. ΕΡΙ"Α 'ΤΟΥ ι&ιογ. Ο ΝΕΟΣ ΒΕΡθΕΡΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ. ΟΤΑΝ θαρθει ΤΟ ΣΤΟΝ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΚΟΣΜΟ Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ. Νηπιαγωγείο Ζεφυρίου - 10 ο Νηπιαγωγείο Αγίων Αναργύρων -3o Νηπιαγωγείο Αμαλιάδας

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα


ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Το παραμύθι της αγάπης

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Κατερίνα Ζωντανού. Γράμματα. Στη Νεφέλη και στον Αναστάση. K.Z. Εικονογράφηση: Γεωργία Στύλου. από τον

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Transcript:

'Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

. ΕΡΙ"Α 'ΤΟΥ ι&ιογ Ο ΚΑθΕΝΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ,ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΓΡΟTlΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Ο ΝΕΟΣ ΒΕΡθΕΡΟΣ ΟΤΑΝ θαρθει ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟΝ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΚΟΣΜΟ Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Γ. Μ. ΠΟΛΙΤΑΡΧΗ ~ Ο ΒΡΑΧΟΣ -ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΉ ΓΩΝΙΑ

Ο -ΕΝΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ο ΨΑΡΑΣ στά&ηκε εξω άπο την άνοιχτη πόρτα τού καλυβ,ού του και κοίταξε τον ουρανό. "Απο νωρις βροντούσε 'πολυ και άστραπες σχιζανε τον δρίζουτα, χωρις δμως να βρέχει ενα γύρω. Ώοτόσο χατάλαβε δ αν&ρωπος έκε,νος; πως κάπου μακριά,. Τσως στ' Απανωχώρι &α "ριξε πολυ νερό. Ό ουρανος ήταν μολυβις δπως μολυβίς ήταν χαι. χτες βράδ, και κα&ως στο βορ,α εβλεπε τα βαρ,α σύννεφα να ξαπλώνουν νωχελικα και να ταξ,δεύουν aργα αρυά, σκέφτηκε πως κ, αϋρ,ο ή μέρα &α ήταν σκοτε,νή, χωρις λουρίδες χρυσαφιού απο ηλ,ο. Σα να τς, dπλωνε ξεπίτηδες τούτο το μουντ" φόντο ό ουρανός, μουντο σαν τη μοναχικη ψυχη που "α&ό ταν στο ψαροκάλυβο λίγα μέτρα άπο τη &άλασσα που δερνόταν σαν ζωντανο &ηρίο. - CI Αμα φευγεl. τουτο τό καλοκ!klράκl~αρείς και [7 ]

--~- κλείνει. ΚΙ fί καρδιά σου. Γέρασα ομως αύτο το κακρύβω. Γέρασα και το ν,ώ{fω λοκαίρι, δεν το xd{fo μέρα και περισσό't'ερο. Έκλεισε η]ν πόρτα, έ'ριξε δυο ξύλα στό τζάκι κι απλωσε την κουβέρτα του να ΚΟLμη{fεί, άλλα μόλις μισουδύ&ηκε, άκουσε έλαφρυ χηjπημα. Βγήκε εξω. Τώρα φυσούσε πολύ. Μπροστά του, τυλιγμένο; rτε μαύρο μακρυ παλτσ στεκόταν ενα" μεσόκοπος αυτρα;, πού μπηκε μέσα μόλις τού ανοιξε. Σχεδbν Επεσε πάνω στον ψαρα κι εκλει,σε χωρις να περιμένει v"' άκούσει το νοικοκύρη 11 να τον άφήσει να κλείσει. - Ψαρά, ειπε. Μήπως ύπάρχει ξενοδοχείο εδώ κοντά; Είμα, ξένος και με βρήκε ή νύχτα κι δ 'άγέρας σ;o~ άρχοντικό σου.... - Ξενοδοχείο δεν έ'χει-ό έρημότoπo~, αν~ρωπε, άλλα μείνε στο σπίτι. μου, llv μπορείς να βολεφτεtς, και το πρωί φεύγεις. -"Ίσως να σού φέρω στενοχώρια και να σον δώσω βάρος. - Οχι. Ούτε στενοχώρια ούτε βάρος μου δίνεις_ πέρασε μέσα.. Ό αν&ρωπος μ1<ήκε στό' δωμάτιο, στά{fηκε μια στιγμη κοντά στό τζάκι και μiτα ειπε : - ΕίσαΙΑτολυ ώραία έδώ μέσα, ψαρά. Μόνος σ~μ~εις; _ΙΈ, οχι και τόσο ωραία. Κά{}ισε να ζεστα{teίς λίγο. ΚαΙ {tq:.πε~νάς ϋστερ~ άπο το τcιξίδ~. [ 8],

-Έχω κάτι "ράματα στη βαλίτσα μου. Στά.σου να ίδιίς. - Αύτα ffiι σού χρειαστούν. στο ταξίδι,,ην -ζέρω κιόλας αν πηγαίνεις μακριά, μα σπως και νά -ναι μια κι -f1ρ-&ες στο καλύβι μου κά{}ισε να φας, στι "δωσε δ Θεός. Ι ΚαΙ χωρις να "εριμένει d"άντηση δ ψαράς. "κοψε ~ωμί, κι. εβαλε πάνω στό τραπέζι δυο πιάτα, ενα -με τυρι και τ' άλλο με τιγανισμένα ψάρια. Γέμισε τα ποτήρια κρασί και ϋσtερα ειπε κείνιη η1 σκέψη που τον τυραννοϋσδ πριν ερ{}ει ό ξένος. - Γέρασα πολυ τουτο το καλοκαίρι. Γέρασα και -το VLώt}'ω κά3ε μέρα και ΠΕρισσό-rερο. 0 άλλος δε μιλησε, σα να μην είχε dκούσει τί ;;aτε άπ~ οσα τού είπε ό νοικοκύρης. "Άδειασε σιωπηλα το ποτήρι με το κρασί και το ςαναγέμισε μό: --νος του ρίχνοντας το άπα ψηλά μέσα στο χνωτισμένσ "'ποτήρι σα να η{}ελε Υ' άκούσει το μεταλλικο κρότο -τού χρυσού καταρράχτη που επεφτε άπσ το χάλκινο μαστραπα. - Είναι καλό το κρασί σόυ, νοικοκύρη μου. - Ναί, μοϋ το εστειλε Τι μάνα μου. ΕΙναι κρασι -που το ζυμώνει μόνη της με ~ταφύλια "ου τα διαλέγει άπο τ~ άμπέλι μας. -Έχω δοκιμάσει "ο).λα κρασια τότες "ου γυρ -νούσαμε με τον ι1δερφό μου το χημικο στα χωριά -.μας. Τί να το κάμεις, δπως είπες και συ δ 'ίδιος. [9]

