ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: ΘΕΜΑ: ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ (ΑΡΘΡΟ 88ΚΠΟλΔ) Η νομική φύση και η λειτουργία του στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΓΚΙΟΚΑ ΖΩΗ Θεσσαλονίκη 2006
2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ (Α) Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟ ΘΕΣΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗΣ 1) Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης σελ.4 2)Ορισμός προσεπίκλησης- Σύντομη Ιστορική Αναδρομή σελ.8 Β) Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ σελ.11 Γ) ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ σελ.23 I. Ύπαρξη εκκρεμοδικίας σελ.26 II. Νομιμοποίηση III. Ύπαρξη Εννόμου Συμφέροντος IV. Αρμοδιότητα Διαδικασία σελ.30 σελ.35 σελ.35
3 Δ) ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ σελ.39 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ (Β) Α) Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ 1) Εισαγωγή (έννοια-νομοθετική ρύθμιση- περιεχομενο) σελ.42 Β) Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΖΗΜΙΩΘΕΝΤΑ ΤΡΙΤΟ I. Ευθεία αξίωση του τρίτου-νομική της φύση σελ.49 II. Πλαγιαστική αγωγή III. Ενοχή εις ολόκληρον IV. Επικουρικό Κεφάλαιο σελ.53 σελ.58 σελ.62 V. Περισσότεροι ζημιωθέντες σελ.65 VI. Ζητήματα παραγραφής των αξιώσεων κατά του ασφαλιστή ΕΠΙΛΟΓΟΣ σελ.67 σελ.75
4 ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ(ΑΡΘΡΟ88ΚΠΟλΔ) Η νομική φύση και η λειτουργία του στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ(Ά) Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟ ΘΕΣΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗΣ 1. Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της Στην σύγχρονη κοινωνία η εμφάνιση των διαφορών ιδιωτικού δικαίου είναι περίπλοκη διότι η οικονομική ανάπτυξη και οι κοινωνικές δομές είναι εξαιρετικά σύνθετες. Κατά συνέπεια, η προσβολή ενός ιδιωτικού δικαιώματος γεννά ικανό αριθμό παρεπόμενων αξιώσεων οι οποίες συμπλέκονται με το βασικό δικαίωμα που προσβάλλεται. Εξάλλου, η αστική δίκη διεξάγεται κατά βάση μεταξύ δύο προσώπων τα οποία βρίσκονται σε θέση αντιδικίας, στο πλαίσιο της οποίας οι διάδικοι έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, συνεπώς η δίκη παρουσιάζει μια ενότητα, αποτελεί με άλλα λόγια μια έννομη σχέση η οποία κατά κανόνα είναι τριγωνική ενόψει του ότι συνδέει το Δικαστήριο με τους διαδίκους. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, το διατακτικό της απόφασης που θα εκδοθεί πλήττει έννομες καταστάσεις τρίτων. Για το λόγο αυτό, οι τελευταίοι πρέπει να δικαιούνται να επηρεάσουν τη δικαστική κρίση με το να έχουν την δικονομική δυνατότητα να παρέμβουν (κυρίως ή προσθέτως) στην εκκρεμή δίκη και να εκθέσουν στο δικαστήριο τις θέσεις και τις απόψεις τους επί του αντικειμένου αυτής. Η επέμβαση αυτή είναι οικειοθελώς μη εξαναγκαστική. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου η ανάγκη συμμετοχής τρίτων στη δίκη εκπορεύεται και από τα έννομα συμφέροντα διαδίκου. Ο τελευταίος στις περιπτώσεις αυτές έχει έννομο συμφέρον να δεσμεύσει τον τρίτο από τ αποτέλεσμα της απόφασης που θα εκδοθεί στην εκκρεμή δίκη. Ακολούθως, θα πρέπει να έχει την έννομη δυνατότητα να εξαναγκάσει τον τρίτο να
5 προσέλθει στην δίκη ασκώντας παρέμβαση, άλλως ο τρίτος θα καταλαμβάνεται από τις επιβαρυντικές συνέπειες μίας δίκης στην οποία δεν έχει ακουστεί. Το ένδικο βοήθημα το οποίο παρέχεται στο διάδικο να καλέσει στην δική τρίτο, με δραστικές έννομες συνέπειες για τον τελευταίο είναι η προσεπίκληση (άρθρα86-90κπολδ). Με την άσκηση λοιπόν, της αγωγής εκδηλώνεται μια σειρά αλληλένδετων διαδικαστικών πράξεων 1 όπως η παρέμβαση, (άρθρα79επ.κπολδ) η προσεπίκληση (άρθρα86επ.), η ανακοίνωση (άρθρα91κπολδ), οι ο οποίες τείνουν στην επίτευξη του σκοπού της δικής, δηλαδή στην ενιαία κατά το δυνατόν διευθέτηση της εκάστοτε ιδιωτικής διαφοράς με την έκδοση μίας δικαστικής αποφάσεως, η οποία δίδει αυθεντική απάντηση στο εκκρεμές αίτημα δικαστικής προστασίας του κάθε πολίτη. Μάλιστα η βασική αρχή της οικονομίας της δίκης, η επιδίωξη δηλαδή της μειώσεως του αριθμού των δικών και των εξόδων ή της επιταχύνσεως μιας ενδεχόμενης δεύτερης δίκης αλλά κυρίως, η θεμελιώδης ανάγκη ν αποφεύγονται οι αντιφατικές αποφάσεις, συνηγορεί δικαιοπολιτικά υπέρ της δυνατότητας του διαδίκου να προσεπικαλεί τον τρίτο, με αποτέλεσμα να μπορεί ο τελευταίος να προβάλει και τις δικές του αξιώσεις επί του επίδικου αντικειμένου, ώστε να επιλυθεί στο πλαίσιο μίας μόνο δίκης η αμφισβήτηση που τυχόν θα προκύψει σχετικά με την ορθότητα της δικαστικής αποφάσεως, από την οποία ο τρίτος δεσμεύεται και υφίσταται ορισμένα επιβλαβή αποτελέσματα της 2. Η προσεπίκληση θεσπίζεται περιοριστικά και ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 86, 87, 88ΚΠολΔ και, προβλέπεται η δυνατότητα προσεπίκλησης: 1) των αναγκαίων ομοδίκων 3 2)του αληθούς κυρίου ή νομέα 4 και των δικονομικών εγγυητών. 1 Βλπ παρακάτω αναλυτική παρουσίαση των διαδικαστικών πράξεων 2 Φαλτσή,Η πολιτική δίκη σε κίνηση,τ.ιιά 268 σε 121 3 Με την προσεπίκληση των αναγκαίων ομοδίκων εξαναγκάζονται να συμμετάσχουν στην δίκη οι αναγκαίοι ομόδικοι των διαδίκων, οι οποίοι δεν συνέπραξαν εξαρχής ω συνενάγοντες ή συνεναγόμενοι προκειμένου να διευκολυνθεί η πραγμάτωση των σκοπών της αναγκαστικής ομοδικίας, δηλαδή ομοιόμορφη και όσο το δυνατόν ταυτόχρονη έννομη προστασία υπέρ ή κατά των αναγκαίων ομοδίκων. βλπ Μπέη ΕρμΚΠολΔ Άρθρο86ΙΙ,σελ459
