1. Τι. Άχνα. Κι από κοντά µες στη νύχτα στην



Σχετικά έγγραφα
ΜΑΝΕΣ ΣΠΕΡΜΠΕΡ, ΔΑΚΡΥ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ Τ. 3 Χωρίς τέλος

Στέλιος Πελασγός & Βασίλης Κόλλιας. Σταματήστε το γαργαλητό και Το πιο δροσερό νερό

ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

βιβλίο παιδικων ονείρων

ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ Η μπόρα Το κόκκινο σπίτι Το χρώμα του φεγγαριού Σκισμένο ψαθάκι

Δυο κουβέντες στο γιο μου... - Δημητρίου Φθενάκη (Α Βραβείο)

Λάκης Φουρουκλάς. Δυο φωνές και μια σιωπή

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Οδυσσέας Ελύτης

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ- ΕΛΕΓΕΙΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Tο καλύτερο καλοκαίρι μου! - Θοδωρή Φριλίγκου (Α Βραβείο)

Μια παρέα με... καρδιά!

τον φρόντιζε με προσοχή, αλλά, όταν ήρθε η γυναίκα του στο σπίτι, άφησε την ίδια να αναλάβει τη διαμόρφωσή του. Σύντομα, ο κήπος γέμισε

Μονόλογοι απ τη Γάζα. µαθητές-µαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους

Κώστας Βουλαζέρης

Θέμου Κορνάρου ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Οι Άγιοι χωρίς μάσκα. Κείμενα από τις σελίδες. Τυπογραφική επιμέλεια κειμένου

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΕΛΕΝΗ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ «Η ΜΑΜΑ ΜΑΣ, ΤΟ ΘΗΛΥΚΟ!!»

Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει. Luis Sepúlveda. Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει

Π ΕΝΗΝΤΑ ΠΙΟ Σ ΚΟΤΕΙΝΕΣ Α ΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ ΚΡΙ

για τη Γ & Δ τάξη του Δηµοτικού των Σωτήρη Τερζίδη Θεόδωρο Λιούλιο

σόφη Θεοδωρίδου, 2010 πρώτη έκδοση: μάρτιος 2010, αντίτυπα ιsbn

Η Μ Ι Ο Υ Ρ Γ Ι Κ Ο Ε Ρ Γ Α Σ Τ Η Ρ Ι Ν Ε Ω Ν

H Έπαυλη της Λάρα Παγίδα Θανάτου;

Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο Κεφάλαιο ΚΘ Ο Ζορμπάς

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΑΔΟΥ ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ΔΑΙΜΟΝΙΟΣ ΒΑΚΧΟΣ. θριλερ

Χρήστος Τερζίδης ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΗΧ/ΣΗΣ: Δ Ι Α Β Α Ζ Ω Π Ε Ρ Ι Σ Σ Ο Τ Ε Ρ Ο Γ Ι Α Τ Ι Κ Α Θ Ε Β Ι Β Λ Ι Ο Ε Ι Ν Α Ι Μ Ι Α Ν Ε Α Π Ε Ρ Ι Π Ε Τ Ε Ι Α

«Προχώρα ως εκεί που φτάνει το βλέμμα σου. Κι όταν πια φτάσεις, θα μπορείς από εκεί να δεις ακόμα πιο μακριά» Τόμας Καρλάιλ

Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφότου ορισμένοι τύποι γυναικών μού άρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και

Transcript:

1. Τι. Άχνα. Κι από κοντά µες στη νύχτα στην άπνοια καρβουνίδι µε φτερά κουρούνα corvus cornix τα τινάζει απανωτά πέφτει µούχρα κρώζει κρα κρώζει κρε µέσα στην άπνοια τι. Μπορεί και σφάχτης στο νεφρό µπορεί και κάτω απ την ουρά της η χαρά πριν την άλλη χαρά που σου σφαλίζει τα µάτια µη χάσεις το φως σου. Νίκο µου κρέας Νίκο µου κρασί. Το µισό σκοτάδι στα µάτια σου. ε βγήκε από την πέτρα στο κλαρί στην αξελέστατη γκορτσιά µαύρο αλάτι σε πληγές από κάψαλα κουρούνιαζε ακόµα στη σπηλιά όπου σταχτιά και µαύρα πετεινά σκάζουνε απ το αυγό ξεπεταρούδια ακόµα ζευγαρώνουνε χτυπάνε τα φτερά για κρασί ή χώνουνε το ράµφος στο αί- µα σου να δούνε και καλά σε τι θράκα κοχλάζει. Τα είχες ξαναδεί ετούτα και τα άλλα αρπακτικά που το οξυγόνο ανάµεσά τους ούρλιαζε άπνοια τα σκούρα και 5

