ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ



Σχετικά έγγραφα
Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Πρόγραμμα Νοσοκομειακής Περίθαλψης Full [Health] Ειδικό

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ

Δεδομένα ταυτοποίησης: Ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, Α.Δ.Τ., Α.Φ.Μ., ημερομηνία και τόπο γέννησης.

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

Η ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ Σύμφωνα με το Άρθρο 4Θ του Νόμου 2251/1994 (όπως ισχύει) & το Άρθρο 150 Ν. 4364/2016

2.2. Ο Καθορισμός του Εφαρμοστέου Δικαίου στις Συμβατικές Ενοχές / Ο

αναφέρεται στη Σελίδα Ειδικών Στοιχείων του Ασφαλιστηρίου ή σε σχετική Πρόσθετη Πράξη.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 75/

Λοιπές Κατηγορίες Ασφάλισης Περιουσίας & Αστικής Ευθύνης

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ. Α) Χρήσιμοι όροι του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης...9

Σοφία Γ. Παπαθανασοπούλου Δικηγόρος ΤτΕ

Διπλωματική εργασία ΗΛΕΚΡΟΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (ΟΝLIΝΕ INSURANCE) KAI ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ της Ελευθερίας Κοσόγλου.

2. Για ποια σκοπό επεξεργαζόμαστε τα προσωπικά σας δεδομένα;

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

Βασικοί Όροι Προγραμμάτων Ασφαλίσεων Υγείας και Περίθαλψης. Προστατεύουν Άριστα το Πολυτιμότερο Αγαθό της Ζωής μας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

Παροχή Προστασίας Ασφαλίστρου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Κατευθυντήριες γραμμές για τα όρια των συμβάσεων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αθήνα, 19 Μαρτίου 1988 ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ Σύμφωνα με το Άρθρο 4Θ του Νόμου 2251/1994 & το Άρθρο 150 του Νόμου 4364/2016

Ασφάλιση Οχήματος Ασφάλιση Αυτοκινήτων Ιδιωτικής Χρήσης ΑΝΥΤΙΜΕ AUTO Εταιρία: ΑΡ.Μ.Α.Ε.: Γ.Ε.Μ.Η.: Με έδρα στην Ελλάδα, Εφαρμοστέο Δίκαιο:

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Επισυνάπτεται το νέο έντυπο το οποίο θα πρέπει απαραιτήτως να υπογράφεται από τον πελάτη ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, σε εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.

«Θεσμός εξασφάλισης των επενδυτών και υποστήριξης της αξιοπιστίας της αγοράς των επενδυτικών υπηρεσιών»

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

«Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή: δυνατότητες και ελλείμματα»

- Αθήνα, 13 Απριλίου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ

Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΑΞΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΘΕΜΑ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΓΝΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ σύμφωνα με το άρθρο 3β του Ν. 2251/1994 & το άρθρο 11 του Π.Δ. 190/2006

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ. Σύμφωνα με το Άρθρο 4Θ του Νόμου 2251/1994 (όπως ισχύει) & το Άρθρο 150 Ν. 4364/2016

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Ετήσιες βελτιώσεις στα ΔΠΧΑ Κύκλος

2. Στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης οι εισφορές καταβάλλονται :

Insurance & Reinsurance Brokers. Κίτσου Μαρία ΠΤ1, Α.Μ. 1786

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

PRODUCT PROFILE ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ «ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ» 1. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ

16SYMV

Απαλλαγή Πληρωμής Ασφαλίστρων λόγω Ανικανότητας

Κατευθυντήριες γραμμές. για την εξέταση. αιτιάσεων από τις ασφαλιστικές. επιχειρήσεις

ΤΕΥΧΟΣ Ε ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ. Παροχή Υπηρεσιών: Μελέτη, Επίβλεψη, Αδειοδότηση Δομικών Έργων σε Υ/Σ ΥΤ/ΜΤ αρμοδιότητας ΔΕΔΔΗΕ

Νέο Νομοθετικό Πλαίσιο για την Υποχρεωτική Ασφάλιση Οχημάτων

MUTUAL ASSURANCE BROKERS S.A. CORRESPONDENT AT LLOYD S OF LONDON

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Αθήνα, Αρ. Πρωτ.:14927

Ασφάλιστρο είναι το χρηματικό ποσό που δίνει κάθε χρόνο ο ασφαλισμένος, για να εξασφαλίσει την κάλυψη που του παρέχει το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Κατηγορίες Προσωπικών Δεδομένων Που Συλλέγουμε Και Επεξεργαζόμαστε

MARKT/2094/01 EL Orig. EN E-ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

ΚΟΙΝ: α) Γρ. κ. Υπουργού β) Γρ. κ. Υφυπουργού γ) Γρ. κας Γεν. Γραμματέως

Γενική Εισαγωγή αρ. 1. Η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή Η ειδική νομοθεσία Σύντομη κριτική επισκόπηση 20-26

Εγκύκλιος 04/2015 ΘΕΜΑ: ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ»

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ. 1. Για την Εταιρεία

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ

Οι σκοποί για τους οποίους γίνεται επεξεργασία δεδομένων μου, συνίστανται στους εξής:

Ν.3723/2008 Published on TaxExperts (

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ (Λήξη προθεσμίας διαβούλευσης ) ΘΕΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Δεδομένα ταυτοποίησης: Ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, Α.Δ.Τ., Α.Φ.Μ., ημερομηνία και τόπο γέννησης, ΑΜΚΑ.

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: «Δίκαιο εμπορικών δικαιοπραξιών» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ουρανία Μπεχλιβάνης Αχιλλέας ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «Ασφαλιστικές συμβάσεις μέσω διαδικτύου» ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ουρανία ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: Ευαγγελία Παπαδοπούλου (Α.Μ. 400642) Σεπτέμβριος 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.....1 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.......3 I. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ.3 1. Έννοια.3 2. Διακρίσεις ιδιωτικής ασφάλισης. 4 IΙ. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ.. 7 1. Έννοια και νομική φύση..7 2. Τα συμβαλλόμενα μέρη και το αντικείμενο των κύριων παροχών τους 8 3. Διάρκεια 10 4. Έναρξη.. 11 5. Λήξη.12 ΙΙΙ. ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ..12 Β. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΣ ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ..14 Ι. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ..14 ΙΙ. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ...14 Γ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ 17 Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ...17 ΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ..18 ΙΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΔΗΛΩΘΕΙΣΕΣ ΒΟΥΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ 20 1. Η δήλωση βούλησης μέσω Η/Υ και το κύρος της....20 2. Ζητήματα σχετικά με την ηλεκτρονική δήλωση βούλησης..22 IV. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.24 V. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ...24 VΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ...26 VΙΙ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ....28 I

