VI. Ειδικά Θέματα Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται ειδικά θέματα που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων ή σε συγκεκριμένες χώρες. Ειδικότερα, στο υποκεφάλάιο VI.1 σύμφωνα με το Δ.Λ.Π.21, αναλύονται οι λογιστικοί χειρισμοί σχετικά με τις μεταβολές στις τιμές συναλλάγματος. Οι προσαρμογές που απαιτούνται στους λογιστικούς χειρισμούς αλλά και την παρουσίαση της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης σε υπερπληθωριστικές οικονομίες, αναλύονται από το Δ.Λ.Π.29 στο υποκεφάλαιο VI.2. Τα ειδικότερα θέματα της πληροφόρησης για την αγροτική δραστηριότητα και τα ειδικότερα θέματα σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και τα αποθέματα που σχετίζονται με τη δραστηριότητα αυτή αναφέρονται στο Δ.Λ.Π.41 και παρουσιάζονται στο υποκεφάλαιο VI.3. Τέλος, το υποκεφάλαιο VI.4 αναλύει τους λογιστικούς χειρισμούς και τις οικονομικές καταστάσεις κυρίως ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς αναφέρεται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και τις ιδιαιτερότητές τους. VΙ.1 Δ.Λ.Π.21: Οι επιδράσεις από τις μεταβολές στις τιμές συναλλάγματος Βασικός σκοπός του Δ.Λ.Π.21 είναι να παρουσιάσει τους λογιστικούς χειρισμούς και την παρουσίαση πληροφοριών όταν υπάρχουν συναλλαγές σε συνάλλαγμα ή όταν περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις επιχειρήσεις που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις σε ξένο νόμισμα. Πιο συγκεκριμένα, το Πρότυπο αυτό διαχωρίζει τις συναλλαγματικές διαφορές σε δύο μεγάλες κατηγορίες: 1. τις συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από συναλλαγές σε ξένο νόμισμα και 2. τις συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από μετατροπή οικονομικών καταστάσεων εκμεταλλεύσεων του εξωτερικού, που έχουν συνταχθεί σε ξένο νόμισμα, προκειμένου να ενσωματωθούν στις οικονομικές καταστάσεις μιας επιχείρησης μέσω ολικής ή αναλογικής ενοποίησης ή να λογιστικοποιηθούν με τη μέθοδο της καθαρής θέσης. Σύμφωνα με το Δ.Λ.Π.21, ως εκμετάλλευση εξωτερικού αναφέρεται μια επιχείρηση η οποία: 1. είναι θυγατρική, συγγενής, κοινοπραξία ή υποκατάστημα μιας επιχείρησης και 2. της οποίας οι δραστηριότητες, βασίζονται ή διεξάγονται σε μία χώρα ή νόμισμα διαφορετικά από αυτά της επιχείρησης. Στην κατηγορία αυτή, περιλαμβάνονται και οι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από τη μετατροπή των οικονομικών καταστάσεων μιας επιχείρησης από το νόμισμα που τηρεί τα βιβλία της (λειτουργικό νόμισμα) σε ένα άλλο νόμισμα (νόμισμα παρουσίασης). Κατά την αρχική αναγνώριση μιας συναλλαγής σε ξένο νόμισμα, η συναλλαγή μετατρέπεται στο τηρούμενο νόμισμα με βάση την ισοτιμία μεταξύ τηρούμενου νομίσματος και ξένου νομίσματος κατά την ημερομηνία της συναλλαγής. Σε κάθε μεταγενέστερη ημερομηνία Ισολογισμού: 1. Τα νομισματικά στοιχεία (περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις), που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα μετατρέπονται στο τηρούμενο νόμισμα με τις ισοτιμίες κλεισίματος (ισοτιμία της ημερομηνίας του Ισολογισμού). Με τον όρο νομισματικά στοιχεία νοούνται τα χρήματα, τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που είναι εισπρακτέα πληρωτέα αντίστοιχα, σε καθορισμένα ή προσδιοριστέα χρηματικά ποσά. Στην ουσία, είναι οι απαιτήσεις, οι επενδύσεις που έχουν συγκεκριμένη λήξη και οι περισσότερες υποχρεώσεις. 2. Τα μη νομισματικά στοιχεία που παρακολουθούνται στο ιστορικό κόστος, όπως ενσώματα πάγια, αποθέματα και συμμετοχές και εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, μετατρέπονται με την ισοτιμία της ημερομηνίας συναλλαγής, δηλ. δεν προκύπτουν συναλλαγματικές διαφορές. Τα μη νομισματικά στοιχεία, όπως αυτά που αναφέρθηκαν ανωτέρω, τα οποία εκφράζονται σε ξένο νόμισμα και επιμετρούνται σε εύλογες αξίες ή άλλες 131
αξίες (εκτός κόστους κτήσεως), μετατρέπονται με τις ισοτιμίες που υπήρχαν όταν προσδιορίσθηκαν αυτές οι αξίες. Το σύνολο των συναλλαγματικών διαφορών που προκύπτει από τις παραπάνω μετατροπές, χρεωστικές ή πιστωτικές, αναγνωρίζεται στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων ως κέρδος ή ζημία, με εξαίρεση: i. Τις συναλλαγματικές διαφορές από τα μη νομισματικά στοιχεία, οι διαφορές της εύλογης αξίας των οποίων αναγνωρίζονται απευθείας στην καθαρή θέση. Στην περίπτωση αυτή, οι συναλλαγματικές διαφορές αναγνωρίζονται στην καθαρή θέση, ως μέρος της διαφοράς της εύλογης αξίας. ii. Τις συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από ένα νομισματικό στοιχείο, το οποίο στην ουσία αποτελεί μέρος της καθαρής επένδυσης της επιχείρησης σε μία εκμετάλλευση του εξωτερικού, οι οποίες στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, αναγνωρίζονται στην καθαρή θέση της επιχείρησης και μεταφέρονται στα κέρδη ή τις ζημίες με την πώληση της επένδυσης. Στις ιδιαίτερες οικονομικές καταστάσεις όμως, αυτές οι συναλλαγματικές διαφορές αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα. Η μετατροπή των οικονομικών καταστάσεων μιας εκμετάλλευσης του εξωτερικού γίνεται ως εξής: i. Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων μετατρέπεται με τις ισοτιμίες κλεισίματος. ii. Το σύνολο των υποχρεώσεων μετατρέπεται, επίσης, με τις ισοτιμίες κλεισίματος. iii. Η καθαρή θέση που υπήρχε κατά την αγορά ή τη σύσταση της αλλοδαπής επιχείρησης, μετατρέπεται με τις ισοτιμίες των ημερομηνιών αγοράς ή σύστασης. Η καθαρή θέση που προέκυψε μεταγενέστερα με τις ισοτιμίες που υπήρχαν, όταν προέκυψε. iv. Τα έσοδα και τα έξοδα με τις ισοτιμίες που υπήρχαν όταν προέκυψαν. Πρακτικά και εφόσον δεν υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, μπορεί να χρησιμοποιείται η μέση ισοτιμία της περιόδου στην οποία προέκυψαν. Το σύνολο των συναλλαγματικών διαφορών που προκύπτει από την κατά τα ανωτέρω μετατροπή, αναγνωρίζεται στην καθαρή θέση της εκμετάλλευσης του εξωτερικού, μέχρι τη διάθεσή της. Οι απαιτούμενες γνωστοποιήσεις αφορούν το ποσό των συναλλαγματικών διαφορών που περιλαμβάνονται στο καθαρό κέρδος ή ζημία της περιόδου, τις καθαρές συναλλαγματικές διαφορές που αναγνωρίζονται σε ιδιαίτερο κονδύλι της καθαρής θέσης με συμφωνία μεταξύ υπολοίπου ενάρξεως και λήξεως, καθώς επίσης και την αιτία της χρησιμοποίησης διαφορετικού νομίσματος, όταν το νόμισμα παρουσίασης είναι διαφορετικό από το νόμισμα τήρησης (λειτουργικό νόμισμα). Αναφορικά με τον λογιστικό χειρισμό των συναλλαγματικών διαφορών, διακρίνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις: 1. Νομισματικά Στοιχεία. Οι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν κατά τον διακανονισμό ή τη μετατροπή των νομισματικών στοιχείων της επιχείρησης, σε διαφορετικές ισοτιμίες από εκείνες που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την αρχική αναγνώριση τους, πρέπει να αναγνωρίζονται στα κέρδη ή τις ζημιές της χρήσης κατά την οποία προέκυψαν. 2. Μη νομισματικά στοιχεία. Συναλλαγματικές διαφορές από τη μετατροπή των μη νομισματικών στοιχείων προκύπτουν μόνο στην περίπτωση που τα στοιχεία αυτά αποτιμώνται σε αξίες διαφορετικές από το κόστος κτήσης τους, δηλαδή σε εύλογες αξίες. Έτσι, αναφορικά με τον χειρισμό των συναλλαγματικών διαφορών που προκύπτουν κατά την ανωτέρω αποτίμηση, διακρίνονται οι εξής υποπεριπτώσεις: 1. Όταν τα κέρδη ή οι ζημιές που σχετίζονται με το στοιχείο αναγνωρίζονται απευθείας στα ίδια κεφάλαια, τότε το μέρος του κέρδους ή της ζημιάς που αντιστοιχεί στις συναλλαγματικές διαφορές αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια. 2. Αντίστοιχα, όταν τα κέρδη ή οι ζημιές που σχετίζονται με το στοιχείο αυτό αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα, τότε και οι συναλλαγματικές διαφορές κατά τη μετατροπή των στοιχείων αυτών αναγνωρίζονται στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης. 3. Νομισματικά Στοιχεία που αποτελούν μέρος της καθαρής θέσης σε επιχειρηματική δραστηριότητα στο εξωτερικό. Οι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν κατά τη μετατροπή των νομισματικών αυτών στοιχείων, πρέπει να αναγνωρίζονται στα κέρδη ή ζημιές της χρήσης κατά την οποία προέκυψαν, όσον αφορά τις ατομικές οικονομικές καταστάσεις των δύο επιχειρηματικών μονάδων. 132
Στην ενοποίηση, όμως, αυτές οι συναλλαγματικές διαφορές θα πρέπει να αναγνωρίζονται αρχικά ως ξεχωριστό τμήμα των ιδίων κεφαλαίων και σε περίπτωση εκποίησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εξωτερικού, τα σχετικά ποσά να μεταφέρονται στα αποτελέσματα της χρήσης. VΙ.2 Δ.Λ.Π.29: Παρουσίαση οικονομικών στοιχείων σε υπερπληθωριστικές οικονομίες Το Δ.Λ.Π.29 εφαρμόζεται στις οικονομικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, κάθε επιχείρησης της οποίας το νόμισμα λειτουργίας είναι νόμισμα μιας υπερπληθωριστικής οικονομίας. Βασικός σκοπός του προτύπου είναι να εντοπίσει τις ιδιαίτερες συνθήκες σε οικονομίες που αντιμετωπίζουν υπερπληθρωιστικές τάσεις, χωρίς να ορίζει ποιο είναι το όριο για να θεωρηθεί ότι υπάρχει υπερπληθωρισμός. Θεωρεί παρόλα αυτά ότι ο υπερπληθωρισμός φαίνεται από χαρακτηριστικά του οικονομικού περιβάλλοντος μιας χώρας στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 1. Ο γενικός πληθυσμός προτιμά να διατηρεί τον πλούτο του σε μη χρηματικά περιουσιακά στοιχεία ή σε ένα σχετικώς σταθερό ξένο νόμισμα. Τα ποσά τοπικού νομίσματος που κατέχονται, επενδύονται αμέσως για να διατηρείται η αγοραστική δύναμη. 