ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2006-2007 1/Α. Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μια κατηγορία για το αδίκημα της επίθεσης μετά πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα. Στο κατηγορητήριο αναφέρονται τα εξής στις λεπτομέρειες αδικήματος: «Ο κατηγορούμενος την 10.12.2005 στη Λεμεσό παρανόμως επετέθη κατά της Ελένης Γεωργίου από τη Λάρνακα και προξένησε σ αυτή πραγματική σωματική βλάβη». Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την εναντίον του κατηγορία και διεξήχθη ακροαματική διαδικασία προς το σκοπό της απόδειξης της υπόθεσης εναντίον του. Από την προσαχθείσα μαρτυρία δεν απεδείχθη ότι το θύμα της επίθεσης ήταν το πρόσωπο που κατονομάζεται στο κατηγορητήριο ως Ελένη Γεωργίου. Η μόνη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ως προς την ταυτότητα του θύματος της επίθεσης ήταν ότι το θύμα ήταν η σύζυγος του κατηγορουμένου, χωρίς όμως να κατονομάζεται. Κατά την αγόρευση του ο συνήγορος του κατηγορουμένου επέσυρε την προσοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στο κενό που υπήρχε επί του προκειμένου στη μαρτυρία ενώπιόν του και ζήτησε την αθώωση του κατηγορουμένου για τον αποκλειστικό αυτό λόγο. Ενεργείστε ως το εκδικάζον Δικαστήριο. Ποια τα καθήκοντα και ποια η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Κατά κανόνα το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση να τροποποιήσει, με βάση τα άρθρα 83(1) και 85(4) (Κεφ. 155), το κατηγορητήριο, ή να εκδικάσει χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου, με βάση τα άρθρα 85(1), (2) και (3). Το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διάταγμα για τη μεταβολή του κατηγορητηρίου είτε κατόπιν αίτησης ενός εκ των διαδίκων της υπόθεσης, είτε αυτεπάγγελτα. Η ανάγκη για τροποποίηση υπάρχει: 1. Για να θεραπεύσει σύγκρουση που υπάρχει μεταξύ των λεπτομερειών μιας κατηγορίας και της μαρτυρίας που είχε ήδη προσαχθεί, 2. Για να δώσει περαιτέρω ή πιο ακριβείς λεπτομέρειες ώστε να υποβοηθήσει τον κατηγορούμενο να ετοιμάσει την υπεράσπισή του με βεβαιότητα, 3. Για να προσθέσει μια κατηγορία για να συμπεριληφθεί αδίκημα που αποκαλύφθηκε από τη μαρτυρία. Το Δικαστήριο μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο, πριν όμως το πέρας της δίκης, να εκδώσει διάταγμα μεταβολής των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης, με βάση το άρθρο 83(1) (Κεφ. 155), ακόμη και αυτεπάγγελτα, αφού ακούσει προηγουμένως και τις απόψεις των μερών. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 1
Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε με την μαρτυρία ποινικό αδίκημα το οποίο όμως δεν βρίσκεται στο κατηγορητήριο. Είναι συνεπώς αδύνατη η καταδίκη χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Το αδίκημα αυτό δεν επιφέρει μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που θα είχε επιβληθεί στον κατηγορούμενο αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου και συνεπώς τυχόν μεταβολή του κατηγορητηρίου δεν επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο (Προϋποθέσεις άρθρου 85(4) Κεφ. 155, βλ. Panayides v. The Police). Με βάση τα παραπάνω συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 85(4) (Κεφ. 155) και με βάση τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 85(4) το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη νέας κατηγορίας με την οποία η παραπονούμενη να περιγράφεται ως η σύζυγος του κατηγορούμενου (βλ. Ανδρέας Κυριάκου ν. Αστυνομίας). Το άρθρο 85(4) (Κεφ. 155) στοχεύει στην παροχή της δυνατότητας για απονομή δικαιοσύνης από το Δικαστήριο, όπου παρά την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος οι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν να αθωώνονται λόγω απλών παρατυπιών (βλ. Fatma Mehmet v. The Police). 1/Β. Η παραβίαση των Δικαστικών Κανόνων τι συνέπειες ενέχει στη δεκτότητα μιας ομολογίας κατηγορούμενου; Αναπτύξατε τη θέση σας. Τα άρθρα 4 και 5 (Κεφ. 155) παρέχουν εξουσίες στην Αστυνομία για τη διεξαγωγή ανάκρισης και λήψη καταθέσεων σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Κριτήριο της δεκτότητας μιας ομολογίας κατηγορουμένου αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 5(3) (Κεφ. 155) η θεληματικότητα της. Το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να απορρίψει μια κατάθεση αν λήφθηκε κάτω από ύποπτες συνθήκες. Η ουσία των αποφάσεων αυτών είναι ότι ένα Δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο να αποφασίσει πάνω στη δεκτότητα μιας κατάθεσης, πρέπει να αντικρίσει τα γεγονότα που περιβάλλουν και συνοδεύουν τη λήψη της από μια ευρεία σκοπιά και δεν πρέπει να διστάσει να την απορρίψει αν η λήψη της επισκιάζεται από υποψία. Η νομολογία των Δικαστηρίων αντικατοπτρίζει τη δέσμευσή τους για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την τήρηση του κράτους δικαίου. Οι Δικαστικοί Κανόνες δεν αποτελούν από μόνοι τους κανόνες δικαίου, τυχόν παράβαση των οποίων θα καθιστούσε μη αποδεκτή την ομολογία. Αποτελούν ωστόσο σημαντικά βοηθήματα για να αποφασισθεί κατά πόσον μια κατάθεση είναι θεληματική ή όχι (βλ. Azinas v. Republic). PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 2
