1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ἀγγέλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν. ἀγγέλομαι, ἠγγελλόμην, ἀγγελθήσομαι, ἠγγειλάμην-ἠγγέλμην-ἠγγέλθην, ἤγγελμαι, ἠγγέλμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αναγγελία, εισαγγελέας, αγγελιαφόρος, αγγελία, άγγελμα, παραγγέλλω, παραγγελία, εξαγγελία ἄγω, ἦγον, ἄξω, ἤγαγον, ἀγήοχα, ἠγηόχειν. ἄγομαι, ἠγόμην, ἄξομαι-ἀχθήσομαι, ἠγαγόμην-ἤχθην, ἦγμαι, ἤγμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: Αγωγή, αγών, άξων, αγωγός, άξιος, σύναξη, παρείσακτος, χορηγός. εισαγωγή, εισακτέος, προσάγω, προσαγωγή, παράγω, παραγωγή, αγωγή, αγωγός, παιδαγωγός, συνάγω, συναγωγή, άγημα, ξεναγός, στρατηγός ἀγωνίζομαι, ἠγωνιζόμην, ἀγωνιοῦμαι-ἀγωνισθήσομαι, ἠγωνισάμην- ἠγωνίσθην, ἠγώνισμαι, ἠγωνίσμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αγώνισμα, αγωνιστικός αἱρέω(-ῶ), ᾕρουν, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾑρήκειν. αἱροῦμαι, ᾑρούμην, αἱρήσομαι-αἱρεθήσομαι, εἱλόμην-ᾑρέθην, ᾕρημαι, ᾑρήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : αίρεση, αφαίρεση, διαιρέτης, αναφαίρετος, αρχαιρεσίες, αφαιρετέος, διαιρετέος, αναίρεση, αφαίρεση, αφηρημάδα, διαίρεση, διαιρετέος αἴρω, ᾖρον, ἀρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἤρκειν. αἴρομαι, ᾐρόμην, ἀροῦμαι-ἀρθήσομαι, ἠράμην-ἤρθην, ἦρμαι, ἤρμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : άρδην, άρση, επαίρομαι, έπαρση, αντάρτης, αρτηρία, μετέωρος, αιώρα, αορτή αἰσθάνομαι, ᾐσθανόμην, αἰσθήσομαι, ᾐσθόμην, ᾔσθημαι, ᾐσθήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : αίσθηση, αισθητικός, αναίσθητος, ευαίσθητος, αισθητήριο αἰτιάομαι(-ῶμαι), ᾐτιώμην, αἰτιάσομαι, ᾐτιασάμην-ᾐτιάθην, ᾐτίαμαι, ᾐτιάμην.
2 ΠΑΡΑΓΩΓΑ : αίτιος, υπαίτιος, αιτιάσεις, αιτιατική ἀκούω, ἤκουον, ἀκούσομαι, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἠκηκόειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ακοή, άκουσμα, υπήκοος, ανήκουστος, βαρήκοος, υπάκουος. ἀλλάττομαι, ἠλλαττόμην, ἀλλάξομαι-ἀλλαχθήσομαι, ἠλλαξάμην- ἠλλάχθην, ἤλλαγμαι, ἠλλάγμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αλλαγή, εναλλακτικός, αταλλάξιμος ἁλίσκομαι, ἡλισκόμην, ἁλώσομαι, ἑάλων-ἥλων, ἑάλωκα,,ἑαλώκειν,, ἥλωκα, ἡλώκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: άλωση, ευάλωτος, αιχμάλωτος, είλωτας, αναλώσιμος. ἁμαρτάνω, ἡμάρτανον, ἁμαρτήσομαι, ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, ἡμαρτήκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αμαρτία, αμάρτημα, αμαρτωλός, αναμάρτητος. ἀποθνῄσκω, ἀπέθνῃσκον, ἀποθανοῦμαι, ἀπέθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκειν ΠΑΡΑΓΩΓΑ: θάνατος, θανατικό, θνησιγενής άποκτείνω, άπέκτεινον,άποκτενώ,άπέκτεινα,άπέκτονα,άπεκτόνειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: μητροκτόνος, μητροκτονία, πατροκτόνος, ανθρωποκτονία, αυτοκτονία, τυραννοκτόνος ἀποκρίνομαι, ἀπεκρινόμην, ἀποκρινοῦμαι, ἀπεκρινάμην, ἀποκέκριμαι, ἀπεκεκρίμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: απόκριση, ανταπόκριση, κρίσιμος ἅπτομαι, ἡπτόμην, ἅψομαι, ἡψάμην-ἥφθην, ἧμμαι, ἥμμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ:άναμμμα, αφή, απτικός εξημμένος ἄρχω, ἦρχον, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἤρχειν, ἄρξας ἔχω, ἄρξας εἶχον ἄρχομαι, ἠρχόμην, ἄρξομαι, ἠρξάμην, ἦργμαι, ἤργμην, ἀρχθήσομαι, ἤρχθην ΠΑΡΑΓΩΓΑ: έναρξη, αρκτικός, εναρκτήριος, αρχικός ἀφικνέομαι-οῦμαι, ἀφικνούμην, ἀφίξομαι, ἀφικόμην, ἀφῖγμαι, ἀφίγμην, ἀφιχθήσομαι, ἀφίχθην
3 ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ικέτης, άφιξη, ικανός, προίκα βαίνω, ἔβαινον, βήσομαι, ἔβην, βέβηκα, ἐβεβήκειν βαίνομαι, ἐβαινόμην, βαθήσομαι, ἐβάθην, βέβαμαι, ἐβεβάμην ΠΑΡΑΓΩΓΑ : βάση, διάβημα, βαθμός, βάθρο, βακτηρία, άβατος, πρόβατο, βάδην, διαβατήρια, ορειβάτης, διαβήτης. βάλλω, ἔβαλλον, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, ἐβεβλήκειν. βάλλομαι, ἐβαλλόμην, βαλοῦμαι-βληθήσομαι, ἐβαλόμην-ἐβλήθην, βέβλημαι, ἐβεβλήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: απόβλητος, βαλβίδα, διάβολος, περίβολος, βλητικός, διαβλητός, βαλτός, μεταβολή, μεταβλητός, αναβάλλω, αναβολή, επιβάλλω, επιβολή, επιβλητικός, υπερβάλλω, υπερβολή, υπερβολικός, βαλτός, αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφίβολος, εισβάλλω, εισβολή βούλομαι, ἐβουλόμην, βουλήσομαι, ἐβουλήθην, βεβούλημαι, ἐβεβουλήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: βούληση, βούλημα, αβούλητος, βουλητικός γίγνομαι, ἐγιγνόμην, γενήσομαι-γενηθήσομαι, ἐγενόμην-ἐγενήθην, γέγοναγεγένημαι, ἐγεγόνειν-ἐγεγενήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : γέννα, γεννήτορας, γέννηση, γενναίος, γενέθλιος, γονεύς, γόνος, γενέτειρα, ενδογενής, μεταγενέστερος δείκνυμι, ἐδείκνυν, δείξω, ἔδειξα, δέδειχα, ἐδεδείχειν