6 Θέμα αυτής της εισηγήσεως αποτελεί ο θεσμός του δικονομικού εγγυητή όπως αποτυπώνεται θεωρητικά και διαμορφώνεται νομολογιακά ειδικότερα στο χώρο των αυτοκινητικών διαφορών. Ο προσεπικαλέσας, με την προσεπίκληση υποβάλει ενώπιον του δικαστηρίου αίτηση για την παροχή δικαστικής προστασίας κατά του δικονομικού εγγυητή, αναφορικά με την αξίωση προς αποζημίωση, την οποία έχει σε περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη σε βάρος του τελευταίου. Στην ουσία με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στόχος είναι να διευκολυνθεί η υποκατάσταση του προσεπικαλούντος από τον προσεπικαλούμενο. Μάλιστα στο χώρο των αυτοκινητικών υποθέσεων, ζητούμενο είναι (και θέμα προς εξέταση αυτής της εργασίας) η υποκατάσταση της ασφαλιστικής εταιρίας που έχει ασφαλίσει την αστική ευθύνη του ζημιογόνου αυτοκινήτου για ζημιές προς τρίτους ως προσεπικαλουμένης, στην θέση του ασφαλισμένου της (προσεπικαλούντα), προκειμένου ο ασφαλιστής να αποζημιώσει τον τρίτο σε περίπτωση που διαπιστωθεί η υπαιτιότητα του τελευταίου. Ανοίγει δηλαδή με την προσεπίκληση μία δεύτερη δίκη εξαρτώμενη από τη κύρια με την οποία επιτυγχάνεται η επίλυση της μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικληθέντος διαφοράς, ταυτόχρονα και παράλληλα με την κύρια διαφορά. Το πέρας της κύριας δίκης συνεπάγεται και το πέρας της δίκης που άνοιξε με την προσεπίκληση, παρέχοντας έτσι την δυνατότητα στο Δικαστήριο να προβεί σε μία σύγχρονη και ταυτόχρονη συνθετική κρίση των δύο διαφορών, με αποτέλεσμα να αποφύγει την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων. Επιπροσθέτως, η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή επιφυλάσσει και άλλο ένα σημαντικό όφελος για τον προσεπικαλέσαντα,ήτοι «εξαναγκάζει» τον προσεπικληθέντα να συμμετάσχει στη δίκη παρέχοντας, με την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης διαδικαστική βοήθεια στον προσεπικαλέσαντα, προκειμένου να μην απέλθει απώλεια της δίκης. Έτσι ενισχύεται σημαντικά η θέση του υπερού στην κύρια δίκη 5. Μάλιστα η σημασία της τελευταίας παρατήρησης είναι μεγάλη διότι κατά κανόνα ο δικονομικός εγγυητής 4 Με την προσεπίκληση του αληθούς κύριου ή νομέα σκοπείται να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της δίκης μεταξύ εκείνων, οι οποίοι είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης. βλπ. Μπέη ΕρμΚΠολΔ Άρθρο87ΙΙ,σελ460 5 Ν. Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή (1999), σελ.120
7 βρίσκεται σε πιο ισχυρή θέση από τον υπερού η εγγυητική ευθύνη, όπως για παράδειγμα οι ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες υπέχουν θέση δικονομικού εγγυητή απέναντι στον ασφαλισμένο καθώς διαθέτουν, περισσότερα οικονομικά μέσα και καλύτερα οργανωμένη νομική προστασία. Όμως η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση και των συμφερόντων του προσεπικληθέντος, διότι του παρέχει την δυνατότητα επηρεασμού της έκβασης της κύριας δίκης. Δεδομένου ότι η υποχρέωση προς αποζημίωση που βαραίνει τον προσεπικληθέντα δικονομικό εγγυητή, εξαρτάται από μια ενδεχόμενη ήττα του προσεπικαλέσαντος στην κύρια δίκη και ενεργοποιείται μόνο με αυτήν, μπορεί ο τελευταίος να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του υπέρ του πρωτού στην κύρια δίκη και να τον βοηθήσει διαδικαστικά, προκειμένου να νικήσει σε αυτήν, ώστε να μην επέλθει τελικά ενεργοποίηση της εγγυητικής του ευθύνης. Συμπερασματικά, με την θέσπιση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, παρέχεται η δυνατότητα στον προσεπικαλέσαντα να φέρει ενώπιον του δικαστηρίου προς επίλυση, στο πλαίσιο της ήδη υφιστάμενης όταν ασκείται η προσεπίκληση δίκης και, την διαφορά του με τον δικονομικό του εγγυητή 6. Επιτυγχάνεται έτσι εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης, αφού δεν απαιτείται να περιμένει ο προσεπίκαλέσας την έκδοση απόφασης επί της κύριας δίκης, και έπειτα να στραφεί κατά του τρίτου δικονομικού εγγυητή, προκειμένου να ικανοποιήσει την αξίωση που έναντι αυτού, λόγω της ήττας του στην κύρια δίκη. Συνεπώς, ο θεσμός της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή αποτρέπει μια ενδεχόμενη μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των αρχικών διαδίκων και του προσεπικαλουμένου, αφού με την άσκησή της στην ουσία εκκαθαρίζονται όλα τα ζητήματα που αφορούν την ίδια έννομη σχέση στο πλαίσιο μίας και μόνο διαδικασίας, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται πιθανές αντιφατικές αποφάσεις με απώτερο στόχο την ταχύτερη και ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης. 6 Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο σελ268
8 2. Ορισμός της προσεπίκλησης- Σύντομη Ιστορική Αναδρομή Παρά το γεγονός ότι ο θεσμός της προσεπικλήσεως ρυθμίζεται στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα86-89), ωστόσο στις ανωτέρω διατάξεις δεν γίνεται καμία αναφορά στον ορισμό της προσεπικλήσεως, γι αυτό οι συγγραφείς δίνουν τον ορισμό αυτής ως εξής: είναι η από μέρους του διαδίκου πρόσκληση τρίτου, προκειμένου να προσέλθει και να συμμετάσχει σε εκκρεμή δίκη. 7 Στην περίπτωση του δικονομικού εγγυητή η οποία από πρακτική άποψη είναι η σπουδαιότερη από τις τρεις περιπτώσεις προσεπικλήσεως,υπάρχει ο υπόχρεος προς αποζημίωση τρίτος, ο οποίος σε περίπτωση απώλειας της εκκρεμούς δίκης θα υποχρεωθεί να αποζημιώσει τον υπόχρεο προς αποζημίωση διάδικο, βάση ειδικής έννομης σχέσεως λχ. της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ο τελευταίος τον καλεί με την άσκηση της προσεπικλήσεως να προσέλθει και να συμμετάσχει στην εκκρεμή δίκη και όχι ο αντίδικός (του υπόχρεου προς αποζημίωση κύριου διαδίκου), ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Ο όρος «εγγυητής» προβλεπόταν υπό το άρθρο της παλαιάς Πολιτικής Δικονομίας ενώ ο ΚΠολΔ μιλάει για υποχρέωση προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας. Πάντως ο όρος εγγυητής δεν είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο του Αστικού Δικαίου όρο, αλλά δηλώνει την ευθύνη κάποιου ο οποίος καλείται εγγυητής να ανορθώσει την ζημιά την οποία υπέστη ο διάδικος που ηττήθηκε στην δίκη. 8 Η προσεπίκληση ως θεσμός έλκει την καταγωγή της από το Ρωμαϊκό δίκαιο το οποίο γνώριζε την προσεπίκληση του αληθούς κυρίου και νομέας. 9 Η 7 Κ. Γεωργίου, «Προσεπίκληση. Η νομική φύση και η λειτουργία της στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων» ΕλλΔνη37 975. Πανταζόπουλος «Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ»,(1995), Εισαγωγή. Ο Κούρτης ορίζει την προσεπίκληση ως δικαστική πράξη με την οποία κάποιος από τους διαδίκους ή και το ίδιο το δικαστήριο (Άρθρο90ΚΠολΔ) γνωστοποιεί σε τρίτο εκκρεμή δίκη με πρόσκληση να συμμετάσχει σε αυτήν βλπ. Αρμ.1973 σελ502. 8 Γ.Κούρτης, «Η προσεπίκλησις και η ανακοίνωσις της δίκης κατά ΚΠολΔ» Αρμ1973 σελ.502 9 Ειδικότερα, κατά την διάταξη του Μ.Κωνσταντίνου [Ν.2 Κ (3.19)],εκείνος που εναγόταν δια διεκδικητικής αγωγής κατείχε όμως το διεκδικούμενο πράγμα εξ ονόματος άλλου, όφειλε να ονομάσει εκείνον, για τον οποίο κατείχε, εξ ου και η πράξη αυτή ονομαζόταν nomination ή laudation auctoris. Τότε ο εναγόμενος απαλλασσόταν του δικαστικού αγώνος, ο δε δικαστής προσκαλούσε τον ονομασθέντα κάτοχο να αναλάβει την δίκη μέσα σε ορισμένη προθεσμία.
