Παρεμπόδιση Ξεπλύματος Παράνομου Χρήματος και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας Οδηγία προς τα Μέλη του Π.Δ.Σ Prevention of Money Laundering and Terrorist Financing Directive to the Members of CBA Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος Cyprus Bar Association
Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος Φλωρίνης 11, Γρ.101, 1 ος όροφος 1065 Λευκωσία Κύπρος Τηλ: [+357] 22 873300 Φαξ: [+357] 22 873013 Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο: cybar@cytanet.com.cy Ηλεκτρονική Διεύθυνση: www.cyprusbarassociation.org Δεύτερη έκδοση: Φεβρουάριος 2009 Cyprus Bar Association 11 Florinis str., City Forum, 1st floor, off.101 CY-1065 Nicosia Cyprus Tel: [+357] 22 873300 Fax: [+357] 22 873013 E-mail cybar@cytanet.com.cy Website: www.cyprusbarassociation.org Second edition: February 2009
ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ Παρεμπόδιση Ξεπλύματος Παράνομου Χρήματος και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας Οδηγία προς τα Μέλη του Π.Δ.Σ δυνάμει του Άρθρου 59(4) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007
ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα Οδηγία εκδίδεται από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, που διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 7_Μαρτίου 2001, ως η Εποπτική Αρχή για τους δικηγόρους, σύμφωνα με το Άρθρο 59(4) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007. Η Οδηγία ασχολείται με το Νόμο και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις σε σχέση με την αποφυγή, αναγνώριση και αναφορά ενεργειών ξεπλύματος παράνομου χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Βασίζεται στο Νόμο που αναφέρεται πιο πάνω, ο οποίος, σύμφωνα με την Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ημερομηνίας 26 Οκτωβρίου 2005, δημιουργεί την υποχρέωση και τις ευθύνες για εφαρμογή μέτρων εναντίον του ξεπλύματος παράνομου χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από επαγγελματίες, περιλαμβανομένων ελεγκτών και εξωτερικών λογιστών και μελών του νομικού επαγγέλματος. Η παρούσα Οδηγία αντικαθιστά το Εγχειρίδιο Μελών «Ξέπλυμα Παράνομου Χρήματος: Κατευθυντήριες Οδηγίες για δικηγόρους που εκδόθηκε από το Συμβούλιο του Συλλόγου το Δεκέμβριο του 2005. Φεβρουάριος 2009 4
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Παράγραφος Ερμηνεία βασικών όρων Εισαγωγή Αντικείμενο αυτής της Οδηγίας Μέλη που εργοδοτούνται εκτός επαγγέλματος Τι είναι ξέπλυμα παράνομου χρήματος Στάδια ξεπλύματος παράνομου χρήματος Ευπάθεια των δικηγόρων στο ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας Αρμοδιότητες του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου 1.01 1.03 1.08 1.15 1.16 1.18 1.22 1.23 2. Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΌ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2007 Εισαγωγή Καθορισμένα αδικήματα Αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας Γενεσιουργά αδικήματα περιλαμβανομένων αδικημάτων χρηματοδότησης της τρομοκρατίας Παράλειψη αναφοράς Αποκάλυψη πληροφοριών Καθορισμένες δραστηριότητες και υπηρεσίες Διαδικασίες για παρεμπόδιση του ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας Εποπτικές Αρχές Διατάγματα αποκάλυψης πληροφοριών Ερμηνεία βασικών όρων: Εγκληματική συμπεριφορά Γνώση Λογική δικαιολογία Υποψία Υποχρεώσεις προς πελάτες και τρίτα μέρη: Εμπιστευτικότητα έναντι πελάτη Κατά τεκμήριο καταπίστευμα Αποκάλυψη πληροφοριών σε τρίτα μέρη 2.01 2.02 2.03 2.07 2.09 2.10 2.11 2.12 2.14 2.20 2.21 2.24 2.25 2.26 2.30 2.31 2.33 3. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ Ευθύνες και εκπλήρωση υποχρεώσεων Διαδικασίες που συστήνονται για συμμόρφωση με το Νόμο Γραφεία στο εξωτερικό και συνδεδεμένα γραφεία 3.01 3.03 3.06
