Άρθρο 1 παρ. 2 Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει: τα στοιχεία των συμβαλλομένοων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος. τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης. το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου (ασφαλιστικό συμφέρον= η στενή οικονομική σχέση ορισμένου προσώπου με την περιουσία που απειλείται ή σχετίζεται με την επέλευση του κινδύνου, δηλαδή με τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες από την επέλευση ορισμένου μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος). το είδος των κινδύνων. το ασφαλιστικό ποσό = το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή. τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης. το ασφάλιστρο. το εφαρμοστέο δίκαιο. Άρθρο 2 Η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο ασφαλιστήριο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, το οποίο υποχρεούται να το παραδώσει στον λήπτη της ασφάλισης. Πρέπει να περιέχουν τουλάχιστον τα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, τον τόπο και τον χρόνο έκδοσής τους. Πρέπει να μνημονεύεται στο τμήμα που αναγράφoνται τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης όταν η σύμβαση διέπεται από ειδικούς ή γενικούς όρους. Αν το περιεχόμενο του αφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι περεκκλίσεις θεωρούνται οτι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και για το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Αν ο ασφαλιστής παρέλειψε να ενημερώσει ως άνω τον λήπτη και να του χορηγήσει το ως άνω υπόδειγμα, τότε οι παρεκκλίσεις δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης και θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση. Αν ο ασφαλιστής δεν παρέδωσε στον λήπτη της ασφάλισης τους ασφαλιστικούς όρους σύμφωνα με την παρ. 4 του παρόντος άρθρου, τότε η σύμβαση θεωρείται ότι έχει συναφθεί με βάση το ασφαλιστήριο, τους ασφαλιστικούς όρους, καθώς και τις τυχόν επιπλέον πληροφορίες που προσδιορίζουν γενικά τη συγκεκριμένη σύμβαση, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Αν παρέλθει αυτή η προθεσμία άπρακτη, η σύμβαση ισχύει αναδρομικά, από το χρόνο της σύναψής της. Η ως άνω προθεσμία δεν αρχίζει, αν ο ασφαλιστής δεν έχει ενημερώσει σχετικά με το δικαίωμα εναντίωσης τον λήπτη της ασφάλισης γραπτά ή με ευκρινή σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου και δεν έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Το δικαίωμα εναντίωσης αποσβέννυται μετά πάροδο δέκα (10) μηνών από την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου. Το βάρος απόδειξης της παράδοσης των εγγράφων το φέρει ο ασφαλιστής.
Άρθρο 3 = Βάρος προσυμβατικής Χωρίς ερωτηµατολόγιο Κατά τη σύναψη της σύµβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειµενικά ουσιώδες (µέσος ασφαλιστής) για την εκτίµηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Ο ασφαλιστής θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει το ουσιώδες του περιστατικού για την εκτίµηση του κινδύνου. Θα ανατρέξει στην αγορά. 1. Ανακρίβεια χωρίς υπαιτιότητα του λήπτη ή του ασφαλιστή: παρ. 3 Μέσα σε έναν µήνα από όταν ο ασφαλιστής έλαβε γνώαη των των στοιχείων ή περιστατικών: Καταγγελία της σύµβασης από τον ασφαλιστή. Τροποποίηση της σύµβασης από τον ασφαλιστή µε πρόταση, η οποία θεωρείται ως καταγγελία αν µέσα σε 1 µήνα από την λήψη της δεν γίνει δεκτή και αυτό αναφέρεται στο έγγραφο της πρότασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει µέσα στην προθεσµία του ενός µηνός γίνεται δεκτό βάσει και της παρ. 5 οτι ο ασφαλιστής δεν έχει τα παραπάνω δικαιώµατα. 2. Ανακρίβεια µε αµέλεια του λήπτη: παρ. 5 Μέσα σε έναν µήνα από όταν ο ασφαλιστής έλαβε γνώαη των των στοιχείων ή περιστατικών: Καταγγελία της σύµβασης από τον ασφαλιστή. Τροποποίηση της σύµβασης από τον ασφαλιστή µε πρόταση, η οποία θεωρείται ως καταγγελία αν µέσα σε 1 µήνα από την λήψη της δεν γίνει δεκτή και αυτό αναφέρεται στο έγγραφο της πρότασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν τροποποιηθεί η ασφαλιστική σύµβαση ή πριν η καταγγελία αρχίσει να παράγει αποτελέσµατα το ασφάλισµα µειώνεται κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε καθορισθεί αν δεν υπήρχε η παράβαση. Ασφαλισμα 1 Ασφαλιστρο 1 Χ= μειωμένο ασφάλισμα Ασφαλιστρο 2 (χωρίς παράβαση) Με ερωτηµατολόγιο Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκµαίρεται ότι είναι τα µόνα τα οποία επηρεάζουν την από µέρους του εκτίµηση και αποδοχή του κινδύνου. Εάν ο ασφαλιστής συνάψει τη σύµβαση µε βάση γραπτές ερωτήσεις, δεν µπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι: α. συγκεκριµένες ερωτήσεις έµειναν αναπάντητες, β. δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείµενα ερώτησης, γ. δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός αν ο αντισυµβαλλόµενος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτόν µε πρόθεση να εξαπατήσει τον ασφαλιστή. Ο ασφαλιστής δεν µπορεί να επικαλεστεί ατέλειες ή π λ η µ µ έ λ ε ι ε ς τ ω ν α π α ν τ ή σ ε ω ν τ ο υ ερωτηµατολογίου, εκτός αν έγιναν από πρόθεση. Αρα αν συνάψει την σύµβαση ο ασφαλιστής αναλαµβάνει τον επιχειρηµατικό κ ί ν δ υ ν ο π ο υ σ υ ν ε π ά γ ο ν τ α ι ο ι ε λ λ ι π ε ί ς απαντήσεις 3. Ανακρίβεια από δόλο του λήπτη: παρ. 6 Μέσα σε έναν µήνα από όταν ο ασφαλιστής έλαβε γνώαη των των στοιχείων ή περιστατικών: Καταγγελία της σύµβασης από τον ασφαλιστή. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της ως άνω προθεσµίας, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης του προς καταβολή του ασφαλίσµατος. Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζηµίας του ασφαλιστή. Στις περιπτώσεις 1 και 2 η καταγγελία επιφέρει τα αποτελέσµατά της 15 µέρες µετά την περιέλευση της στον λήπτη. Στην περίπτωση 3 η καταγγελία επιφέρει άµεσα αποτελέσµατα. Αν ο ασφαλιστής ανακαλύψει την εκ δόλου ανακρίβεια αφού επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, τό τε γίνεται δεκτό οτι εφαρµόζεται αναλογικά το άρθρο 3 παρ. 6 εδ β και ο ασφαλιστής απαλλάσεται της υποχρέωσης προς καταβολή του ασφαλίσµατος. Ορθότερο όµως είναι να θεωρήσουµε οτι του δίνεται το δικαίωµα της καταγγελίας και πως απαλλάσσεται µόνο στο µέτρο που θα καταγγείλει ενώ αν δεν καταγγείλει θεωρείται οτι αποδέχεται τον επιχειρηµατικό κίνδυνο και συνεχίζει και θα µπορούσε να ζητήσει ως ζηµία το πρόσθετο ασφάλιστρο. Ο ασφαλιστής δικαιούται των ασφαλίστρων που ήταν ληξιπρόθεσµα κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επήλθαν τα αποτελέσµατα της καταγγελίας της σύµβασης ή κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, στην περίπτωση που κατά τις παρ. 5 και 6 του άρθρου αυτού περιορίζεται η ευθύνη του ή απαλλάσσεται αυτής.
Άρθρο 4 = Επίταση του κινδύνου Κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή, μέσα σε δεκατέσσερις (14) ημέρες από τότε που περιήλθε σε γνώση του, κάθε στοιχείο ή περιστατικό, το οποίο μπορεί να επιφέρει σημαντική επίταση του κινδύνου, σε βαθμό που, αν ο ασφαλιστής το γνώριζε, δεν θα είχε συνάψει την ασφάλιση ή δεν θα την είχε συνάψει με τους ίδιους όρους. Πρόκειται για μετασυμβατικό βάρος δήλωσης που ανήκει στον λ πητη της ασφάλισης για την ανακοίνωση της επίτασης αδιαφόρως του πώς αυτή επήλθε, αν δηλαδή οφείλεται σε πταίσμα του λήπτη ή όχι. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η αλλαγή της ισορροπίας της ασφαλιστικής σύμβασης, το γεγογνός οτι ο ασφαλιστής συμφώνησε στην κξάλυψη ενός συγκεκριμένου κινδύνου. Σημαντική επίταση: Διάρκεια στον χρόνο ή περιοδικότητα και όχι κάτι το περιστασιακό όπως πχ η κατασκευή βενζινάδικου δίθπλα από το σπίτι το οποίο είναι ασφαλισμένο κατά κινδύνων φωτιάς. Κριτήριο είναι ο μέσος συνετός ασφαλιστής καθώς πρόκειται για οργάνωση κοινωνίας κινδύνων. Ο ασφαλιστής, μόλις λάβει γνώση της επίτασης του κινδύνου, δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση ή να ζητήσει την τροποποίηση της. Οι διατάξεις των παρ. 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στην επίταση του κινδύνου κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Άρθρο 5 Αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος μειώθηκε ουσιαστικά, ο λήπτης της ασφάλισης δικαιούται να ζητήσει αντίστοιχη μείωση του ασφαλίστρου. Αν ο ασφαλιστής αρνηθεί τη μείωση ή δεν απαντήσει στο σχετικό αίτημα για διάστημα πέραν του μηνός από της υποβολής του, ο λήπτης της ασφάλισης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση για το υπολειπόμενο διάστημα. Δεν ισχύει για τις ασφάλειες ζωής. Αν ο ασφαλιστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ότι αποκλειόταν η δυνατότητα επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, ο λήπτης της ασφάλισης δεν υποχρεούται στην καταβολή του ασφαλίστρου Αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος, κατά τη σύναψη της ασφάλισης, γνώριζε ότι η ασφαλιστική περίπτωση είχε ήδη επέλθει, ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται σε παροχή και δικαιούται, εφόσον δεν γνώριζε την επέλευση του κινδύνου, το ασφάλιστρο μέχρι τέλους της ασφαλιστικής περιόδου Άρθρο 6 Τυπική έναρξη: Αυτή που ορίζεται στο ασφαλιστήριο ως ημερομηνία έκδοσης του ασφαληστηρίου. Από τότε ο ασφαλιστής αρχίζει να φέρει τον σχετικό κίνδυνο εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι το διαφορετικό. Ουσιαστική έναρξη: Η έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει πριν την καταβολή του εφάπαξ ασφαλίστρου ή της πρώτης δόσης της τμηματικής καταβολής, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από την ασφαλιστική σύμβαση ή από τις περιστάσεις. Τεχνική έναρξη: Ο χρόνος κατά τον οποίο συμφωνήθηκε να υπολογίζεται το ασφάλιστρο.