9 Πολ.Δ. του 1834 10 καθόριζε καταρχήν τις εξής υποθέσεις αναγκαστικής συμμετοχής του τρίτου στην δίκη με προσεπίκληση α) Οι υπόχρεοι προς νομιμοποίηση του ΠολΔ69 11. β) Οι αναγκαίοι ομόδικοι (ΠολΔ 71,72,232 Αριθμ.1 Κρητ.Πολ 64,65,.231 αριθμ.1), όταν δηλαδή από την σύμπραξη όλων των διαδίκων εξαρτάται η διεξαγωγή της δίκης ή η εκτέλεση της απόφασης. γ) ο αληθής διακάτοχος(νομέα nominatio auctoris, ΠολΔ69. Κρητ.ΠολΔ229). 12 δ) Οι έχοντες δικαίωμα τριτανακοπής κατά της απόφασης που θα εκδοθεί (ΠολΔ 232 εδαφ.2 ΚρητΠολΔ 231εδαφ.2). Λόγου χάρη ο ενάγων ή ο εναγόμενος διεκδικητικής αγωγής είχαν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στην δίκη τρίτον, ο οποίος ισχυριζόταν ότι αυτός ήταν ο κύριος του επιδίκου. 13 και Αν αυτή παρερχόταν άπρακτη ο Δικαστής προσκαλούσε τον ονομασθέντα και πάλι. Αν και πάλι δεν εμφανιζόταν, τότε ο Δικαστής επιδίκαζε την νομή στον ενάγοντα, στον δε ονομασθέντα κάτοχο απένειμε το δικαίωμα να διεκδικήσει το πράγμα με την vei vindication. Ώστε κατά το Ρωμαϊκό δίκαιο αυτός που κατείχε το πράγμα για λογαριασμό τρίτου, όφειλε απλώς να ονομάσει όχι όμως και να προσεπικαλέσει, τον τρίτο και αυτομάτως απαλλασσόταν. βλπ Κ.Γεωργίου οπ. 10 Κ.Γεωργίου οπ., ΕλΔνη37 983, Στ.Πανταζόπουλος Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ, Σελ70 11 Η διάταξη ελήφθη από την 67 του Βαυαρικού σχεδίου. Όταν υπήρχε αμφισβήτηση της νομιμοποίησης του διαδίκου, δηλ. αμφισβήτηση του πραγματικού γεγονότος, το οποίο θεμελίωνε το σύνδεσμο του προσώπου με την επίδικη έννομη σχέση, από το οποίο επήγαζε η εξουσία προς το δικάζεσθαι, είχε ο διάδικος το δικαίωμα να προσεπικαλέσει τον υπόχρεο προς νομιμοποίηση. Ο Εισηγητής Σακκέτας επί του Σχεδίου Πολιτικής Δικονομίας διατύπωσε την γνώμη ότι δεν ήταν απαραίτητο να περιληφθεί στους λόγους της προσεπίκλησης η πρόσκληση εκείνου από τον οποίο μετέβη στον ενάγοντα το δικαίωμα, αναπτύσσοντας και την σχετική επιχειρηματολογία βλπ. του ιδίου Διάγραμμα Εισηγητή επί του Σχεδίου Πολιτικής Δικονομίας. Κατόπιν τούτων η Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης δέχθηκε την εισήγηση του Σακκέτα και δεν περιέληφθη έκτοτε στο Προσχέδιο και στο Σχέδιο διάταξη περί προσεπικλήσεως των υποχρέων προς νομιμοποίηση. 12 Η προσεπίκληση αυτή μπορούσε να γίνει από μέρους εκείνου, ο οποίος εναγόμενος με εμπράγματη (διεκδικητική, πουβλικιανή κτλ.), αγωγή νέμεται ή κατέχει το επίδικο πράγμα, ως αντιπρόσωπος άλλου, ως προστατευμένος κάτοχος (χρησάμενος, μισθωτής κτλ.).ο εναγόμενος έχει δικαίωμα να προσεπικαλέσει τον αληθή νομέα, δηλ. εκείνον για λογαριασμό του οποίου νέμεται ή κατέχει (χρήστη, εκμισθωτή,κτλ.). 13 Τελικά η δυνατότητα προσεπίκλησης των εχόντων δικαίωμα τριτανακοπής κρίθηκε με ειδική απόφαση της Συντακτικής επιτροπής ότι είναι αποτέλεσμα της ανακοίνωσης και όχι της προσεπίκλησης( σύμφωνα με την εισήγηση του Σακκέτα) και γι αυτό δεν συμπεριλήφθηκε στα
10 ε) Οι δικονομικοί εγγυητές (Πολ 232 εδαφ.1 Κρητ.Πολ231εδαφ1) δηλ. οι υπόχρεοι προς αποζημίωση, έναντι συγκεκριμένου διαδίκου, σε περίπτωση ήττας του στην δίκη. Στην ουσία είναι τα πρόσωπα που μπορούσαν κατόπιν προσκλήσεως τους με την προσεπίκληση να παρέμβουν πρόσθετα στην δίκη και σε αντίθετη περίπτωση να στερηθούν της τριτανακοπής. Η δε προσεπίκληση επιτρέπει επίσης στον προσεπικαλούντα να ενώσει σε αυτήν αγωγή αποζημίωσης κατά του τρίτου. 14 Όμως η ίδια σώρευση προβλεπόταν και στα αντίστοιχα άρθρα της ανακοινώσεως (Άρθρα 604επ.) με αποτέλεσμα να καταλήγουμε σε πλήρη αντιστοιχία των υποθέσεων μεταξύ της εκούσια και της αναγκαστικής συμμετοχής τρίτων προσώπων σε μια δίκη. Όμως με βάση τις αλλοδαπές νομοθεσίες και την έννοια της ανακοινώσεως της δίκης ο Σακκέτας ως εισηγητής της συντακτικής επιτροπής του ΚΠολΔ υποστήριξε ότι θα ήταν προτιμότερο να μην αναμειγνύεται η ανακοίνωση της δίκης με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, η οποία δεν αποκλείεται βέβαια ως αφορμή της ανακοίνωσης δεν είναι όμως η συνισταμένη αυτής, γι αυτό και εισηγήθηκε την αυτοτελή ρύθμισή της. Η Επιτροπή τότε συμφώνησε με τις σκέψεις του Εισηγητή και όρισε την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή με αυτοτελή διάταξη, η οποία στην συνέχεια υπέστη αρκετές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, μέχρι να πάρει την σημερινή της μορφή και λειτουργία. νομοθετικά κείμενα βλπ. Πρακτικά επί του Προσχεδίου, Συνεδρίαση 21-10-1937 και έκδοση Εθν. Τυπογραφείου 1940. 14 Ομοίως η ανωτέρω σώρευση ρυθμιζόταν και στα άρθρα 604επ. περί ανακοίνωσης της δίκης (με την μορφή της απλής γνωστοποίησης) σε συνδυασμός με την αγωγή αποζημίωσης με αποτέλεσμα την πλήρη εξομοίωση της δικονομικής θέσης του προσεπικαλουμένου με τον προς ον η ανακοίνωση. Έτσι ο διάδικος είχε αρχικά το δικαίωμα επιλογής μεταξύ της ανακοίνωσης και της προσεπικλήσεως. Βλπ. αναλυτικότερα την ανάπτυξη του προβληματισμού, τις ιστορικές του καταβολές και τις σχετικές επιρροές της Γαλλικής και Γερμανικής θεωρίας και νομολογίας, όπως επηρέασαν μέχρι να διαμορφωθούν εννοιολογικά και διαδικαστικά οι θεσμοί της προσεπικλήσεως και της ανακοινώσεως της δίκης. Βλπ στον Πανταζόπουλο οπ.σελ66 και Γ.Κούρτη, Η προσεπίκλησις και η ανακοίνωσις της δίκης κατά τον ΚΠολΔ Αρμ.1973 Σελ..502 η οποίος παρουσιάζει τους δύο θεσμούς βλπ και ΕιρΔραμ58/2005 όπου κάνει διάκριση των δύο θεσμών με τα σημερινά δεδομένα.
