Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους,



Σχετικά έγγραφα
Αριστοτέλη "Ηθικά Νικομάχεια" μετάφραση ενοτήτων 1-10 Κυριακή, 09 Δεκέμβριος :23 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Σεπτέμβριος :21

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΘΕΜΑ 1ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 1, 16-19

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Διδαγμένο κείμενο ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ, ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΡΟΔΙΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (318E-320C)

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Εξάντας Ελλήνων. Κυβερνήτες

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΒΙΒΛΙΟ 3 ο,70 (1,2)

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Β ΤΑΞΗ

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 3 Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

Εξάντας Ελλήνων. Κυβερνήτες

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει

Πρώτα διάβασε και κατανόησε τις δηλώσεις και μετά κύκλωσε την απάντηση που πιστεύεις ότι ταιριάζει καλύτερα σε εσένα

Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 1

Επιμέλεια: Όλγα Παΐζη, Φιλόλογος, ΜΕd users.sch.gr/olpaizi

Έπου θεώ (Ακολούθα τον θεό) Νόμω πείθου ( Να πειθαρχείς στο Νόμο) Θεούς σέβου (Να σέβεσαι τους θεούς) Γονείς αίδου (Να σέβεσαι τους γονείς σου)

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΟΝΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Συμπτώματα συνεξάρτησης

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 2017

ΜΠΑΤΣΙΟΥ ΕΛΙΣΑΒΕΤ. Σελίδα 1

Εξάντας Ελλήνων. Γονέων

Η νέα ακαδημαϊκή χρονιά αρχίζει σε μια δύσκολη για τη χώρα μας

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Εξάντας Ελλήνων. Γονέων

Co-funded by the European Union Quest. Quest

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΙΜΙΛΙΟΣ ή ΠΕΡΙ ΑΓΩΓΗΣ»

Λαµβάνοντας τη διάγνωση: συναισθήµατα και αντιδράσεις

Μανίκας Γιώργος. Μανιάτη Ευαγγελία

Τα βασικά δικαιώματα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε 4 ομάδες:

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΛΟΓΩΝ ΤΟΥ

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Πανήγυρη Αγίου Γεωργίου 2016

Μητρ.Λεμεσού: Όταν δεν υπάρχει η ειρήνη του Θεού, τότε ζηλεύουμε και φοβόμαστε ο ένας τον άλλο

ΘΕΜΑ 151ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2, 3-4.

Απρόσωπο ρήμα. Μπιλανάκη Ελευθερία

Σπίτι μας είναι η γη

Η απρόσωπη σύνταξη. Απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις. Ορισμός

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ

Φροντιστήριο smartclass.gr

Θουκυδίδου Περικλέους Ἐπιτάφιος

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ.

Συναισθήματα και η Διαχείρισή τους

Εξάντας Ελλήνων. Οικογένεια

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ Ή ΟΧΙ. ΑΝ Ο ΑΛΛΟΣ ΕΧΕΙ ΔΙΚΟ ΕΚΤΟΝΩΝΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΠΟΝΑΕΙ Ή ΦΟΒΑΤΑΙ. ΛΑΘΟΣ & ΚΑΚΟΣ. ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΜΟΝΟΣ. ΔΕΝ ΑΞΙΖΩ ΑΓΑΠΗ.

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΑΤΣΑΚΙΩΡΗ

αληθής<α+λήθη αλήτης<αλάομαι=περιπλανώμαι αλίμονο<αλί εμένα αλκή<αλέξω=αποκρούω άλμα<άλλομαι=αναπηδώ αμαζών<α+μαζός=μαστός άμαξα<άμα+άγω

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

β. έχει κατοχυρωμένο το απόρρητο και από την Εκκλησία και από την Πολιτεία

ἀγανακτῶ, ἄγαμαι (θαυμάζω), εὐδαιμονίζω / μακαρίζω (καλοτυχίζω), ζηλῶ, ἥδομαι, θαυμάζω, οἰκτίρω (λυπάμαι), ὀργίζομαι, χαίρω κ.ά.

e-seminars Συνεργάζομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Τζιορντάνο Μπρούνο

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΥΤΕΡΑ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ-ΚΕΦ. 37 Θέμα: Έπαινος της πολιτείας και των τρόπων ζωής του Αθηναίου πολίτη.

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΛΑΜΠΡΑΣ

Του Τάκη Γιαννόπουλου

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Η ανάσταση των Ελλήνων χρειάζεται να ανατάξουμε την ατομική μας διάνοια διαβάζοντας τα κατάλληλα βιβλία

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

Το κράτος της Σπάρτης

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Θέμα της διδακτικής πρότασης. Τάξη: Α Γυμνασίου. Στοχοθεσία. Διδακτική πορεία. Δραστηριότητες. 1 η Δραστηριότητα

Σήμερα κινδυνεύουμε είτε να μας απορροφήσουν τα δεινά του βίου και να μας εξαφανίσουν κάθε

Η ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΛΕΩΝΙΔΑΣ Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗΣ

Ποιος φταίει; (Κυριακή του Τυφλού)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Άλλο ένα κόμμα ή ένα άλλο κόμμα;

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

e-seminars Ηγούμαι 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

4ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ. για ένα ευχάριστο και ασφαλές περιβάλλον

Κυριακή 12 Μαΐου 2019.

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΤΟ ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Ομάδα 1 η Δήμου Σωτήρης, Νακούτση Ευαγγελία, Τσιώλης Φώτης

Μάθετε στο παιδί σας τον Κανόνα των Εσωρούχων.

Μισελ ντε Μονταιν ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ (απόσπασμα από την αρχή) Τα συναισθήματα μας επεκτείνονται πέρα από εμάς

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

ΕΥ ΑΓΩΝΙΖΕΣΘΑΙ «ΔΕΔΟΜΕΝΟ ή ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ»;

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Αρχαία Κατεύθυνσης Ενδεικτικές Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων 2012 ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια (Β3, 1-2/Β6, 1-4) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 17 Μαΐου 2014

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αποσπάσματα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Transcript:

Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους, Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής ἀρξάμενος εὐθὺς για τους μαθητές της Θεωρητικής καθισταμένου Κατεύθυνσης καὶ ἐλπίσας μέγαν 2013-14 τε ἔσεσθαι καὶ Επιμέλεια : Παναγιώτης Γ. Αθανασόπουλος, 1ο ἀξιολογώτατον τῶν προγεγενημένων, τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον. κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων. τὰ γὰρ πρὸ αὐτῶν καὶ τὰ ἔτι παλαίτερα σαφῶς μὲν εὑρεῖν διὰ χρόνου πλῆθος ἀδύνατα ἦν, ἐκ δὲ τεκμηρίων ὧν ἐπὶ μακρότατον σκοποῦντί μοι πιστεῦσαι ξυμβαίνει οὐ μεγάλα νομίζω γενέσθαι οὔτε κατὰ τοὺς πολέμους οὔτε ἐς τὰ ἄλλα. φαίνεται γὰρ ἡ νῦν Ἑλλὰς καλουμένη οὐ πάλαι βεβαίως οἰκουμένη, ἀλλὰ μεταναστάσεις τε οὖσαι τὰ πρότερα καὶ

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 2 Α ἄβατος = ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος. ἀβέβαιος = ασταθής, άστατος. ἀβίωτος = αφόρητος ανυπόφορος ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = είναι ανυπόφορο, αφόρητο για κάποιον, η ζωή είναι ανυπόφορη για κάποιον. ἀβοητὶ = χωρίς βοή ἀβουλέω, ῶ = δεν θέλω (ἀ+βούλομαι) ἀβούλητος=ακούσιος, αθέλητος (ἀ+βούλομαι) ἀβούλευτος =απερίσκεπτος(ἀ+βουλεύω) ἄβουλος (ἀ+βουλή) = ο απερίσκεπτος ἀβούλως ή ἀβουλεί= απερίσκεπτα, ασύνετα. ἀβουλία = έλλειψη βούλησης, αναποφασιστικότητα (ἀ+βούλομαι), έλλειψη σκέψης, απερισκεψία (ἀ+βουλεύω) ἁβρὸς = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός. ἀγαθὸς = καλός, ικανός, γενναίος Α. για πρόσωπα : 1. καλός, ικανός πνευματικά ή διανοητικά (με προσδιορισμό της αναφοράς) : ἀγαθός λέγειν=ικανός ρήτορας (στο να μιλά), ἀγαθός τα πολιτικά=ικανός πολιτικός 2. καλός με ηθική σημασία, ορθός, σωστός, δίκαιος : ψυχή ἀγαθή=καλή ψυχή, ἀγαθός ἀνήρ=καλός, δίκαιος άνδρας, ἀνήρ καλός κἀγαθὸς=άνδρας καλός και τίμιος, δίκαιος 3. δυνατός, γενναίος : ἀγαθός στρατιώτης=γενναίος στρατιώτης 4. καλός, ικανός (με αρετές) : ἀγαθός ἵππος=καλό, γερό, υγιές άλογο 5. ευμενής, ευεργετικός, καλός, πιστός : ἀγαθὸς δαίμων=ο καλός θεός, ἀγαθὴ τύχη=η καλή τύχη, τύχῃ ἀγαθῇ= με το καλό, ἀγαθός φίλος=καλός, πιστός φίλος, ὦ ἀγαθέ (ὦγαθέ) =καλέ μου, καλέ μου φίλε 6. ευγενικής, αριστοκρατικής καταγωγής (ή πολιτικών πεποιθήσεων) : οἱ ἀγαθοί = οι αριστοκράτες, οἱ ἄριστοι=οι αριστοκράτες, οι αριστοκρατικοί, οι οπαδοί του αριστοκρατικού πολιτεύματος Β. για πράγματα και αφηρημένες έννοιες : 1. καλής ποιότητας, εξαιρετικός, υγιής : ἀγαθός ὀφθαλμός=υγιής οφθαλμός 2. εύφορος, πλούσιος : ἀγαθή χώρα=εύφορη χώρα 3. αγαθός, καλός (με ηθική σημασία), ευεργετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος : τὸ ἀγαθὸν = το αγαθό, το καλό, η ευεργεσία, ἀγαθόν ἔργον=καλή πράξη, ἀγαθὰ ποιῶ / δρῶ =ευεργετώ, ωφελώ, ἀγαθὰ πάσχω = ευεργετούμαι, ωφελούμαι, ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις/ αισθήματα 4. το επιθυμητό τέλος, ο σκοπός κάθε ενέργειας και επιστήμης : ἐπ ἀγαθῶ τινος=για το καλό κάποιου ἄγαμαι =1. με θετική σημασία : θαυμάζω, επαινώ κάποιον για κάτι : ἄγαμαι τον ἄνδρα τῆς άρετῆς=θαυμάζω τον άνδρα γα την ανδρεία του 2. με αρνητική σημασία : φθονώ κάποιον για κάτι, θυμώνω : οἱ θεοί ἠγάσθησαν ἡμῖν=οι θεοί οργίσθηκαν με εμάς ἄγαν = πολύ, υπερβολικά, πάνω από το μέτρο : μηδέν ἄγαν =τίποτα να μην κάνεις υπερβολικά, πάνω από το μέτρο, ἡ ἄγαν ἐλευθερία=η υπερβολική ελευθερία, η ασυδοσία ἀγαπάω ῶ =1.αγαπώ 2. είμαι ικανοποιημένος, αρκούμαι (+δοτ ή και μτχ.): ἀγαπῶ τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς= είμαι ικανοποιημένος με (μου αρκούν) τα υπάρχοντα αγαθά, ἀγαπῶ τιμώμενος=εἰμαι ικανοποιημένος που με τιμούν 3. συνηθίζω να (+τελ.απαρ) : ἀγαπῶ πράττειν ταῦτα= συνηθίζω να κάνω αυτά (=φιλῶ) ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά. ἀγγέλλω = αναγγέλλω. ἀγγέλλω πόλεμον: κηρύττω πόλεμο ἀγγελία = είδηση, αγγελία ἄγγελος = αγγελιοφόρος. δι' ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων ἀγνοέω ῶ = αγνοώ. ἀγνοοῦμαι = είμαι άγνωστος, δεν γίνομαι αντιληπτός ἄγνοια = άγνοια, αμάθεια. ἀγνωμονέω ῶ = ενεργώ ασύνετα ἀγνωμόνως = αναίσθητα. ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια. ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος.

ἀγνὼς = ο άγνωστος, που αγνοεί ἀγνὼς εἰμὶ τινός = αγνοώ κάποιον. ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια. ἄγονος (ἀ+γονὴ) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος. Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 3 ἀγείρω = συναθροίζω, συγκεντρώνω ἀγείρομαι = συναθροίζομαι, συγκαλούμαι σε συνέλευση ἀγορὰ = συγκέντρωση, συνέλευση του λαού, τόπος συνελεύσεως ἀγορὰν ποιοῦμαι / τίθεμαι / συνάγω / συλλέγω / ποιῶ = συγκαλώ συνέλευση ἀγοράν καθίζω = κηρύσσω την έναρξη συνέλευσης ἀγοράν λύω = κηρύσσω τη λήξη συνέλευσης ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά. ἀγοραία ἡμέρα = δικάσιμη ημέρα. ἀγοραῖος = αυτός που περνάει την ώρα του στην αγορά. ἀγορεύω = δημηγορώ κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ. ἀγχιστεία = συγγένεια. ἄγχιστος=ο πάρα πολύ κοντινός. ἄγω = οδηγώ, φέρω (συνήθως για πρόσωπα, ενώ για πράγματα το φέρω) 1. οδηγώ : ἄγω εἰς δίκην / δικαστήριον / ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ σε δίκη, ενώπιον των δικαστών ή του δικαστηρίου, ἄγω εἰς ἀρετήν=οδηγώ στην αρετή 2. (ενεργ-μέσο) φέρνω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου, αποκτώ (γυναίκα, αιχμάλωτο, εταίρους, δούλο) : ἄγω (ή ἄγομαι) δούλους=παίρνω ως δούλους, ἄγω καὶ φέρω (έναν τόπο) =λεηλατώ, διαρπάζω, ἄγομαι γυναῖκα =αποκτώ, παίρνω γυναίκα, παντρεύομαι, 3. κυβερνώ, διευθύνω, καθοδηγώ : ἄγω την στρατιάν =καθοδηγώ τον στρατό, ηγούμαι του στρατού 4. βαδίζω, προχωρώ - στην προστακτική : ἄγε/ἄγετε= έλα/ελάτε(εμπρός!) 5. (ενεργ-μέσο) γιορτάζω, κάνω μια τελετή : ἄγω (ή ἄγομαι) ἑορτήν / τα Παναθήναια /θυσίαν = γιορτάζω μια γιορτή /τα Παναθήναια/τελώ θυσία 6. τηρώ, φυλάγω, διατηρώ : ἄγω είρήνην=τηρώ την ειρήνη, ἄγω τάς σπονδάς=τηρώ τη συμφωνία 7. κάνω κάτι (για κάποιο χρονικό διάστημα, συνεχώς) : ως περίφραση : νεῖκος ἄγω=φιλονικώ, ἡσυχίαν ἄγω=ἡσυχάζω, σχολήν ἄγω=σχολάζω κ.ά. 8. κατασκευάζω : ἄγω τεῖχος=κατασκευάζω τείχος 9. (ενεργ-μέσο)νομίζω, θεωρώ, υπολογίζω (= ἡγοῦμαι), εκτιμώ, έχω σε υπόληψη : ἄγω (ή ἄγομαι) τινὰ τιμιώτερον: αποδίδω σε κάποιον μεγαλύτερη αξία, εκτιμώ περισσότερο, ἄγω (ή ἄγομαι) τινά περί πλείστου=εκτιμώ κάποιον (κάτι) πάρα πολύ, ἄγω (ή ἄγομαι) τινά ἐν τιμῆ=εκτιμώ κάποιον ἄγομαι (παθ.) 1. οδηγούμαι, φέρομαι, μεταφέρομαι, παρασύρομαι, σύρομαι (στη σκλαβιά, στο δικαστήριο) : ἄγομαι εἰς δίκην=σύρομαι σε δίκη, ἄγομαι καὶ φέρομαι = λεηλατούμαι, ἄγομαι φόνου=κατηγορούμαι για φόνο 2. ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι : ὁρθῶς ἄγομαι =εκπαιδεύομαι σωστά 3. θεωρούμαι : περί πλείστου ἄγομαι=με εκτιμούν, θεωρούμαι πολύ σημαντικός ἀγὼν = αγώνας, μάχη, δίκη. μέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκη καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως. ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα : ἀγωνίζομαι γραφὴν (ή δίκην)=διεξάγω δικαστικό αγώνα, ἀγωνίζομαι δίκην=υπερασπίζω δικαστική υπόθεση, ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου. οἱ ἀγωνιζόμενοι: οι διάδικοι. ἀγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα. ἄδεια=έλλειψη φόβου, ασφάλεια : ἄδειαν ἄγω=είμαι ασφαλής ἀδεῶς=χωρίς φόβο. ἄδηλος = μη φανερός, αφανής. ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται. ἀδικέω ῶ = αδικώ, βλάπτω. ἀδίκημα = άδικη πράξη. ἀδόκιμος = άσημος. ἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη. ἀδοξία = κακή φήμη, ασημότητα. ἀδοξος = αφανής, άσημος. ἀδυναμία & ἀδυνασία = αδυναμία.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 4 ἀδυνατέω ῶ = δεν μπορώ. ἀδύνατος =αδύνατος, αδύναμος, ανάπηρος, ανίκανος, μη ικανός : ἀδύνατος λέγειν = μέτριος ρήτορας. ἀδωροδόκητος & ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα. Ἀθήναζε = προς Αθήνα Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση). ἆθλον = έπαθλο, βραβείο ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία. ἀθροίζω = συγκεντρώνω. ἀθρόος = συγκεντρωμένος, πυκνός : αἱ νῆες ἁθρόαι ἀνήγοντο =τα πλοία ανοίχθηκαν όλα μαζί, συγκεντρωμένα ἀθυμέω ῶ = χάνω το θάρρος μου, στενοχωρούμαι, είμαι απογοητευμένος. ἀθυμία = απογοήτευση, έλλειψη θάρρους. ἄθυμος=στεναχωρημένος, απογοητευμένος. ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου. αἰδέομαι-οῦμαι = σέβομαι, ντρέπομαι, συμπονώ αἰδὼς = ντροπή, σεβασμός. ἀϊδιος = αιώνιος. αἰκίζομαι=βλάπτω, προσβάλλω. αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω, εγκρίνω. αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά, υπονοώ. αἱρέω-ῶ 1.λαμβάνω, παίρνω, αφαιρώ 2.συλλαμβάνω, πιάνω αιχμάλωτο (για ανθρώπους και ζώα) 3. αἱρῶ +κτγ. μτχ.= πιάνω, συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι 4. αἱρῶ +κτγ. μτχ. ή κτγ. = αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι (δικανικός όρος) αἱρῶ δίκην ή γραφήν = κερδίζω μια δίκη, παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου -δίκην αἱρῶ τινά =καταδικάζω κάποιον με δίκη -οἱ ἑλόντες= αυτοί που κερδίζουν τη δίκη- αντιθ. οἱ ἑαλωκότες=οι καταδικασμένοι 5. κυριεύω, κατακτώ μια πόλη, μια χώρα 6. συλλαμβάνω με το μυαλό, κατανοώ το μέσο αἱροῦμαι: 1. εκλέγω : ἄλλον εἵλοντο στρατηγόν =άλλον εξέλεξαν στρατηγό 2. προτιμώ : αἱρούμεθα ζῆν μᾶλλον ἤ τεθνάναι =προτιμούμε μάλλον να ζούμε παρά να πεθάνουμε Το παθητικό αἱροῦμαι : 1.κυριεύομαι (σπανίως- συνήθως ως παθητικό του αἱρῶ χρησιμοποιείται το ἁλίσκομαι= συλλαμβάνομαι, πιάνομαι, κυριεύομαι) 2. εκλέγομαι : στρατηγός ᾑρέθη=εξελέγη στρατηγός αἵρεσις = άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση. αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής. αἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής. αἴρω = υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω. αἴρομαι = υψώνομαι. αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο). αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέω αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ. αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω (με τις αισθήσεις μου) ὁ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες, αυτός που έχει "σώας τας φρένας" - αἴσθησιν ἔχω τινός : έχω αντίληψη κάποιου πράγματος. αἰσχρός = 1. δύσμορφος, άσχημος (στην εξωτερική εμφάνιση), 2.επονείδιστος, άτιμος, ανάρμοστος. αἰσχύνη = ντροπή. αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι. αἰσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 5 αἰτέω-ῶ & αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ. αἰτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) = κατηγορούμαι ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία. αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ. αἰών = ζωή, αιώνας ὁ σύμπας αἰών = η αιωνιότητα. αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν: αμφιταλαντεύομαι ψυχικά. ἀκινδύνως ἔχω: δε διατρέχω κίνδυνο. ἀκμάζω = είμαι ακμαίος ὁ σῖτος ἀκμάζει = το σιτάρι είναι ώριμο. ἀκμάζει: είναι κατάλληλη στιγμή. ἀκμή = ακμή, αιχμή. ἀκολασία = ασωτία. ἀκούω = ακούω εὖ ἀκούω = επαινούμαι κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι. ἄκρον ή ἄκρα = κορυφή, ύψωμα, ακρωτήριο. ἀκραιφνής (< ἀκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής, ολόκληρος. ἀκρασία = ακολασία, ακράτεια. ἀκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής. ἀκρισία = σύγχυση. ἄκριτος = ο συγκεχυμένος, ο χωρίς δίκη ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω. ἄκυρος=χωρίς κύρος, εξουσία, ισχύ, άκυρος ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα= μειώνω την εξουσία. ἄκων = χωρίς τη θέληση.(αντιθ. ἑκών) ἀλγέω-ῶ = πονώ, θλίβομαι. ἀλγηδών = πόνος, θλίψη. ἄλγος = πόνος, θλίψη. ἁλάομαι-ῶμαι=περιπλανιέμαι ἀλήτης = περιπλανώμενος. ἀλγέω-ῶ=πονώ -ἄλγος=πόνος, οδύνη, θλίψη ἅλις: αρκετά. ἀλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι (παθητικό του αἱρῶ) ἅλωσις = κατάκτηση, καταδίκη. ἁλωτός (< ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να κατακτηθεί. ἄλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος. ἀλλάττω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω. ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού. ἀλλαχόθεν = από αλλού. ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος. ἄλλῃ: κατ άλλο τρόπο, σε άλλα μέρη. ἀλλότριος = ξένος τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον ἀλλόφυλος = αλλοεθνής. ἄλογος = παράλογος, ακατανόητος. ἅμα = αμέσως, συγχρόνως, μαζί. ἅμα ἕῳ = τα χαράματα, μόλις ξημέρωσε ἀμαθία & ἀμάθεια = άγνοια. -ἀμαθῶς ἔχω=έχω άγνοια. ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω, σφάλλω, βλάπτω, διαπράττω αδίκημα ἁμάρτημα = σφάλμα, αδίκημα. ἁμαρτία = αποτυχία, σφάλμα. - τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα=τα σφάλματα, οι αστοχίες - ἁμαρτάνεται (απρόσωπο)= διαπράττεται σφάλμα ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός: διαψεύδω τη γνώμη κάποιου. ἀμέλεια = αδιαφορία. ἀμελέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ. ἀμελής = αδιάφορος.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 6 ἀμηχανία = απορία, στενοχώρια. ἀμιλλάομαι-ῶμαι=αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι εμπλέκομαι σε αγώνα, συναγωνίζομαι ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ. ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί. ἀμύνομαι = αποκρούω. ἀμύνω = βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον. ἀμφότεροι & ἄμφω = και οι δύο. ἁμῶς γέ που: σε κάποιο μέρος. ἁμῶς γέ πως: κατά κάποιον τρόπο. ἀναβαίνω = ανεβαίνω. ἀναβάλλω = αναβάλλω. ἀναβολή = αναβολή, καθυστέρηση. ἀναγγέλλω = αναγγέλλω. ἀναγκαῖος=αναπόφευκτος. ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω. ἄμιλλα = συναγωνισμός, αγώνας. - εἰς ἅμιλλαν ἔρχομαι= ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν: αποπλέω, ανοίγομαι στο πέλαγος. ἀνάγω = μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος. ἀναγωγή = απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά. ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος. ἀναιρέω-ῶ & ἀναιροῦμαι = σηκώνω, λαμβάνω, περισυλλέγω και θάβω, καταστρέφω, αφαιρώ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησε. ἀνακρούω: εμποδίζω. ἀναλγησία = αναισθησία. ἀνάλγητος = αναίσθητος, σκληρός. ἀναλίσκω & ἀναλόω-ῶ = δαπανώ. ἀναμένω = αναμένω, υπομένω. ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι. ἀνάντης = ανηφορικός. ἀναπείθω = μεταπείθω ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη. ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, παρατηρώ. ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι, καταστρέφομαι ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω, καταστρέφω. ἀναστρέφω = ανατρέπω, γυρίζω πίσω ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή. ἀναστροφή = επιστροφή, περιστροφή. ἀναχωρέω-ῶ = αναχωρώ, υποχωρώ. ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο. ἀνδράποδον = δούλος. ἀνείργω = εμποδίζω. ἀνελπίστως ἔχω: είμαι απελπισμένος. ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος, ανίκανος. ἀνέχω = κρατώ ψηλά, ανυψώνω ἀνέχομαι = ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω. ἀνήκεστος = αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος. ἀνθάπτομαι: προσβάλλω, επιχειρώ. (ἀντί+ἅπτομαι) ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι. ἀνθρώπειος = ανθρώπινος.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 7 ἀνία = θλίψη, πόνος, πλήξη. ἀνιαρός = ενοχλητικός, θλιβερός. ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι, στενοχωρούμαι. ἀνίημι = αφήνω, χαλαρώνω, εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν: χαλαρώνω τον αποκλεισμό. ἀνίστημι = σηκώνω, μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαι. ἄνοια = μωρία, ανοησία. ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια. ἀνοικίζω = ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον, ερημώνω. ἀνοιμώζω = στενάζω, θρηνώ. ἀνομία = παρανομία. ἄνομος = παράνομος, χωρίς νόμο. ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ, επανορθώνω. ἄνους = ανόητος. ἀνταγορεύω = αντιλέγω. ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι. ἀνταίρω = ανθίσταμαι. ἀντανάγω = εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο πέλαγος. ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω. ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω. ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου. ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού. ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού. ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση. ἀντέχω = διαρκώ, παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι. ἀντέχω περί τινος: επιμένω σε κάτι. ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον. ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια. ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω, ανταλλάσσω. ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία. ἀντιδικία = φιλονικία. ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη. ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι. ἀντικόπτω = αντικρούω, αντιστέκομαι. ἀντιλέγω = αντιλέγω, φιλονικώ. ἀντίος = αντιμέτωπος. ἀντίπαλον δέος: ο φόβος των εχθρών. ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω. ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου. ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα. ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό. ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 8 ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα. ἀντίπορος = αντικρινός. ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία. ἀντίρροπος: ισόρροπος, ισοβαρής. ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου. ἀντιτίθημι = αντιτάσσω. ἀνυδρία = ξηρασία. ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα. ἀνύτω & ἀνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω. ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι. ἀνωμοτί = χωρίς όρκο. ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε. ἀνωφερής = ανηφορικός. ἄξιος(< ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός. ἄξιός εἰμι: δικαιούμαι. ἀξιόχρεως = αξιόπιστος. ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη. ἀξύμφορος = επιζήμιος. ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο. ἀπαγορεύω = απαγορεύω, εξασθενώ, κουράζομαι. ἀπάγω = απομακρύνω, οδηγώ, προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο. ἀπαθής = αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα. ἀπαλλάττω = απαλλάσσω, απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ. ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω. ἀπαντάω-ῶ = συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι, αντιμετωπίζω. ἅπαξ = μία φορά. ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω. ἀπειθής = ανυπάκουος. ἄπειμι = είμαι μακριά, απουσιάζω. ἀπεῖπον: αρνήθηκα. ἀπεῖπον + απρφτ: απαγόρευσα. ἀπεῖπον + μτχ: κουράστηκα. ἀπειρημένον: το απαγορευμένο. ἄπειρος = χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής. ἀπελαύνω = εξορίζω, απομακρύνω. ἀπεχθάνομαι = μισούμαι. ἀπέχθεια = αντιπάθεια. ἀπεχθής = μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός. ἀπέχω-ομαι = απέχω. ἀπίθανος = απίστευτος, μη πειστικός. ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω. ἀπιστία = δυσπιστία, καχυποψία. ἀποβάλλω = απορρίπτω. ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι, αθωώνω.

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω. ἀποδείκνυμι νόμον: δημοσιεύω νόμον. Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 9 ἀποδίδωμι = επιστρέφω, ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα. ἀποδίδωμί τινι τὸ ὕδωρ: δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει. ἀποθνῄσκω = πεθαίνω, φονεύομαι. ἀποικίζω = ιδρύω αποικία. ἀποκάμνω = κουράζομαι, παραμελώ. ἀποκνέω-ῶ = διστάζω, φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία. ἀποκτείνω = σκοτώνω, θανατώνω. ἀπολαμβάνω = παίρνω, δέχομαι, αποκλείω. ἀπολαύω = καρπούμαι, απολαμβάνω. ἀπολείπω = αφήνω πίσω, εγκαταλείπω. ἄπολις,-ιδος = εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου. ἀπόλλυμι = χάνω, φονεύω, καταστρέφω. ἀπολύω = λύνω, ελευθερώνω, αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίες. ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας: απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία. ἀπόμισθος: απλήρωτος. ἄπονος = άκοπος, οκνηρός. ἀπορία = δυσκολία, έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία. ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω. ἀπόστασις = αποστασία, επανάσταση. ἀποστάτης = δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης. ἀποστερέω-ῶ: αφαιρώ, αρπάζω. ἀποτέμνω = αποκόπτω. ἀποτρέπομαι: αποσύρομαι. ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν: στρέφομαι σε άλλη οδό. ἀποφαίνω = φανερώνω, αποδεικνύω. ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου, προτείνω. ἀποχρῶμαι τινα: φονεύω κάποιον. ἀποψηφίζομαι = αθωώνω, λαμβάνω αντίθετη απόφαση. ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα, οκνηρία. ἀπράγμων-ονος = νωθρός, φιλήσυχος. ἀπραξία = αδρανεια. ἀπροφάσιστος = πιστός, ειλικρινής. ἅπτομαι: αγγίζω, εξετάζω. ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων: αναμειγνύομαι στα πολιτικά. ἀργία = ανάπαυση, οκνηρία, απραξία. ἀργός = άεργος, αδρανής. ἀργύριον: χρήματα, τεμάχιο αργύρου. ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι. ἀρετή = ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή. ἀριθμέω-ῶ = μετρώ, υπολογίζω. ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω. ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 10 ἄριστος: ευγενής. ἄριστον = πρόγευμα. ἀρμόττω = συναρμόζω, αρμόζω. ἄρνυμαι: κερδίζω, αποκομίζω. ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος. ἀρρωστία = νόσος, ασθένεια, απροθυμία. ἄρρωστος = ασθενής, νωθρός, απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος. ἀρχή = έναρξη, εξουσία, κράτος. ἄρχω = κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω, εξουσιάζομαι. ἄρχω χειρῶν ἀδίκων: αρχίζω πρώτος να αδικώ. ἀρωγή = βοήθεια. ἀρωγός = βοηθός. ἀσθένεια = εξασθένηση, αδυναμία. ἄσιτος = νηστικός. ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση. ἀσταθής = αβέβαιος, ασταθής. ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις. ἀσύμφορον: ζημία. ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο. ἀταξία = ακαταστασία, απειθαρχία. ἀτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω. ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα. ἄτιμον τινά ποιοῦμαι: τιμωρώ κάποιον στερώντας του τα πολιτικά δικαιώματα. ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα. ἀτραπός = οδός, μονοπάτι. ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω, νικιέμαι. αὐθάδεια = θράσος. αὐθάδης = θρασύς. αὖθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον. αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου. αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία. αὐτόματος = αυτόματος, αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος. αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία. αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος. αὐτόχθων-ονος = γηγενής, ντόπιος. ἀφαιρέω-ω & ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ. ἀφανής = αόρατος, άσημος, σκοτεινός. ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, εξηγώ. ἀφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω. ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω, έρχομαι. ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας: φθάνω στην ανδρική ηλικία. ἀφικνοῦμαι τινι ἐς λόγους: συνομιλώ με κάποιον. ἀφίσταμαι = απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ. ἀφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω. ἀφροσύνη = απερισκεψία. ἄφρων-ονος = ανόητος, παράφρων. ἀχαριστία = αγνωμοσύνη.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 11 ἄχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι. ἄχθος = βάρος, λύπη. βαθύνω τὴν φάλαγγα: αυξάνω το βάθος της φάλαγγας. βαίνω = βαδίζω, πορεύομαι. βάλλω = ρίχνω, χτυπώ, ρίχνω (ακόντιο)από μακριά. βάρβαρος = ο μη ελληνικός, ο ξένος. βαρέως φέρω = δυσανασχετώ. βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον. βέβαιος = σταθερός, ασφαλής. βίᾳ πάσχω: ασκείται εναντίον μου βία. βιάζομαι = πιέζομαι, καταβάλλομαι, εξαναγκάζομαι. βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα. βίος = βίος, περιουσία, τα μέσα προς τη ζωή. βλασφημία: κακολογία. βοηθέω-ῶ = βοηθώ, σπεύδω προς βοήθεια. βοτόν = βόσκημα, ζώο, κτήνος. Β βουλεύω = είμαι βουλευτής, σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι, συσκέπτομαι, αποφασίζω. βούλευμα = απόφαση. βουλευτήριον = δικαστήριο, βουλευτήριο. βούλομαι = θέλω, επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία. βούλομαι τά τινος: έχω τα φρονήματα κάποιου. βραχύς = κοντός, μικρός, σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια. γείνομαι: γεννιέμαι. γέμω = είμαι γεμάτος. γενναῖος = ευγενής, ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα. γέννημα = τέκνο, καρπός. Γ γεραιός & γηραιός = γέροντας, σεβαστός. γεραίτεροι = πρεσβύτεροι. γῆρας = γηράματα. γηράσκω & γηράω-ῶ = γερνώ. γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ. γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι. γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου. γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον. γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον. γιγνόμενοι δασμοί: εισπραττόμενοι φόροι. γιγνώσκω =γνωρίζω, έχω μια γνώμη, αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει. γιγνώσκω τὰ δίκαια: λαμβάνω δίκαιη απόφαση. γνώμη = σκέψη, κρίση. τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη. γνωρίμως ἔχω: διάκειμαι φιλικά. γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο. γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως. γράφω νόμον = συντάσσω νόμο. γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή. δαίμων = θεός, μοίρα, τύχη. δαμοσία σκηνή: σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης. δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος. Δ

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 12 δεῖ τινος: υπάρχει έλλειψη κάποιου. δεῖ: είναι ανάγκη. δείκνυμι = επιδεικνύω, αποδεικνύω. δεῖμα = φόβος. δεινός = φοβερός, ικανός, επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος, συμφορές. δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα. δέλεαρ = δόλωμα. δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα, ερημώνω. δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες: ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων δεξιὰς φέρω: φέρω διαβεβαιώσεις. δέομαι = έχω ανάγκη, παρακαλῶ. δέομαι βίου: έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου. δέω = έχω ανάγκη, στερούμαι. δῆλος = φανερός, σαφής. δηλόω-ῶ = φάνερώνω, αποδεικνύω. δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού. δημηγορία = αγόρευση. δῆμος = λαός, δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατικοί πολίτες. δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίου. δηόω-ῶ = λεηλατώ. διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας. διαβολή = συκοφαντία. διαγίγνομαι = ζω. διαγιγνώσκω = διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη, αποφασίζω, διακρίνω. διάγνωσιν ποιοῦμαι: εκδίδω απόφαση. διάγω = ζω τη ζωή μου, διαρκώς κάνω κάτι, ζω. διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω τον αγώνα. διάδηλος = ολοφάνερος. δίαιτα = ζωή, τρόπος ζωής. διαιτησία = λύση διαφοράς. διαιτῶμαι ἀφθόνως: ζω πλουσίως. διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος. διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω. διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην: διαφεύγω την τιμωρία. διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι. διαλείπω + κτγ. μτχ. = παύω να οὐ διαλείπω + κτγ. μτχ. = δε σταματώ να κάνω κάτι, διαρκώς κάνω κάτι διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω, μεσολαβώ διαλλαγή = συμφιλίωση, συμφιλιωτική προσπάθεια. διαλλάττω = συμφιλιώνω. διαμένω ὤν (κτγ.μτχ) : συνεχώς είμαι. διανέμω = μοιράζω. διάνοια = νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη. διαπλέω = (διά μέσου) πλέω. διάπλους = διάπλευση, ταξίδι, πορθμός. διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω, κατορθώνω, αποπερατώνω. διαπυνθάνομαι = ρωτώ, ζητώ να μάθω. διαρρήδην = ρητά, σαφώς. διασκεδάννυμι = διασκορπίζω.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 13 διατίθημι = τακτοποιώ, διαθέτω. διαφέρω = διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω. διαφθείρω = καταστρέφω, φονεύω. διαψήφισις: ψηφοφορία, απόφαση. δίγλωττος = διερμηνέας, δόλιος. δίδωμι = δίνω, παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι. δίδωμι δίκας ἴσας καὶ ὁμοίας: δικάζω με βάση την ισονομία. διεγνωσμένη κρίσις: ειλημμένη απόφαση, αυτή που έχει παρθεί. διεκπλέω = διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της. Διέκπλους = ο πλους δια μέσου, διάσπαση εχθρικής γραμμής. διέξειμι & διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς, εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής. διέχω = απέχω, αποχωρίζομαι. διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ, απομακρύνομαι. δίκη = δίκη, δίκαιο, δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ. δίκην παρὰ τινός αἴρομαι: εκδικούμαι κάποιον. δίκην φεύγω = αθωώνομαι. διχῇ = κατά δυο τρόπους, στα δύο. διώκω = διώκω, καταδιώκω, κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος. δόκησις = γνώμη, ιδέα, υποψία. δόξα = ιδέα, υπόληψη, φήμη. δοκιμάζω = ελέγχω, εγκρίνω, υποβάλλω σε δοκιμασία, εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή. δουλεύω = είμαι δούλος, υπήκοος. δύναμαι = μπορώ. δύναμις: επιρροή, ικανότητα. δυναστεία = κυριαρχία, εξουσία. δυσκλεής = άδοξος. δύσκλεια = κακή φήμη. δύσνους = εχθρικός. δυσπραξία = αποτυχία, ατυχία, κακοτυχία. δυστυχέω ῶ = υφίσταμαι ατυχίες. δωροδοκέω ῶ = δέχομαι δώρα, δωροδοκούμαι. δωροδόκος = δωροδοκούμενος. ἔαρ & ἦρ, γενική ἦρος = άνοιξη. ἐάω -ῶ = αφήνω, επιτρέπω, παραλείπω. ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι, είμαι έμφυτος. ἐγγύς = κοντά ἐγείρω = σηκώνω, εξεγείρω. Ε ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι. ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν: διεγείρω την οργή. ἔγκλημα = κατηγορία, έγκλημα. ἐγκρατής = ισχυρός, κυρίαρχος, εγκρατής. ἐγχειρίζω = παραδίδω, εμπιστεύομαι.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 14 ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται, είναι δυνατόν. ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ: αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της κλεψύδρας). ἔγωγε: εγώ τουλάχιστον. ἐθίζομαι: συνηθίζω εγώ να ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι. ἔθος = συνήθεια, έθιμο. εἰκάζω: απεικονίζω, συμπεραίνω, παρομοιάζω. εἰκῇ = άσκοπα, τυχαία. εἶμι = έρχομαι, πηγαίνω. εἰμὶ ἀπό τινος: είμαι μακριά από κάποιον. εἰμὶ ἐν δυνάμει: έχω στα χέρια μου την εξουσία. εἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι & ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιου.εἰμὶ ἐπί τινα: είμαι εναντίον κάποιου. εἴργνυμι & εἰργνύω & εἴργω = εμποδίζω την έξοδο, αποκλείω, φυλακίζω. εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη. εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι: οργίζομαι με κάποιον. εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω, αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι. εἰσάγω = οδηγώ μέσα. εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι. εἰσβολή = εισβολή, επίθεση, δίοδος. εἰσέρχεται τινά: έρχεται στο νου κάποιου. εἰσπίπτω = πέφτω μέσα, εισορμώ. εἰσφέρω = φέρνω μέσα, συνεισφέρω, προτείνω. εἴσω = μέσα. εἶτα = έπειτα. εἴωθα: συνηθίζω. ἑκάς = μακριά. ἐκβαίνω = εξέρχομαι, αποβαίνω. ἔκβασις = απόβαση, αποβίβαση, αποτέλεσμα. ἐκβάλλω = εξορίζω, εκδιώκω. ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν: καταλύω τη βασιλεία. ἐκβολή = εκδίωξη, έξοδος. ἐκδιώκω = διώχνω, εξορίζω. ἐκλείπω = εγκαταλείπω, παραλείπω. ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι, λογαριάζω. ἐκπέμπω = εξαποστέλλω. ἔκπεμψις= αποστολή. ἐκπίπτω = εξορίζομαι, διώχνομαι. ἔκπληξις = κατάπληξη, φόβος. ἐκπλήττω = φοβίζω, κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη, σαστίζω. ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση. ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές. ἐκφαίνω = αποκαλύπτω, φανερώνω. ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο. ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη. ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 15 ἐκφεύγω δίκην: αθωώνομαι. ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν = θεληματικά. ἐλαύνω: οδηγώ, προχωρώ έφιππος. εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω: προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο. ἐλπίζω = αναμένω, ελπίζω. ἐμβάλλω = εισβάλλω, συγκρούομαι. ἐμβολή = εισβολή, επιδρομή, έφοδος. ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι. ἐμπίπτω = επιτίθεμαι, εισορμώ. ἐμποδών (< ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο. ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω. ἐνάγω = παρακινώ, ενάγω σε δικαστήριο. ἐναγώνιοι θεοί: οι επόπτες των αγώνων. ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος, αντίπαλος. ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός, σαφής. ἐνδεής = στερούμενος. ἔνδεια = έλλειψη, στέρηση, ανάγκη. ἐνδίδωμι = δίνω, υποχωρώ. ἔνδον = μέσα. ἔνειμι = είμαι μέσα, ενυπάρχω. ἔνεστι & ἔνι = είναι δυνατόν, επιτρέπεται. ἐνιαύσιος = ετήσιος. ἐνιαυτός = έτος. ἐννοέω-ῶ = εννοώ, σκέπτομαι. ἔννοια: σκέψη, σκόπος. ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα. ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει. ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές, συνθήκες. ἐντείνω: τεντώνω, επιμένω. ἐντυγχάνω = συναντώ. ἐξαγγέλλω = διακηρύττω. ἐξάγομαι = βγαίνω έξω. ἐξάγω = οδηγώ έξω. ἐξαγώγιμα: τα εξαγόμενα προϊόντα. ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι, αποτυγχάνω. ἐξανίσταμαι = εγείρομαι, ερημώνομαι. ἐξανίστημι = διώχνω, ερημώνω. ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι. ἐξελαύνω = εκδιώκω, εξάγω, εκστρατεύω, εξορμώ. ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά. ἔξεστι = είναι δυνατόν. ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός, διοικώ. ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα: ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία. ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ, φθάνω σε ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα, υπόσχομαι. ἐπαγγέλλω = διατάζω, γνωστοποιώ. ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω, προσκαλώ. ἐπαινέω-ῶ = επαινώ, επιδοκιμάζω.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 16 ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι. ἐπαίρω = σηκώνω, υψώνω, παρακινώ. ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ, παραπονούμαι. ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού. ἐπανάγω = σύρω, επαναφέρω, βγάζω στο πέλαγος. ἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσα. ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν: επιστρέφω. ἐπαναχωρέω-ῶ: επανέρχομαι, αποσύρομαι. ἐπανίσταμαι = επαναστατώ. ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω, βοηθώ, υπερασπίζω. ἐπείγομαι = βιάζομαι. ἐπέκεινα: πέρα (επιρρηματική σημασία). ἐπέλασις = επίθεση, επιδρομή. ἐπελαύνω = εκστρατεύω, εφορμώ. ἐπεξάγω = εκστρατεύω, βγάζω στρατό εναντίον. ἐπέξειμι & ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον, διώκω δικαστικώς. ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι, πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου. ἐπέχω = κρατώ, αναβάλλω, εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου. ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού. ἐπιβολή: τοποθέτηση, πρόστιμο. ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής. ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο, εχθρική ενέργεια. ἐπιδίδωμι = προοδεύω, αυξάνομαι. ἐπίδοξος = πιθανός, ενδεχόμενος. ἐπιθαλαττίδιος & ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος. ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο. ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία. ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό). ἐπικαίριος & ἐπίκαιρος = επίκαιρος, κατάλληλος. ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι, επιτίθεμαι, φέρομαι εχθρικά. ἐπικλινής = κατηφορικός. ἐπικουρία = προστασία, βοήθεια. ἐπίκουρος = βοηθός, σύμμαχος προστάτης. ἐπιλέγω = εκλέγω. ἐπιλείπω = δεν επαρκώ, εξαντλούμαι, στερούμαι, εκλείπω. ἐπίλοιπος = υπόλοιπος. ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ, λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί. ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια. ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία. ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία, συναναστροφή. ἐπιμειξία, ἐπίμειξις = επικοινωνία, συναναστροφή. ἐπιμέλεια = φροντίδα, απασχόληση. ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι: φροντίζω. ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι. ἐπίνειον (< ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος, λιμάνι. ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι, σχεδιάζω, μηχανεύομαι. ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς. ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται. ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι, προσβάλλω, πέφτω επάνω. ἐπιπλήσσω = χτυπώ, επιπίπτω, τιμωρώ με λόγια.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 17 ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση, επιδρομή. ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, επισκέπτομαι. ἐπίσκεψις = επιθεώρηση, σκέψη, έρευνα. ἐπισκήπτω = παραγγέλλω, εξορκίζω. ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά. ἐπιστήμη = γνώση, δεξιότητα. ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης, επόπτης, επιμελητής. ἐπιστέλλω = παραγγέλλω, διατάζω. ἐπιστρεφής = προσεκτικός, έξυπνος. ἐπισφαλής = ασταθής, αβέβαιος. ἐπίσχω = εμποδίζω, σταματώ. ἐπιτάσσω = διατάζω, διορίζω κάποιον ως αρχηγό. ἐπίταξις = διαταγή. ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα. ἐπιτείχισμα = φρούριο, οχυρό. ἐπιτήδειος = κατάλληλος, χρήσιμος. ἐπιτήδευμα = ασχολία, επάγγελμα. ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι, έχω κάτι ως έργο μου, διαπράττω. ἐπιτίθημι = προσθέτω, επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ. ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω. ἐπιτίμιος: αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου. ἐπίτιμος: ο έχων πολιτικά δικαιώματα. ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι, αναθέτω. ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη. ἐπιτροπεία = κηδεμονία. ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω. ἐπιτυγχάνω = συναντώ, τυχαία βρίσκω. ἐπιφέρομαι = ορμώ, απειλώ. ἐπιφέρω = αποδίδω, καταλογίζω, ρίχνω. ἐπίφορος = κατηφορικός, με κατεύθυνση. ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι. ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι, επιχειρώ. ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού. ἐπιχώριος = εγχώριος, ντόπιος. ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία. ἔποικος = άποικος, γείτονας. ἕπομαι = ακολουθώ, καταδιώκω. ἐπονείδιστος = επαίσχυντος, αισχρός. ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος, ευνοώ. ἔπουρος = ούριος. ἐράω-ῶ = αγαπώ, είμαι εραστής. ἔρως = έρωτας, πόθος, επιθυμία. ἐργάζομαι = κάνω, προξενώ, εργάζομαι. ἐργάζομαι χρήματα: αποκτώ χρήματα. ἔργον = έργο, πόλεμος, δύσκολο πράγμα. ἔργῳ: εμπράκτως. ἐργώδης = κοπιαστικός. ἔρεισμα = στήριγμα. ἐρέσσω = κωπηλατώ. ἐρέτης = κωπηλάτης. ἐρῆμος = έρημος, μόνος. ἐρημόω-ῶ = ερημώνω, καταστρέφω. ἔρις = φιλονικία, άμιλλα. ἔρχομαι εἰς λόγους τινί: έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον. ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα: υπακούω. διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα: εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου. ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ, ζητώ να μάθω.

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 18 ἐσόμενοι: μεταγενέστεροι. ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού. ἔστιν ὅπως: κάπως. ἔστιν ὅπως = κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς. ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας, πάς. ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτε. ἔσχατος = τελευταίος, απώτατος. ἐσχάτη δίκη: μέγιστη τιμωρία. ἑταῖρος = φίλος, σύντροφος. ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν: εξασφαλίζω βοήθεια. ἑτοῖμος & ἕτοιμος = έτοιμος. εὖ =καλά : εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον. εὖ ἀκούω: επαινούμαι. εὖ δεδραγμένα: κατορθώματα. εὖ ή κακῶς δρῶ τινα: ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον. εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ. εὖ ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ, βλάπτω. εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις. εὖ φέρομαι παρά τινι: προκαλώ την εκτίμηση κάποιου. εὖ φρονῶ: σκέφτομαι σωστά. εὐβουλία = φρόνηση. εὔβουλος = συνετός. εὐγενής = ο καλής καταγωγής. εὐδαιμονία = ευτυχία. εὐδαίμων = ευτυχής. εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη, προοδεύω, εκτιμώμαι. εὐδόκιμος = έντιμος, επαινετός. εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλή. εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος. εὐεργέτημα = ευεργεσία, υπηρεσία. εὐήθης = αφελής, ανόητος. εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος. εὐκλεής = περίφημος, ένδοξος. εὔκλεια = δόξα. εὐκοσμία = ευπρέπεια, τάξη. εὐλάβεια = προσοχή. εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω, φυλάγομαι. εὐμενής = ευνοϊκός. εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον. εὔνους = ευνοϊκός, φιλικός. εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους, κυβερνώμαι καλά. εὐνομία = καλή διοίκηση. εὐπάθεια = ευτυχία. εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ. εὐπραγία & εὐπραξία = ευτυχία. εὖρος = πλάτος. εὐρωστία = σωματική δύναμη. εὔρωστος = ρωμαλέος. εὔτακτος = τακτικός, πειθαρχικός. εὐταξία = πειθαρχία. εὐτρεπίζω = ετοιμάζω, τακτοποιώ, επισκευάζω. εὐφροσύνη = χαρά. εὐωχία: ευθυμία σε συμπόσιο. ἐφ ᾧ & ἐφ ᾧ τε (+ απαρ.) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 19 ἐφεξής = κατά σειρά, διαδοχικά. ἐφέπομαι = ακολουθώ, καταδιώκω. ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, πληροφορώ. ἐφήδομαι = επιχαίρω. ἐφίεμαι = επιθυμώ, δίνω εντολές. ἐφίημι = στέλνω, ρίχνω, απολύω. ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου. ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω, διορίζω. ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω. ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι, εξεγείρω. ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό, πολιορκώ. ἐφόρμησις & ἔφορμος = αποκλεισμός, πολιορκία. ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ. ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή. ἔχθος = (το) μίσος. ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική. ἔχω + απαρέμφ.= μπορώ. ἔχω = έχω, κατέχω, κρατώ, αντέχω. ἔχομαι = κατέχομαι, κρατούμαι, προσκολλώμαι. ἐχυρός (< ἔχω) = οχυρός, ασφαλής. ἡ ἕως = η αυγή. ζεύγνυμι = ζεύω, δένω, συνδέω. ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω, δένω πλοία με σχοινιά. ζηλόω-ῶ = ζηλεύω. ζημία = βλάβη, πρόστιμο, ποινή, τιμωρία. ζημιόω-ῶ = βλάπτω, τιμωρώ. ζητέω-ῶ = ζητώ, επιθυμώ. ζήω-ῶ = ζω. ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό, αιχμαλωτίζω. ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη. ἥβη = νεότητα. ἡγεμονεύω ὁδόν: προπορεύομαι. ἡγεμονία = αρχηγία, αρχή, κυριαρχία. ἡγεμών = αρχηγός, οδηγός. Ζ Η ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι, οδηγώ, είμαι αρχηγός, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος, πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία σε κάτι. ἡγοῦμαι θεούς: πιστεύω στους θεούς. ἡδέως = με ευχαρίστηση. ἡδέως ἔχω πρός: διάκειμαι ευνοϊκά προς ἥδομαι = ευχαριστιέμαι. ἡδονή = ευχαρίστηση, τέρψη. ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή, απολαύσεις. ἡδύς = γλυκός. ἥκιστα = καθόλου, ελάχιστα. ἥκω = έχω έλθει ἡλικιώτης & ἧλιξ= συνομήλικος. ἡλίκος = πόσο μεγάλος, πόσο μικρός. ἡμέτερος = δικός μας. ἠμί = λέγω ἦν δ ἐγώ = είπα εγώ ἦ δ ὅς = είπε αυτός. ἤπειρος = στεριά. ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω.

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος, νικιέμαι, υστερώ. ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ: χάνω το θάρρος μου. θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας. θάλπος = θερμότητα, ζέστη. θανατόω-ῶ = θανατώνω, φονεύω. Θ Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 20 θαρσέω-ῶ & θαρρῶ = παίρνω θάρρος. θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος, τόλμη. θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρρος. θαυμάζω = απορώ, θαυμάζω, ζηλεύω, εκπλήττομαι. θαῦμα παρίσταταί μοι: μου γεννιέται η απορία. θαυμάσιοςθαυμαστός = παράδοξος, αξιοθαύμαστος. θεάομαι-ῶμαι = βλέπω, εξετάζω. θεῖος = θεϊκός. θέμις (< τίθημι)= νόμος, δίκαιο, ορθό. θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς. θεραπεύω = υπηρετώ, λατρεύω, περιποιούμαι. θεράπων-οντος = υπηρέτης. θέω = τρέχω, πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην. θεωρέω-ῶ = βλέπω, παρατηρώ, επιθεωρώ, είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο θηράω-ῶ = κυνηγώ, συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, σκοτώνω, επιδιώκω. θνῄσκω = πεθαίνω, σκοτώνομαι. θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο, θορυβοῦμαι = ταράζομαι, ενοχλούμαι. θροῦς = ψίθυρος. θυμοειδής = ζωηρός, ορμητικός. θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι. θύω-θύομαι = θυσιάζω. θωπεύω = κολακεύω. θωπεία = κολακεία. θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα. ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω. Ι ἴδιος = δικός μου, ιδιωτικός, προσωπικός, ατομικός. ἰδίᾳ = ιδιαίτερα, προσωπικά. ἴδια ἐγκλήματα: ιδιωτικά συμφέροντα. ἴδιον: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης. ἱδρύω = ιδρύω, κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια. ἱερός = ιερός, αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές. ἵημι = ρίχνω, εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ. ἱκετεύω = παρακαλώ. ἱκετήριος: αυτός που ανήκει σε ικέτες. ἱκέτης = ικέτης. ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι. ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία. ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου. ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος. ἵστημι = στήνω, διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι, κείμαι. ἵστημι βασιλέα: διορίζω βασιλιά. ἵστημι τὰ ὄμματα: προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς: εγείρω αδριάντα.