ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ Βαλάντη Αθανασίου, Ιστορικού Εικονομαχία ονομάζεται η περίοδος της βυζαντινής ιστορίας που χωρίζεται σε 2 μέρη (726-787 και 815-847), όπου η αυτοκρατορική εξουσία απαγόρευσε την χρήση των εικόνων στη θρησκευτική λατρεία, και επέβαλε την άποψη της στην Εκκλησία ως το επίσημο δόγμα της τελευταίας. Η αντίδραση των υποστηρικτών των εικόνων, των εικονόφιλων, είχε ως συνέπεια η περίοδος αυτή να είναι εποχή μεγάλης εσωτερικής αστάθειας και πολλών ταραχών. Τα αίτια της εικονομαχίας είναι ένα ζήτημα που δεν έχει βρει ξεκάθαρη και σαφή απάντηση εξαιτίας κυρίως της έλλειψης πολυφωνίας των πηγών. Ό,τι γνωρίζουμε προέρχεται από εικονόφιλες πηγές γιατί οι εικονομαχικές καταστράφηκαν με το τέλος της ταραγμένης εκείνης περιόδου ως αιρετικές. Επίσης άλλο ένα ερώτημα είναι το γιατί η ύπαρξη των εικόνων εξελίχθηκε σε μείζων εσωτερικό πολιτικό θέμα της αυτοκρατορίας τον 8 ο αιώνα, την στιγμή που οι συζητήσεις για την χρησιμότητα τους δεν ήταν καινούργιες. Οι κυριότερες απ αυτές τις θεωρίες είναι: 1) Η νέα πολιτική οφείλεται στην καταγωγή των Ισαύρων, από την Ισαυρία, περιοχή της νότιας Μ. Ασίας, που αποτελούσε την μεθόριο με τις ανεικονικές θρησκείες του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού, και άρα επηρεαζόταν θρησκευτικά. 2) Οι Ίσαυροι ήθελαν να προσεγγίσουν τον πληθυσμό της Μικρασίας, κορμού του κράτους, που πιστεύεται πως ήταν κατά βάση εικονοκλαστικός (σε αντίθεση με τις εικονόφιλες, δυτικές της Κωνσταντινούπολης, επαρχίες). 3) Οι Ίσαυροι ήθελαν να προσεγγίσουν το στράτευμα που πιστεύεται πως ήταν κατά βάση εικονοκλαστικό. 4) Η επίθεση κατά των εικόνων ήταν πρόφαση της κεντρικής εξουσίας να επιτεθεί στα μοναστήρια (προπύργια της λατρείας των εικόνων), που ως αυξανόμενα και αφορολόγητα ήταν οικονομική ζημιά στο κράτος. Οι μοναχοί ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο λαό, και δεν δίσταζαν να τα βάλουν με την εκκλησιαστική και κοσμική ιεραρχία αν θίγονταν τα προνόμια τους. 5) Οι Ίσαυροι προβληματίζονταν από τις υπερβολές στη λατρεία των εικόνων. 6) Οι εικόνες είχαν αντικαταστήσει σε κύρος την ίδια την αυτοκρατορική εξουσία. 7) Οι Ίσαυροι ήθελαν να προσεγγίσουν το Ισλάμ. 8) Οι επιτυχίες των Αράβων είχαν ωθήσει τους Ίσαυρους να τους έχουν ως πρότυπο για το έργο της παλινόρθωσης της αυτοκρατορίας. Το πρόβλημα της λατρείας των εικόνων δεν ήταν καινούργιο. Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν είχαν εικόνες. Αργότερα, με την εξάπλωση τού Χριστιανισμού χρησιμοποιήθηκαν εικόνες, για παιδευτικούς λόγους σε όσους δεν ήξεραν ανάγνωση. Με το πέρασμα του χρόνου οι φορητές εικόνες έπαψαν να είναι αντικείμενο υπόμνησης του εικονιζόμενου στο οποίο γινόταν η λατρεία, αλλά έγιναν και οι ίδιες αντικείμενο λατρείας και άρχισε η προσκύνηση τους, εξαιτίας των δοξασιών της εποχής. Δημιουργήθηκε μια διαφορά απόψεων πάνω στο θέμα: Είναι να προσκυνούν οι Χριστιανοί εικόνες ή όχι; 1 Στις αρχές τού 8 ου αιώνα οι θαυματουργές εικόνες, τα διάφορα εκκλησιαστικά κειμήλια και τα λείψανα των Μαρτύρων και των Αγίων που οι μοναχοί περιέφεραν από τόπο σε τόπο λατρεύονταν με τρόπο που δεν απείχε πολύ από παγανιστικές πρακτικές. Η υπερβολή αυτή έκανε τους Άραβες να διακηρύττουν, πως οι Χριστιανοί ήταν ειδωλολάτρες και πολυθεϊστές. Από την άλλη, τα μοναστήρια πλήθαιναν συνεχώς. Είχαν αποκτήσει αστρονομικές περιουσίες από δωρεές και κληρονομιές και καθώς ήταν απαλλαγμένα από φόρους ζημίωναν την οικονομία τού κράτους. Ο αριθμός των μοναχών, που απαλλάσσονταν από την στράτευση, γινόταν 1 Από τους πρώτους πατέρες της Εκκλησίας οι γνώμες ήταν διχασμένες. Ο Ευσέβιος Καισάρειας και ο Επιφάνιος Κύπρου ήταν κατά των εικόνων, και ο Βασίλειος Καισάρειας υπέρ τους. Όσοι ήταν υπέρ των εικόνων επέμεναν πως ο σεβασμός αποδίδεται στον εικονιζόμενο, και όχι στην ίδια την εικόνα. 1
όλο και μεγαλύτερος και η επιρροή τους πάνω στις λαϊκές τάξεις στεκόταν εμπόδιο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα και τα προνόμια τους. Η πρώτη φάση της Εικονομαχίας (726-787): Το 726 ο Λέοντας, σκεπτόμενος την αντίδραση του λαού, άρχισε να συζητά το ενδεχόμενο της καθαίρεσης των εικόνων. Την πεποίθηση του ενίσχυσε η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το καλοκαίρι του ίδιου έτους, που την εξέλαβε ως θεία οργή για την λατρεία των εικόνων. Η αφορμή που προκάλεσε την έκρηξη της εικονομαχίας ήταν η εντολή του Λέοντα να κατεβεί από την Χαλκή Πύλη, την μεγάλη πύλη του παλατιού, η εικόνα του Χριστού. Εξαγριωμένα πλήθη επιτέθηκαν στο στρατιωτικό απόσπασμα που εκτελούσε τις διαταγές του αυτοκράτορα και σκότωσαν μερικούς στρατιώτες. Οι υπαίτιοι τιμωρήθηκαν αυστηρότατα, μαζί με μερικούς άρχοντες που ήταν ανάμεσα στους υποκινητές και είχαν βαθύτερα σχέδια. Η πρώτη φάση της Εικονομαχίας είναι η πιο δραματική περίοδος, γιατί σ αυτήν τη φάση και οι δύο μερίδες αγωνίστηκαν με πάθος και φανατισμό. Οι Ελλαδικοί, δηλαδή το θέμα Ελλάδας και το ναυτικό των Κυκλάδων, προχώρησαν σε ανοιχτή ρήξη επαναστάτησαν το 727 και ανακήρυξαν δικό τους αυτοκράτορα. Ο πάπας Γρηγόριος Β που ήθελε να απαλλαγεί από τις φορολογικές του υποχρεώσεις προς την Κωνσταντινούπολη, πήρε το μέρος των εικονόφιλων και δεν έστειλε τους καθορισμένους φόρους. Ο Λέων σύντριψε τους επαναστάτες και τιμώρησε τον πάπα αυξάνοντας τους φόρους, αφαιρώντας του την Εκκλησία του Ιλλυρικού, που περιλάμβανε την Κάτω Ιταλία, τη Σικελία, και τον ελλαδικό χώρο, προσθέτοντας τις στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Είναι