Το Δικαστήριο πρέπει σε περιπτώσεις παραβίασης των Δικαστικών κανόνων να λαμβάνει υπόψη του: 1. Τις συνέπειες της παραβίασης, 2. Την έκταση και το μέγεθός της, 3. Το κατά πόσον αφορά μόνο τυπικά ζητήματα. 2/Α. «Είναι αχρείαστο να πούμε πως σε υποθέσεις σοβαρών αδικημάτων, όπως π.χ. υποθέσεις που αφορούν την καταστολή της παρανομίας αναφορικά με πυροβόλα όπλα, διακίνηση ναρκωτικών κλπ, απόλυση κατηγορούμενου προσώπου με εγγύηση πρέπει να παραχωρείται γενικά μόνο εφόσον εξαιρετικές περιστάσεις το δικαιολογούν». (α) Σχολιάστε την πιο πάνω θέση κάνοντας αναφορά στους παράγοντες που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του κατά πόσο θα αφήσει κατηγορούμενο πρόσωπο ελεύθερο μέχρι την επόμενη εμφάνιση στο Δικαστήριο ή αν θα διατάξει την κράτησή του μέχρι τότε. (β) Πότε αποφασίζεται το ζήτημα αυτό; (γ) Ποια η σημασία του χρονικού διαστήματος μέχρι την επόμενη εμφάνιση; (Ι) Οι συνταγματικές διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα ελευθερίας του ατόμου μπορούν να περιοριστούν μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που προνοεί το άρθρο 11(2)(γ) του Συντάγματος (βλ. Κτηματίας ν. Αστυνομίας). Το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια θα πρέπει πάντα να ξεκινά από την αρχή ότι η ελευθερία του ατόμου είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη και ότι η κράτηση μέχρι την επιβολή ποινής αποτελεί μέτρο κατ εξαίρεση. Βάσει του άρθρου 157(1) (Κεφ. 155) το Δικαστήριο, το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία, μπορεί να εγκρίνει την απόλυση συλληφθέντος με εγγύηση. Οι παράγοντες που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο όσον αφορά την απόλυση κατηγορούμενου με εγγύηση μέχρι την επόμενη του εμφάνιση στο Δικαστήριο είναι (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας): i. Το κατά πόσο υπάρχει λογική προσδοκία να εμφανιστεί κατά τη δοθείσα ημερομηνία στο Δικαστήριο (βλ. Υπόθεση Καραγιώργη). Ειδικότεροι παράγοντες που προδιαγράφουν την προσδοκία προσέλευσης του κατηγορουμένου είναι: a. Σοβαρότητα του αδικήματος Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν το αδίκημα. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 3
b. Η πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου Εκεί όπου δεν υπάρχει παραδοχή υπολογίζεται με βάση τους φακέλους του Δικαστηρίου. c. Η ποινή η οποία ενδεχομένως να επιβληθεί. ii. iii. iv. Ενδεχόμενη διάπραξη άλλων αδικημάτων (Υπόθεση Σιακαλλή) Η πρόβλεψη στηρίζεται είτε σε στοιχεία από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την υπόθεση, π.χ.: a. Συμπεριφορά του κατηγορουμένου, b. Προηγούμενη καταδίκη, c. Πιθανολόγηση περί της διάπραξης άλλων αδικημάτων. Δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία, αρκεί η δημιουργία ισχυρής εντύπωσης στο Δικαστήριο. Ο επηρεασμός μαρτύρων (Υπόθεση Κωνσταντινίδη), δηλαδή: a. Καταστροφή εγγράφων, b. Συμπαιγνία με άλλους υπόπτους, c. Πίεση πάνω σε μάρτυρες. Πρέπει να δοθεί ενισχυτική μαρτυρία. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να ληφθούν υπόψη είναι: a. Κίνδυνος για τη ζωή του κατηγορουμένου, b. Χαρακτήρας φήμη του κατηγορουμένου στην περιοχή που ζεί, c. Χαρακτήρας του θύματος, d. Χρόνος κράτησης του υποδίκου. Οι παράγοντες είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο και δεν απαιτείται να συνυπάρχουν. Αρκεί η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων από αυτούς. (ΙΙ) Το θέμα της απόλυσης του κατηγορουμένου με εγγύηση εγείρεται σε 4 περιπτώσεις: 1. Πριν τη δίκη, 2. Κατά τη δίκη, 3. Εκκρεμούσης έφεσης, 4. Εκκρεμούσης επανεκδίκασης. Οι αρχές που εφαρμόζονται και στις τέσσερις περιπτώσεις είναι παρόμοιες. Σπάνια όμως διατάσσεται η απόλυση φυλακισθέντος προσώπου με εγγύηση, ενώ εκκρεμεί η έφεσή του. Σημαντικός παράγοντας γι αυτό είναι η προοπτική επιτυχίας της έφεσης (βλ. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας). PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 4
(ΙΙΙ) Ο χρόνος κράτησης υποδίκου αναμφίβολα αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το Δικαστήριο. Παρόλο που δεν προβλέπεται συνταγματικά συνολικός χρόνος κράτησης, αυτό δεν δίνει δικαίωμα για επ αόριστο κράτηση. Δεν πρέπει να διαφύγει ποτέ της προσοχής του Δικαστηρίου ο κατ εξαίρεση χαρακτήρας της κράτησης ατόμου χωρίς καταδίκη από Δικαστήριο (βλ. Φώτος Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας). 2/Β/i. Όταν κληθούν μάρτυρες υπεράσπισης από τον κατηγορούμενο μετά την κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία, ποια είναι η σειρά κλήσης τους ενώπιον του Δικαστηρίου; Όταν ο κατηγορούμενος κληθεί σε απολογία έχει υποχρέωση να καταθέσει πρώτος, προτού καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης (άρθρο 74(1)(δ) Κεφ. 155). Αν κληθούν μάρτυρες υπεράσπισης, η σειρά κλήσης τους ενώπιον του Δικαστηρίου είναι απόλυτο θέμα του κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του. 2/Β/ii. Αν ο κατηγορούμενος προβεί σε ένορκη δήλωση ή ανώμοτη δήλωση, μετά που θα κληθεί σε απολογία, πότε πρέπει να δώσει τη μαρτυρία του ή να προβεί στην ανώμοτη του δήλωση; Σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Κεφ. 155, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορία, αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του κατηγορουμένου, ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπισή του, το Δικαστήριο τον καλεί να την προβάλει και τον πληροφορεί για τα δικαιώματά του. Δηλαδή ότι: i. Δύναται να προβεί σε κατάθεση χωρίς όρκο (ανώμοτη δήλωση) από τη θέση στην οποία βρίσκεται κατά τον εν λόγω χρόνο, οπότε και δεν υπόκειται σε αντεξέταση, ή ότι ii. Δύναται να δώσει μαρτυρία από τη θέση εξεταζόμενου μάρτυρα (ένορκη δήλωση), αφού ορκιστεί ως μάρτυρας, οπότε υπόκειται σε αντεξέταση ως μάρτυρας. Η εξήγηση στον κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του από το Δικαστήριο είναι βασική πτυχή της ποινικής δίκης και οποιαδήποτε παράλειψη του Δικαστηρίου να επιτελέσει την υποχρέωση του αυτή οδηγεί σε ακύρωση της διαδικασίας (βλ. R. v. Toffi και Πέτρου ν. Αστυνομίας). 3/Α. Εκπροσωπείτε την κατηγορούμενη η οποία αντιμετωπίζει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού την κατηγορία της κλοπής ενός δακτυλιδιού από τα αποδυτήρια γυναικών του γυμναστηρίου «Παχυσαρκία». Επί του κατηγορητηρίου αναγράφεται ως μάρτυρας (7) κάποια Κατίνα Σφουγγαρά, η καθαρίστρια του γυμναστηρίου, όπως φαίνεται από το αντίγραφο της κατάθεσής της που έχετε λάβει και η οποία με όσα αναφέρει στην PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 5