Ολα πάνε χαμένα γιατί χαμένα πήγανε καί τ~ χρόνια και τα νιάτα. Σώπασαν πάλι οι δυο ([ν1'fρωποι και.) σιωπη τους κράτ~σε ώρα πολλή. τα ποτήρια' άδειασαν τρείς ακόμη φορες και υστερα σχεδον ταυτόχρονα σηκώ{}ηκαν απο το τραπέζι. ψαράς. -'Εσυ {}α κοιμη{}είς στο κρεβάτι μου, είπε ό -Κι εσύ; - 'ΕΥ'" {}α ξαπλώσω κοντα στο τζάκι. Μ η σε νιάζει Υια μένα. Κι επειτα ευ'" 1'f" σηκω1'fώ απο ",η νύκτα. - Δε 1'fέλω.να χάσεις την.)συχία σου Υια μένα, φίλε μου. Μπορώ να κοιμη{}ώ ευ'" κοντα στο τζάκι,. Ό ίiλλoς σμως δβν εδωσε καμια απάντηση. Ξάπλωσε αμέσως κατάχαμα και παρακάλεσε ΤΟΥξένο να πέσει στο κρεβάτι του. 'Εκείνος ξάπλωσε κι αποκοιμή1'fηκε χωρις να πεί λέξη. Ό ψαρας α- "ουσε τ' αλαφρί του ροχαλητο κι σταν βεβαιώ1'fηκε πως κοιμή{}ηκε εκλεισε κι αύτος τα μάτια του. πόλυ πρωί, νύκτα ακόμη, ό ξένος πηκώ1'fηκε,. εβυαλε απο τη βαλίτσα λουκάνικα, και μια κονσέρβα με κρέας και τα εβ.αλε πάνω τραπέζι. -Ψαρά, φώναξε, 1'f" κοιμη1'fείς ακόμη; -Όχι, εκανε ό ψαρας και πετάχτηκε. ΦάΥανε και βύηκαν εξω. Περπάτησαν λίυο στούυρο ακρο1'fαλάσσι. ΤΟ αεράκι ερχόταν άπαλο να δροσίσει τα πρόσω.τα και τα κορμιά. ΟΙ δυο αντρες. [10]

ι πήδηξ~ν σε μια βάρκα, που ήταν μισoτραβηγμένη~ στην ίiμμoυδια και 3άλάσσα. άνοίχτηκαν κάμποσο στην ησυχη, Μ' όλο που ψηλα ο ούρανο; ήταν μολυβίς, Τι Μ λασσα κείνη ι που την επιανε μόνο δ νοτιας ηταν γα'" λήνια,"ομως πο;; και.πο;; άνατρίχιαζε για να σπρώ- ' ξει το μικρο κύμα που εσβηνε κι. αύτσ πριν φτάσει. στους βράχους που κλείνανε σαν πελώριες συμ"ληγάδες Ινα μακρόστενο κομμάτι άμμουδιάς,.-αύτο το μηνα δεν ~κανα τίποτε. Είναι βλέ πεις που φεύγουνε κι οι παρα3εριστες και δεν μπο ρετς να νοικιάσεις ουτε τη βάρκα σου. ' - ΟΙ νύχτες είναι αφέγγαρες και Τι 3άλασσα. 3άναι πλούσια. Δε βγαίνεις τα βράδια; -Χα, χα, χα, γέλασε Ο ψαράς. Κάνεις σαν να μην την είδες τη 3άλασσα. "Ετσι δέρνεται τώριικάμποσες νύχτες. Ό ξένος στά3ηκε σκεφτικος κοιτάζοντας πέρα μακρια τον ορίζοντα και Τι σιωπη έκεί νη ήταν τόσοεπ(μονη και!iαρια που εκανε τον ψαρα να στάματή.. σει το αργό χτύπημα το;; κουπιο;; και να μιλήσει ο - Συλλογιέσαι, κύριε, Σα να κουράστηκες μαζί. μου. Θέλεις να γυρίσουμε πισω ; - Αύτο το μήνα, σ' ολη την Άμερικη γιορτά" ζεται Τι εβδομάδα τ ων μ ήλων. Γιομίζουν τα καμιόνια απο την Κάλλιφόρνια, το Μίτσιγκαν, την Ούάσιγκτων και αλλες πολιτείες για να σκορπίσουν σε σλες τις αγορες και να πάνε στα Εργοστάσια κον [ 11 ]

, 'σερβοποιίας. Δεν ξέρω τι Ιδέες λιάσει όλ(iκερη τη γη. είναι ευας 'και παρά;ενα αλλόκοτος (Όστε γα μην μπορούμε να τον νιώσoυμ~ εμείς οι ΕύΡCQπαίΟL, που εχουμε μεγάλ η παράδοση άλλα μείναμε. χω ρις φτερα ϋστερα άπα τόσου; πολέμους. εχεις έσύ, μα σοϋ το βεβαlώνω ;τως αυτός ό καινούριος χόσμος που άπλώ νει με τρομερή γληγοράδα, και προσllα{}εί ν' αγκακόσμος πλούσιος Συνέχισε άχόμη 't11v δμιλ[α του χωρις \'(! τραβήξει κα{}όλου τη ματιά του- που ηταν χαμένη στόν ";ρίζο1'τα. CQ ψαρας κοίταξε με fκπαηξη τον ανi1ρωπο Π9ύ -καitόταν απέναντί του. "'r στερα άκούμπησε άπαλά το κουπι πάνω στη λείη επιφάνεια της ύγρης εχτασης. ΣκέφτηΚΕ πο)ς r, φίλος του ήταν ενας απσ ",ους παράξενους εκεί νους αν&ρ(~πoυς που κουβαλάνε Τ1Ί μο"αχικότητά τους «πα τόπο σε τόπ(). - Κι αυτο σκεφτό<fουv ολη -ri)v ώρα, αν&ρωπε j - Κι αύτό. ch βάρκα συνέχlσε να τραβάει σlυανα και -ν~ ά νοίγεται πολυ άπο t11 στεριά. ΟΙ δυο αντρες δε 'μίλησαν κα{tόλοu. Ό κα{}ένας είχε παραδο{tεί στις δικές του σκέψεις και σα v- άποκοιμlι{}ηκε κάτι μέσα τους ένω τ& άπαλα πάφλασμα τού κo~πιoύ μά.. ταια προσπα{}οϋσε \,α τους ξυ:n')lπει καί το άσταμάτ-ήτο παιχvίδισμct των μικρωγ λευκών κυμάτων ποιι εφeυγαν σαν κυνηγ''ι}μένα για το πόρτο κι αύτα δεν μπορούσαν να τούς άποσπάρουν άπό τίς σκέψεις που [12]

