ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑΤΑ Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: «Ἡ μήτηρ μου ἐκρέμασε τὴν κεφαλήν, ὡς κατάδικος, ὅστις ἴσταται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ του μὲ τὴν συναίσθησιν τρομεροῦ τινὸς ἐγκλήματος. - Τὸ 'θυμᾶσαι τὸ Ἀννιώ μας; μὲ ἠρώτησε μετά τινας στιγμὰς πληκτικῆς σιωπῆς. - Μάλιστα, μητέρα! Πῶς δὲν τὸ 'θυμοῦμαι! ἦταν ἡ μόνη μας ἀδελφὴ, κ' ἐξεψύχησεν ἐμπρὸς στὰ 'μάτια μου. - Ναὶ! μὲ εἶπεν, ἀναστενάξασα βαθέως, ἀλλὰ δὲν ἦτο τὸ μόνον μου κορίτσι! Ἐσὺ εἶσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος ἀπὸ τὸ Χρηστάκη. Ἕνα χρόνο κατόπιν του ἔκαμα τὴν πρώτη μου θυγατέρα. Ἤταν τότε κοντά, 'ποὺ ἐπαντρολογιέτο ὁ Φώτης ὁ Μυλωνᾶς. Ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τὸ γάμο τους, ὡς 'ποὺ ν' ἀποσαραντήσω ἐγὼ, γιὰ νὰ τοὺς στεφανώσουμε μαζὶ. Ἤθελε νὰ μὲ 'βγάλῃ καὶ μένα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χαρῶ 'σὰν 'πανδρευμένη, ἀφοῦ κορίτσι δὲν μ' ἀφῆκεν ἡ γιαγιά σου νὰ χαρῶ. Τὸ πρωὶ τους 'στεφανώσαμε, καὶ τὸ βράδυ ἦταν οἱ καλεσμένοι στὸ σπίτι τους καὶ ἐπαῖζαν τὰ βιολιά, καὶ ἔτρωγεν ὁ κόσμος μέσα στὴν αὐλὴ, κι' ἐγύρνα ἡ κανάτα μὲ τὸ κρασὶ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι. Καὶ ἔκαμεν ὁ πατέρας σου κέφι, 'σὰν διασκεδαστικὸς ποὺ ἦταν ὁ μακαρίτης, καὶ μ' ἔρριψε τὸ μανδύλι του, νὰ σηκωθῶ νὰ χορέψουμε. 'Σὰν τὸν ἔβλεπα νὰ χορεύῃ, μοῦ ἄνοιγεν ἡ καρδιά μου, καὶ 'σὰν νέα ποὺ ἤμουνε, ἀγαποῦσα κ' ἐγὼ τὸ χορό. Κ' ἐχορέψαμε λοιπὸν κ' ἐχόρεψαν καὶ οἱ ἄλλοι καταπόδι μας. Μὰ ἐμεῖς ἐχορέψαμε καὶ καλλίτερα καὶ πολύτερα. Σαν ἐκοντέψανε τὰ μεσάνυχτα, ἐπῆρα τὸν πατέρα σου παράμερα καὶ τὸν εἶπα ἄνδρα, ἐγὼ ἔχω παιδὶ 'στὴν κούνια καὶ δὲν 'μπορῶ πιὰ νὰ μείνω. Τὸ παιδὶ πεινᾷ ἐγὼ ἐσπάργωσα. Πῶς νὰ τὸ βυζάξω μὲσ' 'στὸν κόσμο καὶ μὲ τὸ καλὸ μου φόρεμα! Μεῖνε σύ, ἂν θέλῃς νὰ διασκέδασῃς ἀκόμα. Ἐγὼ θὰ πάρω τὸ μωρὸ νὰ 'πάγω 'στὸ σπίτι. - Ἔ, καλὰ γυναίκα! εἶπε ὁ σχωρεμένος, καὶ μ' ἐπαπάρισε 'πα στὸν ὦμο. Ἔλα, χόρεψε κι' αὐτὸ τὸ χορὸ μαζί μου, καὶ ὕστερα πηγαίνουμε κ' οἱ δύο. Τὸ κρασὶ ἄρχησε νὰ μὲ χτυπᾷ στὸ κεφάλι, καὶ ἀφορμὴ γυρεύω κι' ἐγὼ νὰ φύγω. 'Σαν ἐξεχορέψαμε κ' ἐκείνο τὸ χορὸ, ἐπήραμε τὴ στράτα. 1
Ὁ γαμβρὸς ἔστειλε τὰ παιχνίδια καὶ μας ἐξεπροβόδησαν ὡς τὸ μισὸ τὸ δρόμο. Μὰ εἴχαμε ἀκόμη πολὺ ὡς τὸ σπίτι. Γιατὶ ὁ γάμος ἔγινε 'στὸν Καρσιμαχαλᾶ. Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε 'μπροστὰ μὲ τὸ φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τὸ παιδί, καὶ 'βαστοῦσε καὶ 'μένα ἀπὸ τὸ χέρι. - 'Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα! - Ναὶ, Μιχαλιό. 'Κουράσθηκα. - Ἄιντε βὰλ' ἀκόμα κομμάτι δύναμι, ὡς ποῦ νὰ φθάσουμε στὸ σπίτι, θὰ στρώσω τὰ στρώματα μοναχός μου. Ἐμετάνοιωσα ποῦ σ' ἔβαλα κ' ἐχόρεψες τόσο πολύ. - Δὲν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τὸ ἔκαμα γιὰ τὸ χατῆρι σου. Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι. Ἔτσι ἤρθαμε στὸ σπίτι. Ἐγὼ ἐφάσκιωσα κ' ἐβύζαξα τὸ παιδὶ κ' ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιμᾶτο μαζὶ μὲ τὴν Βενετειά, ποὺ τὴν ἀφῆκα νὰ τὸν φυλάγῃ. 'Σε 'λίγο ἐπλαγιάσαμε καὶ 'μεῖς. Ἐκεῖ, μέσα στὸν ὕπνο μου, μ' ἐφάνηκε πῶς ἔκλαψε τὸ παιδί. τὸ καϋμένο! εἶπα, δὲν ἔφαγε σήμερα χορταστικά. Καὶ ἀκούμβησα στὴν κούνια του νὰ τὸ βυζάξω. Μὰ ἤμουν πολὺ κουρασμένη καὶ δὲν 'μποροῦσα νὰ κρατηθῶ. Τὸ ἔβγαλα λοιπὸν, καὶ τὸ ἔβαλα κοντά μου, μὲσ' στὸ στρῶμα, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴ ρόγα στὸ στόμα του. Ἐκεῖ μὲ 'ξαναπῆρεν ὁ ὕπνος. Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὡς τὸ πουρνό. Μὰ 'σὰν ἔνοιωσα νὰ χαράζῃ - ἂς τὸ βάλω, εἶπα, τὸ παιδὶ στὸν τόπο του. Μὰ 'κεῖ ποὺ πῆγα νὰ τὸ σηκώσω, τί νὰ διῶ! τὸ παιδὶ δὲν ἐσάλευε! Ἐξύπνησα τὸν πατέρα σου τὸ 'ξεφασκιώσαμε, τὸ 'ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τὸ μυτούδι του, τίποτε! - ἦταν ἀπεθαμένο! - Τὸ 'πλάκωσες, γυναίκα, τὸ παιδὶ μου! -εἶπεν ὁ πατέρας σου, καὶ τὸν ἐπῆραν τὰ δάκρυα. Τότε ἄρχησα ἐγὼ νὰ κλαίγω 'στὰ δυνατὰ καὶ νὰ ξεφωνίζω. Μὰ ὁ πατέρας σου ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ στόμα μου καὶ - Σούς! μὲ εἶπε. Τί φωνάζεις ἔτσι, βρὲ βῶδι; - Αὐτὸ μὲ τὸ εἶπε, Θεὸς σχωρὲσ' τόνε. Τρία χρόνια εἴχαμε 'πανδρευμένοι, κακὸ λόγο δὲν μὲ εἶπε. Κ' ἐκείνη τὴ στιγμὴ μὲ τὸ εἶπε. - Ἔ; Τί φωνάζεις ἔτσι; θέλεις νὰ ξεσηκώσῃς τὴ γειτονιά, νὰ 'πῇ ὁ κόσμος πῶς ἐμέθυσες κ' ἐπλάκωσες τὸ παιδί σου; Καὶ εἶχε δίκηο, 'ποὺ ν' ἁγιάσουν τὰ χώματα ποῦ κοίτεται! Γιατὶ, ἂν τὸ 'μάθαινεν ὁ κόσμος, ἔπρεπε νὰ σχίσω τὴ γῆ νὰ ἔμβω μέσα ἀπὸ τὸ κακό μου. Ἀλλά, τί τὰ θέλεις! Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία. 'Σὰν τὸ ἐθάψαμε τὸ παιδὶ, κ' ἐγυρίσαμεν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τότε ἄρχησε τὸ θρῆνος τὸ μεγάλο. Τότε πιὰ δὲν ἔκλαιγα κρυφά. - Εἶσαι νέα, καὶ θὰ κάμῃς κι' ἄλλα, μ' ἔλεγαν. Ὣς τόσον ὁ καιρὸς 'περνοῦσε, καὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδιδε τίποτε. Νά! ἔλεγα μέσα μου. Ὁ Θεὸς μὲ τιμωρεῖ, γιατὶ δὲν ἐστάθηκα ἄξια νὰ προφυλάξω τὸ παιδὶ 'ποὺ μ' ἔδωκε! Καὶ ἐντρεπόμουνα τὸν κόσμο, καὶ ἐφοβούμην τὸν πατέρα σου. Γιατὶ κ' ἐκεῖνος ὅλο τὸν πρῶτο χρόνο ἔκαμνε τάχα τὸν ἀλύπητο καὶ μ' ἐπαρηγοροῦσε, γιὰ νὰ μὲ δώσῃ θάρρος. Ὕστερα ὅμως ἄρχισε νὰ γίνεται σιγανὸς καὶ συλλογισμένος. Τρία χρόνια ἐπέρασαν, χωρὶς νὰ φάγω ψωμὶ νὰ 'πάγῃ στὴν καρδιά μου. 'Στα τρία χρόνια κ' ὕστερα 'γεννήθηκες ἐσύ. - Ἦταν ἡ πολλαῖς ἡ χάραις 'ποὺ ἐπῆρα. 'Σὰν ἐγεννήθηκες ἐσὺ ἐκατάκατσεν ἡ καρδιά μου, μα δὲν ἡμέρεψε. Ὁ πατέρας σου σὲ ἤθελε κορίτσι. Καὶ μίαν ἡμέρα μὲ τὸ εἶπε. - Κι' αὐτὸ καλῶς μᾶς ὥρισε, Δεσποινιώ, μὰ 'γὼ τὸ ἤθελα κορίτσι. Ὅταν ἐπῆγεν ἡ γιαγιά σου στὸν Ἁγιοντάφο, ἔστειλα δώδεκα 'πουκάμισα καὶ τρία Κωνσταντινᾶτα, γιὰ νὰ μὲ 'βγάλῃ ἕνα σχωροχάρτι. Καὶ, διὲς ἐσύ! ἴσα ἴσα ἐκεῖνο τὸ μῆνα, 'ποὺ ἐγύρισεν ἡ γιαγιά σου ἀπὸ τὴ Γερουσαλῆ μὲ τὸ σχωροχάρτι, ἐκεῖνο τὸ μῆνα ἐκακοψυχοῦσα τὴν Ἀννιώ. Κάθε 'λίγο καὶ 'λιγάκι ἐφώναζα τὴ μανίτσα. - Ἔλα δὰ, κυρά, νὰ διοῦμε κορίτσι εἶναι; -Ναί, θυγατέρα, ἔλεγεν ἡ μαμῆ. Κορίτσι. Δὲ βλέπεις; Δὲ σὲ χωροῦν τὰ ροῦχα σου! - Καὶ νά πιὰ χαρὰ ἐγώ, 'σὰν τὸ ἄκουγα! 'Σὰν ἐγεννήθηκε τὸ παιδὶ καὶ 'βγῆκεν ἀληθινὰ κορίτσι, τότε πιὰ ἦρθεν ἡ καρδιὰ στὸν τόπο της. Τὸ ὠνομάσαμεν Ἀννιώ, τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα ποῦ εἶχε τὸ σχωρεμένο, γιὰ νὰ μην 'ποφαίνεται πῶς μᾶς λείπει κανεὶς ἀπὸ τὸ σπίτι. - Εὐχαριστῶ σὲ, Θεέ μου! ἔλεγα νύχτα καὶ 'μέρα. Εὐχαριστῶ σὲ ἡ ἁμαρτωλὴ, ποῦ ἐσήκωσες τὴν ἐντροπὴ καὶ ἐξάλειψες τὴν ἁμαρτία μου! Καὶ εἴχαμε πιὰ τὴν Ἀννιὼ 'σὰν τὰ μάτια μας. Καὶ ἐζούλευες ἐσύ, καὶ ἔγεινες τοῦ θανατᾶ ἀπὸ τή ζούλια σου. Ὁ πατέρας σου σὲ ἔλεγε τὸ ἀδικημένο του, γιατὶ σ' ἀπόκοψα πολὺ 'νωρίς, καὶ μ' ἐμάλωνε καμμιὰ φορά, γιατὶ σὲ 'παραμελοῦσα. Κ' ἐμένα ἡ καρδιά μου ἐρράγιζε, 'σὰν σ' ἔβλεπα νὰ χαλνᾶς. Μά, ἔλα ποῦ δὲν ἐμποροῦσα ν' ἀφήσω τὴν Ἀννιὼ ἀπὸ τὰ χέρια μου! Ἐφοβούμην πῶς κάθε στιγμὴ 'μπορεῖ 2
νὰ τῆς συμβῇ τίποτε. Καὶ ὁ πατέρας σου ὁ μακαρίτης, ὅσο καὶ ἂν 'μάλωνε κ' ἐκεῖνος, τὴν ἤθελε πιὰ νὰ μὴ στάξῃ καὶ τὴν βρέξῃ! Μὰ ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένο, ὅσο περισσότερα χάδια, τόσο ὀλιγώτερην ὑγεία. Ἔλεγες πῶς ἐμετάνοιωσεν ὁ Θεὸς γιατὶ μᾶς τὸ ἔδωκε. Ἐσεῖς ἤσασθε κόκκινα κόκκινα, καὶ ζωηρὰ καὶ σερπετά. Ἐκεῖνο, ἥσυχο καὶ σιγανὸ καὶ ἀρρώστιάρικο! Ὅταν τὸ ἔβλεπα ἔτσι χλωμὸ χλωμό, μοῦ ἤρχετο εἰς τὸν νοῦ μου τὸ πεθαμένο, καὶ ἡ ἰδέα πῶς ἐγὼ τὸ ἐθανάτωσα ἄρχησε νὰ 'ξανακυριεύῃ μέσα μου. Ὡς ποὺ μιὰν ἡμέρα ἀπέθανε καὶ τὸ δεύτερο! Ὅποιος δὲν τὸ ἐδοκίμασε μοναχός του, παιδὶ μου, δὲν 'ξεύρει τὶ πικρὸ ποτήρι ἦταν ἐκεῖνο. Ἐλπίδα νὰ κάνω ἄλλο κορίτσι δὲν ἦταν πλέον. Ὁ πατέρας σου εἶχ' ἀποθάνει. Ἂν δὲν εὐρίσκετο ἕνας γονιὸς νὰ μὲ χαρίσῃ τὸ κορίτσι του, ἤθελα πάρω τὰ βουνὰ νὰ φύγω. Ἀλήθεια 'ποῦ δὲν ἐβγῆκε καλόγνωμο. Μὰ ὅσο τὸ εἶχα καὶ τὸ 'κήδευα καὶ τὸ 'κανάκευα, 'θαρροῦσα πῶς τὸ εἶχα 'δικό μου, καὶ 'ξεχνοῦσα 'κεῖνο πὤχασα, κ' ἡμέρωνα τη συνείδησί μου. Καθὼς τὸ λὲγ' ὁ λόγος, ξένο παιδί 'ναι παίδεψι. Μὰ γιὰ μένα ἡ παίδεψι αὐτὴ εἶναι παρηγοριὰ κ' ἐλαφροσύνη. Γιατὶ ὅσο περισσότερο τυρρανηθῶ καὶ χολοσκάσω, τόσο 'λιγώτερο θὰ μὲ παιδέψῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ παιδὶ 'ποὺ πλάκωσα.». Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας, η ψυχογραφική οπτική και η ηθογραφία είναι στοιχεία που καθορίζουν το περιεχόμενο του έργου του Βιζυηνού. Να εντοπίσετε τρεις αναφορές μέσα από το κείμενο που επιβεβαιώνουν την παραπάνω θέση. (Μονάδες 15) 2. Να αναφερθείτε στο είδος της αφήγησης και στο ρόλο του αφηγητή σε αυτό το απόσπασμα. (Μονάδες 20) 3. «Εδώ ευθύς από την αρχή μας χτυπά η κυριότερη αρετή και το δυνατότερο χαρακτηριστικό του συγγραφέα, το ψυχογραφικό του βάθος κι η δραματικότητα». (Αντώνης Γιαλούρης, «Γεώργιος Βιζυηνός, ο άνθρωπος και το έργο του» ). Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή με αναφορές στο κείμενο. (Μονάδες 20) 4. «Μὰ γιὰ μένα ἡ παίδεψι αὐτὴ εἶναι παρηγοριὰ κ' ἐλαφροσύνη. Γιατὶ ὅσο περισσότερο τυρρανηθῶ καὶ χολοσκάσω, τόσο 'λιγώτερο θὰ μὲ παιδέψῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ παιδὶ 'ποὺ πλάκωσα». Να σχολιάσετε (σε 150-180 λέξεις) την αντίληψη της μητέρας, όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα. (Μονάδες 25) 5. Να γίνει συγκριτικός σχολιασμός του αποσπάσματος από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με το παρακάτω ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «Δύο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο», σχετικά με τις δυο μητέρες και τη συμμετοχή του θεϊκού στοιχείου. (Μονάδες 20) - Παράλληλο κείμενο: «Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες. Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις, έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος. Το βράδυ, το ίδιο: Σπρώχνει την πόρτα 3
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει, τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς, θα της πέσει το βρέφος της. Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη μαντίλα της παίζει. Θέλει να την βοηθήσει, αλλά το σπίτι είναι έρημο. Δεν έχει σε ποιόν ν αφήσει σ αυτόν τον κόσμο το παιδί της. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Ο Γεώργιος Βιζυηνός, βασικός εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, δίνει μορφή στο περιεχόμενο του έργου του αξιοποιώντας στο έπακρο τα προσωπικά του βιώματα, διεισδύοντας στα μύχια της ψυχής των ηρώων του και αποτυπώνοντας με νοσταλγική διάθεση την καθημερινή ζωή στην επαρχία. Συγκεκριμένα, ο βιωματικός χαρακτήρας του έργου που διατρέχει όλο το διήγημα του «Αμαρτήματος», εμφανίζεται και σε αυτό το απόσπασμα. Οι βασικοί ήρωές του είναι πρόσωπα του άμεσου και έμμεσου περιβάλλοντος του Βιζυηνού, ενώ συμμετέχει και ο ίδιος στην πλοκή της ιστορίας. Η μητέρα του Δεσποινιώ, η οποία διαχειρίζεται, εδώ, το ρόλο του αφηγητή, ο πατέρας του και οι συγχωριανοί συνθέτουν ένα ουσιαστικό κομμάτι της ζωής του συγγραφέα. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που διαπραγματεύεται το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι πραγματικά, όπως προκύπτει άλλωστε από τη βιογραφία του Βιζυηνού. Τις ρεαλιστικές αυτές πτυχές των παιδικών και ωριμότερων χρόνων του καταφέρνει να αναδείξει ο σπουδαίος διηγηματογράφος, απογειώνοντας την ουσία των χαρακτήρων του με τα ακριβή και διεισδυτικά ψυχογραφήματά του. Η μορφή της μάνας προβάλλει τραγική, που φιμωμένη για χρόνια από τις τύψεις ενός, έστω και ακούσιου, φόνου ξεσπά σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Μια εξομολόγηση που σκιαγραφεί τις εύθραυστες ισορροπίες της ψυχής και το παιχνίδι από την απόγνωση και τη θλίψη σε μια διάθεση εμμονικής αυτολύτρωσης. Και όλα αυτά περιβαλλόμενα από ένα ηθογραφικό πλαίσιο, με τα γεγονότα να εκτυλίσσονται στη θρακιώτικη επαρχία και ό,τι αυτή εκπροσωπεί. Λαϊκούς και παραδοσιακούς ανθρώπους, ήθη και έθιμα, ανθρώπινες συμπεριφορές. Σε αυτή την ηθογραφική- λαογραφική οπτική ανήκει και το γαμήλιο γλέντι όπως αυτό αποτυπώνεται στις γραμμές του συγκεκριμένου αποσπάσματος. 2. Η γνωστοποίηση του αμαρτήματος αποδίδεται με μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, η οποία δεν συντελείται από τον κύριο αφηγητή αλλά από ένα άλλο πρόσωπο της ιστορίας και παρεμβάλλεται προσωρινά στη ροή της κύριας αφήγησης διακόπτοντάς την. Σε ρόλο κεντρικού αφηγητή η μητέρα μέσα από την πιο εκτενή και φροντισμένη αναδρομική αφήγηση του έργου συγκλονίζει με την αποκάλυψη του φοβερού μυστικού που τη στοιχειώνει για χρόνια. Ο βασικός αφηγητής της ιστορίας αποστασιοποιείται, μπαίνει στο περιθώριο της δράσης, τρέπεται σε ακροατή και δίνει χώρο στην τραγική φιγούρα της μάνας να εκφραστεί και να ξεσπάσει. Η ομολογία του ακούσιου φόνου του 4
πρώτου κοριτσιού δικαιολογεί τον τίτλο του έργου και συνδυαστικά με το θάνατο του Αννιού ερμηνεύει την εμμονική συμπεριφορά της Δεσποινιώς για εξιλέωση. Ο κύριος αφηγητής επανέρχεται μετά από μια αισθητή και συνειδητή απουσία, έχοντας αναδείξει τη μητέρα του μέσα από ένα μεγαλειώδες και τραγικό μονόπρακτο. 3. Ο Γεώργιος Βιζυηνός ως «αθεράπευτα ανθρωποκεντρικός και ανθρωπομορφικός» συγγραφέας, όπως χαρακτηρίζεται από κάποιον μελετητή του, εξετάζει σε βάθος τους ήρωές του. Έχει τη μοναδική ικανότητα να διεισδύει στα άδυτα της ψυχής των προσώπων του έργου του και να ξεδιπλώνει την πολυμορφία της ψυχοσύνθεσής τους. Περιδιαβαίνει με σεβασμό στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της συνείδησης των ηρώων του και προσεγγίζει την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής αποδομώντας την. Κατορθώνει έτσι να παρουσιάσει ένα ευρύ φάσμα σύνθετων ψυχικών καταστάσεων προσδίδοντας στους πρωταγωνιστές του στοιχεία τραγικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ψυχογραφικής αυτής ικανότητας του Βιζυηνού στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της μάνας. Η απόδοση της ηρωίδας προκύπτει τόσο από την καταγραφή των εξωτερικευμένων συναισθημάτων της κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης («Ναι! με ειπεν, αναστενάξασα βαθέως», «σαν τον έβλεπα να χορεύει, μου άνοιγεν η καρδιά μου», «τότε άρχισα να φωνάζω δυνατά και να ξεφωνίζω», «σαν ήρθες εσύ εκατάκατσεν η καρδιά μου, μα δεν ημέρεψε»), όσο και από τον ανείπωτο εσωτερικό κόσμο, όπως αυτός διαγράφεται ακόμη και από την κινησιολογία της ηρωίδας («η μήτηρ μου εκρέμασεν την κεφαλήν, ως κατάδικος με την συναίσθησιν τρομερου τινός εγκλήματος»). Γίνονται αντιληπτές έτσι οι ψυχολογικές της μεταπτώσεις, τα κίνητρα των ενεργειών της και η εσωτερική σύγκρουση που βιώνει. Κατά τον ίδιο τρόπο μέσω της αφήγησης της Δεσποινιώς, σκιαγραφείται και το δρον πρόσωπο του πατέρα («και έκαμεν ο πατέρας σου κέφι», «ε, καλά γυναίκα!..έλα χόρεψε κι αυτό το χορό μαζί μου», «το πλάκωσες γυναίκα το παιδί μου», «τι φωνάζεις έτσι βρε βόδι;») 4. Τα διηγήματα του Βιζυηνού στρέφονται συνεχώς σε ένα παρελθόν που είναι σημαδεμένο από την παρουσία του θανάτου. Και μάλιστα αυτός δεν αποτελεί, όπως σωστά έχει επισημανθεί, ένα «απλό φυσικό γεγονός» αλλά χαρακτηρίζεται για τη βιαιότητά του. Συγκεκριμένα, στο απόσπασμα, στο οποίο παρουσιάζεται η εξομολόγηση του ακούσιου φόνου του πρώτου κοριτσιού από τη μάνα, ο θάνατος αποτελεί ένα αθέλητο παράπτωμα. Παρ όλα αυτά η μητέρα ζει όλη τη ζωή της κυνηγημένη από τις ενοχές της. Το «αμάρτημά» της αν και ακούσιο δεν παύει να συνιστά φόνο και εκείνη αναζητώντας αδιάκοπα τη λύτρωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο η τιμωρία θα ανακουφίσει τις τύψεις της και θα τη δικαιώσει απέναντι στο Θεό. Αποδίδει έτσι όλα τα πλήγματα που δέχεται στη θεία δίκη και χαίρεται γι αυτά («Ευχαριστώ σε Κύριε..Ευχαριστώ σε, η αμαρτωλή») και προκαλεί με τις πράξεις της ένα είδος επιπρόσθετης αυτοτιμωρίας αναζητώντας την ανακούφιση («μα για μένα η παίδεψι αυτή είναι παρηγοριά κι ελαφροσύνη»). Μόνο αν υποφέρει αρκετά, θεωρεί, θα μειωθεί η τιμωρία της απ το Θεό («όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θα με παιδέψη ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα»). Βυθίζεται επομένως σε ένα ταξίδι βασανιστικό, ενοχικό, γεμάτο εμμονές και θρησκοληψία και παράλληλα όλη της η συμπεριφορά καθορίζεται από το βαθμό της εξιλέωσής της. 5. Στο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες» η μορφή της μητέρας και η συμμετοχή του θεϊκού στοιχείου αποτυπώνονται ως εξής: - η μητέρα μετά το θάνατο του γιού της αφήνεται στο πένθος της. - είναι μια τραγική εξαθλιωμένη φιγούρα που παραιτείται από τη ζωή. - όλα τριγύρω είναι πένθιμα και τριγυρίζει σε ένα άδειο σπίτι γεμάτο αναμνήσεις. - η Παναγία συμμετέχει στον πόνο της και θέλει να τη βοηθήσει, έχει βιώσει άλλωστε κι αυτή την απώλεια του παιδιού της. - Μένει όμως να την κοιτάζει ταραγμένη μην μπορώντας να επέμβει. 5
Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» : - η μητέρα είναι πολύ πιο τραγική μορφή. - θρηνεί για το χαμό δύο παιδιών ενώ το ένα έχει πεθάνει εξαιτίας της, έστω και άθελά της. - η αμαρτία την καταδιώκει σε όλη της τη ζωή και μάταια ζητάει εξιλέωση. - οι ενοχές την ωθούν σε αψυχολόγητες συμπεριφορές και θεωρεί ότι μόνο αν τιμωρηθεί και βασανιστεί σε αυτή τη ζωή θα ελαφρύνει τη θέση της απέναντι στο Θεό. - είναι διπλό το βάρος της γιατί πρέπει να αντέξει τον πόνο του χαμού των κοριτσιών της και να υπομείνει επιπλέον και τις ενοχές της. - αισθάνεται πως ο Θεός την τιμωρεί και πρέπει με κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσει την οργή του. 6