4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ Υποχρεώσεις βάσει νομοθεσίας Εισαγωγή - Μάθε τον πελάτη σου Η βασική απαίτηση προσδιορισμού ταυτότητας Πότε πρέπει να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα; Αιτητής για σύναψη επιχειρηματικής σχέσης Διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας: εξαιρέσεις Πελάτες από χώρες η νομοθεσία των οποίων είναι αναποτελεσματική Αναγνώριση ατόμων: Απόδειξη ταυτότητας Μη κάτοικοι Κύπρου Αναγνώριση εταιρειών και άλλων οργανισμών: Εταιρείες και συνεταιρισμοί Εμπιστεύματα (περιλαμβανομένων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών σχεδίων) και πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται να εκπροσωπούν άλλους (nominees) Λέσχες, οργανώσεις και φιλανθρωπικά ιδρύματα Τοπικές αρχές και άλλα δημόσια σώματα Πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα 4.01 4.02 4.08 4.12 4.19 4.20 4.24 4.27 4.29 4.32 4.33 4.40 4.44 4.45 4.46 5. ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΩΝ Υποχρεώσεις βάσει νομοθεσίας Έγγραφα που επιβεβαιώνουν την απόδειξη ταυτότητας Αρχεία συναλλαγών Μορφή και ανάκτηση εγγράφων 5.01 5.05 5.09 5.11 6. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΥΠΟΠΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Αναγνώριση ύποπτων συναλλαγών Αναφορά ύποπτων συναλλαγών Διορισμός και ρόλος του Λειτουργού Συμμόρφωσης για Ξέπλυμα Παράνομου Χρήματος Εσωτερικές διαδικασίες αναφοράς και αρχεία Εξωτερικές διαδικασίες αναφοράς: Εθνικό σημείο αναφοράς για αποκαλύψεις Μέθοδος αναφοράς Φύση της πληροφορίας που θα αποκαλυφθεί Κατά τεκμήριο καταπίστευμα Διερεύνηση αποκαλύψεων Εμπιστευτικότητα των αποκαλύψεων Αναπληροφόρηση (feedback) από τις διερευνητικές αρχές 6.01 6.05 6.09 6.15 6.23 6.24 6.26 6.27 6.31 6.32 6.33 7. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΣΚΗΣΗ Απαιτήσεις με βάση τη νομοθεσία Η ανάγκη για ενημέρωση συνεταίρων και προσωπικού Επιλογή κατάλληλου χρόνου και περιεχόμενο εκπαιδευτικών προγραμμάτων Νέο επαγγελματικό προσωπικό 7.01 7.02 7.04 7.08 7.09 6
Συμβουλευτικό προσωπικό Προσωπικό το οποίο μπορεί να αποδεχτεί νέους πελάτες Συνεταίροι και διευθυντές Λειτουργοί Συμμόρφωσης για Ξέπλυμα Παράνομου Χρήματος Εκπαιδευτική επανάληψη Μέθοδοι παροχής εκπαίδευσης 7.10 7.11 7.12 7.13 7.14 ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑΤΑ A - Άρθρα 1 μέχρι 4 της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/475/ΔΕΥ B - Έκθεση του Λειτουργού Συμμόρφωσης για Ξέπλυμα Παράνομου Χρήματος προς τη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ) 7
1. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ Όλοι οι δικηγόροι και το προσωπικό τους, πρέπει να γνωρίζουν το Νόμο περί ξεπλύματος παράνομου χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τα άτομα που δεν είναι ενήμερα, και που δεν υιοθετούν τις αναγκαίες διαδικασίες, θέτουν τους εαυτούς τους σε κίνδυνο για ποινική δίωξη. Παράλειψη συμμόρφωσης μπορεί να οδηγήσει σε φυλάκιση μέχρι 14 χρόνια και/ή πρόστιμο μέχρι 500.000. Ερμηνεία βασικών όρων 1.01 Ως βοήθημα για τη χρήση της παρούσας Οδηγίας, αριθμός βασικών λέξεων και φράσεων που εμφανίζονται σε διάφορα σημεία, ερμηνεύονται ή εξηγούνται ως ακολούθως: Γνωρίζω Γνώση Βλέπε παράγραφο 2.24. Εγκληματική διαγωγή Βλέπε παραγράφους 2.21 μέχρι 2.23. Εμπίστευμα μονάδων (unit trust) Επιχειρηματική σχέση Καθορισμένες δραστηριότητες και υπηρεσίες Εμπίστευμα που δημιουργείται με σκοπό ή που έχει ως αποτέλεσμα την παροχή, σε πρόσωπα που έχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδυτικές διευκολύνσεις, του δικαιώματος να συμμετέχουν, ως δικαιούχοι με βάση το εμπίστευμα σε κέρδη ή εισοδήματα, τα οποία προκύπτουν από την απόκτηση, διαχείριση ή διάθεση οποιασδήποτε περιουσίας. Η επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση η οποία συνδέεται με τις εργασίες προσώπων που διεξάγουν χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, και η οποία αναμενόταν, κατά το χρόνο σύναψης της επαφής, ότι θα είχε κάποια διάρκεια. Η απασχόληση σε μια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες και υπηρεσίες που καταγράφονται στο Άρθρο 2 του Νόμου. ΛΣΞΠΧ Ο Λειτουργός Συμμόρφωσης για Ξέπλυμα Παράνομου Χρήματος μιας επιχείρησης (βλέπε παράγραφο 3.02).
