το κουτί με τα ανθισμένα κοσμήματα

Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.


17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Το παραμύθι της αγάπης

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Down. Πηγή: kosmos/item/ down- syndrome- pos- eipa- ston- gio- mou- pos- exei- syndromo- down

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά κι έναν καιρό

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

γραπτα, έγιναν μια ύπαρξη ζωντανή γεμάτη κίνηση και αρμονία.

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Οπως μαλλον θα ξερετε, εγώ κι ο αδερφός μου

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΦΥΛΑΚΗ ΥΨΙΣΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

T: Έλενα Περικλέους

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Modern Greek Beginners

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Copyright Φεβρουάριος 2016

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Transcript:

το κουτί με τα ανθισμένα κοσμήματα 1

τίτλος συγγράμματος συγγραφέας διεύθυνση ατελιέ Νικόλαος Κουμαρτζής συντονισμός έκδοσης Βαλάντης Ναγκολούδης σελιδοποίηση Θεόδωρος Κουμαρτζής φιλολογική επιμέλεια Παναγιώτης Αποστολάτος α έκδοση Ιούνιος 2013 isbn 976-960-9599-14-6 Εκδόσεις Πηγή Μαλέας 11, Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα Pigi Publications Maleas 11, Ano Poli, Thessaloniki, Greece Ιστοσελίδα: www.pigi.gr Επικοινωνία: 2311 27 28 03 info@pigi.gr ο συντονισμός της έκδοσης, η καλλιτεχνική επιμέλεια, η σελιδοποίηση και η σχεδίαση της μακέτας εξωφύλλου έγιναν από τα ατελιέ του iwrite.gr iwrite Creative Team http://www.iwrite.gr Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. 2

Στους αγαπημένους μου γονείς. Για όσα είμαι σήμερα... Στη μακέτα εξωφύλλου-οπισθοφύλλου χρησιμοποιούνται κυρίως πίνακες του Dante Gabriel Rossetti. Πιο συγκεκριμένα, στο εξώφυλλο φαίνεται ο πίνακας με τίτλο Pandora (1879) και στο αυτάκι του οπισθοφύλλου ο πίνακας με τίτλο Proserpine (1874). Στο οπισθόφυλλο διακρίνεται ο πίνακας Phèdre (1880) του Alexandre Cabanel. 3

4

«Μπαίνεις στο δάσος στο σκοτεινότερο σημείο, Εκεί που δεν υπάρχει μονοπάτι. Εκεί που υπάρχει δρόμος, είναι το μονοπάτι κάποιου άλλου. Δεν έχεις φτιάξει το δικό σου. Εάν ακολουθήσεις το δρόμο κάποιου άλλου, εάν ακολουθήσεις το μονοπάτι κάποιου άλλου, δεν πρόκειται να πραγματοποιήσεις το δυναμικό που κρύβεις.» Joseph Campbell, Το Ταξίδι του Ήρωα: Joseph Campbell, σχετικά με τη Ζωή και την Εργασία «Ο σκοπός μας είναι να θεραπεύσουμε την εσωτερική διχοτόμηση που μας λέει να αδιαφορήσουμε για τα συναισθήματα, την διαίσθηση και τις εικόνες των ονείρων που μας πληροφορούν για τις αλήθειες της ζωής. Θα πρέπει να έχουμε το κουράγιο να ζήσουμε με το παράδοξο, την δύναμη να αντέξουμε την ένταση του να μην γνωρίζουμε τις απαντήσεις, και την προθυμία να ακούσουμε την εσωτερική μας σοφία και την σοφία του πλανήτη, που ζητά αλλαγή.» Mauren Murdock, Το Ταξίδι της Ηρωϊδας 5

6

κεφάλαιο πρώτο η είδηση Το σκοτάδι ήταν τόσο παχύ που κοβόταν με το μαχαίρι, παρόλο που κόντευε να ξημερώσει. Θα μου πεις, τέλος Φεβρουαρίου σε ένα προάστιο του Λονδίνου τι περίμενες; Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ για ακόμα ένα βράδυ. Καθόμουν στο παράθυρο του υπνοδωματίου του πάνω ορόφου και προσπαθούσα να διακρίνω ανάμεσα στα σκοτεινά δέντρα. Δεν ήταν φόβος αυτό που ένιωθα, αλλά να, δεν είχα συνηθίσει τόσα χρόνια την εξοχή. Τα μάτια μου κοιτούσαν ανήσυχα γύρω. Φόρεσα ένα φαρδύ σκούρο μπλε πουλόβερ με κεντημένο το αρχικό μου «Ι» και τελικά βγήκα έξω. Κάθισα θαρραλέα στη βεράντα με τις τεράστιες ξύλινες πολυθρόνες, ενώ μαζί μου είχα και μια μικρή καρό κουβέρτα. Η υγρασία της αγγλικής εξοχής μού περόνιασε τα μεσογειακά μαθημένα μου κόκαλα. Και δεν ήμουν και κοριτσάκι πλέον, κόντευα τα σαράντα, αν και το έκρυβα με τις κρέμες και την κληρονομημένη μου κράση. Ένα κράξιμο πουλιού τάραξε την κατάσταση ηρεμίας στην οποία είχα βρεθεί. Το αγνόησα και συνέχισα να βρίσκομαι εκεί που έκαναν κουμάντο ο νους και οι επιθυμίες μου. Τώρα τελευταία μού έλειπε ο τόπος μου και 7