11 Β) Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ Καταρχήν, οι διαδικαστικές πράξεις μπορούν να προέρχονται είτε από τους διαδίκους είτε από το Δικαστήριο. Ως προς τις προϋποθέσεις και τις συνέπειές τους ρυθμίζονται από το δικονομικό δίκαιο. Ως κύριο γνώρισμά τους έχουν την άμεση ή έμμεση συμβολή 15 τους στην έννομη σχέση της δίκης, με λίγα λόγια με αυτές, οι διάδικοι ανοίγουν και προωθούν την δίκη 16. Όπως λέχθηκε ανωτέρω, η προσεπίκληση του τρίτου σε εκκρεμή δίκη προβλέπεται από το δικονομικό δίκαιο και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 86,87,88 του ΚΠολΔ, όπου προβλέπονται οι προϋποθέσεις άσκησης της. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 89 εδαφ.β ΚΠολΔ ορίζει ότι η άσκηση της προσεπίκλησης έχει τα αποτελέσματα από την άσκηση της αγωγής. Ειδικότερα, η άσκησή της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή έχει ως έννομη συνέπεια την αυτοδίκαιη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης, δηλαδή επέρχεται δραστική μεταβολή στο πλαίσιο της τελευταίας, αφού ο προσεπικαλούμενος δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης, με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης, είτε ασκήσει είτε δεν ασκήσει παρέμβαση 17. Επίσης, και σύμφωνα με άλλη εκδοχή 18 κατά την οποία για την δέσμευση του προσεπικαλουμένου, ως δικονομικού εγγυητή, απαιτείται αυτός να ασκήσει παρέμβαση, και πάλι η συμβολή της προσεπίκλησης στην έννομη σχέση της δίκης είναι έμμεση αλλά σημαντικότατη, αφού παρέχει στον τρίτο την έννομη δυνατότητα να διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης ασκώντας παρέμβαση. Κατά συνέπεια, με βάση όσα προηγήθηκαν περί 15 Στην άμεση δικονομική διαπλαστική ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων η ίδια η κρίσιμη πράξη προκαλεί την δικονομική διάπλαση. Στην έμμεση η διαδικαστική πράξη δεν επηρεάζει αμέσως την διαδικασία παρά μόνο απ την στιγμή που θα γίνει επίκλησή της στο Δικαστήριο. 16 Κ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο 126 σελ325 17 Βλπ. παρακάτω περί νομικής φύσεως της προσεπίκλησης, σελ.12 18 Βλπ. παρακάτω, περί νομικής φύσεως της προσεπίκλησης σελ.12-13
12 διαδικαστικών πράξεων και αφού η προσεπίκληση προκαλεί αυτοδικαίως τις συνέπειες που προβλέπει ο νόμος, η τελευταία είναι διαδικαστική πράξη. 19 Ειδικότερα, οι διαδικαστικές πράξεις διακρίνονται σε διαμορφωτικές και επιτευτικές. Α) Διαμορφωτικές 20 είναι οι διαδικαστικές πράξεις που οι άμεσες έννομες συνέπειες είναι η κύρια εκδήλωση της δικονομικής τους ενέργειας, δηλαδή χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι ότι αμέσως μόλις επιχειρηθούν προκαλούν αυτοδικαίως δικονομικές έννομες συνέπειες 21. Β) Επιτευτικές είναι οι διαδικαστικές πράξεις που η κύρια εκδήλωση της δικονομικής τους ενέργειας συνίσταται στην επίτευξη δικαστικής ενέργειας ως προς την βασιμότητα τους και στην έκδοση ευνοϊκής δικαστικής απόφασης. Εδώ, το χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι ότι τελολογικά δεν συνδέονται κυρίως με έννομες συνέπειες, παρά με πραγματικά επακόλουθα 22. Και γι αυτό, ο διάδικος που τις επιχειρεί δεν αποβλέπει τόσο στις έννομες συνέπειες τους, παρά στο πραγματικό επακόλουθο της συζήτησης τους από το Δικαστήριο και στην έκδοση ευνοϊκής απόφασης. Στην συνέχεια πολύς λόγος έχει γίνει για την νομική φύση της προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή και έχουν διατυπωθεί σχετικά ποικίλες απόψεις. Καταρχήν, υποστηρίζεται η άποψη 23 ότι με τη προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της κυρίας δικής αυτοδίκαια, ανεξάρτητα από την άσκηση παρέμβασης. Κατ 19 Κ. Γεωργίου, «Προσεπίκληση. Η νομική φύση και η λειτουργία της στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων»οπ.. 20 Κ. Γεωργίου, «Προσεπίκληση Δικονομικού Εγγυητή. Το δικαστήριο δε θα ασχοληθεί με την έρευνα της νομικής της βασιμότητας» ΕλλΔνη25 σελ.79. 21 Η άσκηση μίας διαμορφωτικής πράξης, ενώ λείπει κάποιά προϋπόθεση του κύρους της θα οδηγήσει σε ακαταλληλότητα της να προκαλέσει τις έννομες συνέπειές της, ήτοι σε ακυρότητα της. Κ. Γεωργίου οπ.σελ.80 και του ιδίου «Η νομική φύση των ασφαλιστικών μέτρων» ΕλλΔνη37 σελ.977, όπου αναπτύσσεται και σχετική επιχειρηματολογία για το δόκιμο της διάκρισης των διαδικαστικών πράξεων σε διαμορφωτικές και επιτευτικές. 22 Η ελαττωματικότητα της επιτευκτικης διαδικαστικής πράξης θα οδηγήσει σε ακαταλληλότητα της να προκαλέσει το σκοπούμενο πραγματικό επακόλουθο ήτοι σε απαράδεκτο της. Ν.Κουτσούκος «Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή» (1999) σελ129,υπος.9. 23 Μπέης Ερμηνεία ΚΠολΔ.άρθρο88 ΙΙΙ 1 σελ.461, Κ.Γεωργίου ΕλλΔνη 25 σελ 81, του ιδίου ΕλλΔνη37 σελ. 981, Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ(2001) άρθρα 88-89 13-14 σελ135 όπου εκέι παραπέμπει και σχετική νομολογία που ακολούθησε την εν λόγω άποψη.