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ τα λαίµαργα τα τέτοια και τα αλλιώτικα τα αλλόθρησκα τα τρέξε και φέξε. Κι αφού χτυπήσανε στα τύµπανά σου και ανατρίχιασες ξανάδες επιτέλους λίγο φως διαβάζοντας µισή ζωή τι στα υπόγεια. ιαβάζοντας να γίνεις όµοιός τους; Τόσο ανθρώπινο δικαιολογείσαι αν και τόσο χυδαίο τόσο λίγο πολύ. Ένα µπάλωµα στο παιδικό σου τι. Μανίκι Νίκο µου. Θα µπορούσε να ναι σιρίτι. ιάβαζες µη χάσεις τα µάτια σου αντέγραφες στην πέτρα τόσοι θαµµένοι ζωντανοί απ το ισόγειο και κάτω ως το τρίτο υπόγειο δίχως βιβλία. Να τους ξεθάψεις είπες. Αποβραδίς τι ήταν αυτό το γλιστερό που σκαρφάλωνε στα πέδιλά σου στα πόδια σου. Νίκο µου Νίκο η κουρούνα µέσα στην άπνοια κι ένα υγρό αεράκι σύρθηκε στα καλάµια σου σε έζωσε γύρους τρεις στα πλευρά σου. Η κατάβασή σου θα έληγε δε θα κατέληγε οι πεθαµένοι στο ισόγειο κρατούσαν το κλειδί µες στο αυτί τους. Ξεκλείδωσέ τους αν σου χει µείνει λαλιά. 2. Ο Νίκος σιγοντάρισαν από τη µαύρη πάχνη τα παιδιά της παίδεψης που σε έχαναν και σε έβρισκαν ψέλνοντας τα δικά σου από τα γεννοφάσκια σου ως τα ρηχά γεράµατα και βάλε. Πάθη µαθήµατα άθλοι και ήττες απανωτές τι ήταν ετούτο. Σε έζωσαν φίδια και έρπητες πήγες να δεις την ώρα. Πού. Ποιος Νίκος. εν ήσουν διόλου σίγουρος για το όνοµά σου µα δε σου ερχόταν άλλο. Και τι αφύσικο τα παιδιά του χορού που σέρνανε τις 6

AXNA φτέρνες στον σκληρό αέρα ασώµατα να σε ξεβγάζουν τώρα άντε στο καλό κι εσύ που ακόµα ψάχνεις τα γυαλιά σου στα χώµατα τι. Κάνεις τον ξεναγό τους. Αποβραδίς µια υποψία πηγαιµού κι ερχοµού από άκρη σε άκρη της σπηλιάς ανάβοντας και σβήνοντας κεριά µες στο στήθος σου ώσπου επιτέλους κόπιασες στο ιερό µε τη θολή ρετσίνα τα κουκιά και τα νωπά σχεδόν µεταλλικά ρεβίθια απ όπου σου ήταν δυνατό να τους διακρίνεις κάπως και είπες ή το είπαν εκείνοι εν χορώ και σε γελοίο πληθυντικό καλώς µας ήρθατε welcome ορίστε ένα κλωνί βασιλικό για τη θύµηση κι έπειτα πόσο κάνουν ένα κι ένα στην τύφλα σας ή γιατί στο µητρώο σας υπάρχει ένας µικρός σταυρός αντί για τζίφρα. Οπότε άρχισες σιγά σιγά να θυµάσαι. Να ταν τουλάχιστον όλα αυτά στη σειρά. Παλιά µισοξυπνούσαν τα παιδιά πειραγµένα απ το θάνατο τα νιωθες να ζηλεύουν την τύχη σου µα όταν ξανάπεφταν στον ύπνο σε πειράζανε το τι σου σέρνανε σαν κάτω από τα πόδια τους γδέρνοντας τις πατούσες για την ώρα επιµένει αµετάφραστο. Τα θυµάσαι η αίσθηση καθόλου δυσάρεστη µήπως τα ανήλικα που τυραννιούνται νύχτα µέρα ξέρουν καλύτερα. Τι ανάποδη στροφή απειλούσαν τα πράγµατα µια ώρα δρόµο από το Ανάπλι στον Ίναχο εσύ µαζεύοντας ζόρι να το αδειάσεις πού. Με το καλό στο βάλτο του Ερασίνου να γίνει ο βάλτος βατός. Στην ερηµιά της συνήθειας τα παιδιά ένα τσούρµο αγίων η δεύτερη επάνω δεξιά µια από τους δώδεκα ή δε- 7