το μυαλό μου ταξίδευε συνεχώς εκεί. Άκουγα κύματα, έβλεπα φωτεινές αμμουδερές παραλίες, ένιωθα τον καυτό ελληνικό ήλιο να διαπερνά κάθε κύτταρο του σώματός μου. Έτρωγα στα κλεφτά βανίλια υποβρύχιο που μύριζε μαστίχα, αυτή τη γεύση της που τόσο μου είχε λείψει. Το ξυπνητήρι ακούστηκε από το υπνοδωμάτιο και πετάχτηκα τρέχοντας μέσα στο σπίτι με τη γλώσσα στο λαιμό, για να μην ξυπνήσει το παιδί. Έξι και τέταρτο. Η μέρα μας είχε ξεκινήσει. Σκορπίζαμε στις τρεις άκρες του Λονδίνου καθημερινά, ο μικρός στο νηπιαγωγείο κι εμείς στις δουλειές μας. Ο Στιούαρτ στην πολυεθνική εταιρεία μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα, κι εγώ στον οίκο δημοπρασιών. Στη δουλειά το τηλέφωνο χτυπούσε σαν μανιασμένο, καθώς όσος κόσμος διέθετε χρήματα και φοβόταν την οικονομική κρίση που είχε διαλύσει τις οικονομίες παγκοσμίως, ήθελε να επενδύσει στην τέχνη. Για μας οι δουλειές άνθιζαν καθώς η λίρα Αγγλίας λειτουργούσε προστατευτικά για εκείνους που ήθελαν να σώσουν χρήματα, κι έτσι η τέχνη αποτελούσε το νόμιμο καταφύγιό τους. Είχαμε λοιπόν δουλειά, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό σε μια εποχή που οι μισθοί έπεφταν κατακόρυφα, που τα δημοσιεύματα για την Ελλάδα με πλήγωναν πάντα, τόσο απαξιωτικά, τόσο φτηνά, τόσο αστεία επιθετικά, φορές-φορές με έκαναν να ματώνω καθημερινά εδώ και χρόνια, όμως κρατούσα ένα είδος ανοσίας. Ήμασταν ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου εξαιτίας των δικών μας ανοησιών και της έλλειψης ανθρώπων που αγαπούν την πατρίδα τους. Πονούσα να ακούω ειρωνικά σχόλια και γελάκια για τους Έλληνες. Πλέον, για να μπορούσα να αντέξω, το πάλευα να μη βλέπω και ακούω τίποτα που να με στενοχωρεί και να με διαλύει, αφού στις αρχές της κρίσης ρουφούσα το παραμικρό και ήμουν μονίμως άρρωστη. Και ανάμεσα σε όλα, η κυρίαρχη έννοια μου κάθε μέρα, το παιδί μου, ο Πέτρος μου, μέχρι να 8

τον πάρει από τον παιδικό σταθμό η Στέλλα, η φοιτήτρια παιδαγωγικής που τον κρατούσε τα απογεύματα Σφιγγόταν η καρδιά μου μέχρι να μάθω ότι όλα ήταν εντάξει, ότι ήταν ήρεμος, χαρούμενος και ασφαλής. Μάλλον όλες οι μαμάδες θα κάνουν έτσι, δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάνουν διαφορετικά. Σαν να σταματούσαν όλα, λίγα λεπτά πριν με καλέσει η Στέλλα, κοίταζα τη συσκευή και περίμενα. Όταν έφταναν στο σπίτι και με έπαιρναν τηλέφωνο, ήταν σαν να μου χάριζαν τον κόσμο ολόκληρο Ανάσα ξανά και επιστροφή στη δουλειά μέχρι να νυχτώσει. Περπατούσα αργά, ενώ τα τακούνια ακούγονταν στο δρόμο. Γύρω μου ο κόσμος βάδιζε σκυθρωπός και αμίλητος. Άλλες εποχές όλοι μετά τη δουλειά ήταν χαρούμενοι, πήγαιναν στις παμπ, τώρα σαν να έχει πάρει κάποιος ένα σφουγγάρι και έχει σβήσει αυτή την ξεγνοιασιά από τα πρόσωπα των ανθρώπων. Φαντάσου στην πατρίδα, πολλά σκοτάδια μέσα τους... Και σκοτάδι ξανά και μπροστά μου, στον υπόγειο του Λονδίνου, ατελείωτες ουρές, αναμονή και μονότονη ορθοστασία με οσμή υγρασίας και κλεισούρας, και τελικά, επιτέλους σπίτι. Άλλος κόσμος εδώ. Η μηχανή του αυτοκινήτου έσβηνε μπροστά στο σπίτι. Η μυρωδιά από το νοτισμένο γρασίδι και τις γέρικες κλαίουσες ιτιές δίπλα από το ποταμάκι, μου χτυπούσε τα ρουθούνια. Ο Πέτρος μάς περίμενε υπομονετικά με τη συντροφιά της Στέλλας, να γυρίσουμε ένας-ένας πίσω. Κάποιες φορές κοίταζε την τεράστια ξύλινη πόρτα με τα μικρά ζωγραφιστά τζαμάκια στο πλάι, προσπαθώντας να διακρίνει τη φιγούρα μου. Τον είχα πετύχει κάποιες στιγμές να κοιτάζει και κάθε φορά βούρκωνα, προσπαθώντας να θάψω τις ενοχές μου. Σπίτι μου επιτέλους. Είχα βγάλει τα παπούτσια μου και περπατούσα ξυπόλητη πάνω στο χαλί, ενώ ο μικρός έπαιζε με τα Lego. Η Στέλλα έφυγε και ο Στιούαρτ μπήκε για μπάνιο. Ακουγόταν ο ήχος του νερού, ήμουν σίγουρη ότι το μπάνιο άχνιζε από το καυτό νερό, όπως 9

συνέβαινε πάντα. Αλλά το νερό έτρεχε και εκτός σπιτιού. Η βροχή έξω από τα γαλλικού τύπου ξύλινα παραθυρόφυλλα δεν έλεγε να κοπάσει. Το όμορφο σπίτι με τον μεγάλο κήπο γεμάτο γκαζόν στο ήσυχο προάστιο του Λονδίνου, ένιωθα ότι ήταν προστατευμένο κι εκείνη την ημέρα. Κάποιες ελάχιστες φορές ένιωθα ότι μια αόρατη κλωστή μάς ένωνε όλους. Ήταν μαγικές στιγμές, και τότε δεν χρειαζόταν να αγκαλιαστούμε ή να μιλήσουμε. Απλά συνέβαινε. Ήμασταν όλοι μαζί και δεμένοι. Κανείς δεν επρόκειτο να μας πειράξει, ούτε να μας χωρίσει. Και παρακαλούσα να ήταν όλα για πάντα όπως εκείνο το βράδυ. Αλλά το «για πάντα» το φοβάμαι Σταμάτησα αμέσως την ευχή. Κρατούσα το λιτό ποτήρι μου γεμάτο ρουμπινένιο κρασί με δύο παγάκια, όπως το συνήθιζα, ξαπλωμένη στον άνετο βελούδινο καναπέ του σαλονιού με την τεράστια βιβλιοθήκη και φυλλομετρώντας τον παλιό μου Πάμπλο Νερούδα, ενώ ο μικρός Πέτρος έφτιαχνε με ησυχία ένα από τα παζλ με ζωάκια του δάσους που του είχα φέρει την προηγούμενη εβδομάδα. Ο Στιούαρτ καθόταν στο γραφείο του που ήταν φτιαγμένο από ξύλο τριανταφυλλιάς, προσηλωμένος στο λάπτοπ και σε κάποιες λίστες με νούμερα που χρειάζονταν για τη δουλειά του. Ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο βρισκόταν δίπλα του. Η φωνή τής Έλα Φιτζέραλντ αγκάλιαζε το χώρο κι εμάς μαζί, σαν να μας χάιδευε. Μετά από μια ιδιαίτερα κουραστική ημέρα, λάτρευα τις στιγμές που σιωπηλά μοιραζόμασταν το χρόνο μας. Μερικές φορές δεν χρειάζεται να μιλάς ή να αγκαλιάζεσαι, παρά απλά να αισθάνεσαι την παρουσία του άλλου Είναι αρκετό. Η ένωση της σιωπής. Εκείνη τη στιγμή, το τηλέφωνο γκρέμισε αυτή την τόσο θνητή αίσθηση νιρβάνας. Η κλήση ήταν από την Ελλάδα. Απάντησα αγχωμένη. «Εμπρός; Ποιος είναι;» 10

