ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α.Ο.Θ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Πολιτική Οικονομία Ενότητα 05

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΙΟΝ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει o μαθητής

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

Α.1 Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) σε σταθερές τιμές μετράει την αξία της συνολικής παραγωγής σε τιμές του έτους βάσης.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ


ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΟΜΑΔΑ Α ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

θυσιάζονται, όταν παράγεται μία επιπλέον μονάδα από το αγαθό Α. Μονάδες 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2008

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΙ

Μάθηµα 3ο. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ, GDP)

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ Α. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

1. Ο όρος «μακροοικονομική θεωρία» είναι ταυτόσημος με τον όρο «θεωρία των τιμών».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

Κεφ. 3 η παραγωγή της επιχείρησης και το κόστος

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ TΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ. και το Κόστος

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

ΑΟΘ : ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2006

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

6. Η καμπύλη του οριακού προϊόντος τέμνει πάντοτε την καμπύλη του μέσου προϊόντος από πάνω προς τα κάτω στη μέγιστη τιμή του.

Α.4 Η καμπύλη ζήτησης με ελαστικότητα ζήτησης ίση με το μηδέν σε όλα τα σημεία της είναι ευθεία παράλληλη προς τον άξονα των ποσοτήτων.

Επανάληψη ΕΣΔΔΑ με ασκήσεις πολλαπλής επιλογής 1. Στην Οικονομική επιστήμη ως οικονομικό πρόβλημα χαρακτηρίζουμε:


ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μικροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ. και το Κόστος

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Δρ. Αικατερίνη Γριμάνη Αρχές Οικονομικής ΙΙ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 1: Βασικές Έννοιες. Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Η θεωρία Weber Προσέγγιση του ελάχιστου κόστους

Στις παρακάτω προτάσεις να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της πρότασης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.


ΟΜΑ Α Α. Α2 Η φάση της κρίσης στον οικονοµικό κύκλο χαρακτηρίζεται από εκτεταµένη ανεργία. Μονάδες 3

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΛΥΤΕΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΪΟΝ

Κεφάλαιο 22. Μικροοικονομική

Οικονομικό Πρόβλημα &

H ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Αρχές Οικονομικής Θεωρίας

Αντίστοιχα υπάρχει η αγορά προϊόντων και η αγορά παραγωγικών συντελεστών που συμμετέχουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

ΟΜΑ Α Α. Το οριακό κόστος είναι ο λόγος της µεταβολής του µέσου συνολικού κόστους προς τη µεταβολή του προϊόντος. Μονάδες 3


Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Προσφορά και Ζήτηση Υπηρεσιών Υγείας

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

4 Το άτομο ως παραγωγός (η προσφορά των αγαθών)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

Ζήτηση, Προσφορά και Ισορροπία στην Ανταγωνιστική Αγορά

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ

Μονάδες 3. Α4 Τα μέτρα επαγγελματικής κατάρτισης και επανεκπαίδευσης των εργαζομένων έχουν στόχο τη μείωση της ανεργίας τριβής.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΤΕΚΑ (11) ΣΕΛΙΔΕΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Α.Ο.Θ. ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Θέματα και Απαντήσεις

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

είναι η καµπύλη συνολικής ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και η καµπύλη S

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2006

Εξετάσεις Η επιβολή από το κράτος κατώτατης τιμής στα αγροτικά προϊόντα έχει ως σκοπό την προστασία του εισοδήματος των αγροτών.

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

ΑΣΚΗΣΕΙΣ. 1η οµάδα. 2. Έστω ο επόµενος πίνακας παραγωγικών δυνατοτήτων: Χ Υ Κόστος. Κόστος ευκαιρίας Ψ Α /3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 9

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Διεθνές εµπόριο-1 P 1 P 2

ΕΡΓΑΣΙΕΣ 4 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. 1 η Ομάδα: Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

Transcript:

ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα κυριότερα προβλήματα των σημερινών κοινωνιών περιλαμβάνονται και εκείνα που αναφέρονται στη λειτουργία των οικονομιών τους. Το πρόβλημα του πληθωρισμού, το πρόβλημα της ανεργίας, το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών και το πρόβλημα του μη ικανοποιητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης παρουσιάζονται κατά περιόδους με διάφορη ένταση, διάφορη μορφή και διαφόρους συνδυασμούς σε όλες τις χώρες του κόσμου, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους σύστημα, το επίπεδο οικονομικής τους ανάπτυξης ή τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων χρειάζονται γνώσεις που έχουν σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και τους παράγοντες που προσδιορίζουν τα διάφορα μεγέθη που αντιπροσωπεύουν την δραστηριότητά της. Οι γνώσεις αυτές παρέχονται από την οικονομική θεωρία. Μεταξύ όλων των διακρίσεων της οικονομικής θεωρίας που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι η σημαντικότερη είναι αυτή που έγινε από τον Νορβηγό καθηγητή Ragnar Frisch το 1933, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1969. Σύμφωνα με την διάκριση αυτή, δύο είναι οι κλάδοι της οικονομικής θεωρίας : Η μικροοικονομική και η μακροοικονομική. Μικροοικονομική ή μικροοικονομική θεωρία ή μικροοικονομική ανάλυση είναι ο κλάδος της οικονομικής θεωρίας που έχει σαν αντικείμενο μελέτης και έρευνας την συμπεριφορά των επιμέρους οικονομικών μονάδων και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των. Περιλαμβάνει δε τους εξής τομείς μελέτης και έρευνας : - Τα κυριότερα μικροοικονομικά μεγέθη. Την συμπεριφορά του καταναλωτή και του παραγωγού (επιχείρηση).

- Την θεωρία της ζήτησης και της προσφοράς.ελαστικότητες ζήτησης. Ελαστικότητες προσφοράς. - Την παραγωγική διαδικασία και το κόστος παραγωγής. Τα συνολικά έσοδα και το κέρδος της επιχείρησης. - Τις μορφές αγοράς. Προσδιορισμός της αγοραίας τιμής του προϊόντος στις διάφορες αγορές. - Την αγορά των συντελεστών παραγωγής. Προσδιορισμός της τιμής των συντελεστών παραγωγής. Θεωρία του εργατικού μισθού, του τόκου και της γαιοπροσόδου. - Την θεωρία της γενικής ισορροπίας. - Την θεωρία της οικονομικής ευημερίας. - Την θεωρία της μικροοικονομικής πολιτικής. Μακροοικονομική ή μακροοικονομική θεωρία ή μακροοικονομική ανάλυση είναι ο κλάδος της οικονομικής θεωρίας, που εξετάζει την λειτουργία της οικονομίας ως σύνολο και που ασχολείται με τον προσδιορισμό των συνολικών οικονομικών μεγεθών. Περιλαμβάνει δε τους εξής τομείς μελέτης και έρευνας : - Τα κυριότερα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως το εθνικό προϊόν, το εθνικό εισόδημα, την εθνική δαπάνη, τον εθνικό πλούτο. - Την θεωρία της κατανάλωσης και της αποταμίευσης - Τον προσδιορισμό του εισοδήματος και της απασχόλησης - Την θεωρία επένδυσης - Την Δημοσιονομική πολιτική.προσδιορισμός του εισοδήματος σε κλειστή οικονομία με δημόσιο τομέα. - Τον προσδιορισμό του εισοδήματος σε ανοικτή οικονομία. - Την θεωρία χρήματος.νομισματική πολιτική. - Την θεωρία του πληθωρισμού. - Την θεωρία των οικονομικών διακυμάνσεων. - Την θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης. - Την θεωρία της μακροοικονομικής πολιτικής.

2. Μέθοδοι της οικονομικής Η οικονομική σαν κοινωνική επιστήμη, χρησιμοποιεί τις λογικές μεθόδους των κοινωνικών επιστημών (περιγραφική, επαγωγική, απαγωγική) αλλά και ποσοτικές μεθόδους μαθηματικο-στατιστικές, όπως και οικονομετρικά υποδείγματα «μοντέλα». Η οικονομική επιστήμη αντιμετωπίζει το σοβαρό μειονέκτημα ότι είναι αδύνατος ο πειραματισμός κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες.είναι ευνόητο ότι για να εξεταστεί η επίδραση ενός παράγοντα χρειάζεται να κρατηθούν όλοι οι άλλοι παράγοντες σταθεροί. Αν υπάρχουν μεταβολές σε περισσότερους από ένα παράγοντα, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί το μέρος της επιδράσεως που οφείλεται στη μεταβολή κάθε παράγοντα. Συνεπώς το στοιχείο της αφαιρέσεως είναι αναγκαίο για να ερμηνεύσει ορισμένες μόνο πλευρές της πραγματικότητας και να αγνοήσει άλλες. 3. Το σφάλμα της συνθέσεως Η βασική αντινομία της μικροοικονομικής και μακροοικονομικής θεωρίας είναι η διαπίστωση ότι αυτό που ισχύει καμιά φορά για το συγκεκριμένο οικονομικό άτομο, δεν ισχύει για το σύνολο της οικονομίας. Αν δεχτούμε, ότι εκείνο που ισχύει για το άτομο, ισχύει αναγκαίως και για το σύνολο της οικονομίας, διαπράττουμε το σφάλμα της συνθέσεως. Είναι φανερό ότι,αν το χρηματικό εισόδημα ενός ατόμου διπλασιασθεί, τότε και το πραγματικό του εισόδημα θα διπλασιασθεί. Αν όμως το χρηματικό εισόδημα όλων των ατόμων της οικονομίας διπλασιασθεί, τούτο δεν σημαίνει ότι και το πραγματικό εισόδημά της θα διπλασιασθεί αναγκαστικά, γιατί ο διπλασιασμός του χρηματικού εισοδήματος είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε αύξηση του επιπέδου τιμών. Αν αγνοήσουμε την αύξηση των τιμών και θεωρήσουμε ότι το πραγματικό εισόδημα θα διπλασιασθεί, έχουμε διαπράξει το σφάλμα της συνθέσεως.