κατάθεσή της πιστεύετε ότι θα είναι μια ευνοϊκή μάρτυρας για την υπόθεση της υπεράσπισης. Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αναφέρει στο Δικαστήριο ότι δεν προτίθεται να την καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας. (α) (β) Ποια είναι η θέση σας; Ποια θα ήταν η θέση σας αν επρόκειτο για υπόθεση φόνου ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας; (i) Όσον αφορά το κατηγορητήριο σε συνοπτικές δίκες το ζήτημα ρυθμίζεται από το άρθρο 38 του Κεφ. 155 και δεν υπάρχει υποχρέωση αναφοράς σε αυτό των μαρτύρων κατηγορίας. Το γεγονός ότι αναγράφηκαν σε κατηγορητήριο συνοπτικής δίκης (όπως στην προκειμένη περίπτωση) τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας δεν αποτελεί υποχρέωση αλλά πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββας Σάββα). (ii) Υπάρχει υποχρέωση αναγραφής των μαρτύρων κατηγορίας όταν πρόκειται για κατηγορητήριο που καταχωρείται στο Κακουργιοδικείο (βλ. άρθρο 109(δ) Κεφ. 155), όπου στο κατηγορητήριο θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται τα ονόματα των μαρτύρων που έδωσαν κατάθεση κατά την προανάκριση (οπισθογραφούνται στην τελευταία σελίδα του κατηγορητηρίου). Η Κατηγορούσα Αρχή σε τέτοια περίπτωση έχει διακριτική εξουσία κλήσης μάρτυρα κατηγορίας για κατάθεση, η οποία υπόκειται σε αναθεώρηση από το Δικαστήριο. Η διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής θα πρέπει να ασκείται με τρόπο που να προωθεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και ταυτόχρονα να είναι δίκαιη προς την υπεράσπιση. Αν η Κατηγορούσα Αρχή φαίνεται ότι ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια με τρόπο μη πρέποντα, το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει στα πλαίσια της διακριτικής του εξουσίας και να ζητήσει από την Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει το συγκεκριμένο μάρτυρα. Στην περίπτωση που η Κατηγορούσα Αρχή αρνηθεί, υπάρχει, ως τελική κύρωση, η δυνατότητα κλήσης του μάρτυρα από το Δικαστήριο, το οποίο καλεί μόνο εκείνους των οποίων η μαρτυρία αναμένεται να γίνει πιστευτή, έστω και αν συγκρούεται με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Η εξουσία αυτή του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με πολλή φειδώ (βλ. Υπόθεση Oliva). 3/Β. Πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί ένας αστυνομικός να συλλάβει οποιοδήποτε χωρίς προηγουμένως να έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης; Με βάση το άρθρο 11(2)(γ) του Συντάγματος, βασική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της σύλληψης είναι η προηγούμενη έκδοση δικαστικού εντάλματος. Η μοναδική εξαίρεση από τον παραπάνω συνταγματικό κανόνα είναι η περίπτωση των αυτόφωρων αδικημάτων (άρθρο 11.3 PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 6
Συντάγματος, άρθρο 14(1)(β) Κεφ. 155), όπου ένας αστυνομικός μπορεί να συλλάβει οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει στην παρουσία του ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση. Η σύλληψη πρέπει να ακολουθεί αμέσως, όσον αφορά το χρόνο και τη σειρά της διάπραξης του αδικήματος. Η συμπεριφορά του δράστη πρέπει να είναι τέτοια που να μην αφήνει καμία αμφιβολία σε ένα λογικό θεατή ότι το έγκλημα έχει διαπραχθεί (βλ. Kyriakides v. Police, R. v. Eleni Hadjigeorgiou). 4/Α. Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος από το Δικαστήριο για το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 μηνών. Σας προσεγγίζει επιθυμώντας να καταχωρίσει έφεση εναντίον της καταδίκης του, πληροφορώντας σας ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξηγήσει σ αυτόν τα δικαιώματά του προς υπεράσπιση, μετά που είχε θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Πως θα τον συμβουλεύατε; Σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Κεφ. 155, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορία, αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου επαρκώς ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπισή του, τον καλεί να το πράξει και τον πληροφορεί ότι δύναται: 1. Να προβεί σε κατάθεση χωρίς όρκο από τη θέση στην οποία βρίσκεται κατά τον εν λόγω χρόνο, οπότε και δεν υπόκειται σε αντεξέταση (ανώμοτη δήλωση), ή 2. Να δώσει μαρτυρία από τη θέση του εξεταζόμενου μάρτυρα, αφού ορκιστεί ως μάρτυρας, οπότε υπόκειται σε αντεξέταση ως μάρτυρας (ένορκη δήλωση), ή 3. Να αποφύγει να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση, ενόρκως ή ανωμοτί. Η εξήγηση στον κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του από το Δικαστήριο είναι βασική πτυχή της ποινικής δίκης και οποιαδήποτε παράλειψη του Δικαστηρίου να επιτελέσει την υποχρέωση του αυτή οδηγεί σε ακύρωση της διαδικασίας (βλ. R. v. Toffi και Πέτρου ν. Αστυνομίας). Με βάση τα παραπάνω θα συμβούλευα τον κατηγορούμενο να προχωρήσει στην καταχώρηση έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καθώς αυτή έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας. 4/Β. Ο κατηγορούμενος μετά από παραδοχή του σε κατηγορία για επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης αμφισβήτησε τα γεγονότα όπως εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή. Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι ο κατηγορούμενος επιτέθηκε απρόκλητα κατά του παραπονούμενου ενώ η εκδοχή του ήταν ότι έγινε PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 7