δεικνύω, ἐδείκνυον, δείκνυμαι, ἐδεικνύμην, δείξομαι, ἐδειξάμην, δέδειγμαι, ἐδεδείγμην, δειχθήσομαι, ἐδείχθην ΠΑΡΑΓΩΓΑ : δείγμα, παρά- υπό δειγμα, ένδειξη, δείκτης, παραδειγματίζω, δακτυλοδεικτούμενος, αυταπόδεικτο. δέχομαι, ἐδεχόμην, δέξομαι, ἐδεξάμην, δέδεγμαι, ἐδεδέγμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: δεκτός, δεξιός, δεξαμενή, αποδοχή, αποδεκτός, παραδοχή, απαράδεκτος, δοκός, ακατάδεκτος, δοχείο δοκέω(-ῶ), ἐδόκουν, δόξω, ἔδοξα, δέδοκται, ἐδέδοκτο. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: δόξα, άδοξος, αδόκητος, αδόκητα, δόγμα, δοκιμάζω, δοκιμή, δοκίμιο
4 δύναμαι, ἐδυνάμην, δυνήσομαι, ἐδυνήθην-ἐδυνάσθην, δεδύνημαι, ἐδεδυνήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: δυνητικός, δυναμικός, αδύνατος ἐάω(-ῶ), εἴων, ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ἐατός, ἐατέος ἐγείρω, ἤγειρον, ἐγερῶ, ἤγειρα, ἐγήγερκα, ἐγηγέρκειν. ἐγείρομαι, ἠγειρόμην, ἐγεροῦμαι-ἐγερθήσομαι, ἠγρόμην-ἠγέρθην, ἐγήγερμαι-ἐγρήγορα, ἐγηγέρμην-ἐγρηγόρειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: έγερση, εξέγερση, συναγερμός, εγερτήριος, διεγερτικός ἐλαύνω, ἤλαυνον, ἐλῶ(άω-ῶ), ἤλασα, ἐλήλακα, ἐληλάκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: έλασμα, ελατήριο, ποδήλατος, τροχήλατο ἐπίσταμαι, ἠπιστάμην, ἐπιστήσομαι, ἠπιστήθην, ἔγνωκα, ἐγνώκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: επιστήμη, επιστημονικός, επιστητό ἕπομαι, εἱπόμην, ἕψομαι, ἑσπόμην, ἠκολούθηκα, ἠκολουθήκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: επόμενος ἐργάζομαι, εἰργαζόμην, ἐργάσομαι, εἰργασάμην, εἴργασμαι, εἰργάσμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: κατεργασία,εργάτης,εργατιά,εργατικός, εργαστήριο, εργάσιμος, κατεργασμένος, ακατέργαστος, εργασία, επεξεργασία, ανεπεξέργαστος, εργαζόμενος, συνεργάτης, συνεργασία, συνεργάσιμος ἕρχομαι, εἶμι ᾔειν-ᾖα, εἶμι-εἴσομαι, ἦλθον, ἐλήλυθα, ἐληλύθειν, ἐλεύσομαι, ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ελεύθερος, εισιτήριο, έλευση, συνέλευση, πρόσοδος, έπηλυς, Ηλύσια, ιταμός (θρασύδειλος). ἐρωτάω(-ῶ), ἠρώτων, ἐρήσομαι, ἠρώτησα-ἠρόμην, ἠρώτηκα, ἠρωτήκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : ερώτημα, ερώτηση, ερωτηματικός, επερώτηση εὑρίσκω, ηὕρισκον, εὑρήσω, ηὗρον, ηὕρηκα, ηὑρήκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ :εφεύρεση, εφευρέτης, εύρημα, δυσεύρετος. ἔχω, εἶχον, ἕξω-σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν.