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ κατρείς Μάγδα Ευρυδίκη Ελένη ποια απ όλες τας θύρας τας θύρας υψώνει γυαλισµένο δισκοπότηρο λάβετε καταλάβετε κι έρχονται οι καλιακούδες οι κουρούνες οι κάργιες να πιουν το κρασί και εσύ κορακιάζεις. 3. Σε είχε πάρει από κοντά παραµιλούσε. Όταν την κοίταξες πιο καθαρά είδες το κινητό της. Ok την άκουσες I got him θα ταν δε θα ταν στο µπόι σου µικρούλα συνανήλικη το δίχως άλλο αν και τίποτε από όλα αυτά δεν το πιανε ακόµα µελάνι η Άχνα δεν είχε ανοίξει το στόµα της να πει να γελάσει να δείξει θυµό κι όταν σου κάκιωσε πρώτη φορά είπε πως ήταν για το σύρµα τον πηλό και τα βότσαλα για το ασίγαστο ταµάχι στα χέρια σου τι είναι αυτά δεν τα θέλω η λασπουριά της άνοιξης ακόµα στις χούφτες σου χάθηκαν τα κραγιόνια; Άντε να µάθεις γλυπτική άντε να παίξεις µε άλλες. Τα µαλλιά της ξασµένα αν και άλουστα λειχήνα από τη σκιερή πλευρά του βράχου στο ένα µάγουλο κριθαράκι από στάχυ στο µάτι εσύ ήξερες τι ήθελες να φτιάξεις δεν ήξερες πώς άλλη αντ άλλης σου βγαινε ακόµα και ο αστρίτης στο πόδι της έτσι τυχαία σκαρφάλωσε καλοκαίρι ήταν ετούτο ή συρµός οδοντωτός κατά πάνω σου. Ηπατίτιδα Β υποθέτεις ξανά χαϊδευτικά τη φωνάζεις χρυσή µου εκείνη σε αγνοεί. Αργά στο πάρτι του Εφετείου κάποιος τη σύστησε Ευρυδίκη και το πρωί που εξαφανίστηκε πριν σε ξυπνήσουν την έγραψες Άχνα. Φλέβες 8

AXNA γαλάζιες κάτω απ το βρώµικο δέρµα της σκληρά πυκνά µαλλιά δεµένα πίσω είχε χάσει το ένα σανδάλι της κρατούσε το άλλο στο ελεύθερο χέρι έµοιαζε ξένη που κάνει τη δικιά και µάλιστα από σόι ιερέων πήγαινε λέει στο γυ- µνάσιο την είχε τάξει αλλού ο πάτερ στις ελεύθερες ώρες της δούλευε στο Μαξίµου για µια από τις ξένες µυστικές υπηρεσίες που πλήθαιναν τον τελευταίο καιρό µαζί µε κινητές τηλεφωνίες και τράπεζες. εν πήρε ώρα να βρεθείτε µόνοι στα απόµερα εκείνη ακούµπησε το υπηρεσιακό περίστροφο χάµω σιωπούσε αµήχανα. εν είχε ξαναπάει µε άντρα µουρµούρισε ήταν ακόµα µικρή όµως µε εσένα ένιωσα έτοιµη από τη δεύτερη κιόλας στιγµή τι παράξενο είπε και ανατρίχιασε σύγκορµη. Αν ήθελες την πίστευες άλλωστε όπου να ναι θα χτυπούσε το ρολόι ποιο ρολόι να πας στη δουλειά. Έκανε να κρύψει το πρόσωπο ανά- µεσα στον ώµο και στο λαιµό σου εσύ κρύωνες κάθε τόσο αναρωτιόσουν γιατί αποσιώπησε τι ένιωσε την πρώτη πρώτη στιγµή που κοιταχτήκατε τι σου κρυβε το µόνο που θυµάσαι οι λυµένες κλειδώσεις σου. Έλα ψιθύρισε είχε περάσει η ώρα ξεκλείδωσέ µε ό,τι γίνει απόψε δε θα το µάθει κανείς και αντί να σου χαρίσει το κλειδί το πέταξε σ ένα σωρό από σταµατηµένα ρολόγια. Κάπου εκεί πήρε το µάτι σου και τα παιδιά στριµωγµένα στο κουβούκλιο του µηχανοδηγού της ταχείας ούρλιαζαν από τα παράθυρα κάντε στην άκρη στην άκρη και η κατάµαυρη ατµοµηχανή έπεσε πάνω σας ξέφρενη. 9