1. Η υποχρέωση πληροφόρησης και η ιδιαίτερη σημασία της στην διαδικτυακή κατάρτιση.28 2. Πρόσωπα στα οποία απευθύνεται η πληροφόρηση..30 3. Χρόνος άσκησης του καθήκοντος πληροφόρησης...30 4. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο ασφαλιστής.30 α. Η ενημέρωση σύμφωνα με το ΝΔ 400/1970.31 β. Η ενημέρωση σύμφωνα με τον ΑσφΝ..31 γ. Συνδρομή των διατάξεων του ΠΔ 131/2003 και του Ν. 2251/1994 στην πληρέστερη πληροφόρηση...35 5. Συνέπειες της παράβασης υποχρέωσης πληροφόρησης 35 6. Παραίτηση από το δικαίωμα χορήγησης πληροφοριών 36 VIΙI. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΒΑΡΗ 37 ΙΧ. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟΥ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΜΕΣΑ...40 Δ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ...42 Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 42 ΙΙ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗΣ... 43 1. Η ασφαλιστική εναντίωση 43 2. Εναντίωση σύμφωνα με το άρθ. 2 παρ. 5 ΑσφΝ λόγω παρεκκλίσεων του ασφαλιστηρίου από την αίτηση ασφάλισης..45 3. Εναντίωση σύμφωνα με το άρθ. 2 παρ. 6 ΑσφΝ λόγω παράβασης εκ μέρους του ασφαλιστή της υποχρέωσης πληροφόρησης...47 ΙΙΙ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ......49 1. Η φύση του δικαιώματος..49 2. Η άσκηση του δικαιώματος...50 3. Οι συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος 53 4. Διάκριση από συγγενή δικαιώματα..54 α. Δικαίωμα υπαναχώρησης κατά τον ΑΚ 54 β. Δικαίωμα καταγγελίας..54 γ. Δικαίωμα ασφαλιστικής εναντίωσης 54 ΙV. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ..55 V. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ...56 II

Ε. ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ....57 Ι. ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ 57 ΙΙ. ΑΘΕΜΙΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 59 ΣΤ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ...58 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΩΣ ΣΧΕΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ.62 ΙΙ. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ 63 1. ΝΔ 400/1970...63 2. Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι)...66 ΙΙΙ. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ 68 1. ΝΔ 400/1970.68 2. Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 69 Ζ. ΣΥΝΟΨΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ.....72 ΕΠΙΛΟΓΟΣ....74 ΒΙΒΛΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.75 III

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η καταλυτική παρουσία της νέας τεχνολογίας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής επηρεάζει, όπως είναι επόμενο, και το δίκαιο 1. Η ανοιχτή δομή του διαδικτύου το καθιστά προσβάσιμο σε όλους, δημιουργώντας μία ιδανική βάση για την πραγματοποίηση εμπορικών συναλλαγών σε παγκόσμια βάση. Το εμπόριο, στα πλαίσια των νέων τεχνολογιών, πραγματοποιείται με την ηλεκτρονική μετάδοση δεδομένων και βασίζεται στις υπηρεσίες του διαδικτύου και, ιδίως, στην υπηρεσία του Παγκόσμιου Ιστού και του Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου. Οι συναλλαγές του ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω διαδικτύου ολοκληρώνονται είτε χωρίς απευθείας σύνδεση (offline) με την φυσική παράδοση αγαθών και την αυτοπρόσωπη λήψη υπηρεσιών, είτε σε απευθείας σύνδεση (online), όταν η κατάρτιση και η εκπλήρωσή τους, τουλάχιστον εν μέρει, πραγματοποιούνται μέσω του διαδικτύου. Η εμφάνιση των ασφαλιστικών προϊόντων στο διαδίκτυο, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην χώρα μας, παρουσιάζει σήμερα ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα. Η δυνατότητα σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων μέσω διαδικτύου ανοίγει ένα καινούριο κεφάλαιο στον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και έχουν πληγεί από τις διαμορφωθείσες οικονομικές συγκυρίες, προσπαθούν μέσω του διαδικτύου να τονώσουν την κίνηση με την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, αλλά και να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα, καθώς με την απευθείας επαφή με το κοινό, που προσφέρει το διαδίκτυο, αποφεύγουν το κόστος, που επάγεται η προσφυγή στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές. Το διαδίκτυο για τον ασφαλιστικό κλάδο έχει διττή σημασία. Από την μία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επικοινωνίας για την παροχή 1 Ενδεικτικά: Το 2010, 1 στους 2 Έλληνες δήλωσε ότι χρησιμοποίησε Η/Υ και το 44% ότι έκανε χρήση του Διαδικτύου, ενώ 1 στους 4 φέρεται να έχει κάνει χρήση υπηρεσιών δεδομένων 3G για πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας. Το 41% των Ελλήνων συνδέονταν σε εβδομαδιαία βάση στο Διαδίκτυο, σημειώνοντας αύξηση 7,9% σε σχέση με το 2009 και 24% σε σχέση με το 2008. Το 46% των ελληνικών νοικοκυριών διέθετε το 2010 σύνδεση στο Διαδίκτυο έναντι 70% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη. Από τα νοικοκυριά που δεν έχουν σύνδεση η πλειοψηφία προβάλλει ως κυριότερο λόγο την έλλειψη ενδιαφέροντος για τις πληροφορίες του Διαδικτύου (34%) και την έλλειψη δεξιοτήτων χρήσης (33%), ενώ μόνο το 2% εκφράζει ανησυχία γα την ασφάλεια των προσωπικών τους δεδομένων. Βλ. Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας, Η χρήση του Διαδικτύου από τους Έλληνες, Μάιος 2011. 1

πληροφοριών σχετικά με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα προϊόντα τους και από την άλλη ως μέσο για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων από απόσταση 2. Την ιδιαιτερότητα που περικλείει ο ασφαλιστικός τομέας στα πλαίσια του ηλεκτρονικού εμπορίου πραγματεύεται η παρούσα εργασία. Στο πρώτο μέρος αναφέρονται τα βασικά στοιχεία της ασφάλισης και της ασφαλιστικής σύμβασης. Στο δεύτερο μέρος γίνεται λόγος για την ασφαλιστική σύμβαση, που καταρτίζεται από απόσταση. Στο τρίτο μέρος εντοπίζονται τα ειδικότερα ζητήματα, που δημιουργούνται κατά την διαδικτυακή κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης. Στο τέταρτο μέρος αναφέρονται τα βασικότερα μέσα προστασίας του ασφαλισμένου και, τέλος, στο πέμπτο μέρος γίνεται αναφορά σε ζητήματα, που άπτονται του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ζητήματα τα οποία προκύπτουν από τον διασυνοριακό χαρακτήρα του διαδικτύου. 2 Τζίβα Ε., Ασφαλιστικές συμβάσεις στο διαδίκτυο, Εισήγηση στο 4 ο πανελλήνιο Συνέδριο e-θέμις, σε Δίκαιο Πληροφορικής, LegalTech & Data Protection, 2013, σ. 282. 2