5 ἔχομαι, εἰχόμην, ἕξομαι-σχήσομαι, ἐσχόμην, ἔσχημαι, ἐσχήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ:έξη, σχετικός, σχέδιο, ζαχαρούχος, σχέση, σχήμα, σχεδόν, έξη, εξής, σχετικός, κατοχή, παροχή, ανοχή, ανεκτικός, ενοχή, ένοχος, εξοχή, έξοχος, συνοχή, συνεκτικός, συνέχεια, προσοχή, προσεκτικός, αντοχή, καχεξία. ἡγοῦμαι,ἡγέομαι(-οῦμαι), ἡγούμην, ἡγήσομαι-ἡγηθήσομαι, ἡγησάμην- ἡγήθην, ἥγημαι, ἡγήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ηγεμόνας, ηγεμονία, ηγέτης, ηγεσία, ηγούμενος, ηγουμένη, ηγουμενείο, περιήγηση, εισήγηση, εισηγητής, διήγηση, διήγημα, καθηγητής καλέω(-ῶ), ἐκάλουν, καλῶ, ἐκάλεσα, κέκληκα, ἐκεκλήκειν. καλοῦμαι, ἐκαλούμην, καλοῦμαι-κληθήσομαι, ἐκαλεσάμην-ἐκλήθην, κέκλημαι, ἐκεκλήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: : κλήση, κλητήρας, κλητός, κλητικός, κλητική, κάλεσμα, ακάλεστος, συγκαλώ, σύγκληση, επικαλούμαι, επίκληση, παρακαλώ, παράκληση, παρακλητικός, παρακάλια, προκαλώ, πρόκληση, προκλητικός, προσκαλώ, πρόσκληση κρίνω, ἔκρινον, κρινῶ, ἔκρινα, κέκρικα, ἐκεκρίκειν. κρίνομαι, ἐκρινόμην, κρινοῦμαι-κριθήσομαι, ἐκρινάμην-ἐκρίθην, κέκριμαι, ἐκεκρίμην ΠΑΡΑΓΩΓΑ: κρίση, κριτήριο, κριτικός, άκριτος κτείνω, ἔκτεινον, κτενῶ, ἔκτεινα, ἀπέκτονα, ἀπεκτόνειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: μητροκτόνος, αδελφοκτόνος, ζωοκτονία. λαγχάνω, ἐλάγχανον, λήξομαι, ἔλαχον, εἴληχα, εἰλήχειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: λαχνός, Λάχεση, λαχείο, λαχειοφόρος. λαμβάνω, ἐλάμβανον, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν. λαμβάνομαι, ἐλαμβανόμην, ληφθήσομαι, ἐλαβόμην-ἐλήφθην, εἴλημμαι, εἰλήμμην.
6 ΠΑΡΑΓΩΓΑ: λήμμα, λήψη, ανάληψη, παραλήπτης, παραλαβή, σύλληψη, απολαβή, κατάληψη, καταληψίας, περίληψη, περιληπτικός, υπόληψη, λαβή, χειρολαβή, πρόσληψη, πρόληψη, μετάληψη, ασύλληπτος, θρησκόληπτος, λήπτης, λαβίδα. λανθάνω, ἐλάνθανον, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, ἐλελήθειν. λανθάνομαι, ἐλανθανόμην, λήσομαι-λησθήσομαι, ἐλαθόμην-ἐλήσθην, λέλησμαι, ἐλελήσμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: λήθη, λάθρα, λαθραίος, επιλήσμων, αληθής, λησμοσύνη, λάθος, αλάθητος. λέγω, ἔλεγον, λέξω-ἐρῶ, εἶπον-ἔλεξα-εἶπα, εἴρηκα, εἰρήκειν. λέγομαι, ἐλεγόμην, λεχθήσομαι-ῥηθήσομαι, ἐλέχθην-ἐρρήθην, εἴρημαι, εἰρήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: λέξη, έπος, λεξικό, λογάς, λόγος, ρήτορας, αντιλογία, αντίρρηση, διάλεκτος, επίλογος, επίρρημα, θεολόγος, φιλόλογος. λόγος, λέξη, έπος, ρήτορας, λογικός, λεξικό, επιλέγω, επιλογή, αντιλογία, αντίρρηση, πρόλογος, πολυλόγος, απόρρητος, αναντίλεκτος, ειπωμένο, λεγάμενος, λείπω, ἔλειπον, λείψω, ἔλειψα-ἔλιπον, λέλοιπα, ἐλελοίπειν. λείπομαι, ἐλειπόμην, λείψομαι-λειφθήσομαι, ἐλιπόμην-ἐλείφθην, λέλειμμαι, ἐλελείμμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: λείψανο, απολειφάδι, διάλειμμα, έκλειψη, έλλειμμα, ελλιπής, υπόλειμμα, υπόλοιπος, εγκατάλειψη, λειψοφέγγαρο, λιπόθυμος, λιποτάκτης. μανθάνω, ἐμάνθανον, μαθήσομαι, ἔμαθον, μεμάθηκα, ἐμεμαθήκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: μαθητεύω, μάθημα, μαθηματικός, μαθητής, αμάθεια, πολυμάθεια, φιλομάθεια, μαθησιακός, μαθητευόμενος, μαθητούδι. μένω, ἔμενον, μενῶ, ἔμεινα, μεμένηκα, ἔμεμενήκειν ΠΑΡΑΓΩΓΑ: παραμένω, παραμονή, μονήρης, μοναχικός. νέμω, ἔνεμον, νεμῶ, ἔνειμα, νενέμηκα, ἐνενεμήκειν. νέμομαι, ἐνεμόμην, νεμοῦμαι-νεμηθήσομαι, ἐνειμάμην-ἐνεμήθην, νενέμημαι, ἐνενεμήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: νόμισμα, νόμος, νομοθέτης, νομισματικός.
7 οἶδα, ᾔδειν-ᾔδη, εἴσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν, εἰδήσω ΠΑΡΑΓΩΓΑ: συνείδηση, ειδήμονας, είδηση, ειδησεογραφία, ιστορία, ιστοριογράφος, συνειδητός. οἴομαι-οἶμαι, ᾠόμην-ᾤμην, οἰήσομαι, ᾠήθην, νενόμικα, ἐνενομίκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: οίηση, οίημα, οιηματίας( ο αλαζόνας, ο υπερόπτης). ὄλλυμι, ὤλλυν, ὀλῶ, ὤλεσα, ὀλώλεκα, ὠλωλέκειν. ὄλλυμαι, ὠλλύμην, ὀλοῦμαι, ὠλόμην, ὄλωλα, ὠλώλειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: όλεθρος, απώλεια, πανωλεθρία, ολέθριος, εξώλης και προώλης, παλαβός (από το απολωλός). ὄμνυμι-ὀμνύω, ὤμνυν-ὤμνυον, ὀμοῦμαι-ὀμόσω, ὤμοσα, ὀμώμοκα, ὠμωμόκειν ὄμνυμαι. ὠμνύμην. ὀμοσθήσομαι, ὠμοσάμη,ν (ὀμώμοσμαι) (ὠμωμόσμην), ὠμόσθην, ὠμόθην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: συνωμοσία, συνωμότης. ὁράω(-ῶ), ἑώρων, ὄψομαι, εἶδον, ἑόρακα, ἑωράκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ομμάτιο, μάτι, όψη, οπή, ανύποπτος, επόπτης, κάτοπτρο, οπτική, υπερόπτης, ύποπτος, υποψιάζομαι,, περίοπτος, κάτοπτρο, οπή, αυτόπτης, επόπτης, οραματιστής, όραση, διορατικότητα, παρόραμα (τυπογραφικό