Sommerfeld, Ehrenfest, Einstein, Bohr, Schrödinger,Βοrn, Pauli, Dirac, de Broglie, Heisenberg, Jordan.



Σχετικά έγγραφα
Μια µατιά στην Κβαντοµηχανική 0.1 Εισαγωγή

2 Φωτογραφία εξωφύλλου: Κυµατοσυνάρτηση για ένα ηλεκτρόνιο στο άτοµο του Η.

Αρχή της απροσδιοριστίας και διττή σωματιδιακή και κυματική φύση της ύλης.

Η φύση της πραγµατικότητος

Μηχανικά και Κλασσικά Ανάλογα της Σύγχρονης Φυσικής

2. Η διδασκαλία της Γεωµετρίας στο ελληνικό δηµοτικό σχολείο

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΜΟΡΙΑΚΗΣ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

Θρησκεία και Επιστήμη στις μέρες μας. Πορεία σύγκρουσης ή συμπόρευσης;

Σηµειώσεις Ατοµικής και Μοριακής Φυσικής

ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑ

ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ H έννοια της συνάρτησης κατά την πλοήγηση στο χώρο µε τρισδιάστατα ψηφιακά εργαλεία διαχείρισης γεωγραφικής πληροφορίας

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ

ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ

Φυσική Ομάδαs Προσανατολισμού Θετικών Σπουδών Β ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Εφαρμοσμένη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών

ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Α ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

K4: Η Εξίσωση Schrödinger & ο Κβαντικός Μικρόκοσμος

ΑΝΑΠΤΥΞΤΕ ΤΗ ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΨΥΧΙΚΕΣ ΣΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Φυσικών Λάρισα, 30 Μαρτίου 2 Απριλίου 2006

ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Η θερµότητα και η θερµοκρασία

Οι Μαθησιακές Δυσκολίες στη δευτεροβάθµια εκπαίδευση

Οδηγός Συγγραφής Διπλωματικών Εργασιών και Διδακτορικών Διατριβών

Θεωρίες για τη µάθηση 1.0. Τι είναι µάθηση

ΤΟ ΜΟΝΤΕΣΣΟΡΙΑΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

«Αυτοεκτίμηση και κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών του Δημοτικού σχολείου»

ανοικτή εκδήλωση είναι και γίγνεσθαι åßíáé êáé ãßãíåóèáé

Τα Μαθηµατικά στη Λογοτεχνία της Επιστηµονικής Επανάστασης. του Tεύκρου Μιχαηλίδη

Πως γράφουµε ένα φιλοσοφικό δοκίµιο ή µια εργασία στη φιλοσοφία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Transcript:

Οι Θεµελιωτές της Κβαντικής Θεωρίας Η κβαντική θεωρία διατυπώθηκε και θεµελιώθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα. Την ίδια περίοδο διατυπώθηκαν οι θεωρίες της ειδικής και γενικής σχετικότητας από τον Άλµπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein). Oι θεωρίες αυτές αποτελούν τη σύγχρονη φυσική, η οποία παρέχει ένα νέο τρόπο κατανόησης της φύσης, πολύ διαφορετικό απ αυτόν που είχε εισαγάγει η κλασική φυσική τον 16 ο και 17 ο αιώνα, µέσα από το έργο του Κοπέρνικου, του Κέπλερ, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα. Νέοι φυσικοί νόµοι και φαινόµενα κυριαρχούν στο µικρόκοσµο των ατόµων και στο µεγάκοσµο των πλανητών. Το κβαντοµηχανικό µοντέλο καθιερώνεται επίσηµα το 1927, στο 5 ο συνέδριο Σολβέ (Solvay) στο Κόµο της Ιταλίας. Η αρχή απροσδιοριστίας του Χάϊζενµπεργκ ( Heisenberg) και η αρχή συµπληρωµατικότητας του Μπόρ ( Βοhr), παρέχουν την οριστική θεµελίωση για όλες τις µαθηµατικές κατασκευές που ήδη είχαν πάρει το όνοµα κβαντοµηχανική και ήταν σ ευρεία χρήση για την πρόβλεψη διαφόρων µεγεθών. Η επιστήµη φτιάχνεται από ανθρώπους στην προσπάθεια τους να καταλάβουν το φυσικό κόσµο. Άρα, για µια σωστή κατανόηση της δηµιουργίας τους, πρέπει να ξεκινήσουµε από τους ίδιους τους δηµιουργούς. Οι παρακάτω δώδεκα θεωρητικοί φυσικοί συνέβαλαν τα µέγιστα στην ανάπτυξη της κβαντικής φυσικής: Planck, Sommerfeld, Ehrenfest, Einstein, Bohr, Schrödinger,Βοrn, Pauli, Dirac, de Broglie, Heisenberg, Jordan. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των φυσικών αυτών, πάνω σε τρία γενικά επιστηµονικά προβλήµατα, τόσο γενικά, που θα ήταν ίσως καλύτερα να τα λέγαµε φιλοσοφικά προβλήµατα: a. Υπάρχουν οι βασικές οντότητες της ατοµικής φυσικής, όπως τα ηλεκτρόνια, τα φωτόνια, κ.λ.π., ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις των φυσικών ; b. Αν η απάντηση στο προηγούµενο ερώτηµα είναι καταφατική, είναι δυνατό να κατανοήσουµε τη δοµή και εξέλιξη των ατοµικών οντοτήτων και φαινοµένων, δηµιουργώντας χωροχρονικές εικόνες που ν αντιστοιχούν στην πραγµατική τους υπόσταση ;