«Έλα, Ισαβέλλα, είμαι η θεία Λίνα! Τι κάνετε, αγάπη μου; Ο Στιούαρτ, το παιδί, είστε όλοι καλά;» Η θεία Λίνα ακούστηκε ιδιαίτερα βιαστική και νευρική, ενώ συνήθως ακουγόταν πολύ χαρούμενη, ειδικά όταν ρωτούσε για τον μικρό. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, διαισθάνθηκα ότι κάτι συνέβαινε. Τα ξαφνικά νέα πάντα με τρόμαζαν. Είναι από τότε... Όσο μιλούσα στο τηλέφωνο τόσο παρατηρούσα τον Στιούαρτ, που αν και αρχικά παρέμενε χαλαρός στην πολυθρόνα του, κάτι από τη γλώσσα του σώματος και τον τόνο της φωνής μου τον έκανε να ανασηκωθεί από την καρέκλα του. Μου έκανε ένα νόημα απορίας. Τον καθησύχασα, ενώ ταυτόχρονα μάθαινα τα νέα για τη γιαγιά. «Να, η γιαγιά δεν είναι καλά Έχει πρόβλημα, έπαθε εγκεφαλικό». Η θεία Λίνα προσπαθούσε να ακουστεί ψύχραιμη. «Την έχουν στο νοσοκομείο της Σύρου. Κι εγώ μόλις έφθασα από τη Φλωρεντία στην Αθήνα και σε ειδοποίησα. Παίρνω το πλοίο για τη Σύρο. Μου είπαν ότι σε ζήτησε». «Εντάξει, θα σε πάρω εγώ τηλέφωνο μόλις φτάσεις». Ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω. Ένιωσα ξαφνικά το κεφάλι μου να πονάει πολύ και ένιωθα τους θορύβους να πολλαπλασιάζονται γύρω μου. Έκλεισα το τηλέφωνο αργά, συρτά. Ο Στιούαρτ με κοίταξε ανήσυχος. «Τι συμβαίνει; Τι έγινε;» «Η γιαγιά, δεν είναι καλά... Πρέπει να πάω Να πάω στο νησί...» του είπα σαν υπνωτισμένη. «Τι συνέβη στη γιαγιά;» Τόσην ώρα του απαντούσα στα ελληνικά, πού να καταλάβει εκείνος τι έλεγα; Μόνο «ευχαριστώ» και «παρακαλώ» ήξερε να πει. Α, και «γεια μας!» όταν τα πίναμε στο νησί τα καλοκαίρια κάτω από το δέντρο. Και ήταν τόσο αστείος όταν έλεγε αυτές τις λέξεις στα ελληνικά! «Έχω στενοχωρηθεί, Στιούαρτ. Πάντα πίστευα ότι η γιαγιά είναι άτρωτη. Ότι είχε κάτι που την έσωζε την τελευταία στιγ- 11

μή. Αυτά τα παλιά κόκαλα που άντεξαν κατοχή, δυστυχίες, πτωχεύσεις, διαλύσεις, προδοσίες, πόνο, θάνατο, πείνα, δεν ξέρω με ποια σειρά να τα πω, όλα δύσκολα και όλα επώδυνα για την ψυχή ενός θνητού». «Και τι θα κάνεις τώρα; Έχεις σκεφτεί;» με ρώτησε και με προσγείωσε στην ουσία της κουβέντας. «Ίσως θα πρέπει να πάω να την δω Με ζήτησε» του είπα και ένιωσα τη φωνή μου να χάνεται πίσω από το λαιμό μου. Περπάτησα λίγα βήματα και κάθισα στο χαλί δίπλα από τον μικρό μου, μονάκριβο γιο. Ο Στιούαρτ μάς πλησίασε, με φίλησε στο μέτωπο, χάιδεψε τα σγουρά καστανά μαλλιά του μικρού κοιτάζοντάς τον με λατρεία και επέστρεψε στο λάπτοπ και στους αριθμούς του, καθώς είχε να παραδώσει δουλειά την επόμενη μέρα στο γραφείο. Ο Πέτρος, που κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί αφού ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα, έκανε κάτι που με έλειωσε. Με αγκάλιασε δυνατά με τα ρωμαλέα χεράκια του και μετά κάθισε ήσυχος και σιωπηλός και με παρατήρησε για λίγη ώρα, σαν μεγάλος άνθρωπος. Όταν του χαμογέλασα και τον φίλησα, μετά άρχισε να ξαναφτιάχνει το παζλ που είχε αφήσει στη μέση. Μέσα στον ξαφνικό πόνο που αισθάνθηκα ότι μου έλουσε το κορμί, η θέα του μικρού παιδιού να προσπαθεί να φτιάξει ένα πάζλ με τα παχουλά του χεράκια και η αγάπη που ένιωθα για εκείνον τον μικρό άνθρωπο, μου μαλάκωσε την καρδιά. Αυτός ο μικρός ξαναέφτιαχνε το παζλ που είχα μέσα μου, και που τελικά ήταν τόσο εύκολο να διαλυθεί Να ήταν ίσως μια πλασματική αίσθηση ηρεμίας που διατηρούσα καθώς δεν υπήρχαν προβλήματα; Έπρεπε να πάω. Η γιαγιά μού είχε σταθεί σαν μάνα, σαν πατέρας, ο προστάτης μου στη ζωή κυριολεκτικά, όταν έμεινα στον αέρα για χρόνια ολόκληρα. Εκείνη με μεγάλωσε και με ανέστησε, από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Τότε που συνέβησαν όλα. Τότε που ο κόσμος όπως τον ήξερα και τον κατα- 12