MOKAΣ Η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα (βλέπε παράγραφο 6.23). Οδηγία της Ε.Ε. Η Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26 ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την παρεμπόδιση του ξεπλύματος παράνομου χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. ο Νόμος Ο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007. (118(Ι)/2007) Το Συμβούλιο Το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Πελάτης Πολιτικώς Εκτεθειμένα Πρόσωπα Πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να συνάψει επιχειρηματική σχέση ή να διεξάγει μεμονωμένη συναλλαγή με άλλο πρόσωπο το οποίο διεξάγει χρηματοοικονομική ή άλλη δραστηριότητα στην ή από τη Δημοκρατία. Τα φυσικά πρόσωπα που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτες χώρες και στα οποία έχει ή είχε ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, και οι άμεσοι στενοί συγγενείς τους ή τα πρόσωπα που είναι γνωστά, ως στενοί συνεργάτες των προσώπων αυτών. Πρόσωπο Ο όρος πρόσωπο περιλαμβάνει οποιονδήποτε άτομο και οποιανδήποτε εταιρεία, συνεταιρισμό, ίδρυμα, σωματείο ή σώμα προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα. 9
Συμβουλευτική Αρχή Η Συμβουλευτική Αρχή Καταπολέμησης Αδικημάτων Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, που έχει εγκαθιδρυθεί με βάση το Άρθρο 56 του Νόμου. Ύποπτος υποψία Βλέπε παραγράφους 2.26 μέχρι 2.29. Χρηματοδότηση της τρομοκρατίας Η διάθεση ή συλλογή χρημάτων με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με σκοπό ή, γνώση ότι θα χρησιμοποιηθούν εξολοκλήρου ή μερικώς για να διαπραχθούν οποιαδήποτε από τα αδικήματα εντός της έννοιας των Άρθρων 1 μέχρι 4 της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/475/ΗΑ της 13 ης Ιουνίου 2002 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (Προσάρτημα Α). Χώρα Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου Προνομιούχες πληροφορίες Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή άλλο Κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφηκε στο Πόρτο στις 2 Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαΐου 1993, ως η εν λόγω συμφωνία τροποποιείται περαιτέρω από καιρό σε καιρό. Άρθρο 44 του 118(Ι)/2007. ΔΕΠΕ Δικηγορική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης Άρθρο 6Γ και Άρθρο 6Δ του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2 1.02 Η λέξη γραφείο που χρησιμοποιείται στην παρούσα Οδηγία περιλαμβάνει δικηγόρο, συνεταιρισμό και εταιρεία (ΔΕΠΕ). Παρομοίως, η αναφορά σε «συνεταίρο» περιλαμβάνει δικηγόρο και διευθυντές εταιρειών, εκτός όπου δεικνύεται διαφορετικά. Εισαγωγή 1.03 Η καταπολέμηση του εγκλήματος προϋποθέτει όπως οι εγκληματίες παρεμποδίζονται από τη νομιμοποίηση των εσόδων των εγκληματικών τους πράξεων μέσω της διαδικασίας του ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Πρόκειται για μια διαδικασία στην οποία είναι δυνατό να ενέχονται πολλά πρόσωπα πέραν των προφανών στόχων που είναι οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επαγγελματίες όπως λογιστές και δικηγόροι εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω του ότι οι υπηρεσίες τους 10
είναι πιθανό να αποβούν χρήσιμες σε όσους προβαίνουν με επιτυχία σε αδικήματα συγκάλυψης. Ωστόσο, πολλές φορές τα πρόσωπα που προβαίνουν σε αδικήματα συγκάλυψης επιδιώκουν να εμπλέξουν και πολλούς άλλους, συχνά εν αγνοία τους, συνένοχους, όπως. Χρηματομεσίτες και χρηματιστηριακά γραφεία Ασφαλιστικές εταιρείες και ασφαλιστές Χρηματοοικονομικούς μεσάζοντες Επιμετρητές και κτηματομεσίτες Πρόσωπα που εμπλέκονται σε τυχερά παιχνίδια Αντιπροσώπους σύστασης εταιρειών Εμπορευόμενους πολύτιμων μετάλλων και ράβδων χρυσού ή αργυρού Εμπόρους αντικών και αυτοκινήτων και άλλα πρόσωπα που πωλούν αγαθά μεγάλης αξίας και προϊόντα πολυτελείας Δικηγόρους. 1.04 Η κύρια πρωταρχική νομοθεσία στην Κύπρο είναι ο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007. Τα ποινικά αδικήματα που συνεπάγεται μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Απόκτηση, κατοχή ή χρήση των εσόδων εγκληματικής συμπεριφοράς. Απόκρυψη ή μεταφορά των εσόδων εγκληματικής συμπεριφοράς. Βοήθεια προς άλλο άτομο για να κρατήσει το όφελος εγκληματικής συμπεριφοράς. Αποκάλυψη πληροφοριών σε υπόπτους ή άλλους για έρευνα ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Παράλειψη αναφοράς γνώσης ή υποψίας για ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή, για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Σε περίπτωση καταδίκης η παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 5 χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι 50.000, ή και με τις δύο αυτές ποινές. 1.05 Όλοι οι δικηγόροι, πρέπει να είναι ιδιαίτερα ενήμεροι για την έκταση αυτών των πιθανών αδικημάτων. Το Μέρος 2 αναφέρεται στα τελευταία τρία αδικήματα με περισσότερη λεπτομέρεια. 