ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA ΜΑΡΙΑΝΝΑ Ν. ΧΡΗΣΤΟΥ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Abstract This paper introduces the Greek term γλώσσωμα (plural: γλωσσώματα) to fill a gap in the translation of the term corpus into Greek. Although corpus is quite popular in other languages, especially in English, no attempt has been made to date to propose a singleword Greek equivalent. Compared to other translations (e.g., σώμα / τράπεζα (γλωσσικού) υλικού, σώμα κειμένων [literally: corpus / bank of (linguistic) material, corpus of texts], etc.), γλώσσωμα is a formally, syntactically and semantically more accurate choice of translation. Adoption and dissemination of this term would save time, space, and effort, would shed light on the meaning and etymology of the word in Greek, and would give priority to a single-word translation of the term corpus which is syntactically appropriate and formally desirable nowadays. Moreover, γλώσσωμα would help to eliminate the current confusion among different headwords for the lemma CORPUS in Modern Greek dictionaries. 1. Σκοπός τής έρευνας Το corpus, αν δηλωθεί περιφραστικά ως σώμα υλικού, γίνεται δύσχρηστο. Θα πρέπει να βρεθεί μονολεκτικός όρος. (Μπαμπινιώτης 1994α: 43). Αντικείμενο τής παρούσας μελέτης είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στην ελληνική γλωσσολογία για την απόδοση τού λατινικού corpus. Στην επιστήμη τής γλωσσολογίας, corpus ονομάζεται συνήθως η συστηματική συλλογή μεγάλου όγκου δεδομένων από περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητη ή επεξεργασμένη προφορική και γραπτή ομιλία, που αποθηκεύεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, είναι εξισορροπημένη και αντιπροσωπευτική ποικίλων κειμενικών ειδών. Κατ επέκταση, το corpus έχει ταυτιστεί με το ηλεκτρονικό σώμα των κειμένων, το οποίο αποτελεί βασική πηγή αναφοράς και ενδείκνυται για γλωσσολογική έρευνα, κυρίως για την περιγραφή, την ποσοτική και την ποιοτική ανάλυση τής γλώσσας (όπως τη συγγραφή γλωσσολογικών μελετών, λεξικών και εγχειριδίων γραμματικής βλ. και McEnery και Wilson 2001: 29). Για μία ακόμη φορά, ευχαριστώ θερμά τον Δάσκαλό μου, Γεώργιο Δ. Μπαμπινιώτη, τού οποίου οι γραπτές και οι προφορικές ομιλίες παραμένουν για μένα αστείρευτη πηγή έμπνευσης για γλωσσολογική επεξεργασία. Ευχαριστώ επίσης τον πατέρα μου, Νικόλαο Γ. Χρήστου, για την εύστοχη πρότασή του, την οποία αναπτύσσω εδώ, ύστερα από ενδελεχή διερεύνηση. Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου και προς το Τμήμα Υποτροφιών Εσωτερικού τού Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.), το οποίο χρηματοδοτεί τη διδακτορική μου έρευνα. Proceedings of the 7th International Conference on Greek Linguistics
ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA 2 Εξετάζοντας θεωρητικά και πρακτικά το πρόβλημα που έχει ανακύψει τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνουμε ότι ποικίλες ονομασίες προτείνονται κατά καιρούς από πολλούς ερευνητές, προκειμένου να βρεθεί μια επιτυχής απόδοση αυτού τού όρου. Ωστόσο, στα Ελληνικά δεν υπάρχει ακόμα μια ενιαία και κοινώς αποδεκτή ονομασία, σε αντίθεση, λόγου χάρη, με τα Αγγλικά, όπου ο όρος corpus είναι πλέον καθιερωμένος και χρησιμοποιείται ευρέως. Επιπλέον, οι ορισμοί των λεξικών τής Νέας Ελληνικής (υπό το λήμμα CORPUS / ΚΟΡΠΟΥΣ ή ΣΩΜΑ) δεν είναι αρκούντως περιγραφικοί και δηλωτικοί τής σημασίας τής συγκεκριμένης λέξης στο λήμμα CORPUS τού Μπαμπινιώτη (2005), για παράδειγμα, δίδεται ο ορισμός «σώμα (γλωσσικού) υλικού», ενώ η ίδια έννοια κωδικοποιείται και στο λήμμα ΣΩΜΑ τού Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1998) με την εξής γλωσσολογική σημασία: «το υλικό που έχει συγκεντρωθεί για να μελετηθεί επιστημονικά». Συνεπώς, κρίνεται αναγκαία η εν γένει αναθεώρηση τού όρου και η αναζήτηση μιας «καταλληλότερης» θα τολμούσαμε να πούμε λέξης, που να καλύπτει επαρκώς το περιεχόμενο τού όρου και παράλληλα να συνιστά ένα προσιτό μορφολογικό παράδειγμα για τον χρήστη τής ελληνικής γλώσσας. Η παρούσα μελέτη εισηγείται την υιοθέτηση τού όρου (το) γλώσσωμα (πληθυντικός: (τα) γλωσσώματα) για την απόδοση τού corpus στα Ελληνικά. 2. (Περιφραστικοί) όροι για την απόδοση τού corpus στα Ελληνικά Η έννοια τού corpus εισήχθη σχετικά πρόσφατα στην ελληνική βιβλιογραφία. Οι πρώτες προσπάθειες για την απόδοση τού όρου ξεκίνησαν στα τέλη τής δεκαετίας τού 1980 και πολλαπλασιάστηκαν στη δεκαετία τού 1990. Έκτοτε, ο κλάδος τής γλωσσωματολογίας [corpus linguistics] ελκύει το ενδιαφέρον συνεχώς αυξανόμενου αριθμού ερευνητών, οι οποίοι προτείνουν κατά καιρούς διαφορετικές αποδόσεις τού όρου corpus. Ενίοτε όμως συμβαίνει και ο ίδιος ερευνητής να υιοθετεί διαφορετικές αποδόσεις, είτε σε διαφορετικές εργασίες του είτε για λόγους εναλλαγής και υφολογικής ποικιλίας ακόμα και στην ίδια μελέτη! Επισημαίνουμε λοιπόν μια ασυνέπεια, η οποία είναι δυνατόν να εξαλειφθεί με την καθιέρωση τού μονοσήμαντου νεολογισμού που προτείνουμε. Μέχρι σήμερα, μόνο περιφραστικοί όροι έχουν προταθεί για την απόδοση τού corpus και τής σχετικής με αυτό επιστήμης, γεγονός που δημιουργεί δυσκολίες στις παραδειγματικές και στις συνταγματικές τους σχέσεις. Μερικά παραδείγματα τέτοιων αποδόσεων είναι τα παρακάτω. Α) Για το γλώσσωμα [corpus]: τράπεζα λεξικών δεδομένων / τράπεζα λεξικών τύπων (Μπαμπινιώτης 1988: 96) τράπεζα πληροφοριών (Μπαμπινιώτης 1994α: 433) τράπεζα γλωσσικών δεδομένων (Μπαμπινιώτης 1994β: 418) ηλεκτρονική τράπεζα γλωσσικών δεδομένων (Μπαμπινιώτης 1998, Παυλίδου 2002: 125) τράπεζα γλωσσικού υλικού (Μπαμπινιώτης 1999: 518-519) τράπεζα κειμένων (Παυλίδου 2002: 125) τράπεζα δεδομένων (Μπαμπινιώτης 1994α: 214, Νάκας 1999: 163) / ηλεκτρονική βάση δεδομένων (Νάκας 1999: 164)
ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA 3 ηλεκτρονικό σώμα κειμένων / σώμα υλικού / τράπεζα δεδομένων (προφορικού λόγου) (Χαραλαμπάκης 1997: 177) κείμενο υλικού / ηλεκτρονικό σώμα υλικού (Χαραλαμπάκης 1999: 358) πραγματικό σώμα κειμένων (Κόντος κ.ά. 1999: 954) σώμα υλικού / κόρπους (Χαραλαμπάκης 1990: 442, 1999: 349) σώμα (Γαβριηλίδου κ.ά. 1993: 308) σώμα κειμένων (ΣΚ) (Κόντος κ.ά. 1999: 957, Χατζηγεωργίου κ.ά. 2001: 812, Ιορδανίδου 2002: 242, Παπαγεωργίου κ.