Η αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή της έννοµης τάξης.

Σχετικά έγγραφα
Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ. Εργασία για το µάθηµα ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ:

Η αρχή της αναλογικότητας

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Κος ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ ΡΕΑΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ (The principle of proportionality)

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Μερικές σκέψεις πάνω στην αρχή της ισότητας µε αφορµή την Α.Π. 668/2003 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

Σελίδα 1 από 5. Τ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν εξουσίες που το εκάστοτε. ισχύον δίκαιο απονέμει στα άτομα προκειμένου να τους εξασφαλίσει

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3004/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 52/2014

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ. Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ. ΣτΕ: Παραγράφονται οι φορολογικοί έλεγχοι μέχρι το 2011

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 116/2011

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Transcript:

1 Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέα ηµοσίου ικαίου 2003 2004 Συνταγµατικό ίκαιο Επιβλέπων Καθηγητής: Κος Ανδρέας ηµητρόπουλος Η αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή της έννοµης τάξης. Επιµέλεια: Ράµµος Αλέξανδρος

2 Η αρχή της αναλογικότητας αποκτά ιδιαίτερη σηµασία, καθώς ορίζει τα απώτατα όρια του συνταγµατικά επιτρεπτού της κρατικής περιοριστικής επέµβασης στα θεµελιώδη ατοµικά δικαιώµατα. Πρωτοεµφανίστηκε στο γερµανικό αστυνοµικό δίκαιο (Grundsatz der Verhaltnismaβigkeit) συναγόµενη από την αρχή του κράτους δικαίου, κατοχυρώνεται δε ρητά πλέον στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος 1975/1986/2001. Κατ ορθότερη γνώµη, ισχύει έναντι όλων των φορέων άσκησης εξουσίας, ανεξαρτήτως της οργανωτικής τους µορφής και του γεγονότος ότι η δράση τους διέπεται κατ αρχήν από το ιδιωτικό δίκαιο. Η υπό κρίση αρχή αναλύεται σε τρεις επιµέρους αρχές: 1) την αρχή της αναγκαιότητας (Erforderlichkeit), 2) την αρχή της καταλληλότητας (Geeignetheit) και 3) την αρχή της αναλογικότητας µε στενή έννοια (Verhaltnismaβigkeit im engeren Sinn). Με τη σειρά της η αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια αναλύεται στις εξής τρεις επιµέρους αρχές: α) την αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου µέσου, β) την αρχή της αποφυγής ασύµµετρων ή δυσανάλογων συνεπειών και γ) την απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής. Την αρχή της αναλογικότητας δέχθηκε, έστω και έµµεσα, το ΣτΕ ήδη προ εξήντα ετών, µε την απόφαση 343/1943, ενώ αναγνωρίζεται, πλέον, ρητά από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, πάντως, η έλλειψη αναγκαιότητας ή η ακαταλληλότητα του µέτρου πρέπει να είναι «κατάδηλη» και ο έλεγχος της να µην καταλήγει στην αθέµιτη δικαστική κρίση της σκοπιµότητας του νόµου γεγονός που ελλοχεύει τον κίνδυνο της πρακτικής αχρηστεύσεως της αρχής της αναλογικότητας. Εντούτοις η αρχή της αναλογικότητας είναι η κατεξοχήν κατάλληλη αρχή για τη διασάφηση και οριοθέτηση των αγαθών και αξιών που συγκρούονται εκάστοτε µε το δηµόσιο συµφέρον 1. Η αρχή της αναλογικότητας φέρεται ως µια από τις πληρέστερες εκφράσεις της αρχής της νοµιµότητας. Ταυτόχρονα δε, επαληθεύεται µε την εφαρµογή της, ότι δεν ισχύει ανεξέλεγκτη η αρχή της σκοπιµότητας 2. 1 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 31 2 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 36. Πρβλ και Τάχο, ίκαιο της δηµόσιας τάξης, σελ. 56.

3 Περιεχόµενα Α. Έννοια. Β. Θεµελίωση. α) ιεθνώς. β) Στην ελληνική έννοµη τάξη. Γ) έσµευση. ) ιακρίσεις της αρχής της αναλογικότητας. α) Η αρχή της αναγκαιότητας. β) Η αρχή της καταλληλότητας. γ) Η αρχή της αναλογικότητας µε στενή έννοια. γα) ιακρίσεις της αρχής της αναλογικότητας υπό στενή έννοια. i) Η αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου µέσου. ii) Η αρχή της αποφυγής ασύµµετρων ή δυσανάλογων συνεπειών. iii) Η απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής. Ε) Η αρχή της αναλογικότητας στην ελληνική νοµολογία. Στ) Συµπέρασµα.