c. Πρέπει οι φυσικοί νόµοι να διαµορφωθούν έτσι ώστε να δίνεται µία ή περισσότερες αιτίες για όλα τα παρατηρούµενα φαινόµενα ; Τα τρία αυτά ερωτήµατα, στη συνέχεια θ αναφέρονται σαν ερωτήµατα: για την πραγµατικότητα για την κατανόηση για την αιτιοκρατία Tα ερωτήµατα αυτά δίχασαν την κοινότητα των φυσικών: οι Planck, Ehrenfest, Einstein, Schrödinger, de Broglie απάντησαν καταφατικά στα ερωτήµατα αυτά. Αντίθετα, οι Sommerfeld, Born, Bohr, Pauli, Heisenberg, Dirac, Jordan απάντησαν αρνητικά. Η περιπέτεια της κβαντικής φυσικής, άρχισε από τη µελέτη της θερµικής ακτινοβολίας του µέλανος σώµατος. Το µέλαν σώµα, σ οποιαδήποτε θερµοκρασία και αν βρίσκεται εκπέµπει ενέργεια µε τη µορφή ηλεκτροµαγνητικής ακτινοβολίας σ όλο το φάσµα της. Το µεγαλύτερο όµως τµήµα της εκπεµπόµενης ενέργειας περιορίζεται σε µια στενή περιοχή, µε αιχµή κάποιο µήκος κύµατος ( λ max ), διαφορετικό για κάθε θερµοκρασία. Η αιτιολόγηση του φαινοµένου δόθηκε από τον Max Planck, το 1900, θεωρώντας ότι η ακτινοβολούµενη ενέργεια αποτελείται από στοιχειώδεις µονάδες ενέργειας, τα κβάντα ενέργειας. Η θεώρηση αυτή ήρθε σε σύγκρουση µε την κλασική φυσική, η οποία στηριζόταν στην αρχή συνέχειας της ενέργειας. Η προσέγγιση αυτή του Planck άνοιγε το δρόµο για µια νέα φυσική. Ο Max Planck γεννήθηκε στο Κίελο της Γερµανίας το 1858. Παρακολούθησε πειραµατική φυσική και µαθηµατικά, αφού εκείνο τον καιρό δεν είχαν καθιερωθεί έδρα και σπουδές θεωρητικής φυσικής. Στο Βερολίνο ο επιστηµονικός του ορίζοντας διευρύνθηκε σηµαντικά έχοντας καθηγητές τους Ηelmholtz και Kirchhoff. O Planck αντιτάχθηκε στο χιτλερικό καθεστώς και ένας µάλιστα γιος του εκτελέστηκε από τους Ναζί για συµµετοχή σ αποτυχηµένη δολοφονική απόπειρα κατά του Χίτλερ. Ο Planck πίστευε στην ύπαρξη ενός αντικειµενικού φυσικού κόσµου και καταδίκαζε κάθε προσπάθεια για εγκατάλειψη της αιτιότητας.

