Περιφερειακή Ανάπτυξη της Ελλάδος και Τουρισµός Σύνοψη Μελέτης Το φαινόµενο της άνισης οικονοµικής ανάπτυξης διαφόρων περιοχών µιας οικονοµίας έχει προ πολλού επισηµανθεί, έχουν δε προταθεί διάφορες θεωρίες ερµηνείας του. Αυτές εντάσσονται σε τρεις γενικές κατηγορίες: τις κεϋνσιανές, τις νεοκλασικές και τις κεντροβαρικές. Οι κεϋνσιανές θεωρίες αναλύουν τα φαινόµενα της άνισης περιφερειακής ανάπτυξης δίδοντας έµφαση στον ρόλο της ενεργού ζητήσεως. Οι νεοκλασικές θεωρίες περιφερειακής οικονοµικής αναλύουν τα φαινόµενα της άνισης οικονοµικής ανάπτυξης δίδοντας έµφαση στο ρόλο της προσφοράς. Τέλος, οι κεντροβαρικές θεωρίες περιφερειακής οικονοµικής δίδουν έµφαση στον διαφορετικό βαθµό µε τον οποίο κάθε περιφέρεια αξιοποιεί τους πόρους της. Η ελληνική οικονοµία δεν αποτελεί εξαίρεση στο θέµα της άνισης περιφερειακής ανάπτυξης, δεδοµένου ότι οι νοµοί της εµφάνιζαν ανέκαθεν διαφορετικά επίπεδα οικονοµικής ανάπτυξης. Σε ορισµένες, µάλιστα, περιπτώσεις οι διαφορές αυτές ήταν έντονες. Σε µια προσπάθεια µειώσεως αυτών των ανισοτήτων µε παράλληλη ανάπτυξη της οικονοµίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις από την δεκαετία του 1960 και επέκεινα εκπόνησαν πενταετή προγράµµατα οικονοµικής ανάπτυξης. Βασικά στοιχεία αυτών των προγραµµάτων ήταν η µέριµνα για την διενέργεια δηµοσίων επενδύσεων σε έργα υποδοµής των περιφερειών, ως και η θέσπιση κινήτρων και επιδοτήσεων για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων σε επιλεγµένες αγροτικές, βιοµηχανικές και τουριστικές δραστηριότητες. Μέχρι το 1981 την χρηµατοδότηση των προγραµµάτων ανελάµβανε αποκλειστικώς ο κρατικός προϋπολογισµός, από του έτους, όµως, εκείνου µεγάλη συµµετοχή έχει και η Ευρωπαϊκή Ένωση µέσω του Ευρωπαϊκού Ταµείου Περιφερειακής Ανάπτυξης. Το εν λόγω Ταµείο χρηµατοδοτεί, κυρίως, έργα υποδοµής, οι δε εισπράξεις της χώρας µας από τις σχετικές χρηµατοδοτήσεις ανέρχονται, περίπου, στο 20% (Βλ. Τµήµα 2.1) του συνόλου των εισπράξεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (έτος 1996). 1
Τα αποτελέσµατα αυτών των προγραµµάτων δεν φαίνεται να ήταν πάντοτε επιτυχή, τόσον όσον αφορά το µέγεθος της ανάπτυξης που επιτεύχθηκε (ιδίως κατά την δεκαετία του 1980), όσον και τον βαθµό άµβλυνσης της περιφερειακής οικονοµικής ανισότητας. Εν πάση περιπτώσει, το ερώτηµα είναι σε ποιον, κυρίως, παράγοντα οφείλεται η όποια βελτίωση επιτεύχθηκε. Το θέµα είναι αρκούντως σοβαρό, διότι από την απάντηση που θα δοθεί εξαρτώνται οι στρατηγικές επιλογές της οικονοµικής πολιτικής της χώρας κατά τα επόµενα έτη. Για να απαντηθεί το εν λόγω ερώτηµα, εξετάσθησαν διάφοροι βασικοί παράγοντες της οικονοµίας κατά την εικοσαετία 1970-1991. Από την εξέταση αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα συµπεράσµατα. (α) Ο Ανθρώπινος Παράγων. Ο συνολικός πληθυσµός της χώρας επέτυχε µέση ετήσια αύξηση της τάξεως του 0,8%, µε µειούµενο, όµως, ρυθµό. Η κατανοµή του ήταν άνιση καθώς το 40% αυτού κατοικεί στην περιοχή της Αττικής και Θεσσαλονίκης. Μεγάλες αυξήσεις πέτυχαν οι νοµοί Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, ενώ οι Ιόνιοι Νήσοι και το Νότιο Αιγαίο αύξησαν