσων την παρακολουθούν για να μπορεί ο κατηγορούμενος να αντιτάξει την άμυνα του επικαλούμενος είτε πλαστότητα του εγγράφου οπότε τυγχάνουν εφαρμογής τα προβλεπόμενα από το άρθρο 338 ΚΠΔ είτε 36 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 232 37 Α. Κωνσταντινίδη Θ. Δαλακούρα, ό.π., 233, Κονταξή Ερμ ΚΠΔ, Τομ. Β, 2006, 2271, Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες, εκδ. 3 η, 2007, 140, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. 2 η, 1998, 586, Αιτιολογική Έκθεση Σχεδ ΚΠΔ, 553, ΑΠ 265/1985, ΠοινΧρ ΛΕ, 706, ΑΠ 901/1981, ΠοινΧρ ΛΒ, 157 21
ανταποδεικνύοντας το περιεχόμενό του, ο δε πολίτης να μπορεί να παρακολουθήσει και να ελέγξει την δικαστική κρίση 38. Η προφορικότητα αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση της δημοσιότητας ήτοι η προφορική διεξαγωγή της διαδικασίας (ζώσης) στο ακροατήριο και η προφορική απαγγελία της απόφασης. Με την προφορικότητα της συζήτησης και την προσωπική προφορική επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων είναι δυνατόν να διευκρινιστούν πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που ευρίσκονται καταχωρημένα στα έγγραφα, να αποφευχθεί κάθε σύγχυση, παρανόηση και εσφαλμένη εκτίμηση. Με την προφορικότητα επιτυγχάνεται η ζωντανή επικοινωνία των δικαστών με το προσαγόμενο αποδεικτικό υλικό και ακόμη μπορεί να εκτιμηθεί πληρέστερα η προσωπικότητα του κατηγορουμένου. Η αδικαιολόγητη ανάγνωση στο ακροατήριο των καταθέσεων μαρτύρων που δεν εμφανίστηκαν επειδή είτε δεν κλητεύθηκαν είτε παρά την κλήτευσή τους δεν προσήλθαν, καταργεί ουσιαστικά την αρχή της προφορικότητας και της αμεσότητας και κατ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης 39. Με την καθιέρωση της προφορικότητας στην κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αποφεύγονται οι δυσάρεστοι αιφνιδιασμοί για τον κατηγορούμενο, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα όταν παρεισάγονται στην δίκη άγνωστα σε αυτόν επιβαρυντικά έγγραφα και εξασφαλίζεται ότι τίποτα δεν πρόκειται να επηρεάσει την κρίση που τον αφορά, το οποίο να μην έχει προηγουμένως περιέλθει σε γνώση του ιδίου και της υπεράσπισής του, ως προς το οποίο δεν του δόθηκε η ευχέρεια να εκφρασθεί. 38 Ν. Παρασκευόπουλου, Η κριτική της ποινικής δικαιοσύνης από τον πολίτη και τον ειδικό (Δυνατότητες και δεσμεύσεις), επιστ. Επετ. Αρμ. 1982, 49 επ., Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, 628, του ίδιου, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2007, 677 39 Α. Κονταξή, ΚΠΔ Συνδυασμός θεωρίας και πράξης τομ. β εκδ. 2006, 2270, Καρρά, Ποινικό Δικομομικό, εκδ. 1998, 628, του ιδίου, εκδ. 2007, 677 22
Το περιεχόμενο των κάθε είδους εγγράφων, ως αποδεικτικών μέσων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο κατά την έκδοση της απόφασης παρά μόνο εφόσον προφορικοποιήθηκε" με την ανάγνωσή του στο ακροατήριο και τέθηκε έτσι υπό τον έλεγχο όλων των παραγόντων της δίκης και κυρίως του κατηγορουμένου, με συνέπεια να ικανοποιείται κατ επέκτασιν και το γενικότερο δικαίωμα του σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 Σ) καθώς και σε μια δίκαιη ποινική δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Η προφορικότητα είναι τόσο άρρηκτα δεμένη με την δημοσιότητα ώστε δημοσιότητα χωρίς προφορικότητα να μην είναι νοητή αντιθέτως προφορικότητα χωρίς δημοσιότητα δύναται να υπάρξει όπως στην κατ εξαίρεση διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, κατόπιν αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης απαγγελλόμενης σε δημόσια συνεδρίαση για τον αποκλεισμό της, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή τον διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου. Η