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ I. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ 1. Έννοια Ασφάλιση μπορεί να υπάρξει είτε απευθείας από τον νόμο, όπως συμβαίνει στην κοινωνική ασφάλιση, είτε από την ασφαλιστική σύμβαση. Τα ουσιώδη στοιχεία της είναι: Α) Ο κίνδυνος, δηλαδή η δυνατότητα επέλευσης ενός περιστατικού που είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα οικονομικό βάρος 3. Β) Η κοινωνία των κινδύνων. Όταν περισσότερα πρόσωπα υπόκεινται σε κινδύνους, όταν, δηλαδή, υπάρχει κοινωνία κινδύνων, επιτυγχάνεται η κατανομή του κινδύνου μεταξύ των κοινωνών (ασφαλισμένων), οι οποίοι έναντι χρηματικού ανταλλάγματος εξαγοράζουν τις οικονομικές συνέπειες της πραγματοποίησης του κινδύνου 4. Κάθε ασφάλιση βασίζεται στο αξίωμα του μεγάλου αριθμού των μελών της κοινωνίας των κινδύνων, δηλαδή στον κατακερματισμό του κινδύνου, που, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, πραγματοποιείται σε βάρος ενός πολύ μικρότερου αριθμού προσώπων από όσα απειλεί 5. Ένας ασφαλισμένος μπορεί να εντάσσεται σε περισσότερες κοινωνίες κινδύνων, όταν με την ασφαλιστική του σύμβαση καλύπτονται κίνδυνοι που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνίες. Γ) Η ομοιότητα κινδύνων, βάσει της οποίας διακρίνεται η ασφάλιση σε κλάδους. Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να βασίζεται πάντοτε η σύγχρονη ασφαλιστική τεχνική στο αυστηρά ομοειδές των κινδύνων, διότι έτσι θα ήταν αδύνατον να ασφαλιστούν μεγάλης αξίας αντικείμενα, εξαιτίας της έλλειψης ικανού αριθμού ομοειδών κινδύνων. 3 Οι συμβαλλόμενοι πρέπει να μην γνωρίζουν τα σχετικά με την επέλευση του κινδύνου (βλ. και άρθ. 5 παρ. 2 ΑσφΝ). Άλλοτε είναι αβέβαιο αν θα παρουσιασθεί η οικονομική ανάγκη και άλλοτε είναι βεβαία η επέλευσή της, πλην όμως είναι αβέβαιος ο χρόνος κατά τον οποίο η οικονομική αυτή ανάγκη θα προκύψει ή είναι αβέβαιο το ύψος της οικονομικής ανάγκης. Βλ. Αργυριάδη Α./ Χατζηνικολάου- Αγγελίδου Ρ./ Σκαλίδη Λ., Στοιχεία Ασφαλιστκού Δικαίου, 5 η έκδοση, 2007, σ. 20 Κιάντος Β., Ασφαλιστικό Δίκαιο, 9 η έκδοση, 2005, σ. 2. 4 Ρόκας Ι., ιδιωτική ασφάλιση, δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης & της ασφαλιστικής επιχείρησης, ενδέκατη έκδοση, 2006, αρ. περ. 78, σ. 47. 5 Δεν είναι ασφάλιση η λεγόμενη αυτασφάλιση, διότι συνήθως ελλείπουν τα στοιχεία της κοινωνίας ομοίων κινδύνων. Για αυτασφάλιση γίνεται καταχρηστικά λόγος όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αναλαμβάνει να καλύψει μόνο του κινδύνους που το απειλούν (πχ με οικονομίες). Βλ. Αργυριάδη Α./ Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Ρ./ Σκαλίδη Λ, ο.π., σ. 21. 3

Δ) Η ασφαλιστική κάλυψη, δηλαδή η κάλυψη της οικονομικής ανάγκης που δημιουργεί η πραγματοποίηση του κινδύνου, η οποία μπορεί να είναι είτε συγκεκριμένη και να αφορά στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης ζημίας που προκλήθηκε από την πραγματοποίηση του κινδύνου είτε αφηρημένη και να αφορά στην καταβολή χρηματικού ποσού ανεξάρτητα από το αν πράγματι προκλήθηκε οικονομική ανάγκη. Ε) Ο ανταποδοτικός χαρακτήρας. Αυτό σημαίνει ότι η ασφαλιστική κοινωνία κινδύνων πρέπει να καλύπτει μόνη της τις ανάγκες της με καταβολές από μέρους των μελών της. Στ) Η αξίωση για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής από τον ασφαλιστή. Ζ) Η ανεξαρτησία της από άλλες σχέσεις που βασίζονται σε νόμο ή σε σύμβαση. Ως προς αυτό, άλλωστε, διακρίνεται από τις εγγυήσεις που παρέχουν οι κατασκευαστές στους καταναλωτές των προϊόντων τους. Η ιδιωτική ασφάλιση, δηλαδή, δεν έχει παρεπόμενο χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από άλλη κύρια παροχή, όπως συμβαίνει στην κοινωνική ασφάλιση, η οποία είναι παρεπόμενη της κύριας εργασιακής σχέσης ή επαγγελματικής ιδιότητας του ατόμου 6. Με βάση τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία ορίζεται η ασφάλιση ως κοινωνία όμοιων κινδύνων, που παρέχει στα μέλη της, με αντάλλαγμα, αυτόνομη αξίωση για κάλυψη οικονομικής ανάγκης. 2. Διακρίσεις ιδιωτικής ασφάλισης Η ασφάλιση μπορεί να διακριθεί σε: α) χερσαία, θαλάσσια, αεροπορική, β) προσωπικών και μη προσωπικών ή περιουσιακών κινδύνων, γ) ζημίας και ποσού, δ) καταναλωτική και μη καταναλωτική ή εμπορική, ε) προαιρετική και υποχρεωτική, στ) ατομική και ομαδική. Ως προς τις μορφές αυτές ασφάλισης, αξίζει να γίνουν οι παρακάτω επισημάνσεις: α) Στη θαλάσσια και στην αεροπορική ασφάλιση ισχύει το σύστημα της καθολικότητας των κινδύνων, σύμφωνα με το οποίο ασφαλίζονται όλοι οι κίνδυνοι που μπορούν να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού. Αντίθετα, στην 6 Αργυριάδη Α./ Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Ρ./ Σκαλίδη Λ, ο.π., σ. 22 Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Ρ., Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Γ έκδοση, 2012, 7, αριθ. 57 σ. 30. Αντίθετα, Κιάντος Β., Ασφαλιστικό Δίκαιο, 9 η έκδοση, 2005, σ. 3, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν είναι ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ασφάλισης η αυτονομία της, διότι ασφάλιση υπάρχει και όταν πχ ο ασφαλιστής παρέχει στον υπάλληλο ασφαλιστικής εταιρίας σαν παρεπόμενη παροχή της συμβάσεως εργασίας ασφάλιση κατά της πυρκαϊάς του διαμερίσματός του. 4