συμπλοκή μετά από λογομαχία μεταξύ τους και ότι δέχθηκε τρία κτυπήματα από τον παραπονούμενο, ενώ μόνο ένα κτύπημα κατάφερε να δώσει ο ίδιος στον παραπονούμενο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο μηνών στον κατηγορούμενο, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως προέκυπτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης χωρίς να διευκρινίζονται ποιες περιστάσεις είχαν ληφθεί υπόψη. Ο κατηγορούμενος ζητά τη νομική σας συμβουλή κατά πόσο δικαιολογείται καταχώρηση έφεσης εναντίον της πιο πάνω ποινής. Η αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αυτό διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, που επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων. Με βάση άλλωστε το άρθρο 113(1) του Κεφ. 155 κάθε απόφαση καταχωρείται γραπτώς και σε υποθέσεις όπου χωρεί έφεση περιλαμβάνει το σημεία ή σημεία που θα εκδικαστούν, την απόφαση γι αυτά και την αιτιολογία της. Όπως άλλωστε αναφέρεται στο σύγγραμμα «Απόδειξη» του Κακογιάννη, στην τελική του απόφαση το Δικαστήριο οφείλει να περιλάβει τα εξής βασικά: 1. Ποια θεωρεί ως επίδικα θέματα, 2. Ποια καθοδήγηση έδωσε στον εαυτό του πάνω στο δίκαιο που τα ρυθμίζει, 3. Αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πορίσματά του ως προς τα γεγονότα που βγαίνουν από τη μαρτυρία που το Δικαστήριο δέχεται ως αξιόπιστη, 4. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τα γεγονότα, τα τελικά πορίσματα και την ετυμηγορία του. Όταν το Δικαστήριο παραλείψει να αποφασίσει τα επίδικα θέματα τα οποία ηγέρθησαν και να δώσει λόγους για την απόφασή του, αυτό συνιστά κακοδικία και παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. 5/Α/i. Συμβουλεύσετε τον πελάτη σας πως θα πρέπει να απαντήσει αύριο στο Δικαστήριο όταν θα κατηγορηθεί. Ο πελάτης δύναται προτού απαντήσει στο κατηγορητήριο να ισχυριστεί ότι έχει προηγουμένως αθωωθεί βάσει των ίδιων γεγονότων για το ίδιο ποινικό αδίκημα. Σύμφωνα με την αρχή του δεδικασμένου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 12.2 του Συντάγματος, αλλά επίσης και στο άρθρο 19 του Ποινικού Κώδικα (Κεφ. 154), κανένας δεν θα πρέπει να κινδυνεύει να καταδικαστεί για αδίκημα το οποίο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο τελεσίδικης είτε αθωωτικής είτε καταδικαστικής απόφασης από άλλο αρμόδιο Δικαστήριο. Το κριτήριο είναι κατά πόσο τα αδικήματα και όχι η μαρτυρία είναι τα ίδια. Σε περίπτωση που το PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 8
Δικαστήριο αποδεχθεί την ειδική αυτή απολογία, που προβλέπεται στο άρθρο 69(1)(β) του Κεφ. 155, θέτει συνεπώς τέρμα στη δίκη (βλ. District Officer of Paphos v. Georgiou). 5/Α/ii. Ποια θα ήταν η προσέγγισή σας αν κατά τη δίκη στο Κακουργιοδικείο νωρίς μετά την κατάθεση δύο μαρτύρων κατηγορίας ο Γενικός Εισαγγελέας, αντιλαμβανόμενος την αδυναμία στην υπόθεση λόγω της απουσίας της παραπονούμενης καταχωρούσε αναστολής της ποινικής δίωξης εναντίον του κατηγορουμένου; Όταν καταχωρείται αναστολή ποινικής δίωξης, η απαλλαγή του κατηγορουμένου δεν συνιστά κώλυμα για οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία εναντίον του για το ίδιο ποινικό αδίκημα ή λόγω των ίδιων γεγονότων, με βάση το άρθρο 154(3) του Κεφ. 155. (βλ Araouzos & Son v. The Police). 5/Α/iii. Ποια θα ήταν η προσέγγισή σας αν ο πελάτης σας κατά την προανάκριση δεν είχε παραπεμφθεί σε δίκη Κακουργιοδικείου και απαλλάχθηκε; Αν στο τέλος της υπόθεσης για την κατηγορία ή μετά την ακρόαση οποιασδήποτε μαρτυρίας υπεράσπισης, ο Δικαστής θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, διατάσσει την απαλλαγή του ως προς τη συγκεκριμένη υπό εξέταση κατηγορία, αλλά η απαλλαγή αυτή δεν συνιστά κώλυμα για οποιαδήποτε μεταγενέστερη κατηγορία σε σχέση με τα ίδια γεγονότα είτε για την ίδια κατηγορία ή οποιαδήποτε άλλη κατηγορία (άρθρο 93(η) Κεφ. 155). 6/Α. Οι τελικές αγορεύσεις δεν αποτελούν συστατικό στοιχείο της απόδειξης της κατηγορίας ή της προβολής της υπεράσπισης και οι αγορεύσεις δεν ενέχουν επιπτώσεις στη θεμελίωση της υπόθεσης της κάθε πλευράς. Με βάση το άρθρο 74(2) του Κεφ. 155, οι αγορεύσεις αποτελούν δικαίωμα τόσο της Κατηγορούσας Αρχής όσο και της Υπεράσπισης. Στοχεύουν στο να παράσχουν την ευκαιρία στις δύο πλευρές να σχολιάσουν την προσαχθείσα μαρτυρία και να προβούν σε εισήγηση αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα τα οποία μπορούν να εξαχθούν από αυτή (βλ. Κυριάκος Κυριακίδης Λτδ ν. Lumian Ltd κ.α.). Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει την υπόθεση, λόγω έλλειψης προώθησής της, όπως είναι το αίτημα της υπεράσπισης. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 9