δλο βά{}α,ναν και τους όδηγοϋύαν μα.ρια.iπσ η\. ζωντανη πραγματικότητα που λ,γο{}υμουσε κείνη την ωρα μπροστά τους. -"'Αν δέ σε στενοχωρω, κύρ"ε μα". εκανε ό" ψαράς, ας μιλήσουμε λίγο γ~ατι τούτη 11 σιωπη με βάνει σε σκέψεις πον δεν εκανα πι.ό πρί\'. Νά 'tt η{}ελα να πω. Ή {}ελα να ταξίδευα. Αύτα που μουετπες πιό πριν γυρίζουν μέσα στο μυαλό μου και το {}ολώνουν σα να σκόρπισε γκρίζος καπνός. "Η{}ελα να ταξίδευα αλλα δεν ύπάρχει γ,α μας τόπος πάνω στη. γη. Δεν ύπάρχε, γ,ατί εύμαστε φτωχοί. - Φτωχοί; "Οχ,. Δεν ύπάρχουν φτωχοι κάτω άπό τον ούραν6, και πάνω στις άπέρανtες κοι.λάδες της ο'tεριας καί δεν ύπάρχουν φτωχοί ούτε πάνω στους άπέραντους ώκεανούς. ΞέΡΕις τί ύπάρχουν, ψαρά, πάνω στη γη ; Ύ πάρχουν αν{}ρωπο, δυστυ χlσμένο, που δμως μόνο, τους φορτώνουντα, τη δυστυχία τους.' - ΔΕν ξέρω τί {}έλεις,οα πείς μ' αυτό. αλλά εγα/ σαράντα τώρα χρόνια ξέρω πως μ' όλες τις {}άλασσε; και πάνω απ' δλες τις κο,λάδες ",.άρχουν φτω 1.0\ που δε φταίνε και δεν τη {}έλουν τη φτώχια. τους και δυστυχ,σμένο, που δε {}έλουν και δε φταίνε γ,α τη δυστυχία τους.. Στά{}ηκε μι,α στιυμη σα Y(J. προσπα-&οϋσε να. σκεφτεί η,οα τραβήξει κάτι &πο το βα{}υ πηγάδι. της καρδιας του. Θυμιj{}ηκε τα περασμέν" του χρό "νια βουτηγμένα στη φτώχια. Και τα τωρ.ινα πο'" [13] J

,ηταν κι αύτά δυστυχισμένα, για!ι δλα <α κανόνιζαν 'οι xalqot ΚΙ οι αγριεμένες -Ι}άλασσες. του το ειπε. - Αύτα σκέφτεσαι, ψαρά; ρώτησε δ ξένος με...) σειρά <ου. - ΣκέψcομαL πι.ο πoλiι αύτα που μαϋ είπες και >βλέπω πώς στην <σέπη μου δεν εχω μια δεκάρα 'για το χεφα/να "ου BQXEtal. - Μ"ορφ να,ξοδεύω εγ",- δσο ν' ανοίξρυν \ οι,δουλειές σου. "Εχω κάμ"οσα λεφτα και <έλος "άν.tων ειμαl ""οχρεωμένος σ6 σένα, αφo~ μ6. φlλοξέ..νησες tilv δργlσμέ"η χτεσινη νύχτα και μπορουσε ';χωρις εσένα να μη ζω κιόλας. -"Εχ..ς "ολλα λεφτά;.- Πόσα ~έλ.ις; - θέλω να πάω σττιν "OkItEIo &,,,όψ. θέλω νά 'γλεντήσω. Πάμε μαζί; - "OXI. Δεν ερχομαι στην "OkItELa γιατι ε,μαl κουρασμένος. Κι ~"EItQ εχω Ιδεί "ολιtείες '" εχω "άμεl :γλέντια "ολλα oti} ζωή μου. Πάρε λεφτά και "tjyolvo μόνος σου. "Εβγαλ' ενα μάτσο' χαρτονομίσματα απο,ην -:τσέπη τοϋ πανταλονιού,",ου και τού τα εδωσε. Ό ψαρας πηρε <α λεφτά και χωρις να σκεφτεί "αράδοσε στο φίλο,ης ανάγκης το κλειδι του κα.λυ βιου του. -Πάρε το κλεlδι και μεί.. δσο να γυρ(σω. - Θα "άω σ' άλλο χωριό. Φτάνει που εμεινα 'tόσο στ' αρχοντικό σου και σου εδωσα <όσο βάρος. [ 14 ]

- Μείνε ~όμη. Μείνε δσο νισ ΥυρΙσω. Δε {}α '~νω περi<1ιioτερo άπο τρε ίς μέρες.... Η τανε μεσημέρι. Τ' 'άραια σύννεφα διαλύ{}η ",αν πιο πολυ άκομη κι οι άχτίνες το;; ηλιου επε.φταν τώρα στη {}άλασσα και στις πλάτες τα/ν δυο -Δν3ρώπων :7tOiJ ελαμναν άρycί στ- άνο"χτά. - Δεν πιστεύω να βιάζεσαι να φύυεlς Υια την.3(ολl τε ίά ; Ι.- Να βιάζουμαl; Δε βιάζουμαι κα{}ολου. ΕΤναl,μεΥάλη Τι πολιτεία και φαντάζομαι πως Τι νύχτα της.{}ι'; είναι πολυ ώραία. Κι επειτα τα φα/τα {}α,είναι σα χρυσαφι ποτάμι που χύ{}ηκε και πλημμυoqttei τους δρομους της. - Δεν είναι πάντοτε ετσl, άλλα τέλος πάντων ",Τναl δικη σου δουλεια πως {}α την δβίς. 'Αφο;; <'!μως δε βιάζ.σαι τί {}α SΛεyες ιiν βυαίναμε dπο το.λιμάνι τώρα που τραβηχτηκαν όλοτ.λα τα σύννεφα.κl Τι {}άλασσα Υ'μισε με το dσημl το;; ηλιου ; να βυάλεl τη βάρκα ε;ω dπο 1:0 πορτο. Μέσα στο ''110;; του που {}α περνο;;σε στην πολιτεία κι εβλεπε κ.ί μπρο.,σ"ά το" Υυναίκες ντυμένες στο μετάξι. να χορεύουνε yl' αύτον. ΑύτοκΙνητα να σχίζουν τους φωτισμένους.aρομους και καλοντυμένους άν{}ρώπους να χάνωνστα νυχτερινα κέντρα. Δ\ιο φορες παράτησε " ται τα κουπιά, 'Ο άλλο. τράβη;. με νω{}ροτητα τα κο"πια Υια.μΙσματα, στρlφουύρlζαν τώρα οι κολασμένες νύχτες για να σφίξει στην τσέπ11 του τα χαρτουο Τραβο;;σε τώρα τα ακόμη με μευαλύτερη [15]

νω~ρότητα που ανάγκασε τον επιβάτη να ρωτήσει :-. - Θέλεις να ξεκουραστείς λίγο; - Δεν κουράστηκα, άλλα '1'(1. Κοίταξα ση)ν τσέπη μου μη δε σού.δωσα το κλειδι τού καλυβιού:. Κι επειτα ειπα να μ'l βγούμε άπο το πόρτο YLafl.t αύτος ό ηλιοι; προμηνάει νοτιά, και μπορεί να μας. βρεί η τρικυμία. -'Αφού το Μλεις ας γυρίσουμε πισω. -"Αι οχι αν το itέλω μόνο εγώ. "Ίσως κι εσυ κουράστηκες. Καί it-d πεί νασες. ~. Ο βαρκάρης χωρις να πεj1ιμένει απάντηση, γύρισε με μεγάλη τάχύτητα -τη βάρκα και τράβηξε. άπανω'tι1 τα κουπιά. Σε?.ίγο φτάσανε στην άμμουδιά, Π11δηξαν εξω, φoρτώ~ηκαν τα σύνεργα κι ανέβηκαν για το καλύβι. 'Ήταν τρείς τ απομεσή= μερο. Περπατούσαν σιωπηλοι ΤΟ'\, ά'νηφορικο δρόμο. Ξαφηκα ό ψαρας 'νιώ{}οντας πως δέν ητανε σω: ) στο να. βιαστεί τόσο \άχούοντας μόνο Τ71ν παρόρμιση.' ~ " της καρδιάς του μίλησε πρώτο; για να κόψη την ησυχία. - Δεν είναι ανάγκη να τρέχουμε. θαρώ εχουμε καιρό. - Βιάζεσαι χωρις να σκεφτείς καλα καλα ούτε τί άφήνεις, ουτε τι {}α. βρε ίς έχε ί που πας.. Ό ψαρά; δεν απάντησε αμέσως. "Εσκυψε μόνοτο κεφάλι και εμεινε μερικα μέτρα παραπ(σω. Σα να τού βάραιναν τό κορμι οι σκέψεις του και σα νά. ντρεπόταν YLCt δλα δσα είπε ΚL fylvav και δέν '(όλ, [16]

