ΚΑΙ ΕΒΡΑΣΑΝ ΟΙ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΙ ΣΤΙΣ ΓΟΥΡΝΕΣ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / CULT STORIES Διεύθυνση Άρης Μαραγκόπουλος Επίβλεψη: Άρτεμις Λόη Μετάφραση: Γιώργος Μπέτσος Επιμέλεια-διορθώσεις: Λένια Μαζαράκη Εξώφυλλο: Χρήστος Διαμαντίδης Τίτλος πρωτοτύπου: And the hippos were boiled in their tanks Copyright 2008, The Estate of William S. Burroughs and The Estate of Jack Kerouac 2009 Εκδόσεις Τόπος για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο ISBN 978-960-6863-08-0 Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975), απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. Εκδόσεις Τόπος Πλαπούτα 2 και Καλλιδρομίου 11473, Αθήνα Τηλ.: 210 8222835-856 Fax: 210 8222684 Βιβλιοπωλείο Γενναδίου 6 10678, Αθήνα Τηλ.: 210 3221580 Fax: 210 3211246 www.toposbooks.gr
Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους Μετάφραση Γιώργος Μπέτσος ΕΚΔΟΣΕΙΣ TOΠΟΣ
Περιεχόμενα Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους 11 Υστερόγραφο του Τζέιμς Γκράουερχολτς 217
1 ΟΥΙΛ ΝΤΕΝΙΣΟΝ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΑ ΜΠΑΡ ΚΛΕΙΝΟΥΝ στις τρεις το πρωί κι εγώ γύρισα στο σπίτι κατά τις τέσσερις παρά τέταρτο, αφού είχα φάει πρωινό στου Ράικερ, γωνία Κρίστοφερ Στριτ και Έβδομης Λεωφόρου. Πέταξα τη News και τη Mirror στον καναπέ, έβγαλα την καμπαρντίνα μου και την έριξα πάνω τους. Ήμουν έτοιμος να πέσω για ύπνο. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Είναι ένα κουδούνι που σου τρυπάει τ αυτιά, γι αυτό έτρεξα γρήγορα να πατήσω το κουμπί να ανοίξει η εξώπορτα. Μετά πήρα την καμπαρντίνα από τον καναπέ και την κρέμασα σε μια καρέκλα για να μην κάτσει κανείς πάνω της κι έβαλα τις εφημερίδες σε ένα συρτάρι. Δεν ήθελα να ξυπνήσω το πρωί και να έχουν εξαφανιστεί. Ύστερα πήγα και άνοιξα την πόρτα. Το υπολόγισα ακριβώς ώστε να μην προλάβουν να χτυπήσουν. Tέσσερα άτομα μπήκαν στο δωμάτιο. Θα σας πω σε γενικές γραμμές ποια και πώς ήταν αυτά τα άτομα, μιας και η ιστορία αφορά κυρίως δύο από αυτά. [11]
Ο Φίλιπ Τουριάν είναι δεκαεφτά χρονών, μισός Τούρκος, μισός Αμερικανός. Mπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε πολλά ονόματα, αλλά αυτός προτιμάει το Τουριάν. Ο πατέρας του είναι γνωστός με το όνομα Ρότζερς. Mαύρες μπούκλες πέφτουν στο μέτωπό του, το δέρμα του είναι κατάλευκο και έχει πράσινα μάτια. Είχε ήδη στρογγυλοκαθίσει στην πιο άνετη πολυθρόνα με το ένα πόδι πάνω στο μπράτσο της πριν καλά καλά οι υπόλοιποι μπουν μέσα. Αυτός ο Φίλιπ είναι ο τύπος του νεαρού που εμπνέει λούγκρες συγγραφείς να γράφουν σονέτα που αρχίζουν με φράσεις όπως «Ω απολλώνιο παλικάρι, με τα μαλλιά κοράκου...». Φορούσε πολύ βρόμικο παντελόνι και χακί πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια, αποκαλύπτοντας