Στην παλιά γενιά των φυσικών που δηµιούργησαν την κβαντική θεωρία ανήκει και ο Άρνολντ Ζόµερφελντ ( Sommerfeld ), ο οποίος γεννήθηκε στο Königsberg της Πρωσίας το 1868 (τόπος γέννησης και διαµονής του Kant ). O Sommerfeld σπούδασε στο πανεπιστήµιο του Königsberg,ένα από τα πρώτα πανεπιστήµια όπου η θεωρητική φυσική καθιερώθηκε σαν ξεχωριστός κλάδος, κάτω από την επίβλεψη λαµπρών µαθηµατικών όπως ο Hilbert και ο Lindemann. Θεωρούσε τον Felix Klein, καθηγητή µαθηµατικών στο Göttingen, ως τον πραγµατικό δάσκαλό του στις ιδέες του για τη µαθηµατική φυσική. Το 1906 ο Sommerfeld κατάκτησε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο Μόναχο, όπου προκάτοχός του ήταν ο Boltzmann. Εκεί παρέµεινε µέχρι το θάνατό του ( 1951 ). Ο Sommerfeld αφιέρωσε όλη την επιστηµονική του προσπάθεια στις εφαρµογές των µαθηµατικών µεθόδων στα φυσικά προβλήµατα. Η επίδρασή του στη σύγχρονη φυσική υπήρξε τεράστια, όχι µόνο από τα βιβλία του και τα επιστηµονικά του άρθρα, αλλά και µέσα από την ίδια τη διδασκαλία του. Οι µαθητές του Heisenberg, Pauli, Debye, Lande που µυήθηκαν στην έρευνα µαζί του, έγιναν από τους πιο σπουδαίους θεµελιωτές της κβαντικής θεωρίας. Η κβαντική µηχανική αναπτύχθηκε εντυπωσιακά µετά τον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο. Σηµαντική συµβολή σ αυτό είχαν δύο ερευνητικά ινστιτούτα: Το Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής στην Κοπεγχάγη, υπό τη διεύθυνση του Niels Bohr ( Νηλς Μπορ ) Η οµάδα θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήµιο του Γκέτινγκεν ( Göttingen ) υπό την διεύθυνση του Μαξ Μπορν ( Max Born ). Οι Bohr, Born µαζί µε τους Ehrenfest, Einstein και Schrödinger αποτελούν τη µεσαία γενιά των δηµιουργών της κβαντικής θεωρίας. Οι τρεις τελευταίοι πίστευαν σε µια αντικειµενική πραγµατικότητα, κατανοήσιµη από τον άνθρωπο, καθώς και σ αιτιακούς νόµους. Αντίθετα οι δύο πρώτοι, εισήγαγαν ιδέες που απορρίπτουν την αιτιότητα και το κατανοήσιµο, ενώ επιπλέον περιόρισαν σηµαντικά τη σηµασία της ίδιας της έννοιας της φυσικής πραγµατικότητας. Η πορεία της εξέλιξης της κβαντικής θεωρίας οργανώθηκε από τους Bohr και Born, ενώ αποκρούστηκε από τους Einstein,Ehrenfest και