άγνωστο το αν οι επαναστάτες είχαν μαζί τους τον λαό του θέματος, πάντως είναι σίγουρο πως εκμεταλλεύτηκαν τη γενική αναταραχή για τους δικούς τους σκοπούς. Προσπαθώντας να αποκτήσει ερείσματα στην πολιτική του, που είχε αποδειχτεί αντιλαϊκή, προσπάθησε να πείσει τον πατριάρχη Γερμανό Α να υποστηρίξει τις απόψεις του. Ο Γερμανός αρνήθηκε, παρά την προσπάθεια του Λέοντα να τον κολακέψει και να τον δελεάσει. Ο Λέοντας συγκάλεσε σιλέντιο, αυτοκρατορικό συμβούλιο, στο οποίο κάλεσε και τον πατριάρχη στην τελευταία του προσπάθεια να τον πείσει. Μην αντέχοντας όμως τις πιέσεις ο Γερμανός παραιτήθηκε από την αρχιεροσύνη. Με την κύρωση του νέου πατριάρχη Αναστασίου, που ήταν υποχείριο του Λέοντα, εκδόθηκε το πρώτο διάταγμα το οποίο επέβαλλε την καταστροφή των εικόνων και την καταδίωξη όσων τις προσκυνούσαν. Παρά τις αντιδράσεις του πάπα Γρηγόριου Β, των ελλαδικών και των μοναχών ο Λέοντας συνέχισε, αφού είχε την αυτοπεποίθηση που του έδινε η αυτοκρατορική ιδεολογία του κράτους, αφού ως «ισαπόστολος» του δινόταν το «δικαίωμα» να παρεμβαίνει σε δογματικά ζητήματα και να επιβάλλει τις απόψεις που εκείνος θεωρούσε «ορθές». Οι εικόνες στους ναούς καταστρέφονταν, οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά επικαλύπτονταν με ασβέστη, κατάσχονταν τα άμφια που είχαν πάνω εικονιστικές παραστάσεις, καίγονταν τα λείψανα των μαρτύρων και των αγίων. Στα τελευταία έτη της βασιλείας του Λέοντα οι διωγμοί μειώθηκαν εξαιτίας του ανερχόμενου αραβικού κινδύνου. Μετά την του νίκη στη Μάχη του Ακροϊνού (σημερινό Αφιόν Καραχισάρ) δεν πρόλαβε να τους συνεχίσει, επειδή πέθανε στις 18 Ιουνίου του 741. Την πολιτική του όμως συνέχισε ο γιος του και διάδοχος του Κωνσταντίνος Ε Κοπρώνυμος 2, αφού πρώτα αντιμετώπισε την επανάσταση του στρατηγού του θέματος του Οψικίου και γαμπρού του πατέρα του Αρτάβασδου. Ο τελευταίος για να κερδίσει την λαϊκή συμπαράσταση δήλωνε εικονόφιλος και αποκατέστησε τις εικόνες. Τελικά αποδείχτηκε πως ο γιος 2 Αυτό το παρατσούκλι το οφείλει στην εικονόφιλη προπαγάνδα, η οποία υποστήριζε πως κατά την βάπτιση σου ρύπανε την κολυμπήθρα. 2
του Λέοντα εκτός από τις εικονομαχικές του απόψεις, κληρονόμησε από τον πατέρα του και τις στρατιωτικές του ικανότητες, γι αυτό κατέστειλε την επανάσταση μέσα σ ένα χρόνο (743). Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε το σφάλμα του πατέρα του. Προσπαθούσε ως κοσμική εξουσία να επιβάλει τις αποφάσεις του σε δογματική εξουσία, γεγονός που έβρισκε αντιδράσεις. Έπρεπε λοιπόν να παρουσιαστεί η απομάκρυνση των εικόνων ως απόφαση της Εκκλησίας, η οποία ως τέτοια θα γινόταν νόμος του κράτους. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με μια σύνοδο. Αφού διόρισε στις χηρεύουσες επισκοπές ιεράρχες που ήταν συνεργάσιμοι, συγκάλεσε σύνοδο το 754 3 που καταδίκασε τις εικόνες και την λατρεία τους. Δεν μπορούμε να ξέρουμε επακριβώς τις θέσεις των εικονομάχων και του Κωνσταντίνου, επειδή τα πρακτικά της συνόδου αυτής αλλά και οι Πεύσεις, οι εικονομαχικές πραγματείες που αποδίδονται στον Κωνσταντίνο Ε ρίχτηκαν στην πυρά μετά το τέλος της Εικονομαχίας, ως αιρετικές. Αμέσως αναθεματίστηκαν οι επιφανέστεροι εικονολάτρες, ο μακαριστός πρώην πατριάρχης Γερμανός, ο Σύριος μοναχός Ιωάννης Δαμασκηνός και ο Γεώργιος Κύπριος. Όμως παρά την προσπάθεια επιβολής των εικονομαχικών απόψεων και την αυτοκρατορική πίεση σε όλες τις κατευθύνσεις, οι εικονολάτρες, με την καθοδήγηση των μοναχών παρέμειναν με φανατισμό ανάλογο του Κωνσταντίνου στις εικονολατρικές του πεποιθήσεις, μην αναγνωρίζοντας ούτε την σύνοδο της Ιέρειας, που την θεωρούσαν αντικανονική επειδή δεν ήταν οικουμενική, ούτε τον πατριάρχη Κωνσταντίνο Β, ανδρείκελο του αυτοκράτορα. 3 Στη σύνοδο αυτή που έγινε στην Ιέρεια πήραν μέρος μόνο επίσκοποι. Δεν ήταν οικουμενική, γιατί δεν πήραν μέρος αντιπρόσωποι από τα υπόλοιπα 4 πατριαρχεία (Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων). 3
Φωτογραφία εξώφυλλου: Εικονομάχοι καλύπτουν την εικόνα του Χριστού με ασβέστη. Ψαλτήρι Χλουντόφ (περί το 830). Μόσχα, Ιστορικό Μουσείο (Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 6 ος, Εκδόσεις Δομή). Ο κίνδυνος των Βούλγαρων ανάγκασε τον αυτοκράτορα να ανέχεται την ανυπακοή των εικονόφιλων, όταν όμως λίγα χρόνια αργότερα έλεγξε την κατάσταση, διέταξε την μαστίγωση μέχρι θανάτου του μοναχού Ανδρέα Καλυβίτη, που ήταν από τους ενεργότερους εικονόφιλους. Η εκτέλεση του όμως έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού έδωσε στους εικονόφιλους ένα μάρτυρα και τους συσπείρωσε γύρω από έναν άλλο μοναχό, τον ηγούμενο της μονής Αυξεντίου Στέφανο, που θανατώθηκε με την σειρά του. 4
Η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχο επειδή πολλοί που εποφθαλμιούσαν τον θρόνο άρχισαν να εκμεταλλεύονται τα εικονόφιλα αισθήματα του λαού. Επιπλέον οι μοναχοί είχαν γίνει φανεροί εχθροί του κράτους, και ο Κωνσταντίνος εξαπέλυσε εκεί τους διωγμούς του. Οι νεοδιορισμένοι στρατηγοί των θεμάτων, φανατικοί εικονομάχοι, για να φανούν αρεστοί στον αυτοκράτορα άρχισαν στα θέματα διωγμούς που σε πολλές περιπτώσεις θύμιζαν τους διωγμούς των πρώτων χριστιανών. Ο μοναχισμός δέχτηκε σοβαρό πλήγμα. Φημισμένες μονές πουλήθηκαν, δημεύθηκαν, διαλύθηκαν, και οι μοναχοί εξορίστηκαν και κατέφυγαν όπου δεν μπορούσε να υπάρξει άμεσος έλεγχος της Κωνσταντινούπολης, στην Κύπρο, στην Ρώμη, στη νότια Ιταλία και την Σικελία, που έγιναν προπύργια των εικονόφιλων. Με το θάνατο του Κωνσταντίνου Ε, που συγκρίθηκε από τους εικονολάτρες με τον Διοκλητιανό, ο