λάβαινα διαλύθηκε και καταστράφηκε για πάντα. Τότε που οι γονείς μου σκοτώθηκαν σε εκείνο το μοιραίο ατύχημα, εκείνο το καλοκαίρι στη Σαντορίνη. Όσοι λένε ότι η ορφάνια ξεπερνιέται, κάνουν λάθος. Σήμερα που μιλάμε και μέχρι να πεθάνω, θα κουβαλάω τον πόνο της έλλειψης της μάνας και του πατέρα. Αυτή την ακόρεστη «πείνα» για μαμά και μπαμπά. Θυμάμαι την εικόνα της γιαγιάς, όταν έπρεπε να πάμε σε ένα από τα αμέτρητα μνημόσυνα των γονιών μου. Μια ψηλή, λεπτή γυναίκα, με κομψά χαρακτηριστικά, με τα μαλλιά της πιασμένα πίσω κότσο, ντυμένη στα μαύρα, να με αγκαλιάζει και να με φιλάει. Θυμάμαι να ανεβαίνουμε στο τοπικό, ξεχασμένο από τη δεκαετία του 60 λεωφορείο της γραμμής, το οποίο ήταν τόσο ξεβαμμένο που ίσα που διακρινόταν το μπλε του χρώμα ανάμεσα στη σκόνη. Είχε τη μηχανή μέσα στο χώρο των επιβατών, έναν λεβιέ ταχυτήτων που έμοιαζε με μανιβέλα τεράστια, ενώ πάνω από τον οδηγό με τα μαύρα μαλλιά και το ντούγκλα μουστάκι κρέμονταν κορδέλες, εικόνες αγίων, φωτογραφίες γυμνών γυναικών και μια σημαία της ΑΕΚ. Ήταν ένα πολύτιμο λεωφορείο και σήμερα μάλιστα θα θεωρείτο ένα είδος μουσείου λαϊκής τέχνης, καθώς πολλά από αυτά τα αντικείμενα ήταν κεντημένα με χάντρες. Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί μέρος των αναμνήσεών μου. Καθόμασταν σε αυτές τις υποκίτρινες πλαστικές καρέκλες του λεωφορείου. Είχε ακόμα ζέστη, τέλος καλοκαιριού. Μύριζε φτηνά τσιγάρα. Η γιαγιά μού είχε πιάσει τα μαλλιά τόσο σφιχτά πίσω που με πονούσαν, αλλά δεν είχα τολμήσει να της το πω. Μου είχε φορέσει κι ένα σκούρο μπλε φόρεμα με λευκή κορδέλα, το οποίο με ενοχλούσε γιατί είχε σκληρό γιακά και με έτρωγε στο λαιμό, ενώ ήταν τόσο άχαρο που αισθανόμουν ότι φορούσα ένα χαρτόκουτο. Έμοιαζε με στολή σχολείου, αλλά δεν ήταν. Ήταν ένα φουστάνι πένθιμο. Ένα φουστάνι που έδειχνε ότι ήμουν ορφανή. Μια λέξη που από τότε θα άκουγα συχνά, μέχρι που 13

έφυγα από τη χώρα και αυτός ο χαρακτηρισμός σταμάτησε να με συνοδεύει. Μερικές φορές απλά πρέπει να φύγεις για να μπορείς να συνεχίσεις να ζεις, και αν δεν το αποφασίσεις εσύ, η ίδια η ζωή αποφασίζει για σένα... Όμως σε όλα μου τα παιδικά χρόνια με συνόδευαν φράσεις ιδιαίτερου κάλλους και τρυφερότητας, όπως «δεν έχεις γονείς», «είσαι ορφανή», «έχουν πεθάνει», «είναι ορφανό το κακόμοιρο». Άλλες φορές με έκπληξη, άλλες με απέχθεια σαν να υπήρχε κάποιο είδος ασθένειας ή μυρωδιάς, άλλες με αρρωστημένη ευχαρίστηση, άλλες, ελάχιστες, με πραγματική συμπόνια και λύπη, όμως ούτε αυτό το ήθελα. Δεν ήθελα να ξεχωρίζω για κανέναν λόγο. Μιλάμε για ρατσισμό, κι ο ρατσισμός δεν έχει σύνορα, ηλικία, χρώμα, καταστάσεις. Και όχι μόνο από τα παιδιά, αλλά και από κάποιες μητέρες. Οτιδήποτε είναι διαφορετικό από το «σωστό», το «κανονικό», το «μέσα στα πλαίσια του αποδεκτού», το τσακίζουμε. Οτιδήποτε δεν είναι όπως «εμείς» μας ξενίζει ή μας φοβίζει, το απομονώνουμε. Ασχέτως αν δεν ήταν επιλογή δική μου να πεθάνουν οι γονείς μου, αλλά της μοίρας. Ορφανό λοιπόν. Έπρεπε να περάσω από όλα τα στάδια της διάλυσης. Οποιοδήποτε είδος ρατσισμού με ανατριχιάζει επειδή τον έχω φάει στη μάπα δεκαετίες ολόκληρες, αφού μετά ήμουν η «ξένη» στη Φλωρεντία και μετά «αυτή με το σκούρο δέρμα» στο Λονδίνο Με πλήγωσε τόσο αυτή η κατάσταση. Ήταν το δικό μου τέλος της αθωότητας σε ηλικίες που άλλα παιδιά, λίγα και τυχερά τελικά, ζουν μια ζωή χωρίς τέτοιες σκέψεις. Τότε λοιπόν, σ αυτή την άγρια ηλικία, μόλις τεσσάρων ετών, βρέθηκα στη Σύρο χωρίς κανέναν να νοιάζεται για μένα, παρά μόνον τη γιαγιά Μπέλλα. Η ανάσα μου δεν έβγαινε πάλι εκείνο το βράδυ. Ήταν σαν να είχα δυο τόνους γρανίτη να με σκεπάζουν. Σαν να με είχαν θάψει ζωντανή. Δεν μπορούσα να θυμάμαι, δεν άντεχα να θυ- 14