4. Στατική, δυναμική και συγκριτική ανάλυση Την οικονομική ανάλυση, τόσο τη μικροοικονομική όσο και τη μακροοικονομική, μπορούμε να διακρίνουμε σε στατική, δυναμική και συγκριτική. Η στατική οικονομική ανάλυση ασχολείται με την ανάλυση των διαφόρων οικονομικών φαινομένων σε δεδομένη χρονική περίοδο. Αντίθετα η δυναμική ανάλυση ασχολείται με την ανάλυση των διαφόρων οικονομικών φαινομένων παρακολουθώντας τα ακριβώς όπως αυτά αναδιπλώνονται και εξελίσσονται μέσα στο χρόνο. Τέλος η συγκριτική οικονομική ανάλυση εξετάζει, συγκρίνει και μελετά τα οικονομικά φαινόμενα, όπως αυτά παρουσιάζονται σε δύο ή και περισσότερες χρονικές περιόδους. Η οικονοµική είναι η επιστήµη η οποία ασχολείται µε τους νόµους που διέπουν την διαδικασία της παραγωγής και την κατανοµή των αγαθών και υπηρεσιών.

Απεριόριστες ανάγκες Το οικονοµικό πρόβληµα Περιορισµένα µέσα

Ο λόγος ύπαρξης της οικονοµικής επιστήµης είναι η στενότητα των παραγωγικών µέσων και απεριόριστες ανάγκες του ανθρώπου. Άρα η οικονοµική είναι η µελέτη του τρόπου µε τον οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν µεταξύ εναλλακτικών χρήσεων των σπάνιων πόρων τους.

Νοικοκυριά ως πωλητές των συντελεστών παραγωγής Νοικοκυριά ως αγοραστές καταναλωτικών αγαθών Δαπάνες επιχειρήσεων Έσοδα επιχειρήσεων Εισόδηµα νοικοκυριών Δαπάνες κατανάλωσης Αγορά των συντελεστών Αγορά υπηρεσιών και της παραγωγής αγαθών Επιχειρήσεις ως αγοραστές συντελεστών παραγωγής Επιχειρήσεις ως πωλητές αγαθών και υπηρεσιών

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Στην οικονομική επιστήμη με τον όρο επιχείρηση εννοούμε την οικονομική μονάδα που αναλαμβάνει την ευθύνη του μετασχηματισμού των υπηρεσιών των συντελεστών της παραγωγής σε αγαθά χρήσιμα για την ικανοποίηση αναγκών του ανθρώπου ή της παραγωγικής λειτουργίας. ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η βραχυχρόνια περίοδος αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι συντελεστές της παραγωγής παραμένουν σταθεροί. Κατά τη μακροχρόνια περίοδο όλοι οι συντελεστές της παραγωγής μεταβάλλονται. ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ H συνάρτηση παραγωγής δείχνει τη μέγιστη ποσότητα ενός προϊόντος, που μπορεί να παραχθεί στη μονάδα του χρόνου με τη χρησιμοποίηση δεδομένων ποσοτήτων από τους επιμέρους συντελεστές της παραγωγής. Π = F (Χ1,Χ2,Χ3,, Χν) Όπου: Π - μέγιστη ποσότητα του προϊόντος που μπορεί να παραχθεί με τις ποσότητες Χ1,Χ2, Χ3,,Χν των διαφόρων παραγωγικών συντελεστών Όταν οι αποφάσεις αφορούν στον άριστο βαθμό χρησιμοποίησης της υπάρχουσας παραγωγικής δυναμικότητας, τότε η επιχείρηση λειτουργεί στη βραχυχρόνια περίοδο. Κατά την περίοδο αυτή η επιχείρηση μπορεί να παίρνει αποφάσεις μόνο αναφορικά με τις ποσότητες των μεταβλητών συντελεστών που τελικά θα απασχολήσει. Αντίθετα, όταν οι αποφάσεις αναφέρονται στην επιλογή της τεχνικής μεθόδου παραγωγής και στην αλλαγή της δυναμικότητας των εγκαταστάσεων της επιχείρησης, τότε αυτή λειτουργεί στη μακροχρόνια περίοδο. ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Yποθέτουμε ότι στην παραγωγική διαδικασία χρησιμοποιούνται δυο μόνο συντελεστές της παραγωγής, ένας μεταβλητός και ένας σταθερός. Π= F(Ε,Κ) = F(Ε) Κ - ορισμένη ποσότητα του κεφαλαίου. ΣΥΝΟΛΙΚΟ, ΜΕΣΟ ΚΑΙ ΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΪΟΝ Kαμπύλη του συνολικού προϊόντος Mέσο προϊόν - λόγος του συνολικού προϊόντος προς την ποσότητα του Ε. Οριακό προϊόν - μεταβολή που επέρχεται στο συνολικό προϊόν σαν αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης μιας πρόσθετης μονάδας του μεταβλητού συντελεστή. Όταν το μέσο προϊόν αυξάνεται (περιοχή 0,Ε1) το συνολικό προϊόν αυξάνεται με αυξανόμενους ρυθμούς, ενώ το οριακό προϊόν είναι μεγαλύτερο από το μέσο Στην περιοχή (Ε2,Ε3) το συνολικό προϊόν συνεχίζει να αυξάνεται αλλά με φθίνοντα ρυθμό, ενώ το μέσο και το οριακό προϊόν μειώνονται Στην περιοχή δεξιά του Μ3 το οριακό προϊόν γίνεται αρνητικό, με συνέπεια το συνολικό προϊόν να μειώνεται. Η καμπύλη του οριακού προϊόντος τέμνει την καμπύλη του μέσου προϊόντος στο μέγιστο σημείο της τελευταίας, το μέσο προϊόν του μεταβλητού συντελεστή παίρνει τη μεγαλύτερη τιμή που είναι δυνατόν να πάρει σε όλη την περίοδο κατά την οποία ο σταθερός συντελεστής παραμένει αμετάβλητος (δηλαδή κατά τη διάρκεια της βραχυχρόνιας περιόδου). ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΦΘΙΝΟΥΣΑΣ ΑΠΌΔΟΣΗΣ - νόμος της φθίνουσας οριακής απόδοσης ή - νόμος της φθίνουσας μέσης απόδοσης. Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης εξηγείται από το γεγονός ότι οι παραγωγικοί συντελεστές δεν είναι τέλεια υποκατάστατα μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι συντελεστές (τουλάχιστον δυο) είναι απαραίτητοι για τη διεξαγωγή μιας παραγωγικής λειτουργίας.

Ο νόμος της οριακής φθίνουσας απόδοσης, διατυπώνεται ως εξής: όταν στην παραγωγική διαδικασία προστίθενται διαδοχικά ίσες ποσότητες του μεταβλητού συντελεστή και οι ποσότητες του σταθερού συντελεστή παραμένουν αμετάβλητες, θα φθάσουμε σε ένα σημείο πέρα από το οποίο η αύξηση στο συνολικό προϊόν που θα επέλθει ως αποτέλεσμα της αύξησης του μεταβλητού συντελεστή κατά μια μονάδα θα βαίνει μειούμενη. Η εξέλιξη των καμπυλών συνολικού, μέσου και οριακού προϊόντος μας επιτρέπει να διακρίνουμε το όλο φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας σε τρεις περιοχές ή στάδια. Η πρώτη ονομάζεται περιοχή των αυξανομένων αποδόσεων, η δεύτερη χαρακτηρίζεται σαν περιοχή των φθίνουσων αποδόσεων και η τρίτη είναι γνωστή σαν περιοχή των αρνητικών αποδόσεων. Διαχωριστικό σημείο μεταξύ των περιοχών Ι και ΙΙ, είναι το σημείο όπου μεγιστοποιείται το μέσο προϊόν (δηλαδή το σημείο Μ2 του διαγράμματος), ενώ η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των περιοχών ΙΙ και ΙΙΙ βρίσκεται στο σημείο όπου το συνολικό προϊόν γίνεται μέγιστο. Στις περιοχές Ι και ΙΙ, τόσο το οριακό όσο και το μέσο προϊόν του μεταβλητού συντελεστή είναι θετικό. Αντίθετα, στην περιοχή ΙΙΙ το οριακό προϊόν καθίσταται αρνητικό. ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ Με σκοπό την απλούστευση της ανάλυσης, υποθέτουμε ότι η επιχείρηση χρησιμοποιεί δυο μόνο συντελεστές (τους Ε και Κ), οι οποίοι είναι μεταβλητοί και μπορούν να συνδυαστούν σε διαφορετικές αναλογίες. Η συνάρτηση παραγωγής γράφεται: Π = F(Ε,Κ) ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΙΣΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ Σαν καμπύλη ισοπαραγωγής ορίζεται ο γεωμετρικός τόπος των σημείων των συνδυασμών συντελεστών που δίνουν την ίδια παραγόμενη ποσότητα προϊόντος. ΓΡΑΜΜΗ ΙΣΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ

Ως γραμμή ίσου κόστους ή διαφορετικά γραμμή περιορισμένης δαπάνης, ορίζεται η γραμμή που αποτελεί το γεωμετρικό τόπο όλων των σημείων που δείχνουν συνδυασμούς συντελεστών της παραγωγής που κοστίζουν το ίδιο στην επιχείρηση. ΑΡΙΣΤΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ Ο άριστος συνδυασμός των παραγωγικών συντελεστών προσδιορίζεται από τις καμπύλες ισοπαραγωγής, που δείχνουν τον τρόπο που παράγεται μια ποσότητα από ένα προϊόν, και από τη γραμμή κόστους, με την οποία καθορίζονται οι δυνατοί συνδυασμοί των παραγωγικών συντελεστών για την παραγωγή μιας ποσότητας από ένα προϊόν. Η ισορροπία της παραγωγικής μονάδας μπορεί να γίνει : είτε με τη μεγιστοποίηση της παραγωγής της, όσες φορές είναι δοσμένο το χρηματικό ποσό για την αγορά των παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή με δοσμένη τη γραμμή του ίσου κόστους η παραγωγική μονάδα επιδιώκει να βρεθεί στη δυνατή μεγαλύτερη καμπύλη ισοπαραγωγής είτε με την ελαχιστοποίηση του συνολικού κόστους με δοσμένη την παραγωγή, δηλαδή με δοσμένη την καμπύλη ισοπαραγωγής η παραγωγική μονάδα επιδιώκει να βρεθεί στην πιο μικρή καμπύλη ίσου κόστους ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ 1. Η αύξηση ή η μείωση του διαθέσιμου χρηματικού ποσού (με δοσμένες τις τιμές των παραγωγικών συντελεστών) εκφράζονται με παράλληλη μετατόπιση της γραμμής ίσου κόστους προς τα πάνω ή προς τα κάτω και κατά συνέπεια θα έχουμε μεταβολή του σημείου ισορροπίας της παραγωγικής μονάδας. Αν συνδυάσουμε τα διαδοχικά σημεία ισορροπίας θα έχουμε τη λεγόμενη καμπύλη αναπτύξεως ή καμπύλη επεκτάσεως της

παραγωγής (καμπύλη ΕΕ ) που δείχνει το γεωμετρικό τόπο από τα σημεία ισορροπίας της παραγωγικής μονάδας, που αντιστοιχούν σε διάφορα επίπεδα του διαθέσιμου χρηματικού ποσού της. 2. μεταβολή των τιμών των συντελεστών της παραγωγής με δοσμένη τη χρηματική δαπάνη της παραγωγικής επιχειρήσεως. Αν ενώσουμε όλα τα διαδοχικά σημεία ισορροπίας θα έχουμε τη λεγόμενη καμπύλη τιμής συντελεστών (καμπύλη ΜΜ ). Εφαρμόζοντας δε την ίδια ανάλυση που εφαρμόσαμε στη θεωρία της καταναλώσεως μπορούμε να βγάλουμε την καμπύλη ζητήσεως της εργασίας. ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ Για τον χαρακτηρισμό της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των ποσοτήτων των εισροών και του ύψους της συνολικής παραγωγής στα διάφορα μεγέθη της επιχείρησης, χρησιμοποιούμε τον όρο αποδόσεις κλίμακας. Με την αύξηση του μεγέθους της επιχείρησης, χωρίς να μεταβληθεί η αναλογία στην οποία χρησιμοποιούνται οι συντελεστές, υπάρχουν τρία δυνατά αποτελέσματα, δηλαδή να έχουμε: - αυξανόμενες - σταθερές ή - φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας. Λέμε ότι έχουμε αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας, όταν μια αναλογική αύξηση σε όλους τους συντελεστές της παραγωγής οδηγεί σε αναλογικά μεγαλύτερη αύξηση του συνολικού προϊόντος. Διάγραμμα Κεφάλαιο 8 6

4 2 0 5 10 15 20 Εργασία Αν η κατά 15% αύξηση όλων των συντελεστών της παραγωγής προκαλέσει αύξηση στο προϊόν κατά 15%, τότε έχουμε σταθερές αποδόσεις κλίμακας. Τέλος, όταν το ποσοστό αύξησης της παραγωγής υπολείπεται του αντίστοιχου ποσοστού αύξησης των συντελεστών, έχουμε φθίνουσα απόδοση κλίμακας. Διάγραμμα Κεφάλαιο 8 6 4 2 0 5 10 15 20 Εργασία Διάγραμμα Κεφάλαιο 8 6 4 2 0 5 10 15 20 Εργασία

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ ΣΚ = ΣΣΚ + ΣΜΚ Όπου: ΣΚ συνολικό κόστος ΣΣΚ σταθερό κόστος και ΣΜΚ συνολικό μεταβλητό κόστος. Το σταθερό κόστος περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης που δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές στο ύψος της παραγωγής. Αυτές προσδιορίζονται από το μέγεθος του σταθερού συντελεστή. Το μεταβλητό κόστος περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες που το ύψος τους εξαρτάται από το επίπεδο της παραγωγής. Αυτές αφορούν τα έξοδα που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση των μεταβλητών συντελεστών (π.χ. εργασίας, πρώτων υλών κλπ.) και για αυτό εκφράζονται ως συνάρτηση του επιπέδου παραγωγής, δηλαδή: ΣΜΚ = F(Π) Το μέσο κόστος ορισμένης ποσότητας προϊόντος είναι ο λόγος των συνολικών δαπανών που απαιτήθηκαν για την παραγωγή της ποσότητας αυτής προς τον συνολικό αριθμό των μονάδων του προϊόντος που παράχθηκαν (Π). Σε αντιστοιχία με τη διάκριση που έγινε πιο πάνω αναφορικά με το συνολικό κόστος, έχουμε τρεις έννοιες μέσου κόστους, δηλαδή: ΜΣΚ = ΣΚ/Π (μέσο συνολικό κόστος) ΜΣΚ = ΣΣΚ/Π (μέσο σταθερό κόστος) ΜΜΚ = ΣΜΚ/Π (μέσο μεταβλητό κόστος) Εξάλλου, από τις παρακάτω σχέσεις συνάγεται ότι: ΜΣΚ = ΣΚ/Π =ΣΣΚ/Π + ΣΜΚ/Π

Επίσης, αφού ΣΣΚ = σταθερό, αυξανομένου του Π, το μέσο σταθερό κόστος θα μειώνεται σε όλα τα επίπεδα παραγωγής. Οριακό κόστος καλείται η μεταβολή που επέρχεται στο συνολικό κόστος ως αποτέλεσμα αύξησης της παραγωγής κατά μια πολύ μικρή ποσότητα (μια μονάδα). Το μεσαίο σχήμα δείχνει την εξέλιξη των καμπυλών μέσου και οριακού προϊόντος του μεταβλητού συντελεστή Ε, ενώ το κάτω μέρος δείχνει την εξέλιξη των καμπυλών μέσου μεταβλητού και οριακού κόστους. Στην περιοχή αριστερά του σημείου Μ2, όπου οι αποδόσεις αυξάνουν με αυξανόμενο ρυθμό, το μέσο μεταβλητό κόστος μειώνεται σε όλα τα επίπεδα παραγωγής. Στο Μ2 φθάνει στο ελάχιστο, ενώ στο ίδιο σημείο η καμπύλη μέσου προϊόντος του μεταβλητού συντελεστή φθάνει το μέγιστο. Μετά το σημείο αυτό, που οι αποδόσεις αρχίζουν να αυξάνουν με φθίνοντα ρυθμό, το ΜΜΚ αρχίζει να αυξάνεται, ενώ το μέσο προϊόν του Ε μειώνεται. Το οριακό κόστος αρχικά μειώνεται μέχρι του σημείου Μ1, στο οποίο η καμπύλη οριακού προϊόντος του μεταβλητού συντελεστή έχει μέγιστο. Μετά το σημείο αυτό, το οριακό κόστος βαίνει αυξανόμενο σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής. Σημειώνεται ότι στο σημείο Μ2 έχουμε: ΜΠΕ = ΟΠΕ και ΜΜΚ = ΟΚ Όσον αφορά στην καμπύλη μέσου συνολικού κόστους, αυτή κυριαρχείται από την καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους. Άρα έχει ανάλογο σχήμα. Ωστόσο, επειδή ΜΣΚ >0 έπειται, ότι η καμπύλη μέσου συνολικού κόστους θα βρίσκεται πάντοτε υπεράνω της καμπύλης του μέσου μεταβλητού κόστους. Σε κάθε επίπεδο παραγωγής οι καμπύλες ΜΣΚ και ΜΜΚ θα διαφέρουν κατά το ΜΣΚ που αντιστοιχεί σε αυτό το επίπεδο παραγωγής. Από το παραπάνω συνάγονται οι ακόλουθες σχέσεις: Η καμπύλη οριακού κόστους τέμνει τις καμπύλες μέσου μεταβλητού και μέσου συνολικού κόστους στο ελάχιστο σημείο τους. Όταν το μέσο μεταβλητό κόστους μειώνεται, τότε το οριακό κόστος είναι μικρότερο από το μέσο μεταβλητό κόστος

Όταν το μέσο μεταβλητό κόστος αυξάνεται, τότε οριακό κόστος είναι μεγαλύτερο από το μέσο μεταβλητό κόστος Οι ίδιες σχέσεις ισχύουν μεταξύ οριακού και μέσου συνολικού κόστους. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ Ο όρος μακροχρόνια περίοδος αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που επιτρέπει στον επιχειρηματία να επιφέρει όλες τις αναγκαίες προσαρμογές στο μέγεθος των πάγιων εγκαταστάσεων έτσι ώστε, η επιχείρησή του να λειτουργεί υπό καθεστώς άριστου μεγέθους. Είναι προφανές ότι ο όρος δεν αφορά περίοδο ορισμένου μήκους. Το μήκος του διαστήματος εξαρτάται από τη φύση της παραγωγικής διαδικασίας και τις τεχνικές μεθόδους παραγωγής. Για παράδειγμα, η επέκταση των εγκαταστάσεων ενός θερμοκηπίου ίσως είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί σε ορισμένους μήνες, ενώ η αύξηση της δυναμικότητας ενός πετροχημικού εργοστασίου ενδέχεται να απαιτήσει έναν αριθμό ετών. Μακροχρόνια ο επιχειρηματίας μπορεί να αποφασίσει την επέκταση η τη συρρίκνωση των εγκαταστάσεών του, την ίδρυση νέας μονάδας, ή το κλείσιμο αυτής που ήδη λειτουργεί. Μακροχρόνια όλες οι δαπάνες της επιχείρησης είναι μεταβλητές. Περιορισμοί τίθενται μόνο από τις τεχνολογικές δυνατότητες, οι οποίες για κάποιο διάστημα είναι δεδομένες. Ωστόσο, όταν αυτές αλλάξουν μακροχρόνια, η επιχείρηση θα επιδιώξει ανάλογη προσαρμογή των εγκαταστάσεών της. Έτσι, η καμπύλη μακροχρόνιου συνολικού κόστους μιας επιχείρησης εκφράζει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κόστος παραγωγής και στο μέγεθος των εγκαταστάσεων. Με δοσμένη την τεχνολογία και τις τιμές των παραγωγικών συντελεστών, η επιχείρηση θα επιλέξει τη μέθοδο παραγωγής που εξασφαλίζει την παραγωγή ορισμένης ποσότητας προϊόντος με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια καμπύλη συνολικού κόστους εκφράζει τις δυνατότητες επιλογής της επιχείρησης όταν αυτή προγραμματίζει την ίδρυση, την επέκταση ή τη συρρίκνωση των