παραβίαση της αρχής της προφορικότητας ενέχει πάντοτε και προσβολή της δημοσιότητας. Ορθώς διακρίνεται, μολονότι βρίσκεται σε στενή σχέση μαζί τους, η αρχή της αμεσότητας ήτοι η σχέση άμεσης επαφής και επικοινωνίας του δικαστηρίου κυρίως με τον κατηγορούμενο αλλά και με τα άλλα προσωπικά αποδεικτικά μέσα, από τις αρχές της προφορικότητας και της δημοσιότητας, εχούσης δύο εννοιολογικές διαστάσεις αφενός της αρχής της «υποκειμενικής αμεσότητας» 40 ή «άμεσης προσωπικής επαφής ή εντύπωσης του κρίνοντος» 41 40 Ε. Τσουκαλά, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας τομ. Α-Β, εκδ. 1943-1947 41 Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδ. 1994, 123 επ. 23
αφετέρου της «ουσιαστικής αμεσότητας» ή αρχής του εγγύτερου μέσου 42. Σύμφωνα με την αρχή της «άμεσης προσωπικής επαφής» απαιτείται η ζωντανή επικοινωνία των δικαστών με όσα διαδραματίζονται στην ποινική δίκη ώστε να υπάρχει άμεση αντίληψη του αποδεικτικού υλικού. Ενώ σύμφωνα με την αρχή του «εγγύτερου αποδεικτικού μέσου» ο δικαστής πρέπει να αναζητεί μόνο εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων έχει πιο άμεση προσωπική αντίληψη και στα οποία θα θεμελιώσει την απόφασή του. Την αρχή αυτή δε εξυπηρετούν οι διατάξεις των άρθρων: (α) 357 4 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο η κατάθεσή του που είχε δοθεί κατά την προδικασία δεν διαβάζεται. Επιτρέπεται μόνο η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης για να βοηθηθεί η μνήμη του μάρτυρος ή για να επισημανθούν αντιφάσεις του. Για το ανεπηρέαστο της βούλησης του μάρτυρα, κατ αρχήν θα πρέπει τυχόν ανάγνωση να γίνει μετά το πέρας της κατάθεσής του ενώ επί ολοκληρωτικής αντίφασης ή άρνησης του μάρτυρα θα πρέπει να αναγνωσθεί, εν ανάγκη, ολόκληρη η κατάθεση διότι διαφορετικά ο μάρτυρας με διαρκείς αναδιατάξεις της συμπεριφοράς του, ανάλογα με τις εξαρτήσεις και τα συμφέροντα του, θα μπορούσε να ακυρώνει την αποδεικτική δύναμη της κατάθεσής του 43 αν και το έργο της στάθμισης αυτής της δικονομικής συμπεριφοράς και της διερεύνησής της ειλικρίνειας ιδίως με λογική αντιπαραβολή σε συνδυασμό και με τις άλλες αποδείξεις, απόκειται στο δικαστήριο. Δικαίωμα να ζητήσει την ανάγνωση περικοπών της καταθέσεως του μάρτυρα έχει και ο κατηγορούμενος. (β) 365 1 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας 42 Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., 125 επ. 43 Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠΔ, εκδ. 2008, 746 24
θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 2) ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Έτσι, αν, παρότι ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα η ανάγνωση ένορκης κατάθεσης της προδικασίας στο ακροατήριο, λόγω του αδύνατου της εμφάνισής του μάρτυρα δεν αναγνωσθεί αυτή ή το δικαστήριο δεν απάντησε στο αίτημα, απαγγέλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 170 1δ ΚΠΔ) και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 1Α 44. Αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην ανάγνωση κατάθεσης μάρτυρα της προδικασίας, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 365 1 ΚΠΔ επέρχεται ακυρότητα, αν η κατάθεση αυτή ληφθεί υπόψη για την ενοχή διότι παραβιάζεται δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων του κατηγορούμενου, παρεχόμενου από τα άρθρα 6 3 της ΕΣΔΑ και 333 και 357 3 ΚΠΔ που συνεπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 171 1δ, απόλυτη ακυρότητα και ιδρύουν τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 1Α ΚΠΔ 45. Η εναντίωση του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά, οπότε το δικαστήριο προκειμένου να διατάξει την ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα της προδικασίας πρέπει να βεβαιώνει αιτιολογημένα στην απόφασή του ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη 46 ή ότι ο μάρτυρας είναι αγνώστου διαμονής ή διαμένει στην αλλοδαπή κατόπιν απέλασης, μη αρκούσης της διαπίστωσης ότι τυγχάνει 44 ΑΠ 1062/2015, ΠοινΧρ ΞΖ, 97 45 ΑΠ 2215/2015, ΠοινΧρ ΝΣΤ, 49 46 ΑΠ 1395/2006, ΠοινΔ. 2007, 243 25