1.06 Παράλειψη για συμμόρφωση με οποιεσδήποτε από τις απαιτήσεις του Νόμου υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο μέχρι 200.000, το οποίο επιβάλλεται από την αρμόδια εποπτική αρχή. Σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, επιβάλλεται πρόσθετο πρόστιμο μέχρι 1.000 για κάθε μέρα που συνεχίζεται το αδίκημα. Επιπλέον, ένας δικηγόρος που παραλείπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Νόμου παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει ανάλογα. Και τούτο ανεξάρτητα από του αν έχει λάβει χώρα ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. 1.07 Τον Οκτώβριο του 2005 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ υιοθέτησαν την Οδηγία 2005/60/ΕΚ, αναφορικά με την παρεμπόδιση ενεργειών για ξέπλυμα παράνομου χρήματος και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. 11
Αυτή απαιτεί να τεθούν περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες εντός της έκτασης των προληπτικών μέτρων ενάντια στο ξέπλυμα παράνομου χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας όπως αυτά ορίζονται στη νομοθεσία των χωρών μελών. Η Κύπρος έχει εναρμονίσει τη νομοθεσία της με την Οδηγία της ΕΕ. Αντικείμενο αυτής της Οδηγίας 1.08 Όλοι πρέπει να αποφεύγουν τη διάπραξη των θεσπισμένων εγκληματικών αδικημάτων που συνοψίζονται στο Μέρος 2, επομένως, το Μέρος 2 απευθύνεται σε όλους τους δικηγόρους. Εκείνοι οι οποίοι διεξάγουν τις δραστηριότητες και υπηρεσίες που καθορίζονται στο Άρθρο 2 του Νόμου έχουν επίσης τη νομική υποχρέωση να εφαρμόσουν τα μέτρα για παρεμπόδιση του ξεπλύματος παράνομου χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εκτίθενται στο μέρος VIII του Νόμου. Οι δραστηριότητες και υπηρεσίες που καθορίζονται κάτω από το άρθρο 2 του Νόμου έχουν οριστεί έτσι ώστε να περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων, εκείνες όμως που έχουν περισσότερη σχέση με δικηγόρους είναι: παροχή υπηρεσιών σε σχέση με την έκδοση μετοχών, παροχή συμβουλών ή υπηρεσιών για διάρθρωση κεφαλαίου, βιομηχανική στρατηγική, συγχωνεύσεις ή αγορά επιχειρήσεων, ανάληψη διαχείρισης χαρτοφυλακίου, παροχή υπηρεσιών ασφαλούς φύλαξης, διεξαγωγή οποιασδήποτε άλλης επενδυτικής εργασίας, και παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών σε πελάτες, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής ελεγκτικών δραστηριοτήτων, λογιστικών υπηρεσιών και παροχής φορολογικών συμβουλών. 1.09 Για να προσδιοριστεί αν ένας δικηγόρος έχει συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε από τις απαιτήσεις του Νόμου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, είτε σχετική οδηγία που εκδίδεται ή εγκρίνεται από κάποιο εποπτικό ή ρυθμιστικό σώμα, είτε ελλείψει αυτής, οδηγία που παρέχεται από έναν εμπορικό σύνδεσμο ή άλλο αντιπροσωπευτικό σώμα. Η παρούσα Οδηγία έχει ετοιμαστεί λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, για να δώσει μια πρακτική ερμηνεία του Νόμου. 1.10 Οι πλείστες υπηρεσίες που παρέχονται από γραφεία πιθανόν να είναι χρήσιμες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτούς που θέλουν να νομιμοποιήσουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή να χρηματοδοτήσουν την τρομοκρατία. Τα γραφεία κινδυνεύουν να πάθουν ζημιά στην υπόληψή τους και στις εργασίες τους αν εμπλακούν με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και ακούσια, με αυτούς που θέλουν να νομιμοποιήσουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή να χρηματοδοτήσουν την τρομοκρατία. 12
1.11 Τα γραφεία θα πρέπει να αντιληφθούν ότι προκύπτουν πρακτικά οφέλη από την εφαρμογή τυποποιημένης πρακτικής για όλους τους συνεταίρους και το προσωπικό τους και σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών τους. Η συνέπεια στην προσέγγιση εξασφαλίζει πλήρη κάλυψη των τομέων όπου ο Νόμος είναι υποχρεωτικός και αποφεύγει δυσκολίες με πελάτες και άτομα που λαμβάνουν ή παρέχουν υπηρεσίες. 1.12 Για παράδειγμα, τυποποιημένες διαδικασίες που απαιτούν από τους συνεταίρους και το προσωπικό να αναφέρουν οποιεσδήποτε υποψίες για ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά τη διάρκεια της εργασίας τους, όχι μόνο εξασφαλίζουν συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Νόμου όπου αυτές ισχύουν, αλλά επίσης παρέχουν προστασία στα άτομα έναντι παράβασης των διατάξεων της βασικής νομοθεσίας για αποκάλυψη. 1.13 Όσοι διεξάγουν τις δραστηριότητες και υπηρεσίες που περιγράφονται στο Άρθρο 60 του Νόμου έχουν και τη νομική υποχρέωση να εφαρμόζουν τα μέτρα πρόληψης δραστηριοτήτων συγκάλυψης που καθορίζονται στο Μέρος VIII των Νόμων. Διευκρινίζεται ότι οι Κατευθυντήριες αυτές Οδηγίες δεν καλύπτουν όλες τις επαγγελματικές δραστηριότητες των δικηγόρων αλλά μόνο εκείνες που καθορίζονται στο προαναφερόμενο Άρθρο. Μέλη που εργοδοτούνται εκτός επαγγέλματος 1.14 Ενώ η παρούσα Οδηγία έχει ετοιμαστεί έχοντας κατά νου κυρίως δικηγόρους, το μεγαλύτερο μέρος του υλικού και συγκεκριμένα το Μέρος 2 της Οδηγίας, αφορά επίσης μέλη που εργοδοτούνται εκτός επαγγέλματος. Μέλη που εργοδοτούνται στον τομέα των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών θα πρέπει να συμβουλεύονται, όπου χρειάζεται, την οδηγία που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Έφορο Ασφαλιστικών Εταιρειών και τον Έφορο Συνεργατικών Ιδρυμάτων και Ανάπτυξης. Μέλη που εργοδοτούνται σε άλλους τομείς, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι χρήσιμοι σε κάποιον που θέλει να νομιμοποιήσει έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή να χρηματοδοτήσει την τρομοκρατία, ίσως βρουν επίσης ότι υπάρχει οδηγία από την εποπτική τους αρχή. Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει κατάλληλη οδηγία, τα μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις εισηγήσεις για δικηγόρους στην παρούσα Οδηγία, και να τις προσαρμόσουν ανάλογα. Τι είναι ξέπλυμα παράνομου χρήματος; 1.15 Το ξέπλυμα παράνομου χρήματος είναι η διαδικασία, μέσω της οποίας εγκληματίες επιχειρούν να αποκρύψουν την πραγματική προέλευση και κυριότητα των εσόδων από τις παράνομες δραστηριότητές τους. Εάν το επιτύχουν, τους δίνεται επίσης η δυνατότητα να διατηρήσουν τον έλεγχο των εν λόγω εσόδων και τελικά, να παρέχουν νόμιμη κάλυψη για την πηγή των κεφαλαίων τους. Τα βρώμικα κεφάλαιά τους εμφανίζονται στο τέλος, ως καθαρά. 13
1.16 Το ξέπλυμα παράνομου χρήματος είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που επηρεάζει όλες τις χώρες σε διαφορετικό βαθμό. Λόγω της ίδιας της φύσης της, πρόκειται για μια συγκαλυμμένη δραστηριότητα και συνεπώς η έκταση του προβλήματος και το συνολικό ποσό των κεφαλαίων από εγκληματικές πράξεις που παράγονται ετησίως, είτε σε τοπικό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αδύνατο να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Ωστόσο, η μη παρεμπόδιση της συγκάλυψης των εσόδων από εγκληματικές πράξεις επιτρέπει στους εγκληματίες να επωφελούνται των πράξεων τους, καθιστώντας έτσι την εγκληματική δραστηριότητα πιο ελκυστική. Στάδια ξεπλύματος παράνομου χρήματος 1.17 Δεν υπάρχει μια μόνο μέθοδος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οι μέθοδοι μπορούν να κυμαίνονται από την αγορά και επαναπώληση ενός είδους πολυτελείας (π.χ. ενός αυτοκινήτου ή κοσμημάτων), μέχρι το πέρασμα χρημάτων, μέσω ενός πολύπλοκου διεθνούς δικτύου νομίμων επιχειρήσεων και εικονικών εταιρειών (δηλαδή εταιρειών οι οποίες κατά κύριο λόγο υπάρχουν μόνο, ως ονομαζόμενες νομικές οντότητες χωρίς εμπορικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες). Εν τούτοις, στην περίπτωση της διακίνησης ναρκωτικών και κάποιων άλλων σοβαρών εγκλημάτων όπως ληστειών, αρχικά τα έσοδα είναι συνήθως, υπό τη μορφή μετρητών τα οποία χρειάζεται να μπουν στο χρηματοοικονομικό σύστημα με κάποιο τρόπο. Οι αγορές ναρκωτικών στο δρόμο γίνονται, σχεδόν πάντα με μετρητά. 1.18 Παρόλη την ποικιλία των μεθόδων που χρησιμοποιούνται, η διαδικασία νομιμοποίησης τυπικά πετυχαίνεται σε τρία στάδια. Αυτά τα τρία στάδια μπορεί να αποτελούνται από πολυάριθμες πράξεις αυτών που θέλουν να νομιμοποιήσουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν υποψίες για υπάρχουσα εγκληματική δραστηριότητα: Τοποθέτηση η φυσική διάθεση των αρχικών εισοδημάτων που προκύπτουν από παράνομη δραστηριότητα. Μετατροπή διαχωρισμός παράνομων εισοδημάτων από την πηγή τους με τη δημιουργία πολύπλοκων στρωμάτων χρηματοοικονομικών συναλλαγών, τα οποία έχουν σχεδιαστεί με σκοπό να αποκρύψουν τα τεκμήρια ελέγχου (the audit trail) και να παρέχουν ανωνυμία. Τέτοιες συναλλαγές συχνά διοχετεύονται μέσω εικονικών εταιρειών ή εταιρειών με εντολοδόχους μετόχους και/ή εντολοδόχους συμβούλους. Ολοκλήρωση η παροχή φαινομενικής νομιμότητας σε πλούτο που έχει παραχθεί παράνομα. Αν πετύχει η διαδικασία δημιουργίας στρωμάτων, σχέδια ολοκλήρωσης θέτουν τα εισοδήματα από ξέπλυμα παρανόμου χρήματος πίσω στην οικονομία με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να επανεισάγονται στο χρηματοοικονομικό σύστημα παρουσιαζόμενα, ως κανονικά επιχειρηματικά κεφάλαια. 14
1.19 Τα τρία βασικά στάδια μπορεί να λάβουν χώρα ως ξεχωριστές και διαφορετικές φάσεις. Μπορεί να συμβούν ταυτόχρονα ή, πιο συνηθισμένα, μπορεί να συμπίπτουν εν μέρει. Το πως χρησιμοποιούνται τα βασικά στάδια εξαρτάται από τους διαθέσιμους μηχανισμούς για ξέπλυμα παράνομου χρήματος και τις απαιτήσεις των εγκληματικών οργανισμών. 