εγκαταστάσεών της. Έτσι, θα λέμε ότι η καμπύλη μακροχρόνιου συνολικού κόστους αποτελεί το γεωμετρικό τόπο των σημείων που παριστάνουν τους άριστους συνδυασμούς των συντελεστών της παραγωγής, όταν μεταβάλλεται η κλίμακα παραγωγής και οι τιμές των εισροών παραμένουν αμετάβλητες. Η καμπύλη αυτή σε όλο το μήκος της ανερχόμενης, πράγμα που εξηγείται από τη θετική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο συνολικό κόστος και στο μέγεθος της παραγωγικής δυναμικότητας μιας επιχείρησης. Το μακροχρόνιο μέσο και οριακό κόστος ορίζονται κατά τρόπο ανάλογο με εκείνο που ορίστηκαν τα ίδια μεγέθη στη βραχυχρόνια περίοδο. Μακροχρόνιο μέσο κόστος = Μακροχρόνιο συνολικό κόστος / Μέγεθος παραγωγής Μακροχρόνιο οριακό κόστος = Μεταβολή στο μακροχρόνιο συνολικό κόστος / Οριακή μεταβολή στο μέγεθος παραγωγής Ακόμη, οι καμπύλες μακροχρόνιου μέσου και οριακού κόστους έχουν σχήματα ανάλογα με τα αντίστοιχα σχήματα της βραχυχρόνιας περιόδου. Ωστόσο η σημασία των δυο μεγεθών κόστους, καθώς και οι παράγοντες που διαμορφώνουν την εξέλιξη των σχετικών καμπυλών στη μακροχρόνια περίοδο, διαφέρουν ουσιωδώς. Ενώ στη βραχυχρόνια περίοδο οι εξελίξεις των καμπύλων μέσου και οριακού κόστους εκφράζουν τη συμπεριφορά των αποδόσεων του μεταβλητού συντελεστή όταν αυτός συνδυάζεται με ορισμένη ποσότητα του σταθερού συντελεστή (στη περίπτωση που υπάρχουν δυο μόνο συντελεστές), στη μακροχρόνια περίοδο οι καμπύλες μέσου και οριακού κόστους αντανακλούν τα εναλλακτικά μεγέθη μεταξύ των οποίων θα μπορούσε να επιλέξει η επιχείρηση προκειμένου να παράγει διάφορες ποσότητες παραγωγής με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Έτσι, λέμε ότι η καμπύλη μακροχρόνιου μέσου κόστους δείχνει το ελάχιστο ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος κόστος σε διάφορα μεγέθη παραγωγής όταν η επιχείρηση προσαρμόζει τις εγκαταστάσεις της κατά

τρόπο, ώστε σε κάθε επίπεδο παραγωγής να επιτυγχάνεται ο άριστος συνδυασμός των συντελεστών. Ενώ η καμπύλη μακροχρόνιου οριακού κόστους περιγράφει τη μεταβολή στο συνολικό κόστος καθώς η επιχείρηση μετατοπίζεται από το ένα επίπεδο παραγωγής στο άλλο. Με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση των ανωτέρω, υποθέτουμε ότι η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το μέγεθος εγκαταστάσεων κατά τρόπο που να εκφράζουν τέσσερα διαφορετικά επίπεδα παραγωγής. Σε κάθε ένα από τα επίπεδα αυτά αντιστοιχεί μια καμπύλη βραχυχρόνιου μέσου κόστους. Έτσι, αν οι συνθήκες της αγοράς επιτρέπουν στην επιχείρηση να παράγει ποσότητα μεταξύ της ΠΠ1 και Π, τότε αυτή πρέπει να επιλέξει το μέγεθος που προσδιορίζεται από την βραχυχρόνια καμπύλη μέσου κόστους ΣΑΚ. Εξάλλου, αν η επιχείρηση προβλέπει ότι οι πωλήσεις της θα ξεπεράσουν το επίπεδο Π3, η σωστή απόφαση είναι να δημιουργήσει εγκαταστάσεις μεγέθους ανάλογου με αυτό που εκφράζει η καμπύλη ΣΑΚ4. Κάτω από τις υποθέσεις που υιοθετήσουμε, η γραμμή ΑΜ1Μ2Μ3Β αποτελεί την καμπύλη μακροχρόνιου μέσου κόστους της επιχείρησης. Αν δεχτούμε ότι είναι δυνατόν να κατασκευαστούν άπειρες βραχυχρόνιες καμπύλες μέσου κόστους, τότε θα σχηματιστεί μια συνεχής καμπύλη που θα παριστάνει την μακροχρόνια καμπύλη μέσου κόστους. Αυτή αρχικά θα βαίνει φθίνουσα και αφού φθάσει ένα ελάχιστο σημείο θα αρχίσει στη συνέχεια να ανέρχεται. Η καμπύλη αυτή θα δείχνει το μέγεθος που πρέπει να επιλέξει η επιχείρηση προκειμένου να επιτύχει, σε μακροχρόνια βάση, το χαμηλότερο δυνατό κόστος ανά μονάδα προϊόντος. Όπως η εξέλιξη της βραχυχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους εξηγήθηκε με τη λειτουργία του νόμου των φθινουσών αποδόσεων, έτσι και η συμπεριφορά της μακροχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους εξηγείται από την ύπαρξη οικονομιών και αντιοικονομιών μεγέθους. Ο όρος οικονομίες μεγέθους ή κλίμακας χρησιμοποιείται για να εκφράζει τις εξοικονομήσεις κόστους που οφείλονται στην αύξηση της

παραγωγικής δυναμικότητας της επιχείρησης. Οι σημαντικότεροι παράγοντες που προκαλούν τις εξοικονομήσεις αυτές είναι: μεγαλύτερη εξειδίκευση των παραγωγικών μέσων με αποτέλεσμα τη βελτίωση της αποδοτικότητας τους, αυξημένες δυνατότητες επιλογής περισσότερο αποδοτικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και αυτοματοποίησης της παραγωγικής λειτουργίας και μείωση στο κόστος προμήθειας ορισμένων παραγωγικών μέσων (π.χ. πρώτων υλών) λόγω της δυνατότητας που έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες. Όμως, όταν η επιχείρηση μεγαλώσει πολύ είναι πιθανόν να εμφανιστούν αδυναμίες στη διοίκηση και το συνδονισμό των δραστηριοτήτων της. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση αντοοικονομιών, γεγονός που εξηγεί τη θετική κλίση της μακροχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους, όταν η επιχείρηση φθάσει να λειτουργεί σε πολύ μεγάλα μεγέθη. Έτσι, το διάστημα που διαρκούν οι οικονομίες μεγέθους και ο χρόνος που εμφανίζονται οι αντιοικονομίες, προσδιορίζουν την ακριβή εξέλιξη της μακροχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους. ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ Η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης της έννοιας της αγοράς στην οικονομική επιστήμη ήταν του Γάλλου Α. Cournot (1838), ο οποίος θεώρησε ότι η αγορά είναι η περιοχή εκείνη όπου τα διάφορα μέρη συνδέονται με σχέσεις ελεύθερου εμπορίου, με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται η εξισορρόπηση των τιμών. Πολύ αργότερα ο Άγγλος F. Edgeworth (1881), όρισε την αγορά σαν ένα τόπο ανταγωνισμού, όπου ένας μεγάλος αριθμός πωλητών και αγοραστών συγκεντρώνεται και προβαίνει σε συναλλαγές έχοντας πλήρη και τέλεια γνώση των συνθηκών της αγοράς. Τα προϊόντα σε μια ανταγωνιστική αγορά είναι απόλυτα ομοιογενή και ταυτόσημα.