2. Ο γενικός πληθυσμός εκτιμά τα χρηματικά ποσά όχι βάσει του τοπικού νομίσματος, αλλά βάσει ενός σχετικώς σταθερού ξένου νομίσματος. Οι τιμές μπορεί να αναφέρονται σε αυτό το νόμισμα. 3. Πωλήσεις και αγορές επί πιστώσει λαμβάνουν χώρα σε τιμές που συμψηφίζουν την αναμενόμενη ζημία της αγοραστικής δύναμης κατά τη διάρκεια της περιόδου της πίστωσης, ακόμη και αν η περίοδος αυτή είναι μικρή. 4. Επιτόκια, μισθοί και τιμές συνδέονται προς έναν δείκτη τιμών. 5. Το σωρευτικό ποσοστό πληθωρισμού μέσα σε τρία έτη, πλησιάζει ή υπερβαίνει το 100%. Είναι προτιμότερο, όλες οι επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις στο νόμισμα της ίδιας υπερπληθωριστικής οικονομίας, να εφαρμόζουν το παρόν Πρότυπο από την ίδια ημερομηνία. Παρόλα αυτά, το Δ.Λ.Π.29, εφαρμόζεται στις οικονομικές καταστάσεις κάθε επιχείρησης, από την έναρξη της καλυπτόμενης περιόδου αναφοράς στην οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη υπερπληθωρισμού στη χώρα, στο νόμισμα της οποίας η επιχείρηση καταρτίζει τις καταστάσεις αυτές. Σε πολλές χώρες, οι βασικές οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται με βάση το ιστορικό κόστος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι αλλαγές του γενικού επιπέδου των τιμών όσο και οι αυξήσεις των επιμέρους τιμών των περιουσιακών στοιχείων που κατέχονται, εκτός από τα ενσώματα πάγια και επενδύσεις, στον βαθμό που αυτές μπορούν να αναπροσαρμοσθούν. Μερικές επιχειρήσεις όμως, επιδιώκουν να εμφανίζουν τις οικονομικές τους καταστάσεις σε τρέχουσες αξίες, που αντανακλούν τις επιδράσεις των μεταβολών στις επιμέρους τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Σε μια υπερπληθωριστική οικονομία, οι οικονομικές καταστάσεις, είτε βασίζονται σε προσέγγιση του ιστορικού κόστους είτε του τρέχοντος κόστους, είναι χρήσιμες μόνον αν παρουσιάζονται βάσει της τρέχουσας κατά την ημερομηνία του ισολογισμού μονάδας μέτρησης. Για τον λόγο αυτόν, απαιτείται κατά την εφαρμογή του προτύπου επαναδιατύπωση των οικονομικών καταστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ποσά του ισολογισμού που δεν είναι ήδη εκφρασμένα βάσει της τρέχουσας κατά την ημερομηνία του ισολογισμού μονάδας μέτρησης, επαναδιατυπώνονται με την εφαρμογή ενός γενικού δείκτη τιμών, ενώ τα χρηματικά στοιχεία δεν αναμορφώνονται, γιατί ήδη παρουσιάζονται βάσει της τρέχουσας κατά την ημερομηνία του ισολογισμού μονάδας μέτρησης. Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που επηρεάζονται λόγω της μορφής τους από τις μεταβολές των τιμών, προσαρμόζονται, προκειμένου να επιβεβαιώνουν το τρέχον υπόλοιπο κατά την ημερομηνία του ισολογισμού. Μερικά από τα υπόλοιπα μη χρηματικά στοιχεία, εμφανίζονται σε ποσά τρέχοντα κατά την ημερομηνία του ισολογισμού, όπως η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία και η αγοραία αξία, οπότε αυτά δεν επαναδιατυπώνονται. Όλα τα υπόλοιπα μη χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις επαναδιατυπώνονται. Το επαναδιατυπωμένο ποσό ενός χρηματικού στοιχείου μειώνεται εφαρμόζοντας τα κατάλληλα Πρότυπα ανά περίπτωση, όταν αυτό υπερβαίνει το ανακτήσιμο ποσό από τη μελλοντική χρήση του στοιχείου 133
(συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων ή άλλων διαθέσεων). Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές, τα επαναδιατυπωμένα ποσά των ενσώματων παγίων, της υπεραξίας, των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των σημάτων μειώνονται μέχρι το ανακτήσιμο ποσό, τα επαναδιατυπωμένα ποσά των αποθεμάτων μειώνονται μέχρι την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία και τα επαναδιατυπωμένα ποσά των βραχυπρόθεσμων επενδύσεων μειώνονται στην αγοραία αξία τους. Σύμφωνα με το Δ.Λ.Π.29, όλα τα στοιχεία της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων πρέπει να εκφράζονται στην τρέχουσα κατά την ημερομηνία του ισολογισμού μονάδα μέτρησης. Συνεπώς, όλα τα ποσά χρειάζεται να επαναδιατυπωθούν, σύμφωνα με τη μεταβολή του γενικού δείκτη τιμών, από τις ημερομηνίες που τα στοιχεία των εσόδων και των εξόδων είχαν αρχικώς καταχωρηθεί στις οικονομικές καταστάσεις. Σε περίοδο πληθωρισμού, μια επιχείρηση που έχει πλεόνασμα χρηματικών περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με τις χρηματικές υποχρεώσεις, χάνει αγοραστική δύναμη, ενώ μια επιχείρηση που έχει πλεόνασμα χρηματικών υποχρεώσεων σε σχέση με τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, κερδίζει αγοραστική