χερσαία ασφάλιση ισχύει η αρχή της ειδικότητας των κινδύνων, κατά την οποία ασφαλίζονται μόνο οι ειδικά ορισμένοι κίνδυνοι (βλ. άρθ. 1 παρ. 2 ΑσφΝ), με μόνη εξαίρεση τη χερσαία ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων όπου ισχύει η αρχή της καθολικότητας των κινδύνων (βλ. άρθ. 20 παρ. 1 ΑσφΝ). Έχει σημασία η εφαρμογή του ενός ή του άλλου συστήματος για το αντικείμενο της απόδειξης του ασφαλισμένου. Αν, δηλαδή, ισχύει το σύστημα της καθολικότητας, ο ασφαλισμένος, προκειμένου να εισπράξει το ασφάλισμα, αρκεί να αποδείξει μόνο τη ζημία του. Αν αντίθετα ισχύει το σύστημα της ειδικότητας των κινδύνων, ο ασφαλισμένος πρέπει να αποδείξει επιπλέον και την πρόκληση της ζημίας από τον ασφαλισμένο κίνδυνο, ενώ μόνη η απόδειξη της πραγματοποίησης της ζημίας στην περίπτωση αυτήν δεν αρκεί. β) Για ασφάλιση προσωπικού κινδύνου πρόκειται όταν ο κίνδυνος αναφέρεται στη ζωή του ασφαλισμένου και για ασφάλιση περιουσιακού ή μη προσωπικού κινδύνου πρόκειται όταν ο κίνδυνος απειλεί τα περιουσιακά στοιχεία του ασφαλισμένου, τόσο τα στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας του, όσο και τα στοιχεία του παθητικού της, όπως για παράδειγμα ο κίνδυνος ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχημα ή ο κίνδυνος επαγγελματικής αστικής ευθύνης. γ) Στην ασφάλιση ζημίας η παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη είναι συγκεκριμένη. Ισχύει η αρχή της απαγόρευσης του πλουτισμού του ασφαλισμένου ή αποζημιωτική αρχή 7, σύμφωνα με την οποία ο ασφαλισμένος αποζημιώνεται για την εξειδικευμένη ζημία που υπέστη από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου, αποκλειομένου του κατ αρχήν δυνάμενου να προέλθει από την αποζημίωση αυτή πλουτισμού του. Η ασφάλιση ζημίας διακρίνεται σε ασφάλιση ενεργητικού, η οποία αφορά τα στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας του ασφαλισμένου και σε ασφάλιση παθητικού, η οποία αφορά τα παθητικά στοιχεία της περιουσίας του, δηλαδή τις οφειλές προς τρίτους. Στην ασφάλιση ποσού η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη, με την έννοια ότι η παροχή του ασφαλιστή κατά την πραγματοποίηση του κινδύνου εξαρτάται αποκλειστικά από τη συμφωνία των μερών. Το ποσό αναγράφεται πάντοτε στην ασφαλιστική σύμβαση και καταβάλλεται στον δικαιούχο (ασφάλισμα), 7 Δεν είναι ακριβές ότι στην κατά ζημιών ασφάλιση ισχύει η αποζημιωτική αρχή. Το ακριβές είναι ότι η απαγόρευση του πλουτισμού προσδίδει αποζημιωτικό χαρακτήρα στην ασφάλιση κατά ζημιών. Η ασφαλιστική σύμβαση δεν είναι υποκατάστατο της αποζημίωσης του αστικού δικαίου, αφού ο ασφαλιστής δεν φέρει όλες τις οικονομικές συνέπειες της ζημία, όπως ο αστικώς υπεύθυνος, αλλά μόνο όσες προξένησε ο κίνδυνος που καλύπτεται. Βλ. Ρόκα Ι., ιδιωτική ασφάλιση, ο.π., αρ. περ. 179, υποσημείωση 3, σ. 112 και 113. 5

ανεξαρτήτως αν η πραγματοποίηση το κινδύνου προκάλεσε ζημία. Η ασφάλιση ποσού καλύπτει μόνο προσωπικούς κινδύνους. Η ασφάλιση ατυχήματος και η ασφάλιση ασθενείας, αποτελούν συνδυασμό αφηρημένης και συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης γι αυτό μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μικτές μορφές ασφάλισης 8. δ) Οι καταναλωτικές ασφαλίσεις είναι αυτές που συνάπτονται για ιδιωτικούς και όχι επαγγελματικούς λόγους 9. Πρόκειται για ασφαλίσεις που διακρίνονται από έντονο προσχωρητικό χαρακτήρα, όπου οι ασφαλισμένοι ως οικονομικά ασθενέστεροι συμβαλλόμενοι έχουν μειωμένη διαπραγματευτική ικανότητα έναντι των ασφαλιστών. Σε αυτές εμπίπτουν οι ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων και οι ασφαλίσεις ζημιών που ενεργούνται για ιδιωτικούς λόγους. Μη καταναλωτικές ή εμπορικές ασφαλίσεις είναι αυτές που συνάπτονται για εμπορικούς λόγους. Πρόκειται για τις ασφαλίσεις όπου ο ασφαλισμένος ενεργεί ως επιχειρηματίας, γνώστης των ιδιορρυθμιών της επαγγελματικής ασφαλιστικής αγοράς και των κανόνων της ασφαλιστικής τεχνικής. Μία μη καταναλωτική ασφάλιση ή εμπορική ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται τις περισσότερες φορές από νομικά πρόσωπα με εμπορικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να αποκλείεται να καταρτισθεί και από φυσικό πρόσωπο με έντονη διαπραγματευτική δύναμη και οικονομική ευρωστία 10. Κατ εξοχήν εμπορικές ασφαλίσεις από την φύση τους, λόγω του αντικειμένου και του είδους του επαγγελματικού κινδύνου που αναδέχονται οι ασφαλιστές, είναι η ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, η ασφάλιση πίστωσης και εγγύησης και η θαλάσσια και αεροπορική ασφάλιση ζημιών, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθ. 33 παρ. 1 ΑσφΝ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, σε αυτές ειδικά τις ασφαλίσεις, ισχύει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων σε όλο το φάσμα των διατάξεων που καλύπτει ο ΑσφΝ, χωρίς περιορισμούς και εξαιρέσεις, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη επαγγελματικών 8 Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., 7, αρ. περ. 79, σ. 38-39. 9 Από τη φύση της η ασφάλιση είναι ένα προϊόν που δεν μεταβιβάζεται από πρόσωπο σε πρόσωπο ώστε να μπορούμε να μιλάμε για τελικό και ενδιάμεσο αποδέκτη. Δεδομένου επομένως ότι ο ασφαλισμένος είναι πάντα ο τελικός αποδέκτης του προϊόντος ασφάλιση που διατίθεται στην αγορά, όπως απαιτεί το άρθρ. 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994, για να προστατευθεί κάποιος ως καταναλωτής ασφαλιστικής παροχής στην ιδιωτική ασφάλιση θα πρέπει περαιτέρω να μην ενεργεί την ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους. Οι διατάξεις για την προστασία του καταναλωτή επικεντρώνονται ιδίως στους καταχρηστικούς γενικούς ασφαλιστικούς όρους. Η διάκριση επαγγελματικής και καταναλωτικής ασφάλισης διατυπώνεται σε πολλές διατάξεις του ΑσφΝ (άρθ. 7 παρ. 3 και 6, άρθ. 14 παρ. 4, άρθ. 18 παρ. 4, άρθ. 19 παρ. 5). Βλ. Ρόκα Ι., ιδιωτική ασφάλιση, ο.π., αρ. περ. 13, σ. 9, και αρ. περ. 376 έως 384, σ. 237 έως 244. 10 Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Ασφαλιστική Σύμβαση, Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή, 2000, σ. 47. 6