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ 4. Η Άχνα µιλούσε για σχήµατα σε µάρµαρο ασβεστόλιθο ή ψηµένο πηλό περιέγραφε νερά και χρώµατα ξύλου έψελνε κοντάκια ρωτούσε µε το βλέµµα αν εσένα πιάνουν τα χέρια σου µιλούσε και χωρίς να την ακούει κανένας. Το ότι θα πεθαίνατε µαζί το είχε νιώσει από την πρώτη κιόλας στιγµή που γνωριστήκατε είπε µε την ανάσα της στο αυτί σου ενώ ψυχορραγούσες στα πόδια της. 5. Την είπαν Ευρυδίκη και αντιµίλησε αυτή είναι άχαρη δουλειά ξεφύσησε είναι αγγαρεία όµως αν δεν την κάνω εγώ ποιος θα την κάνει. Τη σπίτωσες µες στα πνευστά του πλάτανου και έφτασε ο ξυλοκόπος. Τη χάραξες στην αγριελιά κι έγινε αποκαΐδι πού να προλάβει να γλιστρήσει δοξάρι στα φύλλα της αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε στο µισοφέγγαρο απ όπου εξοστρακίστηκε το αέρινο κορµί της ένα πεδίο µάχης µετά τη µάχη οι χούφτες της γεµάτες στάχτη στα µάτια σου να βλέπεις τι γράφεις. 6. Σβήνεις εγκαύµατα πληγές εκδορές την ξαναγράφεις ένα χρόνο µικρότερη ένα χρόνο πιο σοφή στα χείλη στα µαλλιά στα λαιµά και στους ώµους µέσα στην άπνοια τη φώναξες κι εκείνη δεν έβγαλε άχνα. Ασκείται να ψηλώσει να σε φτάσει και να σε ξεπεράσει εσύ επιµένεις ανήλικος. Έτσι αλλαγµένη θα την έβλε- 10

AXNA πε στις κόρες των µατιών σου κι ο άλλος. Θρασύδειλος κοµπλεξικός θα στελνε τους γορίλες του να του την πάνε πισθάγκωνα κατουρηµένη από το φόβο. Μάθε εσύ να µην κλείνεις µάτι ακόµα και όταν κοιµάσαι. Την παίρνει ο καιρός τη φέρνει ο χρόνος εσύ ψηλώνεις αλλά ο Τραυλός που την είδε να κά-κά-κάνει πιπί στα κα-κα-καλάµια φαντάστηκε τον εαυτό του από κάκά-κάτω και-και-και τραυλάλησε να του την πάνε στο παλάτι χάνι ψησταριά pronto κι ας µην την είχε τόση ανάγκη είχε ένα σωρό από δαύτες. 7. Αν η µισή αλήθεια είναι στο πνεύµα τι γίνεται η άλλη µισή. Μπορεί να πάει στην Κούλουρη αλλά µήπως κι εκεί µισή δε θα µείνει; Αν όµως µετοικήσει στο γραπτό όπως κι η δεύτερη ζωή σου που την έζησες πρώτη τι. Τι αλλόκοτη ζωή να ανασαίνεις ένα ένα τα πράγµατα να τα φυσάς στο χαρτί πράγµατα λείψανα χλωρά παρανάλωµα στο φως το εξώτερο. 8. ηλώνεις παρών το µελάνι της πρώτης γραφής σου απλωµένο παντού πλην αόρατο η ζωή σαν να µην ήξερες καλύτερα σκιερή όσο ο θάνατος. ηλώνεις παρών τα πράγµατα έρχονται άνω κάτω προσπαθείς να επιβάλεις τάξη. Χωρίς µελάνι µελανό δε διαβάζεται τίποτα. Αντιστέκεσαι στη νύχτα στη νύστα αλλά τι κατάσταση κι αυτή να µιλάς δίχως να βγαίνει µουσική απ τ αυτιά σου. 11