Ασφαλιστική περίοδος: Το χρονικό διάστημα για το οποίο έχουν υπολογισθεί τα ασφάλιστρα. Νοείται η διάρκεια ενός έτους εκτός αν ο υπολογισμός των ασφαλίστρων έχει γίνει για μικρότερο χρονικό διάστημα. Αν ο χρόνος της συμβατικής διάρκειας δεν συμπίπτει με την διάρκεια της ουσιαστικής κάλυψης τότε οι αξιώσεις του τρίτου προσώπου μπορούν να ασκηθούν σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Ο ασφαλιστής ευθύνεται οποτεδήποτε κι αν μετά τη λήξη της σύμβασης προβληθούν οι αξιώσεις αυτές εφόσον το γεγονός το οποίο αποτελεί βάση της αξίωσης επήλθε στον χρόνο της συμβατικής διάρκειας. Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στον λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Άρθρο 7 Επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης 8 ημέρες από όταν έλαβε γνώση ο λήπτης Γνωστοποίηση και ειδοποίηση του ασφαλιστή + όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου που του ζητάει ο ασφαλιστής. Ο λήπτης της ασφάλισης δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν γνώριζε την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, αν τούτο οφείλεται σε βαριά του αμέλεια. Η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των ως ανω υποχρεώσεων παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημιάς του. Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή ή τη μείωση της ζημίας και να ακολουθεί τις οδηγίες του ασφαλιστή Τα έξοδα που προκύπτουν, εφόσον δικαιολογούνται από τις περιστάσεις, βαρύνουν τον ασφαλιστή, ακόμα και αν υπερβαίνουν το ασφαλιστικό ποσό. Αντίθετη συμφωνία επιτρέπεται, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους. Αν το ασφάλισμα καλύπτει μέρος μόνο της ζημιάς, ο ασφαλιστής υποχρεούται να αποδώσει μόνο ανάλογο μέρος των εξόδων, εκτός αν τα έξοδα δημιουργήθηκαν αποκλειστικά μετά από τις οδηγίες του ασφαλιστή. Η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των ως ανω υποχρεώσεων παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημιάς του. Απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση για ασφάλισμα: 1. Αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στην ασφάλιση ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια του λήπτη. 2. Αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στην ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους ή των νομίμων αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων τους ή των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ασφαλιστής δικαιούται μόνο το δεδουλευμένο ασφάλιστρο.
3. Με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Καταβολή ασφαλίσματος Αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Αν για τη διάγνωση της έκτασης του ασφαλίσματος απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ασφαλιστής υποχρεούται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σε καταβολή του ποσού για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση. Ως ασφαλιστική περίπτωση νοείται και η εξαγορά των ασφαλιστήριων συμβολαίων ζωής τα οποία έχουν και επνδυτικό χαρακτήρα. Άρθρο 8 Η ασφαλιστική σύμβαση, εφόσον συμφωνήθηκε για ορισμένο χρόνο, λύεται με την πάροδο του χρόνου αυτού, εκτός αν έχει συμφωνηθεί σιωπηρή παράταση. Η σιωπηρή παράταση δεν μπορεί να συμφωνηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους. Διαρκής ασφάλιση αορίστου χρόνου: λύεται με καταγγελία στο τέλος της ασφαλιστικής περιόδου. Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός (1) μηνός ούτε μεγαλύτερη των τριών (3) μηνών. Στις ασφαλίσεις ζημιών που έχουν διάρκεια μεγαλύτερη του ενός (1) έτους και στις ασφαλίσεις προσώπων, ο λήπτης της ασφάλισης δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Η προθεσμία δεν αρχίζει, αν ο λήπτης της ασφάλισης δεν ενημερώθηκε σχετικά για το δικαίωμα του αυτό από τον ασφαλιστή και δεν βεβαιώνεται τούτο με έγγραφο του. Το δικαίωμα υπαναχωρησης αποσβήνεται μετά από 2 μήνες από την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου. Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης αναστέλλεται καθόσο διάστημα ο λήπτης της ασφάλισης έχει δικαίωμα εναντίωσης. Στις ατομικές ασφαλίσεις ζωής, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να υπαναχωρήσει εντός 30 ημερών από την στιγμή που πληροφορήθηκε την σύναψή της. Καταγγελία: Η ασφαλιστική σύμβαση λύεται με καταγγελία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των άρθρων 1. 3: προσυμβατική δήλωση (παρ. 3, 5, 6, 7) 2. 4: επίταση του κινδύνου (παρ. 2) 3. 5 παρ. 1 εκ μέρους του λήπτη στην περίπτωση μείωσης του κινδύνου 4. 6: καθυστέρυση καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης του ασφαλίστρου (παρ. 2) 5. 12 (παρ. 2) 6. 8 παρ. 2 ως φυσιολογική λύση της ασφάλισης αορίστου χρόνου Ο λήπτης της ασφάλισης δικαιούται επίσης να καταγγείλει τη σύμβαση, αν ο ασφαλιστής κηρύχθηκε σε πτώχευση ή αν απαγορεύθηκε η ελεύθερη διάθεση μέρους ή του συνόλου των περιουσιακών του στοιχείων. Σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του λήπτη της ασφάλισης ή αν τέθηκε καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο σε αναγκαστική διαχείριση, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση. Στο ασφαλιστήριο μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης. Σε περίπτωση που συμφωνείται ο ασφαλιστής να διατηρεί το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, ο λήπτης της ασφάλισης έχει το ίδιο δικαίωμα. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας, όταν ασκείται από τον ασφαλιστή, δεν μπορούν να επέρχονται πριν την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τότε που θα περιέλθει στον λήπτη της ασφάλισης.