13 επέκταση και σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 89 2ΚΠολΔ 24 ο δικονομικός εγγυητής καθίσταται κύριος διάδικος υπό την έννοια, ότι επεκτείνεται το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί μεταξύ των αρχικών διαδίκων και στον προσεπικληθέντα δικονομικό εγγυητή. Κατά συνέπεια, αφού η προσεπίκληση προκαλεί αυτοδικαίως τις συνέπειες που προβλέπει ο νόμος, είναι διαμορφωτική διαδικαστική πράξη. Επομένως, το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί καθόλου με αυτήν, δεδομένου ότι οι πράξείς αυτές ασκούνται έξω από την δίκη, αφού αρκεί απλά κατάθεσή της στην γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου και κοινοποίηση της στον προσεπικαλούμενο (άρθρο 89 1ΚΠολΔ) για να προκαλέσει τις έννομες συνέπειες της, χωρίς παρέμβαση του Δικαστηρίου 25. Αναλυτικότερα, η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στηρίζεται σε μια έννομη σχέση, εξαιτίας της οποίας ο προσεπικαλών έχει δικαίωμα αποζημίωσης απ τον προσεπικαλούμενο σε περίπτωση ήττας του στην εναντίον του δίκη. Δεδομένου μάλιστα ότι, τ αποτελέσματα επέρχονται αυτοδικαίως από τον νόμο, από την στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η άσκηση της εν λόγω προσεπίκλησης κατά τους όρους του 89ΚΠολΔ, η νομιμότητα ή όχι της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικαλούμενου δικονομικού εγγυητή είναι αδιάφορη σύμφωνα με την εκδοχή που αναλύουμε 26. Εξάλλου, εάν ο τελευταίος αμφισβητεί την νομιμότητα της εν λόγω προσεπικλήσεως μπορεί να ασκήσει αρνητική αναγνωριστική αγωγή, ζητώντας να αναγνωριστεί η ανυπαρξία της. Περαιτέρω, επιχειρήματα που ενισχύουν το χαρακτήρα της προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή ως 24 ΕφΠατρ319/1989 ΑρχΝ6 253, Στ.Πανταζόπουλος Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ.(1995) σελ.80, ο οποίος στην σελ 82 ασκεί κριτική στην εν λόγω άποψη, Κούρτης οπ. σελ.510, Μπέης ΚΠολΔ Άρθρο88ΙΙΙ2 σελ461, Γεωργίου ΕλλΔνη25, 79. 25 ΕφΑθ2378/1997 ΕΣυγκΔ1998, ΕφΘες729/1991 ΕλλΔνη34 1654, 563,ΕφΘες412/1990 ΕλλΔνη31 1324. 26 Αντίθετα στο πλαίσιο της παρακάτω απόψεως περί σύνθετης διαδικαστικής πράξεως η προσεπίκληση πρέπει να εκδικαστεί από το Δικαστήριο με την εκδοχή ότι περικλείει σιωπηρά αναγνωριστικό αίτημα της ύπαρξης της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικαλουμένου.
14 διαμορφωτικής διαδικαστικής πράξης, η οποία ως τέτοια, δεν έχει αίτημα 27, είναι τα εξής: Α) Η διάταξη του άρθρου 89ΚΠολΔ 1, η οποία θεσμοθετεί τον τρόπο άσκησης της περί ης ο λόγος προσεπικλήσεως, παραπέμπει στον τρόπο ασκήσεως της αγωγής, ωστόσο δεν παραπέμπει και στο άρθρο 226ΚΠολΔ που θεσμοθετεί τον τρόπο εισαγωγής της αγωγής για συζήτηση, 28 πράγμα που σημαίνει ότι η προσεπίκληση δεν εισάγεται για συζήτηση ώστε να δικαστεί από το Δικαστήριο, απλά καθορίζεται με την παραπάνω διάταξη πανηγυρικά ο τρόπος άσκησής της για την ασφάλεια των συναλλαγών. Β) Επίσης, η διάταξη του άρθρου 89 2ΚΠολΔ ορίζει πως η άσκηση της προσεπίκλησης δεν εξομοιώνεται με την αγωγή αλλά έχει τ αποτελέσματα 29 της άσκησης της αγωγής, με την έννοια ότι τα ανωτέρω αποτελέσματα είναι εκείνα της αρχικής αγωγής, που επεκτείνονται και στον προσεπικαλούμενο. Κατά συνέπεια, η προσεπίκληση είναι απλά το μέσον με το οποίο διευκολύνεται για τον προσεπικαλούντα η άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης εναντίον του προσεπικαλουμένου δικονομικού εγγυητή, η οποία διαφορετικά εάν ασκούταν αυτοτελώς, θα ήταν κατά την ΚΠολΔ283 1 απαράδεκτη 30. 27 ΕφΠειρ706/1992 ΕΝΔ1993 141, ΕφΑθ729/1991 ΕλλΔνη34 1654, ΕφΠατρ996/1989 ΑρχΝ6 556, ΕφΑθ8965/1986 ΕλλΔνη28 1105, ΕφΑθ3807/1974 Νοβ23 58, ΠΠρΚαλαβρ49/1987 ΑρχΝ38 772, ΜΠρΑθ1650/1993 Αρμ47 327, ΜΠρΑγριν118/1991 Αρμ45 1200. 28 Ήτοι ο γραμματέας του Δικαστηρίου όπου γίνεται η κατάθεση επιβάλλεται να σημειώσει στο πρωτότυπο της προσεπίκλησης την ημερομηνία συζήτησης της και να την εγγράψει στο πινάκιο. 29 Αντιστοίχως, η εκκρεμοδικία, το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας, και αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, η προτίμηση μεταξύ πολλών αρμοδίων δικαστηρίων, η επέλευση των συνεπειών που καθορίζει το ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 221ΚΠολΔ),το απαράδεκτο της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής (άρθρο 223 ΚΠολΔ) και της ιστορικής βάσης (άρθρο 224 ΚΠολΔ) καθώς και το επιτρεπτό της μεταβίβασης του επιδίκου (άρθρο225 ΚΠολΔ). 30 Όπως ο ίδιος ο νόμος ορίζει στο άρθρο 283 ΚΠολΔ, η τελευταία αποτελεί μεταγενέστερη αίτηση ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους στο ίδιο δικαστήριο και αυτό επιτυγχάνεται με την αυτοδίκαιη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης και στον τρίτο δικονομικό εγγυητή.