τον πληθυσµό τους ή συγκράτησαν τις αρχικές τους διαρροές. Στον αντίποδα βρίσκονται νοµοί, όπως αυτοί της Ευρυτανίας ή της Ροδόπης, που είχαν µείωση του πληθυσµού τους. (β) Το Εργατικό υναµικό. Το εργατικό δυναµικό της χώρας είχε µια µέση ετήσια αύξηση της τάξεως του 0,9%, µε ετήσια αύξηση µεγαλύτερη κατά την δεκαετία του 1980 και µικρότερη κατά την δεκαετία του 1970. Όπως και προηγουµένως, έτσι και εδώ, η Αθήνα από κοινού µε την Θεσσαλονίκη, συγκεντρώνει το 40% του εργατικού δυναµικού της χώρας. Αναφορικά µε την κατανοµή του εργατικού δυναµικού µεταξύ των τριών τοµέων της οικονοµίας, διαπιστώθηκε µια δραµατική µετατόπιση από τον πρωτογενή στον τριτογενή τοµέα. Ο πρωτογενής από 40% το 1971 συρρικνώθηκε στο 20% κατά το 1991, ενώ ο τριτογενής από 33% έφθασε το 55%. Ο δευτερογενής παρέµεινε σταθερός γύρω στο 25%. Όσον αφορά το ποσοστό ανεργίας, αυτό σε πανελλήνια κλίµακα από 3,1% το 1971, έφθασε το 8,1% κατά το 1990. Το µεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας εµφανίζουν οι νοµοί Κοζάνης και Καστοριάς (περί το 12%), ενώ το µικρότερο το Νότιο Αιγαίο, τα Ιόνια Νησιά και η Χαλκιδική (γύρω στο 5%). Η Αθήνα µε την Θεσσαλονίκη ευρίσκονται στον µέσο όρο της κατανοµής µε ποσοστό ανεργίας γύρω στο 8%. (γ) Το εισόδηµα. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), σε τιµές 1970, εµφάνισε βελτίωση µε µέση ετήσια αύξηση της τάξεως του 3,1%. Αλλά, ενώ στην δεκαετία του 2
1970 ήταν 4,2%, στην δεκαετία του 1980 περιορίσθηκε στο 1,9%, παρά την βοήθεια που εισέρευσε στην χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την δεύτερη δεκαετία, βοήθεια που δεν υπήρχε κατά την πρώτη. Ο πρωτογενής τοµέας εισέφερε το 13%, περίπου, του συνολικού εισοδήµατος, ο δευτερογενής το 30% ενώ ο τριτογενής το 57%. Ο νοµός Αττικής από κοινού µε αυτόν της Θεσσαλονίκης, συνεισέφερε περί το 50% του συνολικού ΑΕΠ. Αυξητικές τάσεις εµφανίζουν, κυρίως, το Νότιο Αιγαίο και η Κεντρική και υτική Μακεδονία. Αναφορικά µε το κατά κεφαλή εισόδηµα σηµειώνεται ότι αυτό πραγµατοποίησε µια µέση ετήσια αύξηση της τάξεως του 2,5%, µε ενδείξεις φθίνουσας ανισοκατανοµής. Όπως στο ΑΕΠ, έτσι και στο κατά κεφαλήν προϊόν, βελτίωση εµφανίζουν το Νότιο Αιγαίο, οι Ιόνιοι Νήσοι και η Κεντρική και υτική Μακεδονία. Η Στερεά Ελλάς µικρή, µόνον, βελτίωση παρουσίασε. Ο νοµός µε το υψηλότερο κατά κεφαλήν προϊόν ήταν εκείνος της Βοιωτίας και ακολούθησαν οι νοµοί Γρεβενών, Ροδόπης και Θεσπρωτίας. (δ) Ο Τουριστικός Τοµέας. Κατά την υπό εξέταση περίοδο, οι ξενοδοχειακές κλίνες επέτυχαν µια µέση ετήσια αύξηση της τάξεως του 6,1%, µε µεγαλύτερους ρυθµούς κατά την δεκαετία του 1970 και µικρότερους κατά την δεκαετία του 1980. Κατά την πρώτη δεκαετία οι περισσότερες ήταν εγκατεστηµένες στην Αττική, την επόµενη, όµως, δεκαετία η Περιφέρεια επέτυχε σηµαντική τουριστική ανάπτυξη της υποδοµής της. Το αποτέλεσµα ήταν την Αττική να ξεπεράσει η Κρήτη και η ωδεκάνησος. Τις λιγότερες ξενοδοχειακές κλίνες φαίνεται ότι έχουν οι νοµοί Γρεβενών, Κιλκίς και ράµας. Εκτός των ξενοδοχειακών κλινών υπάρχουν και ο κλίνες των προς αυτά εξοµοιουµένων καταλυµάτων. Η ανάπτυξή τους υπήρξε ραγδαία κατά την