δύναμη, κατά την έκταση που τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις δεν συνδέονται με ένα επίπεδο τιμών. Αυτό το κέρδος ή ζημία στην καθαρή χρηματική θέση, μπορεί να ληφθεί ως η διαφορά από την επαναδιατύπωση των μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων, των ιδίων κεφαλαίων και των κονδυλίων της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων και της προσαρμογής των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που συνδέονται με τον δείκτη τιμών. Το κέρδος ή ζημία μπορεί να εκτιμάται εφαρμόζοντας τη μεταβολή του γενικού δείκτη τιμών στον σταθμισμένο μέσο όρο της διαφοράς, κατά την περίοδο, μεταξύ χρηματικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης, τα κονδύλια απεικονίζονται με το κόστος που ίσχυε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι αντίστοιχες συναλλαγές ή γεγονότα συνέβησαν και συνεπώς θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν βάσει της τρέχουσας κατά την ημερομηνία του ισολογισμού μονάδας μέτρησης, με την εφαρμογή ενός γενικού δείκτη τιμών. Αντίστοιχα, όλα τα στοιχεία της κατάστασης ταμειακών ροών εκφράζονται στην τρέχουσα κατά την ημερομηνία του ισολογισμού μονάδα μέτρησης. Παρόμοια προσαρμογή πραγματοποιείται και για τα κονδύλια της προηγούμενης χρήσης που παρουσιάζεται για συγκριτικούς λόγους, αλλά και στις περιπτώσεις ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Όταν μια οικονομία παύει να είναι υπερπληθωριστική και η επιχείρηση διακόπτει την κατάρτιση και παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, θα πρέπει να λαμβάνει τα ποσά που είναι εκφρασμένα στην τρέχουσα κατά το τέλος της προηγούμενης καλυπτόμενης περιόδου αναφοράς μονάδα μέτρησης, ως βάση για τις λογιστικές αξίες στις μεταγενέστερες οικονομικές καταστάσεις της. Στο πλαίσιο εφαρμογής του συγκεκριμένου προτύπου, η επιχείρηση θα πρέπει να παρέχει πληροφόρηση σχετικά με το αν έχουν επαναδιατυπωθεί οι οικονομικές καταστάσεις, αν οι οικονομικές καταστάσεις βασίζονται στην προσέγγιση του ιστορικού κόστους ή στην προσέγγιση του τρέχοντος κόστους, καθώς επίσης και την ταυτότητα και το επίπεδο του δείκτη τιμών κατά την ημερομηνία του ισολογισμού και τη μεταβολή του δείκτη κατά τη διάρκεια της τρέχουσας και της προηγούμενης περιόδου αναφοράς. VΙ.3 Δ.Λ.Π.41: Γεωργία Ο βασικός στόχος του Δ.Λ.Π.41 είναι να προδιαγράψει τον λογιστικό χειρισμό και τις γνωστοποιήσεις που αφορούν την αγροτική δραστηριότητα, περιλαμβάνοντας τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία, την αγροτική παραγωγή κατά τη στιγμή της συγκομιδής και τις κρατικές επιχορηγήσεις που σχετίζονται με την αγροτική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, ως αγροτική δραστηριότητα ορίζεται, στα πλαίσια εφαρμογής του Δ.Λ.Π.41, η διοίκηση και διαχείριση από μια επιχείρηση του βιολογικού μετασχηματισμού των βιολογικών περιουσιακών στοιχείων για πώληση, σε αγροτική παραγωγή ή σε επιπρόσθετα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία, ενώ ως αγροτική παραγωγή ορίζεται το προϊόν που έχει συλλεχθεί από τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Βιολογικό περιουσιακό στοιχείο μπορεί να είναι ένα ζωντανό ζώο ή φυτό. Μια επιχείρηση θα πρέπει, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π.41, να αναγνωρίζει ένα βιολογικό περιουσιακό στοιχείο ή μια αγροτική παραγωγή, όταν και μόνον όταν ελέγχει το περιουσιακό στοιχείο ως αποτέλεσμα παρελθόντων γεγονότων και αναμένονται οικονομικά οφέλη από αυτό, ενώ η εύλογη αξία ή το κόστος του περιουσιακού στοιχείου μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα. 134
Ένα βιολογικό περιουσιακό στοιχείο θα επιμετράται κατά την αρχική αναγνώριση και κατά την ημερομηνία κάθε ισολογισμού στην εύλογη αξία του, μείον τα εκτιμώμενα κόστη του σημείου πώλησης, εκτός από την περίπτωση στην οποία η εύλογη αξία δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα. Αν υπάρχει μια ενεργός αγορά για ένα βιολογικό περιουσιακό στοιχείο ή μια αγροτική παραγωγή, οι επικρατούσες τιμές σε αυτήν την αγορά είναι η κατάλληλη βάση για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας αυτού του περιουσιακού στοιχείου. Αντίθετα, εάν δεν υπάρχει ενεργή αγορά, η επιχείρηση θα πρέπει να χρησιμοποιεί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα, αν είναι διαθέσιμα, για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας: 1. την τιμή της πιο πρόσφατης συναλλαγής στην αγορά, εφόσον δεν υπήρξε μια σημαντική μεταβολή στις οικονομικές συνθήκες μεταξύ της ημερομηνίας αυτής της συναλλαγής και της ημερομηνίας του ισολογισμού, 2. τις αγοραίες τιμές