Πάντως, μπορούμε να ορίσουμε σαν αγορά, τη περιοχή στην οποία οι αγοραστές και οι πωλητές διαπραγματεύονται την ανταλλαγή ενός καθορισμένου προϊόντος. Δεν είναι αναγκαίο οι αγοραστές και οι πωλητές να βρίσκονται στον ίδιο τόπο, αρκεί να είναι δυνατή η μεταξύ τους επικοινωνία με οποιοδήποτε τρόπο. Επίσης πρέπει οι επιθυμίες των πωλητών και αγοραστών να αναφέρονται σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Η αγορά δεν αφορά μόνο στην αγορά προϊόντων με στενή έννοια, αλλά την αγορά όλων των αγαθών, παραγωγικών μέσων και χρήματος. Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την έκταση της αγοράς είναι οι εξής: Ο βαθμός της ομοιογένειας των προϊόντων και οι προτιμήσεις των καταναλωτών. Ο αριθμός των αγοραστών και πωλητών. Ο βαθμός ανεξαρτησίας που υπάρχει μεταξύ πωλητών και αγοραστών. Από θεωρητική άποψη υπάρχουν τρεις βασικές μορφές αγοράς: Η πλήρως ανταγωνιστική αγορά ή αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού ή αγορά τέλειου ανταγωνισμού η μονοπωλιακή αγορά (το μονοπώλιο και το μονοψώνιο) η αγορά ατελούς μονοπωλιακού ανταγωνισμού, η οποία διακρίνεται σε - αγορά ατελούς μονοπωλιακού ανταγωνισμού και - σε ολιγοπωλιακή και ολιγοψωνιακή αγορά. Η πλήρως ανταγωνιστική αγορά ή αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού ή αγορά τέλειου ανταγωνισμού. Λέμε ότι μια αγορά είναι πλήρως ανταγωνιστική όταν υπάρχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: Μεγάλος αριθμός πωλητών και αγοραστών. Ο αριθμός των αγοραστών και πωλητών να είναι μεγάλος και οι ποσότητες τις οποίες κάθε ένας από αυτούς αγοράζει και πωλεί, να είναι πολύ μικρές σε σχέση με τις συνολικές ποσότητες του προϊόντος που προσφέρονται στην αγορά. Με αυτό τον τρόπο, κανένας από τούς

αγοραστές και πωλητές δεν θα είναι σε θέση μόνος του να επηρεάσει τον σχηματισμό της τιμής του προϊόντος ή την παραγόμενη ποσότητα αυτού. Ομοιογενές προϊόν. Το προσφερόμενο προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά πρέπει να είναι απόλυτα ομογενές, χωρίς καμία διαφορά ή διάκριση. Δηλαδή το προσφερόμενο από ένα παραγωγό προϊόν πρέπει να είναι της ίδιας ακριβώς ποιότητας και μορφής, με το προϊόν άλλου παραγωγού. Πλήρης γνώση των συνθηκών της αγοράς από τους αγοραστές και τους πωλητές. Αυτό σημαίνει ότι και οι αγοραστές και οι πωλητές να είναι ενήμεροι περί της τιμής και της ποσότητας του προϊόντος στην αγορά. Αν οι αγοραστές δεν έχουν πλήρη γνώση για τις επικρατούσες στην αγορά τιμές θα αγοράζουν (πιθανώς) σε υψηλότερες τιμές, τη στιγμή, που θα υπάρχουν και χαμηλότερες τιμές για το ίδιο προϊόν. Επίσης, είναι δυνατό οι πωλητές να ζητήσουν διαφορετική τιμή από την ισχύουσα στην αγορά, επειδή δεν γνωρίζουν τις πραγματικές συνθήκες αυτής. Απόλυτη ελευθερία εισόδου και εξόδου των επιχειρήσεων στην αγορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί στην εγκατάσταση νέων παραγωγικών μονάδων στην αγορά ή στην αποχώρηση από αυτή, παλαιών παραγωγικών μονάδων. Με αυτό τον τρόπο έχουμε μετακίνηση των συντελεστών της παραγωγής από ένα παραγωγικό κλάδο σε κάποιο άλλο, που παρουσιάζει μεγαλύτερο κέρδος. Μονοπωλιακή αγορά. Μονοπωλιακή αγορά ονομάζεται μια αγορά όταν όλη η προσφορά προέρχεται από μια μόνο επιχείρηση η οποία έχει πλήρη έλεγχο της αγοράς, τόσο ως προς το παραγόμενο προϊόν όσο και προς τη τιμή αυτού.

Μονοψώνιο. Μονοψώνιο ονομάζεται εκείνος ο τύπος της αγοράς, στον οποίο ολόκληρη η ζήτηση προέρχεται από ένα μόνο αγοραστή. Ο αγοραστής αυτού μπορεί να καθορίζει κατά την κρίση του τη τιμή στην οποία θα αγοράσει το προσφερόμενο προϊόν. Οι πωλητές είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν την τιμή αυτή από τον αγοραστή. Αγορά ατελούς ανταγωνισμού. Στην αγορά αυτή ο σχηματισμός της τιμής δεν είναι απρόσωπος γιατί επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, τους οποίους εξουσιάζει άλλοτε η πλευρά της ζήτησης και άλλοτε η πλευρά της προσφοράς. Ανάλογα με τον βαθμό δυνατότητας επηρεασμού της τιμής έχουμε δυο μορφές ατελούς ανταγωνισμού: αγορά ατελούς μονοπωλιακού ανταγωνισμού είναι μια μορφή αγοράς στην οποία υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που πουλάνε παρόμοια αλλά όχι ίδια προϊόντα. Η αγορά αυτή χαρακτηρίζεται από: - Μεγάλο αριθμό πωλητών και αγοραστών. - Διαφοροποιημένο προϊόν (αυτή είναι και η μοναδική διαφορά αυτής της μορφής αγοράς από την αγορά του τέλειου ανταγωνισμού) - Πλήρης γνώση των συνθηκών της αγοράς από τους αγοραστές και τους πωλητές. - Απόλυτη ελευθερία εισόδου και εξόδου των επιχειρήσεων στην αγορά. ολιγοπωλιακή και ολιγοψωνιακή αγορά. Είναι η μορφή της αγοράς στην οποία υπάρχει μικρός αριθμός πωλητών ή αγοραστών ενός αγαθού. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των πωλητών ή των αγοραστών τόσο ισχυρότερος είναι ο βαθμός επηρεασμού των τιμών από κάθε ένα από αυτούς. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν Έννοια

Με τον όρο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν θα εννοούμε τη χρηματική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών, που παράγονται σε δεδομένη οικονομία σε μια χρονική περίοδο που συνήθως είναι το ημερολογιακό έτος. Αλγεβρικά, το Α.Ε.Π. μπορεί να απεικονισθεί από το άθροισμα των γινομένων των ποσοτήτων επί των τιμών. n i=1 Σ pi qi ( i = 1,2,3,..,n) Αναφερθήκαμε στη χρηματική αξία των τελικών αγαθών και όχι στην αξία του συνόλου των αγαθών, διότι ο υπολογισμός και η αξία των ενδιάμεσων αγαθών μέσα σε μια οικονομία θα μας οδηγήσει σε υπερεκτίμηση του μεγέθους, εφόσον θα πέσουμε στην παγίδα του διπλού ή τριπλού υπολογισμού μεγάλου αριθμού αγαθών. Μέτρηση του Ακαθάριστου Εθνικού προϊόντος Για τον ακριβή υπολογισμό του Α.Ε.Π. πρέπει να καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια, ώστε όλα τα παραγόμενα προϊόντα να συμπεριλαμβάνονται στο Α.Ε.Π., αλλά κάθε προϊόν να υπολογίζεται μόνο μια φορά. Συνήθως κάθε προϊόν δέχεται επεξεργασία σε διάφορα στάδια παραγωγής, πριν να γίνει τελικό προϊόν και να διατεθεί στην αγορά.για την αποφυγή διπλού ή τριπλού κ.λ.π. υπολογισμού του ίδιου προϊόντος στο Α.Ε.Π. χρησιμοποιούμε τέσσερις μεθόδους : α/. την μέθοδο της αξίας των τελικών προϊόντων, β/. την μέθοδο της προστιθέμενης αξίας, γ/. την εισοδηματική μέθοδο και δ/. την μέθοδο της συνολικής δαπάνης.

Με την πρώτη μέθοδο υπολογίζουμε μόνο τα τελικά προϊόντα και τις υπηρεσίες και αποκλείουμε τα ενδιάμεσα αγαθά ενώ με τη δεύτερη μέθοδο υπολογίζουμε την προστιθέμενη αξία σε κάθε στάδιο παραγωγής. Η έννοια των πρώτων δύο (α, β,) μεθόδων γίνεται κατανοητή με την βοήθεια του παραδείγματος του πίνακα 1. Πίνακας 1 Στάδια παραγωγής Αξία Προστιθέμενη πωλήσεως (ευρώ) αξία (ευρώ) Πρώτο στάδιο (Σιτάρι) 100 100 Δεύτερο στάδιο (Αλεύρι) 120 20 Τρίτο στάδιο (ψωμί) 150 30 Τέταρτο στάδιο (Εμπόριο ψωμιού) 155 τελικό προϊόν 5 ΣΥΝΟΛΟ 525 ΣΥΝΟΛΟ 155 Για την παραγωγή ψωμιού απαιτούνται τέσσερα στάδια. Έστω ότι το προϊόν του πρώτου σταδίου (γεωργική παραγωγή) είναι το σιτάρι και η αξία του στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας είναι 100 ευρώ. Στο δεύτερο στάδιο παραγωγής (αλευρόμυλος) το σιτάρι μετατρέπεται σε αλεύρι και το κόστος μετατροπής αυξάνει την αξία του σε 120 ευρώ. Είναι φανερό, ότι η προστιθέμενη αξία από το προηγούμενο στάδιο είναι 20 ευρώ. Στη συνέχεια, στο τρίτο στάδιο παραγωγής (αρτοποιείο) το αλεύρι χρησιμοποιείται για την παραγωγή ψωμιού και η συνολική αξία ανέρχεται σε 150ευρώ. Η προστιθέμενη αξία του τρίτου σταδίου είναι λοιπόν 30 ευρώ. Τέλος με την διανομή του ψωμιού το τελικό προϊόν φτάνει στον καταναλωτή με τελική συνολική αξία 155 ευρώ. δηλαδή στο τέταρτο στάδιο προσθέτονται 5 ευρώ. στην αξία του προϊόντος. Είναι σαφές, ότι η αξία του τελικού προϊόντος είναι το άθροισμα των προστιθέμενων αξιών.αν για τον υπολογισμό του Α.Ε.Π. προσθέσουμε την αξία πωλήσεως κάθε σταδίου αντί για την προστιθέμενη αξία, το αποτέλεσμα θα είναι μια μεγάλη διόγκωση της