μάμαι. Είχα χαθεί μέσα στο παρελθόν μου. Με στοίχειωνε και με τρόμαζε αυτό το παρελθόν, σαν πληγή που ξερνούσε ασταμάτητα. Όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Περασμένες δύο τη νύχτα και ακόμα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Κι αυτό το τηλέφωνο τι ήθελε να χτυπήσει; Ο Στιούαρτ πήρε το κοιμισμένο παιδί και το έβαλε στο κρεβάτι, αφού κατάλαβε πόσο άσχημα ήμουν ψυχολογικά, και με άφησε μόνη μου να κοιτώ τις τελευταίες αναλαμπές της φωτιάς. Το μαρμάρινο τζάκι με τα ασημένια καντηλέρια με κοιτούσε βλοσυρό, αυστηρό και παγωμένο. Όλα ήταν κληρονομιά από τη μαμά του Στιούαρτ, η οποία έκανε συλλογή. Ακόμα θυμάμαι το πρόσωπό της όταν με είδε για πρώτη φορά! Μια ευγενική κυρία με τρεις γάτες, όλες με κουδουνάκια κρεμασμένα στο λαιμό τους, μια υπέροχη συλλογή από μινιατούρες πορσελάνης μέσα σε ένα κουκλόσπιτο και έναν υπέροχο κήπο. Ίσως περίμενε μια καλοβαλμένη ξανθιά, έστω κοκκινομάλλα Αγγλίδα με τρόπους βγαλμένους από βιβλίο, όμως εμφανίστηκα εγώ, μια μεσογειακή φυσιογνωμία, γεμάτη αυτοπεποίθηση και ειλικρίνεια που την τρόμαξε. Η καημένη, είχε μάθει τόσο διαφορετικά από μας, από μένα δηλαδή. «Είσαι εξωτική», ήταν η μόνη φράση που μπορούσε να σκεφτεί. Και πόσο περίεργα είχαμε γνωριστεί με τον Στιούαρτ... Εκείνος πάντα διπλωμάτης και τρυφερός, με είχε κερδίσει αμέσως με την αμεσότητα και την τρυφερότητα που μου εκδήλωσε την ημέρα της γνωριμίας μας. Δεν με ένωνε τίποτα με εκείνον, παρά μόνο το παιδί. Σκεφτόμουν εδώ και καιρό τις στιγμές που ήμουν στο μετρό, τις στιγμές που τα φανάρια άλλαζαν από πράσινα σε κόκκινα, τις στιγμές που ο νους μου πάγωνε, τις στιγμές που ο χρόνος με διέλυε, κι επανερχόταν συνεχώς η ίδια σκέψη: τι με ένωνε με αυτόν τον άνδρα εκτός από το παιδί; Ένιωθα ότι ήταν ένας ξέ- 15

νος άνθρωπος στη ζωή μου. Αδιάφορος, κοίταζε μόνο τη δουλειά του, είχε πάντα το μυαλό του κάπου αλλού, με κούραζε και ένιωθα ότι τον κούραζα κι εγώ. Δεν μιλούσαμε πια και δεν ήξερα τι μας έφταιξε. Αφεθήκαμε, φταίξαμε κι οι δυο. Και τώρα; Δεν ξέραμε από πού να πρωτομαζέψουμε τα κομμάτια μας. Δεν του είχα πει τίποτε ακόμα. Σκεφτόμουν να δώσω μια ακόμα ευκαιρία και στους δυο μας, όμως μήπως θα ήταν καλύτερο να μιλούσαμε; Αλλά δεν ήταν ώρα για τέτοιες σκέψεις. Καλύτερα να πήγαινα για ύπνο, αφού είχα να τακτοποιήσω χίλια πράγματα μέχρι να φύγω για την Ελλάδα. Κοίταξα γύρω μου. Ο Στιούαρτ άφηνε πάντα αναμμένο το φως του διαδρόμου, συνήθεια που είχε από μικρός. Εγώ θέλω πάντα σκοτάδι. Τα μάτια μου ξεκουράζονται μέσα στη νύχτα. Το σκοτάδι με ακολουθεί παντού, μέσα μου αλλά και γύρω μου, ή μήπως τελικά το επιδιώκω εγώ να υπάρχει; Δεν ξέρω Έκλεισα τα φώτα του καθιστικού νυσταγμένα κι έβαλα το προστατευτικό μπροστά από τη φωτιά. Σκέφτηκα ότι είχα ρίξει τόση δουλειά σε αυτό το σπίτι, που δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω άλλη ανακαίνιση για τα επόμενα δέκα χρόνια. Αφοσιωμένη στις σκέψεις μου, το βλέμμα μου έπεσε στο μοναδικό φως που είχε απομείνει να φέγγει. Ο Στιούαρτ δεν είχε κλείσει το λάπτοπ του και η οθόνη έκανε αντανάκλαση στο παράθυρο. Πήγα να το κλείσω, όμως εκείνη τη στιγμή έφτασε ένα μήνυμα. Δεν ξέρω γιατί, η περίεργη φύση μου ξύπνησε. Κάτι με έσπρωξε να το διαβάσω, ενώ δεν το είχα ξανακάνει ποτέ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Πήγα στο outlook και είδα ένα μήνυμα, ένα περίεργο μήνυμα που έγραφε: «Πρέπει οπωσδήποτε να βρεις μια ακόμα δικαιολογία για να σε δω για τελευταία φορά. Δεν τελειώσαμε και το ξέρεις. Φιλί, B». Έμεινα ακίνητη. Πάγωσα. Απ τη μια αισθάνθηκα ντροπή που 16