μησε ο:υτε ν'.άντικρύ~εl το βλέμμα του συνομιλητη του που βά{}αινε και εμπαινε ως μέσα στο στη"'ος του και ξεγύμνωνε την ψυχη ~oυ. ':- 'Έμεινε ς πίσω, ψαρά. Θα μετάνιωσες κι ~ίσως ",ώρα πια δε {}έλεις να πάς στην πολιτεία. - Άν ~ελ ήσεις τη βάρκα 5σο ~α λείπω να την οοταίρνεις. Αν και δε Μ λείψω :Πολύ. ~Ψέματα είπα Π'JJς ~α μείνω τρείς μέρες. Αύριο το πρωι ~α είμαι.δ,;'. Και άπορω πως μου ήρ{/ε ή έπι,'/υμία ~τσι στα καλα κα-8'ούμενα να nqro ση)ν πολιτεία να γλεντήσω. - Έ, καμια φορα ~έλει ό αν{/ρωπος να ξεσπάσει και ζητάει αυτη τη\' άλλαγή. Δε {/α μεί\'εις πρώτα να φάμε i - ~Oχι} οχι ας πάω οσο μπορώ πιο νωρίς. Κανείς δεν ξέρει τί βρίσκει στο δρόμο του. Πέταξε τα κουπια ~ξω άπσ το καλύβι, ιιπηκε μέσα ~βγαλε άπ' το μπαούλο ε\'α αλλο παντελόνι, φόρεσε το καλό του σακάκι, αφισε το. "'αυτικο σκοϋφο και φόρεσε '{ην 'Χαινούρια τραγιάσκα, εσφιξε to χέρι "οϋ φίj:ο1j 1'0" κι ~τρεξε γλήγορα για τον αυτοκινητόδρομο, σταμά-rησε εν' αύtόχίνητο που περνοϋσε κείνη t'yjv ώρα και πήδηξε πάνω. ΟΥ σ;ερα χά~ηκε δλότρλα άπο τα μάτια τού συντρόφου του που στεκόtαν άκόμ '1 στύlν πόρτα και τον παρακολου30ϋσε. - Σίγουρα τρελλά{}ηκε δ ψαράς, είπε και μπηκε μμα..' [ 77]

Ο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ~πισκέπτης εριξε μια _ματι" σ" όλάκερο το σπίτι καί είδε πως τώρα που ελειπε δ νοικοκύρης ηταν αδείο. Σκέφτηκε να φύγει αμέσως, παρατώντας ολα τα ονειρα για μια ζωη κο"τα. σ:cη -&άλασσα κ.αι να. ξα'\'αγυρίσει atilv ι παλι τεία. "Εκεί ~ίσως να ξανάβρισκε το'\' ψαρα ~αι,ια περνοϋσ~ν δυο τρείς μέρες μαζι 1\ και μαζι "α γυρνούσαν πίσω. Φόρεσε το καπέλο του γλήγορα και βγηκε ')(λείνονt.ας,με πάταγο την ξύλινη πότρα. Μά σταν εφτασε στο δημόσιο δρόμο, συλλογίστηκο πως δ ψαρας t'oij ει χε παραδόσει το σπίτι ίσως καί για να το φυλάει τις μέρες που {Μλειπε και δεν ηταν στο ~ χέρι του τώρα να tu παρατήσει ολα στό ελεος το;; θεού και να φύγει. Γύρισε πίσω. "Εμεινε στο ξυλόσπιτο ~ρείς μέρες μέσα στην αμφιβολία και στην α -.ναμονή. Δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει τί τον ψαρα να τα κλωτσήσει δλα 'μέσα σε τον εσπρωξε μια στιγμη τρέλλας και να φύγει απο το σπίτι του και απο τη, {ίιiλασσα και περίμενε πως γλήγορα {ία γυρνούσε πίσω καλεσμένος άπο την 'ίδια CJ!rovit -που τον εστει _ λε στην πολιτεία. "Ομως το βράδ~ της τρίτης μέρας βαρέ!tηκε τη μονοτον[α και τη μοναξιά, μάζεψε τα πράγματά του, αφισε μερικα λεπτα κάτω απο το προσκέφαλο τού ψαρά, κλείδωσε τη ν 'πόρτα και πηρε τ' αύτοκίν'ljt'ο τού γυρισμού. Στη μέσ!1 τού δρόμου τ' αυτοκίνητο φρέναρε δυνατα και σταμάτησε. Κατέβηκε κάτω δ αν{ίρωπος και ει~ε λίγο πιο πέρα τον ψαρά. Ήταν κατα [18 ]

-σκονισμένος. τα ρο;;χα του, που τα εβγαλε με τόση προσοχη απο το παλιο μπαούλο που είχαν χρόνια να. βγο;;ν και να φορε1υο;;ν, ειχαν τριφτεί όλότελα και το πρόσωπό του χαρακώ{}ηκε απο χοντρες βα{}ιες.ρυτίδες. τα μαλλιά του ασπρισαν ακόμη πιο πολύ. -'Αφησες το σπίτι και εφυγες, αν{}ρωπε; ρώ 'τησε μόλις τον α,'τίκρυσε.. - Βαρέ{}ηκα μόνος. Κι.nEIτα εσυ εφυγε. για,μια βραδιά, λοιπον τί {}έλεις ; Ό σωφερ ρώτησε αν {}α μείνουν ακόμη εκεί "ΚαΙ ό ξέ'\'qς τόν εδιωξε. "Όταν χά{}ηχε τ~ αύτοκί -νητο πίσω άπο 'ίη στροφη τού ~λόφoυ και- μείνανε 'ο! δυό τους ό ψαρας ξα,'αρώτησε : - Πές μου, λοιπόν, ποιός είσαι; -Άφο;; το ξέρεις. Ήρ{}α στο χωριο να μείνω λίγες μέρες και με πηρες στο σπίτι σου ενώ εγω σοjj 'ζήτησα να μο;; δείξεις κανένα μέρος να κοιμη{}ώ. Σκέφτηκε κάμποσο ό άλλος κα{}ως πηραν τ' _ 'δρόμο για το ψαροκάλυβο, Τώρα δλα το;; φαινόταν καινούρια. Ό λόφος. τα χαμηλα δέντρα. Ό δρο σερος άέρας. -"Ολα Elval ώραία εδώ, ειπε. Βρίσκω να ειμαι μέσα σ' εν~ περίφημο π."ριβόλι που μ1tαίνω για "ρώτη φορά. - Μα δεν πέρασες ώραία αύτες τις τρείς μέρες; - Δεν ξέρω, Είναι μεγάλη φτώχεια στην πο ~λιτεία. - Μεγάλη φτώχεια; ΝαΙ ΚαΙ μεγάλος πλο;;- ' [19] 'ι