15 Κατά διαφορετική γνώμη 31 η προσεπίκληση είναι σύνθετη διαδικαστική πράξη που περιέχει αφενός μεν πρόσκληση του τρίτου να συμμετάσχει ως δικονομικός εγγυητής στην εκκρεμούσα δίκη αφετέρου δε, άσκηση αυτοτελούς αγωγής έστω και σιωπηρής, με αίτημα την αναγνώριση της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικαλουμένου 32. Το αποτέλεσμα είναι να προστίθεται στην εκκρεμή δίκη και νέο αντικείμενο που συνεκδικάζεται με την κύρια δίκη και αφορά την έννομη σχέση που συνδέει τον προσεπικαλούντα με τον προσεπικαλούμενο, χωρίς να αποτελεί πρόβλημα ότι η τελευταία εξαρτάται απόλυτα από την ήττα του προσεπικαλούντος (άρθρο69 1εδαφ.δ). Υπάρχει κατά κανόνα έννομο συμφέρον να προσεπικληθεί τελικά στην εκκρεμή δίκη ο τρίτος, τόσο από την πλευρά του προσεπικαλούντος όσο και του τρίτου, διότι είναι σκόπιμο προς όφελος του πρώτου, να δεσμευθεί ο τρίτος με απόφαση που θα εκδοθεί στην ίδια διαδικασία, ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ αυτού και του τρίτου να εκδοθεί αντίθετη απόφαση, ως προς την προϋπόθεση της ευθύνης του τελευταίου. Παράλληλα το ανωτέρω, λειτουργεί υπέρ και του τρίτου δικονομικού εγγυητή, αφού του παρέχεται η δικονομική δυνατότητα να αναλάβει στο πλαίσιο της εκκρεμούς δίκης και τις πρωτοβουλίες που είναι απαραίτητες ώστε να αποτραπεί η έκδοση αποφάσεως που θα καταδικάζει τον προσεπικαλούντα. Ωστόσο η τελευταία άποψη κριτικάρεται 33 στα βασικά της σημεία ως εξής: 1) Το γεγονός ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή προϋποθέτει την ύπαρξη της εγγυητικής ευθύνης δεν προϋποθέτει αναγκαστικά να ενυπάρχει σε αυτή και σχετικό αίτημα. Ο λόγος είναι ότι η κατάφαση ή όχι της ανωτέρω σχέσης τίθεται ζήτημα προς έρευνα, 31 ΕφΑθ8320/1989 Δ 22 906, ΕφΑθ9246/1986 ΕλλΔνη28 1203, Φαλτσή Η πολιτική δίκη σε κίνηση ΙΙα 275, Μητσόπουλος, Η θέσις του δικονομικού εγγυητού κατά τα άρθρα 274 και 277ΚΠολΔ Δ.5 σελ.640. Χ. Απαλαγάκη, Η Πολιτική Δικονομία από την θεωρία στην πράξη (1996) σελ.208. Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ (2000) άρθρο 88 αριθμ.2 σελ.201, Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ(2001) άρθρα 88-89 13-14 σελ135 όπου εκεί παραπέμπει και σχετική νομολογία που ακολούθησε την εν λόγω άποψη. 32 Το αίτημα αυτό αναγνώρισης της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικαλούντο εισάγεται πάντοτε, ανεξάρτητα εάν σωρεύεται και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως κατά του προσεπικαλουμένου, ως αυτοτελή επιθετική διαδικαστική πράξη βλπ. Χ. Απαλαγάκη οπ.σελ.208-209. 33 Κ. Γεωργίου ΕλλΔνη37 979.
16 προκειμένου να κριθεί το έγκυρο της προσεπίκλησης ως διαδικαστικής πράξης και όχι ως έννομη σχέση που τίθεται στην κρίση του Δικαστηρίου εκ των προτέρων. 2) Η πρόσδοση σιωπηρού αναγνωριστικού αιτήματος στην προσεπίκληση, υποβαθμίζει την δυνατότητα να ασκηθεί αυτοτελή αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 70ΚΠολΔ σχετικά με την ύπαρξη ή μη εγγυητικής ευθύνης του προσεπικαλουμένου. Παρόλο που η τελευταία ως θεσμός έχει τελείως διαφορετικό προορισμό, ήτοι την πρόσκληση των τρίτων σε εκκρεμή δίκη, από το αποτέλεσμα της οποίας θα προκληθεί νομική δέσμευση, εντούτοις με την ανωτέρω δικονομική εξέλιξη, καλύπτει και την ενδεχόμενη δυνατότητα του προσεπικαλούντος να ασκήσει την ανωτέρω αναγνωριστική αγωγή κατά το άρθρο 70ΚΠολΔ. 3) Επιπροσθέτως, αντικείμενο της τελευταίας ήτοι της αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να είναι μόνο έννομη σχέση ως δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από γεγονός της εμπειρικής πραγματικότητας και όχι απεναντίας, αίτημα να αναγνωρισθεί ότι υφίσταται ή δεν υφίσταται υποχρέωση του ενός διαδίκου απέναντι στον άλλον από συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν. 4) Η προσεπίκληση σύμφωνα με την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 2ΚΠολΔ δεν εξομοιώνεται με την αγωγή αλλά με τα αποτελέσματα της τελευταίας 34, υπό την έννοια ότι ο προσεπικαλών αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου με την αυτόματη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της αρχικής δίκης. Τρίτη γνώμη περί της νομικής φύσεως της προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή θεωρεί αυτήν ως μορφή διαμορφωτικής διαδικαστικής πράξης, με την οποία διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της δίκης είτε ασκήσει είτε όχι παρέμβαση ο προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής. 35 Σε περίπτωση πάντως που εμφανιστεί ο 34 Όχι αυτά που απαριθμούνται στα άρθρα 221-225 ΚΠολΔ, τα οποία είναι κατά την άποψη αυτή είναι προδήλως ανεφάρμοστα, ενόψει του σκοπού της προσεπίκλησης, ο οποίος συνίσταται κυρίως σε πρόσκληση του τρίτου προς παρέμβαση. 35 Στις περιπτώσεις των άρθρων 86,87 ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος με μόνη την προσεπίκληση, έστω και εάν δεν ασκήσει παρέμβαση και μάλιστα, καταρχήν και αναγκαίος ομόδικος. Αντίθετα στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή ο προσεπικαλούμενος που δεν προσέρχεται ή προσέρχεται και, χωρίς να παρέμβει περιορίζεται στην απόκρουση της προσεπικλήσεως και στην άρνηση της υποχρεώσεως του