κοίταξα τα προσωπικά αρχεία του άνδρα μου, ενώ απ την άλλη είχα σοκαριστεί με την απρόσμενη αποκάλυψη. Καθόμουν μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ και έβλεπα τον εαυτό μου να καθρεπτίζεται απέναντι στο τζάμι του παραθύρου, μια τρομακτική μορφή. Σχεδόν φοβήθηκα τον εαυτό μου. Είχαμε προβλήματα, είχαμε βρεθεί σε δύσκολη φάση όπου σχεδόν όλα τα παντρεμένα ζευγάρια φτάνουν κάποια στιγμή, σκεπτόμουν πολλές φορές με φόβο πόσο είχαμε αλλάξει, αλλά τι συμβαίνει όταν ο άλλος έχει κάνει ένα βήμα πιο μπροστά από σένα; Και διαπιστώνεις ότι οι φοβίες σου και οι σκέψεις σου δεν είναι απλά στο μυαλό σου, είναι η αλήθεια που κουβαλάς και υποσυνείδητα ξέρεις ότι αφορά και τον άλλον; Και τελικά, είναι αυτό που έλεγα ότι ήθελα; Να χωρίσουμε; Ότι είχαμε παγώσει; Ήρθε η απάντηση. Ο άνδρας μου λοιπόν, ο βαρετός για μένα, ήταν με κάποια άλλη γυναίκα. Σε αυτήν την άλλη ήταν συναρπαστικός και αντικείμενο πόθου, ενώ μ εμένα, σ εμένα, για μένα... Συντετριμμένη, ξαναδιάβασα το μήνυμα και παρατήρησα τη διεύθυνση, η οποία δεν μου φάνηκε και τόσο άγνωστη. Μα, φυσικά! Ένα ακόμα χαστούκι στο αριστερό μου μάγουλο. Ήταν η διεύθυνση της Rebecca, της καλύτερης φίλης μου! Της φίλης μου που τον τελευταίο καιρό είχε περίεργα εξαφανιστεί από τη ζωή μου. Το χαϊδευτικό της ήταν Becca, εξού και το αρχικό «B». Μια φίλη δεκαετίας, που ήταν πάντα εκεί για μένα κι εγώ για εκείνη. Ήταν τόσο επώδυνο αυτό που αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια μου... Ήξερα ότι ήμουν πάντα κοντά της, καθώς ζητούσε τη βοήθειά μου στον τελευταίο χωρισμό της. Είχε χωρίσει για ακόμα μια φορά από τον τελευταίο αγαπημένο της και είχε στραφεί σ εμένα και στον άνδρα μου για βοήθεια. Εγώ, η ανόητη και αφελής Ισαβέλλα, έκανα ό,τι μπορούσα για να παρηγορήσω και να μαλακώσω τον πόνο της φίλης μου, αλλά πότε η καλοσύνη επιστρέφεται σε αυτόν που την δίνει; Έβλεπα 17

το σώμα μου στο τζάμι και η φιγούρα μου έμοιαζε να έχει παγώσει κυριολεκτικά. Όμως πόσο πολύ είχαμε φταίξει και οι δυο μας που επιτρέψαμε σε έναν τρίτο να μπει ανάμεσα; Πόσο φταίω εγώ, πόσο εκείνος; Και τώρα τι κάνω; Πώς αντιδρώ; Αποφάσισα με απόλυτη ψυχραιμία σαν να επρόκειτο για κάτι που συνέβαινε σε κάποιον άλλον, και αντί να σπάσω το λάπτοπ στο κεφάλι του Στιούαρτ, το έκλεισα γρήγορα-γρήγορα, αφού πρώτα εξασφάλισα ότι το μήνυμα φαινόταν σαν να μην είχε διαβαστεί από κάποιον. Ένιωθα σαν να μου είχαν μαστιγώσει τα μάγουλα, ενώ μέσα μου η καρδιά μου έκανε εμετό όλα όσα είχε πιστέψει τόσα χρόνια. Ανέβηκα τη σκάλα χαϊδεύοντας αφηρημένα την ξύλινη κουπαστή κι ένιωθα το νυχτικό μου να θωπεύει απαλά το χαλί, ενώ τα βήματά μου κρύβονταν κάτω από την παχιά μπεζ μοκέτα που προστάτευε το πάτωμα. Κοίταξα τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες με το χρυσό πλαίσιο που είχα κρεμάσει στη δεξιά μεριά του τοίχου. Ήταν λιθογραφίες που απεικόνιζαν την Ελλάδα στην αρχαιότητα, την Ελλάδα μου που τόσο μου είχε λείψει. Πήγα και είδα τον μικρό. Πλησίασα στο προσκέφαλό του. Ο ύπνος τού είχε αφρατέψει τα χαρακτηριστικά. Σαν φραντζολάκι, είχε σουφρώσει τα χειλάκια του και είχε μαζευτεί σε εμβρυακή στάση. Ανάσαινε βαθιά και έμοιαζε με αγγελούδι με τα σγουρά του μαλλάκια και το παχουλό του πρόσωπο. Μου θύμισε τον καιρό που ήταν μόλις μερικών μηνών στη ζωή, όταν πήγαινα νυχοπερπατώντας κάθε λίγο και λιγάκι όλη τη νύχτα για να τον χαζέψω. Πόσο το λάτρευα αυτό το μωρό! Ήταν απίστευτο πόσο το αγαπούσα, κάθε μέρα και περισσότερο Σαν αυτή μου η αγάπη να μεγάλωνε, σαν να υπήρχε μια πηγή αγάπης που κατευθυνόταν προς το γιο μου. Το δωμάτιό του έμοιαζε να είχε ξεφύγει από ένα μαγικό μέρος του σύμπαντος. Το φωτάκι που αφήναμε κάθε βράδυ σχημάτιζε φεγγάρια, αστέρια και δελφίνια που γύριζαν απαλά γύρω-γύρω από το 18

δωμάτιο. Ήταν το δικό του, μοναδικό σύμπαν και έπρεπε με κάθε τρόπο να το προστατέψω με όλη μου την ψυχή. Τον φίλησα απαλά, τόσο όσο μια ανάσα μου. Ο μικρός αναστέναξε βαριά, σαν να κατάλαβε την αρνητική μου ενέργεια. Έφυγα σχεδόν τρέχοντας, να μην του αφήσω τη σκιά μου κοντά του. Δεν ξάπλωσα δίπλα στον Στιούαρτ, ο οποίος κοιμόταν βαριανασαίνοντας με ηρεμία. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και να τον ανεχτώ δίπλα μου. Εκείνο το βράδυ είχαν συμβεί πολλά και άσχημα για να θέλω να τον βλέπω, αν και οι σκέψεις μου για εκείνον ήταν εντελώς παγωμένες. Η αλήθεια είναι ότι αυτό με τρόμαζε. Έκανα ένα ντους στο μπάνιο της κρεβατοκάμαρας για να απαλλαγώ από τη βρομιά που μόλις με είχε κυριεύσει, άλλαξα και αποφάσισα να κατεβώ κάτω, αφού το δωμάτιο αυτό δεν μας χωρούσε πλέον και τους δυο, και δεν ξέρω για πόσο θα μας χωρούσε και η ίδια μας η ζωή. Τον κοίταξα ξανά. Κοιμόταν απόλυτα γαλήνια. Για λίγο τον ζήλεψα. Παρά τη διπλή ζωή, κοιμόταν με ηρεμία αξιοζήλευτη. Εκείνος και ο μικρός κοιμόντουσαν με τον ίδιο τρόπο. Ζήλεψα και την ηρεμία που είχε η μέχρι τώρα ζωή του άνδρα μου. Οι γονείς του γεροί, δυναμικοί, με ενδιαφέροντα και χόμπι, οι παππούδες του ζωντανοί σε εκείνο το όμορφο, σχεδόν ειδυλλιακό προάστιο, εκείνος μοναχοπαίδι που έκανε αυτό που ήθελε στη ζωή του. Χωρίς δράματα, χωρίς τραγωδίες και πόνο, σχεδόν ολόκληρη η ζωή του. Λίγα τραύματα, λίγος πόνος. Ξέρεις, όταν δεν βασανίζεσαι να κρατήσεις τις ισορροπίες σου γιατί η ίδια η ζωή σε βοηθάει, μερικές φορές επιδιώκεις να τις διαλύσεις από περιέργεια. Είναι το ακριβώς αντίθετο από μένα που είμαι γεμάτη κουμπότρυπες μέσα μου, αφού από τότε που έχω μνήμες προσπαθώ να κρατάω ισορροπίες για να διατηρήσω όσα με κόπο έχω χτίσει μέσα μου. Εκείνη η νύχτα ήταν δύσκολη. Έρχονταν μνήμες μέσα μου, τις οποίες είχα σκεπάσει και θάψει χρόνια τώρα. Μνήμες επώ- 19