ά. 2004) ηλεκτρονικό σώμα κειμένων (Γούτσος 2002: 219) και ΗΣΚ (Γούτσος 2004, Μικρός 2004) Σώμα Γλωσσικού Υλικού (ΣΓΥ) (Τράπαλης 2003: 173) (ηλεκτρονικό) Σώμα (Γλωσσικού) Υλικού (Μπαμπινιώτης 2005: 30) το corpus / τα corpus (Γούτσος κ.ά. 1995) το corpus / τα corpora (Παυλίδου 2002: 125) γλωσσικά corpora (Μπαμπινιώτης 1998) κόρπους (Γεωργακοπούλου και Γούτσος 1999: 175, Φιλιππάκη- Warburton 1992: 97, Τράπαλης 2003: 188, Χατζηδάκη 2004) κόρπους και σώμα κειμένου (Κρύσταλ 2003: 222) ηλεκτρονικό corpus (Γιακουμάκη κ.ά. 2004) ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Β) Για τη γλωσσωματολογία [corpus linguistics]: γλωσσολογία κόρπους (Κρύσταλ 2003: 222) γλωσσολογία σώματος κειμένων (Χαραλαμπάκης 1999: 347) ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Οι ελληνικοί όροι που περιέχουν την έννοια τής «τράπεζας» αποτελούν μεταφραστικά δάνεια από αντίστοιχους όρους των ξένων γλωσσών (όπως το data bank τής Αγγλικής, το banque de données τής Γαλλικής ή το banco de datos τής Ισπανικής). Ομοίως, ελληνικοί όροι που περιέχουν το σώμα επιχειρούν να αποδώσουν το λατινικό corpus, είναι όμως αναγκαίο να προσδιοριστούν περαιτέρω, καθώς είναι σημασιολογικώς ανεπαρκής και ασαφής από μόνος του δηλαδή χωρίς εξειδίκευση ο όρος σώμα στη γλωσσολογία. 3. Πλεονεκτήματα τού όρου γλώσσωμα Ο όρος που δημιουργήσαμε και καταθέτουμε προς χρήση αποτελεί νεολογισμό στη Νέα Ελληνική, με την έννοια ότι συνιστά μια καινούργια λέξη που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην παρούσα μελέτη. Τα πλεονεκτήματα τού προτεινόμενου όρου είναι δυνατόν να εστιαστούν σε δύο θεμελιώδη επίπεδα ανάλυσης: στο γλωσσικό (φωνολογία και μορφολογία, σύνταξη, σημασιολογία) και στο κειμενικό επίπεδο επιλογής τής λέξης. Ξεκινώντας από το φωνολογικό και το μορφολογικό γλωσσικό επίπεδο, παρατηρούμε ότι το γλώσσωμα συνιστά ένα και μόνο σύνθετο όνομα. Προέρχεται, με απλολογία, από τον όρο γλωσσόσωμα, αφού πρόκειται για σώμα από γλώσσα. Η παράλειψη τής δεύτερης συλλαβής (γλωσ-[σό]-σω-μα) οδηγεί σε αποφυγή τής κακοφωνίας και σε απλούστερη μορφή τής λέξης. Παράλληλα, ο τόνος διατηρείται στην προπαραλήγουσα. Ακόμα, είναι τύπος σύντομος (τρισύλλαβος) και μονολεκτικός,
ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA 4 επομένως αρκετά οικονομικός. Επιπλέον, είναι κλιτός τύπος ((το) γλώσσωμα, (τα) γλωσσώματα), γι αυτό δεν έχει τα προβλήματα που δημιουργεί το λατινικό corpus / κόρπους κατά την κλίση του (πβ. το corpus τα corpus; Ή μήπως τα corpora; Και πώς σχηματίζεται η γενική, εάν δεχθούμε διαφορετική ονομαστική πτώση σε ενικό και πληθυντικό; Τού corpus των corpora;). Τέλος, αφού ο τύπος είναι προσαρμοσμένος σε κλιτικό παράδειγμα τής Ελληνικής, είναι χρηστικός και δυνάμει αποδεκτός από το γλωσσικό αίσθημα τού φυσικού ομιλητή της. Προχωρώντας στο συντακτικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο των συνταγματικών σχέσεων, διαπιστώνουμε ότι, ως όνομα, το γλώσσωμα επιδέχεται εύκολα κάποιον προσδιορισμό (λόγου χάρη: προφορικό / γραπτό / αντιπροσωπευτικό / ισορροπημένο / παράλληλο γλώσσωμα = spoken / written / representative / balanced / parallel corpus). Με την προτίμηση σε αυτόν τον τύπο είναι εξίσου εύκολο να παραχθούν επίθετα (λόγου χάρη: γλωσσωματική έρευνα = corpus research, γλωσσωματικά κείμενα = corpus texts, γλωσσωματικά δεδομένα = corpus data, γλωσσωματικά παραδείγματα = corpus examples). Η επιστήμη μελέτης τής γλώσσας μέσω των γλωσσωμάτων η οποία έχει καθιερωθεί στην Αγγλική γλώσσα ως corpus linguistics μπορεί να διατυπωθεί πλέον με αντίστοιχο όρο και στα Ελληνικά, ως γλωσσωματολογία (αναλογικά προς τον κλάδο τής πραγματολογίας ή τής κειμενογλωσσο-λογίας, τής υφογλωσσο-λογίας, τής κοινωνιογλωσσο-λογίας κ.ά., με έντονη την παρουσία τής «γλώσσας»). Συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας τα γλωσσικά επίπεδα με τις σημασιολογικές διαστάσεις τού όρου, επισημαίνουμε ότι το γλώσσωμα αποτελεί σύνθεση δύο αρχαίων ελληνικών λέξεων (γλώσσα + σώμα), επομένως η κατασκευή του είναι αμιγώς ελληνική. Μέρος τής σημασιολογικής σαφήνειας τού όρου, λοιπόν, στηρίζεται στην ετυμολογική του διαφάνεια. Επιπροσθέτως, ο λακωνικός αυτός τύπος αποτελεί μια επαρκή, σαφή, ακριβή και δηλωτική λεκτική διατύπωση, καθώς: α) περικλείει τις δύο βασικές έννοιες τού «σώματος» και τής «γλώσσας» στην ουσία, δηλώνει ξεκάθαρα ότι περιγράφει ένα «σώμα γλώσσας», δηλαδή ένα σώμα με γλωσσικό υλικό (κείμενα) υπό επεξεργασία, και β) με τη συμβατικότητα που διέπει τα συστατικά τής εσωτερικής πλευράς τού γλωσσικού σημείου (βλ. Μπαμπινιώτη 1998: 98, 108-109), το σημαίνον δηλώνει το σημαινόμενο κατά τρόπον εναργή, συνοπτικό και εύληπτο. Στο κειμενικό επίπεδο τής επιλογής τής λέξης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι καθίσταται σαφής η διάκριση ανάμεσα σε αυτόν τον όρο και στον γνωστό γλωσσολογικό όρο γλώσσημα (glosseme) τού Hjelmslev (Σχολή τής Πράγας), αφού διαφέρει η μορφή, η σημασία τους και η ετυμολογική τους προέλευση. Επίσης, με την προτίμηση στο γλώσσωμα δεν υφίσταται ανάγκη χρήσης δυσπρόφερτων αρκτικολέξων ή αρκτικολέξων που συγκρατούνται δύσκολα στη μνήμη (ΣΓΥ, ΗΣΚ, ΣΚ κ.λπ.). Με πρώτο συνθετικό τη γλώσσα, η εν λόγω πρόταση ενδιαφέρει κατεξοχήν την επιστήμη τής γλωσσολογίας και δεν συγχέεται με όρους άλλων επιστημών (όπως λόγου χάρη το σώμα στην ιατρική, στη χημεία, στη νομική και αλλού). Στις συνταγματικές κειμενικές του σχέσεις, ο μονολεκτικός αυτός όρος δεν έχει ανάγκη από περαιτέρω εξειδικεύσεις, προκειμένου να ολοκληρωθεί η σημασία του (όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στις περιφραστικές αποδόσεις τού corpus). Επομένως, τόσο η υποκατάσταση όσο η συνδυαστικότητά του, στα πλαίσια των παραδειγματικών και των συνταγματικών του σχέσεων, αφορούν αποκλειστικά στον ίδιο.
ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA 5 4. Αποτελέσματα τής υιοθέτησης τού όρου γλώσσωμα Η πρότασή μας για την καθιέρωση τού όρου γλώσσωμα [corpus] κυρίως στις επιστήμες τής γλωσσολογίας, τής γλωσσωματολογίας [corpus linguistics], τής υπολογιστικής γλωσσολογίας και τής φιλολογίας εν γένει (παραδείγματος χάρη, κατά τη συγκέντρωση, επεξεργασία και ανάλυση λογοτεχνικών κειμένων) είναι λειτουργική για ποικίλους λόγους, τούς οποίους αναλύουμε στη συνέχεια. Με τη διάδοση και αποδοχή αυτής τής πρότασης, επιτυγχάνεται σύγκλιση και ομοιογένεια στην απόδοση τού όρου corpus, καθώς επίσης και συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Κυριαρχεί μια ενιαία απόδοση στις ερευνητικές μελέτες, η οποία προσδίδει απλότητα, σαφήνεια και ακρίβεια στην επιστημονική διατύπωση. Παράλληλα, αποφεύγεται η πολυτυπία και η υφολογική ποικιλία σε όρους που δημιουργούνται ευκαιριακά, προκειμένου να καλύψουν το κενό τής ορολογίας. Έτσι, οι ερευνητές δεν χάνουν χρόνο και ενέργεια προσπαθώντας να θυμηθούν (ή να ανακαλύψουν) μια ευρέως αποδεκτή μορφή για την κωδικοποίηση τής συγκεκριμένης έννοιας. Σε βασικά επιστημονικά εγχειρίδια αναφοράς τής γλώσσας, κυρίως σε λεξικά και σε γραμματικές, η ενιαία ορολογία είναι πάντοτε χρήσιμη και διευκολύνει το έργο των συντακτών. Ειδικότερα, στα υπάρχοντα επιστημονικά εγχειρίδια τής Νέας Ελληνικής παρατηρείται έλλειψη συμφωνίας των όρων, η οποία θα εξαλειφθεί με την καθιέρωση τού γλωσσώματος. Με την οριοθέτηση, τον περιορισμό και την περιγραφή τού γλωσσώματος, όπως αυτά σκιαγραφήθηκαν στην παρούσα μελέτη, καθίστανται σαφή και κατανοητά τα σημασιολογικά και τα ετυμολογικά όριά του. Βεβαίως, απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να εισαχθεί στις γραμματικές και να καταχωριστεί στα λεξικά ο όρος ως μοναδικό λήμμα για την κωδικοποίηση τής έννοιας, είναι πρωτίστως να γίνει αποδεκτός και να διαδοθεί ευρέως μεταξύ των επιστημόνων (λόγου χάρη, μεταξύ γλωσσολόγων, πληροφορικών και φιλολόγων). Καταθέτουμε, λοιπόν, τον όρο γλώσσωμα προς ευρύτερη επιστημονική συζήτηση και αξιολόγηση. Η πρόταση αυτή φιλοδοξεί να αποτελέσει το έναυσμα για την παραγωγή και άλλων νεολογισμών, που με τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία θα εισαχθούν και θα καθιερωθούν στον χώρο τής γλωσσολογίας. Αυτός άλλωστε είναι και ο απώτερος στόχος αυτής τής προσπάθειας: η κατανόηση τής ανάγκης για ομοιογένεια σε ολόκληρη την ορολογία τής ελληνικής γλωσσολογίας. 5. Συμπεράσματα Μέχρι σήμερα οι ερευνητές στα πλαίσια τής ελληνικής γλωσσωματολογίας έχουν προτείνει πλήθος διαφορετικών περιφραστικών όρων (ακόμα και μικρό αριθμό αρκτικολέξων) για να αποδώσουν στα Νέα Ελληνικά το λατινικό corpus. Στην παρούσα μελέτη υποστηρίζεται ότι ο μονολεκτικός όρος γλώσσωμα είναι ο πλέον κατάλληλος για να καλύψει αυτό το κενό τής ορολογίας, με τη συνεπή και συστηματική χρήση του. Η επιχειρηματολογία υπέρ τού όρου γλώσσωμα, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, στηρίζεται σε πλεονεκτήματά του, τόσο στα γλωσσικά επίπεδα (τής φωνολογίας και τής μορφολογίας, τής σύνταξης και τής σημασιολογίας), όσο και στο κειμενικό επίπεδο τής επιλογής τής ίδιας τής λέξης. Στην ουσία, πρόκειται για έναν χρηστικό, μονολεκτικό, σύνθετο αλλά οικονομικό τύπο, προσαρμοσμένο σε κλιτικό παράδειγμα τής Ελληνικής, με πλούσιες συνταγματικές σχέσεις (προσδιορίζοντος και προσδιοριζομένου όρου), με ετυμολογική διαφάνεια και με σημασιολογική σαφήνεια και ακρίβεια. Ο
ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA 6 σημασιολογικά επαρκής αυτός όρος δεν συγχέεται με άλλον και είναι αρκούντως δηλωτικός, ώστε να υπηρετήσει πρωτίστως την επιστήμη τής γλωσσολογίας. Επιπλέον, χάρη στα μορφικά χαρακτηριστικά του, δεν προσκρούει στο γλωσσικό αίσθημα τού φυσικού ομιλητή τής Ελληνικής ούτε δημιουργεί προβληματισμό ως προς την κλίση του και την παραγωγή ομόρριζων λέξεων. Επίσης, το γλώσσωμα έχει όλες τις προϋποθέσεις, ώστε να γίνει ευρέως αποδεκτό, είναι όρος πληροφορητικός, ανακαλείται εύκολα στη μνήμη και διευκολύνει κάθε μεταφραστή από και προς τις άλλες γλώσσες όπου έχει παγιωθεί ο όρος corpus (βλ. τα τέσσερα κριτήρια τού Μπαμπινιώτη 1994α: 37-38, δηλαδή την αποδεκτότητα, την πληροφορητικότητα, την ανακλησιμότητα και τη μεταφρασιμότητα). Με την ευρύτερη διάδοση και υιοθέτηση τού γλωσσώματος, θα ανοίξει ο δρόμος για την κατάλληση τεκμηρίωση και τη δέουσα υποστήριξη και άλλων όρων τής γλωσσολογίας με στέρεα επιχειρήματα, καθώς σε αυτήν την επιστήμη όπως και σε πολλές άλλες συχνά παρατηρείται ασυνέπεια και υπέρμετρη ποικιλία σε όρους. 6. Περαιτέρω έρευνα και εφαρμογές Καθώς τα γλωσσώματα έχουν πολλαπλές εφαρμογές, όπως στη γλωσσωματολογία, στη λεξικολογία και στη λεξικογραφία, στην επεξεργασία φυσικής γλώσσας και στην επεξεργασία φωνής / προφορικού λόγου (βλ. ενδεικτικά Γαβριηλίδου κ.ά. 1993: 309-310), ο όρος που προτείνουμε θα μπορούσε να γνωστοποιηθεί και να εξαπλωθεί, για τις ανάγκες τής γλωσσολογικής έρευνας σε αυτούς τούς χώρους. Εξάλλου, το ενδιαφέρον των Ελλήνων επιστημόνων προς αυτές τις κατευθύνσεις αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να κρίνεται περισσότερο αναγκαία από ποτέ η σύγκλιση τής ορολογίας. Όπως απώτερος στόχος κάθε προσπάθειας τεκμηριωμένης ονοματοθεσίας είναι η επίτευξη συναίνεσης κατά την απόδοση και άλλων (συγγενών) όρων, έτσι και η παρούσα μελέτη αποσκοπεί σε ευρεία συναίνεση. Με αφορμή την περίπτωση τού συγκεκριμένου γλωσσολογικού όρου, που προορίζεται και για τούς συσχετιζόμενους κλάδους τής γλωσσωματολογίας και τής υπολογιστικής γλωσσολογίας, θεωρείται αναγκαίο να μεταφραστούν με συστηματικότητα και συνέπεια περισσότεροι όροι αυτών των κλάδων από άλλες γλώσσες προς στα Ελληνικά (όπως, λόγου χάρη, οι όροι: collocation, concordance, annotation, tagging, parsing, wordlist, sorting). Με τη συμφωνία των γλωσσολόγων επί τής ορολογίας θα επιτευχθεί άρση σημασιολογικών αμφισημιών, ικανοποιητική ισοδυναμία ελληνικών και ξενόγλωσσων όρων, ακριβής γλωσσική διατύπωση και αποφυγή πολυτυπιών. Παράλληλα, θα καταστεί ευκολότερη η αναζήτηση με λέξεις-κλειδιά, λόγου χάρη σε βάσεις δεδομένων ηλεκτρονικών περιοδικών ή σε μηχανές αναζήτησης τού διαδικτύου, όπου παρατηρείται δυσχέρεια έως αδυναμία ανεύρεσης σχετικών πηγών για την έρευνα, λόγω τής αξιοσημείωτης πολυτυπίας στη νεοελληνική απόδοση των ξένων όρων. Βιβλιογραφία Γαβριηλίδου, Μ., Λαμπροπούλου, Π. και Ρονιώτη, Σ. (1993). «Σχεδιασμός και σχολιασμός ενός ελληνικού σώματος κειμένων». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 14ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 27-29 Απριλίου 1993. Θεσσαλονίκη. 