Schrödinger, παρόλο που οι τελευταίοι είχαν σπουδαία συνεισφορά στην κβαντική θεωρία.. O Πωλ Έρενφεστ ( Paul Ehrenfest ) γεννήθηκε στη Βιέννη το 1880. Φοίτησε στα πανεπιστήµια της Βιέννης και του Γκέτινγκεν. Ο Boltzmann, µε τη διδασκαλία του και το παράδειγµά του, τον έσπρωξε να γίνει θεωρητικός φυσικός και χάραξε την προσωπικότητά του. Ήταν πολύ στενός φίλος του Einstein. Από τους συναδέλφους του θεωρείτο ως «η συνείδηση της φυσικής» και βρέθηκε πιο πολύ απ όλους «στο κέντρο του δράµατος της σύγχρονης φυσικής», όπως έγραψε γι αυτόν ο Langevin.O Ehrenfest αυτοκτόνησε το 1933. Η άρνησή του να δεχτεί την κβαντική µηχανική ήταν τόσο σφοδρή που πιθανώς συνέβαλε στο τραγικό τέλος της ζωής του. O Einstein δε δέχτηκε ποτέ τη µη-αιτιοκρατική διατύπωση της κβαντικής µηχανικής, όπως δε δέχτηκε ποτέ την αρχή συµπληρωµατικότητας του Bohr. Πίστευε ότι σκοπός της φυσικής είναι να δώσει µια εικόνα της φυσικής πραγµατικότητας, απορρίπτοντας έτσι την άρνηση της κβαντοµηχανικής να κάνει κάτι τέτοιο. Το 1926 γράφει στον Bohr: «Η κβαντική µηχανική είναι πολύ εντυπωσιακή. Αλλά µια εσωτερική φωνή µου λέει ότι δεν τα έχουµε καταφέρει Σε κάθε, όµως, περίπτωση έχω πεισθεί ότι Εκείνος δεν παίζει ζάρια». O Erwin Schrödinger (Σρέντινγκερ) γεννήθηκε στη Βιέννη το 1887. Μπήκε στο πανεπιστήµιο της Βιέννης τη χρονιά του θανάτου του Boltzmann (1906), αλλά επηρεάστηκε καθοριστικά από την προσωπικότητά του. Το 1910 πήρε το διδακτορικό του. Στο διάστηµα 1921-1927, τα κρίσιµα χρόνια της ανάπτυξης της κβαντικής µηχανικής βρισκόταν στο πανεπιστήµιο της Ζυρίχης, εκτελώντας θεµελιακές έρευνες που τον οδήγησαν στη διάσηµη κυµατική του εξίσωση. Το 1928 κλήθηκε στο Βερολίνο όταν κενώθηκε η έδρα του Planck, λόγω ορίου ηλικίας. Εκεί έµεινε µέχρι το 1933, όταν ο Hitler ανέβηκε στην εξουσία. Με τους νόµους της Νυρεµβέργης όλοι οι Εβραϊκής καταγωγής φυσικοί έχαναν τη θέση τους. Ο Schrödinger ως καθολικός, θα µπορούσε να κρατήσει την έδρα του, όµως προτίµησε να φύγει από την Γερµανία, δηλώνοντας έτσι

την αποστροφή του για το Ναζισµό. Ήταν άνθρωπος µε πολύ πλατιά ενδιαφέροντα, από τη φυσική στη φιλοσοφία, την ιστορία και την πολιτική. Ήταν επίσης γνωστός για τις πολυάριθµες ερωτικές ιστορίες του. Η θέση του Schrödinger ήταν πάντα ότι η φύση είναι κατανοήσιµη, πράγµα που υπονοούσε τη δυνατότητα δηµιουργίας εικόνων από την πραγµατικότητα. Ο Max Born (Μπορν) γεννήθηκε στο Breslau της Γερµανίας το 1882. Το 1906 πήρε το διδακτορικό του κάτω από την επίβλεψη του Hilbert. To 1921 πήρε την έδρα θεωρητικής φυσικής στο Γκέτινγκεν. Με τον Born ως θεωρητικό και τον James Franck ως πειραµατικό, το Γκέτινγκεν ακτινοβόλησε και έγινε ένα από τα πιο γνωστά παγκόσµια κέντρα έρευνας. Το 1933 τον απέλυσαν οι Ναζί και αναγκάστηκε ν αφήσει τη Γερµανία. Μαζί µε τους Bohr και Heisenberg, είναι από τους ιδρυτές της φιλοσοφικής βάσης της κβαντοµηχανικής. Η κύρια συνεισφορά του ήταν η πιθανοκρατική ερµηνεία της κυµατοµηχανικής του Schrödinger, µια ερµηνεία που ανέδειξε την πιθανότητα σαν πρωταρχική έννοια, κάνοντας απροσδιόριστη τη συµπεριφορά ενός φυσικού µεµονωµένου συστήµατος, δίνοντας έτσι µια µη αιτιοκρατική περιγραφή του. Η αντίληψη του Born σχετικά µε την ανθρώπινη δυνατότητα κατανόησης του φυσικού κόσµου είναι αρκετά απαισιόδοξη: «Φτάσαµε στο τέρµα του ταξιδιού µας προς τα βάθη της ύλης. Ψάξαµε για στέρεο έδαφος και δεν βρήκαµε. Όσο βαθύτερα διεισδύουµε, τόσο ο κόσµος γίνεται πιο φευγαλέος, άπιαστος και οµιχλώδης». Η νεότερη γενιά των δηµιουργών της κβαντικής θεωρίας αποτελείται από τους de Broglie, Pauli, Heisenberg, Jordan και Dirac. Επιστηµολογικά, εκτός από τον de Broglie, οι απόψεις τους κυµαίνονται από την έλλειψη φιλοσοφικού ενδιαφέροντος για την φυσική πραγµατικότητα, έως την ισχυρή τάση ν αποτινάξουν τις έννοιες της αιτιοκρατίας και της πραγµατικότητας. Ο πρίγκιπας Louis de Broglie γεννήθηκε στη Διέππη το 1892. Στα σπουδαστικά του χρόνια επηρεάστηκε πολύ από το έργο του Poincare στη µαθηµατική φυσική, του Planck, του Lorentz και του Lanjevin. Από το 1914 ως το 1919 εκπλήρωσε τη