6/Β. Περιγράψετε τη διαδικασία που ακολουθείται μετά τη μεταβολή του κατηγορητηρίου όπως προβλέπεται από το άρθρο 83. Ποιες οι επιπτώσεις από τυχόν παράλειψη συμμόρφωσης με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 84; (α) Σε περίπτωση που έχουμε τροποποίηση του κατηγορητηρίου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 83 του Κεφ. 155, τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 84 του Κεφ. 155. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο θα πρέπει να καλέσει αμέσως τον κατηγορούμενο να απαντήσει στο τροποποιημένο κατηγορητήριο. Ο κατηγορούμενος επίσης θα πρέπει να ερωτηθεί κατά πόσο είναι έτοιμος να δικαστεί πάνω στο νέο κατηγορητήριο. (β) Με βάση σχετική νομολογία στις υποθέσεις Kyriakou v. The Police και Pitsillos v. The Police παράλειψη συμμόρφωσης με τα όσα διαλαμβάνει το άρθρο 84 καθιστά την όλη διαδικασία άκυρη. Παρά τη πιο πάνω σχετική νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Fatma Mehmet v. The Police ανέφερε ότι η μη συμμόρφωση στις πρόνοιες του άρθρου 84 είναι μεν παρατυπία που μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης, εκτός κατ έφεση το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρήσει ότι παρά την παρατυπία δεν προέκυψε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 10
ΙΟΥΝΙΟΣ 2006-2007 1/Α/i. Πότε μια ομολογία ενός κατηγορουμένου θεωρείται θεληματική και ποια η αποδεικτική της αξία; Ομολογία είναι η παραδοχή από πρόσωπο που κατηγορείται για τη διάπραξη ενός αδικήματος, με την οποία παραδέχεται ή αφήνει να νοηθεί ότι διέπραξε το αδίκημα. Μια ομολογία ενός κατηγορούμενου θεωρείται θεληματική όταν είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιθυμίας του κατηγορούμενου και όχι το προϊόν πίεσης ή υποσχέσεων, αλλά το προϊόν της συνειδητής απόφασης του κατηγορούμενου (βλ. Υπόθεση Καυκαρής). Το βάρος της απόδειξης ότι η κατάθεσης του κατηγορούμενου είναι θεληματική βρίσκεται στην Κατηγορούσα Αρχή, η οποία οφείλει να αποδείξει ότι η κατάθεση δεν λήφθηκε μέσα σε συνθήκες που επέδρασαν δυσμενώς στη βούληση του κατηγορουμένου, ιδιαίτερα δε ότι δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση βία ή απειλή ή δεν δόθηκε στον κατηγορούμενο οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση υπόσχεση. Η ομολογία του εγκλήματος, εφόσον γίνει δεκτή ως θεληματική, είναι τόσο μεγάλης αποδεικτικής αξίας που μπορεί αφ εαυτής να θεμελιώσει την καταδίκη, και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Θεωρείται ως η καλύτερη μαρτυρία που μπορεί να παρουσιαστεί. 1/Α/ii. Ποια διαδικασία ακολουθείται όταν εγείρεται από την Υπεράσπιση ένσταση ως προς τη θεληματικότητα μιας ομολογίας; Όταν εγείρεται μια ένσταση ως προς τη θεληματικότητα μιας ομολογίας τότε διεξάγεται μία δίκη μέσα στην κύρια δίκη που αποκαλείται «δίκη εντός δίκης». Σ αυτήν η Κατηγορούσα Αρχή οφείλει να αποδείξει ότι η κατάθεση δεν λήφθηκε μέσα σε συνθήκες που επέδρασαν δυσμενώς στη βούληση του κατηγορούμενου. Για το λόγο αυτό καλεί τους μάρτυρες που νομίζει ότι είναι αναγκαίοι για να αποδείξει ότι η ομολογία λήφθηκε θεληματικά. Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να καταθέσει ενόρκως για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του. Σε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος μπορεί επίσης να καλέσει δικούς του μάρτυρες για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Αστυνομίας. Ακολούθως το Δικαστήριο εκδίδει ενδιάμεση απόφαση ως προς την τύχη της κατάθεσης του κατηγορουμένου και η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 11
1/A/iii. Ποιος έχει το αποδεικτικό βάρος για την απόδειξη της θεληματικότητα μιας ομολογίας και σε ποιο επίπεδο; Η Κατηγορούσα Αρχή έχει το αποδεικτικό βάρος να αποδείξει ότι η κατάθεση ήταν θεληματική ότι δηλαδή δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα συμπεριφοράς προσώπου που ασκούσε εξουσία σε σχέση με την ανάκριση ή δίωξη η οποία να έχει προκαλέσει στον κατηγορούμενο φόβο για δυσμενείς επιπτώσεις ή ελπίδα για αποκόμιση πλεονεκτήματος ή ακόμα και καταπίεση. Ο βαθμός απόδειξης είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η αξιολόγηση μαρτυρίας σε μια δίκη εντός δίκης πρέπει να περιορίζεται σε όσο το δυνατό στενότερα πλαίσια και μόνο για να καλύψουν τις ανάγκες των επίδικων θεμάτων που τέθηκαν στην δίκη εντός δίκης. 1/Β. Όσον αφορά το κατηγορητήριο σε συνοπτικές δίκες το ζήτημα ρυθμίζεται από το άρθρο 38 του Κεφ. 155 και δεν υπάρχει υποχρέωση αναφοράς σε αυτό των μαρτύρων κατηγορίας. Δεν υπάρχει συνεπώς ανάγκη τροποποίησης του κατηγορητηρίου σε συνοπτική ποινική δίκη καθώς δεν αναγράφονται σ αυτό τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας (βλ. Υπόθεση Σάββας Σάββα). 2/Α. Με βάση την υπόθεση Χαράλαμπος Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας, το Δικαστήριο δεν θα επιτρέψει στον κατηγορούμενο για προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας καθώς αυτή θα ήταν άσχετη και έτσι η προσαγωγή θα εξέτρεπε τη διαδικασία αφού θα εισήγαγε ζητήματα εντελώς ασύνδετα προς το αντικείμενό της. Δεν αποτελεί αντικείμενο της διαδικασία το κατά πόσον πράγματι ο ύποπτος διέπραξε το αδίκημα. Τα επίδικα θέματα μιας αίτησης για προσωποκράτηση περιορίζονται στη γνησιότητα και το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας καθώς και την αναγκαιότητα της κράτησης για σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων. Σ αυτά τα θέματα πρέπει να επικεντρώνεται η διαδικασία. Διαφορετικά θα παρατείνονται και συσκοτίζονται τα επίδικα θέματα. 2/Β. Το Δικαστήριο κατά τη λήψη απόφασης και την επιβολή ποινής δύναται με τη συναίνεση του κατήγορου και του κατηγορούμενου να λάβει υπόψη οποιοδήποτε άλλο ή άλλα ποινικά αδικήματα για τα οποία δεν άρχισε ακόμη δίωξη ή δίκη τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε (άρθρο 81(1) Κεφ. 155). Προϋποθέσεις για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου είναι: 1. Η ποινική διαδικασία έχει ασκηθεί από ή εκ μέρους δημοσίου λειτουργού, PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 12
2. Ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος είτε κατόπιν δικής του παραδοχής ή μετά από ακροαματική διαδικασία, 3. Υπάρχει συναίνεση του κατήγορου και του κατηγορούμενου, 4. Το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια. Μετά την επιβολή ποινής σε υπόθεση όπου λήφθηκαν υπόψη αδικήματα για τα οποία δεν είχε αρχίσει η δίωξη ή δίκη ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε κατηγορία ή δίκη σχετικά με οποιοδήποτε αδίκημα που λήφθηκε υπόψη με αυτό τον τρόπο, εκτός αν η γενόμενη καταδίκη ακυρωθεί κατ έφεση. Σύμφωνα με σχετική νομολογία (υποθέσεις Παναγή ν. Δημοκρατίας, Φιλίππου ν. Αστυνομίας), το γεγονός ότι δεν λήφθηκαν υπόψη εκκρεμείς υποθέσεις σε προηγούμενη υπόθεση συνιστά παράγοντα για μετριασμό της ποινής. 3/Α. Βλ. 4/Α Φεβ. 06 07 3/Β. Η εξέταση ενός μάρτυρα χωρίζεται σε τρία στάδια: 1. Κυρίως εξέταση Σκοπός της είναι η παρουσίαση στο Δικαστήριο μαρτυρίας που υποστηρίζει την εκδοχή πάνω στα επίδικα γεγονότα ή σε γεγονότα σχετικά με τα επίδικα που προβάλλει ο διάδικος που καλεί τον μάρτυρα. Αποτελεί τη διαδικασία με την οποία δίνεται η ευχέρεια στο διάδικο που καλεί το μάρτυρα να αποσπάσει από αυτόν με ερωτήσεις, απαντήσεις που να περιέχουν τη μαρτυρία πάνω στην οποία βασίζει την υπόθεσή του. Οι κανόνες που ισχύουν στην κυρίως εξέταση είναι: a. Η μαρτυρία πρέπει να είναι σχετική και να συνάδει με τους κανόνες αποδοχής μαρτυρίας, b. Οι ερωτήσεις πρέπει να είναι απλές και μονοσκελείς, c. Οι ερωτήσεις δεν πρέπει να προκαλούν σύγχυση στο μάρτυρα, d. Δεν επιτρέπεται η υποβολή καθοδηγητικών ερωτήσεων, e. Επιτρέπεται το φρεσκάρισμα μνήμης (refreshing memory) του μάρτυρα από έγγραφο που ο ίδιος έγραψε ή (αν γράφτηκε από άλλο) ο ίδιος έλεγξε και που αναφέρεται σε γεγονότα για τα οποία καταθέτει στη δίκη, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό έγινε (σχεδόν) ταυτόχρονα με τα γεγονότα για τα οποία δίδεται η μαρτυρία, π.χ. καταθέσεις. 2. Αντεξέταση Έχει σκοπό (α) να εξασθενήσει την υπόθεση της άλλης πλευράς και (β) να θέσεις τους μάρτυρες της μίας πλευράς αντιμέτωπους με την εκδοχή της άλλης πλευράς Δεν είναι απαραίτητο να περιορίζεται σε γεγονότα για τα οποία ο μάρτυρας κατάθεσε στην PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 13
κυρίως εξέτασή του. Ο διάδικος κατά την αντεξέταση του μάρτυρα μπορεί να καταφύγει σε προηγούμενες αντιφατικές του δηλώσεις σε μια προσπάθεια να μειώσει ή να εξουδετερώσει την αξιοπιστία του. 3. Επανεξέταση Δικαίωμα επανεξέτασης έχει ο διάδικος που έχει καλέσει τον μάρτυρα, μόνο όμως πάνω σε θέματα που έχουν εγερθεί και πηγάζουν από την αντεξέταση. Δεν επιτρέπονται καθοδηγητικές ερωτήσεις στο στάδιο της επανεξέτασης για τον ίδιο λόγο που δεν επιτρέπονται στο στάδιο της κύριας εξέτασης. 4/Α. Βλ. 6/Α Φεβ. 06 07 4/Β/i. Σύμφωνα με το άρθρο 137Α του Κεφ. 155 κάθε απόφαση δικαστηρίου που διατάσσει την κράτηση υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης του υπόκειται σε έφεση. 4/Β/ii. Με βάση το άρθρο 11.6 του Συντάγματος, δικαστικές αποφάσεις επαγόμενες την κράτηση υπόπτου για σκοπούς ανακρίσεως επίσης υπόκεινται σε έφεση (βλ. επίσης Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας). 5/Α/i. Με βάση το άρθρο 11(2)(γ) του Συντάγματος, βασική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της σύλληψης είναι η προηγούμενη έκδοση δικαστικού εντάλματος. Η μοναδική εξαίρεση από τον παραπάνω συνταγματικό κανόνα είναι η περίπτωση των αυτόφωρων αδικημάτων (άρθρο 11.3 Συντάγματος, άρθρο 14(1)(β) Κεφ. 155), όπου ένας αστυνομικός μπορεί να συλλάβει οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει στην παρουσία του ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση. Η σύλληψη πρέπει να ακολουθεί αμέσως, όσον αφορά το χρόνο και τη σειρά της διάπραξης του αδικήματος. Η συμπεριφορά του δράστη πρέπει να είναι τέτοια που να μην αφήνει καμία αμφιβολία σε ένα λογικό θεατή ότι το έγκλημα έχει διαπραχθεί (βλ. Kyriakides v. Police, R. v. Eleni Hadjigeorgiou). Συνεπώς η ενέργεια του Αστυφύλακα να προβεί στη σύλληψη του προσώπου που περιγράφεται στα γεγονότα είναι παράνομη. 5/Α/ii. Με βάση τις καταγγελίες θα έπρεπε να ετοιμαστεί αίτηση για ένταλμα σύλληψης, στο Δικαστήριο, συνοδευόμενη με ένορκη μαρτυρία που θα αναφέρει τα στοιχεία για τα οποία αιτείται το ένταλμα σύλληψης. Οι αστυνομικές αρχές θα πρέπει να πείσουν το Δικαστήριο ότι διεπράχθη κάποιο αδίκημα και ότι υπάρχει λογική υποψία, ότι το πρόσωπο εναντίον του PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 14
οποίο στρέφεται η αίτηση συνδέεται με τη διάπραξή του. Αφού το Δικαστήριο πεισθεί ότι υπάρχει λογική υποψία που συνδέει τον ύποπτο με το υπό διερεύνηση αδίκημα, έχει διακριτική εξουσία κατά πόσο θα εκδώσει ή όχι το διάταγμα (σχετικά άρθρα 18 και 19 Κεφ. 155). 5/Β. Βλ. 2/Β Φεβ. 06 07. 6/Α. Καταρχήν ο κατηγορούμενος μπορεί να απαντήσει στο κατηγορητήριο με τρεις τρόπους: 1. Με παραδοχή ενοχής (άρθρο 67 Κεφ. 155) 2. Με μη παραδοχή ενοχής (άρθρο 67 Κεφ. 155) 3. Με ειδική απολογία (άρθρο 69 Κεφ. 155) Πριν την έκδοση της δικαστικής ετυμηγορίας και την επιβολή της ποινής, ο κατηγορούμενος δύναται να αλλάξει την απάντηση του στο κατηγορητήριο. Όταν αλλάξει την απάντηση της ομολογίας του από παραδοχή σε μη παραδοχή, το Δικαστήριο δεν έχει τη διακριτική εξουσία να αρνηθεί την αλλαγή, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα. Σε αντίστροφη περίπτωση (αλλαγή από μη παραδοχή σε παραδοχή) το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να παραχωρεί άδεια όταν ο κατηγορούμενος θέλει να αλλάξει την απάντησή του και δίνει την άδεια εφόσον πεισθεί ότι ο κατηγορούμενος δέχεται ως απόλυτα ορθά τα γεγονότα που συνιστούν την υπόθεση (βλ. Σταύρος Ηρακλέους ν. Δήμου Λεμεσού). 