17 προσεπικαλών για να αποκρούσει την προσεπίκληση, ο τελευταίος καθίσταται διάδικος μόνον, έναντι του προσεπικαλέσαντος. Ενώ για να γίνει διάδικος της αρχικής κύριας δίκης πρέπει να επιλέξει ν ασκήσει παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος. 36 Επομένως σύμφωνα με την ανωτέρω εκδοχή σε περίπτωση προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, αυτός αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου έναντι του προσεπικαλέσαντος στο πλαίσιο «μίας νέας δίκης» που δημιουργείται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και προσεπικληθέντος. Η δίκη αυτή σχετίζεται με την ύπαρξη της εγγυητικής ευθύνης του τρίτου και καθίσταται εκκρεμής με την άσκηση της προσεπίκλησης. Κρίσιμο εδώ για την απόκτηση της ιδιότητας του διαδίκου και στη κύρια δίκη είναι, εάν ο προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής θα περιοριστεί στην αντιδικία του με τον προσεπικαλέσαντα αποκρούοντας απλώς την προσεπίκληση ή θα ασκήσει και παρέμβαση. Στην πρώτη περίπτωση εξακολουθεί να παραμένει διάδικος έναντι του προσεπικαλέσαντος στο πλαίσιο και μόνο της «δίκης επί της προσεπικλήσεως» μην έχοντας την δυνατότητα να αμφισβητήσει την ορθότητα της δικαστικής κρίσης στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Η προσεπίκληση δηλαδή δημιουργεί εκκρεμοδικία μόνο μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικληθέντος και κατά συνέπεια ο τελευταίος θα δεσμεύεται μόνο από το δεδικασμένο της απόφασης που εκδίδεται στην νέα δίκη. Αντιθέτως, στην δεύτερη περίπτωση εάν ο προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής δεν περιοριστεί μόνο στην άρνηση της εγγυητικής του ευθύνης και προχωρήσει στην άσκηση πρόσθετης παρέμβασης στην κύρια δίκη υπέρ του προσεπικαλέσαντος, τότε αποκτά επιπροσθέτως και την ιδιότητα του διαδίκου της κύρια δίκης 37 και κατά για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος.εφθες873/1991 Αρμ46 704, Κεραμέας Αστικό δικονομικό δίκαιο σελ.277. 36 Κεραμέας οπ.σελ.277, Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ (2000) άρθρο 89 αριθμ.5 σελ.204 οπού παραθέτει και την σχετική νομολογία και ΕφΠειρ930/1993 ΕΣυγκΔ 1994 130 όπου αναφέρει για την προσεπίκληση τρίτου που δεν άσκησε παρέμβαση και η έφεση δεν στρέφεται κατά αυτού αφού δεν άσκησε παρέμβαση, ομοίως ΕφΠειρ438/1982 Νοβ30 1098, ΕφΠατρ804/1984 Δ16 123. 37 Με την επιλογή του αυτή σχετίζονται και θέματα νομιμοποίησης του όσον αφορά την άσκηση των ενδίκων μέσων. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που ο προσεπικληθείς τρίτος
18 συνέπεια, θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί επ αυτής. Γι αυτό και εδώ δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή ως διαδίκου πλέον, στο πλαίσιο της κύριας δίκης σε σχέση με τα αρχικά υποκείμενά της, δηλαδή τον προσεπικαλέσαντα και τον αντίδικό του, με βάση την διάταξη του άρθρου 76 1ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως, η άποψη αυτή δέχεται ότι με αυτή την προσεπίκληση ενώνεται και παρεμπίπουσα αγωγή και η οποία εξετάζεται στην ουσία μόνο μετά την παραδοχή της κύριας αγωγής. 38 Ωστόσο, αντίλογος έχει διατυπωθεί σχετικά με την ορθότητα και αυτής της απόψεως, διότι όπως επισημαίνεται και παρακάτω, οι θέσεις της δημιουργούν αντιφάσεις και νοηματικές ανακολουθίες. Καταρχήν, ενώ δέχεται ότι η προσεπίκληση επεκτείνει αυτοδίκαια τα υποκειμενικά όρια της κύριας δίκης, ταυτιζόμενη στο σημείο αυτό με την άποψη περί διαμορφωτικής διαδικαστικής πράξης, εντούτοις στην συνέχεια εξαρτά την απόκτηση της ιδιότητας του διαδίκου από το είδος της προσεπικλήσεως και την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις της προσεπικλήσεως των αναγκαίων ομοδίκων και του εμπράγματου δικαιούχου, κάνει δεκτό ότι ο προσεπικληθείς αποκτά με μόνη την προσεπίκληση του την ιδιότητα του διαδίκου της κύριας δίκης και μάλιστα ως αναγκαίος ομόδικος του προσεπικαλέσαντος. Αντίθετα, στην περίπτωση της προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, εξαρτά την απόκτηση της ιδιότητας του διαδίκου από δικονομικός εγγυητής δεν άσκησε παρέμβαση υπέρ του προσεπίκαλέσαντος και έτσι δε καταστεί διάδικος της κύριας δίκης σύμφωνα με αυτήν την άποψη, δεν νομιμοποιείται παθητικά, ώστε να είναι δυνατή η εναντίον του άσκηση των ενδίκων μέσων από τον αντίδικο του προσεπικαλέσαντος στην κύρια δίκη βλπ. ΑΠ94/1980 Νοβ28 1441, ΕφΘες1984/1997 ΕΣυγκΔ1998 13, ΕφΑθ11789/1987 ΑρχΝ1989 40, ΕφΑθ877/1986 ΕλλΔνη1986 149. Ομοίως, δεν νομιμοποιείται ο ίδιος ο προσεπικληθείς ενεργητικά να στρέψει ένδικο μέσο που ασκεί κατά του αντιδίκου του προσεπικαλέσαντος στην κύρια δίκη, προσβάλλοντας την απόφαση που εκδίδεται στην δίκη αυτή. Αντίθετα, σε περίπτωση που ασκήσει και πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος τότε καθίσταται διάδικος και επί της κύριας δίκης με συνέπεια να νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά να ασκήσει ένδικα μέσα και με τον αντίδικο του προσεπικαλέσαντος προσβάλλοντας την απόφαση που εκδίδεται επί της κύριας δίκης βλπ. και ανωτέρω τις σχετικές αποφάσεις. 38 Κεραμέας Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Γενικό μέρος σελ 275-276 και σχετική νομολογία στην σελ 68 της παρούσας.