Άρθρο 9 Ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση για λογαριασμό δικό του ή τρίτου. Ο τρίτος μπορεί και να μην ορίζεται στο ασφαλιστήριο (ασφάλιση για λογαριασμό όποιου ανήκει). Σε περίπτωση αμφιβολίας, η σύμβαση θεωρείται ότι καταρτίσθηκε για λογαριασμό του λήπτη της ασφάλισης. Τον λήπτη της ασφάλισης βαρύνουν όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, εκτός από εκείνες που από τη φύση τους πρέπει να εκπληρωθούν από τον ασφαλισμένο. Ο ασφαλισμένος έχει τις ίδιες υποχρεώσεις με τον λήπτη της ασφάλισης, εφόσον έχει λάβει γνώση της σύμβασης και έχει τη δυνατότητα να τις εκπληρώσει. Άρθρο 10 = Παραγραφή Ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Ασφάλειες προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Ασφάλιση Ζημιών Άρθρο 11 Ασφάλισμα= αποκατάσταση της ζημίας της περιουσίας που συμφωνήθηκε οτι θα καλύπτεται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Η ζημία μπορεί να συνίσταται στην βλάβη ή την απώλεια αγαθών, απαιτήσεων και κερδών καθώς και στις δαπάνες απόκρουσης και ικανοποίησης απαιτήσεων τρίτων. ΣΟΣ: Το ασφάλισμα δεν μπορεί να υπερβαίνει την έκταση της ασφαλιστικής ζημιάς ούτε και το ασφαλιστικό ποσό. Ασφάλισμα < ή = Ασφαλιστικό ποσό Επιτρεπτή Ασφάλισμα < ή = Ασφαλιστική Ζημία Επιτρεπτή Ασφαλιστική αξία (τελική χρονος κινδύνου - 16) > Ασφαλιστικό ποσό Υπασφάλιση - επιτρεπτή Ασφαλιστική αξία (τελική χρονος κινδύνου - 16) < Ασφαλιστικό ποσό Υπερασφάλιση - απαγορεύεται κατ αρχήν. Δεκτό το + 10% της ασφαλιστικής αξίας Ο λήπτης της ασφάλισης ζημιών μπορεί να ασφαλίσει κάθε περιουσία για τη διατήρηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον και η οποία απειλείται από ασφαλιστικό κίνδυνο = Ασφαλιστικό συμφέρον. Άρθρο 12 - Διαδοχή Η ασφάλιση ζημιών δεν λήγει, αν τον λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο διαδεχθεί άλλος στην ασφαλιστική σχέση. Αν το ασφαλιστήριο δεν έχει εκδοθεί σε διαταγή ή στον κομιστή, ο ασφαλιστής ή ο λήπτης της ασφάλισης δικαιούνται εντός 30 ημερών από τότε που έγινε γνωστή η
διαδοχή να καταγγείλουν την σύμβαση. Η καταγγελία εκ μέρους του ασφαλιστή επιφέρει αποτελέσματα μετά πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από τότε που περιήλθε στον λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο. ΣΟΣ: Ο ασφαλιστής απαλλάσσεται, αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος επήλθε πριν από την πάροδο της παραπάνω 30ήμερης προθεσμίας ή πριν επέλθουν τα αποτελέσματα της καταγγελίας που εμπρόθεσμα άσκησε ο ασφαλιστής και εφόσον αποδείξει ότι δεν θα είχε αναλάβει τον κίνδυνο ή δεν θα τον είχε αναλάβει με τους ίδιους όρους (θα τον είχε δηλαδή αναλάβει με μεγαλύτερο ασφάλιστρο), αν γνώριζε τη διαδοχή. Τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τα παραπάνω ΔΕΝ ισχύουν αν ο κίνδυνος επέλθει εντός 30 ημερών από τη διαδοχή. P P Επέλευση του κινδύνου Διαδοχή 30 ημέρες ο ασφαλιστής ΔΕΝ απαλλάσσεται P P P P Επέλευση του κινδύνου Διαδοχή γνώση 30 ημέρες 12 παρ. 3 Άρθρο 13 - εξαιρέσεις Δεν παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη στο μέρος που η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου προέρχεται από πολεμικά γεγονότα ή ενέργειες, εμφύλιο πόλεμο, στάση ή λαϊκές ταραχές. Ασφάλιση πραγμάτων όχι κάλυψη στο μέτρο που η πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου προέρχεται από φυσική απομείωση των πραγμάτων αυτών. Με το ασφαλιστήριο μπορεί να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή. Άρθρο 14 - Υποκατάσταση ασφαλιστή Αν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημιάς κατά τρίτου (πχ κατά του ζημιώσαντος σε αδικοπραξία ΑΚ 914 επ.), η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε. Εάν οι αξιώσεις του λήπτη της ασφάλισης στρέφονται κατά του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου ασφαλίσματος ή των ανιόντων, κατιόντων και των συζυγών τους ή άλλων προσωπικών που συνοικούν μαζί του, καθώς και των νομίμων αντιπροσώπων του ή των εκπροσώπων του, η αξίωση δεν περιέρχεται στον ασφαλιστή, παρά μόνο αν τα πρόσωπα αυτά ενήργησαν με δόλο. Ο λήπτης και ο ασφαλισμένος σε περίπτωση ασφάλισης για λογαριασμό υποχρεούνται να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους κατά του τρίτου, τα οποία περιέρχονται στον ασφαλιστή. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής επάγεται ευθύνη των υποχρέων, προς αποκατάσταση κάθε ζημιάς του ασφαλιστή. Αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, μπορεί να συμφωνηθεί η απαλλαγή του ασφαλιστή στο μέτρο που από υπαιτιότητα των υποχρέων ματαιώθηκε η άσκηση του αναγωγικού του δικαιώματος. Η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) μηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από παραγραφή ή την απόσβεση αυτών των αξιώσεων. Άρθρο 15 - ασφάλιση με περισσότερους ασφαλιστές Αν η ασφαλισμένη περιουσία έχει ασφαλιστεί κατά του ίδιου κινδύνου σε περισσότερους ασφαλιστές (πολλαπλή ασφάλιση), ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος οφείλουν