δυνες, σαν να υπήρχαν εκεί, σαν να μη με άφηναν να αναπνεύσω Επέστρεφαν και με χτυπούσαν συνεχώς σαν μαύρα πανιά που τα χτυπάει ο αέρας και μοιάζουν με φαντάσματα. Στοιχειωμένα όνειρα και ζωές. Ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού. Το τζάκι έμοιαζε με τέρας που είχε ανοίξει το στόμα του και μόλις που διακρινόταν ο θησαυρός του στο βάθος, λίγα πυρωμένα κάρβουνα, όπως πυρωμένη ήταν και η καρδιά μου. Ήπια πρώτα ζεστό σάκε που το σιχαίνομαι, και μετά ουίσκι με έναν πάγο. Ήθελα να με κάψει εσωτερικά το ποτό. Ξαφνικά, έτσι καθώς ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ, σηκώθηκα. Κίνησα να πάω πάνω να κάνω φασαρία, να τον ξυπνήσω, να πετάξω τα ρούχα του από το παράθυρο, να τον χαστουκίσω, να κοπανίσω όλα τα πράγματα και να τα σπάσω στα μούτρα του. Πήγα και στάθηκα στην πόρτα του δωματίου. Όμως, το μωρό που κοιμόταν και το νανούριζε το σύμπαν ολόκληρο, δεν μου το επέτρεψε. Όχι, δεν είχα το δικαίωμα. Απορώ πώς κατάφερα και διατήρησα την ψυχραιμία μου. Διαλυμένη, αφού ο σεισμός του τέλους της σχέσης δονούσε ακόμα το κορμί μου, κατέβηκα τα σκαλιά για πολλοστή φορά εκείνο το μοιραίο βράδυ. Ήπια ακόμα ένα ποτήρι, δεν θυμάμαι από τι, ένα διεστραμμένο ολονύκτιο κοκτέιλ αλκοόλ ήταν εκείνο το βράδυ, απλά θυμάμαι ότι δεν έπινα τίποτα που να μου άρεσε. Έπινα ό,τι σιχαινόμουν. Το μυαλό μου έφυγε και επέστρεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο παρελθόν μου. Εικόνες, σκέψεις, όλα συνέχιζαν να είναι εκεί και όλα επέστρεφαν σε εκείνη τη μέρα. Έπεφταν μπροστά μου, καρέ-καρέ, σαν παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Ήταν 30 Ιουλίου του 1979. Ήμουν ήδη τεσσάρων ετών στο σπίτι της γιαγιάς στον Γαλησσά, στη Σύρο, από τις αρχές Ιουνίου. Οι γονείς μου με είχαν στείλει από την Αθήνα να μείνω με τη γιαγιά στο νησί. Θυμάμαι τον ήχο των τζιτζικιών που ειδικά στη Σύρο τραγουδούσαν πιο γλυκά, τη θάλασσα που 20

ειδικά στη Σύρο τα νερά της ήταν πιο ζεστά και τρυφερά. Θυμάμαι και εμένα μικρή, πολύ μικρή, τόσο που ίσα που άγγιζα τις πρώτες μου μνήμες, να φοράω κάτι εξώπλατα μπλουζάκια και πετσετέ παστέλ σορτσάκια σε κίτρινα και ροζ χρώματα. Θυμάμαι το φαγητό, τηγανιτές πατάτες και ψάρι που μύριζε θάλασσα και φύκια, και κατακόκκινες ντομάτες από το μποστάνι με κρεμμύδι που έκαιγε αλλά μου άρεσε, που με τάιζε η γιαγιά στο στόμα με φρεσκοζυμωμένο ψωμί από τα χέρια της, «για να μεγαλώσεις» όπως μου έλεγε. Την αγαπούσα τη γιαγιά μου, αλλά δεν μπορούσα να αισθανθώ ιδιαίτερη οικειότητα όπως με τους γονείς μου που με χάιδευαν, με αγκάλιαζαν και έπαιζαν μαζί μου. Η γιαγιά, αν και τρυφερός άνθρωπος, είχε μια περίεργη αυστηρότητα ταυτόχρονα με ευγένεια, την οποία δεν μπορούσε να εκδηλώνει, και από ένστικτο εγώ, σε τόσο μικρή ηλικία, δεν ανοιγόμουν περισσότερο από όσο μου επέτρεπε εκείνη. Θυμάμαι ότι κάθε μέρα πηγαίναμε οι δυο μας με το τοπικό λεωφορείο στις Αγκαθωπές ήταν σαν να ζούσα μέσα σε ελληνική ταινία περασμένων δεκαετιών. Ο οδηγός διαφορετικός από αυτόν που περιέγραψα νωρίτερα να κρατάει το τιμόνι με το τσιγάρο στο χέρι, ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε συνήθως Καζαντζίδη, Μαρινέλλα, Βοσκόπουλο και Βιολάρη! Τι θυμάμαι Λεπτομέρειες ιδιαίτερες. Ακουγόταν «Το πουκάμισο το θαλασσί» και εγώ κοιτούσα γύρω μου να δω ποιος φορούσε τέτοιο χρώμα. Και λίγη ώρα μετά, ανάμεσα σε λακκούβες και τραγούδια, φτάναμε στην αγαπημένη μου παραλία. Ακόμα και σήμερα, όταν είμαι ευτυχισμένη, αυτή την παραλία βλέπω στον ύπνο μου. Για μένα είναι ένα είδος παραδείσου αυτό το μέρος. Θυμάμαι ότι στα μάτια της παιδικής μου ηλικίας φαινόταν σαν μια τεράστια πισίνα. Μια παραλία γεμάτη χρυσή άμμο. Ίσα που ακουμπούσαμε τα πράγματα και εγώ ορμούσα μέσα της σαν τρελή. Έκλεινα τα μάτια και μετά 21

