O ΧΙ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ απ τη µεγάλη π λη είναι ένα µικρ χωρι. Στην πραγµατικ τητα, ο τε η π λη είναι και τ σο µεγάλη ο τε το χωρι τ σο µικρ, αλλά έτσι φαίνονται και τα δυο στα µάτια της έσποινας και της Μαρίας. Στην π λη βρίσκεται το σχολείο τους. Απ τα παράθυρα της τρίτης τάξης η έσποινα µπορεί να βλέπει τα σπίτια που απλώνονται σε ίσιες γραµµές δεξιά κι α- ριστερά απ ολ ισιους δρ µους, γιατί η π λη βρίσκεται στον κάµπο. Και µπορεί να βλέπει ακ µη και τα βουνά αντίκρυ τους χι πολ µακριά, ο τε µισή ώρα δεν κάνει το σχολικ κάθε πρωί για να τις φέρει απ κει µε την αδερφή της τη Μαρία. Η Μαρία, πάλι, απ 7
τη δική της τάξη δε βλέπει τίποτε απ αυτά. Μ νο τον κήπο του σχολείου και την αυλή, γιατί εκείνη πηγαίνει στο νηπιαγωγείο και οι αίθουσες βρίσκονται στο ισ γειο. Τα απογε µατα, λίγο πριν ξεκινήσει το σχολικ για το τελευταίο του δροµολ γιο, η έσποινα βλέπει τα σπίτια της π λης να θαµπώνουν σιγά σιγά. Εκτ ς απ τις µέρες πριν τα Χριστο γεννα. Τ τε τα φώτα α- νάβουν απ νωρίς, γιρλάντες απ λάµπες πολ χρω- µες που στολίζουν τους δρ µους και τις πλατείες. Η π λη λάµπει ολ κληρη και στη έσποινα φαντάζει παραµυθένια, το λέει και στη Μαρία και κείνη συµφωνεί µαζί της. 8
9
Αυτή την π λη πολ θέλουν να τη γνωρίσουν κι οι δυο. Η αλήθεια είναι πως δε θέλουν να τη γνωρίσουν απλά. Θέλουν να τη χορτάσουν. µως οι µεγάλοι είναι πάντα πολ βιαστικοί. Και η έσποινα µε τη Μαρία, κάθε φορά που βρίσκονται τέτοιες µέρες στην π λη, νιώθουν σαν να τους δίνει κάποιος ένα γλυκ πασπαλισµένο µε λιωµένη σοκολάτα και άχνη ζάχαρη και, πριν προλάβουν καλά καλά να καταπιο ν την πρώτη µπουκιά, τους το παίρνει απ µπροστά τους. Έτσι και σήµερα. Μ λις τέλειωσε στο σχολείο η χριστουγεννιάτικη γιορτή, βρέθηκαν µε τη µαµά, που ήρθε να τις καµαρώσει, να τρέχουν σχεδ ν ανάµεσα στον κ σµο που µπαιν βγαινε στα στολισµένα µαγαζιά και γέµιζε τα πεζοδρ µια φορτωµένος πακέτα. Στο µεταξ είχαν φορτωθεί πακέτα κι αυτές. «Βιαστείτε, σε λίγο θα έρθει να µας πάρει ο µπα- µπάς!» τους θυµίζει κάθε τ σο η µαµά τους, λες και δε βιάζονταν κι λας αρκετά. Ο µπαµπάς ήρθε λίγο πριν το µεσηµέρι. Οδηγο σε το µεγάλο τζιπ µε το νοµα του ξενοδοχείου γραµµένο δεξιά κι αριστερά στις π ρτες του: «Αµαδρυάδες». «Τελειώσατε;» ρώτησε τη µαµά της έσποινας και της Μαρίας κι εκείνη είπε «Ναι» µέσα σ ένα πανδαι- µ νιο απ κορναρίσµατα, γιατί είχαν κλείσει την κυκλοφορία στον κεντρικ δρ µο της π λης. «Κορίτσια, γρήγορα!» Καθώς βολε εται στο πίσω κάθισµα του τζιπ πλάι 10
στην αδερφή της, η έσποινα σκέφτεται πως αυτ δε χρειαζ ταν να το πει κανένας, το χουν µάθει πια κι οι δυο τους πολ καλά. λα πρέπει να γίνονται βιαστικά, γιατί οι γονείς της έσποινας και της Μαρίας, ε- κτ ς απ κείνες, έχουν να φροντίσουν και τις «Αµαδρυάδες», που τις αγαπάνε κι αυτές σαν παιδί τους. Μ νο που, για να προλάβουν, τους αγαπάνε λους πολ βιαστικά. Οι «Αµαδρυάδες» είναι το ξενοδοχείο τους. Το έ- χτισαν οι γονείς τους στη θέση που βρισκ ταν το παλι σπίτι του παππο. Αυτ ς είναι ο λ γος που δε µένουν στην π λη, αλλά στο χωρι πάνω στο βουν. Εκεί είναι το σπίτι τους. Πλάι ακριβώς στο ξενοδοχείο «Αµαδρυάδες», που θα πει ν µφες του βουνο, γιατί, λέει, στο δάσος υπήρχαν πολλές τέτοιες νεράιδες, - µως ο τε η έσποινα ο τε η Μαρία είχε τ χει να δουν ποτέ καµιά τους. 11