ασφαλίσεων, όπου κατ αρχήν ισχύει ο αναγκαστικός χαρακτήρας των διατάξεων του ΑσφΝ και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, που ορίζονται ειδικά στον νόμο, υποχωρεί ο αναγκαστικός χαρακτήρας 11. Έτσι, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετικά, περιορίζοντας τα δικαιώματα του ασφαλισμένου και μειώνοντας την έντονη νομική προστασία που προσφέρει ο ΑσφΝ στους ασφαλισμένους απλούς καταναλωτές. Οι επαγγελματικές ή εμπορικές ασφαλίσεις που είναι δυνατόν να ενταχθούν σε αυτήν την δεύτερη κατηγορία, όπου ισχύει ο «ημιαναγκαστικός» χαρακτήρας των διατάξεων του ΑσφΝ 12 πρέπει να έχουν τα εξής χαρακτηριστικά 13 : α) Η ανάληψη του κινδύνου από τον ασφαλιστή να στοχεύει στην κάλυψη επιχειρησιακών κινδύνων, β) ο λήπτης να χαρακτηρίζεται από διαπραγματευτική υπεροχή και να είναι γνώστης της ασφαλιστικής αγοράς, γ) η ασφαλιστική σύμβαση να έχει αμφιμερώς εμπορικό χαρακτήρα, και δ) η ασφαλιστική σύμβαση να μην έχει έντονο προσχωρητικό χαρακτήρα, με την εφαρμογή των αρχών της ελευθερίας των συναλλαγών όπου ο ΑσφΝ το επιτρέπει. Τέτοιες ασφαλίσεις είναι, για παράδειγμα, η αντασφάλιση που συνάπτεται μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιριών, η ομαδική ασφάλιση εργαζομένων μίας επιχείρησης ή η ασφάλιση διακοπής λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και απώλειας κερδών. Γενικότερα, μπορεί να ειπωθεί ότι εμπορικές ή μη καταναλωτικές ασφαλιστικές συμβάσεις είναι αυτές στις οποίες οι ασφαλιστές αναδέχονται «μεγάλους κινδύνους» κατά την έννοια του άρθ. 13 παρ. 3 ΝΔ 400/1970 14. IΙ. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1. Έννοια και νομική φύση Η έννοια της ασφαλιστικής σύμβασης είναι στενότερη από εκείνη της ασφάλισης, αφού η τελευταία μπορεί να στηρίζεται είτε στο νόμο είτε στη σύμβαση. Ασφαλιστική είναι η σύμβαση, με την οποία υποχρεώνεται ο ασφαλιστής να καλύπτει τον κίνδυνο και ο αντισυμβαλλόμενος να καταβάλλει το ασφάλιστρο. 11 Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Ασφαλιστική Σύμβαση, ο.π., σ. 47. 12 Ο χαρακτηρισμός αυτός δίνεται στο σύνολο των διατάξεων του ΑσφΝ από την εισηγητική έκθεση και έχει την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στον νόμο, με την ασφαλιστική σύμβαση δεν μπορούν να περιορισθούν τα δικαιώματα του λήπτη, αλλά μόνο να διευρυνθούν. Βλ. Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Ασφαλιστική Σύμβαση, ο.π., σ. 51. 13 Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Ασφαλιστική Σύμβαση, ο.π., σ. 48. 14 Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Ασφαλιστική Σύμβαση, ο.π., σ. 48. 7

Πρόκειται για επώνυμη σύμβαση, καθώς ρυθμίζεται ειδικά από τον νόμο, και έχει ενοχικό χαρακτήρα, διότι τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται μεταξύ τους σε παροχές. Είναι αμφοτεροβαρής 15, καθώς δημιουργεί εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη που βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση παροχής αντιπαροχής. Σημειώνεται ότι, ενώ στις άλλες συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ο δανειστής της παροχής δικαιούται να την παράσχει και χωρίς αντιπαροχή (χαριστικά), τέτοιο δικαίωμα δεν έχει ο ασφαλιστής, διότι η δωρεά αυτή θα κατέληγε σε βάρος της κοινωνίας των κινδύνων (ασφαλισμένων). Πρόκειται για διαρκή σύμβαση, διότι η παροχή του ασφαλιστή διαρκεί όσο διαρκεί και η ασφαλιστική σύμβαση, σύμφωνα με την θεωρία αναλήψεως του κινδύνου. Τέλος, η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί σύμβαση προσχωρήσεως, λόγω των γενικών ασφαλιστικών όρων, οι οποίοι είναι προδιατυπωμένοι και ενσωματωμένοι στην σύμβαση, ώστε ο λήπτης πρέπει να τους αποδεχθεί χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Τέλος, η ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να έχει εμπορικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, το άρθ. 3 του ΒΔ της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων» αναφέρει ότι η ανάληψη του κινδύνου θαλάσσιας ασφάλισης είναι πράξη εμπορική γι αυτόν που την αναλαμβάνει («όλα τα περί ασφαλειών συναλλάγματα»). Καμία αναφορά δεν υπάρχει για την χερσαία και την αεροπορική ασφάλιση, οι οποίες κατά την χρονική περίοδο εκείνη δεν είχαν καν νομοθετηθεί. Το κενό καλύπτεται με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 3 τόσο στην χερσαία όσο και στην αεροπορική ασφάλιση. Έτσι, η ασφάλιση είναι πράξη αμφιμερώς εμπορική και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, όταν γίνεται για επαγγελματικούς λόγους και συνδέεται με την εμπορική ιδιότητα του λήπτη. Η επαγγελματική ασφάλιση δεν είναι εμπορική για τον λήπτη αν το επάγγελμα δεν είναι εμπορικό, όπως λ.χ. η ασφάλιση αστικής ευθύνης γιατρού ή δικηγόρου. Όταν όμως η ασφάλιση γίνεται για λόγους ιδιωτικούς, τότε αυτή είναι πράξη ετερομερώς εμπορική μόνο για τον ασφαλιστή. Εξάλλου, ο ασφαλιστής εφόσον είναι ασφαλιστική ανώνυμη εταιρία είναι έμπορος και κατά το τυπικό κριτήριο. 2. Τα συμβαλλόμενα μέρη και το αντικείμενο των κύριων παροχών τους Στην ασφαλιστική σύμβαση συμβάλλονται ο ασφαλιστής και ο λήπτης της ασφάλισης. Ασφαλιστής είναι η ελληνική ή αλλοδαπή ιδιωτική επιχείρηση που έχει ως σκοπό την ανάληψη του κινδύνου και διέπεται από τις διατάξεις του ΝΔ 400/1970 15 Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 9190/98 ΕΕμπΔ 2000, 762. 8

«περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως» και υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Ανάπτυξης. Σύμφωνα με το άρθ. 2 παρ.1 ΝΔ 400/1970, η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να έχει την μορφή της ανώνυμης εταιρίας και να ασχολείται αποκλειστικά με ασφαλιστικές εργασίες (ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία) ή να έχει την μορφή δημόσιας επιχείρησης ή αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού. Απαιτείται άδεια λειτουργίας και σύστασης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, που χορηγείται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή 16. Η άδεια αυτή ισχύει για το σύνολο της ΕΕ με την υλοποίηση των αρχών της ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων εντός της ΕΕ. Την οργάνωση της ασφαλιστικής επιχείρησης συμπληρώνουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι οποίοι είναι τα βοηθητικά πρόσωπα του ασφαλιστή και διαμεσολαβούν στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους 17. Αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή είναι ο λήπτης της ασφάλισης. Ο τελευταίος μπορεί να ταυτίζεται ή να είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον ασφαλισμένο, δηλαδή από το πρόσωπο που πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου, και από τον δικαιούχο του ασφαλίσματος, δηλαδή από το πρόσωπο που δικαιούται να εισπράξει το ασφάλισμα όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος πραγματοποιηθεί 18. Η παροχή του λήπτη της ασφάλισης συνίσταται στην καταβολή ενός χρηματικού ποσού στον ασφαλιστή, το οποίο καλείται ασφάλιστρο, ως αντάλλαγμα της αναδοχής 16 Ο εποπτικός έλεγχος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ανατέθηκε στην ΤτΕ με τον Ν. 3867/2010. Έτσι, σήμερα η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΔΕΙΑ) της ΤτΕ είναι επιφορτισμένη με την άσκηση χρηματοοικονομικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στην φερεγγυότητα μιας ασφαλιστικής επιχείρησης συμβάλλουν, πέραν του κεφαλαίου, α) τα τεχνικά αποθέματα, δηλ. τα περιουσιακά στοιχεία που καθορίζουν ποσοτικά την ασφαλιστική τοποθέτηση, το ύψος των οποίων εξαρτάται από την έκταση των ασφαλισμένων κινδύνων που αναδέχθηκε ο ασφαλιστής, β) η ασφαλιστική τοποθέτηση, που αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία που πρέπει να διαθέτει κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, γ) το περιθώριο φερεγγυότητος, που αποτελεί το ποσό που πρέπει να διαθέτει κάθε ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της, το οποίο πρέπει να αντιστοιχεί στην μη δεσμευμένη περιουσία της, χωρίς να συνυπολογίζονται τα άυλα περιουσιακά στοιχεία της (άρθ. 17 α παρ.1 ΝΔ 400/1970), και δ) το εγγυητικό κεφάλαιο, που αποτελεί το 1/3 του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας (άρθ. 17β ΝΔ 400/1970). Βλ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Ρ., Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Γ έκδοση, 2012, 10, αριθ. 187-192, σ. 96-100. 17 Βλ. Ν. 1569/1985 και ΠΔ 190/2006. 18 Πέραν των παραπάνω προσώπων είναι δυνατόν να υπάρξουν και άλλα πρόσωπα τα οποία έχουν συμφέρον από ορισμένη ασφάλιση, όπως για παράδειγμα ο ενυπόθηκος ή ο ενεχυρούχος δανειστής (άρθρ. 1223, 1287 ΑΚ), ο επικαρπωτής (άρθρ. 1171 ΑΚ) και εκείνος που επέβαλε κατάσχεση (άρθρ. 953 παρ.6, 956 παρ.6, 992 παρ.3 ΚΠολΔ), ο ζημιωθείς τρίτος από αυτοκινητικό ατύχημα (άρθρ. 10 παρ. 1 Ν. 489/1976), ο διάδοχος του λήπτη εφόσον έχει συμφέρον να συνεχισθεί η ασφαλιστική σχέση (άρθρ. 12 παρ. 1 ΑσφΝ). 9

από τον τελευταίο ορισμένου κινδύνου. Η παροχή του ασφαλιστή από την άλλη είναι η ασφαλιστική κάλυψη, συγκεκριμένη ή αφηρημένη, δηλαδή η ανάληψη του κινδύνου (θεωρία ανάληψης του κινδύνου) 19. Την υποχρέωση αυτή ο ασφαλιστής την έχει καθ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης και προς τούτο οφείλει να δημιουργεί αποθέματα και να βεβαιώνει την ανάληψη του κινδύνου όταν του ζητηθεί από την Εποπτική Αρχή. Η παραπάνω μετατόπιση του κινδύνου είναι χαρακτηριστική για την ασφαλιστική σύμβαση και την διακρίνει από άλλες εξασφαλιστικές συμβάσεις 20. Όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση 21, δηλαδή όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλισμένος κίνδυνος, ο ασφαλιστής πρέπει να καταβάλει το ασφάλισμα προς τον ασφαλισμένο 22. 3. Διάρκεια Η ασφαλιστική σύμβαση έχει άλλοτε ορισμένη και άλλοτε αόριστη διάρκεια. Η διάρκεια περιέχεται υποχρεωτικά στην ασφαλιστική σύμβαση (άρθ. 1 παρ. 2 ΑσφΝ) και στο ασφαλιστήριο (άρθ. 2 παρ. 3 ΑσφΝ) και διακρίνεται σε τυπική, ουσιαστική και τεχνική. Τυπική διάρκεια είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ασφαλιστική σύμβαση ισχύει και υπάρχουν εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Ουσιαστική διάρκεια είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ασφαλιστής ανέλαβε να φέρει τον κίνδυνο. Τεχνική διάρκεια είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο υπολογίζεται το ασφάλιστρο. Η διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης μπορεί να ανανεωθεί ή να παραταθεί με σχετική συμφωνία των μερών πριν την λήξη της σύμβασης και πάντως για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο του έτους (άρθ. 8 παρ. 1 εδ. β ΑσφΝ), εκτός αν 19 Κατά την αντίπαλη όμως θεωρία της χρηματικής παροχής, η παροχή του ασφαλιστή είναι πάντα χρηματική αλλά η καταβολή της, η καταβολή του ασφαλίσματος δηλαδή, τελεί υπό την αίρεση της πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου. Βλ. Αργυριάδη Α./ Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Ρ./ Σκαλίδη Λ, ο.π., σ. 31 Βλ. αναλυτική παράθεση των θεωριών αυτών στην Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Ασφαλιστική Σύμβαση, ο.π., σ. 9επ. Η παροχή του ασφαλιστή, πέραν της ανάληψης του κινδύνου και της καταβολής του ασφαλίσματος, είναι και οι ασφαλιστικές υπηρεσίες που παρέχει η επιχείρησή του (κάλυψη του κινδύνου με ευρεία έννοια - πχ ύπαρξη καταστήματος, διάθεση πράκτορα, ανεύρεση πραγματογνωμόνων, έκδοση και παράδοση στον λήπτη του ασφαλιστηρίου). Βλ. Κιάντο Β., ο.π., σ. 47. 20 Χριστοδούλου Δ., Η προσυμβατική δήλωση στο Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Συμβολή στην ερμηνεία του άρθ. 3 Ν. 2496/1997, 1, σ. 23. 21 H ασφαλιστική περίπτωση, δηλαδή ο καλυπτόμενος κίνδυνος, μπορεί να προσδιορίζεται και με διάταξη νόμου, οπότε στην περίπτωση αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη απλώς συμφωνούν το είδος της ασφαλιστικής σύμβασης. 22 Ο ουσιαστικά ασφαλισμένος μπορεί να είναι άλλο πρόσωπο από τον ασφαλισμένο, το οποίο θα πάρει μέρος ή όλη την ασφαλιστική αποζημίωση με βάση το άρθρ. 1287 ΑΚ. 10