δεκαετία του 1980, τροφοδοτώντας, όµως, την παραοικονοµία, καθώς είναι δύσκολη η απογραφή του δηµιουργούµενου εισοδήµατος. Βάσει των δηλωθεισών κλινών, προκύπτει ότι αυτές αντιστοιχούν στο 73,0% των ξενοδοχειακών. Αθροίζοντας ξενοδοχειακές κλίνες και κλίνες ενοικιαζοµένων δωµατίων, προκύπτει ότι κατά το 1991 ο συνολικός αριθµός τους προσέγγιζε τις 760 χιλιάδες. Οι απασχολούµενοι, αµέσως και εµµέσως, στον τουριστικό τοµέα υπολογίζονται σε 360 χιλιάδες, προσεγγίζοντας το 10% του συνολικού εργατικού δυναµικού και 3
δηµιουργώντας εισόδηµα ίσον µε το 8% του ΑΕΠ της ελληνικής οικονοµίας 1. Η γεωγραφική τους κατανοµή δεν είναι ικανοποιητική, βαίνει, όµως, βελτιούµενη, καθώς, ενώ το 1971 στην Αττική απησχολείτο το 40% του συνόλου των εργαζοµένων στον τουριστικό τοµέα, το 1991 αυτό είχε περιορισθεί στο 26%. Αύξηση στην απασχόληση εµφανίζουν το Νότιο Αιγαίο, οι Νήσοι του Ιονίου και η Χαλκιδική. Την µεγαλύτερη εξειδίκευση στον τουρισµό φαίνεται ότι έχει το Νότιο Αιγαίο, οι Νήσοι του Ιονίου, η Κρήτη και η Χαλκιδική, καθώς αυτές οι περιοχές εµφανίζουν τον µεγαλύτερο δείκτη εγκατεστηµένων κλινών ανά 1.000 κατοίκους. Όσον αφορά, τέλος, την τουριστική κίνηση, σηµειώνεται ότι οι διανυκτερεύσεις αλλοδαπών τουριστών κατά την υπό εξέταση περίοδο επέτυχαν αλµατώδη ανάπτυξη το 1990 προσέγγισαν τα 37 εκατοµµύρια µε µέση ετήσια αύξηση ίση µε το 6,3%. Για τους ηµεδαπούς τουρίστες τα στοιχεία δεν δείχνουν µεταβολές, αλλά η ποιότητά τους ελέγχεται ως µη ικανοποιητική (Βλ. υποσηµείωση). Οι γεωγραφικές περιοχές τις οποίες προτιµούν οι αλλοδαποί τουρίστες είναι το Νότιο Αιγαίο και οι Ιόνιοι Νήσοι, καθώς στο τέλος της εξεταζόµενης εικοσαετίας προσέλκυσαν το 64% των συνολικών διανυκτερεύσεων αλλοδαπών. Οι αλλοδαποί τουρίστες φαίνεται ότι προτιµούν διακοπές αναψυχής και όχι αρχαιολατρείας. Πρόσφατες εργασίες έδειξαν ότι υπό ορισµένες προϋποθέσεις, οι αφίξεις αλλοδαπών κατά το 2005 είναι δυνατόν να κινηθούν στο διάστηµα 14,5-15,5 εκατοµµύρια, από τα 10 εκατοµµύρια του 1990. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι κατά την διαρρεύσασα εικοσαετία 1970-1991, οικονοµική περιφερειακή ανάπτυξη επιτεύχθηκε, κυρίως, εκεί όπου εντοπίζεται και τουριστική ανάπτυξη. Για τον ποσοτικό προσδιορισµό της συµβολής της τουριστικής δραστηριότητας στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, στην ανά χείρας εργασία χρησιµοποιήθηκαν οικονοµετρικές τεχνικές. Συγκεκριµένως διερευνήθηκε η επίδραση που είχε η µεταβολή της σχετικής θέσεως των εγκατεστηµένων κλινών ανά 1.000 κατοίκους κατά νοµό, επί της σχετικής ποσοστιαίας µεταβολής του σχετικού κατά κεφαλήν εισοδήµατος κατά νοµό, επίσης. ιαπιστώθηκε ότι η µεταβολή των κλινών ήταν σε θέση να ερµηνεύσει άνω του 95% 1 Οι εκτιµήσεις αυτές βασίζονται σε επίσηµα στοιχεία, η ακρίβεια των οποίων αµφισβητείται. Η αµφισβήτηση αφορά τόσον στα µεγέθη του αλλοδαπού τουρισµού, όσον και στα µεγέθη του εγχωρίου τουρισµού. Συγκεκριµένως, θεωρείται ότι τα πραγµατικά µεγέθη είναι κατά πολύ µεγαλύτερα των επισήµως καταγραφοµένων, τόσον αναφορικώς προς τον αριθµό των διανυκτερεύσεων όσον και αναφορικώς προς το εισρέον ή ακριβέστερον αποκτώµενο συνάλλαγµα. 4