δυσχερής η εμφάνιση του μάρτυρα ή ότι η κατάθεση του είναι χρήσιμη για την διαλεύκανση της υπόθεσης 47. (γ) 366 2 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολο τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση. Η αρχή της δημοσιότητας η οποία καθιερώνεται και από διατάξεις υπέρτερης ισχύος όπως το άρθρο 14 1 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ σύμφωνα με τα οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δημόσια αλλά και από το άρθρο 93 2 του Συντάγματος και το άρθρο 329 1 εδ.α ΚΠΔ το οποίο ορίζει ότι η συζήτηση στο ακροατήριο καθώς και η απαγγελία της απόφασης γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, λειτουργεί ως εγγύηση της δίκαιης δίκης, εισφέρει προστασία έναντι καταχρηστικών αποφάσεων και οικοδομεί εμπιστοσύνη με το να επιτρέπει στο κοινό να παρακολουθήσει ανεμπόδιστα δημόσια την απονομή της δικαιοσύνης 48, διασφαλίζεται δε όχι μόνο με την ελεύθερη και ανεμπόδιστη είσοδο στο ακροατήριο καθενός που επιθυμεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία αλλά και με την προφορικότητα της διεξαγωγής της δίκης, ήτοι την δια προφορικού λόγου εξέταση των μαρτύρων, ανάγνωση των εγγράφων, ανάπτυξη των ισχυρισμών της υπεράσπισης. 47 ΑΠ 324/1995, ΠοινΧρ ΜΕ, 709 48 ΕΔΔΑ Υπόθεση Pretto κατά Ιταλίας, Απόφαση της 8/12/83 26
IV. ΕΙΔΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ Η διάκριση των εγγράφων γίνεται ανάλογα με τον τρόπο, την αιτία για την οποία συντάχθηκαν, την γλώσσα, την προέλευση, την χρησιμότητά τους ή τον αριθμό τους και είναι: 1. Δημόσιο ή ιδιωτικό Η έννοια και η αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται στον ΚΠΔ, ωστόσο το νομοθετικό κενό βάσει της αρχής της ενότητας της έννομης τάξης επιτρεπτώς συμπληρώνεται από το άρθρο 438 του ΚΠολΔ 49, κατά τον ορισμό του οποίου δημόσια έγγραφα είναι αυτά που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχουν πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι πάντων, ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπό που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση, ενώ η αποδεικτική του δύναμη ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του ως πλαστού ή και με ανταπόδειξη όσων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο υπάλληλος που έχει συντάξει το έγγραφο ή ως προς το περιεχόμενό των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών (άρθρα 449, 441 ΚΠολΔ). Τα δημόσια έγγραφα έχουν, λοιπόν, ένα μαχητό τεκμήριο γνησιότητας σε αντίθεση με τα ιδιωτικά έγγραφα την γνησιότητα των οποίων, εφόσον αμφισβητηθεί, αποδεικνύει αυτός που το επικαλείται και το προσάγει (άρθρο 457 1 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 445 ΚΠολΔ ιδιωτικά είναι τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από ιδιώτες, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, 49 Κ. Σταμάτη, Συστ. Ερμην.ΠΚ 1992, 190 επ., Α. Κωνσταντινίδη, Η έννοια και λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, 2000, 169 27
φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί υπογραφής το σημάδι που αυτός έβαλε και επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, εφόσον δε η γνησιότητα τους αναγνωρίσθηκε ή αποδείχθηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, ενώ με τους ίδιους όρους αυτά αποτελούν πλήρη απόδειξη και ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων. Το ιδιωτικό έγγραφο δεν καθίσταται δημόσιο εκ του ότι η υπογραφή του εκδότη του επικυρώθηκε από δημόσια αρχή 50. Όλα τα προαναφερόμενα ενδιαφέρουν κυρίως στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 179 ΚΠΔ καθόσον αναφορικά με την κατάγνωση της ενοχής ή αθωότητάς του κατηγορούμενου τα αποδεικτικά στοιχεία εκτιμώνται ελεύθερα σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 1 ΚΠΔ), δεν έχουν δε αυξημένη τυπική δεσμευτική ισχύ αποδεικτικά έγγραφα 51. Στην ποινική δίκη βασικό συστατικό στοιχείο του εγγράφου ως αποδεικτικό μέσο αυτού δεν είναι η υποδήλωση του εκδότη αλλά η αναγνωσιμότητά του 52. 2. Πρωτότυπα αντίγραφα και φωτοτυπίες Σύμφωνα με το άρθρο 13 περ. γ του ΠΚ ως έγγραφο θεωρείται μόνο το πρωτότυπο ενώ ίση αποδεικτική δύναμη με το πρωτότυπο έχουν και τα επικυρωμένα αντίγραφα σύμφωνα με το άρθρο 14 1 του Ν 1509/1986. Αντίγραφα είναι τα έγγραφα που συντάσσονται κατά μίμηση του πρωτοτύπου χωρίς επανάληψη της πράξης ή του νομικού γεγονότος προς πιστοποίηση των οποίων έγινε το 50 ΑΠ 103/1961, ΝοΒ 9, 827 51 ΑΠ 241/2011, ΠοινΔικ 2012, 218, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό, εκδ. 1998, 453. 52 Κωνσταντινίδη, ό.π., Το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, 173, 183, 186, 205, 208 28
πρωτότυπο. Μετά την διακύμανση της νομολογίας για τις ανεπικύρωτες φωτοτυπίες, φωτογραφίες και τα αντίγραφα οι φωτοτυπίες, φωτογραφίες, αντίγραφα, αντίτυπα εγγράφου αποτελούν έγγραφα αν το γεγονός με έννομη σημασία που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εμφανίζεται και στο πιστό αντίγραφο, έστω και μη επικυρωμένο 53. Συνεπώς στην ποινική δίκη μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εκτός του πρωτοτύπου, απλά ανεπικύρωτα αντίγραφα ή επικυρωμένα αντίγραφα ή απλά φωτοαντίγραφα. Αρκεί να υφίσταται αντικειμενικά η δυνατότητα ανάγνωσης του εγγράφου έστω και με δυσχέρεια όταν πχ. το έγγραφο είναι δυσανάγνωστο και να μπορεί να συμβάλλει στην διαμόρφωση δικαστικής πεποίθησης για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. 3. Ξενόγλωσσα έγγραφα Για να ληφθούν υπόψη ξενόγλωσσα έγγραφα πρέπει να μεταφρασθούν στην ελληνική γλώσσα στην οποία διεξάγεται η ποινική διαδικασία σε κάθε στάδιό της. Η μετάφραση επιβάλλεται ακόμη και αν μέλος του δικαστηρίου γνωρίζει την γλώσσα. Ενώ εάν η γλώσσα είναι ελάχιστα γνωστή και δεν μπορεί να βρεθεί διερμηνέας που να μεταφέρει τα νοήματα απ ευθείας από την γλώσσα αυτή στην ελληνική και αντιστρόφως, κατ ανάγκη πρέπει να διοριστεί διερμηνέας του διερμηνέα αυτού (άρθρο 238 ΚΠΔ). Αν δεν προσκομίζεται μετάφραση ξενόγλωσσου εγγράφου τότε το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την μετάφρασή του ορίζοντας και το διερμηνέα. 53 ΕφΘεσσαλ 196/2016, ΠοινΔικ 2016, 284, ΑΠ 1053/2012, ΠοινΧρ 2013, 122, Ολ ΑΠ 15/2003, ΝοΒ 2004, 169, Ολ ΑΠ 2/2000 ΠοινΧρ Ν, 20, ΑΠ 1053/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1529/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 711/2011, ΠοινΔικ 2012, 518 29
4. Σχέδια - Σχεδιαγράμματα Φωτογραφίες Έγγραφα με γραφικές παραστάσεις Τα σχέδια εγγράφου, εφόσον το έγγραφο δεν έχει εκδοθεί ακόμη δεν αποτελούν έγγραφα, εν τούτοις δύνανται να αξιοποιηθούν στην ποινική δίκη. Έγγραφα πρέπει να θεωρούνται όμως τα σχεδιαγράμματα -σκαριφήματα τα οποία δεν αναγιγνώσκονται κατά κυριολεξία αλλά «επισκοπούνται» κατόπιν επίδειξης από τους παράγοντες της δίκης 54, με την έννοια δε αυτή πρέπει να εκλαμβάνεται η σημείωση στα πρακτικά ότι «αναγνώσθηκαν» αυτά 55. Το ίδιο ισχύει και για τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις όπως είναι τα υπερηχογραφήματα, και οι φωτογραφίες 56. Δεν δημιουργείται ακυρότητα αν από παραδρομή αναγράφηκε στα πρακτικά ότι «αναγνώσθηκαν» αντί να γραφεί «επιδείχθησαν» ή «επισκοπήθηκαν» οι φωτογραφίες. Αν όμως ελήφθησαν υπόψη ενώ δεν αναγνώσθηκαν δηλαδή δεν επισκοπήθηκαν τότε χωρεί ακυρότητα της διαδικασίας 57. Δεν είναι έγγραφα οι σημειώσεις δικηγόρου σε φακέλους δικογραφιών που κρατεί στο γραφείο του για αποκλειστικά δική του χρήση και ενημέρωση και δεν είναι προορισμένες να αποδείξουν έναντι άλλου 58. Τα σχέδια όμως αποτελούν έγγραφα, αν είναι 54 ΑΠ 1144/2009, ΠοινΔικ 2010, 265, ΑΠ 2234/2007, ΠοινΔικ 2008, 808, ΑΠ 244/1995, ΠοινΧρ ΜΕ, 953, Α. Κωνσταντινίδη, Η έννοια και λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, 2000, 174 55 ΑΠ 592/2003, ΠοινΧρ ΝΔ, 1083 56 ΑΠ 94/1998 ΠοινΧρ ΜΘ, 48, ΑΠ 1661/2001, ΠοινΔικ 2002, 238 57 ΑΠ 1143/1998, ΠοινΧρ ΜΘ, 662 58 ΑΠ 906/1990, ΠοιΧρ ΜΑ, 281 30
κατατεθειμένα στα αρχεία δημόσιας υπηρεσίας και βάσει αυτών εκδίδονται αντίγραφα ή αν πρόκειται για σχέδια αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων 59. 5. Επιστολές, τηλεγραφήματα, τηλετυπήματα και τηλεομοιοτυπίες Το απόρρητο των επιστολών κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος κα 8 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 370 ΠΚ το οποίο προστατεύει από τις προσβολές οποιουδήποτε. Η επιστολή, υποκατηγορία εγγράφου, είναι γραπτό μήνυμα που απευθύνεται σε άλλον. Το άρθρο 19 2 του Συντάγματος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (βλ. άρθρο 2 Ν.Δ 792/1971, Ν 3115/2003) ενώ η διαδικασία άρσης του απορρήτου προβλέπεται από τα άρθρα 4 2 και 4 4 του Ν. 2295/1994. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τα τηλεγραφήματα τα οποία αποτελούν έγγραφα εφόσον φέρουν τους απαιτούμενους για την υπόστασή τους τύπους. Τα τηλετυπήματα (TELEX) και οι τηλεομοιοτυπίες (TΕLEFAX) μπορούν να χρησιμοποιηθούν εφόσον είναι αναγνώσιμα στην ποινική δίκη, διότι συνήθως τα επικαλείται ο παραλήπτης τους. Ως ιδιωτικά έγγραφα δεν πρέπει να αμφισβητηθεί η γνησιότητά τους. Εάν προσβληθούν ως πλαστά εφαρμόζεται το άρθρο 338 ΚΠΔ. 59 ΑΠ 82/1988, ΠοινΧρ ΛΗ, 971 31
6. Μαγνητοταινίες, βιντεοταινίες και ηλεκτρονικά έγγραφα Μετά την διεύρυνση και συμπλήρωση του άρθρου 13 στοιχ. γ του ΠΚ από το άρθρο 2 του Ν. 1805/1988 έγγραφο είναι και κάθε μέσο που χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό μαγνητικό ή άλλο τρόπο για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία 60. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των μηχανικών απεικονίσεων είναι η δια μηχανικών μέσων αποτύπωση, ήτοι η οπτική ή ακουστική ή ηλεκτρομαγνητική αποτύπωση πχ. φωτογραφίες, φωνοληψία (λ.χ. μαγνητοταινία), κινηματογραφία (βιντεοκασέτα, κινηματογραφική αναπαράσταση) τυπογραφία (εφημερίδες, έγχρωμες διαφάνειες slides) το fax, telex ή telefax, το ηλεκτρονικό έγγραφο. Οι εγγραφές δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας αποτυπώνονται με βάση τις εντολές ενός προγράμματος, κατά τρόπο που να μπορούν να διαβασθούν είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον εκτυπωτή. Αυτή ακριβώς η ευχέρεια δηλαδή το αναγνώσιμο του ηλεκτρονικού εγγράφου αρκεί για να θεωρηθεί αυτό έγγραφο με την δικονομική έννοια και να δύναται να αξιοποιηθεί στην ποινική δίκη. Τα ως άνω ισχύουν και για τις νέες μορφές ψηφιακού κειμένου όπως ηλεκτρονική επιστολή (email), ιστοσελίδες κλπ. εφόσον είναι αναγνώσιμο το έγγραφο τότε υπάρχει πνευματικό περιεχόμενο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ποινική δίκη. Αν αυτό δεν μπορεί να συμβεί για οποιονδήποτε λόγο 60 ΑΠ 673/2012, ΠοινΧρ 2012, 673, Συμβ ΑΠ 354/1998, ΠοινΧρ ΜΗ, 982 32