λάθος), αόρατος, ενορατικός, ενόραση. πάσχω, ἔπασχον, πείσομαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : παθητικός, παθιάρικος, συμπαθής, σεισμοπαθής πάθημα, παθαίνω, πάθος, παθός, παθολογία, παθαίνω, παθιάζω, συμπαθώ, πείθομαι, ἐπειθόμην, πείσομαι-πεισθήσομαι, ἐπιθόμην-ἐπείσθην, πέπεισμαι, ἐπεπείσμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : πειστικός, πειθήνιος, πεπεισμένος, πειθαναγκασμός, απειθής. πέμπω, ἔπεμπον, πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, ἐπεπόμφειν πέμπομαι, ἐπεμπόμην, πέμψομαι, ἐπεμψάμην, πέπεμμαι, ἐπεπέμμην πεμφθήσομαι, ἐπέμφθην
8 ΠΑΡΑΓΩΓΑ: παραπομπή, προπομπός, νηοπομπή, ραδιοπομπός, πομπός,, εκπομπή, αποπομπή. πίπτω, ἔπιπτον, πεσοῦμαι, ἔπεσον, πέπτωκα, ἐπεπτώκειν ΠΑΡΑΓΩΓΑ: πτωτικός, πτώμα, πέσιμο, ανά- κατά- μετά- περί-πτωση, πτώση, επίπτωση, κατάπτωση, παράπτωμα, περίπτωση. πλέω, ἔπλεον, πλεύσομαι-πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ πλοίο,πλους,πλωτός,πλεύση,πλεύσιμος, καταπλέω, κατάπλους, εκπλέω, έκπλους, παραπλέω, παράπλους, εισπλέω, εί-σπλους, περιπλέω, περίπλους. ποιῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν ποιοῦμαι, ἐποιούμην, ποιήσομαι, ἐποιησάμην, πεποίημαι, ἐπεποιήμην, ποιηθήσομαι, ἐποιήθην ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ποίημα, ποιητής, ποιητικός, ποίηση, ποιητικός, αχειροποίητος, προσποίηση. πυνθάνομαι, ἐπυνθανόμην, πεύσομαι, ἐπυθόμην, πέπυσμαι, ἐπεπύσμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: πύστις (ερώτηση, πληροφορία), πύσμα, έκπυστος (γνωστός). σκοπέω(-ῶ), ἐσκόπουν, σκέψομαι-σκοπήσω, ἐσκόπησα, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην. σκοποῦμαι, ἐσκοπούμην, σκέψομαι-σκεπήσομαι, ἐσκεψάμην-ἐσκέφθην- ἐσκέπην, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ : σκοπιά, σκοπός, σκόπιμος, ανά-επί- σκόπηση, σκέψη, σκεπτικός, άσκεπτος, απερίσκεπτος, σύσκεψη συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα, συνειλόχειν. συλλέγομαι, συνελεγόμην, συλλέξομαι-συλλεγήσομαι, συνελεξάμηνσυνελέγην, συνείλεγμαι, συνειλέγμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: συλλογή, συλλογέας, σύλλογος, κατάλογος, επιλογή, νεοσύλλεκτος, κορφολογώ, φτωχολογιά, σκυλολόι, τείνω, ἔτεινον, τενῶ, ἔτεινα, τέτακα, ἐτετάκειν. τείνομαι, ἐτεινόμην, τενοῦμαι-ταθήσομαι, ἐτεινάμην-ἐτάθην, τέταμαι, ἐτετάμην.