> 'τος. J.>Ιχες"τόσα λεπτα ΥιατΙ δεν "ήυαινες "να δια, δ', \ σχε ασεις ; - ΈΙδα τη φτώχεια σταν τελείωσε "1 διασκέδαtσ'όη lxot -ιcι 'Κέφτι1 noij είχα..' - Σο;; 'δίνω κι' Cίλλα &ν,'1έλεις να ξαναπας. Σο;; δίνω σσα μο;; πείς;. Ό ψαρας δεν ξαναμίχησε. αλλα στά,'1ηκε συλ, ~Yιημέ\ot)ς. "Εβλε'πε ~ην κο'ρδέλλα το;;' δρόμου να.. _στριφoyυρι~ει κε ί μ"ροστά του και άκόμ η ηξερε πως το πολυ σε δέκα λεπτα ftciφταvε στο σπιτάκι του και {}α ξανάμ"αι νε στην κα,'1ημερι νή του μονοτονία, - πηυες κα,'1όλου με τη βάρκα μου; ρώτηc.ε'. ~, -...; για ~α ΠΕΙ κατι. - Μια φορα μόνο. -"Υ στερα την τράβηξες τη βάρκ~. η την άπα- ράτησες μέσα στό 'ι'ερό ; - "Οχι, την ταχτοποίησα ακριβώς σπως είχες χάνει' εσυ πριν φύγεις. 'Άλλά έγω σε ρώτησα αν {}έλεις λεφτα για να ξαναπ«ς στην "ολιτεια. - "Οχι δε,'1έλω. 'Εκεί οι α~,'1ρω~oι. ει ναι δυ- -. στυχισμένοι.. 'οι ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ μπηκαν στο ψαροκάλυβο και 'κάftισαν στο τραπέ ζι. -...:.. Δεν εχουμε ψάρια σήμερα. ειπε δ ψαράς. - "Έχω άυοράσει. αύγα το πρωί, άπάντησε & 'ξένος. J \

Τράβηξε το συρτάρι το;; τραπβζιο;; "αι ~βγαλε ~ 'ιξη βρασμένα αυγά, > -'"Ας είναι κι αύtά, εκανε ό ψαράς. την πεινα..π~υ ~xω.., Ευτυχως ~xoυμε κρασί.. πηρε τη νταμιτζάνα και γέμισε το χάλκινο μα.στραπα... -Ή φουκαριάρα ή μάνα μου με {}υμάται και ;Ρ.οϋ στέλ νει. "πάντα l'άη ενώ επρεπε να της στ'έλ νω έγώ. - Δεν εισαι παντρεμένος, ψαρά; -"Όχι δεν παντρεύτηκα άκόμη, κι οϋrε σκο. πεύω να παντρευτω. - Ψαρά,' αυτο σημαινει πως φοβάσαι τη ζω~., Ό ψαρας ΤΟν κοίταξε κατάματα. ποτε άλλοτε δεν τού μίλ1)σαν ετσι, και ποτε δεν κοίταξε με τόσο.ι1lίσoς εναν αν-&ρωπο που το κάτω κά-rω ηtαv φιλο.. ξενούμενος του, άλλα π~υ δεν ει χε κανέ"α δικαίωμα 'να σκαλίζει βα{}ια μέσα στην ψ\1χή του και να τραβάει κάτι που 'ίσως Τσως δεν το σκέφτηκε και δεν τόλμησε ποτε ό 'ίδιος να το {}ίξει.,ματια Ό ξένος της νύχτας τον κοιταξε κι αυτος με γαλήνια,,.:... 'Ισως να στενοχωρηl}ηκες π"υ σο;; μίλησα :gtat; - Μά, πέ;' μου, λοι.'tόv, ποιος ετσαι που μπαί -νεις ~τσι ξαφγικ':' στη ζωή μου χωρις να το -Ιtέλω; - Ψέματα λές, ψαρά. Ή-Itελες να μπω στη ζωή «Ιου γιατι εσυ με κάλεσες στ' άρ;ιοντικό σου. [ 211

.! - Μοϋ εμα1'tες να βλέπω άλ~oιως ~Oν κόσμο. -Αλλα μετανοιώ"ω γι'" αύτό. Άίετανοιώνω γι~α δι,α. Μετανοιώνω άκόμ'l και γιατι σε μάζεψα δω μέσα. - Μετανοιώνεις για τη φιλοξενία, ψαρά; - Μετα"οι<{)νω. - ΚαΙ με διώχνεις; - Σε διώχνω. - Τώρα j Μέσα στο σκοτάδι i Ι -Όχι. Μπορείς να κοιμ'l1'tείς άπόψε άλλα' ~o πρωι πρέπει να. φύγεις. -<Όμως να ξέρεις δη καταπατάς την~ πατροπαράδo~'] φιλοξενία. Πιστεύω πως δε 1'tct ~o με~ανοιώσεις αυριο σταν δέ -&&μαι πια εδώ. -Όχι. Για σένα δε 1'tct με~ανoιώσω ποτέ. '\ -Ηπιανε κάμποσο κρασι σια/πηλοί. "'Εξω το σκο ~άδι πύκνωσε πολύ, και μέσ' άπο ~o naqd1'tuqo εμπαι νε δροσερσ άεράκι. Ό ψαρας πηγε σ~o naqd1'tuqo και κoί~αξε προς ~η 1'tάλασσα που δερνό~αν και ό βόμβος ~'lς εφ~αν.. ως τ' αύτιά του. - Θάχουμε τρικυμία. Πέσε να κοιμ'l1'tείς εσύ.. Κι εγω {tct πάω να ρίξω μια ματια 0"1 βάρκα μου. Δεν περίμενε σμως άπάν~'ηo'l, άνοιξε ~ην πόρτα. τοϋ ψαροκάλυβου και βγηκε εξω. ο' Ψ ΛΡΛΣ γύρισε άργα κουρασμένος, εοτρωσε ~I>. χράμι ~oυ κοντα στο ~ζάκι κι άποκόιμή1'tηχ,. ΤΙ>. [ 22]