στρατιωτική του θητεία στο κέντρο ραδιοτηλεγραφίας στον Πύργο του Άϊφελ. Έτσι έµαθε τη θεωρία των ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων σε στενή επαφή µε την πράξη και την τεχνολογία. Αυτό εµπόδισε τη µονοµέρεια της αφηρηµένης θεωρητικής και µαθηµατικής σκέψης. Το 1923 αναπτύσσει στη διδακτορική διατριβή του την ιδέα ότι οποιοδήποτε σωµάτιο ορµής p είναι συνδεδεµένο µ ένα µήκος κύµατος h λ = όπου h η σταθερά του p Planck. Η υπόθεση αυτή επαληθεύτηκε το 1927, όταν οι Davisson και Germer διαπίστωσαν ότι µία δέσµη ηλεκτρονίων που κινούνται µε µεγάλη ταχύτητα, περιθλάται µε τρόπο ανάλογο µε αυτόν που περιθλάται µία δέσµη ηλεκτροµαγνητικής ακτινοβολίας. Τα σώµατα του µακρόκοσµου συνδέονται µε µήκη κύµατος τόσο µικρά που είναι δύσκολο ν ανιχνευτούν. Η κυµατική φύση της ύλης έχει ουσιαστικά εφαρµογή µόνο για σώµατα ατοµικής και υποατοµικής κλίµακας. Όπως ο ίδιος υπογραµµίζει: «Η αρχική µου αφετηρία, ήταν ουσιαστικά η εφαρµογή της ιδέας του Einstein για τα φωτόνια». Ο de Broglie ήταν αντίθετος στον τελικό φορµαλισµό της κβαντικής µηχανικής, ιδιαίτερα στην αρχή της συµπληρωµατικότητας και υποστήριζε την αντικειµενική πραγµατικότητα, το κατανοήσιµο και την αιτιοκρατία. Στη συνέχεια θα αναφερθούµε διεξοδικότερα στους βασικούς θεµελιωτές της κβαντικής µηχανικής, τον Niels Bohr και τον Werner Heisenberg. Ο Bohr γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη το 1885, όπου και πέρασε τα νεανικά του χρόνια. Το 1911 πήρε το διδακτορικό του και στη συνέχεια πήγε στο Cambridge µε υποτροφία του ιδρύµατος Carlsberg όπου δίδασκε ο Thomson. To 1912 πήγε στο Manchester όπου ήταν ο Rutherford και άρχισε να εργάζεται στο πείραµα σκέδασης σωµατίων άλφα. Το 1914 επισκέφθηκε τα γερµανικά πανεπιστήµια του Γκέτινγκεν και του Μονάχου, συναντώντας διάσηµους φυσικούς όπως οι Debye, Born, Wien, Sommerfeld. Το 1920 ταξίδεψε στο Βερολίνο και συναντήθηκε µε τους Einstein, Planck, Franck. Το 1921 έγιναν τα εγκαίνια του Ινστιτούτου Θεωρητικής Φυσικής της Κοπεγχάγης, στο οποίο ο Bohr διορίστηκε αµέσως διευθυντής. Ο ορισµός του Bohr για τη φυσική ήταν πολύ διαφορετικός απ ότι του Einstein: «Είναι λάθος να νοµίζουµε ότι σκοπός της φυσικής είναι ν ανακαλύψει πώς είναι η φύση.