ένιωθα την αίσθηση της θάλασσας δροσερή, καθαρή, και μετά τα άνοιγα ξανά. Ένιωθα να αστραφτοκοπά η άμμος κάτω από τα δυνατά χάδια του ήλιου. Κολυμπούσα και έπαιζα με μια μπάλα που μου είχε πάρει δώρο η γιαγιά και που είχε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, μια μπάλα μοναδική. Πού και πού κοιτούσα γύρω μου και πλησίαζα και κανένα παιδάκι για να παίξουμε μαζί, αλλά τελικά τα καλύτερα παιχνίδια τα έκανα μόνη μου με τον ουρανό, την άμμο και τη θάλασσα. Πήρα βαθιές ανάσες γρήγορα Πνιγόμουν, έτσι πρέπει να είναι το πνίξιμο, έτσι αισθανόμουν. Ότι ο αέρας δεν μου ήταν αρκετός. Ξαφνικά, έτρεξα προς την κουζίνα. Ήπια τρία ποτήρια νερό. Ήταν σαν να ήμουν ξανά τεσσάρων ετών, την πρώτη φορά που είχα σχεδόν πνιγεί στη θάλασσα πίνοντας πολύ νερό. Η καρδιά μου φτερούγισε από αγωνία και τρομάρα. Διψούσα σαν να είχε καθίσει το αλάτι στο λαιμό μου. «Ισαβέλλα, έλα γρήγορα έξω! Πέρασε η ώρα», άκουσα την προστακτική, διαπεραστική φωνή της γιαγιάς να μου τρυπά τα αυτιά με την τσιριχτή φωνή της. Είχαμε ήδη τσακωθεί καναδυο φορές εκείνο το πρωί. Εγώ ως συνήθως δεν ήθελα να πιω γάλα, μου μύριζε πολύ στο νησί, ούτε να φάω κουλουράκια, δεν ήταν όσο γλυκά τα ήθελα, αλλά ήθελα να πιω ευχαρίστως αρωματικά λουλουδάκια με μέλι, όπως έλεγα το χαμομήλι. Η γιαγιά επέμεινε, εγώ έχυσα κρυφά το γάλα στη γλάστρα και εκείνη το είδε! Και μετά από λίγη ώρα τσακωθήκαμε ακόμα και για τα ρούχα που θα φορούσα. Γινόταν μάχη κανονική! Η γιαγιά έλεγε να ντυθώ περισσότερο συντηρητικά, ενώ εγώ φυσικά δεν ήθελα. Της το τόνιζα! Ήθελα το εξώπλατο πετσετέ πορτοκαλί φόρεμα. Από όσο θυμάμαι, τσακωνόμασταν τουλάχιστον μια φορά καθημερινά. Αλλά έτσι είναι, όταν μοιάζεις με κάποιον, απλά δεν τον αντέχεις αφού σου θυμίζει τον εαυτό σου. Και όταν είσαι μακριά του, άλλες φορές σου λείπει και άλλες θέλεις να μαλώσεις από μακριά, έτσι για να μην ξε- 22

χνιέσαι. Τουλάχιστον έτσι ένιωθα εγώ. Αφού ήμασταν και οι δυο ξεροκέφαλες, εγωίστριες, πεισματάρες, επίμονες Τόσο ίδιες! Ένα χαμόγελο έσπασε στο πρόσωπό μου, που διαφορετικά έμοιαζε με σιδερένια μάσκα. Εκείνο το πρωί που σημάδεψε τη ζωή μου, ξύπνησα με πόνο στην κοιλιά. Χτυπούσα το στομάχι μου από τον πόνο. Ένιωθα σαν να με σφάζουν. Και αυτή τη φορά ήθελα πάλι χαμομήλι, αλλά η γιαγιά ήθελε να μου δώσει γάλα εβαπορέ που ήταν τόσο βαρύ και με πείραζε στο στομάχι. Είχα ξυπνήσει από ένα όνειρο. Συνήθως έβλεπα όνειρα που με τρόμαζαν, όπως άλλωστε τα περισσότερα παιδιά σε αυτή την ηλικία. Έτσι ήταν κι αυτό. Είδα ότι βρισκόμουν σε ένα περίεργο βουνό. Μόνη χωρίς κανέναν, σε έναν χώρο στεγνό, μόνο λόφοι από άμμο και άνεμος υπήρχαν. Τίποτε άλλο. Και ήθελα να κλάψω με λυγμούς. Αυτό αισθανόμουν. Την απελπισία και τη μοναξιά. Πίεση, πολλή πίεση στο στήθος μου, και ήθελα να ξεσπάσω σε ουρλιαχτά για να μπορέσω να αναπνεύσω ελεύθερα! Εκείνη την ώρα θυμήθηκα ότι μου έλειπε η μαμά και ο μπαμπάς που είχαν φύγει με τη θεία και το θείο για τη Σαντορίνη πριν τέσσερεις ημέρες. Το όριό μου όσον αφορά την απόσταση από τους γονείς μου ήταν οι τέσσερεις-πέντε ημέρες. Έτσι, είχαν βρει το κόλπο. Μένοντας στη Σύρο μπορούσα να βλέπω τους γονείς μου σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Εκείνοι με επισκέπτονταν. Έμεναν από το βράδυ της Παρασκευής ως το απόγευμα της Κυριακής σχεδόν όλο το καλοκαίρι, από τη στιγμή που έκλειναν τα σχολεία, και μετά έμεναν για όλον τον Αύγουστο. Και τώρα είχαν κανονίσει να πάνε διακοπές όλοι μαζί για πρώτη φορά στη Σαντορίνη, για λίγες μέρες, μόλις τέσσερεις. Ξαναπήγα στο σαλόνι, αφού το σπίτι εκείνο το βράδυ δεν με χωρούσε. Ήθελα να βγω έξω και να αρχίσω να τρέχω μέσα στη νύχτα. Να φύγω μακριά ήθελα. Από τι όμως; Από την απιστία του άνδρα μου; Από την αλήθεια που μόλις είχα μάθει; 23