για όμοια περιουσιακά στοιχεία με προσαρμογή για να αντανακλούν τις διαφορές και 3. τους τομείς αναφοράς όπως η αξία ενός αγρού κηπευτικών που εκφράζεται κατά εξαγωγικό τελάρο, κατά μόδιο ή εκτάριο και η αξία των κτηνών που εκφράζεται κατά χιλιόγραμμο κρέατος. Κέρδος ή ζημία, που προκύπτει κατά την αρχική αναγνώριση ενός βιολογικού περιουσιακού στοιχείου στην εύλογη αξία, μείον τα εκτιμώμενα κόστη του σημείου πώλησης και από μια μεταβολή στην εύλογη αξία, μείον το εκτιμώμενο κόστος σημείου πώλησης ενός βιολογικού περιουσιακού στοιχείου, θα περιλαμβάνεται στο κέρδος ή τη ζημία της περιόδου στην οποία προκύπτει. Αντίστοιχα, μια χωρίς όρους κρατική επιχορήγηση που αφορά ένα βιολογικό περιουσιακό στοιχείο επιμετρημένο στην εύλογη αξία του, μείον τα εκτιμώμενα κόστη του σημείου πώλησης, θα αναγνωρίζεται ως έσοδο, όταν και μόνον όταν, η κρατική επιχορήγηση καθίσταται εισπρακτέα. Αν μια κρατική επιχορήγηση όμως, που συνδέεται με ένα βιολογικό περιουσιακό στοιχείο που επιμετράται στην εύλογη αξία του μείον τα εκτιμώμενα κόστη του σημείου πώλησης, προϋποθέτει συγκεκριμένους όρους, η επιχείρηση θα αναγνωρίζει την κρατική επιχορήγηση ως έσοδο, όταν και μόνον όταν οι όροι που συνάπτονται στην κρατική επιχορήγηση πληρούνται. Σύμφωνα με το Δ.Λ.Π.41, η επιχείρηση θα πρέπει να παρέχει πληροφόρηση σχετικά με το συνολικό κέρδος ή ζημία που προκύπτει κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου από την αρχική αναγνώριση των βιολογικών περιουσιακών στοιχείων και της αγροτικής παραγωγής και από τη μεταβολή στην εύλογη αξία μείον τα εκτιμώμενα κόστη του σημείου πώλησης των βιολογικών περιουσιακών στοιχείων. Θα πρέπει, επίσης, να παρέχεται μια περιγραφή των προϊόντων και της ομαδοποίησής τους. Παράλληλα, η επιχείρηση θα πρέπει να παρουσιάζει τη συμφωνία των μεταβολών στη λογιστική αξία των βιολογικών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ της αρχής και της λήξης της τρέχουσας περιόδου (κόστος, εύλογη αξία, αποσβέσεις, απομειώσεις, κέρδος ή ζημία). VΙ.4 Δ.Π.Χ.Α.4:Ασφαλιστήρια συμβόλαια Ο βασικός σκοπός του Δ.Π.Χ.Α.4 είναι να προδιαγράψει τη χρηματοοικονομική αναφορά για ασφαλιστήρια συμβόλαια από οποιαδήποτε επιχείρηση εκδίδει τέτοια συμβόλαια, περιλαμβανομένων και των χρηματοοικονομικών μέσων που μπορεί να εκδίδει η επιχείρηση με χαρακτηριστικό προαιρετικής συμμετοχής. Επίσης, καθώς το συμβόλαιο αντασφάλισης είναι ένα είδος ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ως ασφαλιστήρια συμβόλαια θεωρούνται και τα συμβόλαια αντασφάλισης. Σύμφωνα με το Δ.Λ.Π.39, η επιχείρηση θα πρέπει να διαχωρίζει κάποια ενσωματωμένα παράγωγα από το κύριο συμβόλαιό τους, να τα επιμετρά στην εύλογη αξία τους και να περιλαμβάνει τις μεταβολές των ευλόγων αξιών τους στα αποτελέσματα. Αντίθετα, όμως από το Δ.Λ.Π.39, σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α.4, ο ασφαλιστικός φορέας δεν απαιτείται να διαχωρίσει και να επιμετρήσει στην εύλογη αξία το δικαίωμα προαίρεσης ενός ασφαλιζόμενου να εξαγοράσει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, έναντι κάποιου σταθερού ποσού (ή έναντι ποσού που βασίζεται σε σταθερό ποσό και σε επιτόκιο), έστω και αν η τιμή άσκησης διαφέρει από τη λογιστική αξία της ασφαλιστικής υποχρέωσης του κύριου συμβολαίου. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που περιέχουν στοιχείο ασφάλισης και στοιχείο κατάθεσης, απαιτείται ή επιτρέπεται ο ασφαλιστικός φορέας να διαχωρίσει τα στοιχεία αυτά, εφόσον ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να επιμετρήσει το στοιχείο της κατάθεσης και οι λογιστικές πολιτικές του ασφαλιστή δεν απαιτούν να αναγνωρίσει κάθε δέσμευση και δικαίωμα που απορρέει από το στοιχείο της κατάθεσης. Αντίθετα εάν οι λογιστικές πολιτικές 135
το απαιτούν, αυτό επιτρέπεται, αλλά δεν επιβάλλεται. Αν όμως δεν μπορεί να επιμετρηθεί το στοιχείο της κατάθεσης, ο διαχωρισμός δεν επιτρέπεται. Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α.4, ο ασφαλιστής δεν θα αναγνωρίζει ως υποχρέωση οποιεσδήποτε προβλέψεις για πιθανές μελλοντικές αξιώσεις, αν οι αξιώσεις αυτές ανακύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν υπάρχουν κατά την ημερομηνία αναφοράς, θα διεξάγει την εξέταση επάρκειας της ασφαλιστικής υποχρέωσης και θα διαγράφει ασφαλιστική υποχρέωση (ή μέρος αυτής) από τον ισολογισμό του όταν, και μόνον όταν, εξοφλείται. Η εξόφληση θεωρείται ότι διενεργείται όταν η δέσμευση που καθορίζεται στο συμβόλαιο εκπληρώνεται, ακυρώνεται ή εκπνέει, οπότε και δεν συμψηφίζονται απαιτήσεις από αντασφαλιστές με τις σχετιζόμενες ασφαλιστικές υποχρεώσεις ή έσοδα ή έξοδα από συμβόλαια αντασφάλισης με τα έξοδα ή τα έσοδα από τα σχετιζόμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια και θα πρέπει να εξετάζεται αν οι απαιτήσεις από αντασφαλιστές έχουν υποστεί απομείωση. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς, ο ασφαλιστής θα εξετάζει αν οι αναγνωρισμένες ασφαλιστικές υποχρεώσεις του είναι επαρκείς, χρησιμοποιώντας τρέχουσες εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών των ασφαλιστήριων συμβολαίων του. Αν η εξέταση αυτή δείξει ότι η λογιστική αξία των ασφαλιστικών του υποχρεώσεων (μείον τα σχετιζόμενα αναβαλλόμενα κόστη απόκτησης και τα σχετιζόμενα άυλα περιουσιακά στοιχεία) είναι ανεπαρκής, λαμβάνοντας υπόψη τις μελλοντικές ταμειακές ροές, το σύνολο του ελλείμματος θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Αντίθετα, εάν επαρκούν, δεν επιβάλλει καμία περαιτέρω απαίτηση. Οι ελάχιστες απαιτήσεις είναι: 1. Η εξέταση να λαμβάνει υπόψη τρέχουσες εκτιμήσεις όλων των συμβατικών ταμειακών ροών και σχετιζόμενων ταμειακών ροών όπως τα κόστη διεκπεραίωσης των αξιώσεων, καθώς και τις ταμειακές ροές που προκύπτουν από ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης και εγγυήσεις. 2. Αν η εξέταση δείξει ότι η υποχρέωση είναι ανεπαρκής, το σύνολο του ελλείμματος θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Αν οι λογιστικές πολιτικές του ασφαλιστή δεν απαιτούν εξέταση επάρκειας της ασφαλιστικής υποχρέωσης, ο ασφαλιστής θα: i. προσδιορίσει τη λογιστική αξία των σχετικών ασφαλιστικών υποχρεώσεων μείον τη λογιστική αξία κάθε σχετικού αναβαλλόμενου κόστους απόκτησης και κάθε σχετικού άυλου περιουσιακού στοιχείου, ii. προσδιορίσει αν το ποσό που περιγράφεται στο (i) είναι χαμηλότερο από τη λογιστική αξία που θα απαιτείτο αν οι σχετικές ασφαλιστικές υποχρεώσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του Δ.Λ.Π.37. Αν είναι χαμηλότερο, ο ασφαλιστής θα αναγνωρίσει ολόκληρη τη διαφορά στα αποτελέσματα και θα μειώσει τη λογιστική αξία του σχετικού αναβαλλόμενου κόστους απόκτησης ή των άυλων περιουσιακών στοιχείων ή θα αυξήσει τη λογιστική αξία των σχετικών ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Αν η εξέταση επάρκειας της ασφαλιστικής υποχρέωσης του ασφαλιστή πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις, η εξέταση εφαρμόζεται στο συγκεντρωτικό επίπεδο που προσδιορίζεται σε εκείνη την εξέταση. Αν τα αντασφαλιστικά περιουσιακά στοιχεία του αντασφαλιζόμενου έχουν υποστεί απομείωση, ο αντασφαλιζόμενος θα μειώσει τη λογιστική αξία τους αναλόγως και θα αναγνωρίσει εκείνη τη ζημία απομείωσης στα αποτελέσματα. Ο ασφαλιστής δύναται να μεταβάλλει τις λογιστικές πολιτικές που εφαρμόζει σε ασφαλιστήρια συμβόλαια, όταν και μόνον όταν η μεταβολή αυτή ενισχύει την πληροφόρηση που παρέχεται από τις οικονομικές καταστάσεις, διευκολύνει τους χρήστες στη λήψη αποφάσεων και καθιστά πιο αξιόπιστη την πληροφόρηση. Ο ασφαλιστής θα πρέπει να κρίνει τη σχετικότητα και την αξιοπιστία σύμφωνα με τα κριτήρια του Δ.Λ.Π.8. Σε κάποια λογιστικά μοντέλα, τα πραγματοποιηθέντα κέρδη ή ζημίες επί των περιουσιακών στοιχείων του ασφαλιστή έχουν άμεση επίδραση στην επιμέτρηση κάποιων ή όλων α) των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, β) του σχετιζόμενου αναβαλλόμενου κόστους απόκτησης και γ) των σχετιζόμενων άυλων περιουσιακών στοιχείων. Ο ασφαλιστής επιτρέπεται, αλλά δεν του επιβάλλεται, να μεταβάλλει τις λογιστικές του πολιτικές, ώστε ένα αναγνωρισμένο αλλά μη πραγματοποιημένο κέρδος ή ζημία επί ενός περιουσιακού στοιχείου να επηρεάζει τις επιμετρήσεις αυτές κατά τον ίδιο τρόπο με ένα πραγματοποιηθέν κέρδος ή μία πραγματοποιηθείσα ζημία. Η σχετική προσαρμογή στην ασφαλιστική υποχρέωση (ή στα αναβαλλόμενα κόστη απόκτησης ή στα άυλα περιουσιακά στοιχεία) θα αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια, μόνον και μόνον όταν τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη ή οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες αναγνωρίζονται απευθείας στα ίδια κεφάλαια. Η πρακτική αυτή περιγράφεται και ως «σκιώδης λογιστική». 136