Η φυσική αφορά αυτό που εµείς µπορούµε να πούµε για τη φύση». «Η λέξη πραγµατικότητα δεν είναι παρά µία λέξη, που πρέπει να µάθουµε να χρησιµοποιούµε σωστά». Ο Bohr θεωρείται δίκαια ως ο πατέρας της κβαντικής µηχανικής. Η αρχή της συµπληρωµατικότητας χρησίµευσε σαν λογικό θεµέλιο των διαφόρων θεωρητικών εργασιών που παρουσιάστηκαν ανάµεσα στα 1924 και 1927. Με την αρχή αυτή, ο Bohr επεξεργάστηκε το νέο ρόλο του παρατηρητή, που από τον χαρακτήρα της κβαντικής θεωρίας επηρεάζει το αποτέλεσµα των µετρήσεων, σε αντίθεση µε την κλασική φυσική όπου η πράξη της παρατήρησης δεν επηρεάζει τις µετρήσιµες ποσότητες. Η αρχή της συµπληρωµατικότητας ουσιαστικά εκφράζει το αδύνατο της επίλυσης των αντιφάσεων της ατοµικής φυσικής, όπως η αντίφαση σωµάτιο-κύµα: «Παρατηρήσεις που γίνονται κάτω από διαφορετικές πειραµατικές συνθήκες δεν µπορούν να ερµηνευθούν στο πλαίσιο µιας και µοναδικής εικόνας, αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως συµπληρωµατικές, µε την έννοια ότι µόνο το σύνολο των φαινοµένων µπορεί να εξαντλήσει τις δυνατές πληροφορίες για τα φυσικά αντικείµενα». Αλλά και στο πρόβληµα της αιτιοκρατίας η στάση του Bohr ήταν αρνητική: «το πόσο ριζική αλλαγή στον τρόπο περιγραφής της φύσης έχει φέρει η εξέλιξη της ατοµικής φυσικής, φαίνεται ανάγλυφη από το γεγονός ότι η αρχή της αιτιοκρατίας έχει αποδειχθεί πολύ στενό πλαίσιο για να περιλάβει τις παράξενες κανονικότητες που κυβερνούν τα µεµονωµένα ατοµικά φαινόµενα». Ο Werner Heisenberg γεννήθηκε στη Γερµανία το 1901. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής στο πανεπιστήµιο του Μονάχου. Έκανε το διδακτορικό του το 1923 κοντά στο Sommerfeld και την επόµενη χρονιά έγινε βοηθός του Born στο Γκέτινγκεν. Αµέσως µετά δούλεψε στην Κοπεγχάγη κοντά στους Bohr και Kramers. Η επιστηµολογική στάση του Heisenberg χαρακτηρίζεται από την απόρριψη της φυσικής πραγµατικότητας, του κατανοήσιµου και της αιτιότητας: «Στη µοντέρνα φυσική δεν είναι το υλικό αντικείµενο που έχει προτεραιότητα αλλά η µορφή, η µαθηµατική συµµετρία». Για την αιτιοκρατία πίστευε: «Η αλυσίδα αιτίας-αποτελέσµατος θα µπορούσε να επαληθευτεί ποσοτικά µόνο στην περίπτωση που ολόκληρο το σύµπαν θεωρείτο σαν ένα σύστηµα-όµως τότε θα είχε εξαφανιστεί η φυσική αφήνοντας µονάχα στη θέση της