19 τον τελευταίο, από το αν αυτός θα επιλέξει να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση. Επομένως, εφόσον αρχικά γίνεται δεκτό ότι η προσεπίκληση αποτελεί γενικά μια διαδικαστική πράξη με την οποία διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της κύριας δίκης, πρέπει ως αναγκαία συνέπεια της θέσης αυτής και οι τρεις μορφές της προσεπίκλησης να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι ο προσεπικληθείς τρίτος να αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου της κύριας δίκης με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης χωρίς να απαιτείται γι αυτό πρόσθετη παρέμβαση. Επιπροσθέτως, επικρίνεται η θέση της εν λόγω εκδοχής περί δημιουργίας«νέας επί της προσεπικλήσεως δίκη» διότι δεν διευκρινίζεται πού οφείλεται η δημιουργία της. Στο σημείο αυτό εάν υποθέσουμε ότι η προσεπίκληση περιέχει σιωπηρό αναγνωριστικό αίτημα περί την υπάρξεως ή μη της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικληθέντος και σε αυτό, οφείλεται η νέα επί αυτής δίκη, τότε η άποψη αυτή δεν διαφοροποιείται από την αντίστοιχη περί σύνθετης διαδικαστικής πράξης 39. Επιπλέον, και τέταρτη γνώμη 40 έχει υποστηριχθεί αναφορικά με την νομική φύση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή. Συγκεκριμένα σύμφωνα με αυτήν, η εν λόγω προσεπίκληση είναι μία διαδικαστική πράξη με την οποία αφενός γνωστοποιείται η ήδη εκκρεμής δίκη 41 στον τρίτο αφετέρου 39 Βλπ. ανωτέρω σελ.15-16. 40 Ν.Κουτσούκος Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή (1999) σελ 81, 41 Φαλτσή Η πολιτική δίκη σε κίνηση ΙΙα 268-269 και Κ.Κεραμέας Αστικό Δικονομικό Δίκαιο σελ. 274 όπου αναφέρεται ότι η πρόσκληση του τρίτου σε εκκρεμή δίκη μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως προσεπίκληση (άρθρα 86-88 ΚΠολΔ), είτε ως ανακοίνωση (άρθρο 92 ΚΠολΔ), οι οποίες έχουν ως κοινό άμεσο στόχο την εκβίαση παρεμβάσεως του τρίτου, αποτελώντας προϋποθέσεις αναγκαστικής παρεμβάσεως, δεδομένου ότι αν ο τρίτος δεν προχωρήσει σε παρέμβαση κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες του νόμου, ήτοι την επέκταση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως επί της κύριας δίκης σε ορισμένο ανάλογο μέτρο και σε αυτόν (275-276 1-277-92 εδαφ.β ΚΠολΔ). Έτσι ενώ η ανακοίνωση δίκης συνιστά επίσημη γνωστοποίηση της εκκρεμούς δίκης προς τον τρίτο και σιωπηρή πρόσκληση του να συμμετάσχει σε αυτήν, με την προσεπίκληση η πρόσκληση γίνεται ρητή και κυρίως παρέχεται δυνατότητα στον προσεπικαλούντα να ασκήσει αγωγή κατά του τρίτου στο πλαίσιο της εκκρεμούς δίκης και έτσι επεκτείνεται η αρχική εναγωγή και έναντι του τρίτου. Στο πλαίσιο της άποψης που παρουσιάζουμε όπως διατυπώνεται, εντοπίζεται μια αδυναμία που αφορά τον εντοπισμό της ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ των θεσμών της προσεπίκλησης και της ανακοίνωσης βλπ. και ΕιρΔραμ58/2005 οπ. όπου επιχειρείται διάκριση των δύο θεσμών.
20 δε προσκαλείται ο ίδιος να συμμετάσχει σε αυτήν. Περαιτέρω γίνεται δεκτό, ότι η ανωτέρω προσεπίκληση έχει τις συνέπειες της αγωγής όπως ορίζει το άρθρο 89 ΚΠολΔ μόνον όταν σωρεύεται σε αυτήν και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Επομένως, δεν επέρχεται η απόκτηση μιας πλήρους ιδιότητας διαδίκου στο πρόσωπο του προσεπικληθέντος, όταν απευθύνεται η προσεπίκληση στο τρίτο, χωρίς να σωρευθεί σε αυτήν και παρεμπίπτουσα αγωγή ή χωρίς να προσέλθει εκείνος στην δίκη με την άσκηση παρέμβασης 42. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο προσεπικληθείς ασκήσει τελικά πρόσθετη παρέμβαση, γίνεται δεκτό στο πλαίσιο αυτής της άποψης, ότι και πάλι δεν αποκτά την ιδιότητα του κύριου διαδίκου αλλά του δευτερεύοντοςβοηθητικού διαδίκου, ο οποίος μάλιστα δεν θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο επί της κύριας δίκης 43. Εξάλλου, ο προσεπικληθείς θα αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου έναντι του προσεπικαλέσαντος και στο πλαίσιο της δίκης που διεξάγεται σχετικά με την σωρευθείσα αγωγή αποζημίωσης από το δεδικασμένο της οποίας και δεσμεύεται 44, διότι όπως προαναφέρθηκε, δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικληθέντος σχετικά με την εγγυητική ευθύνη του τελευταίου από μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης αλλά απαιτείται γι αυτό σώρευση και αγωγής αποζημίωσης. Βέβαια, αντίλογος έχει υπάρξει και σε σχέση με τις διαπιστώσεις 45 αυτής της εκδοχής, ο οποίος έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι η ανωτέρω άποψη δεν έχει λάβει επαρκώς υπόψη το νόημα του νόμου στο άρθρο 42 Έτσι ο προσεπικληθείς και μη παρεμβάς δικονομικός εγγυητής δεν δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα τα οποία να στρέφονται κατά της απόφασης που εκδίδεται στην κύρια δίκη εφόσον παραμένει ως προς αυτήν τρίτος. ΕφΘες873/1991Αρμ46 70, ΕφΑθ5663/1988 Νοβ1986 219, ΕφΑθ654/1987 ΕλλΔνη28 512 704. Και αντίστροφα όμως ο αντίδικος του προσεπικαλέσαντος στην κύρια δίκη δεν δικαιούται να στρέψει τα ένδικα μέσα που ασκεί και κατά του προσεπικληθέντος. 43 Ν.Κουτσούκος «Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή» (1999) σελ. 84 και εκεί παραπομπές. 44 Επίσης ο προσεπικληθείς δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση ενδίκων μέσων που να στρέφονται κατά του προσεπικαλέσαντος σε περίπτωση που δεν σωρεύθηκε στην προσεπίκληση αγωγή αποζημίωσης διότι από μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης δεν δημιουργήθηκε καμία έννομη σχέση αυτοτελούς δίκης. 45 Βλπ. σχετικά και υποσημείωση αριθμ. 43.