4 Α. Έννοια Ως δικαιικό αξίωµα η αρχή της αναλογικότητας (principle of proportionality, principe de proportionalite) συνδέεται µε τη µετεξέλιξη του παραδοσιακού φιλελεύθερου κράτους δικαίου ως κράτος αποχής στο κοινωνικό κράτος, το οποίο ασκεί όλο και περισσότερες παρεµβατικές αρµοδιότητες στο κοινωνικό, οικονοµικό και πολιτικό γίγνεσθαι, προκειµένου να είναι εφικτή η υλοποίηση της δηµόσιας οικονοµικής τάξης, δηλαδή της οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόσφατα δε, το κράτος αυτό χαρακτηρίζεται επιπρόσθετα ως κράτος που εξασφαλίζει την προστασία των εννόµων αγαθών (Rechtsgutersicherheitsstaat) και ως κράτος πρόληψης και ασφάλειας (Praventionstaat, Sicherheitstaat) που έχει προσανατολίσει τη δράση του προς την κατεύθυνση της αποτελεσµατικής κάλυψης των αυξηµένων αναγκών για ασφάλεια της σύγχρονης κοινωνίας των κινδύνων 3. Υπό το φως της µετεξέλιξης της κρατικής δράσης, ο πολίτης λειτουργεί λιγότερο ως υποκείµενο δικαιωµάτων και περισσότερο ως αποδέκτης υποχρεώσεων, οπότε και η αρχή της αναλογικότητας αποκτά ιδιαίτερη σηµασία ορίζοντας τα απώτατα όρια του συνταγµατικά επιτρεπτού της κρατικής περιοριστικής επέµβασης στα θεµελιώδη ατοµικά δικαιώµατα 4. Β. Θεµελίωση α) ιεθνώς Η αρχή της αναλογικότητας πρωτοεµφανίστηκε στο γερµανικό αστυνοµικό δίκαιο (Grundsatz der Verhaltnismaβigkeit). Το γερµανικό Οµοσπονδιακό Συνταγµατικό ικαστήριο την συνάγει από την αρχή του κράτους δικαίου και την ουσία των ατοµικών δικαιωµάτων και της αποδίδει µε αυτόν τον τρόπο συνταγµατική ισχύ που δεσµεύει τον νοµοθέτη 5. Ήδη, από το 1970, το ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την αναγνώρισε ως αρχή του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου 6, το δε Ευρωπαϊκό ικαστήριο των ικαιωµάτων του Ανθρώπου την θεωρεί ως εγγενή στο συνολικό σύστηµα της Ευρωπαϊκής Συµβάσεως των ικαιωµάτων του Ανθρώπου 7. Mέσω της διεθνούς αυτής (και κυρίως της κοινοτικής αναγνώρισης) η αρχή της αναλογικότητας διείσδυσε και στο δίκαιο των άλλων κρατών µελών. Στην Αγγλία πληθώρα δικαστικών αποφάσεων αναφέρεται στην αρχή της αναλογικότητας, που συγγενεύει άλλωστε µε την αρχή του «ευλόγου» (reasonableness) ή, αντίστροφα, του 3 Βλ. Ζ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα 2003, σελ.13-14 4 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 15. 5 ΒverfGE 19, 342 (348/9). H σχετική σταθερή νοµολογία του γερµανικού Οµοσπονδιακού δικαστηρίου είναι πλούσια. Βλ. τις αποφάσεις της 15.1.1970 (ΒverfGE 27,34,352/3) και της 15.12.1983 (ΒverfGE 65, 1, 54). 6 ΕΚ. 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, Συλλ. 1970, 1125 και µεταγενέστερη νοµολογία. Το ΕΚ δέχθηκε παράβαση της αρχης της αναλογικότητας π.χ. στις αποφάσεις 118/1975 Watson και Belmann, Συλλ. 1976, 1185/1198, και 122/78, Buitoni, Συλλ. 1979, 677 (682). Βλπ. και Π.. αγτόγλου, Ευρωπαϊκό Κοινοτικό ίκαιο, αρ. 990. 7 Το ικαστήριο δέχθηκε π.χ. στην υπόθεση Sporrong και Lonnroth προσβολή της αρχής της αναλογικότητας (απόφαση της 23.4.1982, Judgements and decisions, 52, 24). Βλ. επίσης την απόφαση της 25.10.1989 στην υπόθεση Allan Jacobsson (18/1987/141/195), όπου η αρχή της αναλογικότητας ορίζεται ως need for fair balance between community s general interest and requirement of protecting indivindual s fundamental rights.