ένα µαθηµατικό σχήµα. Η διαίρεση του κόσµου σε συστήµατα παρατηρητή και παρατηρούµενου εµποδίζει µια σαφή διατύπωση του νόµου αιτίας ή αποτελέσµατος». Ο Heisenberg δεν δεχόταν χωρίς επιφυλάξεις την αρχή συµπληρωµατικότητας του Bohr. Οι αντιρρήσεις του πάντως είχαν τελείως διαφορετική αφετηρία απ ότι στους Einstein, Schrödinger και de Broglie. Ενώ οι τελευταίοι αντιτάχθηκαν στη συµπληρωµατικότητα επειδή δεν ήθελαν να δεχτούν τέτοιους αξεπέραστους περιορισµούς στην κατανόηση µας για τη φύση, ο Heisenberg πίστευε ότι η θεωρητική φυσική ήταν µια ανθρώπινη δηµιουργία της οποίας µοναδικός σκοπός ήταν να προβλέπει πειραµατικά αποτελέσµατα. Το 1927 ο Heisenberg διατυπώνει την αρχή της αβεβαιότητας. Η κλασική φυσική δέχεται ότι είναι δυνατό να µετρηθεί η θέση και η ορµή ενός σωµατιδίου µε όση ακρίβεια θέλουµε. Οι πιθανές αποκλίσεις, είναι αποτέλεσµα των οργάνων µέτρησης. Ο Heisenberg, καταλήγει στο συµπέρασµα ότι, λόγω της κβαντικής συµπεριφοράς των σωµατιδίων που αποτελούν το µικρόκοσµο, υπάρχει µια εγγενής ασάφεια, µια εγγενής απροσδιοριστία όταν πρόκειται να µετρηθεί ταυτόχρονα η θέση και η ορµή ενός σωµατιδίου, η οποία εκφράζεται από τη σχέση: p x h 2π όπου p, x το εύρος αβεβαιότητας στον προσδιορισµό της ορµής και της θέσης. O Heisenberg συνειδητοποίησε ότι ενώ δεν υπάρχουν όρια στην ακρίβεια µέτρησης της ορµής ή της θέσης, υπάρχει όριο στην ακρίβεια µε την οποία η ορµή και η θέση µπορούν να προσδιοριστούν συγχρόνως. Η αδυναµία να προσδιορίσουµε επακριβώς, ταυτόχρονα την ορµή και τη θέση ενός σωµατιδίου, δεν οφείλεται σε πειραµατικές ατέλειες. Είναι σύµφυτη µε την ίδια την κβαντική δοµή της ύλης. Η «νοµιµοποίηση» της κβαντικής θεωρίας πραγµατοποιήθηκε στο 5 ο συνέδριο Solvay, στο Κόµο της Ιταλίας το 1927. Ο Bohr κατάφερε τελικά να οικοδοµήσει την απαραίτητη συναίνεση µεταξύ των µελών της κοινότητας των φυσικών για την ερµηνεία της κβαντοµηχανικής. Μετά από έντονη διαµάχη µεταξύ Bohr και Einstein υιοθετήθηκε

η «ερµηνεία της Κοπεγχάγης» : η φύση είναι εγγενώς πιθανοκρατική και η ίδια η πράξη της παρατήρησης, επηρεάζει τελικά, αυτά που παρατηρούνται. Ο Einstein, ο µεγαλύτερος ίσως φυσικός της σύγχρονης φυσικής, θα φύγει «ηττηµένος» από το συνέδριο του Κόµο. Το 1932 ο von Neumann (φον Νόϋµαν) θα προσθέσει στο φορµαλισµό της κβαντικής φυσικής τη µαθηµατική αυστηρότητα που έλλειπε από τις εργασίες των πρωτεργατών της θεωρίας αυτής, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο της πολυτάραχης αυτής περιόδου. Το θεώρηµα von Neumann αποδείκνυε ότι δεν ήταν δυνατό να κατασκευαστεί κάποια θεωρία µε «κρυµµένες µεταβλητές» που θα εξηγούσε ρεαλιστικά και αιτιοκρατικά τα κβαντικά φαινόµενα. Πολλά από τα παραπάνω αποτελούν αποσπάσµατα από το βιβλίο: «Η διαµάχη για την κβαντική θεωρία» του Franco Selleri, καθηγητή θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήµιο του Bari, σε µετάφραση του Νίκου Ταµπάκη, εκδόσεις Gutenberg, 1986. Πολλές πληροφορίες επίσης πάρθηκαν από το εισαγωγικό ένθετο των Κ. Γαβρόγλου, Δ. Διαλετή ( καθηγητών στο τµήµα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήµης του Πανεπιστηµίου Αθήνας ) στο πρόγραµµα της εξαιρετικής θεατρικής παράστασης «Κοπεγχάγη», που ανέβηκε το 2002 στο θέατρο «Τζένη Καρέζη». Παπασγουρίδης Θοδωρής papasgou@gmail.com