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ 9. Τα παιδιά δυσφορούν το όνοµα Άχνα θα ταράζει τον ύπνο τους γυρίζουνε πλευρό µορφάζουν να τα αφήσεις στη λύπη τους στον τόπο ετούτο που αναβλύζει και λιµνάζει η νύχτα και µόνο άλογα µε τα καρτερικά τους µάτια προαισθάνονται τι πριν τα ανοίξουν και πιουν. Σε παίρνει ο ύπνος γερµένο στην άπνοια ονειρεύεσαι πως βγάζεις τα σανδάλια πως χύνεσαι στη σκονισµένη απόσταση να προλάβεις όσο είναι καιρός τι να προλάβεις. 10. Στο πέρασµά της παλαµάκια ιτιάς σαν ελιάς ασπροπράσινα κάθε φύλλο Βεατρίκη Γέρµα ανάη Ευρυδίκη Ελένη. Σε ένα άδειο φύλλο χαράζεις και Άχνα αρµόζοντας στη γλώσσα σου χίλιες ψηφίδες φωνές. Αν και ο ίδιος επιµένεις µονόλογος. 11. Θηλαστικά ερπετά και στρουθία επιβλέπουν τη βάρδια σου µε ένα µείγµα υποµονής και θλίψης έχεις την αίσθηση πως η αγρύπνια τους αυτή παρατράβηξε. Τα άλογα προαισθάνονται ο λόγος πέφτει σ εσένα. Σε εµπιστεύονται όµως έστω µε µια περαστική σκιά φόβου στο βλέµµα σε σκουντάνε απαλά µε το κούτελο. Εντάξει εντάξει τους χαϊδεύεις τα αυτιά τους νισάφι. Το χειµώνα όταν αργείς να φανείς χλιµιντρίζουν στο στάβλο για να σπάσουν τη σιωπή που κι αυτή σαν σκιά γλιστράει στα µάτια σου από τα δικά τους. Μπαίνεις µέσα φτυαρίζεις καβαλίνες ρίχνεις σανό ή βουρτσίζεις καπούλια και χαίτες µουρµουρίζοντας 12

AXNA επαίνους έτσι ησυχάζουν. Τι αγάπη κι αυτή όταν µε τα ρουθούνια τους σε χουχουλίζουν κατάµουτρα. Σαύρες και σαµιαµίδια επισκέπτεσαι τον Αύγουστο. Μόνο το καλοκαίρι ζωηρεύουν και τα άνω ζητώντας σκαρφαλώνουν στα πόδια σου δροσίζοντάς σου κνήµες και γόνατα. Οι όρνιθες τα όρνια οι τσιλιβήθρες όπα όπα σ έχουν όποτε φανείς στα ληµέρια τους µε χαρτιά παραµάσχαλα. Έτσι και ανοίξεις χειρόγραφο έρχονται µε τα ράµφη τους τσουλάνε τα όµικρον ξεκλειδώνουν τα βήτα ισιώνουν τα ξι. Ακόµα και τα ψάρια σε καλοβλέπουνε µε ένα σκίρτηµα ασηµί ένα νερένιο ρίγος. Σαν να χες µάθει κάτι χρήσιµο τον καιρό που θαλασσοδερνόσουν αδιάβαστος. Μάθε ο πνιγµένος απ το λόγο του σώζεται είπε η Άχνα. Μάθε αν δε µιλάς µε αγάπη δε λες τίποτα κι αν δεν ξέρεις να αγαπάς µένεις άπρακτος όπως θα λεγε ο άλλος ιχθύς. Οι γάτες λούφα στις γραφές µαθαίνουν να διαβάζουνε και τούτες κατεβαίνουν µε την όπισθεν από τα δέντρα δε φοβούνται πια το νερό. Και τα ψάρια παύουν να φοβούνται τις γάτες. Μικρότερος µια θρεµµένη περσική σου σωσε το πετσί από έναν παιδικό χωλοφύλακα µε τα δικά της χ και τα νύχια της. Οι σκύλοι χρήσιµοι όσο γίνεται ακόµα και οι κοπρίτες µαθαίνουνε να τα ακουµπάνε στον ψ και δεν τινάζονται στον ύπνο τους από ενοχές και τέτοια. Αντί να δείχνουν τα δόντια οσµίζονται τον καβάλο σου και χαιρετάνε στρατιωτικά. Οι αλεπούδες µια χαρά βρίσκουν ακόµα καταφύγιο στα κοτέτσια ενώ οι κότες κουρνιάζουν στα σκυλάδικα. 13

