H αφήγηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου για τα γεγονότα της 13 ης Δεκεμβρίου 1967 στην συνέντευξη του στην εφημερίδα «Το Βήμα» η οποία φωτίζει τα δραματικά γεγονότα της περιόδου πριν την εξορία της Βασιλικής Οικογένειας. - Την 13η Δεκεμβρίου με ποιους τη σχεδιάσατε; «Σχεδίασα την 13η Δεκεμβρίου με αυτούς που είχαν την ευθύνη μονάδων και τους οποίους μπορούσα να εμπιστευθώ. Τον πρωταρχικό ρόλο είχαν ο στρατηγός Περίδης, ο οποίος ήταν διοικητής του Γ Σώματος Στρατού, ο στρατηγός Κόρκας, ο οποίος ήταν αρχηγός της Στρατιάς στη Λάρισα, και ο στρατηγός Εσσερμαν, ο οποίος διοικούσε την 20ή Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Επίσης σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία είχαν παίξει ο Λάμπρος Πρωτοπαπάς, τότε διοικητής της αεροπορικής βάσεως στην Τανάγρα, ο ναύαρχος Ροζάκης, ο πλοίαρχος Ταπίνης, οι απόστρατοι στρατηγοί Τζανετής και Δόβας, ο Χριστόφορος Στράτος και ο Μάκης Αρναούτης, με τον οποίον επικοινωνούσα με αγγελιοφόρο». - Και αυτό ήταν σχέδιο λεπτομερές; Έκανα ό,τι μπορούσα για να προετοιμασθεί καλύτερα η ανατροπή τους. H δυσκολία μου ήταν ότι δεν ήξερα ποιον να εμπιστευθώ. Εκανα επιθεωρήσεις σε διάφορες μονάδες και μιλούσα με τους αξιωματικούς. Από το περιεχόμενο της συζητήσεως και τις αντιδράσεις τους καταλάβαινα αν θα μπορούσα να βασισθώ στον αξιωματικό που είχα απέναντί μου. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Ο στρατηγός Γκράτσιος ήταν διοικητής μου όταν εγώ υπηρετούσα στην 5η Μοίρα Καταδρομών. Είχαμε συνδεθεί, είχαμε περπατήσει 17,5 ώρες μαζί. Τον συνάντησα την 28η Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη στη Λέσχη του Γ' Σώματος Στρατού. Ήταν πολλοί αξιωματικοί συγκεντρωμένοι και υπήρχε μεγάλη νευρικότητα γιατί η χούντα πίστευε ότι θα επιχειρούσα το εγχείρημα εκεί. Είχαν μάλιστα φέρει λοκατζήδες από την Αττική οι οποίοι παρήλασαν οπλισμένοι, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Αυτό μου το είπε ο Περίδης, ο οποίος είχε λάβει επίσης τα μέτρα του. Στη δεξίωση που επακολούθησε συναντήθηκα με τον στρατηγό Γκράτσιο και τον ρώτησα πώς βλέπει τα πράγματα. Μου λέει "θαυμάσια". Κατάλαβα τότε ότι ο Γκράτσιος δεν επρόκειτο να στηρίξει την προσπάθειά μου. Έτσι, με τέτοιου είδους συζητήσεις, έπρεπε σταδιακά να επιλέξω τους διαφόρους συνεργάτες μου, πέρα από τους ανθρώπους εκείνους που αποτελούσαν τον αρχικό και βασικό πυρήνα. Σε μερικές τέτοιες περιπτώσεις έπεσα και έξω. Για παράδειγμα, όταν ήμουνα εξορία με ρώτησε ο ναύαρχος ο Ροζάκης, ο οποίος ήταν την 13η Δεκεμβρίου διοικητής του Στόλου στην Κρήτη, γιατί δεν μίλησα με τον ναύαρχο Δέδε, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του. "Ναύαρχε, θυμάστε τι μου είπατε όταν με είδατε την 21η Απριλίου; " τον ρώτησα. Δεν θυμόταν. "Εγώ όμως θυμάμαι. Μπήκατε στο γραφείο, όπως μπήκαν και άλλοι στρατηγοί, και μου είπατε: Είμαι εις τας διαταγάς σας, είμαι πιστός, είμαι εναντίον της
χούντας". Ξεκάθαρα πράγματα. Και ήξερα αμέσως πού να βασιστώ. Ο Δέδες όμως δεν μου είπε κάτι τέτοιο, οπότε εγώ δεν μπορούσα να του μιλήσω γιατί το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσα ήταν να διαρρεύσει η προετοιμασία. Οπως διαπίστωσα εκ των υστέρων, είχα κάνει λάθος εκτίμηση διότι την 13η Δεκεμβρίου ο Δέδες κράτησε άψογη στάση και αισθάνθηκα τύψεις που δεν τον είχα συμπεριλάβει στο σχέδιο. Σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, η αγωνία ήταν μεγάλη. Έπρεπε να προφυλάσσομαι ακόμα και από ορισμένους υπασπιστές της υπηρεσίας μου, που δεν ήταν της δικής μου επιλογής». - Και την ημερομηνία πώς την αποφασίσατε; «Εγώ δεν ήθελα να κινηθώ τον Δεκέμβριο. Ήθελα αργότερα, γιατί αισθανόμουν ότι δεν είχα ολοκληρώσει την προετοιμασία της οργανώσεως. Είχα επιμείνει στον στρατηγό Περίδη να γίνει το εγχείρημα της ανατροπής της χούντας την άνοιξη του 1968 γιατί πίστευα πως χρειαζόταν περισσότερος χρόνος. Ο Περίδης όμως επέμενε να επιλέξω την 12η, 13η ή 14η Δεκεμβρίου, διότι μετά τις 15 του μηνός επρόκειτο να επιστρέψουν στις βάσεις τους οι μάχιμες μονάδες που είχαν μετακινηθεί στη Θράκη λόγω της ελληνοτουρκικής κρίσεως και στις οποίες εβασίζετο ο στρατηγός Περίδης». - Την παραμονή της 13ης Δεκεμβρίου ήσασταν σε ένα σπίτι όπου ήταν και ο Τάλμποτ; «Είχε από καιρό προγραμματισθεί η συνάντηση αυτή, εγώ όμως δεν είχα καθόλου διάθεση να πάω στο γεύμα, στο οποίο θα παρευρίσκετο και ο πρέσβης των ΗΠΑ Τάλμποτ. Είχα φοβερό άγχος, αφού την επομένη το πρωί θα ξεκίναγε το κίνημα για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Δεν είχα κανένα κέφι για κουβέντα στη διάρκεια του γεύματος. H κυρία Τάλμποτ υποψιάστηκε ότι κάτι συμβαίνει και υποθέτω ότι μίλησε στον άντρα της. Την ώρα που φεύγαμε, έγινε ο εξής διάλογος με τον πρέσβη Τάλμποτ: "Sir, are you Ο.Κ.?". "Yes" του απάντησα. "Μήπως θα μπορούσα να σας καλέσω στην πρεσβεία για ένα βραδινό ποτό;". "Όχι. Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά αν θέλετε να με δείτε να έρθετε στο Τατόι αύριο στις 8.00 το πρωί". Προφανώς θα σκέφτηκε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει, αφού δεν συνήθιζα να καλώ πρέσβεις σε ακρόαση στις 8.00 το πρωί. Εκ των υστέρων, του είπα ότι θα πρέπει να μου χρωστά ευγνωμοσύνη, διότι αν είχα δεχθεί την πρόσκλησή του το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου, θα είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι Αμερικανοί είχανε άμεση εμπλοκή στην κίνησή μου. Ήρθε στο Τατόι στις 8.00 το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου. Ολο το βράδυ δούλευα. Μεταξύ άλλων, μαγνητοφώνησα το διάγγελμα που θα απηύθυνα στον ελληνικό λαό. Οταν έφθασε ο Τάλμποτ, του είπα ότι θα αναχωρούσα σε λίγο και του ανακοίνωσα την πρόθεσή μου να ανατρέψω τη χούντα.
Του είπα ότι έχω μιλήσει με τον πρόεδρο των ΗΠΑ και μου υποσχέθηκε πως θα με στηρίξει. Τον παρεκάλεσα δε, να τον ειδοποιήσει. Του ζήτησα επίσης να φροντίσει να μεταδοθεί το διάγγελμά μου από τον ραδιοφωνικό σταθμό των ΗΠΑ στην Ελλάδα, κάτι το οποίο πιστεύω ότι δεν έγινε. Μόλις άκουσε όλα αυτά ο Τάλμποτ, κιτρίνισε από την ταραχή του. Έδειξε αμηχανία και δεν ήξερε τι να κάνει. Τον παρεκάλεσα να μεταβεί στο Πεντάγωνο και να διαβιβάσει στους αρχηγούς των Επιτελείων και στους επιτελάρχες ότι η αμερικανική κυβέρνηση επιθυμεί να εγκαταλείψουν την εξουσία». - Ποιους πήρατε μαζί σας φεύγοντας; «Φύγαμε, νομίζω, στις 10.00 το πρωί. Τηλεφώνησα στον Κόλλια και τον παρακάλεσα να έρθει στο Τατόι για επείγουσα ακρόαση. Όταν ήρθε ο πρωθυπουργός, του ανακοίνωσα την απόφασή μου να προχωρήσω στην ανατροπή της χούντας. Τρόμαξε και μου είπε να προσέχω. Του είπα να μην ανησυχεί. Επιβιβαστήκαμε σε δύο αυτοκίνητα τύπου station wagon, η μητέρα μου, η βασίλισσα, που ήταν έγκυος, η κόρη μου Αλεξία, δύο ετών τότε, ο γιος μου Παύλος, επτά μηνών, ο πρωθυπουργός Κόλλιας, ο ιατρός-γυναικολόγος Κουτήφαρης και ορισμένοι συνεργάτες μου. Κατευθυνθήκαμε στο αεροδρόμιο του Τατοΐου, όπου μας περίμενε ο κύριος Παύλος Ιωαννίδης, κυβερνήτης του αεροσκάφους μου, στο οποίο επιβιβαστήκαμε, οι δε συνεργάτες μου επιβιβάστηκαν σε ένα ντακότα. Απογειωθήκαμε με κατεύθυνση την Καβάλα, σύμφωνα με το σχέδιο. Με εντολή του Λ. Πρωτοπαπά, που ήταν τότε διοικητής της Τανάγρας, μας συνόδεψαν μέχρι τη Καβάλα δύο F-104». - Πότε η χούντα έμαθε ότι ξεκίνησε το κίνημά σας; Είχατε στείλει και μια επιστολή; «Το πληροφορήθηκαν επισήμως 30 λεπτά περίπου μετά την αναχώρησή μας από το Τατόι. Πράγματι είχα απευθύνει επιστολές στον αρχηγό του Στρατού και σε άλλους στρατηγούς, και τους ζητούσα να παραδώσουν την εξουσία στους αξιωματικούς κομιστές των επιστολών». - Και όταν φθάσατε στην Καβάλα; «Υποτίθεται ότι στο αεροδρόμιο της Καβάλας έπρεπε να με αναμένει ο στρατηγός Κεχαγιάς, διοικητής της 11ης Μεραρχίας, για να μεταβούμε στο αρχηγείο του, και από εκεί να συντονίσουμε, σε συνεργασία με τους στρατηγούς Περίδη και Εσσερμαν, την όλη επιχείρηση. Όταν φθάσαμε πάνω από το αεροδρόμιο της Καβάλας, διαπιστώσαμε ότι κανείς δεν μας περίμενε!!! Παρά το γεγονός ότι ο πύργος ελέγχου δεν λειτουργούσε, έδωσα εντολή στον Παύλο Ιωαννίδη να προσγειωθούμε. Την ώρα της προσγειώσεως έφθασε και ο στρατηγός Κεχαγιάς, ο οποίος δεν εγνώριζε τον σκοπό της αφίξεώς μου!!! Έμεινα έκπληκτος, διότι ο στρατηγός Περίδης είχε αναλάβει να ενημερώσει τον Κεχαγιά. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά. Τα μέλη της οικογένειάς μου
πήγαν στο ξενοδοχείο και εγώ μαζί με τον Κεχαγιά κατευθυνθήκαμε στο αρχηγείο της 11ης Μεραρχίας. Στο μεταξύ έφθασε στην Καβάλα το ελικόπτερό μου με κυβερνήτη τον σμηναγό Παπαδόπουλο, έναν καταπληκτικό και γενναίο αξιωματικό. Επειδή στην Καβάλα δεν μπορούσα να σχηματίσω εικόνα των εξελίξεων και ήταν αδύνατον να επικοινωνήσω με τον στρατηγό Εσσερμαν, πέταξα με το ελικόπτερο στην Κομοτηνή για να συναντηθώ με τον στρατηγό Περίδη, ο οποίος, ενώ ήταν διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ευρίσκετο στην Κομοτηνή λόγω της έκρυθμης καταστάσεως που επικρατούσε στα σύνορα με την Τουρκία. Εκεί με περίμεναν πολλοί αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο Ζαγοριανάκος, ο οποίος ήταν πρώην υπασπιστής μου, η δε χούντα τον έκανε αργότερα αρχηγό του Στρατού. Τους μίλησα. Προσπάθησα να τους εμψυχώσω. H ατμόσφαιρα ήταν πειθαρχημένη αλλά ψυχρή. Τα μηνύματα που ελάμβανα στο μεταξύ ήσαν απογοητευτικά. H μονάδα στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος της Θεσσαλονίκης δεν είχε κινηθεί, διότι ο διοικητής της είχε συλληφθεί. Ο στρατηγός Κόρκας δεν έδινε σημεία ζωής. Και το χειρότερο: ο στρατηγός Εσσερμαν, διοικητής της 20ής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, είχε συλληφθεί και έτσι είχαν ακινητοποιηθεί τα υπό τις διαταγές του άρματα μάχης, τα οποία θα αποτελούσαν, σύμφωνα με το σχέδιο, την κύρια και βασική αιχμή της όλης στρατιωτικής επιχειρήσεως. Μόνον η Αεροπορία και το Ναυτικό ακολούθησαν τις σχετικές οδηγίες. Ο Στόλος, με αρχηγό τον ναύαρχο Ροζάκη, απέπλευσε από την Κρήτη και κατευθύνθηκε προς Καβάλα. Σμήνος δε F-104, με διαταγή του Πρωτοπαπά, απογειώθηκε από την Τανάγρα και πέταξε πάνω από το Πεντάγωνο και άλλες στρατιωτικές βάσεις της Αττικής, προς εκφοβισμό. Στο σημείο αυτό πρέπει να σας πω ότι άρματα μάχης είχαν περικυκλώσει το αεροδρόμιο της Τανάγρας και απειλούσαν να το καταλάβουν, κάτι που δεν ετόλμησαν να επιχειρήσουν λόγω της σθεναρής και δυναμικής αντιμετωπίσεώς των από τον διοικητή της Τανάγρας». - Δεν είχε δύναμη τότε το Σώμα Στρατού να σας κρατήσει και να... «Σκοπός μου ήταν να ελέγξουμε τη Θεσσαλονίκη, αλλά, όπως σας είπα, οι μονάδες που είχαν αναλάβει αυτή την αποστολή δεν κινήθηκαν διότι οι χουντικοί αξιωματικοί τις είχαν ακινητοποιήσει». - H χούντα προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί σας εκείνη την ημέρα; «Οχι. Ή, αν προσπάθησε, δεν τα κατάφερε. Δεν είχα επαφή, είχαν κόψει όλες τις επικοινωνίες, η μόνη επικοινωνία που είχα ήταν μέσω της Χωροφυλακής. Αν τότε διαθέταμε τη σημερινή τεχνολογία, ίσως να είχαμε πετύχει τον σκοπό μας». - Πότε καταλαβαίνετε ότι έχει τελειώσει; «Οταν πήγα στην Κομοτηνή και διαπίστωσα αφενός μεν ότι ο στρατηγός Περίδης δεν είχε συντονίσει και καθοδηγήσει τις αναγκαίες στρατιωτικές κινήσεις και πρωτοβουλίες και αφετέρου ότι πιστοί στη χούντα αξιωματικοί είχαν συλλάβει τον στρατηγό Εσσερμαν. Το βράδυ, λοιπόν, όταν βεβαιώθηκα πλέον ότι δεν είχα
καμία ελπίδα να αναστρέψω τη δυσμενή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έδωσα εντολή στον Στόλο και στην Αεροπορία να επιστρέψουν στις βάσεις τους. Αντίθετη εντολή, για χρήση βίας, όπως μου είχαν εισηγηθεί ορισμένοι αξιωματικοί, θα προκαλούσε αιματοχυσία, ενδεχόμενο που ήθελα με κάθε τρόπο να αποφύγω. Ταυτόχρονα πήρα την απόφαση να φύγω με την οικογένειά μου από την Ελλάδα και να πετάξω προς τη Ρώμη, αφού η παραμονή μου μετά την αποτυχία του εγχειρήματος θα με καθιστούσε όμηρο της χούντας και ανίσχυρο πλέον να προσφέρω τις υπηρεσίες μου για την ανατροπή της. Ετσι έληξε άδοξα αυτή η προσπάθεια. Αναγνωρίζω ότι έγιναν πολλά λάθη από μέρους μου, αφού εγώ είχα την τελική ευθύνη. H οργάνωση, όπως αποδείχθηκε, παρουσίασε πολλά και αδικαιολόγητα κενά, ιδίως στον τομέα του συντονισμού. Ορισμένοι αξιωματικοί, στους οποίους είχα βασισθεί, απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων, ενώ άλλοι μάς πρόδωσαν. Πρέπει να σας πω ότι παρ' όλα αυτά είμαι υπερήφανος που ηγήθηκα αυτής της προσπάθειας για την ανατροπή της χούντας. Δοκιμάσαμε. Μου ήταν αδύνατον να παραμένω στα ανάκτορα αδρανής. Θέλω, δε, εδώ να επισημάνω πως υπήρξαν πολλοί αξιωματικοί οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του βασιλέως και ήσαν έτοιμοι να θυσιαστούν. Οι αξιωματικοί αυτοί απετάχθησαν από το στράτευμα, βασανίστηκαν και υπέστησαν ταπεινωτική μεταχείριση. Εγώ θεώρησα ότι είχα χρέος να τους συμπαρασταθώ, υλικά και ηθικά, πράγμα που έκανα με όλες μου τις δυνάμεις. Σε αυτούς πρέπει, πιστεύω, να απονεμηθεί έπαινος και να αναγνωρισθεί η προσφορά τους στον αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας». - Όταν φθάσατε στη Ρώμη είχατε ετοιμάσει τίποτε εκεί; «Απολύτως τίποτα. Προσγειωθήκαμε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Τσιαμπίνο της Ρώμης, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι δημοσιογράφοι των ξένων μέσων ενημερώσεως».