συμφωνήθηκε ρητά, οπότε η παράταση μπορεί να υπερβεί το έτος 23. Σε περίπτωση παράτασης εκδίδεται νέο ασφαλιστήριο ως πιστοποιητικό παράτασης ή βεβαίωση ανανέωσης, όπου περιέχονται τα στοιχεία της ασφάλισης και γίνεται μνεία ότι ισχύουν οι ίδιοι ασφαλιστικοί όροι. Εφόσον η ασφαλιστική σύμβαση συνεχίζεται με τους ίδιους όρους, όπως, συνήθως, συμβαίνει στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, οι ανανεώσεις της θα συνιστούν παράταση και όχι σύναψη νέας σύμβασης, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται η επανάληψη της αποστολής των σχετικών συνοδευτικών εγγράφων στον ασφαλισμένο 24. Σχετικά με την ανανέωση της σύμβασης, ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην πρόσφατη τροποποίηση, που επέφερε το άρθ. 169 Ν. 4261/2014 25 στο ΠΔ 237/1986 για την υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από τροχαία ατυχήματα. Σύμφωνα με το στοιχ. 2.β. του ως άνω άρθρου «ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης επιτρέπεται μόνον μετά την εμπρόθεσμη καταβολή του ασφαλίστρου της επόμενης ασφαλιστικής περιόδου, το αργότερο έως την λήξη της ισχύουσας ασφαλιστικής σύμβασης». Πλέον, δηλαδή, σύμφωνα με την διάταξη αυτή δεν ανανεώνεται αυτόματα η σύμβαση ασφάλισης, αλλά απαιτείται η προκαταβολή του ασφαλίστρου. Άλλωστε, σε κάθε ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να καταβληθεί το ασφάλιστρο, προκειμένου να αρχίσει η ασφαλιστική κάλυψη (άρθ. 6 παρ. 1 ΑσφΝ). 4. Έναρξη Η έναρξη της ασφαλιστικής σύμβασης διακρίνεται επίσης σε τυπική, ουσιαστική και τεχνική 26. Τυπική έναρξη της σύμβασης είναι ο χρόνος κατάρτισής της, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο περιέρχεται σε γνώση του προτείνοντα την ασφάλιση η δήλωση αποδοχής του ασφαλιστή. Ουσιαστική έναρξη είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ξεκίνησε η ασφαλιστική κάλυψη και άρχισε ο ασφαλιστής να φέρει τον κίνδυνο. Τεχνική έναρξη είναι ο χρόνος τον οποίον συμφώνησαν τα μέρη ως αφετηρία για τον υπολογισμό του ασφαλίστρου. Τα τρία αυτά χρονικά σημεία συνήθως συμπίπτουν, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων που ο νόμος ή η σύμβαση ορίζουν ότι αυτά μπορεί να διαφέρουν, όπως για παράδειγμα στο άρθρ. 19 παρ. 4 ΑσφΝ, όπου η ουσιαστική έναρξη είναι 23 Συνήθως στα ασφαλιστήρια περιέχεται ρήτρα ότι η σύμβαση θα παρατείνεται για ένα χρόνο μετά τη λήξη της με τους ίδιους όρους, εκτός αν καταγγέλθηκε. Βλ. Ρόκα Ι., Η πορεία προς το σύγχρονο ασφαλιστικό δίκαιο, 1984-2006, 2007, σ. 84. 24 Ρόκας Ι., Η πορεία προς το σύγχρονο ασφαλιστικό δίκαιο, ο.π., σ. 82. 25 ΦΕΚ Α 107/5.5.2014. 26 Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ5817/2002, ΕΕμπΔ 2003, 631, ΠΠρΑθ 5101/2001 ΕΕμπΔ 01,525. 11

μεταγενέστερη της τυπικής ή σε περίπτωση ασφάλισης αστικής ευθύνης αυτοκινήτου η ουσιαστική και τεχνική έναρξη μπορεί να είναι μεταγενέστερη της τυπικής λ.χ. με την παραλαβή του αυτοκινήτου. Σημειώνεται ότι υπάρχει μία μορφή ασφάλισης, όπου με συμφωνία των μερών η ουσιαστική και τεχνική έναρξη προηγούνται της τυπικής. Αυτή η μορφή της ασφάλισης λέγεται αναδρομική ασφάλιση και ρυθμίζεται στο άρθρ. 5 παρ. 2 ΑσφΝ. Έτσι αν ο ασφαλιστής κατά την κατάρτιση της σύμβασης γνώριζε την πραγματοποίηση του κινδύνου ή την αδυναμία πραγματοποίησής του, ο λήπτης δεν υποχρεούται στην καταβολή ασφαλίστρου (εδ. α ), ενώ αν αντίθετα ο λήπτης ήταν εκείνος που γνώριζε την πραγματοποίηση ή την αδυναμία πραγματοποίησης του κινδύνου και ο ασφαλιστής την αγνοούσε, ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει το ασφάλιστρο μέχρι πέρατος της ασφαλιστικής περιόδου, δίχως να έχει υποχρέωση προς καταβολή ασφαλίσματος (εδ. β ). 5. Λήξη Η ασφαλιστική σύμβαση λήγει τυπικά με την λήξη όλων των απορρεόντων από αυτήν υποχρεώσεων, ουσιαστικά όταν σταματήσει η ασφαλιστική κάλυψη, είτε διότι πραγματοποιήθηκε ο ασφαλισμένος κίνδυνος, είτε διότι παρήλθε ο συμβατικός χρόνος ισχύος της σύμβασης, και τεχνικά όταν επέλθει ο χρόνος μέχρι τον οποίο υπολογίσθηκε το ασφάλιστρο. Η ασφαλιστική σύμβαση λήγει α) με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου (άρθ. 8 παρ. 1 ΑσφΝ), β) με καταγγελία ή υπαναχώρηση πριν την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου (άρθ. 8 παρ. 4 ΑσφΝ), γ) όταν εκλείψει το ασφαλιστικό συμφέρον (άρθ. 12 ΑσφΝ), δ) όταν εκλείψει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ε) στις ασφαλίσεις ζωής όταν ο λήπτης ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς της ασφάλισης (άρθ. 29 παρ. 3 και 4 ΑσφΝ). Σημειώνεται ότι η ασφάλιση ζημιών δεν λήγει με την διαδοχή στην ασφαλιστική σχέση (άρθ. 12 παρ. 1 ΑσφΝ αρχή της συνέχειας της ασφαλιστικής σχέσης). ΙΙΙ. ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ Στην ασφαλιστική σύμβαση, εκτός από τις διατάξεις των άρθ. 1-33 του ΑσφΝ (Ν.2496/1997 27 ), που τέθηκαν σε ισχύ την 17-11-1997 και αντικατέστησαν τα άρθ. 27 ΦΕΚ Α' 87/16.5.1997 12

189-225 του ΕμπΝ, 257-288 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958 28 ) και 129-138 του Αεροπορικού Κώδικα (Ν. 1815/1988 29 ), ισχύουν συμπληρωματικά και άλλες διατάξεις του ΑΚ. Άλλες ειδικές πηγές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης είναι το ΝΔ 400/1970 30 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως», ο ΚΝ 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», ο Ν. 1569/1985 «διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης», ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 31 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ειδικότερα τα άρθ. 8-14 αυτού που αναφέρονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις, ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 32 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, καθώς και άλλοι ειδικότεροι νόμοι. Περαιτέρω, η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις αρχές της καλής πίστης 33, ενώ ιδιαίτερη σημασία για την διαμόρφωση της ιδιωτικής ασφάλισης έχουν και οι εμπορικές-ασφαλιστικές συνήθειες, οι οποίες ισχύουν και έναντι εκείνου που τις αγνοεί. Επιπλέον, ιδιάζουσα σημασία στην κατάρτιση και λειτουργία της ασφαλιστικής σύμβασης έχουν οι ασφαλιστικοί όροι, δηλαδή οι όροι που συμφωνούν τα μέρη να ισχύσουν σε μία ασφαλιστική σύμβαση. 28 ΦΕΚ Α' 32/8.2.1958 29 ΦΕΚ Α 250/11.11.1988 30 ΦΕΚ Α 10/17.1.1970 31 ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1 έως 23 32 ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6 έως 16 33 Έτσι, η ρήτρα ασφαλιστηρίου που προβλέπει ως κύρωση την απαλλαγή του ασφαλιστή αν ο ασφαλισμένος δόλια προβάλει σημαντικά υψηλότερη αξίωση αποζημίωσης από την ζημία του, προκειμένου να υπεραποζημιωθεί, είναι έγκυρη και καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία της καλής πίστης στην ασφάλιση. Αντίθετα, σε μία άλλη σύμβαση μη ασφαλιστικού περιεχομένου, η δόλια προβολή υπερβολικής απαίτησης δεν οδηγεί σε απαλλαγή του οφειλέτη. Φαίνεται επομένως στο σημείο αυτό η διαφορετική σημασία που έχει η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης στην ασφαλιστική σύμβαση απ ό,τι σε άλλες αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Κατά πάγια νομολογία και επιστήμη, βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει η ασφαλιστική σύμβαση είναι η τήρηση των αρχών της καλής πίστης από τα συμβαλλόμενα μέρη. Βλ. Ρόκα Ι., Η πορεία προς το σύγχρονο ασφαλιστικό δίκαιο, ο.π., σ. 39 με τις εκεί υποσημειώσεις Η λειτουργία της ασφαλιστικής σχέσης βασίζεται στην καλή πίστη περισσότερο από άλλες ενοχικές αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, ιδίως διότι ο πλουτισμός στον οποίο μπορεί να οδηγηθεί σχετικά εύκολα ο κακόπιστος ασφαλισμένος (δεδομένου ότι ο ασφαλιστής δύσκολα μπορεί να ελέγξει την αληθινή κατάσταση) επιβαρύνει μέσω ασφαλίστρων το σύνολο της κοινωνίας των ασφαλισμένων. Βλ. ο ίδιος, ιδιωτική ασφάλιση, ο.π., αρ. περ. 34, σ. 23. 13