να γνωστοποιήσουν χωρίς καθυστέρηση σε κάθε ασφαλιστή την ασφάλιση και το ασφαλιστικό ποσό. Δεν επιτρέπεται η διπλή ή τριπλή ασφάλιση, δηλαδή η είσπραξη για την ίδια περιουσία ασφαλίσ,ατος από περισσότερους ασφαλιστές. Υπάρχει οφειλή εισ ολόκληρον. Οι περισσότερες ασφαλίσεις είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ασφαλιστικής ζημιάς. Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, οι περισσότεροι ασφαλιστές ευθύνονται εις ολόκληρο, μέχρι το ασφαλιστικό ποσό της σύμβασης τους. Επιτρέπεται να συμφωνηθεί ότι, σε περίπτωση μη γνωστοποίησης της ύπαρξης άλλων ασφαλίσεων κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, θα περιορίζεται το ασφάλισμα στο μέτρο που δεν καλύπτεται από προηγούμενη ασφάλιση. Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος παραλείψουν τη γνωστοποίηση με δόλο, εφαρμόζονται οι παρ. 6 και 7 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου. Αν οι περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις έχουν συναφθεί με κοινή συμφωνία, με ή χωρίς κοινό συντονιστή ασφαλιστή, ο κάθε ασφαλιστής ευθύνεται κατ' αναλογία του ασφαλισμένου σε αυτόν ποσοστού (συνασφάλιση). Ο κάθε ασφαλιστής ασφαλίζει ενα συγκεκριμένο ποσοστό του κινδύνου και άρα για τον κάθε ασφαλιστή πρόκειται για μια κανονική πλήρη ασφάλιση. Άρθρο 16 - Υπολογισμός του ασφαλίσματος Βάση του υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι η τρέχουσα αξία κατά τον χρόνο επέλευσης του κινδύνου ή η συνηθισμένη αξία αυτών κατά τον χρόνο αυτό. Αρχική ασφαλιστική αξία = αυτή που είχε το πράγμα κατά την σύναψη της σύμβασης και συνήθως εκτός από τις περιπτώσεις της υπασφάλισης και της επιτρεπτής υπερασφάλισης ταυτίζεται με το ασφαλιστικό ποσό. Το ασφάλισμα καθορίζεται από την αντιπαραβολή της αξίας του πράγματος πριν και μετά την πραγματοποίηση του κινδύνου. Αν πρόκειται για απώλεια ή ολική καταστροφή του αντικειμένου, τότε το ασφάλισμα ταυτίζεται με την τρέχουσα αξία, μέχρι όμως το ύψος του ασφαλιστικού ποσού. Ο ασφαλιστής μπορεί με ξεχωριστή συμφωνία, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο, να προβεί σε αποτίμηση της ασφαλισμένης περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή το ασφάλισμα υπολογίζεται με βάση την αξία της αποτίμησης. Η αποτίμηση μπορεί να προσβληθεί μόνο για πλάνη, απάτη, απειλή ή εικονικότητα. Άρθρο 17 - Υπασφάλιση- Υπερασφάλιση Ασφαλιστική αξία (τελική χρονος κινδύνου - 16) > Ασφαλιστικό ποσό ή αρχική ασφαλιστική αξία Υπασφάλιση - επιτρεπτή αποκατάσταση ανάλογου µέρους της ζηµιάς. Ασφαλιστική αξία (τελική χρονος κινδύνου - 16) < Ασφαλιστικό ποσό ή αρχική ασφαλιστική αξία Υπερασφάλιση - απαγορεύεται κατ αρχήν. Δεκτό το + 10% της ασφαλιστικής αξίας Αν η υπερασφάλιση οφείλεται σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, η ασφάλιση είναι άκυρη. Ο κ α λ ό π ι σ τ ο ς ασφαλιστής δικαιούται τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα. Οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλίστρου, για το υπολειπόμενο διάστημα ισχύος της σύμβασης. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον.
Άρθρο 18 - Ανοικτή ασφάλιση Καθορισμός της ασφαλιστικής περιουσίας μόνο κατά γένος. Αφορά πράγματα τα οποία θα εμπίπτουν στον ασφαλιστικό κίνδυνο μελλοντικά. Ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος υποχρεούται να δηλώνει στον ασφαλιστή, ευθύς μόλις λάβει γνώση, το είδος των πραγμάτων, τις ασφαλιστικές αξίες, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο προσδιοριστικό της σύμβασης, σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου. Το ασφάλιστρο υπολογίζεται με βάση τις δηλώσεις που γίνονται κάθε φορά. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζημιάς του ασφαλιστή. Αν η παράβαση έγινε από δόλο, εφαρμόζονται και οι παρ. 6 και 7 του άρθρου 3. Αν η ασφάλιση ενεργείται για επαγγελματικούς λόγους, επιτρέπεται και διαφορετική ως προς τους όρους αυτού του άρθρου συμφωνία. Άρθρο 19 - Ασφάλιση πυρκαγιάς Η ασφάλιση πυρκαγιάς περιλαμβάνει ζημιές που προκαλούνται από κινδύνους πυρκαγιάς και κεραυνού. Εάν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, περιλαμβάνει επίσης ζημιές που προκαλούνται από έκρηξη και άλλα παρεμφερή συμβάντα, έστω και αν δεν ακολούθησε πυρκαγιά (αρχή της καθολικότητας των κινδύνων στην ασφάλιση πυρκαγιάς). Το ασφάλισμα περιλαμβάνει: 1. τη μείωση της αξίας των βλαβέντων πραγμάτων, 2. την αποκατάσταση των ζημιών που προξένησαν τα αναγκαία μέτρα για τη διάγνωση, αποτροπή ή περιστολή της ζημιάς, όπως τα έξοδα κατάσβεσης και κατεδάφισης. 3. Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, η ασφάλιση περιλαμβάνει και τις ζημιές από κλοπές ή απώλειες κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησης του κινδύνου ή αμέσως ύστερα από αυτήν ή εξαιτίας των μέτρων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο. Ασφαλιστική κάλυψη δεν παρέχεται όταν: 1. η πυρκαγιά οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια που καταλογίζεται προσωπικά στον λήπτη της ασφάλισης, καθώς και σε δόλο των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παρ. 5 του παρόντος νόμου. 2. η αιτία της πυρκαγιάς συμπεριλαμβάνεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 13 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν την ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους επιτρέπονται διαφορετικές ρυθμίσεις με το ασφαλιστήριο. Άρθρο 20 - Ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων Αρχή της καθολικότητας των κινδύνων: Περιλαμβάνει τις ζημίες που προκαλούνται από όλους τους κινδύνους που δεν έχουν εξαιρεθεί από τους οποίους απειλούνται τα πράγματα κατά το χρονικό διάστημα από την εκ μέρους του μεταφορέα απόκτηση του δικαιώματος διάθεσης αυτών με σκοπό τη μεταφορά, μέχρι την απώλεια του εξαιτίας τερματισμού της μεταφοράς με οποιονδήποτε τρόπο. Ασφαλιστικό συμφέρον για την είσπραξη του ασφαλίσματος έχει ο λήπτης των πραγμάτων εφόσον έχει ήδη πληρώσει και έχει μεταφερθεί σε αυτόν ο κίνδυνος της τυχαίας καταστροφής των πραγμάτων με την παράδοση των μεταφερόμενων αντικειμένων από τον αποστολέα στον μεταφορέα για αποστολή. Ο αποστολέας μπορεί να συνάψει σύμβαση ασφάλισης για λογαριασμό του παραλήπτη και ως εκ τούτου να ενεργεί αυτός ως λήπτης της ασφάλισης έχοντας εν ευρεία εννοία ασφαλιστικό συμφέρον.
Ο ασφαλιστής ευθύνεται κι αν ο κίνδυνος επήλθε από δόλο ή βαριά αμέλεια του μεταφορέα ή των προστηθέντων του. Όσον αφορά παρεκκλίσεις, διακοπές και άλλες αλλαγές στη διαδρομή και στο μεταφορικό μέσο τις οποίες προκάλεσε ή ενέκρινε ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος, μολονότι δεν ήταν αναγκαίες, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του παρόντος (επίταση του κινδύνου). ΣΟΣ: Βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι η αξία των πραγμάτων κατά τον τόπο και τον χρόνο όπου παραδόθηκαν στον μεταφορέα για αποστολή + δαπάνες μεταφοράς + τελωνειακοί δασμοί + λοιπές επιβαρύνσεις + προσδοκώμενο κέρδος. Μπορεί στο πλαίσιο της επιτρεπόμενης υπερασφάλισης να δηλωθεί ως αρχική ασφαλιστική αξία το +10% της τρέχουσας ασφαλιστικής αξίας όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τα παραπάνω προκειμένου να καλυφθούν διατιμήσεις των προϊόντων κατά την μεταφορά. Ασφάλιση αστικής ευθύνης Καταλαμβάνονται τα ποσά που απαιτούνται για: 1. την ικανοποίηση των απαιτήσεων τρίτων ζημιωθέντων από πράξεις ή παραλείψεις του λήπτη της ασφάλισης για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη. 2. την απόκρουση των απαιτήσεων των τρίτων, δηλαδή για την άμυνα κατά των βάσιμων ή αβάσιμων απαιτήσεων των τρίτων. Δεν παρέχεται κάλυψη, αν οι πράξεις ή οι παραλείψεις προκλήθηκαν από δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου. Επίσης, δεν καλύπτεται η χρηματική ποινή που επιβάλλεται ως ποινική ή διοικητική κύρωση. Η παροχή του ασφαλιστή αρχίζει όταν γεννηθούν δαπάνες στον λήπτη προς αντιμετώπιση μιας αξίωσης με την καθ οιονδήποτε τρόπο κοινοποίηση της απαίτησης προς αποζημίωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο λήπτης έχει κατά του ασφαλιστή αξίωση να τον ελευθερώσει από τις αξιώσεις του τρίτου και πρίν ακόμη αυτές προβληθούν, αν δηλαδή, η ζημία που προξένησε είναι προφανές ότι θα αποτελέσει αιτία έγερσης αξιώσεων. ΣΟΣ: Η παροχή του ασφαλιστή ξεπερνά την απλή καταβολή εξόδων αφού ο ασφαλιστής υπεισέρχεται και σε θέματα διαχείρισης των απαιτήσεων των τρίτων ζημιωθέντων κατά