5 «παραλόγου» (irrationality), που αποτελεί πλάι στην παράβαση νόµου (illegality) και την διαδικαστική παράβαση (procedural impropriety) τους λόγους ακυρώσεως µιας διοικητικής πράξης 8. Στη Γαλλία εφαρµόζεται προπάντων ως αρχή εύλογης σχέσεως µεταξύ παραβάσεως και ποινής. Το Συνταγµατικό Συµβούλιο κάνει αναφορά στο άρθρο 8 της ιακηρύξεως του 1789, κατά το οποίο «ο νόµος δεν µπορεί να θεσπίσει παρά ποινές αυστηρώς και προφανώς αναγκαίες (strictement et evidement necessaires)» 9. β) Στην ελληνική έννοµη τάξη Στην Ελλάδα, πριν την αναθεώρηση του 2001, η αρχή της αναλογικότητας θεµελιωνόταν συνταγµατικά στα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 (υπό την προηγούµενη διατύπωσή του) 10. Εκ της πρώτης διατάξεως συνάγεται, ότι οι περιορισµοί της ελευθερίας αναπτύξεως της προσωπικότητας δεν µπορούν να ξεπερνούν το αναγκαίο µέτρο για την προστασία του Συντάγµατος, των χρηστών ηθών και των δικαιωµάτων των άλλων ενώ σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 η κρατική εγγύηση των δικαιωµάτων του ανθρώπου και η υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκησή τους, έχουν τουλάχιστον το νόηµα, ότι το Σύνταγµα δεν επιτρέπει δυσανάλογες προσβολές των δικαιωµάτων αυτών. Μετά την πρόσφατη, όµως, συνταγµατική αναθεώρηση, η αρχή της αναλογικότητας κατοχυρώνεται ρητά πλέον στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος 1975/1986/2001. Η ρητή αυτή κατοχύρωσή της έρχεται να άρει τις οποιεσδήποτε αµφισβητήσεις και να την καθιερώσει άµεσα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη ανάδειξης και εφαρµογής της σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η στενή ερµηνεία και η ανελαστική εφαρµογή των νοµοθετικών διατάξεων προσβάλλουν την αρχή της «ουσιαστικής δικαιοσύνης και την αρχή της νοµιµότητας υπό ευρεία έννοια. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας καθώς και άλλοι κανόνες που αφορούν στον έλεγχο και περιορισµό της εξουσίας ενσωµατώνεται στη δικαιοκρατική αρχή 11, το ουσιαστικό περιεχόµενο της οποίας διευρύνθηκε σηµαντικά µετά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο 12. Πέρα από το συνταγµατικό κείµενο, η αρχή της αναλογικότητας κατοχυρώνεται και σε ειδικές διατάξεις. Χαρακτηριστικές είναι εκείνες της αστυνοµικής νοµοθεσίας. Το άρθρο 2 του Π 538/1989 ορίζει, ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους οι αστυνοµικοί χρησιµοποιούν τα κατά το δυνατόν ηπιότερα 8 Βλπ. Π. αγτόγλου, Συνταγµατικο ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, Εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 1994, σελ. 178, υποσηµ. 3. 9 Βλπ. αγτόγλου, Συνταγµατικο ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, σελ. 178, υποσηµ. 4. 10 Βλ. ΣτΕ 2845/1994, 1709/1997, 542/1999. 11 Αυτό άλλωστε δέχεται και η ΣτΕ 2114/1984 (Τµήµα ), ΤοΣ 1985, 63 (64). Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι σε παλαιότερη νοµολογία του το ΣτΕ αποφαινόταν, ότι από την ειδική περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων νοµοθεσία (ν.δ. 797/1971) «ουδόλως επιβάλλεται εις το αρµόδιον όργανον, όπως προ της εκδόσεως της σχετικής πράξεως, προβαίνει εις ωρισµένας προπαρασκευαστικάς ενέργειας και δη επί τω τέλει αντιµετωπίσεως του ενδεχοµένου εκπληρώσεως του επιδιωκόµενου δια της απαλλοτριώσεως σκοπού δι ετέρων µέσων, ως λ.χ. δια της διαθέσεως καταλλήλων δηµοσίων κ.λ.π. κτηµάτων ή εκούσιας µεταβιβάσεως του υπό αλλοτρίωσιν κτήµατος παρά του ιδιοκτήτου». Από τη σιωπή του νόµου συνήγε το ικαστήριο, ότι υποχρέωση λήψης του κατά το δυνατόν λιγότερου επαχθούς µέτρου από το αρµόδιο όργανο δεν υπήρχε. Το ΣτΕ δεν εξέταζε δηλαδή και εποµένως δεν έφθανε στο ορθό συµπέρασµα, ότι η υποχρέωση αυτή είναι σπουδαία έκφραση της φιλελεύθερης δικαιοκρατούµνης πολιτείας, όπως την διακηρύσσει το Σύνταγµα και εποµένως ισχύει ανεξαρτήτως ρητής διακηρύξεως της από το νόµο. Βλ. Π. αγτόγλου, Γενικό ιοικητικό ίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 1997, σελ.180. 12 Βλ. Γ. Κασιµάτης, Μελέτες Ι, ηµοκρατιά, Εκδ. Αντ Σάκκουλα, 1996, σελ. 268, ο οποίος προσθέτει, ότι η δικαιοκρατική αρχή ενσωµατώνει, επιπλέον, και την προστασία της προσωπικής και πολιτικής ελευθερίας καθώς και την προστασία του ανθρώπου.