πρωι σταν ξύπν.ησε, κοί't'αςε 1'0 κρεβάη τού 'ξέν~υ. 7Η ταν φτιαγμέ\'ο, σπως φτιαγμένο ηταν ΚΙ άπα βραδύς. Πετάχτηκε πά"ω, ι'ίνοιξε τιlν πόρτα και βγηκε στο δρόμο, ετρ~ξε παντού φωνάζοντας και ψάχνοντας με τη ματιcl πότε προς το δρόμο και πότε προς τη %άλασσα. '.. 0,,00; τίποτε. 'Η φωνή του γύριζε αδειαπά1.ι σ' αύτον μέσα crtq μο1jχρωμα "/..αι την 1iσυχία τού βουνοϋ και της {}άλασσας. Γύρισε πίσω λυπημέ\'ος. ~ώρα ε,'ιωσε παλυ 't'i), μοναξιά του. ΤΟ δωμάτιο. ερήμωσε διμμιιi( 'σά vg., εφυγε άπο κεί 'μέσα κά-θ'ε τι που το ζ-έσταινε και του εδινε ξωή. Πήγε στη itά1.ασσα ψάρεψε ως το μεσημέρι, &1.1.α στην καρδιά του ήταν δ1.α αδεια, σα, ν~ απλω,ιε κάποιο χέρι και να τράβηξε άπο κεί τη χαρα και η)ν ελπίδα, Δεν ;\itε1.ε πια να ζήσει στη μοναξια δ ψαράς. Ξαναγύριζαν στο νου του οι σκ'jνες άπο την πο1.,<εία.,οι φωνες των γυναικων που ειχε άγκαλιάσει 'τρείς μέρες κι οι άνοιχτες πληγες της" φτώχειας, που γεμίζανε με δυστυχία τους δρό~' - λ) μους της ΠΩ Ltειας. - Δεν ει μαι τίποτε εγώ, μουρμούρισε, ξαπλώ,'οντας στο κρεβάτι. Λογάριαζε να πουλήσει τη βάρκα κuι το καλύβι και να φύγει άπα το αυουο άκρο{}αλάσσι, που οι νοτ\.άδες τοϋ μούχλ\.ασαν τα νιάτα και να tqq w βήξει εστω και στο 'Απανοφόρι να δργώνει τα χωράφια και να βόσκει τα πρόβατα. r23] '.

!' Τον πηρε δ {)π"ος. Σε μια στιγμη εχωσε το χέρι xd'tro dnb το μαξιλάρι του κι επιασθ τα λεψτα τού αφησε δ ξένος. "Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε ό\ρα πολλη που διπλωμένα χαρτονομίσματα. ΟΥ στερα τα χάιδεψε και τα-μέτρησε γλήγορα με τη ματιά του. Χωρις να σκεφτε i δ μοναχικος αν-3'ρωποζ, σηκώitηκε nάνω, φόρεσε τα χαινούρια του ρουχ'α, κλείδωσε την πόρτα τού ψαροκάλυβου και πηρε τρέχοντας το δρόμο της πολιτείας. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε πιά. ~Έσφιγγε τα λεφ-rά του και ενιω~ε ένα κάψιμο στην παλάμη του. Κι ομως ετρεχε μέσα στο σκο,'ισμένο δρόμο, κι ηταν μέσα κάψα ιι'οϋ μεσημερι.ου, σα μια σκια που να βρεί το' σώμα τού άν{}ρώπου, που χά{}ηκε σκοτεινη νύχτα, και να ενω{}εί μαζί του.. τα στην κυνηγούσε' στη [24 ]

, ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΓΑΒΡΙΛΗ Ο ΠΑΠΑ r ΑΒΡΙΛΗΣ βγηκε "ρωι άπο το σπίτι του. Ήτανε Κυριακη και ή μέρα περίφημη. Ήσυχία στον κάμπι>. Μόνο άπόμακρα άκουγόταν ή καμπάνα της εκκλησιάς. Ό ηχος ερχμαν και,χτυπούσε άπαλα τα τύμπανα των αύtιων τού παπά, κα~ως τραβούσε για την εκκλησία σα μακρινό κι άπόκοσμο τραγούδι. Θυμή{}ηκε τα παλια χρόνια, που π~ρασαν και itoiι ξαναγύριζαν μό,ιο σα.ν Ονειρο. -<ΙΉταν εύtυχισμένα τα χρόνια μου, μουρμού ~'σε. Τούτος δω δ ξερος κάμπος καταπράσινος. Τι lγιναν οι αν~ρωπoί μας; " ΠροχώρηΡ" λιγο άκόμη άλλα σταμάτησε γιατί δεν μπορούσε να ξεκα~αρισει άπο το μυαλό του.ολο κείνο το τρελσ παιχνίδι tcov αναμνήσεων που [ -?β]

ΠΙ1Υαιγαν Μ έρχόταν σα.ν τα κύματα -θ'άλασσας". -"Η ταν εύτυχισμένα τα χρόνια μου.' Αλλα τα.. τωρινά; Μαύρη άκριδα, που σκόρπισες δυστυχία, δ ΘΈο ς,'}α σε τιμωρήσει, παντού -rii:. " Κοίταξε τη σημαία με τον αγκυλωτό, που κυμάκατάρες τι,ζε στο παλιό κάστρο και ξέσπασε πάλι σε.. ~Άλλα. σα να ξύπνησε άπο κακσ σγειρο και σα ν'α με- τάνοιωσl\ για ι τα λόγια του, σήκωσε το βλέμμα προς τον ούρανο και μουρμούρισε: -Μακάριε ~Eκκλησίαστη, ολα μοϋ τα ειπες Ολα:.': " Καιρος πολέμου και καιρος ειρήνης - Καιρος που άγαπάς και καιρος που μισείς-καιρος που σκοτώνεις και καιρός που γιατρεύεις. Πεινούσε πσλυ κείνη η)ν πρωινη ωρα. Καμιά.. φορα δεν είχε νιώσει να "'ον τυραννάει '(όσο πoλiι ή πείνα οσο ~τoϋτo το χάραμα πού πήγαινε "α λει τουργήσει, - Είμαι άμαρτωλός, ειπε μέσα ση),'}ολη στιγμή. Άλλ' άμέσως {Ιυμή,'}ηκε τις δυστυχισμένες γυναίκες που πήγαιναν στα χωράφια του ζη τώντας' τα άγριόχορτα. Τίς κυνηγούσε γεμίζοντας άλάτι το παλιο τουφέκι, που κ'ατάφερέ να το πεqι~ σώσει' άπα τους ~I ταλούς. Καταλάβαινε πως ή δυστυχία που κουβαλίσαν,' πάνω στις πλάτες τους οι ξαν,'}ιες κάμπιες και τη? παράτησαν βαρια πάνω στην άπαλή μας γη, ητα." αίτια που παρασ'ύρ{}ηκε 'στην άμαρτία και στη, κα- ταστροφι]. [ 26] J

- Δεν επρεπε να μ.ε,",άρει το ποt'άμι, μουρμούρισε καί τάχυνε το βημα., ".1 Ο ΠΑΠΑ ΓΑΒΡΙΛΗΣ δεν οριζε τίποτε πια &πο. το 'άπέραντο χτήμα του. Τίποτε εξω ά1cο ενα δέν- τρο-, ενα μέσα στο δάσος τις συκι.ές, τις μηλιές, τις &χλαδιες καί τις μυγδαλιές. Τ' άλλα ερχόταν 'xd,'lo_,",ρωι οι ξένοι φαντάροι, τα τίναζαν, γέμιζαν '(α κο φίνια. τα '"'Ε'{οϋσαν στα καμ'ιόνια κι ύστερα περν(δν- τας,",άνω d1co τα O1CaQta χάνονταν μέσα σε σύννε φο σκιινη<;. 'Τοϋτες τις ώρες.που ή κιιρδιά του σχιζόταν σα. να είχε μπηχτεί κοφτερο λ.πίδι, τουρχόταν ν' άρ,",άξει το παλιο ντουφέκι να "'ο γεμίσει, να το στηρίζει στον ώμο του και να ρίςει. κι επει. τα Ο, τι,η{tελε ας ΎLvόταν.. Μα xd,'lo φορα <VLro,'lo τα πόδια του να παραλ'ύουν κι εβλ."ε ενα χέρι να \ μπαίνει μπροστα στ&-. στη{tος του για να τον εμποδίσει. 'Ήταν δυνατοί, πολυ δυ,ιατοι οί εχ&ροι και τo~ι;.;.. φοβόταν. τους είχε δεί να καί~ε σπιτια, να σκοτώ- νουν το. παλικdqlα και να δέρνουν τις γυναίκες. 'Άγα~αχτoυσ. Τι ΨΥχή τόυ. Σα να ξυνόταν κάποια πληγη που βρισκόταν στην καρδιά του. οταν' 'tu γυάλινα μάτια των σκoτωμέ~ων άνit"qώπων μαγνίτιζαν τα δι.κά του, την ώρα που ελεγε' «δεϋτs-'~ '(ελευταίον άσπασμόν». [27]