308-322. Γεωργακοπούλου, Α. και Γούτσος, Δ. (1999). Κείμενο και Επικοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA 7 Γιακουμάκη, Ε., Καραντζή, Χ., Μανωλέσσου, Ι. (2004). «ΙΛΝΕ και ηλεκτρονική λεξικογραφία». Ανακοίνωση σε ψηφιακή μορφή (CD-ROM), στα Πρακτικά τού 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (Ρέθυμνο, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003). 11 σελίδες. Γούτσος, Δ. (2002). «Η χρήση των ηλεκτρονικών σωμάτων κειμένων στην ανάλυση λόγου». Στο Chr. Clairis (επιμ.), Recherches en Linguistique Grecque I: Actes du 5e Colloque International de Linguistique Grecque, Sorbonne, 13-15 Septembre 2001. Paris: L Harmattan, 219-222. Γούτσος, Δ. (2004). «Σώμα Ελληνικών Κειμένων: σχεδιασμός και υλοποίηση». Ανακοίνωση σε ψηφιακή μορφή (CD-ROM), στα Πρακτικά τού 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (Ρέθυμνο, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003). 13 σελίδες. Γούτσος, Δ., King, Ph. και Χατζιδάκι, Ρ. (1995). «Η χρήση των corpus στη λεξικογραφία και περιγραφή της Νέας Ελληνικής». Μελέτες για την Ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 15ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 11-14 Μαΐου 1994. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 843-854. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1998). Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ιορδανίδου, Ά. (2002). ««Επιτεύχθηκε» ή «επετεύχθη». Η τυποποίηση της Νεοελληνικής Κοινής;». Στο Clairis, Chr. (επιμ.), Recherches en Linguistique Grecque I: Actes du 5e Colloque International de Linguistique Grecque, Sorbonne, 13-15 Septembre 2001. Paris: L Harmattan, 239-242. Κλαίρης, Χρ. και Μπαμπινιώτης, Γ. (σε συνεργασία με τούς: Α. Μόζερ, Αικ. Μπακάκου-Ορφανού και Στ. Σκοπετέα) (2005). Γραμματική τής Νέας Ελληνικής: Δομολειτουργική Επικοινωνιακή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Κόντος, Ι., Μαλαγαρδή, Ι. και Πέγκου, Μ. (1999). «Επεξεργασία ερμηνευμάτων ρημάτων με υπολογιστή». Ελληνική Γλωσσολογία. Πρακτικά τού 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 954-961 Μικρός, Γ. (2004). «Στατιστικές προσεγγίσεις στην αυτόματη κατηγοριοποίηση κειμένων της Νέας Ελληνικής: Μια πιλοτική αξιολόγηση μεταβλητών και στατιστικών μεθόδων». Ανακοίνωση σε ψηφιακή μορφή (CD-ROM), στα Πρακτικά τού 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (Ρέθυμνο, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003). 16 σελίδες. Μπαμπινιώτης, Γ. (1988). «Αξιοποίηση των δεδομένων από την μηχανική επεξεργασία τού Θησαυρού τής Ελληνικής Γλώσσας (TLG)». Γλωσσολογία 5-6 (1986-1987), 95-101. Μπαμπινιώτης, Γ. (1994α). Η Γλώσσα ως Αξία: Το Παράδειγμα τής Ελληνικής. Αθήνα: Gutenberg. Μπαμπινιώτης, Γ. (1994β). Ελληνική Γλώσσα: Παρελθόν Παρόν Μέλλον. Αθήνα: Gutenberg. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). «Η ελληνική γλώσσα μπροστά στον 21ο αιώνα». Το Βήμα, 04.01.1998. Μπαμπινιώτης, Γ. (1999). (Συζήτηση). Συνέδριο για την Ελληνική Γλώσσα 1976-1996: Είκοσι Χρόνια από την Καθιέρωση τής Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως Επίσημης Γλώσσας, Αθήνα 29 Νοεμβρίου 1 Δεκεμβρίου 1996. Αθήνα: Τσιβεριώτης. Μπαμπινιώτης, Γ. (2005). Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας: Με Σχόλια για τη Σωστή Χρήση των Λέξεων (δεύτερη έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Νάκας, Θ. (1999). «Είκοσι χρόνια μετά τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τρία χρόνια πριν από την αλλαγή του αιώνα: Με ποιο λεξικό και ποια γραμματική;». Συνέδριο για την Ελληνική Γλώσσα 1976-1996: Είκοσι Χρόνια από την Καθιέρωση τής Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως Επίσημης Γλώσσας, Αθήνα 29 Νοεμβρίου 1 Δεκεμβρίου 1996. Αθήνα: Τσιβεριώτης. 153-165. Κρύσταλ, Ντ. (2003). Λεξικό Γλωσσολογίας και Φωνητικής [μτφ. Γ. Ξυδόπουλου]. Αθήνα: Πατάκης Παπαγεωργίου, Χ., Προκοπίδης, Π., Γιούλη, Β., Δεμοίρος, Ι., Κωνσταντινίδης, Α., Πιπερίδης, Σ. (2004). «Η χρήση της γλωσσικής τεχνολογίας στην επεξεργασία της Ελληνικής». Ανακοίνωση σε ψηφιακή μορφή (CD-ROM), στα Πρακτικά τού 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (Ρέθυμνο, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003). 13 σελίδες. Παυλίδου, Θ.-Σ. (2002). «GR-SPEECH: Σώμα ελληνικών προφορικών κειμένων». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 22ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 27-29 Απριλίου 2001, τόμος δεύτερος. Θεσσαλονίκη. 124-134. Τράπαλης, Γ. (2003). «Πρακτικά προβλήματα νεοελληνικής λεξικογραφίας». Ανάτυπον από το 18ο τεύχος τού περιοδικού Παλίμψηστον. Ηράκλειον: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη. 173-198. Φιλιππάκη-Warburton (1992). Εισαγωγή στη Θεωρητική Γλωσσολογία. Αθήνα: Νεφέλη. Χαραλαμπάκης, Χρ. (1990). «Κριτήρια επιλογής σε ένα χρηστικό λεξικό (παρατηρήσεις στο υπό έκδοση λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη)». Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 10ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 9-11 Μαΐου 1989. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 439-459.
ΓΛΩΣΣΩΜΑΤΑ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ CORPORA 8 Χαραλαμπάκης, Χρ. (1997). Γλωσσαλγήματα: Έρευνες για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Γεννάδειος Σχολή. Χαραλαμπάκης, Χρ. (1999). Νεοελληνικός Λόγος: Μελέτες για τη Γλώσσα, τη Λογοτεχνία και το Ύφος (τρίτη έκδοση). Αθήνα: Νεφέλη. Χατζηγεωργίου, Ν, Σπηλιωτοπούλου, Α., Βακαλοπούλου, Α., Παπακωστοπούλου, Α., Πιπερίδης, Στ., Γαβριηλίδου, Μ. και Καραγιάννης, Γ. (2001). «Εθνικός Θησαυρός Ελληνικών Κειμένων (ΕΘΕΓ): σώμα κειμένων της Νέας Ελληνικής στο διαδίκτυο». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 21ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 12-14 Μαΐου 2000. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 812-821. Χατζηδάκη, Ο. (2004). ««Απίστευτο κι όμως ελληνικό»: Η μη συμβατική πολυτυπία των ιδιωτισμών στον ελληνικό τύπο». Ανακοίνωση σε ψηφιακή μορφή (CD-ROM), στα Πρακτικά τού 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (Ρέθυμνο, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003). 14 σελίδες. McEnery, T. και Wilson, A. (2001). Corpus Linguistics (δεύτερη έκδοση). Edinburgh: Edinburgh University Press.