των διακυµάνσεων της µεταβολής του κατά κεφαλήν εισοδήµατος κατά νοµό. Ως εκ τούτου, εξήχθη το συµπέρασµα ότι η τουριστική δραστηριότητα είναι ο κυριότερος παράγοντας δηµιουργίας της περιφερειακής οικονοµικής ανάπτυξης που επιτεύχθηκε στο υπό εξέταση χρονικό διάστηµα. ιαπιστώθηκε ότι σε αύξηση της σχετικής θέσεως των εγκατεστηµένων κλινών κατά µία εκατοστιαία µονάδα, αναµένεται αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήµατος από 0,042 έως 0,095 εκατοστιαίες µονάδες κατά νοµό. Η έρευνα επεκτάθηκε και στην διερεύνηση της επίδρασης της µεταβολής της τουριστικής υποδοµής επί του πληθυσµού και της απασχόλησης. Για τον πληθυσµό, η ανάλυση έδειξε ότι αυτός φαίνεται να επηρεάζεται, εµµέσως, από το επίπεδο της τουριστικής δραστηριότητας, καθώς υποβοηθεί την αντιστροφή του µεταναστευτικού ρεύµατος προς το κέντρο. ιαπιστώθηκε, µάλιστα, ότι σε αύξηση των σχετικών κλινών ανά 1.000 κατοίκους κατά µία µονάδα, αναµένεται αύξηση του πληθυσµού κατά 0,01 εκατοστιαίες µονάδες κατά νοµό. Όσον αφορά, τέλος, στην απασχόληση, η έρευνα δεν έδειξε κάποια αιτιώδη σχέση. Αυτό, βεβαίως, κρίνεται ως µη πραγµατικό γεγονός, δεδοµένου ότι η ποιότητα των διαθεσίµων στατιστικών στοιχείων δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, λόγω του φαινοµένου της παραοικονοµίας. Πιστεύεται ότι τούτο θα µπορούσε να αποτελέσει αυτοτελές αντικείµενο µελλοντικής έρευνας. Ευρέθη, ωστόσο, ότι η τουριστική δραστηριότητα (εκφραζόµενη ως ο αριθµός των σχετικών ξενοδοχειακών κλινών) είχε συστηµατική και ευεργετική επίδραση επί των ποσοστών ανεργίας των νοµών. Υπολογίσθηκε δε, ότι σε βελτίωση της σχετικής θέσης των ξενοδοχειακών κλινών ανά 1.000 κατοίκους κατά µία εκατοστιαία µονάδα, προκαλείται µείωση της ανεργίας στον αντίστοιχο νοµό κατά 0,22%. Ως εκ τούτου, συµπεραίνεται ότι η τουριστική δραστηριότητα συνέβαλε στον περιορισµό του ρυθµού αύξησης της ανεργίας σε περιφερειακό επίπεδο, το οποίο σε συνδυασµό µε τις ενδείξεις για τις πληθυσµιακές εξελίξεις συνεπάγεται σχετικώς ταχύτερη αύξηση της απασχολήσεως. Το γενικό συµπέρασµα που προκύπτει είναι ότι ο τουριστικός τοµέας κατά την εικοσαετία 1970-1991 επέδειξε σηµαντική δυναµικότητα Συνέβαλε, έτσι, σε µεγάλο βαθµό στην: προώθηση της περιφερειακής οικονοµικής ανάπτυξης, 5
βελτίωση της περιφερειακής κατανοµής του εισοδήµατος, αντιστροφή του µεταναστευτικού ρεύµατος προς το κέντρο, και συγκράτηση του ρυθµού αυξήσεως της ανεργίας κατά νοµό. Είναι, συνεπώς, φανερόν ότι ο τουριστικός τοµέας έχει να προσφέρει πολλά ακόµη στην χώρα µας, µπορεί δε να χρησιµοποιηθεί ως η ατµοµηχανή που θα σύρει τα βαγόνια της ανάπτυξης. Πρέπει, συνεπώς, να τύχει της δέουσας προσοχής από την οικονοµική πολιτική και να ενισχυθεί σε αυτήν του την προσπάθεια, όχι µόνον χρηµατοδοτικώς αλλά κυρίως µε την δηµιουργία της αναγκαίας γενικής τουριστικής υποδοµής, της θεσµικής θωρακίσεως καλής λειτουργίας του τοµέως και κυρίως µε την χάραξη µακρόπνοης πολιτικής και στρατηγικού σχεδιασµού που µε ευλυγισία και προσαρµοστικότητα θα κατευθύνουν την τουριστική ανάπτυξη προς την οικονοµικώς και κοινωνικώς επιθυµητή κατάσταση. 6