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ Αυτά τα λίγα είχες να πεις για το βασίλειο της ζωής το χαρτοβασίλειο και πως ο άνθρωπος τον άνθρωπο φοβάται πάνω απ όλα και στον θεό από φόβο για τον άνθρωπο καταφεύγει. Τα κυπαρίσσια κι αυτά τα άνω ονειρεύονται αλλά σιωπούν βουτάνε τις κορφές τους στα µνήµατα και γράφουν άστρα φεγγάρια και άλλα ουράνια σώµατα όποιος έχει µάτια διαβάζει. 12. Tα παιδιά αποστηθίζουν το νόηµα τα ίδια βιβλία λένε άλλα σ εσένα µέσα απ το ρυθµό. Ήταν καλά παιδιά τα ελληνικά τους ένα κι ένα τα ζήλευες πότε θα µάθαινες κι εσύ τι. Κάποτε σε ρωτήσανε πούθε έρχεσαι και απάντησες από τη µάνα µου έρχοµαι στο σπίτι µου πηγαίνω που το κάψατε. Ένας τους πήγε να γελάσει και περάσανε βήµατα µε την ανάσα τού απήγανου άλλοι σε δέσανε στον κορµό της γκορτσιάς έτσι έµαθες να γράφεις µε τα χέρια πισθάγκωνα έτσι έµαθες να φτιάχνεις δεντρόσπιτα. 13. Πελαργός µε το ένα πόδι στη στεριά το άλλο σε πτήση απ τη µεριά της θάλασσας χαλασµένες κονσέρβες και αποβράσµατα έψαχνες πού να βρεις τι πιο κει ο τρόµος του Ξηριά κοντά µεσάνυχτα παραδίπλα στο ανάχωµα τόπος υγρός χλοερός παιδιά από χρόνια περιτύλιγαν τα οστά τους µε πρόχειρες σάρκες και σε κυνηγούσαν έλα να παίξουµε ξυλίκι κρυφτόµπουκο βόλους. Ήταν και 14

AXNA δυο Θεόδωροι του ενός το δεξί κρεµασµένο απ το σβέρκο του κάτι ψιθύριζε τι παιχνίδι µε τα σπίρτα αλλά του τα σβησε αµέσως η µαµή που να µη σας άρπαζε από τις µανάδες σας τόσο µακριά και εκείνος σοβάρεψε. Το σιδεράδικό τους κόλαση µε καµίνι φυσερό σφυριά και αµόνι καπνισµένο ταβάνι µε τρελές νυχτερίδες µπουριά από σό- µπες αλυσίδες και κουβάδες για πότισµα νιπτήρες άδειοι φανάρια του ψωµιού χωρίς ψωµί παξιµάδια µε ροδέλες και βίδες µια κόλαση στα µέτρα σου αλλά όµως. Ο άλλος Θοδωρής ο µικρότερος µε το που πήγαινες να αγγίξεις εργαλείο έβγαζε την τσιµπίδα απ το καµίνι και τζιζ. 14. Ένα µπλάβο πρωινό σαν εκείνο που είχε έρθει η µαµή να σε βγάλει να ανασάνεις καλοκαίρι καιρό κοίταξες µέσα σου θυµήθηκες κάτι από δω κάτι από κει σχή- µατα ή στοιχήµατα λίστες για ψώνια πράγµατα προτού γίνουν πράγµατα και τα συλλάβισες πάνω στις πέτρες τα µισά τους σβησµένα φαντάσµατα ήταν ωραία θυµάσαι τα χάιδευες τα παιδιά σού λέγανε τι θα τα κάνεις άσ τα. 15. Κοντά στα µνήµατα ο Ξηριάς καταφύγιο αγρι- µιών περασµένη ώρα εσύ πάνω κάτω στο ανάχωµα δίχως παπούτσια οι κροκάλες στην κοίτη του ακόµα ζεστές το νερό ανάµεσά τους αργό οι νεροφίδες άυπνες έτσι έµαθες να σφίγγεις τα δόντια σου να µην ακούγεσαι κιχ τα τσακάλια τούς λιπόψυχους βάζουν στο µάτι. 15