αξίας του προϊόντος λόγω διπλού ή τριπλού κ.λ.π. υπολογισμού.π.χ. στο παράδειγμα του πίνακα 1 το άθροισμα των αριθμών πωλήσεως είναι 525 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή έχουμε υπολογίσει την αξία του πρώτου σταδίου τέσσερις φορές, του δεύτερου τρεις και του τρίτου δύο. Πραγματικά : 4Χ100 + 3Χ20 + 2Χ30 + 5 = 525.Παρατηρούμε δηλαδή ότι καταλήγουμε στον ίδιο υπολογισμό του Α.Ε.Π. οποιοδήποτε από τις μεθόδους χρησιμοποιήσουμε. Εισοδηματική μέθοδος : Το μέγεθος του Α.Ε.Π. μιας οικονομίας κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου μπορεί να μετρηθεί και ως το σύνολο των αμοιβών των συντελεστών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή και την διανομή των προϊόντων και υπηρεσιών (εισοδηματική μέθοδος).και αυτό διότι η παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών δημιουργεί κόστος που δεν είναι άλλο από τις πληρωμές που γίνονται στους συντελεστές εκείνους που συνέβαλλαν για την παραγωγή τους στη μορφή, χρηματικών εισοδημάτων. Οι κατηγορίες των ειδών εισοδήματος με κριτήριο το συντελεστή παραγωγής αναλύονται στη παράγραφο «Είδη του εισοδήματος». Μέθοδος της συνολικής δαπάνης : O υπολογισμός του Α.Ε.Π. μπορεί να γίνει με την εύρεση του αθροίσματος του συνόλου των δαπανών που γίνονται για την αγορά των τελικών αγαθών και υπηρεσιών.οι διάφορες δαπάνες στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν μπορεί να ταξινομηθούν στις εξής γενικές κατηγορίες : 1/. Κατανάλωση ο όρος κατανάλωση αναφέρεται στο σύνολο των δαπανών για την αγορά καταναλωτών και διαρκών αγαθών. Καταναλωτά ορίζονται τα αγαθά εκείνα, τα οποία μετά την πρώτη χρήση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά για την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης. Αντίθετα διαρκή αγαθά ορίζονται εκείνα που θα χρησιμοποιηθούν πολλές φορές στη διάρκεια της ζωής τους για την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης.

2/. Επένδυση Το σύνολο των δαπανών των επιχειρήσεων για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών ορίζεται ως επένδυση. Ειδικότερα η επένδυση περιλαμβάνει τα εξής τρία κονδύλια : α/. Δαπάνες για την αγορά κεφαλαίου, το οποίο είναι απαραίτητο για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, β/. Δαπάνες των ατόμων για την κατασκευή σπιτιών, γ/. Μεταβολές στα αποθέματα προϊόντων των επιχειρήσεων.αν ορισμένη ποσότητα προϊόντων έχει παραχθεί μέσα σε μια χρονική περίοδο, αλλά δεν έχει διατεθεί στην αγορά κατά την ίδια περίοδο, παραμένει στα αποθέματα της τρέχουσας περιόδου για μελλοντική διάθεση και επομένως για την τρέχουσα περίοδο θεωρείται επένδυση. 3/. Κρατική δαπάνη- Οι κρατικές δαπάνες μπορούν να είναι δαπάνες για επενδύσεις (π.χ. κατασκευή δρόμων ) ή για κατανάλωση (π.χ. τροφοδοσία των Ενόπλων Δυνάμεων ). Ταυτόχρονα, αν η εξεταζόμενη οικονομία έχει οικονομικές συναλλαγές με άλλες χώρες, τότε θα πρέπει στις εκτιμήσεις του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος να λάβουμε υπόψη και τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών. Οι εξαγωγές αποτελούν τμήμα του εθνικού προϊόντος, το οποίο απορροφούν οι οικονομίες ξένων χωρών. Είναι επομένως δαπάνη επί των αγαθών και υπηρεσιών, που έχουν παραχθεί μέσα στην οικονομία και πρέπει να προστεθεί στις άλλες κατηγορίες δαπανών (κατανάλωση, επένδυση κ.λ.π. ) για να υπολογισθεί το ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Αντίθετα η δαπάνη στα εισαγόμενα προϊόντα δεν είναι δαπάνη σε εγχώρια παραγωγή, αλλά στην παραγωγή των άλλων χωρών.κατά συνέπεια η δαπάνη επί των εισαγωγών πρέπει να αφαιρεθεί από το σύνολο των άλλων δαπανών, για να υπολογισθεί το ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Συνεπώς η συνολική δαπάνη μπορεί να αποδοθεί από : Α.Ε.Π. = C + I + G + (X - M)

όπου : C Ιδιωτική κατανάλωση I - Ακαθάριστες επενδύσεις G Δημόσια κατανάλωση Χ - Εξαγωγές Μ Εισαγωγές Μετατροπή του Α.Ε.Π. από τρέχουσες τιμές σε σταθερές Πολλές φορές χρειάζονται να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων μεγεθών που αντιπροσωπεύουν τη δραστηριότητα μιας οικονομίας, τα οποία αντιστοιχούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, Τα μεγέθη όμως αυτά εκφράζονται σε χρηματικές μονάδες που η αξία τους λόγω της μεταβολής των τιμών συνεχώς μεταβάλλεται. Όμως είναι γνωστό, μια δραχμή εφέτος δεν έχει την ίδια αγοραστική δύναμη και κατά συνέπεια δεν έχει την ίδια αξία που είχε πριν ένα, δύο ή και περισσότερα χρόνια.για το λόγο αυτό τα μεγέθη που εκφράζονται σε τιμές της περιόδου για την οποία έχουν υπολογιστεί, δηλαδή σε τρέχουσες τιμές, δεν μπορούν να συγκριθούν από χρόνο σε χρόνο αν δεν αφαιρεθεί η επίδραση της μεταβολής των τιμών. Μια μεταβολή ενός οικονομικού μεγέθους που εκφράζεται σε τρέχουσες τιμές μπορεί να οφείλεται σε πραγματική μεταβολή του μεγέθους ή σε μεταβολή του επιπέδου τιμών. Για να αφαιρεθεί η επίδραση της μεταβολής των τιμών τα διάφορα οικονομικά μεγέθη πρέπει να εκφραστούν σε σταθερές τιμές. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται ένα έτος ως βάση και τα διάφορα μεγέθη εκφράζονται σε τιμές του έτους αυτού. Με τον τρόπο αυτό οι τιμές διατηρούνται σταθερές και τα μεγέθη γίνονται συγκρίσιμα. Η αναγωγή των μεγεθών σε τιμές του έτους βάσεως γίνεται με βοήθεια των αριθμοδεικτών. Ο αριθμοδείκτης ενός έτους δείχνει το επίπεδο τιμών του έτους σε σχέση με το επίπεδο τιμών του έτους που λαμβάνεται ως βάση. Αν, παραδείγματος χάρη, ο αριθμοδείκτης ενός έτους είναι 120, αυτό σημαίνει

ότι το επίπεδο τιμών κατά το έτος αυτό είναι 120%, του επιπέδου τιμών του έτους βάσεως ή με άλλα λόγια ότι το επίπεδο τιμών έχει αυξηθεί κατά 20%. Αν ο αριθμοδείκτης ενός έτους είναι 85, αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο τιμών κατά το έτος αυτό είναι 85% του επιπέδου τιμών του έτους βάσεως. Στον πίνακα 2 εμφανίζεται ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή του Α.Ε.Π. από τρέχουσες σε σταθερές τιμές. Πίνακας 2 Επίπεδο Δείκτης Α.Ε.Π. σε Α.Ε.Π. σε Έτη τιμών τιμών τρέχουσες σταθερές (ευρώ) ( %) τιμές (ευρώ) τιμές (ευρώ) (1) (2) (3) (4) (5) 1 8 100.0 2.000 2.000 2 10 125.0 3.000 2.400 3 12 150.0 4.500 3.000 4 9 112.5 4.000 3.457 - - - - - - - - - - - - - - - n 16 200.0 6.000 3.000 Η στήλη (2) του πίνακα 2 δίνει τον αριθμό των χρηματικών μονάδων, δηλαδή δραχμών που απαιτούνται για την αγορά μιας μονάδας από όλα τα αγαθά. Για την αγορά της ίδιας ποσότητας αγαθών απαιτούνται 8 ευρώ την πρώτη περίοδο, 10 ευρώ τη δεύτερη κ.ο.κ. Με βάση τη στήλη (2) μπορεί να κατασκευαστεί δείκτης τιμών, αν τεθεί, αυθαίρετα, μια ορισμένη χρονική

περίοδος ως βάση (αρχή). Αν ως βάση χρησιμοποιηθεί το έτος 1, ο δείκτης τιμών παίρνει την τιμή 100% και επομένως οι 8 ευρώ αντιστοιχούν σε 100%. Ανάλογα οι 10 ευρώ της περιόδου 2 αντιστοιχούν σε 125% κ.ο.κ. Το μέγεθος του Α.Ε.Π. σε χρηματική αξία δίνεται στη στήλη (4). Όπως γίνεται σαφές από τα πιο πάνω, οι μεταβολές του Α.Ε.Π. είναι αποτέλεσμα των μεταβολών όχι μόνο των αγαθών, αλλά και των τιμών. Προφανώς η μεταβολή, η οποία προέρχεται από τις μεταβολές των τιμών, είναι ονομαστική και όχι πραγματική. Επομένως από το Α.Ε.Π. πρέπει να αφαιρεθεί η ονομαστική μεταβολή. Για να γίνει η μετατροπή αυτή, πρέπει να διαιρεθεί το Α.Ε.Π. σε τρέχουσες τιμές με τον αντίστοιχο δείκτη της κάθε περιόδου και το πηλίκο που προκύπτει να πολλαπλασιαστεί με το 100. Α.Ε.Π. τρεχ.τιμ. της ιδίας περιόδου Α.Ε.Π. στ. τιμ περιόδου = * 100 Δείκτης τιμών περιόδου Ο αποπληθωριστής του Α.Ε.Π. Ο αριθμοδείκτης αυτός αντιπροσωπεύει τις μεταβολές του γενικού επιπέδου των τιμών και είναι ο λόγος του ονομαστικού Α.Ε.Π. (σε τρέχουσες τιμές ) προς το πραγματικό Α.Ε.Π. (σε σταθερές τιμές) εκφρασμένος σε δείκτη. Πίνακας 3 Ονομαστικό και πραγματικό Α.Ε.Π. 19χχ 19χ1 191χ 19χχ 19χχ 201χ Ονομαστικό Α.Ε.Π. (δις) 22.9 31.9 44.6 96.5 199.0 277.9