6 µέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή τραχύτητα, ενόχληση ή αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας και επιδεικνύουν πνεύµα µετριοπάθειας και επιείκειας. Ακόµη το Π 141/1991 εξειδικεύει µε αρκετές διατάξεις του το περιεχόµενο της αρχής της αναλογικότητας διευκολύνοντας και εξασφαλίζοντας µε τον τρόπο αυτό την εφαρµογή της από τα αρµόδια όργανα. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ο πρόσφατος Ν 2928/2001 που µε στόχο την καταπολέµηση του οργανωµένου εγκλήµατος διηύρυνε µεν τις ανακριτικές πράξεις των αστυνοµικών οργάνων, πλην όµως τις υπήγαγε ρητώς στις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας. Γ) έσµευση Το δόγµα και το πνεύµα της περιβεβληµένης πλέον µε την αίγλη της συνταγµατικής κατοχύρωσης αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να ισχύει έναντι όλων των φορέων άσκησης εξουσίας, ανεξαρτήτως της οργανωτικής τους µορφής και του γεγονότος ότι η δράση τους διέπεται κατ αρχήν ή αποκλειστικά από το ιδιωτικό δίκαιο. Πρόκειται για ένα βασικό δικαιικό αίτηµα που διασφαλίζεται µε την εφαρµογή του λειτουργικού κριτηρίου. Η αναγκαιότητα του τελευταίου επιβάλλεται από την οµοιότητα του σκοπού και του περιεχοµένου δράσης διαφόρων φορέων κρατικής εξουσίας, όσο και των ιδιαζόντων εξουσιαστικών µέσων και προνοµίων που αυτοί κατά το νόµο διαθέτουν για την εκπλήρωση της αποστολής τους 13. ) ιακρίσεις της αρχής της αναλογικότητας Η αρχή της αναλογικότητας αναλύεται σε τρεις επιµέρους αρχές: 1) την αρχή της αναγκαιότητας (Erforderlichkeit), 2) την αρχή της καταλληλότητας (Geeignetheit) και 3) την αρχή της αναλογικότητας µε στενή έννοια (Verhaltnismaβigkeit im engeren Sinn). α) Η αρχή της αναγκαιότητας. Σύµφωνα µε την αρχή της αναγκαιότητας, η λήψη µέτρων από τη διοίκηση τότε µόνο δικαιολογείται, όταν αυτά δεν είναι επαχθέστερα σε ένταση, έκταση ή διάρκεια από το αναγκαίο για την επίτευξη του αποτελέσµατος µέτρο 14. Ο έλεγχος της αναγκαιότητας του επιλεγόµενου µέτρου προηγείται εκείνου της προσφορότητας (καταλληλότητας) και αναλογίας του και αναφέρεται στη συνδροµή των ουσιαστικών προϋποθέσεων περιορισµού των δικαιωµάτων του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου 15. Οι κάθε είδους κρατικές παρεµβάσεις δικαιολογούνται να περιορίσουν την ελευθερία του ατόµου στο µέτρο µόνο που η συντρέχουσα ανάγκη θεραπείας, διατήρησης ή διαφύλαξης του δηµόσιου συµφέροντος τις καθιστά αναγκαίες 16. ιαφορετικά, όταν ξεπερνούν το αναγκαίο µέτρο είναι ασύµβατες µε τις επιταγές αυτής της συνιστώσας της αρχής της αναλογικότητας και συνεπώς παράνοµες. Αναγκαίο είναι το µέτρο, όταν η διοίκηση 13 Για την εφαρµογή του λειτουργικού κριτηρίου κατά την άσκηση δηµόσιας εξουσίας γενικότερα, βλ. Ζ. Παπαϊωάννου, Άσκηση δηµόσιας διοικήσεως µέσω νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, διδ. διατριβή, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 1985. 14 αγτόγλου, Συνταγµατικο ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, σελ.177. 15 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 25 16 Βλ. ενδεικτικά άρθρα 74 παρ. 15 εδ. θ και 96 παρ. 4 Π 141/1991. Βλ. επίσης ΣτΕ 1158/1988, 2959, 4051/1990, 392, 2195/1993. για την αρχή της αναγκαιότητας βλ.και Ανδρουλάκη, Τα όρια της ανακριτικής δράσεως και η «αρχή της αναγκαιότητας», ΠΧρ 1975, σελ.3.