τα στιβαρά, μυώδη χέρια του. Ο Ράμσεϊ Άλεν είναι ένας εντυπωσιακός γκριζομάλλης γύρω στα σαράντα, ψηλός και κάπως πλαδαρός. Θυμίζει ξεπεσμένο ηθοποιό ή γενικά άτομο που κάποτε έζησε μεγαλεία. Επίσης, είναι από τον νότο και ισχυρίζεται πως κρατάει από καλή οικογένεια, όπως λένε όλοι οι νότιοι δηλαδή. Είναι ευφυέστατος, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν του φαινόταν καθόλου. Είναι τόσο κολλημένος με τον Φίλιπ, που τον τριγυρίζει σαν αναποφάσιστο όρνιο, με ένα σαχλορομαντικό χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. [12]
Ο Αλ είναι από τα πιο αξιόλογα άτομα που γνωρίζω, και ιδανικός για παρέα. Και ο Φίλιπ εντάξει είναι. Όταν όμως βρίσκονται μαζί κάτι συμβαίνει και δημιουργούν έναν συνδυασμό που εκνευρίζει τους πάντες. Η Άγκνες Ο Ρουρκ είναι μια άσχημη ιρλανδόφατσα με μαύρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Φοράει πάντα παντελόνια. Είναι ειλικρινής, ανδροπρεπής και αξιόπιστη. Ο Μάικ Ράικο είναι ένας δεκαεννιάχρονος κοκκινομάλλης Φινλανδός, που ενίοτε μπαρκάρει σε εμπορικά και φοράει βρόμικα χακί ρούχα. Αυτοί ήταν όλοι, αυτοί οι τέσσερις. H Άγκνες μού έδειξε ένα μπουκάλι. «Ααα, Κανάντιαν Κλαμπ. Ελάτε μέσα, βολευτείτε», είπα. Όχι ότι δεν το είχαν κάνει ήδη. Έβγαλα ψηλά ποτήρια και όλοι σερβιρίστηκαν. Η Άγκνες μού ζήτησε λίγο νερό και της έφερα. Φαίνεται πως όλο το βράδυ ο Φίλιπ επεξεργαζόταν μια φιλοσοφική ιδέα και τώρα θα μου την εξέθετε. «Σκέφτηκα μια ολόκληρη φιλοσοφική θεωρία βασισμένη στην ιδέα πως η σπατάλη αντιπροσωπεύει το κακό και η δημιουργία το καλό. Από τη στιγμή που δημιουργείς κάτι, είναι καλό. Η μόνη αμαρτία είναι η σπατάλη των δυνατοτήτων σου», είπε. Μου ακούστηκε βλακώδες και του είπα: «Κοίτα, εγώ [13]
ένας ταπεινός μπάρμαν είμαι, αλλά και τις διαφημίσεις των Lifebuoy* κάποιος τις δημιούργησε». Eκείνος απάντησε: «Σωστά, αλλά πρόσεξε, αυτό θα το λέγαμε σπαταλημένη δημιουργία. Τα πάντα είναι διχοτομημένα. Έπειτα υπάρχει και η δημιουργική σπατάλη, όπως το ότι σου μιλάω αυτή τη στιγμή». Τότε εγώ είπα: «Ναι, αλλά με ποια κριτήρια ξεχωρίζεις τη σπατάλη από τη δημιουργία; Ο καθένας μπορεί να πει πως αυτό που κάνει είναι δημιουργικό και πως οτιδήποτε κάνουν οι υπόλοιποι είναι σπατάλη. Όλα αυτά είναι τόσο γενικά, που δεν βγάζουν νόημα». Αυτό το τελευταίο πρέπει να τον πίκρανε. Ως τώρα μάλλον δεν του είχαν φέρει πολλές αντιρρήσεις. Όπως και να χε, σταμάτησε τις φιλοσοφίες, πράγμα που με χαροποίησε, μιας και τέτοιου τύπου ιδέες για μένα ανήκουν στην κατηγορία «δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω». Έπειτα ο Φίλιπ με ρώτησε αν είχα καθόλου μαριχουάνα. Του είπα πως είχα ψιλοπράματα, όμως εκείνος επέμενε να καπνίσει, οπότε την έβγαλα από το συρτάρι του γραφείου, ανάψαμε ένα τσιγάρο και το κάναμε πάσα ο ένας στον άλλο. Ήταν πολύ κακής ποιότητας και ένα τσιγάρο δεν μας έκανε τίποτα. * Σαπούνι δημοφιλές στην Αμερική, οι διαφημίσεις του οποίου διακρίνονται για την κακογουστιά τους. (Σ.τ.Μ.) [14]