Στις περιπτώσεις στις οποίες ασφαλιστήρια συμβόλαια αποκτώνται σε συνένωση επιχειρήσεων ή μεταβίβαση χαρτοφυλακίου και επιδιώκεται η συμμόρφωση με το Δ.Π.Χ.Α. 3, ο ασφαλιστής θα επιμετρήσει στην εύλογη αξία τους τις αναληφθείσες ασφαλιστικές υποχρεώσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν στα πλαίσια μιας συνένωσης επιχειρήσεων, κατά την ημερομηνία της απόκτησης. Κάποια ασφαλιστήρια συμβόλαια περιέχουν χαρακτηριστικό προαιρετικής συμμετοχής, καθώς και στοιχείο εγγύησης. Ο εκδότης τέτοιου συμβολαίου: i. Δύναται, αλλά δεν απαιτείται, να αναγνωρίσει το στοιχείο της εγγύησης διακεκριμένα από το χαρακτηριστικό της προαιρετικής συμμετοχής. Αν ο εκδότης δεν το αναγνωρίσει διακεκριμένα, θα κατατάξει ολόκληρο το συμβόλαιο ως υποχρέωση. Αν ο εκδότης το κατατάξει ιδιαιτέρως, το στοιχείο της εγγύησης θα καταταγεί ως υποχρέωση. ii. Σε περίπτωση που αναγνωρίσει το χαρακτηριστικό της προαιρετικής συμμετοχής διακεκριμένα από το στοιχείο της εγγύησης, θα κατατάξει το χαρακτηριστικό αυτό είτε ως υποχρέωση είτε ως διακεκριμένο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων. Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. δεν καθορίζει πώς ο εκδότης προσδιορίζει αν το χαρακτηριστικό είναι υποχρέωση ή στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων. Ο εκδότης μπορεί να διαχωρίσει το χαρακτηριστικό αυτό σε στοιχεία υποχρέωσης και ιδίων κεφαλαίων και θα εφαρμόζει μια συνεπή λογιστική πολιτική για τον διαχωρισμό αυτόν. Ο εκδότης δεν θα κατατάξει εκείνο το χαρακτηριστικό σε ενδιάμεση κατηγορία που δεν είναι ούτε υποχρέωση ούτε ίδια κεφάλαια. iii. Δύναται να αναγνωρίσει κάθε ασφάλιστρο που λαμβάνει ως έσοδο, χωρίς να διαχωρίσει οποιοδήποτε μέρος σχετίζεται με το στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων. Οι προκύπτουσες μεταβολές στο στοιχείο της εγγύησης και στο τμήμα του χαρακτηριστικού προαιρετικής συμμετοχής που κατατάσσεται ως υποχρέωση θα αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα. Αν μέρος ή όλο το χαρακτηριστικό προαιρετικής συμμετοχής κατατάσσεται στα ίδια κεφάλαια, μέρος του κέρδους ή της ζημίας δύναται να αποδοθεί σε εκείνο το χαρακτηριστικό (κατά τον ίδιο τρόπο που μέρος μπορεί να αποδίδεται σε δικαιώματα μειοψηφίας). Ο εκδότης θα αναγνωρίσει το μέρος του κέρδους ή της ζημίας του χαρακτηριστικού προαιρετικής συμμετοχής που αποδίδεται σε οποιοδήποτε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων ως επιμερισμό του κέρδους ή της ζημίας και όχι ως έξοδο ή έσοδο, iv. Αν το συμβόλαιο περιέχει ενσωματωμένο παράγωγο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δ.Λ.Π.39, θα εφαρμόζει το Δ.Λ.Π.39 σε εκείνο το ενσωματωμένο παράγωγο. v. Θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις υπάρχουσες λογιστικές πολιτικές σε τέτοια συμβόλαια, εκτός αν μεταβάλλει τις λογιστικές πολιτικές αυτές κατά τρόπο που συμμορφώνεται με τις παραγράφους 21-30. Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α.4, ο ασφαλιστής θα πρέπει να παρέχει πληροφόρηση η οποία να εξατομικεύει και να επεξηγεί τα ποσά στις οικονομικές καταστάσεις του που ανακύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια. Πιο συγκεκριμένα, ο ασφαλιστής θα πρέπει να γνωστοποιεί: 1. τις λογιστικές του πολιτικές για ασφαλιστήρια συμβόλαια και τα σχετιζόμενα περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα και έξοδα, 2. τα αναγνωρισμένα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τα έσοδα και τα έξοδα (και τις ταμειακές ροές, αν παρουσιάζει την κατάσταση ταμειακών ροών με την άμεση μέθοδο) που ανακύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια. Επιπρόσθετα, αν ο ασφαλιστής είναι αντασφαλιζόμενος, θα γνωστοποιεί: i. κέρδη και ζημίες που αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα κατά την αγορά αντασφάλισης και ii. αν ο αντασφαλιζόμενος αναβάλλει και αποσβένει κέρδη και ζημίες που ανακύπτουν κατά την αγορά αντασφάλισης, την απόσβεση της περιόδου και τα ποσά που παραμένουν αναπόσβεστα στην αρχή και τη λήξη της περιόδου, iii. τη διαδικασία που εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό των παραδοχών που έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στα αναγνωρισμένα ποσά που περιγράφηκαν στο (ii). Όταν είναι εφικτό, ο ασφαλιστής θα παράσχει ποσοτική γνωστοποίηση εκείνων των παραδοχών, iv. την επίδραση των μεταβολών των παραδοχών που χρησιμοποιήθηκαν για την επιμέτρηση των ασφαλιστικών περιουσιακών στοιχείων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δείχνοντας ιδιαιτέρως την ουσιαστική επίδραση κάθε αλλαγής στις οικονομικές καταστάσεις. v. συμφωνίες των μεταβολών σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις, απαιτήσεις από αντασφαλιστές και του σχετιζόμενου αναβαλλόμενου κόστους απόκτησης, αν υπάρχει, 137
vi. τη φύση και την έκταση των κινδύνων που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια. 138
Κριτήρια αξιολόγησης Κριτήριο αξιολόγησης VI.1 Επιχείρηση που έχει ως νόμισμα λειτουργίας το ευρώ κατέχει ένα ακίνητο στην Αγγλία. Για την αποτίμηση των ακινήτων της χρησιμοποιεί την επιτρεπόμενη εναλλακτική μέθοδο του Δ.Λ.Π.16. Η εύλογη αξία του ακινήτου επαναπροσδιορίστηκε την 20/2/2014. Να προσδιοριστεί η αξία του ακινήτου σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. Απάντηση/Λύση Στον Ισολογισμό της 31/12/2014, το ακίνητο θα εμφανιστεί με βάση την ισοτιμία που ίσχυε την 20/2/2014, δηλαδή κατά την ημερομηνία αναπροσαρμογής της αξίας του. Το μέρος της προκύπτουσας «Διαφοράς Αναπροσαρμογής» που αναλογεί στη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα αναγνωριστεί απευθείας στα ίδια κεφάλαια την 20/2/2014, δηλαδή κατά την ημερομηνία αναπροσαρμογής της αξίας του ακινήτου. Κριτήριο αξιολόγησης VI.2 Επιχείρηση που έχει ως νόμισμα λειτουργίας το ευρώ πουλάει εξοπλισμό στην Τουρκία. Για την αποτίμηση των μηχανημάτων της χρησιμοποιεί τη βασική μέθοδο του Δ.Λ.Π.16 (κόστος κτήσης μείον συσσωρευμένες αποσβέσεις). Τα μηχανήματα είχαν αγοραστεί την 3/2/2014. Σε ποια ισοτιμία θα εμφανιστούν τα μηχανήματα; Απάντηση/Λύση Στον Ισολογισμό της 31/12/2014 θα εμφανιστούν με την ισοτιμία που ίσχυε την 3/2/2014, δηλαδή την ημερομηνία της αγοράς τους και, συνεπώς, δεν προκύπτουν συναλλαγματικές διαφορές. Κριτήριο αξιολόγησης VI.3 Επιχείρηση που έχει ως νόμισμα λειτουργίας το ευρώ περιλαμβάνει στο εμπορικό της χαρτοφυλάκιο μετοχές που διαπραγματεύονται στο Αμερικανικό Χρηματιστήριο και οι οποίες αποτιμώνται σε εύλογες (τρέχουσες) τιμές στο τέλος της χρήσης 1/1-31/12/2014. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στον Ισολογισμό της 31/12/2014 και στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης αν έχει μεταβληθεί η ισοτιμία ευρώ δολαρίου ΗΠΑ αλλά και η τιμή της μετοχής; Απάντηση/Λύση Στον Ισολογισμό της 31/12/2014, οι εν λόγω μετοχές θα εμφανιστούν με βάση την ισοτιμία κατά την ημερομηνία του Ισολογισμού (δηλαδή του προσδιορισμού της εύλογης αξίας τους). Το κέρδος ή η ζημιά που θα προκύψει από την κατοχή και αποτίμηση των μετοχών του εμπορικού χαρτοφυλακίου της επιχείρησης αποτελείται από δυο συστατικά: τη μεταβολή της τιμής της μετοχής σε δολάρια ΗΠΑ και τη μεταβολή της ισοτιμίας δολαρίου και ευρώ. Οι συναλλαγματικές αυτές διαφορές, όπως και το αποτέλεσμα από την αποτίμηση σε εύλογες αξίες, θα αναγνωριστούν στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης. 139
Κριτήριο αξιολόγησης VI.4 Επιχείρηση που έχει ως νόμισμα λειτουργίας το ευρώ, αγοράζει την 5/3/2014 αποθέματα εμπορευμάτων αξίας $ 10.000 από τις ΗΠΑ με ισχύουσα ισοτιμία 1 =1,2$ και συνεπώς αναγνωρίζεται μια υποχρέωση αξίας 8.333 ευρώ. Η ημερομηνία πληρωμής της εν λόγω υποχρέωσης είναι η 5/2/2015. Στο τέλος της χρήσης η ισοτιμία έχει μετατραπεί σε 1 =1,1$ και συνεπώς η υποχρέωση έχει πλέον αξία 9.091 ευρώ. Η υποχρέωση εξοφλείται την 5/2/2015 οπότε και η ισοτιμία είναι 1 =1,3$. Να αποτιμηθεί το απόθεμα την 31/12/2014, καθώς επίσης και η συναλλαγματική διαφορά την 5/2/2015. Απάντηση/Λύση την 31/12/2014, το απόθεμα θα πρέπει να αποτιμηθεί με βάση την τρέχουσα ισοτιμία 1 =1,1$ στα 9.091 ευρώ, ενώ το ιστορικό κόστος των αποθεμάτων παραμένει στα 8.333 ευρώ. Η διαφορά των 758 ευρώ θα καταχωρηθεί ως ζημιά. Την 5/2/2015 θα η ισοτιμία είναι 1 =1,3$ και, επομένως, καταβάλλονται 7.692 ευρώ για την εξόφληση της υποχρέωσης και θα πρέπει να καταχωρηθεί ένα κέρδος από συναλλαγματική διαφορά ίσο με 1.399 (9.091-7.692) ευρώ. Κριτήριο αξιολόγησης VI.5 Η επιχείρηση «Χάος» έχει απόθεμα στην αρχή της χρήσης αξίας 48.000 μονάδες νομίσματος με τον γενικό δείκτη τιμών στο 100. Η επιχείρηση εφαρμόζει τη μέθοδο FIFO. Κατά τη διάρκεια της χρήσης, η επιχείρηση πραγματοποίησε αγορές αξίας 28.000 μονάδες νομίσματος, ενώ το τελικό απόθεμα της χρήσης ήταν αξίας 10.000 μονάδες νομίσματος (εμπορεύματα αξίας 3.000 μονάδες νομίσματος, όταν ο δείκτης ήταν 110 και το υπόλοιπο, όταν ο δείκτης ήταν 115). Κατά τη διάρκεια σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων, ο δείκτης ήταν 120, ενώ κατά τη διάρκεια της χρήσης η μέση τιμή του δείκτη ήταν 110. Να υπολογιστεί το κόστος πωληθέντων με προσαρμοσμένες αξίες. Απάντηση/Λύση Αρχικές αξίες Προσαρμο Προσαρ γή με μοσμένο βάση τον ποσό δείκτη Απόθεμα αρχής χρήσης 48.000 120/100 57.600 Σύν: Αγορές χρήσης 28.000 110/100 30.800 Μείον:Απόθεμα τέλους 3.000 120/110 χρήσης 7.000 120/115-10.000-10.550 Κόστος πωληθέντων 66.000 77.850 140
Βιβλιογραφία/Αναφορές GrantThornton (2009). Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς IFRS. Αθήνα. Παναγιωτης Βρουστούρης (2007). Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης- Η Θεωρία και η Πρακτική Εφαρμογή των ΔΠΧΠ σε απλή και κατανοητή γλώσσα. Αθήνα. http://ec.europa.eu/finance/accounting/ias/index_en.htm 141