9 ΠΑΡΑΓΩΓΑ : τάση, ταινία, τέτανος, τόνος, ανάταση, ένταση, παρατατικός, πρόταση, υπέρ-υπό-ταση, βαρύτονος, υποτείνουσα, εκτενής, παρατεταμένος, υπέρτατος, υποτασικός, οξύτονος. τέμνω, ἔτεμνον, τεμῶ, ἔτεμον, τέτμηκα, ἐτετμήκειν. τέμνομαι, ἐτεμνόμην, τεμοῦμαι-τμηθήσομαι, ἐτεμόμην-ἐτμήθην, τέτμημαι, ἐτετμήμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: τεμάχιο, τμήμα, τμήση, τομέας, τομή, ατομικός, τόμος, υλοτόμος, απότομος, σύντομος, ρινότμητος ( με κομμένη μύτη). τίθημι, ἐτίθην, θήσω, ἔθηκα, τέθηκα, ἐτεθείκειν, τέθεικα ἐπιτίθεμαι, ἐπετιθέμην, ἐπιθήσομαι, ἐπεθέμην, ἐπιτέθειμαι, ἐπετεθείμην, τίθεμαι, ἐτιθέμην, θήσομαι, ἐθέμην, τέθειμαι, ἐτεθείμην, τεθήσομαι ἐτέθηνκεῖμαι ἐκείμην ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ουσιαστικά : θέμα, θέση, Θέμιδα, θεσμός, θήκη, θησαυρός, ανάθεμα, ανάθεση, αντεπίθεση, διαθήκη, θεσμοθέτης, νομοθεσία, νομοθέτης, υποθήκη, ταξιθέτης. Επίθετα : θεματικός, θετός, αδιάθετος, εγκάθετος, σύνθετος, επιθετικός, ευδιάθετος, σύνθετος τυγχάνω, ἐτύγχανον, τεύξομαι, ἔτυχον, τετύχηκα, ἐτετυχήκειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ :τύχη, επί- εν- τευξη, επίτευγμα, επιτυχής. φαίνω, ἔφαινον, φανῶ, ἔφην, απέφαγκα,,ἐπεφάγκειν, φανήσω ἔφανα,πεφάνηκα, φαίνομαι, ἐφαινόμην,φανοῦμαι, ἐφηνάμην, πέφασμαι, ἐπεφάσμην, φανθήσομαι, ἐφάνθην, πέφηνα, ἐπεφήνειν, φανήσομαι ἐφάνην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: φανός, φάση, φάσμα, απόφαση, διαφάνεια, έμφαση, Αριστοφάνης, συκοφάντης, φανοστάτης, άφαντος, διαφανής, πρωτοφανής. φέρω, ἔφερον, οἴσω, ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνηνόχειν. φέρομαι, ἐφερόμην, οἴσομαι-οἰσθήσομαι-ἐνεχθήσομαι, ἠνεγκάμην-ἠνέχθην, ἐνήνεγμαι, ἐνηνέγμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: φόρα, φορέας, φέρετρο, φέρσιμο, αμφορέας, μεταφορέας, φερέγγυος, ανυπόφορος, δορυφόρος, συμφέρον (μετα- περί- προς- προσυμ ) φορά.
10 φεύγω, ἔφευγον, φεύξομαι, ἔφυγον, πέφευγα, ἐπεφεύγειν. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: φυγή, διαφυγή, προσφυγή, πρόσφυγας, φυγάς, φυγαδεύω, καταφυγή, καταφύγιο, άφευκτος, αναπόφευκτος φευγάλα. φημί, ἔφην, φήσω, ἔφησα, εἴρηκα, εἰρήκειν, λέξω, ἔλεξα, ἐρῶ, εἶπον ΠΑΡΑΓΩΓΑ: προφήτης, προφητεία, προφητικός. φθείρω, ἔφθειρον, φθερῶ, ἔφθειρα, ἔφθαρκα, ἐφθάρκειν. φθείρομαι, ἐφθειρόμην, φθεροῦμαι-φθαρήσομαι, ἐφθειράμην-ἐφθάρην, ἔφθαρμαι, ἐφθάρμην. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: διαφθορά, διαφθορέας, δολιοφθορά, φθαρμένος, άφθαρτος χρήομαι-ῶμαι, ἐχρώμην, χρήσομαι, ἐχρησάμην, κέχρημαι, ἐκεχρήμην, χρησθήσομαι, ἐχρήσθην ΠΑΡΑΓΩΓΑ: χρέος, χρήμα, χρηματιστήριο, χρηστότητα, χρήσιμος, άχρηστος, καταχρηστικός, εύχρηστος. ὠνούμενοι, ὠνοϋμαι, ἐωνούμην, ὠνήσομαι, ἐπριάμην, ἐωνήθην, ἐώνημαι, ἐωνήμην ΠΑΡΑΓΩΓΑ : ψώνια, τελώνης, ωνητός.