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ 16. Ο Νίκος. Ο Νίκος απ τη Νίκαια ο Νίκος απ την Κίο ποια Κίο τη νέα ή την παλιά νεκρόπολη πού να θυµάσαι. Τα παιδιά ρωτάνε τι χωρίς να περιµένουν απάντηση αν ήρθες για καλό ή µήπως είναι το κακό που νοστάλγησες η µουσική τους ένα µµµµ ο χορός επιτόπου. 17. Με αρχικό σηµείο συνάντησης το ακρωτήρι πάνω απ τον όρµο της Eλέας πήρες το µονοπάτι του Αϊ- Γιάννη ανάµεσα σε λεύκες και επηρµένα πλατάνια ψιθυρίζοντας ξόρκια όταν ξεβούλωσαν τα αυτιά σου κι έπιασαν µια φωνή κοριτσίστικη Νίκο τι κάνεις δε µε θυµάσαι πια και ανατρίχιασες. Τα πορφυρά χωνάκια είχαν σιγήσει από νωρίς το ίδιο τα σκυλάκια οι νάρκισσοι είχαν από ώρα σβήσει τα λαµπάκια το φεγγάρι είχε τραβήξει τα νερά του σε βαθιές αυλακιές οι βάτραχοι κρυµµένοι στα ρηχά βάσταγαν τσίλιες ως τις µικρές τις ώρες που κι αυτές σαν τα παιδιά δε µεγάλωναν. Τότε σου φύσηξε από τη λίµνη ποια λίµνη εκεί κοντά στους Μύλους λα- µπύριζε και στην υγρή ευωδιά επανέλαβες το αχ απ το όνοµά της που είχε µατώσει τη γλώσσα σου. Ξαναγεύτηκες αίµα ήταν δικό σου άνοιξες βήµα κατά τον Αϊ-Γιάννη το στόµα σου κακού καλού κουµπωµένο. 18. Έψαχνες απαντήσεις χωρίς να ρωτάς µεγαλόφωνα. Αν δεν ήταν το σκοτάδι που έκανε τα ουράνια σώ- µατα να λάµπουν στο στέρνο σου τότε τι. Οι απαντήσεις 16

AXNA κάτω από τη γλώσσα σου αποστοµώνονταν µε µια µόνο ερώτηση: Αλήθεια; Όπως όλοι ρωτάς χωρίς να ακούγεσαι ή να ακούς απαντήσεις. To ζητούµενο: σε ποιον τα εµπιστεύεσαι όλα αυτά που δεν ξέρεις. 19. Ιδέες προσεγγίζουν τον άνθρωπο πλάσµατα της νύχτας τροµαγµένα απ το φως µην καψαλίσει το µαλλί µη µαυρίσει την κούτρα. Για να σώσουν το κεφάλι απ την πυρά το βουτάνε στη χύτρα. 20. Αν ονειρεύεσαι δεν µπορείς συγχρόνως να ζεις όπως ήξερες. Και όµως δίχως όνειρο ζωή δεν εννοείται. Kάποτε κοίταζες τα άλλα παιδιά στην παραλία στο µπάνιο δεν πάει καιρός µια Κυριακή πρωί το φως στα µάτια τους στα λεία βρεγµένα µέλη στα µαλλιά στα λεπτά ή παχουλά κορµιά τους ακόµη ασχηµάτιστα και ένιωσες τα µάγουλά σου να καίνε στη σκέψη πως και η Άχνα σου ήταν το ίδιο ανήλικη. Αλλά µήπως και εσύ συνανήλικός της δεν ήσουν; 21. Είχε ανέβει το φεγγάρι. Μισό. Το κάτω µισό του µισού γεµάτο βροχόνερα. Έµπαινε Ιούνιος µέρα τη µέρα θα ωρίµαζαν τα µούρα θα κλεινε το σχολείο η αυλή του θα ερήµωνε. Έρχεται η Άχνα σού ξεφεύγει αλλάζοντας σε άλλη έρχεται και φεύγει και σε αφήνει στην αυλή του σχολείου τα νερά του φεγγαριού όλα επάνω σου. 17

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ 22. ίνεις σχήµα και µορφή στο όνοµά της µαθαίνεις να τη φτιάχνεις λίγο λίγο απ το µηδέν την Άχνα που παίζει στα δάχτυλα όλα εκείνα που πας να της πεις να της κάνεις. Μάθε σου λέει χωρίς χώµα πηλός δε γίνεται. Χώµα χωρίς νερό κουρνιαχτός. Μάθε χωρίς το όνειρο πλάση δεν πλάθεται φυτό δεν ξεµυτίζει κι αν ξεµυτίσει δεν ανθίζει ούτε καρπίζει το έµαθα να λες. 23. Τα γυαλιά σου παιδεύονται στο υπόγειο διάβασµα η όψη που πλάθεις γλιστράει απ τα γάντια σου την ψάχνεις σαν µέσα από λεπτή χαραµάδα. Ακόµα και η µουσική σου κουφαίνεται τα αυτιά σου αρνιούνται να µετρήσουν συχνότητες η φωνή σου η ίδια ξαναγίνεται άναρθρη. 24. ιαβάζεις µε τα δάχτυλα η αφή σου στην υφή των πραγµάτων µουδιασµένη έως ξύλινη και όταν µε το ένα χέρι σου χτυπάς ή ψάχνεις το άλλο δε βρίσκεις τίποτα του χεριού σου η ανάστροφη τρέµει της δασκάλας το χάρακα. Στα ξυπόλητα πόδια σου σκαρφαλώνουν αγριάδες ερπετά ή ζωύφια και όταν πηδάς πάνω απ τα µαύρα στα άσπρα πλακάκια στην αυλή του σχολείου είναι το µαύρο από τα µαύρα που βάφει τις φτέρνες σου. 25. Ποιος είπε όταν θέλω να διαβάσω ένα καλό βιβλίο το γράφω. Aυτό θα έκανες και εσύ αφού δεν είχες βι- 18