του λήπτη της ασφάλισης. Όταν ο λήπτης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στο πλαίσιο ασφάλισης για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων είναι επιτρεπτό να περιοριστεί με το ασφαλιστήριο η κάλυψη μόνο σε περιπτώσεις ευθύνης από ελαφρά αμέλεια ή και για ευθύνη χωρίς πταίσμα. Διαρκής είναι όχι μόνο η περίοδος διαμόρφωσης της προς ασφάλισμα υποχρέωσης του ασφαλιστή (η περίοδος μέσα στην οποία επέρχονται οι οικονομικές συνέπειες, οι οποίες και μπορεί να δημιουργούνται τμηματικά) αλλά και η ουσιαστική περίοδος κάλυψης, το χρονικό δηλαδή διάστημα από το οποίο ο κίνδυνος γίνεται βέβαιος μέχρι το χρονικό σημείο που θα προβληθεί η αξίωση και το οποίο μπορεί να είναι μεγάλο καθώς τα ζημιογόνα αποτελέσματα της πράξης μπορεί να αργήσουν να επέλθουν. Άρθρο 26 - Υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης Όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από το ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική κάτι το οποίο ισχύει για λόγους προστασίας των τρίτων από την κατοχή ή χρήση επικίνδυνων μηχανημάτων. Ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του τρίτου ενστάσεις από την ασφαλιστική σύμβαση, εκτός αν ο ζημιωθείς είναι ο λήπτης της ασφάλισης, άλλο πρόσωπο η αστική
ευθύνη του οποίου καλύπτεται και, εφόσον υπήρχε συνοίκηση, σύζυγος και συγγενής ως τον δεύτερο βαθμό, έστω και από αγχιστεία είτε του λήπτη είτε του ασφαλισμένου. Ο ασφαλιστής που κατέβαλε στον τρίτο χωρίς να είναι υποχρεωμένος κατά τα ανωτέρω έναντι του λήπτη της ασφάλισης, υποκαθίσταται στην απαίτηση του τρίτου κατά του ασφαλισμένου, μέχρι το ποσό που κατέβαλε. Η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) μηνών από την υποκατάσταση. Γεγονός που οδηγεί στην άρση ή τη λήξη της ασφαλιστικής σχέσης, δεν αντιτάσσεται κατά του τρίτου ζημιωθέντα παρά μόνο μετά πάροδο ενός (1) μηνός από τότε που ο ασφαλιστής το κοινοποιήσει στην υπηρεσία ή στο νομικό πρόσωπο που έχει ορισθεί για το σκοπό αυτόν. Στις περιπτώσεις αυτές ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται στο μέτρο που ο τρίτος μπορεί να αποζημιωθεί από άλλον ασφαλιστή ή από φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Περισσότεροι τρίτοι που ζημιώθηκαν συντρέχουν μέχρι το ασφαλιστικό ποσό κατά το λόγο των απαιτήσεων τους. Αν ο ασφαλιστής κατέβαλε σε έναν από τους τρίτους ποσό μεγαλύτερο από την αναλογία του, απαλλάσσεται έναντι των λοιπών για τις πέραν του ασφαλιστικού ποσού απαιτήσεις, εκτός αν κατέβαλε γνωρίζοντας την ύπαρξη τους. Αυτοί όμως έχουν έναντι του τρίτου που ικανοποιήθηκε αξίωση για την απόδοση του ποσού που έλαβε πέρα την αναλογία του. Ασφάλιση αυτοκινήτων Υποχρεωτική η ασφάλιση για τον κύριο, τον κάτοχο, τον κάθε οδηγό, τον προστηθέντα στην οδήγηση ή/και τον υπεύθυνο του αυτοκινήτου. Για να καλύπτεται η ζημία πρέπει να έγινε σε οδό προσιτή στο κοινό ή σε κάποιο αριθμό προσώπων. Ασφάλιση προσώπων Καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημιάς που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. Συμφωνείται να καταβληθεί ασφάλισμα στην περίπτωση θανάτου ή επιβίωσης ή και των δύο μετά από ένα χρονικό διάστημα είτε του λήπτη της ασφάλισης είτε τρίτου. Στην ασφάλιση για λογαριασμό μπορεί στο ασφαλιστήριο να μην κατονομάζεται ο ασφαλισμένος. Νόμιμες εξαιρέσεις κάλυψης: όταν η πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου προέρχεται άμεσα από πολεμικά γεγονότα + ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Μπορούν να θεσπιστούν συμβατικές εξαιρέσεις για τον εμφύλιο πόλεμο, την στάση και τις λαικές ταραχές. Οι εξαιρέσεις αυτέ αφορούν μόνο το σκέλος του κινδύνου και όχι το τυχόν υπάρχον επενδυτικό σκέλος και το μέρος του ασφαλίσματος που συνίσταται στην απόδοση επενδύσεων. Στην ασφάλιση προσώπων που έχει συμφωνηθεί ως ασφάλιση ποσού, το ασφάλισμα καταβάλλεται ανεξάρτητα από το αν η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου προκάλεσε ζημιά στον ασφαλισμένο ή στο δικαιούχο του ασφαλίσματος και ανεξάρτητα από το ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε. Η ασφάλιση της ζωής τρίτου για τον κίνδυνο θανάτου του είναι άκυρη, αν δεν υπάρχει έγγραφη συναίνεσή του. Η έγγραφη συναίνεση αυτού απαιτείται επίσης και για τον ορισμό τρίτου δικαιούχου του ασφαλίσματος, καθώς και για την εκχώρηση ή την ενεχύραση των απαιτήσεων από την ασφάλιση οπότε και απαιτείται η έγγραφη συναίνεση του λήπτη της ασφάλισης ή του τρίτου στην ασφάλιση ζωής τρίτου.