6/Β. Με βάση το άρθρο 24(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, στη δικαιοδοσία του ποινικού δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που δικάζει συνοπτικά ανάγεται η εκδίκαση αδικημάτων που επισύρουν ποινή μέχρι 5 έτη. Με το άρθρο 155(β) του Κεφ. 155, ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει για συνοπτική εκδίκαση οποιοδήποτε αδίκημα για οποιοδήποτε πρόσωπο έχει παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου. Αν ο Γενικός Εισαγγελέας έχει τη γνώμη ότι η υπόθεση δύναται να εκδικαστεί συνοπτικά δίδει οδηγίες όπως παραπεμφθεί, έχοντας σαν γνώμονα το δημόσιο συμφέρον όταν οι εγγενείς συνθήκες και τα περιστατικά της υπόθεσης μειώνουν την εκ πρώτης όψεως σοβαρότητά της και την καθιστούν κατάλληλη για να εκδικαστεί συνοπτικά. Η συγκατάθεσή του ΓΕ υποδεικνύει ότι μια ποινή εντός της δικαιοδοσίας μονομελούς επαρχιακού δικαστηρίου θα ήταν αρκετή τιμωρία για το αδίκημα, δηλαδή ποινή που να μην υπερβαίνει την φυλάκιση 5 ετών. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 15
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2006-2007 1/Α. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος επιλέγει να μην καταθέσει ενόρκως το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξάγει συμπέρασμα ενοχής, ούτε η Κατηγορούσα Αρχή να σχολιάζει το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος παρέλειψε να δώσει ένορκη δήλωση και να υποστεί αντεξέταση. Σε περίπτωση ανώμοτης δήλωσης το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής είναι αξιόπιστη και ικανοποιητική για να αποδείξει την κατηγορία καθότι ο κατηγορούμενος συνταγματικά και νομολογιακά τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου η Κατηγορούσα Αρχή αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης αμφιβολίας. Στην υπόθεση Δημοσθένους ν. Αστυνομίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου με ανάλογο τρόπο, όπως περιγράφεται στην προκειμένη περίπτωση. Το Εφετείο βρήκε ότι η αξιολόγηση αυτή του Πρωτόδικου Δικαστή ήταν ακριβώς αντίθετη από ότι επιτάσσει η νομολογία έτσι ώστε να συντρίβεται η ευρύτερη βάση της καταδίκης, το θεώρησε σοβαρό λάθος και προχώρησε σε ανατροπή της καταδίκης. 1/Β. Το εκδικάζον Δικαστήριο θα πρέπει να ενεργήσει με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 85(1) του Κεφ. 155. Πρόκειται για την περίπτωση όπου αποδεικνύεται μόνο μέρος του κατηγορητηρίου και το μέρος αυτό που αποδεικνύεται συνιστά ποινικό αδίκημα. Το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει τον κατηγορούμενο χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου (βλ. Mehmet v. Police). Οφείλει όμως να διευκρινίσει στα πρακτικά τις λεπτομέρειες που είχαν αποδειχθεί για σκοπούς διαφάνειας και σας ένδειξη σοβαρότητας του αδικήματος, για σκοπούς επιβολής ποινής. 2/A. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για συνοπτική δίκη, καθώς εκδικάζεται από Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι από Κακουργιοδικείο. Η διαδικασία όσον αφορά τις συνοπτικές δίκες δεν υποχρεώνεται, σύμφωνα με το 38 του Κεφ. 155, η Κατηγορούσα Αρχή κατ αρχήν να αναγράφει τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας στο κατηγορητήριο. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, συγκεκριμένα στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββας Σάββα, το γεγονός αναγραφής στο κατηγορητήριο συνοπτικής δίκης των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία, που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους. Συνεπώς το εκδικάζον δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να δώσει οδηγίες στην Κατηγορούσα Αρχή για την κλήση του μάρτυρα, ή να τον καλέσει το ίδιο, όπως συμβαίνει σε δίκη σε Κακουργιοδικείο. Σε τελική ανάλυση, η Κατηγορούσα Αρχή αποτελεί τον πρώτο κριτή του θέματος της επιλογής των μαρτύρων κατηγορίας. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 16
2/Β. Όταν ο κατηγορούμενος κληθεί να απαντήσει στο κατηγορητήριο μπορεί να καταχωρήσει μία από τις τρεις απαντήσεις που προνοεί το άρθρο 67 του Κεφ. 155. Συγκεκριμένα: 1. Απάντηση ενοχής (Άρθρο 68(1) Κεφ. 155) Αν το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε το χαρακτήρα της απάντησής του προχωρεί σαν ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί με δικαστική απόφαση Η Κατηγορούσα Αρχή απαλλάσσεται από την ανάγκη να αποδείξει τα γεγονότα που αναφέρονται στη συγκεκριμένη κατηγορία που έγινε παραδεκτή Μετά την απάντηση ενοχής από τον κατηγορούμενο, η Κατηγορούσα Αρχή εκθέτει τα γεγονότα της υπόθεσης σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια και μετά ο κατηγορούμενος προβαίνει σε αγόρευση για μετριασμό της ποινής Αν ένας ισχυρισμός του κατηγορούμενου ισοδυναμεί με «μη παραδοχή» πρέπει να διεξαχθεί δίκη για να αποφασισθεί αν είναι ένοχος (βλ. Δανός Πιτυρή ν. Δημοκρατίας). 2. Απάντηση μη ενοχής (Άρθρο 68(2) Κεφ. 155) Αν ο κατηγορούμενος δεν ομολογεί ενοχή το Δικαστήριο προχωρεί στην ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 74 του Κεφ. 155 Σε περίπτωση μη παραδοχής η Κατηγορούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να παρουσιάσει μαρτυρία για όλα τα γεγονότα τα οποία θα αποδείξουν την πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ενοχή του κατηγορουμένου γιατί με τη μη παραδοχή του αυτός θεωρείται ότι αμφισβητεί όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. 3. Ειδική απολογία (Άρθρο 69 Κεφ. 155) Ο κατηγορούμενος δύναται, προτού απαντήσει στο κατηγορητήριο να ισχυριστεί ότι: a. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτός καλείται να απαντήσει δεν έχει δικαιοδοσία και ότι άλλο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε σχέση με αυτόν ή για το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται. b. Προηγουμένως έχει καταδικασθεί / αθωωθεί βάσει των ίδιων γεγονότων για το ίδιο ποινικό αδίκημα (άρθρο 12.2 Συντάγματος, άρθρο 19 Κεφ. 155) Υπάρχει δηλαδή δεδικασμένο. c. Έτυχε χάριτος για το ποινικό αδίκημα. 3/Α/i. Τα κριτήρια που διέπουν μια εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, με βάση και την νομολογία στην υπόθεση Azinas and another v. The Police, είναι τα εξής: PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 17