Ο Ράικο, που όλη αυτή την ώρα καθόταν στον καναπέ και δεν έλεγε κουβέντα, είπε: «Στο Πορτ Άρθουρ στο Τέξας έκανα έξι τσιγάρα. Σαν να μην πήγα ήταν». Εγώ είπα: «Eίναι πολύ δύσκολο να βρεις μαριχουάνα αυτή την εποχή, και δεν ξέρω πού θα ξαναβρώ όταν μου τελειώσει τούτη δω». Παρ όλα αυτά, ο Φίλιπ βούτηξε άλλο ένα τσιγάρο και άρχισε να το καπνίζει. Έτσι και εγώ γέμισα το ποτήρι μου με ουίσκι. Τότε αναρωτήθηκα πού βρήκαν αυτοί οι τύποι το Κανάντιαν Κλαμπ, αφού ήταν πάντα άφραγκοι. Έτσι, τους ρώτησα. «Το σούφρωσε η Άγκνες από ένα μπαρ», είπε ο Αλ. Απ ό,τι μου είπαν, ο Αλ και η Άγκνες κάθονταν στην άκρη της μπάρας στο Πάιντ Πάιπερ και έπιναν μπίρα, όταν ξαφνικά η Άγκνες είπε στον Αλ: «Μάζεψε τα ρέστα σου και ακολούθα με. Κάτω απ το παλτό μου έχω ένα μπουκάλι Κανάντιαν Κλαμπ». Ο Αλ την ακολούθησε έξω πιο φοβισμένος απ ό,τι εκείνη. Δεν την είχε δει καν να το βουτάει. Αυτό συνέβη νωρίτερα το βράδυ και τώρα πια είχαμε ήδη πιει το μισό μπουκάλι. Έδωσα συγχαρητήρια στην Άγκνες και εκείνη χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Ήταν παιχνιδάκι», είπε. «Θα το ξανακάνω». Όχι όταν είσαι μαζί μου, σκέφτηκα. Η κουβέντα χαλάρωσε και εγώ νύσταζα πολύ για να [15]
πω οτιδήποτε. Συζητούσαν κάτι το οποίο δεν άκουγα και όταν κοίταξα τον Φίλιπ τον είδα να δαγκώνει ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί από το ποτήρι. Άρχισε να το μασάει, κάνοντας έναν θόρυβο που ακουγόταν μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου. Η Άγκνες και ο Ράικο μόρφασαν σαν κάποιος να έσερνε τα νύχια του σε μαυροπίνακα. Ο Φίλιπ μάσησε καλά το γυαλί και το κατάπιε πίνοντας το νερό της Άγκνες. Ο Αλ έκανε το ίδιο. Tου έφερα ένα ποτήρι νερό για να καταπιεί το γυαλί. Η Άγκνες με ρώτησε αν πίστευα ότι θα πέθαιναν. Aπάντησα πως όχι, δεν υπάρχει κίνδυνος αν το μασήσεις καλά, είναι σαν να καταπίνεις λίγη άμμο. Όλα αυτά τα περί θανάτου από τριμμένο γυαλί ήταν φούμαρα. Εκείνη τη στιγμή μού ήρθε η ιδέα να τους κάνω μια πλάκα και είπα: «Μα καλά, πού είναι οι τρόποι μου. Πεινάει κανείς; Έχω κάτι πολύ σπέσιαλ, μόλις σήμερα το πήρα». O Φίλιπ και ο Αλ έβγαζαν απομεινάρια γυαλιού ανάμεσα από τα δόντια τους. Ο Αλ πήγε στο μπάνιο να κοιτάξει τα ούλα του στον καθρέφτη. Eίχαν ματώσει. «Ναι», είπε ο Αλ από το μπάνιο. Ο Φίλιπ είπε ότι το γυαλί τού είχε ανοίξει την όρεξη. Ο Αλ με ρώτησε αν μου είχε στείλει και άλλο δέμα με φαγητό η μάνα μου και εγώ απάντησα «Aκριβώς, και είναι πολύ καλό». [16]