Στην ασφάλιση ζωής για τον κίνδυνο θανάτου, ο ορισμός του δικαιούχου γίνεται με γραπτή δήλωση του λήπτη της ασφάλισης η οποία είναι ελεύθερα ανακλητή. Αν δεν έχει ορισθεί δικαιούχος ή αν αυτός αποποιήθηκε το ασφάλισμα, δικαιούχος θεωρείται ο λήπτης της ασφάλισης και το ασφάλισμα μετά το θάνατο του περιλαμβάνεται στην κληρονομία του. Δεν υπάρχει η έννοια του ασφαλιστικού συμφέροντος αλλά η έννοια του προαώπου του κινδύνου, του προσώπου δηλαδή, στα συμβάντα της ζωής του οποίου αναφέρεται η σύμβαση. Δικαιούχος του ασφαλίσματος: το πρόσωπο που αντλεί δικαιώματα από την σύμβαση ασφάλισης και στο οποίο ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα. Επίσης ο ασφαλισμένος/πρόσωπο του κινδύνου μπορεί να είναι διάφορο πρόσωπο από τον λήπτη και διάφορο από τον δικαιούχο. Τρείς κατηγορίες ασφαλίσεων ζωής: 1. ασφάλειες επιβίωσης, θανάτου, μικτές και με επιστροφή του ασφαλίστρου. 2. ασφάλειες προσόδων 3. ασφάλειες σωματικών βλαβών, θανάτου και αναπηρίας από ατύχημα και ασθένειες Ασφάλιση θανάτου ή επιβίωσης του λήπτη Ασφάλιστρο κινδύνου: αναλώνεται στον κίνδυνο πρόωρης πληρωμής του. Επενδυτικό ασφάλιστρο: αποταμιεύεται για να πληρωθεί όταν λήξει η ασφαλιστική σύμβαση ή όταν πεθάνει ο ασφαλισμένος/πρόσωπο του κινδύνου. ΣΟΣ: Δεν μπορεί η αποπληρωμή της περιουσίας (το επενδυτικό σκέλος) να ματαιωθεί από την τυχόν μη τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στην μεταφορά του κινδύνου στον ασφαλιστή. Μικτές ασφαλίσεις: προβλέπεται η απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων που προέρχονται από το αποταμιευτικό σκέλος των ασφαλίστρων στην πρόωρη αποδημία του προσώπου του κινδύνου. Ασφαλισμένος είναι το φυσικό εκείνο πρόσωπο, η φυσική κατάσταση του οποίου σχετίζεται με την επέλευση του κινδύνου. Γνήσια ασφάλιση θανάτου για λογαριασμό: η ασφάλιση επί της ζωής τρίτου όταν δεν προβλέπεται να ορίζει ο τρίτος τον δικαιούχο ή δεν ορίζεται κανείς δικαιούχος και άρα είναι οι κληρονόμοι του ασφαλισμένου ή ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα να ορίσει τον δικαιούχο του ασφαλίσματος. Ορισμός δικαιούχου Με γραπτή δήλωση του δικαιούχου η οποία είναι ελέυθερα ανακλητή αν ο λήπτης είναι και ο ασφαλισμένος/πρόσωπο του κινδύνου. Ο λήπτης - ασφαλισμένος/πρόσωπο του κινδύνου μπορεί να τροποποιεί, να καταργεί την σύμβαση, να αντικαθιστά ή να καταργεί τον δικαιούχο ελεύθερα εφόσον ο δικαιούχος δεν έχει συμβληθεί άμεσα στην ασφάλιση έστω κι αν κάτι τέτοιο δεν προβλέπται στη σύμβαση. Αν ο δικαιούχος έχει συμβληθεί στην σύμβαση και ασκήσει το συμβατικό του δικαίωμα με απλή του δήλωση οτι αποδέχεται τον διορισμό του ώς δικαιούχου, τότε ο διορισμός γίνεται μεν αμετάκλητος υπόκειται όμως στους όρους της σύμβασης που μπορεί να προβλέπουν οτι ο λήπτης έχει δικαίωμα τροποποίησης της σύμβασης και του δικαιούχου. Άρθρο 29 - Δήλωση στοιχείων του ασφαλισμένου- Εξαγορά Η ηλικία του προσώπου, για το θάνατο ή την επιβίωση του οποίου συνάπτεται η ασφάλιση, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την εκτίμηση του κινδύνου. Αναληθής δήλωση ηλικίας θεωρείται ότι ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του κινδύνου, εάν βρίσκεται έξω από τα όρια που προβλέπουν τα σχετικά τιμολόγια του ασφαλιστή κατά την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης. Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, ο λήπτης της ασφάλισης δικαιούται μόνο την αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου.
Εξαγορά της ασφάλισης (29.3-4) Στην ατομική ασφάλιση ο λήπτης της ασφάλισης έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλιστή την εξαγορά της ασφάλισης μετά πάροδο χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο ασφαλιστήριο και το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο των τριών (3) ετών. Στην ομαδική ασφάλιση μπορεί να συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό. Ο ασφαλιστής αποδίδει στον λήπτη της ασφάλισης την αξία της εξαγοράς που συμφωνήθηκε. Ως βάση υπολογισμού της αξίας εξαγοράς λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα του ασφαλιστή που βαρύνουν τη συγκεκριμένη σύμβαση και τα καταβληθέντα ασφάλιστρα αποταμίευσης. Την ίδια υποχρέωση έχει ο ασφαλιστής και σε κάθε περίπτωση λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης. Η αξία εξαγοράς και ο τρόπος υπολογισμού της πρέπει να αναγράφονται στο ασφαλιστήριο για να π[ληρούται η νομική υποχρέωση του ασφαλιστή να τηρούνται οι κανόινες σαφήνειας και διαφάνειας. Άρθρο 30 - Αυτοκτονία ή θανάτωση Εάν το πρόσωπο για το θάνατο του οποίου συνάπτεται η ασφάλιση αυτοκτόνησε, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα, εφόσον έχουν περάσει δύο (2) τουλάχιστον χρόνια από τη σύναψη της σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και για κάθε μεταγενέστερη συμφωνία με την οποία αυξάνεται το ασφαλιστικό ποσό. Ο δικαιούχος εκπίπτει από το δικαίωμα του, αν με πρόθεση προκάλεσε το θάνατο του ασφαλισμένου ή αποπειράθηκε να τον θανατώσει. Θάνατος του ασφαλισμένου, που προκλήθηκε από τα πρόσωπα του άρθρου 7 παρ. 5 του παρόντος νόμου, δεν απαλλάσσει τον ασφαλιστή. Άρθρο 33 Κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται, κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση: 1. μεταφοράς πραγμάτων 2. πίστωσης ή εγγύησης, 3. θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών.