Η Ελληνική εξωτερική πολιτική στη Χερσόνησο του Αίµου. Λάθη, προκλήσεις και προοπτικές.



Σχετικά έγγραφα
Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη «Η Ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ Εμπειρίες από την εισδοχή άλλων Βαλκανικών κρατών»

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ορισµένες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας

Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση, χαιρετίζω την συνάντηση αυτή που γίνεται ενόψει της ανάληψης της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη χώρα μου.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑ.Λ. (ΟΜΑ Α Β ) 2012 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΓΕΝΙΚΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΙΑ

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ο H ΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Νίκος Μαραντζίδης Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Διεθνής Οργανισμός είναι ένα σύνολο κρατών, που δημιουργείται με διεθνή συνθήκη, διαθέτει μόνιμα όργανα νομική προσωπικότητα διαφορετική από τα κράτη

Απασχόληση και πολιτισµός, πυλώνες κοινωνικής συνοχής και ένταξης των µεταναστών για µια βιώσιµη Ευρώπη

Ομιλία στο συνέδριο "Νοτιοανατολική Ευρώπη :Κρίση και Προοπτικές" (13/11/2009) Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Ε.

ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥΡΚΙΑ. Αξιολογώντας το παρελθόν και το παρόν, προβλέποντας το μέλλον

Βραβείο Πρωτοποριακής Δημιουργίας Γιάννος Κρανιδιώτης,

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0392/1. Τροπολογία. Harald Vilimsky, Mario Borghezio εξ ονόματος της Ομάδας ENF

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΚΕΤΕΜΠΟΡΓΚ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕ ΡΙΑΣ. 15 και 16 Ιουνίου 2001 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. ελτίο EL - PE 305.

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0341/7. Τροπολογία. Σοφία Σακοράφα, Νικόλαος Χουντής εξ ονόματος Ομάδας GUE/NGL

ΕΦΗΜΕΡΙ ΑΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ «ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΙΚΑ ΠΑΡΚΑ» ΕΝΟΤΗΤΑ:

Βασικά θέματα προς συζήτηση:

THE ECONOMIST ΟΜΙΛΙΑ ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ MINISTER OF FOREIGN AFFAIRS, CYPRUS

12 Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ

B8-0212/5. Σοφία Σακοράφα, Κώστας Χρυσόγονος, Kostadinka Kuneva, Νεοκλής Συλικιώτης, Τάκης Χατζηγεωργίου εξ ονόµατος Οµάδας GUE/NGL

THE ROUTE OF THE WESTERN BALKANS TOWARDS EUROPEAN UNION

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

Θα αποτελέσει η Κροατία το 28 ο μέλος της Ε.Ε.;

Δημοκρατική Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ

Κύριε Επίτροπε, Αγαπητοί Συνάδελφοι Υπουργοί, Αξιότιµοι Φίλοι Προσκεκληµένοι, Κυρίες και Κύριοι,

Ξέφυγε η Τουρκία: Ζητά με ΝΟΤΑΜ αποστρατικοποίηση της Κάσου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΣΤ Ο ΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ζωή για τη δική της ευδαιμονία. Μας κληροδοτεί για το μέλλον προοπτικές χειρότερες από το παρελθόν. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά.

ΚΥΠΡΟΣ. ακόμα υπό κατοχή ακόμα διαιρεμένη

4ο ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ. «ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Ώρα για αποφάσεις» ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ HILTON PARK 7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ΣΥΜΠΟΣΙΟ «Οι ενεργειακοί πόροι της Κύπρου και τα νέα δεδοµένα στην Ανατολική Μεσόγειο»

Εισήγηση. του κ. Θανάση Λαβίδα. Γενικού Γραµµατέα & Επικεφαλής ιεθνών ράσεων ΣΕΒ. στη «ιηµερίδα Πρέσβεων»

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

Ομιλία Εκτελεστικού Αντιπροέδρου Χάρη Κυριαζή. «Προκλήσεις, προτάσεις, στρατηγικές ανάπτυξης της εξωστρέφειας» ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΣΕΒΕ EXPORT SUMMIT

10 χρόνια από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: διδάγματα και προοπτικές

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Η στρατηγική πολύ μικρής κρατικής δύναμης: η περίπτωση της Κύπρου Στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες δυνάμεις αλλά επίσης υπάρχουν

«Να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα και να διαμορφώσουμε σε νέα βάση. την πολιτική μας»

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ. Διακήρυξη των Αθηνών της 1ης Συνόδου των Μεσογειακών Χωρών της ΕΕ

Προτεινόμενα Θέματα Ιστορία Γενικής Παιδείας

Δρ. Νικος Σ. Παναγιωτου Λέκτορας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Ομιλία Γιάννου Παπαντωνίου. «Ελλάδα Τουρκία στον 21 ο αιώνα»

Η Διεθνής Κοινότητα έχει σημάνει συναγερμό για την αντιμετώπιση αυτής της μεγάλης κοινωνικής μάστιγας. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Χαιρετισµός του κ. ιονύση Νικολάου, Γενικού ιευθυντή του ΣΕΒ. «Ενεργός Γήρανση: Ένα Κοινωνικό Συµβόλαιο Αλληλεγγύης µεταξύ των Γενεών»

Μαρί-Κωνστάνς Κων/νου

Θέμα: Ώρες Ευθύνης. Στο Σύγχρονο κάλεσμα της ιστορίας η Τ.Α πρέπει να δηλώσει παρούσα

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 26 Οκτωβρίου 2010 (04.11) (OR. fr) 15448/10 CULT 97 SOC 699

στη Βουλγαρία και µετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1 η Ιανουαρίου 2007, κάτω από τον πιο εύγλωττο τίτλο Σύγχρονη

Η Ντόρα Μπακογιάννη στέλνει µέσω του "Π" πολλαπλά µηνύµατα στην Τουρκία

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Η Κύπρος στον 21 ο αιώνα: Προκλήσεις και Προοπτικές σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα Ευρισκόμενοι στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21 ου

«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ»

Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

Αγαπητοί συνάδελφοι Δήμαρχοι, εταίροι στο πρόγραμμα

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΣΤΗ ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΟΕΚ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ Μαϊου 2008, Χόρινχεμ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL B8-0214/1. Τροπολογία. Ulrike Lunacek εξ ονόµατος της Οµάδας Verts/ALE

2. Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ: Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΣΕ ΔΙΕΘΝΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ

13056/16 DM/ss 1 DGC 2B

European Year of Citizens 2013 Alliance

Ομιλία της υπουργού Εξωτερικών, κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη, στην παρουσίαση του βιβλίου

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΜΑΝΟΣ Ν. ΚΟΝΣΟΛΑΣ Βουλευτής Ν. Δωδεκανήσου ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Γενική Συνέλευση. Πέμπτη, 24 Ιουνίου Ομιλία του Προέδρου, κ. ΒΑΣΙΛΗ Θ. ΡΑΠΑΝΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΟ ΤΡΙΣΧΙΛΙΕΤΕΣ ΜΕΓΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΚΡΑΤΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 14 ΟΚΤ 17. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής, που βρίσκομαι σήμερα εδώ στη

ΕΝΟΤΗΤΑ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η ιστορία μάς διδάσκει ότι όποτε η Ελλάδα κλυδωνίζεται, μαζί της κλυδωνίζεται και η Ευρώπη.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 2 ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0320/5. Τροπολογία. Helmut Scholz εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

3 O ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ «Η συμβολή της Κύπρου στη νέα Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Στρατηγική»

Τρίτη 30/10/2012 Χαιρετισμός του Υπουργού Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Δημήτρη Ηλιάδη Σεμινάριο"On the Road with CSDP", Βρυξέλλες

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ένας εκ των κορυφαίων ελλήνων πολιτικών της. νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας, στα 60 χρόνια της πολιτικής του διαδρομής,

B8-0225/2019 } B8-0227/2019 } B8-0229/2019 } RC1/Τροπ. 1

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ο ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. 9.1 Εισαγωγή

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Το κοινό ανακοινωθέν των «28» και της Τουρκίας μετά τη Σύνοδο Κορυφής έχει ως εξής:

δεκατομο ιστορικο εργο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ του σωτηρη ριζα

Η δήλωση της Μπρατισλάβας

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου. Πυρίδου Κωνσταντίνα

Σχέδιο Δράσης για για τη Δημοκατία της Ισότητας

Transcript:

Η Βαλκανική µας Οδύσσεια: Η Ελληνική εξωτερική πολιτική στη Χερσόνησο του Αίµου. Λάθη, προκλήσεις και προοπτικές. Αικατερίνη Μαρία Ψιµόγιαννου Σεπτέµβριος 2005.

Περιεχόµενα: Εισαγωγή..σελ. 3 Κεφάλαιο 1o....σελ. 7 Κεφάλαιο 2o...σελ 15 Επίλογος...σελ 28 Βιβλιογραφία...σελ 30 2

Εισαγωγή: Οι µεταβολές, που συντελέσθηκαν στο διεθνές πολιτικό σύστηµα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν στο σύνολο τους πραγµατικά κοσµογονικές και δεν βιώθηκαν εντονότερα πουθενά αλλού, παρά στην «πίσω αυλή» της Ευρώπης, τα Βαλκάνια, που φάνηκαν επικίνδυνα ανέτοιµα να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση για µετεξέλιξη τους από κοµµουνιστικές οικονοµίες σε καπιταλιστικές και από συγκεντρωτικές κοινωνίες σε φιλελεύθερες δηµοκρατίες. Η τραγική κατάσταση των οικονοµιών και η προβληµατική πορεία εκδηµοκρατισµού τους, δυσχαιρένουν την «επιστροφή στην Ευρώπη», διακηρυγµένο πλέον στόχο των νέων καθεστώτων και εύλογο πόθο των λαών τους. Ωστόσο, ο πραγµατικός κίνδυνος ελλοχεύει στην έξαρση των εθνικισµών, στις εµφύλιες συγκρούσεις, που αντικατέστησαν τον εξωτερικό αντίπαλο στις συνειδήσεις του λαού και των ηγεσιών του. Η πανσπερµία λαών στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο µε την πληθώρα εθνικοτήτων, γλωσσών και θρησκειών είχε εµποδίσει την αυστηρή ταύτιση των εθνικών συνόρων µε εκείνα των κρατικών, αλλά η κατάρρευση του κοµµουνισµού έφερε στο φως µε δραµατικό τρόπο το σύνθετο τούτο µωσαϊκό της βαλκανικής - µείζων εστία κρίσεων έκτοτε. Οι αποσχίσθηκες τάσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, έρχονται σε πλήρη αντίθεση µε τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις ενοποίησης και περαιτέρω ολοκλήρωσης που βιώνονται στην καρδιά της υτικής Ευρώπης (Μααστριχτ - ΕΕ). Στις αρχές της νέας δεκαετίας, οι κίνδυνοι αποσταθεροποίησης της περιοχής είναι πλέον εµφανείς. Η διεθνής κοινότητα, αν και καλείται να λάβει µέτρα για την αποφυγή της περιθωριοποίησης των Βαλκανίων, αποδεικνύεται αναποτελεσµατική, όπως και το ευρωπαϊκό οικοδόµηµα που κρίθηκε ακόµα 3

θεσµικά και πολιτικά ανώριµο για την αντιµετώπιση τέτοιων κρίσεων. 1 Απεναντίας, ένας µεγάλος αριθµός αποκλίνουσων εθνικών πολιτικών επιδεινώνουν την ήδη έκρυθµη κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, το δυσµενές «βαλκανικό σύνδροµο» 2, η κοινή δηλαδή συνείδηση των βαλκανικών λαών ότι έρµαια πάντοτε εξωβαλκανικών παραγόντων αδυνατούν να µονιάσουν, συνέβαλε µε τη σειρά του στην κλιµάκωση των εντάσεων και στη µακρόχρονη εµπλοκή των χωρών τους σε αδιέξοδες καταστάσεις. Στην ελληνική περίπτωση, το «βαλκανικό σύνδροµο», που έλαβε τη µορφή της βαθιάς πεποίθησης ενός ανάδελφου λαού, υπήρξε πάγια πολιτική στάση για µια σειρά ετών - ανεξάρτητη και αδέσµευτη εξωτερική πολιτική του Α. Παπανδρέου- ενώ επανήλθε εκ νέου στην πολιτική ορολογία και πρακτική µε το ακανθώδες ζήτηµα της ονοµασίας της ΠΓ Μ, αγκυλώνοντας για µεγάλο χρονικό διάστηµα την ελληνική διπλωµατία. Και ενώ η ύση πανηγύριζε την κατάρρευση του κοµµουνισµού, στη νέα Νοτιοανατολική Ευρώπη αντιµάχονταν µεταξύ τους, από τη µια η σεβαστή από τη ιεθνή Κοινωνία αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης και από την άλλη η αρχή του αµετάβλητου των συνόρων. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα, αν και καλείτο να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο που της είχε ανατεθεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας και δίαυλος των Βαλκανίων στην Κοινότητα, εκείνη κατόρθωσε να παγιδευτεί στην εσωστρέφεια και την αδυναµία της να πορευθεί ορθολογικά. Έτσι, σαράντα-πέντε χρόνια παγκόσµιας πολιτικής ιστορίας κύλησαν και οι ασκοί του Αιόλου άνοιξαν για ακόµα µια φορά. Μια συνολική προσέγγιση της βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας από τη µεταπολίτευση ως τις µέρες µας και ιδιαίτερα µια µελέτη της πορείας της στην άµεση µεταψυχροπολεµική περίοδο, χρησιµεύουν πάντοτε για τη βαθύτερη κατανόηση των πολιτικών επιλογών, σωστών ή λανθασµένων, της σύγχρονης ελληνικής διπλωµατίας. υστυχώς, όπως θα προκύψει από 1 Βαλντέν, Σ: Μακεδονικό και Βαλκάνια, 1991-1994, Η αδιέξοδη πορεία της ελληνικής πολιτικής, Αθήνα, Εκδόσεις Θεµέλιο, 1994, σελ. 26-27. 2 Παπακωνσταντίνου, Μ: Βαλκάνια Η Άγνωστη Γειτονία µας, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι, 2002, σελ. 21. 4

την παρακάτω ανάλυση, η αποτίµηση των πρώτων πέντε ετών της δεκαετίας του 1990 είναι λυπηρά αρνητική. Οι πολιτικές επιλογές των ηγεσιών κρίνονται στο σύνολό τους λανθασµένες, οι κινήσεις τους σπασµωδικές, ενώ οι εκτιµήσεις τους επιπόλαια βιαστικές. Η απεµπλοκή της χώρας από τη θλιβερή αυτή κατάσταση φαίνεται να συντελείται από το 1996-97 και ύστερα µε τον εξορθολογισµό της εξωτερικής της πολιτικής. Παρά τις πολιτικές ήττες, που υπέστη η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δραµατικής πρώτης πενταετίας, οι πραγµατικά επιζήµιες συνέπειες τους θα µπορούσαν να αποδειχθούν επωφελείς αν τα µαθήµατα, που αποκοµίστηκαν, προφυλάξουν τις επόµενες γενεές πολιτών και πολιτικών, ώστε στο µέλλον να προασπιστούν αποτελεσµατικότερα τα ελληνικά δίκαια, που σύµφωνα µε τον µεγάλο έλληνα πολιτικό «τον όρο αυτό δεν τον αντιλαµβάνονται οι Ευρωπαίοι, να οµιλείτε περί εθνικών συµφερόντων, δίκαιων ελληνικών συµφερόντων, τα οποία αν είναι δυνατόν, οφείλουν να συµπίπτουν µε τα γενικότερα δίκαια της ανθρωπότητας». 3 Στην πορεία της ανάλυσης αυτής θα παρουσιαστεί η βαλκανική πολιτική του Κ. Καραµανλή, καθώς και η συνέχιση της από τις διαδοχικές κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα κυριαρχήσει η αναφορά της εµπλοκής της Ελλάδος στις αδιέξοδες βαλκανικές καταστάσεις όπως και η µεταµόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας από τα µέσα της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα που έσβησε µέχρι τις µέρες µας. Το πόνηµα αυτό θα ολοκληρωθεί µε τις εκτιµήσεις για τους παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά τις ελληνικές επιλογές, τα στοιχεία εκείνα που δεν αξιολογήθηκαν ορθά, τις ιστορικές αγκυλώσεις που δέσµευσαν τη χώρα, τους κινδύνους τους οποίους κλήθηκε να αντιµετωπίσει η ελληνική διπλωµατία την περίοδο αυτή και τέλος τις προοπτικές και το µέλλον της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο βαλκανικό χώρο. 3 Σχόλια του Ελευθέριου Βενιζέλου όπως αναφέρεται στο Παπακωνσταντίνου : op cit, σελ. 93. 5

Κεφάλαιο 1 ο : Η Βαλκανική πολιτική της Ελλάδας µέχρι και το 1991. Μεταπολεµικά και µέχρι το 1974, ο φόβος του κοµµουνιστικού κινδύνου κυριάρχησε στη σκέψη και αποτέλεσε την κινητήρια δύναµη πίσω από τις κινήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Μέλος του δυτικού συνασπισµού, η Ελλάδα παρασυρόταν συχνά στις συνεχείς αντιπαραθέσεις Ανατολής- ύσης, εγκλωβισµένη στο ψυχροπολεµικό status quo, που δεν της επέτρεπε, ούτως ή άλλως ως µικρή χώρα, ιδιαίτερη ευχέρεια πρωτοβουλιών και εναλλακτικών κινήσεων. Το διεθνές κλίµα υπήρξε τόσο ασφυκτικό, που ο ορίζοντας της χώρας εξακολουθούσε να την προσανατολίζει διπλωµατικά και στρατιωτικά στη ύση. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, των οποίων οι µνήµες του εµφυλίου πολέµου ήταν ακόµα αρκετά νωπές, ο κίνδυνος εξακολουθούσε να προέρχεται από τον εχθρικό γειτονικό βορρά λαµβάνοντας τη µορφή απειλών κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και της κοινωνικής της δοµής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι σχέσεις της Ελλάδας µε τον βαλκανικό της περίγυρο δε δείχνουν αισιόδοξα σηµεία βελτίωσης, ενώ το ενδεχόµενο µιας ελληνοτουρκικής σύρραξης λογιζόταν ακόµα ως ένα µη πιθανό σενάριο. Σταδιακά όµως και µε διστακτικά βήµατα αρχίζει να δροµολογείται µια εµφανής πορεία βελτίωσης των σχέσεων της Ελλάδας µε τις βαλκανικές χώρες, πλην της Αλβανίας έναντι της οποίας εξακολουθεί να διατηρεί τόσο την εµπόλεµο κατάσταση όσο και τη διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου. 4 Αν και χωρίς να λείπουν αισθήµατα καχυποψίας από την ελληνική πλευρά, οι πρώτες κινήσεις για την αποκατάσταση των σχέσεων της χώρας µε τους Βαλκανικούς της γείτονες συντελούνται το 1953 και διατηρούνται, µε αρκετά όµως στοιχεία αντίφασης, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Στη βάση λοιπόν αυτή, οι σχέσεις µε την εχθρική, µέχρι τότε, Βουλγαρία 4 Σωτήρης Βαλντέν :Η Βαλκανική Πολιτική της Ελλάδας. Κριτικός Απολογισµός της Μεταπολεµικής Περιόδου και Προοπτικές στο Τσάκωνας, Παναγιώτης Ι: Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Μια συνολική προσέγγιση, Τόµος Β, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2003, σελ. 401. 6

αποκαθίστανται το 1953-54 και οµαλοποιούνται το 1964, µε την βορειότερη Ρουµανία δροµολογείται η οµαλοποίηση το 1966 και τέλος µε την Γιουγκοσλαβία, ηγετικό στέλεχος της Κίνησης των Αδεσµεύτων, αν και συχνά πυκνά οι σχέσεις σκιάστηκαν από τις έντονες τριβές και κρίσεις που προκαλούσε η ανακίνηση του Μακεδονικού ζητήµατος, παρέµεναν παραδοσιακά στενές και οι πλέον φιλικές. 5 Παρά τα ενθαρρυντικά βήµατα των ελληνικών ηγεσιών στο άνοιγµα τους στις γειτονικές χώρες του Ανατολικού συνασπισµού κατά την πρώτη µεταπολεµική περίοδο, η απαρχή µιας ρεαλιστικής και εποικοδοµητικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, η ανάπτυξη δηλαδή ουσιαστικών ελληνικών πρωτοβουλιών, πραγµατοποιείται µόλις το 1974. Με την αποκατάσταση της δηµοκρατίας, την επικράτηση ηπιότερων τόνων στον πολιτικό βίο αλλά και την ίδια την προώθηση των δηµοκρατικών εξελίξεων σε όλους τους τοµείς της κοινωνικής ζωής, η Ελλάδα εισέρχεται σε µια νέα φάση της πολιτικής της ιστορίας και ξεκινά θαρραλέα τον επαναπροσδιορισµό των εξωτερικών της σχέσεων. 6 Η βαλκανική προσέγγιση και διαβαλκανική συνεργασία, 1974-1981. Επιστρέφοντας από την πολιτική του εξορία το καλοκαίρι του 1974 ο Κ. Καραµανλής, διορατικός ως ηγέτης και µε ιδιαίτερο πολιτικό ένστικτο, γεφυρώνει τους διχασµούς του παρελθόντος και χωρίς πραγµατικά να αποµακρύνεται του δόγµατος ανήκοµε εις τη ύση, που ενσαρκωνόταν ασφαλώς στη δεδηλωµένη επιθυµία και επιδίωξη για ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, εκδηλώνει άµεσα την άσβεστη πολιτική βούληση της ελληνικής κυβέρνησης για συνεργασία µε τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Οι συγκυρίες άλλωστε ευνοούσαν κινήσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Η ύφεση των ψυχροπολεµικών εντάσεων διεθνώς εµφανίστηκε ως πρώτης τάξεως 5 Ibid. σελ. 399-404. 6 Περιεκτική και ιδιαιτέρως χρήσιµη είναι η ανάλυση της περιόδου αυτής στο Κουλουµπής, Θ Νταλής, Σ: Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική στο Κατώφλι το 21 ου Αιώνα, Εθνοκεντρισµός ή Ευρωκεντρισµός, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 1997, σελ. 81-89. 7

ευκαιρία για την ελληνική ηγεσία να σπεύσει προς την αποκατάσταση των σχέσεων καλής γειτονίας µε τους βόρειους γείτονές της. Με πρωτοβουλία και προσωπική ευθύνη του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραµανλή, η προώθηση και η διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στη γειτονιά της Ελλάδας αποτέλεσε πλέον τη βάση της νέας βαλκανικής πολιτικής της χώρας «Η πολιτική της χώρας µου βασίζεται στην ίση φιλία µε όλους τους λαούς και ιδιαίτερα τους γειτονικούς, ( ) η ιδέα της διαβαλκανικής συνεργασίας οφείλει να αναπτυχθεί ώστε η άλλοτε πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης να καταστεί υπόδειγµα ειρηνικής συνεργασίας µεταξύ κρατών µε διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά συστήµατα». 7 Η επιδίωξη του Καραµανλή να οµαλοποιήσει τις σχέσεις της Ελλάδας µε τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισµού και ιδιαιτέρως µε αυτές του γειτονικού της περιβάλλοντος ήταν πολυσήµαντη και πολύπλευρη. Από τη µία πλευρά τόνιζε την ίδια την ανάγκη µιας πολιτικής συνεργασίας στον εν λόγω γεωγραφικό χώρο, ενώ από την άλλη προσέβλεπε, στα ευρύτερα πλαίσια της ελληνικής στρατηγικής, στην αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση της προκλητικότητας της Τουρκίας, στην αποθάρρυνση των απειλητικών διαθέσεων της και εν τέλει στη συνολική ενίσχυση της ελληνικής θέσης έναντι της Άγκυρας. Η κλιµάκωση της τουρκικής πίεσης στο Αιγαίο µετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο προκάλεσε το νέο πρόβληµα ασφάλειας της χώρας. Επιπλέον, µε την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων της χώρας στα Βαλκάνια, ο Καραµανλής έθετε παράλληλα τις πρώτες βάσεις για τη δηµιουργία στην περιοχή περιθωρίων αυτονοµίας έναντι των δύο υπερδυνάµεων. Οι κινήσεις αυτές της ελληνικής κυβέρνησης εξέφραζαν την ευρύτερη βούληση του πολιτικού κόσµου για µια πραγµατικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική µπροστά στις νέες προκλήσεις και ως εκ τούτου γνώριζαν αναµφίβολα αµέριστη υποστήριξη. 7 Λόγος του Κ. Καραµανλή όπως αναφέρεται στο Σβολόπουλος, Κ. :Η Ελληνική Πολιτική στα Βαλκάνια 1974-1981, Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1980, σελ. 153. 8

Οι ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες της νέας αυτής εξωτερικής πολιτικής εγκαινιάσθηκαν µε µια σειρά διµερών επαφών που πραγµατοποίησε ο έλληνας πρωθυπουργός το 1975. Οι επίσηµες επισκέψεις του στο Βουκουρέστι, τη Σόφια αλλά και το Βελιγράδι απέβλεπαν ως εκ τούτου στην εδραίωση και ανάπτυξη των διµερών σχέσεων, αφού αυτές αποτελούσαν την ουσιαστική προϋπόθεση για τη διεύρυνση της πολυµερούς συνεργασίας µεταξύ των βαλκανικών κρατών, κύριος στόχος των ελληνικών αναζητήσεων στη διπλωµατική κονίστρα της περιόδου αυτής. Το βαλκανικό τούτο άνοιγµα της Αθήνας και οι προσωπικές προσπάθειες του ίδιου του Καραµανλή κατέληξαν επιτυχώς µε την πρόταση σύγκλησης περιφερειακής συνδιάσκεψης µε σκοπό την προαγωγή της πολυµερούς συνεργασίας. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από όλα τα βαλκανικά κράτη πλην της Αλβανίας και τον Ιανουάριο 1976 συγκλήθηκε στην Αθήνα η πρώτη ιαβαλκανική ιάσκεψη. Η ένθερµη αυτή υποστήριξη της ιδέας της πολυµερούς συνεργασίας επιδοκιµάστηκε από την πλειοψηφία των συµµετεχόντων εξαιρουµένης της Βουλγαρίας, η οποία επικαλούµενη τη διαφορετική πολιτική και κοινωνική δοµή αλλά και την απόκλιση των διπλωµατικών προσανατολισµών των βαλκανικών κρατών, αµφισβητούσε την δυνατότητα αποδοτικής συνεργασίας στο πολυµερές διαβαλκανικό επίπεδο. Ωστόσο, παρά την αρνητική βουλγαρική θέση, οι αδιάλειπτες ελληνικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες για την πολυµερή διαβαλκανική προσέγγιση τελεσφόρησαν µε τη σύγκληση της δεύτερης συνόδου στην Άγκυρα (Νοέµβριος 1979) στην οποία συµµετείχε και η Τουρκία αλλά απουσίαζε η Βουλγαρική αντιπροσωπεία. Η δεύτερη αυτή σύνοδος όµως περιόρισε δυστυχώς το περιεχόµενο της πολυµερούς συνεργασίας αυστηρά στο τεχνικοοικονοµικό πεδίο. Αν και ακολούθησαν τρεις ακόµα διαδοχικές διασκέψεις και αυτές ωστόσο περιορίστηκαν σε τεχνικά και οικονοµικά θέµατα, διαγράφοντας τα πραγµατικά εφικτά όρια της πολυµερούς συνεργασίας τη συγκεκριµένη εποχή. Η εξάρτηση των χωρών αυτών, πολιτικά και οικονοµικά, από ισχυρότερα κέντρα εκτός Βαλκανίων ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την αδύναµη συµµετοχή τους στο σχεδιασµό και την εκτέλεση µιας περιφερειακής 9

βαλκανικής συνεργασίας. 8 Οι προσπάθειες όµως της ελληνικής πλευράς δεν εγκαταλείφθηκαν. Άλλωστε η αίσθηση ασφάλειας και ισχύος που είχε αποκοµίσει η Ελλάδα από την ένταξη της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το Μάιο του 1979, της έδινε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί εντονότερα στο διεθνές περιβάλλον πόσο µάλλον στο γειτονικό της- ενισχύοντας µε τον τρόπο αυτό τη θέση της εκεί. Η στρατηγική επιλογή της διαβαλκανικής ύφεσης και συνεργασίας συνεχίστηκε παρά την έλλειψη ενθαρρυντικών αποτελεσµάτων από τις ιαβαλκανικές και µετά την αλλαγή στην κυβέρνηση και την άνοδο στην εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η βαλκανική πολιτική της Ελλάδος, 1981-1989. Ο κυρίαρχος προσανατολισµός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της στρατηγικής που αυτή ακολουθούσε από τη µεταπολίτευση και ύστερα η αντιµετώπιση του εξ ανατολών κινδύνου- δεν µεταβλήθηκε ουσιαστικά µετά το 1981, επιβεβαιώνοντας το στοιχείο της συνέχειας που χαρακτήριζε την εξωτερική πολιτική της χώρας από τη µεταπολίτευση και µέχρι το 1989. Η µοναδική ίσως ουσιαστική διαφοροποίηση της νέας ηγεσίας σηµειώθηκε στη διαχείριση των διµερών σχέσεων µε τη γειτονική Αλβανία, µε την οποία αν και είχε προχωρήσει η αποκατάσταση των διπλωµατικών σχέσεων από το 1971, η Ελλάδα διατηρούσε την εµπόλεµο κατάσταση αµφισβητώντας µε τον τρόπο αυτό τηδιαµορφωµένη οριοθετική γραµµή των ελληνο-αλβανικών συνόρων. 9 Η νέα κυβέρνηση, που αναδείχθηκε µετά τις εκλογές του 1981, µε αρχιτέκτονα τον τότε υπουργό Εξωτερικών Κ. Παπούλια προχωρά από το 1984 και έπειτα στην υιοθέτηση µιας διαφορετικής στρατηγικής, φανερά πιο µετριοπαθούς, που αποσκοπούσε στη βελτίωση των διµερών σχέσεων µε το Αλβανικό καθεστώς, ελπίζοντας ότι η έξοδος του συγκεκριµένου κράτους από τη διεθνή αποµόνωση θα λειτουργούσε σε όφελος της ελληνικής µειονότητας στη Β. Ήπειρο. Στη βάση αυτή, η πολιτική άρση του εµπολέµου δροµολογείτε 8 Βαλντέν, op.cit σελ.451. 9 Βαληνάκης, Γ: Με όραµα και πρόγραµµα Εξωτερική πολιτική για µια Ελλάδα µε αυτοπεποίθηση, Αθήνα, Παρατηρητής ΕΛΙΑΜΕΠ, 1997, σελ. 154. 10

το 1988, κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην κυβέρνηση, παρά τις επιφυλάξεις τής αντιπολίτευσης στο εσωτερικό. Σε γενικές γραµµές, οι αντιλήψεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας σφραγίστηκαν από δύο θεµελιώδεις γεωπολιτικές σταθερές: α) τη γεωγραφική θέση, ιστορία και πολιτισµό της χώρας, χαρακτηριστικά που συνέθεταν την οντότητα της ως υτικοευρωπαϊκό, Μεσογειακό και Βαλκανικό κράτος και β) τη συνεχή πίεση του τουρκικού επεκτατισµού στο τόξο Κύπρος - Αιγαίο Θράκη και τα προβλήµατα ασφάλειας που αυτή προκαλούσε. Συνεχιστές της ιδεολογικής σχολής ότι για την Ελλάδα η αποφυγή δηµιουργίας πολυµέτωπων αντιπαραθέσεων αποτελεί µείζονος σηµασίας πολιτική, οι κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου προωθούν τη διεύρυνση των εξωτερικών προσανατολισµών της χώρας αναπτύσσοντας και τη βαλκανική τους διάσταση πέραν της ευρωπαϊκής, παραµένοντας έτσι πιστές στις προεκλογικές τους διακηρύξεις: «Η Ελλάδα ακολουθεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική µε στόχους: την εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας, την κατοχύρωση της αδέσµευτης λαϊκής κυριαρχίας και την καλύτερη δυνατή πραγµάτωση των επιδιώξεων του ελληνικού λαού. Σαν χώρα που είναι ταυτόχρονα στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, κάνει την παρουσία της αισθητή και στους τρεις αυτούς χώρους.» 10 Στον ισχυρό πολιτικό του λόγο, ο Α. Παπανδρέου χρησιµοποιούσε πάντοτε δυνατή συνθηµατολογία, επικαλούµενος συχνά την ανάγκη εθνικής ανεξαρτησίας στη διαµόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Με τον τρόπο αυτό επιδίωκε την ισχυροποίηση της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας, µια και η πρώτη αναβαθµιζόταν περισσότερο εµφανιζόµενη ως µια οικονοµικά αναπτυγµένη χώρα, χωρίς αλυτρωτικές βλέψεις και εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος των γειτόνων της, αλλά παρ όλα αυτά έτοιµη να υπερασπιστεί και να προφυλάξει την εδαφική της ακεραιότητα καθώς και τις βασικές αξίες του πολιτεύµατός της. 10 Προεκλογικός λόγος του προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις 14-11-74 στο Σύνταγµα όπως αναφέρεται στο Παπανδρέου, Α:Η Ελλάδα στους Έλληνες, Εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα, 1976. 11

Στα πλαίσια αυτά προωθήθηκε και µια νέα µορφή πολυµερούς συνεργασίας η οποία αποµακρυνόταν από τις προηγούµενες επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων πριν το 1981. Πεπεισµένος ο πρωθυπουργός της χώρας, ότι η Βουλγαρία δεν διατηρούσε πλέον εδαφικές διεκδικήσεις, δείχνει να υιοθετεί τις σοβιετικής έµπνευσης πρωτοβουλίες για την αποπυρηνικοποίηση της Βαλκανικής, που ένθερµα υποστηρίζονται από τη Σόφια 11, αλλά και να προωθεί την αποµάκρυνση των αµερικανικών στρατιωτικών βάσεων και τη χαλάρωση των αµυντικών δεσµών της Ελλάδας µε τη ύση και βέβαια το ΝΑΤΟ: µια καθαρά πολιτική µορφή συνεργασίας δηλαδή, σε αντίθεση µε τις µέχρι τότε συνεργασίες στα τεχνικοοικονοµικά πεδία. Η κίνηση αυτή, αν και συνεπής µε την προεκλογική ρητορική του Α. Παπανδρέου που απέρριπτε το µεταπολεµικό δόγµα των υποχρεωτικών Νατοϊκών επιλογών, δεν προχώρησε πιο µακριά από µια απλή ανταλλαγή πολιτικών απόψεων µεταξύ Αθήνας και Σόφιας. Συµπερασµατικά, οι εκτιµήσεις, που δύνανται να εξαχθούν, είναι ότι τόσο στη βαλκανική πολιτική της Ελλάδος όσο και αναφορικά µε τις γενικότερες στρατιωτικές και διπλωµατικές προτεραιότητες της χώρας, δεν υπήρξε αλλαγή πλεύσης κατά την περίοδο 1981-1989 από τις διαδοχικές κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. παρά τις κατά περιόδους ρητορικές προσπάθειες του Α. Παπανδρέου να επεκτείνει τη διαβαλκανική συνεργασία σε θέµατα «υψηλής πολιτικής», όπως αυτά της άµυνας και της ασφάλειας. Με εξαίρεση τις διµερείς σχέσεις µε την Αλβανία, ουσιαστικά το πλέγµα των σχέσεων που προώθησε και υποστήριξε αρχικά η κυβέρνηση της Νέας ηµοκρατίας παρέµεινε το ίδιο. Η ενίσχυση των διµερών σχέσεων µε τους βόρειους γείτονες αν και δροµολογήθηκε σε µια χρονική περίοδο που το κλίµα µεταξύ Ανατολής και ύσης δεν ευνοούσε τέτοιες κινήσεις, ωστόσο στηρίχθηκε στη βεβαιότητα των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής ότι ο κίνδυνος από τον Βορρά είχε εκλείψει. Παράλληλα, η αντιµετώπιση της Τουρκίας µε όλα τα µέσα και σε όλα τα επίπεδα εξακολουθούσε να κυριαρχεί στις προτεραιότητες της ελληνικής διπλωµατίας αποδεικνύοντας και εδώ το χαρακτηριστικό της συνέχειας στην εξωτερική πολιτική της χώρας από το 1974 και µετά. 11 Ibid. 12

Κεφάλαιο 2 ο : Το τέλος εποχής και οι αναζητήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Η περίοδος κρίσης, απροετοίµαστοι στις νέες εξελίξεις. Οι κοσµογονικές αλλαγές, που βίωσε η διεθνής πολιτική σκηνή και ιδιαιτέρως δε η Νοτιοανατολική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας 1980, αποτελούν αναµφίβολα έναν από τους µεγαλύτερους σταθµούς στην παγκόσµια ιστορία του προηγούµενου αιώνα. Η Ελλάδα, εµφανώς δικαιωµένη από τις µέχρι τότε επιλογές της εκείνες δηλαδή της οικονοµίας της ελεύθερης αγοράς, της παραµονής στο δυτικό στρατόπεδο (ΝΑΤΟ) και της συµµετοχής της στο Ευρωπαϊκό οικοδόµηµα της σταθερότητας και της ειρήνης (ΕΟΚ)- υπήρξε ισχυρότερη παρά ποτέ σε σύγκριση µε τους καταβεβληµένους βόρειους γείτονές της, που ύστερα από δεκαετίες καταπίεσης ατένιζαν το νέο αιώνα αποδυναµωµένοι και ευάλωτοι, σε βαθιά οικονοµική και κοινωνική κρίση, µε ελλείµµατα δηµοκρατικής κουλτούρας και κυρίως µε έξαρση των εθνικών τους διενέξεων και των εθνικιστικών τους ιδεολογιών. Χώρα δηµοκρατική, µέλος του δυτικού κόσµου, διεθνιστική και θιασώτης της ελεύθερης αγοράς και της οικονοµίας, µε υψηλό βιοτικό επίπεδο αλλά και µε πολύτιµα και ζηλευτά διεθνή ερείσµατα -θεσµικά ενσωµατωµένη σε διεθνή σχήµατα εδραιωµένων δηµοκρατιών και αναπτυγµένων οικονοµιών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, αναµφίβολα ενσάρκωνε για τις γειτονικές πρώην κοµµουνιστικές χώρες ένα πρότυπο προς µίµηση. Εύλογα συνεπώς η Ελλάδα λογιζόταν ως η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη υπεύθυνου και πρωταγωνιστικού ρόλου στην περιοχή, ίσως ακόµα και εκείνου του µεσολαβητή µεταξύ των κρατών που εξέρχονταν του Ανατολικού συνασπισµού από τη µια πλευρά και της ύσης από την άλλη, προσφέροντας απλόχερα τις υπηρεσίες της αλλά και προάγοντας ταυτοχρόνως τα συµφέροντα της στην ευρύτερη περιοχή. 12 Άλλωστε, είχε ήδη δείξει αξιόλογα 12 Veremis, op. cit, σελ. 2 και 56-58. 13

δείγµατα γραφής στο παρελθόν, µε τις συνεχείς προσπάθειες ανάπτυξης και προώθησης της πολυµερούς διαβαλκανικής συνεργασίας τα προηγούµενα χρόνια. Παρά τις ευγενείς φιλοδοξίες, δυστυχώς η Ελλάς δεν αποδείχθηκε αντάξια του ρόλου της αλλά και των περιστάσεων. Και έτσι άρχισαν τα πέτρινα χρόνια τόσο για τα Βαλκάνια, όσο και για την εθνική πολιτική της χώρας στη Χερσόνησο του Αίµου. Οι κλυδωνισµοί από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής οµοσπονδίας, αλλά και γενικότερα οι µεταβολές που συντελέστηκαν στο ιεθνές σύστηµα το 1990 προκάλεσαν ιδιαίτερη νευρικότητα στην Αθήνα, η οποία αν και βαθύτερος γνώστης των ιδιοµορφιών της βαλκανικής, άρχισε να βιώνει πολύ κοντά στα βόρεια σύνορα της την αστάθεια. Οι Ελληνικές ηγεσίες, αισθανόµενες µια τροµακτική πίεση για δράση, πάλευαν να προσαρµοστούν στα νέα δεδοµένα αλλά και στις συνεχείς νέες προκλήσεις. Πολύ κοντά στο µάτι του κυκλώνα, η Ελλάδα κατάφερε δυστυχώς µέσα σε τρία χρόνια να ανοίξει µέτωπα στη βαλκανική της γειτονιά που την οδήγησαν µε µαθηµατική ακρίβεια σε αδιέξοδες καταστάσεις. 13 Οι επιλεγµένες από της ελληνικές κυβερνήσεις κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής βρέθηκαν σε πορεία σύγκρουσης ή ακόµα και ρήξης µε τους συµµάχους της χώρας τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού. Με τον τρόπο αυτό, αντί η Ελλάδα να ηγηθεί του Βαλκανικού χώρου εκµεταλλευόµενη την προνοµιακή της θέση στο περιφερειακό τούτο υποσύστηµα, όπως άλλωστε της άρµοζε, κατόρθωσε να καταστεί µέρος του βαλκανικού προβλήµατος ειδικά σε σχέση µε το νεοπαγές κράτος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής ηµοκρατίας της Μακεδονίας και του ζητήµατος της ονοµασίας του. Έτσι, αντί οι ελληνικές ηγεσίες να αποτελέσουν πολύτιµο παράγοντα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, χρεώθηκαν ένα σοβαρότατο έλλειµµα αξιοπιστίας τόσο στο άµεσο βαλκανικό όσο και στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. 14 13 ιαφωτιστική αν και ιδιαιτέρως εκρηκτική είναι η ανάλυση και ο σχολιασµός των γεγονότων της εποχής στο Βαλντέν, Σωτήρης: Μακεδονικό και Βαλκάνια, 1991-1994, Η αδιέξοδη πορεία της ελληνικής πολιτικής, Αθήνα, Εκδόσεις Θεµέλιο, 1994 και πιο συγκεκριµένα στις σελ. 13-19, 55-60 και 84-88. 14 Τσάκωνας, Παναγιώτης Ι: Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Μια συνολική προσέγγιση, Τόµος Β, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2003, σελ. 20. 14

Το «Μακεδονικό ζήτηµα» κυριάρχησε στην ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική από το καλοκαίρι του 1991 συµβάλλοντας καταλυτικά στην επικίνδυνη και επώδυνη εµπλοκή της χώρας στις δυσµενείς και αδιέξοδες καταστάσεις που ακολούθησαν. Η ανεξαρτοποίηση της Σοσιαλιστικής ηµοκρατίας της Μακεδονίας, όπως αποκαλείτο µεταπολεµικά το οµόσπονδο αυτό κράτος της πρώην Γιουγκοσλαβίας και η απόφαση της Βουλής των Σκοπίων να ονοµάζεται πλέον το νεοπαγές τούτο κράτος ηµοκρατία της Μακεδονίας τον Σεπτέµβριο του 1991 πυροδότησε τις δραµατικές εξελίξεις στα βαλκανικά µας σύνορα. Η αυθαίρετη κίνηση των Σκοπίων να µετατρέψουν τη γεωγραφική έννοια της Μακεδονίας σε εθνική, µε παράλληλους ισχυρισµούς για την ύπαρξη µακεδονικού έθνους και µάλιστα διαµελισµένου, αποκάλυψε την αναµφισβήτητη ύπαρξη ισχυρών αλυτρωτικών ρευµάτων στο κρατίδιο που προέκυψε από το διαµελισµό της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Οι ισχυρισµοί του νεοσύστατου αυτού κράτους δεν θα µπορούσαν σε καµία περίπτωση να αγνοηθούν, από τη στιγµή που αποτέλεσαν µέρος της επίσηµης κρατικής ιδεολογίας του και βάση κατά συνέπεια των έντονων επεκτατικών βλέψεων και εδαφικών διεκδικήσεών του. 15 Σωστά ή λανθασµένα, ο αλυτρωτισµός αυτός λογίστηκε από την Ελλάδα ως σοβαρή δυνητική απειλή για το εθνικό συµφέρον. Από την ελληνική τώρα πλευρά, η αυστηρή κυβερνητική και όχι µόνο θέση ότι το όνοµα Μακεδονία ανήκει στην ιστορική και πολιτιστική κληρονοµιά της χώρας, αν και προωθήθηκε κυρίως από εθνικιστικούς κύκλους, βρήκε ωστόσο πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί. Ως εκ τούτου, η διένεξη µεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων δεν άργησε να λάβει για την πρώτη διαστάσεις εθνικού θέµατος. Στα πλαίσια µάλιστα της ελληνικής «σταυροφορίας» για τη Μακεδονία οργανώθηκαν πλήθος µαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων που κορυφώθηκαν τον Φεβρουάριο 1992 µε την πραγµατοποίηση στη Θεσσαλονίκη συλλαλητηρίου στο οποίο συµµετείχαν ένα εκατοµµύριο Έλληνες. 15 Οι αναµφίβολες αλυτρωτικές βλέψεις του νεοπαγούς κρατιδίου εκφράζονται άλλωστε στο προοίµιο του συντάγµατος όπου αναφέρεται ο απώτερος στόχος της ένωσης και των τριών Μακεδονιών. 15

Με τον εντυπωσιακό αυτό τρόπο ξεκινά από τους πρώτους µήνες του 1992 η «Σκοπιανοποίηση» της εξωτερικής µας πολιτικής. Η κατηγορηµατική άρνηση της ελληνικής πλευράς να αναγνωρίσει το νέο κράτος µε το όνοµα «Μακεδονία» καλλιέργησε και συντήρησε για χρονικό διάστηµα τεσσάρων ετών έντονα αρνητικό κλίµα στις σχέσεις των δύο γειτόνων, ενώ οδήγησε την ελληνική διπλωµατία σε ένα επίπονο για την ίδια τη χώρα αδιέξοδο. Τα ιστορικά γεγονότα αποδεικνύουν εύκολα τους παραπάνω ισχυρισµούς. Από την πρώτη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών στις 08/02/92 είχε αρχίσει να γίνεται κατανοητό ότι η χώρα δεν διέθετε µια αποκρυσταλλωµένη άποψη για την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει η ελληνική πολιτική vis a vis στο «Μακεδονικό» θέµα. 16 Η επιλογή όµως του φιλόδοξου Αντώνη Σαµαρά να επενδύσει πολιτικά, από τη θέση του υπουργού εξωτερικών, στο ανερχόµενο ρεύµα του λαϊκίστικου εθνικισµού, που αποτυπώθηκε µε εντυπωσιακό τρόπο στα µεγάλα «µακεδονικά» συλλαλητήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε ολέθριο σφάλµα της κυβέρνησης της Νέας ηµοκρατίας. Στην ακραία του αυτή πολιτική, ο Α. Σαµαράς βρήκε σύντοµα στο πλευρό του την ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τον ίδιο τον Α. Παπανδρέου που αντέδρασε άµεσα διαισθανόµενος την πιθανή απώλεια του λαϊκού του γοήτρου. Αντιµέτωπος µε την πολιτική οµηρία του φιλόδοξου υπουργού του από τη µια πλευρά και την εθνικιστική δηµαγωγία του πολιτικού του αντιπάλου από την άλλη, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, γνωστός για τις µετριοπαθείς του απόψεις, φοβούµενος το πολιτικό κόστος παγιδεύτηκε στις συµπληγάδες του εθνικισµού. Έτσι, η αδυναµία εκµετάλλευσης αρχικά των σαφέστατα ευνοϊκών για τις ελληνικές θέσεις µέτρων του πακέτου Πινέιρο, που περιελάµβανε την πρόταση υιοθέτησης της ονοµασίας «New Macedonia», και στη συνέχεια της απόφασης της συνόδου κορυφής στη Λισσαβόνα, οφείλεται στην εµµονή του Α. Σαµαρά να µην χρησιµοποιηθεί το συνθετικό Μακεδονία στην ονοµασία του κρατιδίου, γεγονός που σηµάδεψε ανεξίτηλα την έκβαση της αναλυόµενης υπόθεσης. Αν και ο Κ. Μητσοτάκης προχώρησε στην παύση του υπουργού του τον Απρίλιο 1992, δεν κατάφερε να αποµακρυνθεί ουσιαστικά από τη µέχρι τότε ελληνική στάση, ενώ δίνοντας προτεραιότητα στο θέµα των 16 Veremis, Thanos: Greece s Balkan Entanglement, ELIAMEP- YALCO, Athens, 1995, σελ. 76. 16

Σκοπίων συνέβαλε και εκείνος στην σκοπιανοποίηση της εξωτερικής µας πολιτικής. Από τον Αύγουστο 1992 όµως, ο νέος υπουργός εξωτερικών Μ. Παπακωνσταντίνου διακρίνει τη διαφορά µεταξύ πολιτικής και ευχολογίου 17 και αντιλαµβάνεται ότι προκειµένου να επιλυθεί το πρόβληµα µε το γειτονικό κράτος και να οµαλοποιηθούν οι σχέσεις τους, πρέπει η Ελλάδα να αποµακρυνθεί από την αρχική της απόλυτη θέση στο θέµα της ονοµασίας. 18 Συγγενές στη θέση αυτή υπήρξε το σχέδιο, που κατέθεσαν στα δύο µέρη το Μάιο 1993 οι διαµεσολαβητές Σάιρους Βανς και Λόρδος Όουεν προτείνοντας σε σλαβική γραφή την ονοµασία «Nova Makedonija». Εντωµεταξύ οι εξελίξεις φαίνεται να προσπερνούν την ελληνική διπλωµατία όταν τα Σκόπια γίνονται δεκτά στον ΟΗΕ µε την προσωρινή ωστόσο ονοµασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική ηµοκρατία της Μακεδονίας». Η αποχώρηση όµως του Α. Σαµαρά, που προχώρησε στην ίδρυση νέου κόµµατος, και άλλων δύο βουλευτών από τη Νέα ηµοκρατία της στέρησε την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία στη Βουλή και οδήγησε τη χώρα σε εκλογές στις 13 Οκτωβρίου 1993. Αν και αρχικά η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. µε την άνοδο της στην ηγεσία της χώρας προσπάθησε να προχωρήσει µε µετριοπάθεια στην επίλυση του ζητήµατος αναζητώντας µάλιστα σύµµαχο στην κατεύθυνση αυτή τις ΗΠΑ, η ελληνική στάση απέναντι στα Σκόπια τελικά σκλήρυνε µε την αναγνώριση του κρατιδίου από τη µοναδική πλέον υπερδύναµη τον Φεβρουάριο 1994. Η µεταβολή αυτή έγινε εµφανής όταν η νέα κυβέρνηση εκδήλωσε την επιθυµία της για παύση των διαµεσολαβητικών προσπαθειών του ΟΗΕ και προχώρησε σε µέτρα οικονοµικού αποκλεισµού (εµπάργκο) του γειτονικού κράτους. Η συγκεκριµένη κίνηση οδήγησε αναµφίβολα την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας σε επικίνδυνες διαδροµές, καθώς αν και ως διαπραγµατευτικό χαρτί είχε κάποια χρησιµότητα, ωστόσο επέφερε ταυτόχρονα σηµαντικό κόστος υπονοµεύοντας την αξιοπιστία της χώρας και βλάπτοντας τις σχέσεις της Αθήνας µε τους κοινοτικούς της εταίρους. 17 Παπακωνσταντίνου, op.cit. σελ. 93. 18 Veremis, op. cit σελ. 84. 17

Η ανάγκη ωστόσο οµαλοποίησης των σχέσεων των δύο κρατών οδήγησε στην υπογραφή µε τη διαµεσολάβηση ΗΠΑ και ΟΗΕ της «Ενδιάµεσης Συµφωνίας Ελλάδας και ΠΓ Μ» στις 13 Σεπτεµβρίου 1995 στη Νέα Υόρκη. Η συµφωνία αυτή έγινε εφικτή καθώς τα δύο µέρη συµφώνησαν να αφήσουν έξω από τις τρέχουσες διεργασίες και για µελλοντική ρύθµιση τη «διαφορά για το όνοµα» της γειτονικής χώρας. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατόρθωσε να µη φανεί ασυνεπής µε τις προεκλογικές της διακηρύξεις, µεταφέροντας ίσως έτσι το δίληµµα αυτό στην επόµενη γενιά πολιτικών. Πέραν όµως του «Μακεδονικού ζητήµατος», η Ελλάδα κλήθηκε να αντιµετωπίσει ταυτόχρονα την επιδείνωση των σχέσεων της µε τον υπόλοιπο βαλκανικό της περίγυρο εξαιτίας σωρείας λαθών κατά τη δεκαετία του 1990 που την εγκλώβισαν σε επικίνδυνους για την ίδια την ασφάλεια τηςατραπούς. Οι κοσµογονικές αλλαγές των πρώτων ετών µετά το τέλος του διπολισµού έφεραν στο προσκήνιο της νοτιοανατολικής Ευρώπης εκτός από την Γιουγκοσλαβική κρίση, την χαοτική κατάσταση στο πλέον αποµονωµένο καθεστώς των εκρηκτικών Βαλκανίων, το οικονοµικά εξαθλιωµένο και στο χείλος της αποσύνθεσης αλβανικό κράτος. Άµεσα ενδιαφερόµενη η Ελλάδα για την πορεία της αποπροσανατολισµένης αυτής χώρας, λόγω κυρίως της ελληνικής µειονότητας στη Β. Ήπειρο, όφειλε να παρακολουθήσει στενότερα τις εξελίξεις και να δραστηριοποιηθεί άµεσα για την προστασία των ελληνικών πληθυσµών της Αλβανίας. Η επιδείνωση των διµερών σχέσεων των δύο κρατών, που είχαν παρουσιάσει αισθητά σηµεία βελτίωσης µετά την αποκατάσταση των διπλωµατικών σχέσεων στα τέλη του 1980, προκλήθηκε όχι µόνο εξαιτίας των αλβανικών περιορισµών στην πολιτική εκπροσώπηση των µειονοτήτων, που συνεπαγόταν δυσµενείς εξελίξεις για τους Βορειοηπειρώτες, αλλά και λόγω των πιέσεων που βίωναν οι τελευταίοι ιδιαιτέρως επί προεδρίας Σ. Μπερίσα. 19 υστυχώς, όµως και σε αυτήν την περίπτωση οι ελληνικές κυβερνήσεις της συγκεκριµένης περιόδου χειρίστηκαν το φλέγον για τον ελληνισµό τούτο θέµα µε αποτυχηµένο τρόπο. Αντί να ληφθούν όλα εκείνα τα µέτρα που θα οδηγούσαν στην άνθηση της 19 Βαληνάκης, op.cit. σελ. 172-175. 18

µειονότητας εκεί, το αποτέλεσµα υπήρξε η συρρίκνωση των ελληνικών πληθυσµών στη Βόρεια Ήπειρο µετά την κατά µάζες µετανάστευση των τελευταίων στην Ελλάδα και τελικά τη µείωση του πολιτικού βάρους του ελληνικού στοιχείου στην Αλβανία. Από την άλλη πλευρά ελλιπέστατη υπήρξε η αξιολόγηση από την ελληνική πολιτική ηγεσία των πραγµατικών διαστάσεων του ακανθώδους θέµατος της µαζικής µετανάστευσης εκατοντάδων εξαθλιωµένων αλβανών προς την χώρα. Αδυνατώντας να ελέγξει αποτελεσµατικά την δύσκολη στην αστυνόµευση της παραµεθόριο περιοχή Ελλάδας-Αλβανίας, η ελληνική πλευρά χειρίστηκε το θέµα αυτό ασυνάρτητα µε αποτέλεσµα αφενός την άναρχη είσοδο των µεταναστών στην Ελλάδα και αφετέρου την καλλιέργεια ανθελληνικού κλίµατος στην Αλβανία το οποίο γέννησαν οι σπασµωδικές αντιδράσεις της Αθήνας για τον περιορισµό της λαθροµετανάστευσης. Ο λανθασµένος χειρισµός του θέµατος έβλαψε την εξωτερική πολιτική της χώρας, καθώς η επιρροή της Αθήνας στα Τίρανα ενδεχοµένως να ήταν συγκριτικά µεγαλύτερη αν είχε εφαρµοστεί µια διαφορετική στρατηγική. 20 Τέλος, απόλυτα δυσµενής αποδείχθηκε για την ελληνική διπλωµατία η αδιαµφισβήτητη φιλο-σερβική στάση τόσο της κοινής γνώµης όσο και των ιθυνόντων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ασφυκτικά στενή σχέση που ανέπτυξε η Ελλάδα µε την Σερβία από το 1991 έως το 1993, αν και βασίστηκε στις παραδοσιακές καλές σχέσεις των δύο γειτόνων (εκτός του Μακεδονικού ζητήµατος) και στο λαϊκό συναίσθηµα της κοινής ορθόδοξης πίστης, ωστόσο επέφερε δυσβάσταχτο κόστος για την ελληνική διπλωµατία. Η αποξένωση της χώρας από τους κοινοτικούς εταίρους και τους µακροχρόνιους συµµάχους της, που αδυνατούσαν να καταλάβουν την «ειδική σχέση» της Ελλάδας µε τη Σερβία και τον Σ. Μιλόσεβιτς, προκάλεσε ποικίλους κινδύνους για την ελληνική διπλωµατία και συνεπακόλουθα για τα εθνικά συµφέροντα. Η προσπάθεια από την Ελλάδα διατήρησης των υποτιθέµενων ισορροπιών στο βαλκανικό σκηνικό λογιζόταν ως παραβίαση του γράµµατος και πνεύµατος του νοµιµοποιηµένου από τον ΟΗΕ αποκλεισµού της Σερβίας. Η συγκεκριµένη 20 Η Ελλάδα τον 20 ο Αιώνα, 1990-2000, Επτά Ηµέρες, Η Καθηµερινή, 1-2 Ιανουαρίου 2000, σελ. 10-12. 19

στάση όχι µόνο προβαλλόταν δυσµενώς από τα διεθνή µέσα ενηµέρωσης αλλά και έφερνε τη χώρα σε ρήξη µε τους κοινοτικούς της εταίρους που αδυνατούσαν πλέον να την υποστηρίξουν. Αυτό που δεν µπόρεσαν να αντιληφθούν οι πολιτικές ηγεσίες της εποχής είναι ότι η Σερβία δεν θα µπορούσε να διαδραµατίσει ποτέ τον ρόλο του ουσιαστικού συµµάχου της Ελλάδας έναντι του βασικού στρατιωτικού προβλήµατος της τελευταίας που δεν είναι άλλο από την ισχυροποιηµένη Τουρκία. Μια Τουρκία η οποία προβαλλόταν ως υπαρκτός ανταγωνιστής και κίνδυνος µετά την αποδυνάµωση της γεωπολιτικής σηµασίας της Ελλάδας στη νέα τάξη πραγµάτων που έπαυε πλέον καλώς ή κακώς- να αποτελεί τον «Ακρίτα του ελεύθερου κόσµου στα σύνορα µε τους βαρβάρους». 21 Η επώδυνη αυτή, για την ελληνική πλευρά, συνειδητοποίηση καθίσταται ακόµα περισσότερο επαχθής από τη βεβαιότητα ότι τη θέση αυτή καταλαµβάνει πλέον η εξακολουθητικά αναθεωρητική Τουρκία, η οποία µετά τα γεγονότα του περσικού κόλπου, εξαιτίας της εγγύτητας της στην Μέση Ανατολή, αλλά και ως µελλοντικός κόµβος διέλευσης αγωγών πετρελαίου και πρωταγωνιστής στην Υπεκαυκάσια περιοχή, αναβαθµίζεται από τις Ηνωµένες Πολιτείες και µετατρέπεται σε µια περιοχή µεγίστης στρατηγικής σηµασίας. Κατά συνέπεια η υποτιθεµένη βαλκανική επιλογή, η λογική δηλαδή των αξόνων και της συµπόρευσης µε την Σερβία, παγίδευσε τη χώρα εµπλέκοντας την σε ουσιαστικά ανύπαρκτα διλήµµατα και στερώντας της το ρόλο που όφειλε εξ αρχής να διαδραµατίσει στην ευρύτερη περιοχή. Η βαλκανική στροφή της ελληνικής πολιτικής από το 1995 και έπειτα. Στα τέλη του 1995, µε τη νέα κυβέρνηση του Κ. Σηµίτη αρχίζει να διαφαίνεται µια βαθµιαία µετάλλαξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο βαλκανικό χώρο. Η µεταµόρφωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο πρώτον στην εγκατάλειψη της συγκρουσιακής πορείας µε τους γείτονες και επιπροσθέτως, στην προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας µέσω κυρίως της οικονοµικής 21 Βαληνάκης, op. Cit. σελ. χίί. 20