Β. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΣ ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Ι. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Με την Οδηγία 2002/65/ΕΚ 34 για την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές, ο κοινοτικός νομοθέτης θέσπισε ειδική και αυτοτελή ρύθμιση για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες από απόσταση. Προς την Οδηγία αυτή η ελληνική νομοθεσία προσαρμόσθηκε με την έκδοση υπουργικής απόφασης ΚΥΑ Ζ1 629/2005 35, με την οποία προστέθηκε σχετικό άρθρο 4 α στον Ν. 2251/1994, το οποίο προσφάτως αναριθμήθηκε σε 4θ 36. Έτσι, και για τις ασφαλιστικές συμβάσεις από απόσταση υπάρχει ειδική ρύθμιση που περιέχεται στο άρθ. 4θ Ν. 2251/1994. Σημειώνεται ότι ο λόγος της θέσπισης ειδικής ρύθμισης ειδικά για τις χρηματοοικονομικές συμβάσεις από απόσταση έγκειται, ιδίως, στην ιδιαίτερη νομική τους φύση και δη στον άυλο χαρακτήρα τους, στην περιπλοκότητά τους, καθώς και στην σπουδαιότητα των δεσμεύσεων και των οικονομικών συνεπειών που ενδέχεται να συνεπάγονται για τους αποδέκτες τους 37. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας και εποπτείας των φορέων παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. ΙΙ. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Ασφαλιστική σύμβαση από απόσταση είναι η σύμβαση που αφορά κάθε υπηρεσία ασφαλιστικής φύσεως, η οποία συνάπτεται μεταξύ του ασφαλιστή ως προμηθευτή και ενός καταναλωτή (ασφαλισμένου), χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία τους, στο πλαίσιο ενός συστήματος εξ αποστάσεως παροχής υπηρεσιών οργανωμένου από τον ασφαλιστή, ο οποίος χρησιμοποιεί αποκλειστικά γι αυτήν την σύμβαση, ένα ή περισσότερα μέσα επικοινωνίας από απόσταση μέχρι και την στιγμή της σύναψης της σύμβασης (άρθ. 4θ παρ. 1 στοιχ. α Ν. 2251/1994) 38. 34 EE L 271 της 9.10.2002, σ. 16 35 ΦΕΚ Β 720/30.05.2005 36 Βλ. ΥΑ Ζ1-891/2013 (ΦΕΚ Β 2144/30.8.2013) 37 Δεσποτίδου Α., ο.π., σ. 85. 38 Χατζηνικολάου - Αγγελίδου Ρ., Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, ο.π., 12, αρ. περ. 236, σ. 142. 14

Για να υπαχθεί μια ασφαλιστική σύμβαση στην ως άνω διάταξη, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Η σύμβαση να συνάπτεται μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή. Ως προμηθευτής θεωρείται η ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία κατά την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, προμηθεύει υπηρεσίες ασφαλιστικής φύσεως στον καταναλωτή (άρθ. 1 παρ. 4 εδ. β Ν. 2251/1994). Ως καταναλωτής θεωρείται το φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς που βρίσκονται εκτός του πεδίου της εμπορικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας. Εν προκειμένω ο κοινοτικός και κατ επέκταση και ο εθνικός νομοθέτης υιοθέτησε την στενή έννοια του καταναλωτή, με αποτέλεσμα από την έννοια του καταναλωτή να εξαιρούνται τα νομικά πρόσωπα, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα, που ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας 39. Αν λοιπόν ασφαλισμένος εμπίπτει στις παραπάνω εξαιρέσεις, τότε θα προστατεύεται με τις λοιπές διατάξεις του νόμου για την προστασία του καταναλωτή, εφόσον έχει την καταναλωτική ιδιότητα με την ευρύτερη έννοια του άρθ. 1 παρ. 4 στοιχ. α Ν. 2251/1994, αλλά και από το νομοθετικό πλαίσιο των διατάξεων του ΑσφΝ, που τέθηκαν για την διασφάλιση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων ως καταναλωτών 40. β) Οι παρεχόμενες από απόσταση ασφαλιστικές υπηρεσίες να αποτελούν τμήμα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (άρθ. 4 θ παρ. 1 στοιχ. γ Ν. 2251/1994). Σ αυτές περιλαμβάνονται τόσο οι υπηρεσίες που παρέχονται από τους πρωτασφαλιστές, όσο και εκείνες που παρέχονται από τους διαμεσολαβητές 41. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται οι αντασφαλιστικές υπηρεσίες, καθώς σε αυτές δεν συμβάλλεται ο καταναλωτής, αλλά δύο ασφαλιστικές εταιρίες μεταξύ τους 42. γ) Η ασφαλιστική σύμβαση να καταρτίστηκε με κάποιο μέσο επικοινωνίας από απόσταση, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς την ταυτόχρονη και αυτοπρόσωπη παρουσία του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου καταναλωτή (άρθ. 4 θ 39 Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στην αντίληψη που επικρατεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να προστατεύεται εντονότερα ο καταναλωτής που δρα για την κάλυψη των προσωπικών του αναγκών, διότι αυτός αποτελεί τον «κεντρικό πυρήνα της έννοιας του καταναλωτή», σε αντίθεση με τον επαγγελματία καταναλωτή, ο οποίος έχει αυξημένες δυνατότητες αυτοπροστασίας. Βλ. Χατζηνικολάου - Αγγελίδου Ρ., Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, ο.π., 12, αρ. περ. 237, σ. 142-143. 40 Χατζηνικολάου - Αγγελίδου Ρ., Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, ο.π., 3, αρ. περ. 12-20, σ. 5-10. 41 Βλ. Όρο 19 της Εισηγητικής Έκθεσης της Οδηγίας 2002/65/ΕΚ. 42 Χατζηνικολάου - Αγγελίδου Ρ., Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, ο.π., 12, αρ. περ. 238, σ. 144. 15