eωστόσο" ίjστερα, 0\ {}υμδς του που κα-&όταν 'κοιμ"ιμένο, σταν.βλεπε το γκρίζο αύτοκίνητο φορ 'τωμένο να φεύγει τυλιγμένο ση) σκόνη το;; ξερο;; κι άγονου κάμπου, ξυπνοϋσε οταν οι λιμασμένες '-γυναίκες πήγαιναν να μαζέψουν τα αγριόχορτα η τούς καρπους πού πέφτανε κάτω από τα δέντρα και τους πατούσαν οι έχ{tροι με τις βρώμικες μπότες τους, -Θεε και κύριε, 3ά' κάνω φονικό, φώναξε μέσα -σε μια στιγμη τρέλας ό παπα Γαβριλης ανοίγοντας το βημα, Ξαφνικα ακουσε πάλι τις καμπάγες. Σα να ξύ 'πνησε απο βαρυ ύπνο, μάζε ψε το ράσο του κι (ίρ 1(ισε να τρέχει, ΠΕΙΝΑ ειχε πέσει στο καμποχα/ρl και καταστροφή. 000 παπα Γαβριλης, εβλεπε το\'ς χωριανούς του να αδυνατίζουν και να σβήνουν κι (ίλλους να τους σκο-' τώνουν και να τους πετανε άδιάβαστους στο μεγά 'λο ρέμμα που κανέ\'ας δεν ει χε δικαίωμα να κατεβεί χι αλλ ους να χάνονται πέρα στ' απάτητα βου\'ά, στις φωλιες τών δετών και δεν 11ξερε τί να κάνει. "Η τανε μό\'ος χι επρεπε vdx", χίλιες εγνιες: 'Η πείνα ετχε χτυπήσεlt πριν άπο κα\.ρο την πόρτα του 'και τού εφερε μια νευρικότητα και μια άδιαφορία για σλα. Σα να πάγωσο ξαφνικα ή "αρδιά του κα' -Τίποτα δεν μπορο;;σε να τού τη ζεστά,'ει.. Ι 28]

Πολλες φορές, δταν τό χειμωνα δερνόταν ό βd-. ριας, τού' ερχόταν να μην πάει, να μη βγεί &πό τό, σπί τι του κι ας ~άβανε άδιάβαστο τόν πε~αμένo κι.,ας πέ1'tαινε &βάφτιστο τό άρρωστο παιδι Aν~ρωπος ηζαν κι αυτός κι επρεπε να φάει για να δουλέψει, Δεν φέρνανε πια ούτε λαδάκι ούτε πρόσφορα γι~ πληρωμη κι α~τός δε δούλευε, δπως δ5 δουλεύει. ή &λάδωτη μηχανή. Σκεφτόταν πως ηταν μεγάλ~. άδικία tqij't'o το κακό που γινόταν σ' αυτόν, γέρου άν1'tρωπο, να τόν βγάζο1j'v &πό την ησυχία του ~ δποια ο>ρα κι αν ηταν και να τόν κουβαλάνε χι.λιόμετρα όλάκερα με τα πόδια, μέσα στ' άγριο χειμώνιάτικο μεσανύχτι. σταν -ολοι οί άλλοι κοιμωνταν α διάφοροι στα ζεστά τους κρεβάτια, η στό λιοπύρι τού καλοκαιριάτικου καταμεσήμε.ρου, που δεν ~βλεπες ψυχη σ' δλο τόν κάμπο παρα μόνο ~άμπωναν τα μάτια &πό την &ντηλια που την ~βλεπες να χijνεται κ~τα τη ~άλασσα και τό τζίτζικα να πλαντάζει και να σχίζει με τη φωνή του την ησ~χια της &περαντωσύνης, χωρις να τού δίνουν τίποτα ~ξω &πό μια. κούπα κρασι βαρυ σαν αιμα. Μια χειμωνιάτικη νύχτα δεν πηγε να ~άψει τη γυναίκα τού Δαράλη.'!Ηταν περασμένα μεσάνυχτα κι ό άγέρας δερνόταν άγριος και μα\'ιασμένος. τα δόντια' του κροτάλιζαν και τό κορμί του δεν μπορούσε νά,ζεστα~εί μ~σα στις μπατανίες. Σα νάμπαινε ό, άέραι; άπ ολε; τις μεριες τού σπι. τloϋ και να στql. [29 J,

.φογύριζε κεί πάνω άπο το κρεβάτι το" για να {}οε! επει.τα καί να τον παγώσει. '"ta '(ου. -6'ρωπος ηταν καί δεν ηταν άμαρτ(α να ξεχάσει. εμα{}ε πως ό Δα Χ" Ξαφνικα άκο"σε φοβισμένο χτύπημα στην πόρ -Ποι6ς είναι; φώναξε χωρις να βγάλει το κεφάλι κάτω άπο τα ροϋχα. ι,-σήκω, παπα Γαβρίλη, σήκω που {}έλω να σοϋ μιλήσω. Είμαι δ Δάρ,ίλης. -'Ο Δαράλης; Τι {}έλεις, μωρέ, τέτοια ωρα; -Πέ{}ανε η 'Αναστασία μο", και πρ.πει να τη 'Μψο"με άπόψε. -Γιατί άπόψε; παιδί μο", άφησέ την αύριο. 'Τώρα δεν μπορω γιατι τρέμω σύγκορμος. -"Ο πως {}έλεις, πάτερ, άλλα ηρτα γιατι αύριο ','Μ είναι άργά. -Κρ"ώνω, τρέμω, Δαράλη. ΔΕ {}" μπορέσω να Ί:ρ{}ω., -Καληνύχτα, παπ" Γαβρίλη. ΤΟ μάτι της Ά Ύαστασίας {tq: σε κυνηγάει., παντού. καληνύχ:rα, εκανε με σκληρ,ι φωνη ό άλλος κι άπομακούν{}ηκε. cq παπας τέντωσε t S αύτιά το" γ' άφουγκραστεί άλλα δέν ακουσε παρ.α μόνο το σφύριγμα τού παγ ωμένο" βοριά. την άλλη μέρα ό παπ"ς περ, ενε τον άντ~ α της 'πε{}αμένης, ομως κείνος δεν πηγε κι ό ';απα Γαβρίλης εκανε πως δεν το {}"μή{}ηκε καμλο". Αν Μα οταν πέρασε μια βδομάδα, [30]

oqάλης εκλεψε το σωμα της γυναίκας του μέσ' άπο -τα πtώματα πενηντα σκοτωμένων για να το 3άψει :{)πως κάνουν οι XQLcrt"avoi και πως ύστερ' άπό η)ν.αρνηση τοϋ παπα την tδια νύχτα άναρριχή{}ηκε το μαντρότοιχο τού νεκροταψείου, εσκαψε και ττι" ε{}αψε μόνος του. Μετάνοιωσε φριχτά. "Ετρεξε να 'τον βρεί τον Δαράλη και "α τοϋ ζητήσει συγχώρε <Jη. Άλλα ό Δαράλης δεν ήταν έκεί. Είχε φύγει, είχε χα{}εί. ΚαΙ τότες σπως κά{}ισε στο κατωφλι τοϋ tρημο'u σπι τιοϋ για να ξαποστάσει ",ου ηρ-3'αν στό "",οϋ του, πως τα καλα χρόνια, άπό το σπίτι τού Δα <ράλη πολλες φορες πηρε λάδι και στάρι και λεπτά,.και κατάλαβε 3tοος ήταν συνέργεια τo~ σατανα να μην πάη κείνο το βράδι και v- άφήσει να {}αφτεί.άδιάβαστη μια χριστιανή. πηγε δυο φορ'ς πάνω άπο το νιόσκάφτο τάφο ΚJΙ διάβασε τη νεκρόσψη άκολου{}ία. - ΑΙωνΙα σου ή μνήμη, άξέχαστη Άναστασία, μουρμούρισε. Άπο το τραγικο βράδι, λές κι επεσε μια κατά.ρα πάνω στον _παπα Γαβρίλη, μια κατάρα που τού εκαιγε σαν πυρωμένο σίδερο, το νοϋ το" και "ήν καρ. διά του. σι αν{}ρωποι τον.βλεπαν σαν έχ{}ρό, που ~κυκλoφoρoϋσε άνάμεσα τους. Τον άπόφευγαν κι ετσι,ι άναγκαζόταν να κρύβεται μέσα στο χαλ ύβι του σα ''VO: ιη-3ελε ν' άποφύγει τ' αγρ 1.0 μάτι που τον παρακολο'υ{}οϋσε, γιατί πίστευε πως ηταν στ' άλήitεια,~νoχoς για το {}ά"ατο της γυναίκας τοϋ Δαράλη. [31 J

~ Κ εινη ιι μοναι:,ια του τον εκανε κακο. ταυ'" '.. t ',", ΤΗ, μόνος μέσα στη δυσrυχια που- κύκλωνε τους αν{}ρώ- πους τού κάμπου. Στην εκκλησία πήγαιναν λιγοστοί πιά, κα11όταυ' μια στι /μη μόνο, σταυροκοπιόνταν και φεύγανε μόλις καιγόταν το ψιλο κερι που φέρνανε μαζι τους. χωρις να το;; μιλάνε, χωρις να τον χαιρετάνε. ΚαΙ τώρα που βγήκε νωρις άπο το σπίτι του, ένα βάρος ενιω{}ε στην καρδιά του. Ή μέρα ηταυ' ώρα ία. ιο ηλι,ος '{α φώτιζε ολα, άπλα/νόταν σαν πλά κα απσ άσ~μι πάνω άπό τον πράοι\'ο κάμπο και το βυσινί βουνό, χάϊδξυε τα μικρα σπίτια και χυνόταν στην ησυχη {}άλασσα, και κειν,] την ώρα η, χλο',σμένη, πικρη και σκλάβα γης το;; φάνηκε τόσο 'δροσερη σαν ξαπλωμένη κοπέλα. Το;; ηρ{}ε να ξαπλώσε" πάνω στο γρασίδι και να βοσκήσει τ~άπαλo χορ:; τάρι σα ζιοο. ''Ο ούρανος γαλάζι.ος, άυοιγόταν και χ'uvόταν πάνω άπ" το βουνο που είχαν φύγει οι χω. ριανοί του νά πολεμίσουν την μαύρη ιlκρίδα.. Ή {}άλασσα εγλειφιl τα πόδια της γριάς πέτρας που, ζωντάν.υαν αλλ ες 7.ρονιες οι φωνες των ψαράδων Α Τ ώρα το ψάρφα άπαγoρεύεrαι κι η 11άλασσ.α μό 'νη, 'Υύμνη άπό ζω,) κοιμόταν φυλακισμένη στό άδειολιμάνι,~ι εξω άπό τό πόρτο ξαγρυπνο;;σε δράκονως. ι φύλακας 'τό γερμανικό περιπολικό που την επχιζ. σα σκο<εινό κητος, έτοιμο ν' αρπάξει κά{}ε ζωή. Η απέqανtη γαλήνη που άπλα/νόταν γύρω του το;; εδινε &,άρρος:' Είχε άκόμη κάμποσο δρόμο να. ι 32 J

κάνει. Ακουγε,",ον απαλό ηχο της καμπάνας πού έρχόταν άπο τη βορ,, η πλε1jρα τού χωρ.ού κι,χε προ; τα κεί σαν μαγνηησμέ, ος. έτρε Ξαφνικά, τού ηρ&ε η Ιδέα να παρατήσει τον "λατυ δρόμο, να περάσει μέσα &πο τα χτήματα ν' άρπάξει μερικυ. σύκα, να τα φάει να στυλω{}εί και ύστερα πήγαινε στη λε'τουργία. Καταλάβα.νε β..βα,α πως μ,α τέτο.α Ιδέα &α τον εφερνε σε μ.α αλλη π.ο μεγάλη &μαρτία, άλλα δεν μπορούσ. ν' άν"σταδεί. Ή πείνα τού τρ.βέλ,ζε τα σωδ,κά. Τού φα,νότανε πως άπο στιγμη σε στιγμη 3' α επεφtε πάνω στις πέτρες τού δρόμου και &α έμενε. Ομως η σκέψη να τραβήξε, γ,α το χτημσ τού εμε,νε σταδερή. Κοίταξε το ρολό, του. -Έχουμε άκόμη καιρό, είπε. Παράτησε. το δρόμο που dκολου{tούσε και πηρε "to μονοπάτι που εβγαινε στα χτήμαtα. ch στεν11 κορδέλλα που ξεκ.νούσε άπο το μεγάλο δρόμο και εφευγε ~τέρ,α μακρια για να χα{tεί μέσα στα δένtρα τον τύλ,ξ~ και τον παραζάλ.σf. Ήταν σα φίδ, το μονοπάtι,εκείνο, σα φίδι ΠΟ.υ γλιστρούσε άπαλα κι. έφευγε να χα&εί βα&,α μέσα "τη γη τραβώντας ξωπίσω του '(υ. κουρασμένα βήματα -τού παπα. ~. Τάχυνε :<0 βημα. Ό χτύπ.ος'της καμπάγας,,που -λίγο l'ρίν iov οδηγούσε προς την έκκλησ,α τώρα δεν ερxότα~ άνάλαφρος. Χυ,-όταν και καταστuλαζε στην κα.ρδιά του σαν παράπο:vο κι. iίστερα Υι.Υά"τω [ 331 (