7 δεν θα µπορούσε να επιλέξει ένα άλλο, εξίσου αποτελεσµατικό, το οποίο δεν θα περιόριζε ή θα περιόριζε λιγότερο αισθητά τα θεµελιώδη δικαιώµατα του πολίτη 17. Η αναγκαιότητα του περιοριστικού του ατοµικού δικαιώµατος µέτρου κρίνεται διαφορετικά σε µια δηµοκρατική και σε µια µη δηµοκρατική κοινωνία, γιατί επικρατούν εκάστοτε διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια για την εξουσία του κράτους και την ελευθερία του ανθρώπου. Η Ευρωπαϊκή Σύµβαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου επιτρέπει ρητώς µόνο περιορισµούς ατοµικών δικαιωµάτων που είναι αναγκαίοι σε µια δηµοκρατική κοινωνία 18. Η έννοια της δηµοκρατίας δεν µπορεί να ξεχωριστεί από την ελευθερία, γι αυτό οι περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων είναι θεµιτοί µόνο στο µέτρο που είναι αναγκαίο σε µια δηµοκρατία που είναι στηριγµένη στην ελευθερία 19. Με αυτή την έννοια το αναγκαίο µέτρο αποκτά εξέχουσα σηµασία και ως βασικός όρος όριο για την επισήµανση καταχρηστικής εφαρµογής των εκάστοτε περιορισµών των ατοµικών δικαιωµάτων στα πλαίσια της κρατικής δράσης 20. Έτσι τίθεται εκτός της έννοιας του αναγκαίου µέτρου και συνεπώς αντίκειται στο Σύνταγµα ως προσβάλλουσα την αρχή της αναλογικότητας π.χ. η διάλυση παράνοµης συναθροίσεως από την αστυνοµία µε χρήση πυροβόλων όπλων, ενώ προφανώς αρκούσαν ηπιότερα µέσα, η κατ οίκον έρευνα κατά την νύχτα, ενώ αυτό δεν ήταν αναγκαίο για την αποτελεσµατικότητα της έρευνας καθώς και η δέσµευση των κρατουµένων µε χειροπέδες, όταν αυτοί δεν είναι ύποπτοι φυγής. β) Η αρχή της καταλληλότητας Σύµφωνα µε την αρχή της καταλληλότητας, το µέτρο που χρησιµοποιεί η κρατική εξουσία πρέπει να είναι πρόσφορο, δηλαδή ικανό να οδηγήσει στην πραγµατοποίηση του προβλεπόµενου από το νόµο σκοπού ή τουλάχιστον να την προωθήσει σηµαντικά. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι το εν λόγω µέτρο δύναται πραγµατικά ή από νοµική άποψη να συνδράµει στην επίτευξη του επιδιωκοµένου σκοπού 21. Απρόσφορη, άρα ακατάλληλη για την επίτευξη του αποτελέσµατος είναι π.χ. η απαγόρευση δηµόσιας υπαίθριας συναθροίσεως προς αποτροπή απαγορευµένου συνεταιρισµού δηµοσίων υπαλλήλων 22. γ) Η αρχή της αναλογικότητας µε στενή έννοια. Η αρχή της αναλογικότητας stricto sensu ή αρχή της αναλογίας επιβάλλει την ύπαρξη εύλογης σχέσης µεταξύ του συγκεκριµένου διοικητικού µέτρου και του επιδιωκόµενου σκοπού. Αυτή η σχέση υπάρχει, όταν το λαµβανόµενο µέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκοµένου σκοπού, συνεπάγεται κατ ένταση και διάρκεια τα λιγότερα δυνατά µειονεκτήµατα για τον πολίτη και, τέλος, όταν τα συνεπαγόµενα µειονεκτήµατα δεν υπερσκελίζουν τα πλεονεκτήµατα 23. 17 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 26-27 18 Άρθρα 6 παρ. 1εδ.2, 8 παρ. 1και 2, 9 παρ. 2, 10 παρ. 2, 11 παρ. 2 εδ.1 ΕΣ Α. Βλ. Φ. Βεγλερή, Οι περιορισµοί των δικαιωµάτων του ανθρώπου, 1982, σ. 78 επ. 19 αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, σελ. 181 182. 20 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 29. 21 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 31. 22 αγτόγλου, Συνταγµατικο ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, σελ. 177. 23 Βλ. ΣτΕ 1149/1988, 2153/1989, 4050/1990. Βλ. και αγτόγλου, Γενικό ιοικητικό ίκαιο, σελ. 184, του ιδίου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, σελ. 176, Κουτούπα Ρεγκάγκου, Ο ρόλος

8 Για παράδειγµα, η χρήση των όπλων από αστυνοµικούς επιτρέπεται, κατά το άρθρο 133 του Π 141/1991, εφόσον υπάρχει απόλυτη ανάγκη και εξαντληθούν όλα τα ηπιότερα µέσα 24. Έτσι, έστω και αν είναι πρόσφορη, είναι πάντως δυσανάλογη εν σχέσει προς τους λόγους που τον προκάλεσαν ή το αντικειµενικά επιτεύξιµο αποτέλεσµα (π.χ. απαγόρευση εξόδου από την χώρα οφειλέτη µικρού ποσού προς το δηµόσιο, ή η επιβολή διοικητικής κυρώσεως που περιορίζει ατοµικό δικαίωµα σε µέτρο δυσανάλογο προς την παράβαση που αφορά 25. γα) ιακρίσεις της αρχής της αναλογικότητας υπό στενή έννοια Η αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια αναλύεται στις εξής τρεις επιµέρους αρχές: α) την αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου µέσου, β) την αρχή της αποφυγής ασύµµετρων ή δυσανάλογων συνεπειών και γ) την απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής. i) Η αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου µέσου Σύµφωνα µε την πρώτη επιµέρους αρχή, από τα περισσότερα δυνατά και κατάλληλα µέτρα η διοίκηση πρέπει να επιλέξει το ηπιότερο, δηλαδή εκείνο που θα επιβαρύνει λιγότερο το άτοµο και το κοινωνικό σύνολο. Έτσι οφείλεται να επιλεγεί το ηπιότερο µέσο και µόνο αν αυτό δεν είναι δυνατό στην πραγµατικότητα, να µεταβεί στο επόµενο αυστηρότερο ή επαχθέστερο µέσο ή µέτρο. Η αρχή του ηπιότερου µέσου απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου και συνιστά σύνθεση των αρχών της ισότητας (ενώπιον του νόµου, αλλά και του ίδιου του νόµου) και της επιείκειας. Για παράδειγµα, η από τα αστυνοµικά όργανα σύλληψη του επ αυτοφώρω καταλαµβανοµένου δράστη κλοπής επιχειρούντος να διαφύγει, µπορεί να γίνει µόνο µε τη χρήση της απολύτως αναγκαίας επ αυτού σωµατικής βίας (ακινητοποίηση σωµατική δέσµευση) και όχι κατ ανάγκη µε τη χρήση της αστυνοµικής ράβδου και τον ανηλεή ξυλοδαρµό του ή πολύ περισσότερο µε τη χρήση του υπηρεσιακού του περιστρόφου, µε ρίψη εναντίον του πυροβολισµού. Επίσης, κατά την επιβολή π.χ. διοικητικής κύρωσης, πρέπει οπωσδήποτε να εκτιµάται η βαρύτητα της παράβασης 26, ενώ δεν επιτρέπεται η προσωπική κράτηση, όταν έχει γίνει κατάσχεση πραγµάτων του οφειλέτη 27. ii) Η αρχή της αποφυγής ασύµµετρων ή δυσανάλογων συνεπειών. Η αρχή της αποφυγής των ασύµµετρων ή δυσανάλογων συνεπειών παραπέµπει στη στάθµιση κόστους οφέλους και εξετάζει την προσφορότητα στη σχέση µέσου επίτευξης στόχου. Βάσει αυτής, η προσφερόµενη κατ αρχήν ως δυνατή, κατάλληλη, ηπιότερη και ίσως µοναδική ρύθµιση δεν επιτρέπεται να ληφθεί, των αορίστων εννοιών στο σύγχρονο κράτος δικαίου, σελ. 314 επ., Κ. Χρυσόγονος, Ατοµικά και κοινωνικά ικαιώµατα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 2002, σελ. 87 επ., Αρ. Χαραλαµπάκη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή των παρεποµένων ποινών κατά τη δήµευση, Μελέτες Ποινικού ικαίου 1999, σελ. 101, Θ. αλακούρα, Η αρχή της αναλογικότητας και τα µέτρα ικονοµικού Καταναγκασµού, 1993, σελ. 101 και Λ. Σοφουλάκη, Η χρήση βίας από τα αστυνοµικά όργανα ως υλικό µέτρο άσκησης αστυνοµικής εξουσίας, Ποιν ικ 6/2002, σελ. 649,650. 24 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 31-32. 25 αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, σελ. 177. 26 Βλ. π.χ. ΣτΕ 257/1987. 27 Βλ. ΕΑ 1437/1988, ι ικ 1989, σελ. 918.

9 αν στη συγκεκριµένη περίπτωση κριθεί, ότι οι συνέπειες αυτού βρίσκονται εµφανώς σε δυσανάλογη σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό. Με άλλα λόγια, οι αναµενόµενες δυσµενείς συνέπειες του µέτρου πρέπει, συγκρινόµενες µε τον επιδιωκόµενο από το νόµο σκοπό, να τελούν σε αναλογία προς αυτόν. Αν τον υπερακοντίζουν κατάδηλα το σχετικό µέτρο πρέπει να αποκλειστεί. Έτσι για παράδειγµα η σύλληψη ενός οδηγού που προκλητικά δεν ακολουθεί τους κανόνες του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας πρέπει να µαταιωθεί, αν η παρανοµία οφείλεται στην προσπάθειά του να προµηθευτεί το φάρµακο που έχει ανάγκη ένας βαριά άρρωστος. iii) Η απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής Η απαγόρευση της χρονικής υπερβολής, τέλος, επικεντρώνεται στη διάρκεια των νοµοθετικών ρυθµίσεων. Βάσει αυτής µια ρύθµιση θεωρείται επιτρεπτή για τόσο χρονικό διάστηµα, όσο απαιτείται για την επέλευση των νοµικών συνεπειών του, µέχρις ότου, δηλαδή, επιτευχθεί ο επιδιωκόµενος σκοπός ή γίνει εµφανής η αδυναµία πραγµατοποίησής του. Για παράδειγµα στα δικαιώµατα του διενεργούντος την ανάκριση αστυνοµικού ανακριτικού υπαλλήλου ανήκει και η λήψη και όλων των κατάλληλων κατά την έµφρονα τούτου κρίση µέτρων, ώστε να µην αποµακρυνθούν ή ξεφύγουν από τις έρευνες τους άνθρωποι ή ακόµα και µη ύποπτοι, χωρίς να αποκλείεται όλοι τους να επαναχθούν και βιαίως, υπό τον ευνόητο όρο, ότι ο περιορισµός αυτός δεν µπορεί να διαρκέσει παρά λίγες µόνο ώρες, δηλαδή µέχρι το τέλος της ανακριτικής πράξης 28. Ε) Η αρχή της αναλογικότητας στην ελληνική νοµολογία. Την αρχή της αναλογικότητας δέχθηκε, έστω και έµµεσα, το ΣτΕ ήδη προ εξήντα ετών, όταν µε την απόφαση 343/1943 αποφάνθηκε, ότι «τα αστυνοµικά όργανα δεν µπορούν να ασκήσουν βίαια µέτρα κατά των πολιτών, παρά µόνο κατ εξαίρεση και µόνο όπου ο νόµος επιτρέπει ή η αντίσταση κακοποιού ή άλλος κίνδυνος καθιστούν ταύτα αναγκαία» 29. Αναγνωρίζεται, πλέον, ρητά από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 30, η οποία επικαλείται «την εκ της έννοιας του κράτους δικαίου απορρεόυσαν συνταγµατική αρχή της αναλογικότητας, κατά την οποίαν οι εκ µέρους του νόµου και της διοικήσεως επιβαλλόµενοι περιορισµοί εις την άσκησιν των ατοµικών δικαιωµάτων πρέπει να είναι µόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόµου επιδιωκόµενον σκοπόν» 31. Εποµένως, και κατά την νοµολογία που έκτοτε τηρεί σταθερή στάση, η διοίκηση πρέπει να επιλέγει µεταξύ των µέτρων που πραγµατοποιούν τους νόµιµους σκοπούς της το εκάστοτε λιγότερο επαχθές για τον ιδιώτη 32. Τα δικαιώµατα του άνθρώπου δεν επιτρέπεται να περιορίζονται από τα κρατικά όργανα περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για να προστατευθούν είτε τα 28 Άρθρο 252 παρ.1 και 2 ΚΠ. Βλ. και Α. Καρρά, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Έκδοση Β 1998, σελ. 480. 29 Βλ. επίοσης και ΣτΕ 21/1958, 1456/1966, 1961/1966,202/1974, 58/1977,811/1977, 1340/1982, 1341/1982 κλπ. 30 Βλ. π.χ. ΣτΕ 1341/1982, 2261/1984, 2112/1984. πρβλ. ήδη την µειοψηφούσα γνώµη στην 58/1977 (ΤοΣ 1977, 623, 625). 31 Όπως χρακτηριστικά επισηµαίνει η ΣτΕ 2112/1984, Τµήµα, ΤοΣ 1985, 63 (64). 32 Όπου π.χ. οι δηµόσιες ανάγκες µπορούν να ικανοποιηθούν µε σύσταση δουλέιας, δεν επειτρ πεται το επαχθέστερο µ ετρο της πλήρους απαλλοτριώσεως σύµφωνα µε την ΣτΕ 300/1936.

10 δικαιώµατα των άλλων είτε όψεις του δηµοσίου συµφέροντος που κατοχυρώνονται συνταγµατικά 33. Πρέπει, πάντως, να σηµειωθεί ότι στη χώρα µας, αν και ο έλεγχος των δύο πρώτων εκφάνσεων της αρχής της αναλογικότητας παρουσιάζει οµοιότητες µε τον έλεγχο που ασκεί η γερµανική νοµολογία, ωστόσο δεν συµβαίνει το ίδιο µε τον αντίστοιχο έλεγχο, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας stricto sensu 34. Πράγµατι, στην ελληνική έννοµη τάξη ο έλεγχος της αναλογικότητας µε τη στενή έννοια αποτελεί στην ουσία µια στάθµιση κόστους οφέλους και, συνεπώς, αποβαίνει προβληµατικός και επισφαλής, καθόσον λείπουν σταθερά νοµικά κριτήρια πάνω στα οποία θα µπορούσε να βασισθεί 35. Μάλιστα, η εκτίµηση για το κόστος ή το όφελος ενός µέτρου, χωρίς να είναι καταρχάς αδιανόητη από µεθοδολογική άποψη, πάντως βασίζεται σε πραγµατολογικά δεδοµένα, που σε τελική ανάλυση παραπέµπουν περισσότερο στη σφαίρα της σκοπιµότητας, παρά σε εκείνη της συνταγµατικότητας 36. Έτσι κατά την αξιολόγηση των αστυνοµικών µέτρων και επεµβάσεων η ελληνική, όπως άλλωστε και η γαλλική νοµολογία, σπανίως προβαίνει σε πλήρη και ενδελεχή έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας. Τις περισσότερες φορές αναγνωρίζεται η νοµιµότητα του µέτρου κρίνοντας τη δικαιολογηµένη ή τη µη υπερβολική άσκηση αυτού επί τη βάσει της αναγκαιότητάς του και της ύπαρξης αναλογίας ανάµεσα σε αυτό και τον επιδιωκόµενο σκοπό 37. Κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, πάντως, η έλλειψη αναγκαιότητας ή η ακαταλληλότητα του µέτρου πρέπει να είναι «κατάδηλη» και ο έλεγχος της να µην καταλήγει στην αθέµιτη δικαστική κρίση της σκοπιµότητας του νόµου. Η τακτική αυτή ελλοχεύει τον κίνδυνο της πρακτικής αχρηστεύσεως της αρχής της αναλογικότητας. Από την κατά το Σύνταγµα υποχρέωση όλων των οργάνων του κράτους (εποµένως, και µάλιστα ιδίως, των δικαστών) να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκηση των ατοµικών δικαιωµάτων απορρέει και η υποχρέωση του ερµηνευτή να προκρίνει εκάστοτε την ερµηνεία εκείνη του ατοµικού δικαιώµατος που αποδίδει σ αυτό την µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα και όχι εκείνη που οδηγεί στην αποδυνάµωσή του 38. Στ) Συµπέρασµα Η αρχή της αναλογικότητας αποκτά ιδιαίτερη σηµασία, καθώς ορίζει τα απώτατα όρια του συνταγµατικά επιτρεπτού της κρατικής περιοριστικής επέµβασης στα θεµελιώδη ατοµικά δικαιώµατα. Πρωτοεµφανίστηκε στο γερµανικό αστυνοµικό 33 Για τα επιτρεπτά χρονικά όρια των περιοριστικών των ανθρωπίνων δικαιωµάτων µέτρα βλ. και 1961/1966 (ενοικιοστάσιο). Πρβλ. και ΣτΕ 21/1958. 34 Bλ. Ε. Βενιζέλο, Το γενικό συµφέρον και οι περιορισµοί των συνταγµατικών δικαιωµάτων Κριτική προσέγγιση των τάσεων της νοµολογίας, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 219. 35 Βλ. Κοντόγωργα Θεοχαροπούλου, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δηµόσιο δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 118. 36 Βλ. Φορτσάκη, Η προδήλως εσφαλµένη εκτίµηση και η αρχή της στάθµισης κόστους οφέλους, ΝοΒ 1987, σελ. 1324. 37 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 41-42 38 αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, σελ. 181. Όπως ορθά τόνισε η µειοψηφουσα γνώµη στην ΣτΕ 1149/1988, ΤοΣ 1988, σ.327, «Οι περιορισµοί που ο νοµοθέτης θέστει στην οικονοµική και επαγγελµατική ελευθερία πρέπει να είναι µόνο οι αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση του σκοπού που επιδιώκουν οι περιορισµοί αυτοί. Αν δε ο συγκεκριµένος σκοπός µπορεί να εξυπηρετηθεί πλήρως µε περιορισµό που θίγει λιγότερο το ατοµικό δικαίωµα, αυτό το µέτρο πρέπει να προκρίνεται από τον νοµοθέτη και κάθε άλλο που περιορίζει σε µεγαλύτερο βαθµό το δικαίωµα παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και είναι αντισυνταγµατικό».

11 δίκαιο (Grundsatz der Verhaltnismaβigkeit) συναγόµενη από την αρχή του κράτους δικαίου, κατοχυρώνεται δε ρητά πλέον στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος 1975/1986/2001. Κατ ορθότερη γνώµη, ισχύει έναντι όλων των φορέων άσκησης εξουσίας, ανεξαρτήτως της οργανωτικής τους µορφής και του γεγονότος ότι η δράση τους διέπεται κατ αρχήν από το ιδιωτικό δίκαιο. Η υπό κρίση αρχή αναλύεται σε τρεις επιµέρους αρχές: 1) την αρχή της αναγκαιότητας (Erforderlichkeit), 2) την αρχή της καταλληλότητας (Geeignetheit) και 3) την αρχή της αναλογικότητας µε στενή έννοια (Verhaltnismaβigkeit im engeren Sinn). Με τη σειρά της η αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια αναλύεται στις εξής τρεις επιµέρους αρχές: α) την αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου µέσου, β) την αρχή της αποφυγής ασύµµετρων ή δυσανάλογων συνεπειών και γ) την απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής. Την αρχή της αναλογικότητας δέχθηκε, έστω και έµµεσα, το ΣτΕ ήδη προ εξήντα ετών, µε την απόφαση 343/1943, ενώ αναγνωρίζεται, πλέον, ρητά από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, πάντως, η έλλειψη αναγκαιότητας ή η ακαταλληλότητα του µέτρου πρέπει να είναι «κατάδηλη» και ο έλεγχος της να µην καταλήγει στην αθέµιτη δικαστική κρίση της σκοπιµότητας του νόµου γεγονός που ελλοχεύει τον κίνδυνο της πρακτικής αχρηστεύσεως της αρχής της αναλογικότητας. Εντούτοις η αρχή της αναλογικότητας είναι η κατεξοχήν κατάλληλη αρχή για τη διασάφηση και οριοθέτηση των αγαθών και αξιών που συγκρούονται εκάστοτε µε το δηµόσιο συµφέρον 39. Η αρχή της αναλογικότητας φέρεται ως µια από τις πληρέστερες εκφράσεις της αρχής της νοµιµότητας. Ταυτόχρονα δε, επαληθεύεται µε την εφαρµογή της, ότι δεν ισχύει ανεξέλεγκτη η αρχή της σκοπιµότητας 40. 39 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 31 40 Βλ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, σελ. 36. Πρβλ και Τάχο, ίκαιο της δηµόσιας τάξης, σελ. 56.

12 Βιβλιογραφία Α. Καρράς, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Έκδοση Β 1998. Αρ. Χαραλαµπάκης, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή των παρεποµένων ποινών κατά τη δήµευση, Μελέτες Ποινικού ικαίου 1999. Γ. Κασιµάτης, Μελέτες Ι, ηµοκρατία, Εκδ. Αντ Σάκκουλα, 1996.. Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δηµόσιο δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989 Ε. Βενιζέλος, Το γενικό συµφέρον και οι περιορισµοί των συνταγµατικών δικαιωµάτων Κριτική προσέγγιση των τάσεων της νοµολογίας, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990. Ε. Κουτούπα Ρεγκάκου, Ο ρόλος των αόριστων εννοιών στο σύγχρονο κράτος δικαίου, σε Όψεις του Κράτους ικαίου, 1990. Ζ. Παπαϊωάννου, Άσκηση δηµόσιας διοικήσεως µέσω νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, διδ. διατριβή, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 1985. Ζ. Παπαϊωάννου, Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα 2003. Θ. αλακούρας, Η αρχή της αναλογικότητας και τα µέτρα ικονοµικού Καταναγκασµού, 1993. Θ. Φορτσάκης, Η προδήλως εσφαλµένη εκτίµηση και η αρχή της στάθµισης κόστους οφέλους, ΝοΒ 1987. Κ. Χρυσόγονος, Ατοµικά και κοινωνικά ικαιώµατα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 2002. Λ. Σοφουλάκης, Η χρήση βίας από τα αστυνοµικά όργανα ως υλικό µέτρο άσκησης αστυνοµικής εξουσίας, Ποιν ικ 6/2002. Ν. Ανδρουλάκης, Τα όρια της ανακριτικής δράσεως και η «αρχή της αναγκαιότητας», ΠΧρ 1975 Π. αγτόγλου, Γενικό ιοικητικό ίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 1997. Π. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Α, Εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή 1994. Φ. Βεγλερής, Οι περιορισµοί των δικαιωµάτων του ανθρώπου, 1982

13