Αποπληθωριστής (19χ1=100) 17.9 21.3 27.1 50.2 100.0 131.4 Πραγματικό Α.Ε.Π. (δις) (τιμές 19χ1) 127.8 149.4 169.2 186.1 199.0 211.9 5.3 Η πτώση στην αξία της νομισματικής μονάδας Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πτώση στην αξία της νομισματικής μονάδας δεν είναι ίση με το ποσοστό πληθωρισμού. Έτσι, με πληθωρισμό ίσο με 25% η πτώση στην αξία της νομισματικής μονάδας δεν είναι το ποσοστό αυτό, αλλά ένα μικρότερο ποσοστό.συγκεκριμένα για την περίπτωση αυτή, η πτώση της αξίας της θα είναι ίση με 20%. Για να καταλάβουμε γιατί γίνεται αυτό, ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι η τιμή ενός βιβλίου στο έτος βάση 1 είναι ίση με 200 ευρώ Αν στο έτος 2 έχουμε 25% πληθωρισμού, θα χρειαζόμαστε 250 ευρώ για να αγοράσουμε το βιβλίο, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η τιμή του βιβλίου ακολουθεί το γενικό επίπεδο τιμών. Ο τύπος αποπληθωρισμού της χρηματικής μονάδας δίνεται από τον 1 V1 = όπου : V = αξία της χρηματικής μονάδας στην τρέχουσα περίοδο P = ο δείκτης τιμών την περίοδο 1 P1 Έτσι, στο παράδειγμα μας, 1

V= = 80 125 100 Αυτό σημαίνει ότι : η πτώση στην αξία της είναι 100 δεκάρες μείον 80 = 20 δεκάρες. Τα είδη του εισοδήματος Οι συντελεστές παραγωγής που συμβάλλουν στην παραγωγή του Α.Ε.Π. είναι τέσσερις. Η εργασία, το κεφάλαιο, το έδαφος και η επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι μισθοί αντιστοιχούν στο εισόδημα εκείνο που οι εργαζόμενοι λαμβάνουν ως αμοιβή, επειδή προσφέρουν εργασία στην παραγωγική διαδικασία. Το δεύτερο είδος εισοδημάτων που είναι τα κέρδη είναι η διαφορά μεταξύ συνολικών εισπράξεων και πληρωμών, που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις, βιομηχανίες, βιοτεχνίες, οι έμποροι, οι καλλιεργητές και κάτοχοι τίτλων κ.λ.π. Τα κέρδη διακρίνονται σε αδιανέμητα και διανεμημένα. Συνεπώς τα κέρδη μπορούν να οριστούν ως το καθαρό εισόδημα των ιδιοκτητών της επιχείρησης, στο οποίο δεν υπάγονται ούτε τα αδιανέμητα κέρδη, αλλά ούτε και η αξία των αποσβέσεων οι οποίες αποτελούν μέρη των πληρωμών της. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα κέρδη αποτελούν αμοιβές στους κατόχους του συνολικού κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία. Η αμοιβή της επιχειρηματικής δραστηριότητας οικονομολογικά θεωρείται μισθός.

Η τρίτη κατηγορία εισοδήματος είναι η αμοιβή που λαμβάνουν τα άτομα τα οποία δανείζουν το δεύτερο είδος του κεφαλαίου, το χρηματικό κεφάλαιο, σε άλλα άτομα μέσω των τραπεζών και άλλων νομίμων ιδρυμάτων.η αμοιβή αυτή λέγεται τόκος και υπολογίζεται βάση του επιτοκίου, που είναι ο τόκος των εκατό δραχμών σε ένα χρόνο. Το επιτόκιο για αυτόν που δανείζεται το χρήμα θεωρείται το κόστος απόκτησης του χρηματικού κεφαλαίου. Επειδή το κόστος αυτό έχει σημαντικό ρόλο στον επηρεασμό των μακροοικονομικών μεγεθών ελέγχεται από τις νομισματικές αρχές οι οποίες το αυξομειώνουν ανάλογα. Το τέταρτο είδος εισοδήματος είναι η αμοιβή που πληρώνεται στους κατόχους του συντελεστή εδάφους και κτιρίων για τη χρήση που πραγματοποιούν οι επιχειρηματίες με την ενοικίαση.έτσι οι ενοικιάσεις εργοστασίων, καταστημάτων, οικοπέδων και κατοικιών λέμε ότι αποδίδουν έγγεια πρόσοδο (ενοίκια) στους ιδιοκτήτες τους. Επειδή η έγγεια πρόσοδος είναι ουσιαστικής σημασίας για το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, το κράτος προβαίνει συχνά στον έλεγχο του ύψους της. Συχνά στην οικονομική ανάλυση χρησιμοποιούν τους δύο πρώτους παραγωγικούς συντελεστές. Καθαρό Εθνικό Προϊόν Το προϊόν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας, με την οποία οι χρησιμοποιούμενοι παραγωγικοί συντελεστές μετασχηματίζονται σε προϊόν. Κατά συνέπεια στην δημιουργία του προϊόντος αντιστοιχεί ανάλωση παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή ανθρώπινης εργασίας, πρώτων υλών και πραγματικού κεφαλαίου. Για να παραμένει το πραγματικό κεφάλαιο της οικονομίας ανέπαφο, πρέπει η φθορά, την οποία υφίσταται κατά την παραγωγική διαδικασία, να αντικατασταθεί από την τρέχουσα παραγωγή. Με άλλη διατύπωση, πρέπει μέρος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος να

χρησιμοποιηθεί για την απόσβεση του πραγματικού κεφαλαίου. Με τον όρο απόσβεση εννοούμε τη φθορά που υφίστανται τα κεφαλαιουχικά αγαθά, λόγω της χρησιμοποίησής τους στην παραγωγική διαδικασία. Αν δηλαδή από τη χρηματική αξία των τελικών αγαθών και υπηρεσιών αφαιρέσουμε την αποτιμημένη αξία των αποσβέσεων κεφαλαίου, θα έχουμε τη χρηματική αξία του καθαρού εθνικού προϊόντος (Κ.Ε.Π.). Καθαρό Εθνικό Προϊόν = Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν Απόσβεση Έτσι λοιπόν το νεοπαραγόμενο υλικό κεφάλαιο που θα το ονομάσουμε ακαθάριστες επενδύσεις ένα μέρος του θα χρησιμοποιηθεί για να αντικαταστήσει εκείνο το μέρος του αρχικού κεφαλαίου της οικονομίας, το οποίο έχει φθαρεί δηλαδή για την απόσβεση του πραγματικού κεφαλαίου. Το υπόλοιπο μέρος από τις ακαθάριστες επενδύσεις - αυτό, δηλαδή, που μένει μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων θα το ονομάσουμε καθαρές επενδύσεις. Είναι ευνόητο ότι, αν το μέγεθος των ακαθάριστων επενδύσεων είναι πιο μεγάλο από το μέγεθος των αποσβέσεων, τότε το μέγεθος των καθαρών επενδύσεων είναι θετικό (μεγέθυνση). Αν συμβαίνει το αντίθετο, τότε λέμε ότι έχουμε αρνητικό μέγεθος επενδύσεων, που σημαίνει ότι η οικονομία, όχι μόνο δεν κάνει αύξηση του πραγματικού της κεφαλαίου, αλλά αντίθετα το καταναλώνει (αποεπένδυση). Τέλος, αν συμβεί, ώστε το μέγεθος των ακαθάριστων επενδύσεων να είναι ίσο με το μέγεθος των αναγκαίων αποσβέσεων του πάγιου κεφαλαίου, τότε είναι σαφές ότι δεν έχουμε καμία αύξηση του πραγματικού κεφαλαίου της οικονομίας. Από τα πιο πάνω εύκολα προκύπτει η σχέση : Καθαρές επενδύσεις = Ακαθάριστες επενδύσεις Αποσβέσεις Εθνικό Εισόδημα

Η συνολική χρηματική αξία των αγαθών είναι ίση με το σύνολο των εισοδημάτων, τα οποία πληρώνονται στους παραγωγικούς συντελεστές για τη συμμετοχή τους στην παραγωγή του Κ.Ε.Π.. Θα έπρεπε, επομένως, η χρηματική αξία του καθαρού εθνικού προϊόντος, όπως προσδιορίζεται από τις τιμές της αγοράς, να είναι ίση με το άθροισμα των εισοδημάτων, τα οποία παίρνουν οι κάτοχοι των παραγωγικών συντελεστών, συν το σύνολο των κερδών των επιχειρηματιών. Εντούτοις η τιμή της αγοράς ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας συνήθως περιλαμβάνει, εκτός από το κόστος παραγωγής, και τον επιβαλλόμενο από το κράτος έμμεσο φόρο καταναλώσεως. Άρα η αγοραία συνολική χρηματική αξία των αγαθών είναι μεγαλύτερη από το σύνολο των ατομικών εισοδημάτων κατά το ποσό της έμμεσης φορολογίας. Αν τώρα από τη χρηματική αξία του καθαρού εθνικού προϊόντος αφαιρέσουμε το ποσό της έμμεσης φορολογίας, το οποίο επιβαρύνει την τιμή των αγαθών και υπηρεσιών, το υπόλοιπο αποτελεί το σύνολο των ατομικών εισοδημάτων. Δηλαδή ό,τι τα άτομα εισπράξανε ως αμοιβές για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι παραγωγικοί συντελεστές στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό το σύνολο των ατομικών εισοδημάτων των οικονομούντων ατόμων θα το ονομάσουμε Εθνικό Εισόδημα (ΕΕ). Από την πιο πάνω ανάλυση γίνεται σαφές ότι θα πρέπει να ισχύει : Εθνικό Εισόδημα = Καθαρό εθνικό προϊόν Έμμεσοι φόροι Η διάκριση αυτή μεταξύ εθνικού εισοδήματος και καθαρού εθνικού προϊόντος βασίζεται στην υπόθεση, ότι το κράτος δεν αποτελεί συντελεστή παραγωγής και η επιβολή της έμμεσης φορολογίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως εισόδημα για συμβολή του στην παραγωγική διαδικασία.