γιος του, Λέων Δ επειδή δεν ήταν σίγουρος για τον θρόνο του, χαλάρωσε τους διωγμούς. Οι μοναχοί επέστρεψαν στις επάλξεις έχοντας πλέον το κύρος του μάρτυρα και ομολογητή της Πίστης. Η επιρροή τους στον λαό έγινε μεγαλύτερη παρά ποτέ. Όταν ένιωσε σίγουρος για τον θρόνο του ο Λέοντας ετοιμάστηκε να ξεκινήσει πάλι τους διωγμούς, αλλά ο θάνατος του το 780 ανέτρεψε τα σχέδια του και έφερε στο θρόνο την γυναίκα του, Ειρήνη την Αθηναία, εικονολάτρισσα. Οι εικονόφιλοι υποδέχτηκαν πανηγυρικά την άνοδο της Ειρήνης στο θρόνο, και ανέμεναν να εγκαθιδρύσει ξανά ως επίσημο δόγμα της Εκκλησίας την εικονολατρία. Αφού περιορίστηκε κάπως ο εξωτερικός κίνδυνος, και κάμφθηκαν οι αντιδράσεις του στρατεύματος που κατά βάση ήταν εικονομαχικό, πρότεινε όπως στην θέση του αποβιώσαντα εικονομάχου πατριάρχη Παύλου, χειροτονηθεί ο πρωτασηκρίτης 4 Ταράσιος, άνθρωπος μορφωμένος και μετριοπαθής, που δέχτηκε με τον όρο να συγκληθεί οικουμενική σύνοδος για να δογματίσει τελεσίδικα για τις εικόνες. Αφού σε σύντομο διάστημα ανέβηκε όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης, συγκλήθηκε η Ζ Οικουμενική σύνοδος, αρχικά στο ναό των Αγ. Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα, μετά από μια αποτυχημένη αντίδραση του στρατού, στην Νίκαια της Βιθυνίας, όπου είχε συγκληθεί και η Α Οικουμενική σύνοδος το 325. Οι Πατέρες τις Εκκλησίας αποφάσισαν στις 13 Οκτωβρίου 787 την αναστήλωση και δογμάτισαν πως δεν λατρεύονται οι εικόνες - αντικείμενα, αλλά ότι αποδίδεται σεβασμός στο ιερό πρόσωπο που εικονίζεται, η λατρεία αποδίδεται μόνο στην Αγία Τριάδα, το μόνο Θεό που υπάρχει, και καταδικάστηκαν οι υπερβολές. Καταδικάστηκε επίσης και η εικονομαχία ως αίρεση, αναθεματίστηκαν οι αποβιώσαντες εικονομάχοι πατριάρχες και αποκαταστάθηκαν οι εικονόφιλοι, ενώ οι εικονομάχοι επίσκοποι αφού αποκήρυξαν την πλάνη τους κράτησαν τις επισκοπές τους με το αιτιολογικό ότι από το 754 η εικονομαχία ήταν το επίσημο δόγμα της Εκκλησίας. Η δεύτερη φάση της Εικονομαχίας (815-843): Η Εικονομαχία παρά τα χρόνια δεν έσβησε. Ο διάδοχος της Ειρήνης, Νικηφόρος Α επέλεξε να μην αναμειχθεί στα εκκλησιαστικά ζητήματα, και οι εικονόφιλοι δεν του συγχωρέσανε το γεγονός πως δεν πήρε ξεκάθαρα θέση υπέρ των εικόνων. Οι διάδοχοι του, Σταυράκιος και ο Μιχαήλ Α Ραγκαβές δεν βασίλεψαν πολύ για να προλάβουν να ασχοληθούν με το ζήτημα. Όταν όμως ο Λέων Ε Αρμένιος νίκησε τους Βούλγαρους και τους Άραβες, αναμόχλευσε ξανά το θέμα. Ο ίδιος καταγόταν από τις ανατολικές επαρχίες, τις πιο ευεπηρέαστες σε ανεικονιστικές δοξασίες, και είχε ως πρότυπο τον εικονομάχο Λέοντα Γ. Η βυζαντινή κοινωνία εξακολουθούσε να είναι διχασμένη και οι εικονομάχοι διατηρούσαν μέρος από την παλιά τους δύναμη, στους κύκλους του παλατιού και κυρίως στο στράτευμα. Ακόμα, οι στρατιωτικές αποτυχίες της Ειρήνης και των υπόλοιπων εικονόφιλων αυτοκρατόρων είχαν παγιώσει σε μεγάλα στρώματα του λαού την πεποίθηση πως οι εικονομάχοι φέρνουν μόνο νίκες 4 Γραμματέας του Αυτοκράτορα 5