AXNA βλία όµως δεν ήξερες ακόµα να γράφεις. Τα βιβλία που διψούσες να διαβάσεις τα έγραφες χωρίς χαρτί και µελάνι. 26. Προσπαθούσες να διαβάσεις ονόµατα και ηµεροµηνίες περνώντας από µνήµα σε µνήµα και οι νεκροί πετάγονταν όρθιοι άπλωναν τα χέρια ζητιανεύοντας να πάρουν να κρατήσουν να έχουν και αύριο. Ένα απόγευµα πάει καιρός δυο τέτοια χέρια χάιδεψαν το λαιµό σου το στήθος σου ως µέσα βαθιά και είναι από τότε που δεν έκλεισες µάτι. 27. Ένα άλλο απόγευµα είχε γίνει η κηδεία ποιανής πάνω απ το µνήµα της οι συγγενείς κερνούσαν κρασί σε πλαστικά ποτήρια επιθυµία της νεκρής ακούστηκε. Πλανήθηκες διαβάζοντας σταυρούς και ταφόπλακες ο καιρός στη βροχή. Ξεκίνησες να φύγεις για το σπίτι. Σε ακολουθούσε µια λευκή πεταλούδα έφερνε γύρους στο κεφάλι στα πόδια σου µια Άχνα µα ποια Άχνα είπες µέσα σου αν δεν έπαυε να αλλάζει κάθε τόσο θα πέθαινες και εσύ ψάχνοντάς την. Η πεταλούδα δώστου κύκλους µια ζαλάδα σαν να πιες κρασί. Όποια κι αν είσαι εγώ έχω δουλειά ακόµα έλα µαζί µου αν θέλεις το σώσµα της ζωής πίνεται και αργότερα. Στην πάχνη του απόβροχου το φεγγάρι φευγάτο η αθέατη όψη του ορατή σαν µέσα από θαµπή διαφάνεια. Είναι αργά της λες πάµε στο σπίτι εκείνη γίνεται άλλη κλοτσάει το ένα της σανδάλι ψάχνει 19

ΣTPATHΣ XABIAPAΣ µε το πόδι ανυπόδητο πού να πατήσει κοιτάζοντας αλλού σαν αόµµατη. Έξω στο δρόµο όταν πια φτάνει ο προαστιακός κι ανοίγει η πόρτα να µπεις η πεταλούδα αιωρείται ακίνητη για µια στιγµή και ύστερα πετάει πίσω στο µνήµα της. Ξεχνιέσαι χάνεις τη στάση σου την κερδίζεις αλλού χαράζοντας µε το σουγιά ιδεογράµµατα στον κορ- µό του δεντρόσπιτου. 28. Γανιάζει η γλώσσα σου υγραίνοντας τα λόγια ένα ένα στην πόρτα του τυφλού στου κουφού το παράθυρο µην ακούσατε βήµατα στα χαλίκια χαράµατα; Mην είδατε βρεγµένα πέλµατα στις πλάκες µεσάνυχτα; Ψαλµός µε αρχαία ονόµατα ξεχωρίζεις το Ελένη κι όµως Άχνα είναι το µόνο όνοµα που της ταιριάζει. Είναι τρελή παίζει θέατρο πού να ξέρεις τι ρόλο υποδύεται απόψε µπορεί να σφαδάζει απ τους πόνους στον αστράγαλό της σκαρφαλώνει οχιά µην το πιστεύεις είναι τατουάζ. Είπε η Άχνα ό,τι αντικρίζεις προϋπάρχει στα µάτια σου αλλιώς πώς θα το αναγνωρίσεις; Η θολούρα που έπεσε προχθές και σκοντάφτατε ο ένας στον άλλο δεν είχε προηγούµενο έχει όµως επιπτώσεις. 29. Περιεργάζεσαι ένα λεπτό ανοξείδωτο αντικείµενο µοιάζει µηχάνηµα. Στην µπροστινή του όψη η µάρκα αλεούπ. εν προϋπήρχε στα µάτια σου. Εκτός από αναγραµ- µατισµένη αλεπού δε βγάζεις άκρη ακρωνύµιο θα ναι. 20