Πήγα στην ντουλάπα, ψαχούλεψα λίγο και εμφανίστηκα ξανά με ένα σωρό παλιά ξυράφια σε ένα πιάτο και ένα βάζο μουστάρδα. Ο Φίλιπ είπε: «Καθίκι, εγώ πεινάω στ αλήθεια». Eγώ το καταδιασκέδασα και είπα: «Ωραία πλάκα, ε;» «Στην Κίνα είδα κάποιον να καταπίνει ξυράφια. Ξυράφια, γυαλιά και λάμπες. Στο τέλος έφαγε και ένα πορσελάνινο πιάτο», είπε ο Ράικο. Όλοι ήταν μεθυσμένοι εκτός από την Άγκνες και εμένα. Ο Αλ καθόταν στο πάτωμα κοντά στα πόδια του Φίλιπ και τον κοιτούσε με μια ηλίθια έκφραση. Άρχισα να εύχομαι να πάνε στα σπίτια τους. Έπειτα ο Φίλιπ σηκώθηκε παραπατώντας λιγάκι και είπε: «Λέω να πάμε στην ταράτσα». «Εντάξει», αποκρίθηκε ο Αλ και πετάχτηκε πάνω λες και ήταν η καλύτερη ιδέα που είχε ακούσει ποτέ. «Όχι, να κάτσετε εδώ», είπα εγώ, «θα ξυπνήσετε τη σπιτονοικοκυρά. Έτσι και αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα εκεί πάνω». «Δεν πας στον διάολο, ρε Ντένισον», είπε τσατισμένος ο Αλ που πήγα να βγάλω σκάρτη την ιδέα του Φίλιπ. Bγήκαν από την πόρτα τρεκλίζοντας και άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια. Η σπιτονοικοκυρά και η οικογένειά της μένουν πάνω από εμένα και από πάνω τους είναι η ταράτσα. [17]
Kάθισα και έβαλα λίγο ακόμα Κανάντιαν Κλαμπ. Η Άγκνες δεν ήθελε άλλο και μου είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι της. Ο Ράικο είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, έτσι έβαλα και το υπόλοιπο ουίσκι στο ποτήρι μου. H Άγκνες σηκώθηκε για να φύγει. Άκουγα φασαρία από την ταράτσα και μετά άκουσα γυαλιά να σπάνε στον δρόμο. Πήγαμε προς το παράθυρο και η Άγκνες είπε: «Πρέπει να πέταξαν ποτήρι στον δρόμο». Μου φάνηκε λογικό, έτσι έβγαλα προσεχτικά έξω το κεφάλι μου και είδα μια γυναίκα να βρίζει κοιτώντας προς τα πάνω. Είχε αρχίσει να χαράζει. «Παλιομαλακισμένα», έλεγε. «Τι θέλετε, να σκοτώσετε κανέναν άνθρωπο;» Μιας και είμαι ένθερμος υποστηρικτής της αντεπίθεσης, της είπα: «Σκάσε! Θα τους ξυπνήσεις όλους. Σπάσε ή φωνάζω την αστυνομία». Ύστερα έκλεισα τα φώτα σαν να με είχε ξυπνήσει και να πήγαινα πάλι για ύπνο. Έπειτα από μερικά λεπτά έφυγε βρίζοντας ακόμα, όπως έκανα και εγώ, μόνο που το έκανα από μέσα μου, καθώς σκεφτόμουν σε τι μπελάδες με είχαν βάλει στο παρελθόν αυτοί οι δυο. Θυμήθηκα τη φορά που είχαν τρακάρει με το αυτοκίνητό μου στο Νιούαρκ και τότε που με είχαν πετάξει από ένα ξενοδοχείο στην Ουά- [18]
σινγκτον επειδή ο Φίλιπ είχε κατουρήσει έξω από το παράθυρο. Και πολλά άλλα. Σαν αυτά που έκαναν οι βλαμμένοι φοιτητές το 1910. Tέτοια γίνονταν όποτε βρίσκονταν μαζί. O καθένας μόνος του ήταν εντάξει. Άναψα τα φώτα και η Άγκνες έφυγε. Στην ταράτσα επικρατούσε ησυχία. «Ελπίζω να μην τους μπει καμιά ιδέα να πηδήξουν», είπα από μέσα μου, για μην ξυπνήσω και τον Ράικο. «Άμα θέλουν, ας την πέσουν εκεί πάνω όλη νύχτα. Εγώ πάω για ύπνο». Γδύθηκα και έπεσα στο κρεβάτι, αφήνοντας τον Ράικο να κοιμάται στον καναπέ. Η ώρα ήταν περίπου έξι. [19]