και οι εικονόφιλοι μόνο ήττες 5. Έτσι άρχισαν να επανέρχονται οι εικονομάχοι αξιωματούχοι που απομάκρυνε η Ειρήνη στις ανώτερες κρατικές και στρατιωτικές θέσεις. Όπως ο Λέων Γ, έτσι και ο Λέοντας Ε προσπάθησε με αλλεπάλληλα σιλέντια να πείσει τον εικονόφιλο πατριάρχη Νικηφόρο Α να καταδικάσει τις εικόνες. Αυτή τη φορά οι εικονόφιλοι δεν αιφνιδιάστηκαν, είχαν την πείρα των προηγούμενων διωγμών, είχαν το κύρος της Ζ Οικουμενικής συνόδου, ενώ το κύρος των μοναχών ως ομολογητών της πίστης είχε αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Με τις τόσες αλλεπάλληλες επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας στα δογματικά και διοικητικά πράγματα της Εκκλησίας στο πρόσφατο παρελθόν, είχε διαμορφωθεί, ξεκάθαρα πλέον, στις τάξεις των εικονόφιλων μέσα στο κλήρο η ιδέα του περιορισμού των αυτοκρατορικών επεμβάσεων στα εκκλησιαστικά. Όταν ο Λέοντας Ε, σχεδόν μιμούμενος τον Λέοντα Γ, διέταξε τους στρατιώτες του να λιθοβολήσουν την εικόνα του Χριστού στην Χαλκή Πύλη, κάλεσε σύνοδο την παραμονή των Χριστουγέννων του 814 στο παλάτι για να συζητήσουν το ζήτημα. Όταν ανακοίνωσε τις προθέσεις του, ο πατριάρχης Νικηφόρος Α και οι δυναμικότεροι μοναχοί, με επικεφαλής τον ηγούμενο της μονής Στουδίου 6, Θεόδωρο Στουδίτη, του εξύβρισαν χωρίς δισταγμό και τον απείλησαν ξεκάθαρά πως θα τον απέβαλλαν από το σώμα της Εκκλησίας αν πραγματοποιούσε τις εικονομαχικές του προτάσεις. Πλέον επήλθε ξανά ρήξη Εκκλησίας - Κράτους. Οι διώξεις κατά των εικονομάχων σταμάτησαν, ο Νικηφόρος εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί και ο Θεόδωρος Στουδίτης εξορίστηκε. Στη θέση του χειροτονήθηκε ο σχετικά ήπιος εικονομάχος Θεόδοτος Μελισσηνός, και το 815 γίνεται νέα σύνοδος που αναγνωρίζει τα πρακτικά της Ιέρειας και επαναφέρει ως επίσημο δόγμα της Εκκλησίας την εικονομαχίας. Τα μέτρα κατά τον εικόνων δεν χαλάρωσαν μέχρι την δολοφονία του Λέοντα τα Χριστούγεννα του 820 μέσα στο ιερό του παρεκκλησίου του παλατιού, από συνωμότες του παλαιού συμπολεμιστή του αυτοκράτορα, του Μιχαήλ Τραυλού. Ο Μιχαήλ Β Τραυλός, διάδοχος του Λέοντα Ε, δεν ήταν μορφωμένος, ή εξοικειωμένος με την θεολογία, υπήρξε εικονομάχος, αλλά μετριοπαθής. Ανακάλεσε τους εξορισμένους κληρικούς και λαϊκούς εικονόφιλους, αλλά διατήρησε σταθερά ως επίσημο δόγμα την εικονομαχία, και στην εκκλησιαστική ιεραρχία διατήρησε τους εικονομάχους. Επίσης προσέγγισε τον πάπα Ευγένιο Β ώστε να μην του προκαλέσει προβλήματα με τυχόν συνεννοήσεις που θα μπορούσε να κάνει με τους εικονόφιλους. Για τα αμέσως επόμενα χρόνια οι πάπες της Ρώμης απέφυγαν να πάρουν εμφανώς θέση υπέρ των εικονόφιλων. Ο γιος του όμως Θεόφιλος, σηματοδοτεί την πιο φανατισμένη περίοδο αυτής της φάσης της εικονομαχίας. Εξαιρετικά ικανός και μορφωμένος, με δάσκαλο του τον εικονομάχο λόγιο Ιωάννη Γραμματικό, τον οποίο και αργότερα έκανε πατριάρχη, εξαπολύει διωγμούς όταν μαθαίνει πως κυκλοφορούσε ένα κείμενο μεταξύ των εικονόφιλων που προφήτευε τον πρόωρο θάνατο του. Προσπάθησε να αναζωπυρώσει το εικονομαχικό κίνημα επιβεβαιώνοντας την σύνοδο του 815, αλλά στο τέλος διαπίστωσε πως η μητριά του, η γυναίκα του και οι πέντε του κόρες ήταν εικονόφιλες. Η σκληρότερη πράξη που η ιστορία του καταλογίζει είναι η πρωτότυπη τιμωρία που επέβαλε στους εικονολάτρες αδελφούς Θεόδωρο και Θεοφάνη, στα μέτωπα των οποίων διέταξε 5 Χαρακτηριστικά, όταν οι Βυζαντινοί έχασαν από τους Βούλγαρους το 812 στην μάχη της Βερσινικίας, βορειοδυτικά της Αδριανούπολης, πανικοβλημένοι οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης μπήκαν στο αυτοκρατορικό νεκροταφείο στο ναό των Αγίων Αποστόλων, και προσκύνησαν τον τάφο του Κωνσταντίνου Ε φωνάζοντας: «ἀνάστηθι και βοήθησον τῇ πολιτείᾳ ἀπολλυμένη» («σήκω και βοήθησε το κράτος που χάνεται»). 6 Η Μονή του Αγ. Ιωάννη Προδρόμου του Στουδίου, ήταν το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, προπύργιο των εικονόφιλων την εποχή της εικονομαχίας, ένα μεγάλο κέντρο αντιγραφής αρχαίων κειμένων, και πρότυπο οργάνωσης της μοναστικής ζωής όλης της Ορθοδοξίας μέχρι σήμερα. Το 1481 μετατράπηκε σε τζαμί και σήμερα είναι εγκαταλειμμένο σε ερείπια. 6
να χαραχτούν με ανεξίτηλο μελάνι ιαμβικοί στίχοι με εικονομαχικό περιεχόμενο. Μετά από αυτά τα δύο αδέλφια έμειναν γνωστά ως «Γραπτοί Αδελφοί». Μετά τον θάνατο του Θεόφιλου γίνεται οριστική η διαπίστωση πως η πλειοψηφία του πληθυσμού της αυτοκρατορίας είναι εικονόφιλη και πως το εικονομαχικό πνεύμα είχε μπει σε οριστικό τέλμα. Το 843 η αυτοκράτειρα Θεοδώρα καθαίρεσε τον Ιωάννη Γραμματικό και τον αντικατέστησε με τον Μεθόδιο Α. Συγκλήθηκε η συνέλευση των ανώτερων κληρικών, η οποία οριστικά καταδίκασε την εικονομαχία ως αίρεση και στις 11 Μαρτίου 843, που εκείνη τη χρονιά ήταν η πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής η διαμάχη της Εικονομαχίας έλαβε τελεσίδικη λήξη. Βιβλιογραφία Β.Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Αστήρ, Αθήναι, 1990, 5η έκδοση Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή, σχολικό εγχειρίδιο Β Γυμνασίου Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 6ος, εκδόσεις «Δομή» Alice-Mary Talbot, Byzantine Defenders of Images. Eight Saint s Lives in English Translation, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington, D.C., 1998 7