1.20 Έχουν εντοπιστεί κάποια τρωτά σημεία στη διαδικασία ξεπλύματος παράνομου χρήματος, τα οποία είναι δύσκολο να αποφύγει αυτός που θέλει να νομιμοποιήσει παράνομο χρήμα, και όπου οι δραστηριότητές του είναι επομένως πιο επιρρεπείς στο να αναγνωριστούν, συγκεκριμένα: είσοδος μετρητών στο χρηματοοικονομικό σύστημα, διασυνοριακές ροές κεφαλαίων, και μεταφορές εντός και από το χρηματοοικονομικό σύστημα. Ευπάθεια (vulnerability) των δικηγόρων στο ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας 1.21 Αυτοί που θέλουν να νομιμοποιήσουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή να χρηματοδοτήσουν την τρομοκρατία, είναι πειστικά άτομα και τις περισσότερες φορές θα είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες από εκείνες του νόμιμου πελάτη. Όπως και ο νόμιμος πελάτης, αυτός που θέλει να νομιμοποιήσει έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή να χρηματοδοτήσει την τρομοκρατία θα χρειαστεί νομικές υπηρεσίες και ένα πλήρες φάσμα νομικών συμβουλών. Κάποιοι τομείς της εργασίας ενός δικηγόρου μπορεί να είναι περισσότερο τρωτοί από άλλους στην εμπλοκή αυτών που θέλουν να νομιμοποιήσουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή να χρηματοδοτήσουν την τρομοκρατία, θα ήταν όμως επικίνδυνο να θεωρηθεί οποιοσδήποτε τομέας, ως απρόσβλητος. Αρμοδιότητες του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου 1.22 Με βάση το Νόμο, οι εποπτικές αρχές (όπως ο Σύλλογος ως η εποπτική αρχή που ορίστηκε από το Νόμο) έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις να αναφέρουν στη ΜΟΚΑΣ οποιαδήποτε πληροφορία λάβουν, η οποία κατά τη γνώμη τους είναι, ή μπορεί να είναι, ενδεικτική για ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να αναφέρουν στο Γενικό Εισαγγελέα δικηγορικά γραφεία, τα οποία δεν συμμορφώνονται με τις πρόνοιες του Νόμου. 1.23 Επιπρόσθετα, ο Σύλλογος ενδιαφέρεται για τα μέτρα που εφαρμόζονται για παρεμπόδιση του ξεπλύματος παράνομου χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λόγω της ζημιάς που μπορεί να προκληθεί στους δικηγόρους και στους πελάτες τους, όπως επίσης και στη φήμη του επαγγέλματος στην ολότητά του. Για το λόγο αυτό, μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου θα είναι κατάλληλο για ενέργειες που έγιναν τόσο από δικηγόρους όσο και από άτομα σε σχέση με ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, να ληφθούν υπόψη από το Σύλλογο στην ανάληψη τόσο της ρυθμιστικής όσο και της πειθαρχικής του αποστολής. 1.24 Η παράλειψη αναφοράς ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή η παράλειψη να υπάρχουν ικανοποιητικές πολιτικές και διαδικασίες για προστασία, έναντι χρήσης για ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή 15
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, μπορεί να δημιουργήσουν ερωτήματα, ως προς την ακεραιότητα και τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια που εφαρμόζει ο οίκος ή το μέλος που εμπλέκεται. Η συμμόρφωση με την παρούσα Οδηγία, πιθανό, να είναι ένα σημαντικό σημείο αναφοράς σε οποιαδήποτε εκτίμηση της συμπεριφοράς των ξεχωριστών μελών και της επάρκειας των συστημάτων ελέγχου για προστασία ενάντια στο ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. 16
2. Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2007 Εισαγωγή 2.01 Ο κύριος σκοπός του Νόμου που τέθηκε σε εφαρμογή την 1 η Ιανουαρίου 2008, είναι ο ορισμός και η ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από όλα τα σοβαρά ποινικά αδικήματα ή από ενέργειες χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και η πρόνοια για τη δήμευση τέτοιων εισοδημάτων με σκοπό να αποστερηθούν οι εγκληματίες των κερδών από τα εγκλήματά τους. Οι κυριότερες πρόνοιες του Νόμου είναι οι ακόλουθες: Καθορισμένα αδικήματα (Άρθρο 3 του Νόμου) 2.02 Ο Νόμος ισχύει σε σχέση με αδικήματα, τα οποία αναφέρονται ως «καθορισμένα αδικήματα» και τα οποία αποτελούνται από: (α) (β) αδικήματα ξεπλύματος, και γενεσιουργά αδικήματα. Αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Άρθρο 4 του Νόμου) 2.03 Σύμφωνα με το Νόμο, κάθε πρόσωπο το οποίο γνωρίζει, ή όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από καθορισμένο αδίκημα, διαπράττει αδίκημα, αν εκτελεί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα: (α) μετατρέπει ή μεταβιβάζει ή μετακινεί τέτοια περιουσία, με σκοπό να αποκρύψει ή να συγκαλύψει την παράνομη προέλευσή της, ή παρέχει βοήθεια σε πρόσωπο το οποίο έχει ανάμειξη στη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος για να αποφύγει τις νομικές συνέπειες των πράξεών του, (β) αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αληθή φύση, την πηγή, τον τόπο, τη διάθεση, την κίνηση, και τα δικαιώματα σε σχέση με περιουσία ή ιδιοκτησία αυτής της περιουσίας, (γ) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία, (δ) συμμετέχει, συμπράττει, συνεργάζεται ή συνομωτεί για να διαπραχθεί, ή αποπειράται να διαπράξει και παρέχει βοήθεια, καθοδήγηση ή συμβουλή στη διάπραξη οποιωνδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται πιο πάνω, ή (ε) παρέχει πληροφορίες σχετικά με έρευνες που γίνονται για αδικήματα συγκάλυψης, με σκοπό να δυνηθεί το πρόσωπο που αποκόμισε όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος να διατηρήσει τα έσοδα ή τον έλεγχο των εσόδων από τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος.