Γενικά οτιδήποτε αυξάνει την τιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας, χωρίς να αποτελεί εισόδημα κάποιου συντελεστή, πρέπει να αφαιρείται από το καθαρό εθνικό προϊόν, για να ληφθεί το εθνικό εισόδημα. Είναι επίσης δυνατό, η αγοραία τιμή ενός προϊόντος να είναι χαμηλότερη από το κόστος παραγωγής, λόγω π.χ. επιδοτήσεων του προϊόντος από το κράτος. Στην περίπτωση αυτή το ποσό των επιδοτήσεων πρέπει να προστεθεί στο καθαρό εθνικό προϊόν, για να ληφθεί το εθνικό εισόδημα. Ποσοτικά πάντως οι επιδοτήσεις έχουν μάλλον μικρή σημασία. Διαθέσιμο Εισόδημα Το διαθέσιμο εισόδημα ορίζεται ως το άθροισμα των ατομικών εισοδημάτων, τα οποία υπάρχουν στη διάθεση των ατόμων και τα οποία θα χρησιμοποιήσουν για κατανάλωση ή αποταμίευση. Η διαφορά ανάμεσα στο διαθέσιμο εισόδημα και εθνικό εισόδημα οφείλεται στους εξής κυρίως λόγους : 1/. Το κράτος, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, επιβάλλει φορολογία, στα κέρδη των ανώνυμων εταιριών πριν από την διανομή των κερδών στους μετόχους της εταιρίας και, επομένως, ένα μέρος του δημιουργημένου εισοδήματος δεν περιέχεται στους κατόχους της εταιρίας, αλλά στο κράτος. 2/. Το κράτος φορολογεί άμεσα τα ατομικά εισοδήματα, (φορολογία εισοδήματος ) και μ αυτό τον τρόπο ένα ακόμη μέρος του εθνικού εισοδήματος δεν περιέχεται στη διάθεση των ατόμων. 3/. Το κράτος παρέχει χρηματικά εισοδήματα σε άτομα τα οποία, για διάφορους λόγους, δεν συμμετέχουν στη παραγωγική διαδικασία. Αυτές είναι οι γνωστές μεταβιβαστικές πληρωμές, όπως π.χ. η καταβολή επιδομάτων ανεργίας σε άτομα που δεν βρίσκουν απασχόληση, και η πληρωμή των συντάξεων σε υπερήλικες, οι οποίοι δεν συμμετέχουν πια στη παραγωγική διαδικασία.

4/. Οι ανώνυμες εταιρίες περιορίζουν νομοθετικά να μη διανέμουν όλα τα κέρδη της περιόδου στους μετόχους, αλλά να παρακρατούν ένα μέρος από αυτά, για τη δημιουργία αποθεματικών για μελλοντική χρήση. Επομένως, η διαφορά ανάμεσα στα δύο μεγέθη οφείλεται στην κρατική παρέμβαση, καθώς και στην πολιτική των επιχειρήσεων. Αν λάβουμε υπόψη όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι : Διαθέσιμο Εισόδημα = Εθνικό Εισόδημα - Φόροι στο εισόδημα - Φόροι στα κέρδη των ανώνυμων εταιριών πριν από τη διανομή - Αδιανέμητα Κέρδη + Μεταβιβαστικές Πληρωμές Σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εισοδηματικών εννοιών Στα προηγούμενα τμήματα αναπτύχθηκαν οι έννοιες του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, του καθαρού εθνικού προϊόντος, του εθνικού εισοδήματος και του διαθέσιμου εισοδήματος. Για να γίνει σαφής η αλληλεξάρτησή τους παρακάτω οι έννοιες αυτές επαναλαμβάνονται με τη μορφή ταυτοτήτων. Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ( ΑΕΠ ) ΑΕΠ = C + I + G + (X M ) (Συνολική Δαπάνη) ΑΕΠ = W + P + R + IN + D + Tε ( Συνολικά Εισοδήματα) Όπου : C Ιδιωτική κατανάλωση

I - Ακαθάριστες επενδύσεις G Δημόσια κατανάλωση Χ Εξαγωγές Μ Εισαγωγές W- Μισθοί P Κέρδη R Έγγεια Πρόσοδος IN Τόκοι D Αποσβέσεις Tε Έμμεσοι Φόροι Καθαρό Εθνικό Προϊόν (ΚΕΠ) ΚΕΠ = ΑΕΠ D Εθνικό Εισόδημα (ΕΕ) ΕΕ = ΚΕΠ Τε Διαθέσιμο Εισόδημα (ΔΕ) ΔΕ = ΕΕ Τα Pu + F ή ΔΕ = ΑΕΠ D Tε Τα Pu + F ή ΔΕ = C + S όπου : Τα = Άμεσοι Φόροι Pu = Αδιανέμητα κέρδη F = Μεταβιβαστικές πληρωμές

S = Αποταμίευση Απεικόνιση σχέσεων μεταξύ εισοδηματικών εννοιών Εξαγωγές Μείον Απόσβεση Απόσβεση Εισαγωγές Ακαθάριστο G Έμμεσοι Εθνικό φόροι Προϊόν I Ενοίκια Τόκοι Εισοδήματα /σε τιμές C λοιπών επιχ/ων αγοράς/ Μισθοί & Ημε ρομίσθια Καθαρό Εθνικό Προϊόν Έμμεσοι Φόροι Εθνικό Εισόδημα Ενοίκια Τόκοι Εισοδήματα Λοιπών επιχειρήσεων Μισθοί & Ημερομίσθια Συνολική Συνολικά Εισοδήματα Δαπάνη Εισοδήματα Συντελεστών (Α.Ε.Π.) (Α.Ε.Π.) παραγωγής Το εθνικό προϊόν ως δείκτης ευημερίας μιας χώρας Το επίπεδο του εθνικού προϊόντος ή του εθνικού εισοδήματος χρησιμοποιείται σαν μέτρο απόδοσης της οικονομίας και ως δείκτης ευημερίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις λαμβάνεται το κατά κεφαλή εθνικό προϊόν ή εισόδημα το οποίο προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού μεγέθους προς τον πληθυσμό της χώρας. Με βάση τα μεγέθη αυτά γίνονται συγκρίσεις που αναφέρονται στο επίπεδο ή στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης διαφόρων χωρών του κόσμου ή της ίδιας οικονομίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Όσο ψηλότερο είναι το κατά κεφαλή εθνικό προϊόν ή εισόδημα σε μια χώρα σε σχέση με άλλες χώρες τόσο ψηλότερο θεωρείται ότι είναι και το επίπεδο οικονομικής αναπτύξεως και ευημερίας στη χώρα αυτή. Επίσης όσο ψηλότερο είναι το εθνικό προϊόν μιας χώρας ή το ποσοστό αυξήσεώς του κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου σε σχέση με το παρελθόν τόσο καλύτερα θεωρείται ότι λειτούργησε η οικονομία της και τόσο μεγαλύτερη ευημερία θεωρείται ότι επιτυγχάνεται για τους κατοίκους της. Υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι για τους οποίους το Εθνικό Προϊόν δεν αποτελεί πλήρη και ικανοποιητικό δείκτη της οικονομικής αναπτύξεως και του επιπέδου διαβιώσεως των κατοίκων μιας χώρας. Βασικότεροι από αυτούς είναι: 1/. Ενδέχεται σε μία οικονομία το υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα να είναι αποτέλεσμα περιπτωσιακών καταστάσεων (π.χ. η ανακάλυψη πετρελαίου, χρυσού κ.λ.π.) και όχι η φυσιολογική συνέπεια μιας θεσμικά σωστά οργανωμένης οικονομίας που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ισόρροπης μεγέθυνσης και ανάπτυξης. Ετσι, σε μη σχεδιασμένες οικονομίες (μονοκουλτουριαρικές), όπου παρουσιάζονται δυσανάλογες εξελίξεις στα οικονομικά τους δεδομένα, είναι πιθανό την υπανάπτυκτη δομή τους να συνοδεύουν κατά κεφαλή εισόδημα ανάλογα με αυτά των πιο σωστά οργανωμένων οικονομιών (π.χ. Κουβέιτ, αν και λιγότερο ανεπτυγμένη οικονομία από τον Καναδά από άποψη θεσμών, έχει κατά κεφαλή εισόδημα υψηλότερο από αυτόν ). 2/. Το ΑΕΠ δεν δείχνει τίποτα για την κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών μεταξύ του πληθυσμού. Οι κοινωνίες διαφέρουν σημαντικά ως προς τον τρόπο που κατανέμουν την παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ του πληθυσμού. Μια πλήρως εξισωτική κοινωνία θα κατένεμε στον καθένα την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών. Πολλές κοινωνίες καθιερώνουν ελάχιστα όρια κατανάλωσης για άτομα και οικογένειες. Σε λίγες περιπτώσεις αποφασίζουν σκόπιμα να αφήσουν κάποιον να πεθάνει από την πείνα αν και έχουν τις οικονομικές