2.04 Η διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται με φυλάκιση δεκατεσσάρων (14) χρόνων ή με πρόστιμο μέχρι 500.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση προσώπου, το οποίο γνωρίζει ότι η περιουσία αποτελεί έσοδο από γενεσιουργό αδίκημα, ή με φυλάκιση πέντε (5) χρόνων ή πρόστιμο μέχρι 50.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές, στην περίπτωση ενός προσώπου το οποίο όφειλε να γνωρίζει. 2.05 Βάσει του Άρθρου 26 του Νόμου, σε ποινική διαδικασία εναντίον προσώπου σχετικά με παροχή βοήθειας για διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει ότι σκόπευε να αποκαλύψει στη ΜΟΚΑΣ την υποψία ή την πεποίθησή του ότι η συμφωνία ή η διευθέτηση είχαν σχέση με έσοδα από γενεσιουργό αδίκημα και ότι η παράλειψή του να προβεί σε αποκάλυψη οφειλόταν σε λογική αιτία. Επίσης, βάσει του Άρθρου 26 του Νόμου, οποιαδήποτε τέτοια αποκάλυψη δεν πρέπει να λογίζεται, ως παραβίαση οποιουδήποτε συμβατικού περιορισμού στην αποκάλυψη πληροφοριών. 2.06 Στην περίπτωση υπαλλήλων ή ατόμων των οποίων οι δραστηριότητες επιβλέπονται από μια από τις Αρχές που καθορίζονται στο Άρθρο 59, ο Νόμος αναγνωρίζει ότι η αποκάλυψη μπορεί να γίνει σε Λειτουργό Συμμόρφωσης για Ξέπλυμα Παράνομου Χρήματος σύμφωνα με καθορισμένες εσωτερικές διαδικασίες και τέτοια αποκάλυψη θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα όπως μια αποκάλυψη που γίνεται στη ΜΟΚΑΣ. Γενεσιουργά αδικήματα περιλαμβανομένων αδικημάτων χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Άρθρο 5 του Νόμου) 2.07 Τα γενεσιουργά αδικήματα είναι: (α) (β) τα ποινικά αδικήματα, ως αποτέλεσμα των οποίων προήλθαν έσοδα ή περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να συνιστούν αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος και τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση που υπερβαίνει τον ένα χρόνο, αδικήματα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, περιλαμβανομένων χρηματικών εισπράξεων για τη χρηματοδότηση ατόμων ή οργανισμών που σχετίζονται με την τρομοκρατία και (γ) αδικήματα διακίνησης ναρκωτικών όπως περιγράφονται στο άρθρο 2 του Νόμου. 2.08 Για σκοπούς αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δεν έχει καμιά σημασία κατά πόσο το γενεσιουργό αδίκημα υπόκειται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων (Άρθρο 4(2) του Νόμου). Παράλειψη αναφοράς (Άρθρο 27 του Νόμου) 2.09 Οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου κάποιου Δικηγόρου ή άλλου, γνωρίζει ή έχει εύλογη υποψία ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε διάπραξη αδικημάτων ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και οι πληροφορίες πάνω στις οποίες βασίζεται η γνώση ή η 18
εύλογη υποψία περιήλθαν στην αντίληψή του κατά τη ενάσκηση του επαγγέλματός του, της επιχείρησης του ή της εργοδότησής του, διαπράττει αδίκημα αν δεν αποκαλύψει τις εν λόγω πληροφορίες στη ΜΟΚΑΣ μόλις αυτό είναι εύλογα δυνατό. Η παράλειψη αναφοράς σε αυτές τις περιπτώσεις τιμωρείται, σε περίπτωση καταδίκης, με ανώτατο όριο φυλάκισης πέντε (5) χρόνων ή πρόστιμο που δεν ξεπερνά τα 5.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές. Αποκάλυψη πληροφοριών (Άρθρο 48 του Νόμου) 2.10 (α) Πέραν του αδικήματος (παράγραφος 2.03), κάτω από το μέρος που αναφέρεται σε αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας πιο πάνω, αποτελεί επίσης αδίκημα για κάθε πρόσωπο να αποκαλύψει, είτε σε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει υποψία είτε σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, ότι έχουν διαβιβαστεί στη ΜΟΚΑΣ πληροφορίες ή άλλα σχετικά στοιχεία για ξέπλυμα παράνομου χρήματος ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή ότι έχει υποβληθεί έκθεση για ύποπτες συναλλαγές ή δραστηριότητες, ή ότι οι Αρχές διεξάγουν ανακρίσεις και έρευνες για αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η «αποκάλυψη πληροφοριών», υπό από αυτές τις περιστάσεις τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια. (β) (γ) (δ) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 48, πρόσωπα που διεξάγουν επαγγελματικές δραστηριότητες ελεγκτών, εξωτερικών λογιστών και ανεξάρτητων νομικών συμβούλων, δύνανται να γνωστοποιούν σε άλλα πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο όμιλο σε χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτες χώρες (όπως ορίζονται πιο κάτω), πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στη Μονάδα σύμφωνα με το άρθρο 27 του Νόμου, ή ότι η Μονάδα διεξάγει ή πιθανόν να διεξάγει έρευνα για αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. «Τρίτες χώρες» για σκοπούς αυτής της παραγράφου, σημαίνει τρίτες χώρες οι οποίες σύμφωνα με απόφαση της Συμβουλευτικής Αρχής Καταπολέμησης Αδικημάτων Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας έχουν καθοριστεί ότι επιβάλλουν διαδικασίες και μέτρα παρεμπόδισης του ξεπλύματος παράνομου χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ισοδύναμα με τις απαιτήσεις της Οδηγίας της Ε.Ε. Πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2.10(β), πιο πάνω, δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο πελάτη και την ίδια συναλλαγή, στην οποία εμπλέκονται δύο ή περισσότερα πρόσωπα, με την προϋπόθεση ότι βρίσκονται σε χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτες χώρες (όπως ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο) και ότι τα πρόσωπα που ανταλλάσσουν πληροφορίες ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό κλάδο. Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παρεμπόδιση του ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η αποκάλυψη πληροφοριών και η ανταλλαγή πληροφοριών που γίνεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2.10(β) και 2.10(γ) πιο πάνω δεν 19
(ε) (στ) λογίζεται, ως παραβίαση οποιουδήποτε συμβατικού ή άλλου νομικού περιορισμού στην αποκάλυψη πληροφοριών. Η αποκάλυψη πληροφοριών στις αρμόδιες Εποπτικές Αρχές από πρόσωπα που διεξάγουν χρηματοοικονομικές και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες έχουν διαβιβαστεί στη ΜΟΚΑΣ σύμφωνα με το άρθρο 27 του Νόμου ή ότι η ΜΟΚΑΣ διεξάγει ή πιθανό να διεξάγει έρευνα για αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δεν συνιστά παραβίαση οποιουδήποτε συμβατικού ή άλλου νομικού περιορισμού στην αποκάλυψη πληροφοριών. Σύμφωνα με το άρθρο 28(6) της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ένας δικηγόρος προσπαθεί να αποτρέψει έναν πελάτη από του να εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα, αυτό δεν συνιστά αποκάλυψη πληροφοριών προς τον εν λόγω πελάτη ή σε οποιοδήποτε άλλο τρίτο πρόσωπο (tipping-off). Καθορισμένες δραστηριότητες και υπηρεσίες (Άρθρο 2 του Νόμου) 2.11 Ο Νόμος αναγνωρίζει το σημαντικό ρόλο (α) εκείνων που διεξάγουν χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και (β) εκείνων που διεξάγουν άλλες δραστηριότητες, περιλαμβανομένων λογιστών, ελεγκτών και δικηγόρων, για την αποτελεσματική παρεμπόδιση δραστηριοτήτων για ξέπλυμα παράνομου χρήματος και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και θέτει επιπρόσθετες διαχειριστικές απαιτήσεις σε όλα τα ιδρύματα, περιλαμβανομένων οίκων οι οποίοι ασχολούνται με τις δραστηριότητες και υπηρεσίες που καταγράφονται πιο κάτω: (α) Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες (1) Αποδοχή καταθέσεων από το κοινό. (2) Δανεισμός χρημάτων στο κοινό. (3) Χρηματοδοτική μίσθωση, περιλαμβανομένης και χρηματοδότησης με ενοικιαγορά. (4) Υπηρεσίες διακίνησης χρημάτων. (5) Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής (π.χ. πιστωτικές κάρτες, ταξιδιωτικές επιταγές, επιταγές τραπεζίτη και ηλεκτρονικά μέσα). (6) Έκδοση εγγυήσεων και ανάληψη υποχρεώσεων. (7) Διεξαγωγή συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου σε: (i) αξίες ή τίτλους της χρηματαγοράς περιλαμβανομένων επιταγών, συναλλαγματικών, γραμματίων και ομολόγων καταθέσεων, (ii) ξένο συνάλλαγμα, (iii) προθεσμιακούς χρηματοδοτικούς τίτλους και τίτλους με δικαίωμα επιλογής (options), (iv) τίτλους που αφορούν συνάλλαγμα και επιτόκια, και (v) αξιόγραφα. (8) Συμμετοχή σε εκδόσεις αξιόγραφων και παροχή συναφών υπηρεσιών. (9) Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη 20