1. Απουσιάζει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, και έτσι δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. 2. Η μαρτυρία που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας στο βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή καταδίκη του κατηγορούμενου. Στο στάδιο του «εκ πρώτης όψεως» το Δικαστήριο περιορίζεται σε αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας και δεν προβαίνει σε αξιολόγησή της. 3/A/ii. 3/A/iii. Σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Κεφ. 155, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορία, αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου επαρκώς ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπισή του, τον καλεί να το πράξει και τον πληροφορεί ότι δύναται: 1. Να προβεί σε κατάθεση χωρίς όρκο από τη θέση στην οποία βρίσκεται κατά τον εν λόγω χρόνο, οπότε και δεν υπόκειται σε αντεξέταση (ανώμοτη δήλωση), ή 2. Να δώσει μαρτυρία από τη θέση του εξεταζόμενου μάρτυρα, αφού ορκιστεί ως μάρτυρας, οπότε υπόκειται σε αντεξέταση ως μάρτυρας (ένορκη δήλωση), ή 3. Να αποφύγει να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση, ενόρκως ή ανωμοτί. Η εξήγηση στον κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του από το Δικαστήριο είναι βασική πτυχή της ποινικής δίκης και οποιαδήποτε παράλειψη του Δικαστηρίου να επιτελέσει την υποχρέωση του αυτή οδηγεί σε ακύρωση της διαδικασίας (βλ. R. v. Toffi και Πέτρου ν. Αστυνομίας). 3/Β. Βλ. 5/Α Ιούν. 2006-07 4/Α. Βλ. 4/Α Φεβ. 2006-07 4/Β. Βλ. 6/Α Ιουν. 2006-07 5/Α/α. Αν σε οποιοδήποτε στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής γίνει αναφορά σε γεγονότα που αντιμάχονται ή έρχονται σε σύγκρουση με την παραδοχή του κατηγορούμενου, τότε το Δικαστήριο θα θέσει τον θέμα στον κατηγορούμενο και αν αυτός επιμένει στην PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 18
ακρίβεια των γεγονότων που αναφέρει, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αποδεχθεί την απάντηση παραδοχής, αλλά να καταχωρήσει απάντηση μη παραδοχής και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης. Σχετική είναι η υπόθεση Πιτυρή ν. Δημοκρατίας (1987). Τα παραπάνω υποστηρίζονται από το ότι η απάντηση στο κατηγορητήριο θα πρέπει να είναι σαφής, ενώ δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση υπό όρους ή απάντηση με επιφύλαξη δικαιωμάτων. Θα πρέπει να υπάρχει παραδοχή όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος. 5/Α/β. Σε περίπτωση που τα γεγονότα δεν αντιμάχονται την παραδοχή του αδικήματος, αλλά σε περίπτωση απόδειξής τους, η ποινή θα ήταν μετριότερη, η Κατηγορούσα Αρχή θα κληθεί να τοποθετηθεί σχετικώς, ούτως ώστε να αποφασιστεί η πορεία της δίκης. Το Δικαστήριο σε τέτοια περίπτωση μπορεί να ενεργήσει με τρεις τρόπους: 1. Να δεχθεί την πιο ευμενή εκδοχή για τον κατηγορούμενο, 2. Να απορρίψει την εκδοχή της υπεράσπισης χωρίς ακροαματική διαδικασία (αν η εκδοχή είναι τόσο απίστευτη ή απίθανη). 3. Να διατάξει προσκόμιση μαρτυρίας με τη διαδικασία Newton Hearing, αν υπάρχει ουσιώδης ασυμφωνία. Η ορθότερη επιλογή για το Δικαστήριο είναι η διαδικασία Newton Hearing, κατά την οποία το βάρος απόδειξης της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής το φέρει η ίδια και είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Χαράκη ν. Αστυνομίας (1996) και Vryoni v. The Police (1986). 5/B. Ο γενικότερος κανόνας στην ποινική διαδικασία είναι ότι ο Δικαστής θα πρέπει να είναι ουδέτερος και να μην επεμβαίνει στη διαδικασία, εκτός όπου είναι απολύτως απαραίτητο. Ο ρόλος του Δικαστή στην ποινική δίκη είναι διαιτητικός, χωρίς να λαμβάνει μέρος στην ακροαματική διαδικασία, αφού είναι αποκλειστικός τομέας των διαδίκων και των μαρτύρων τους. Η συμμετοχή του Δικαστή στην ακροαματική διαδικασία αποτελεί παρέκκλιση από την υποχρέωσή του να τηρεί μια ανεξάρτητη στάση έναντι των διαδίκων που, η οποία παρέκκλιση επιφέρει έμμεσα πλήγματα στο κύρος της δικαιοσύνης. Στην περίπτωση που εξετάζουμε όμως ο κατηγορούμενος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο. Σε τέτοιες περιπτώσεις αναγνωρίζεται στο Δικαστήριο μεγαλύτερη ευχέρεια να επεμβαίνει. Ο Δικαστής μπορεί για παράδειγμα με την υποβολή σχετικών ερωτήσεων προς τους μάρτυρες υπεράσπισης να εκφράσει τη γραμμή της υπεράσπισης και να βοηθήσει τον κατηγορούμενο PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 19
να την προβάλει με ένα σαφή τρόπο. Με βάση τα παραπάνω, ορθά το Δικαστήριο επενέβηκε, βοηθώντας τον κατηγορούμενο, εφόσον αυτός δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο. 6/Α. Σύμφωνα με το άρθρο 89.2 του Κεφ. 155, αν κατά την ακρόαση της υπόθεσης ο κατηγορούμενος παρουσιαστεί και ο κατήγορος παραλείψει να παρουσιαστεί, το Δικαστήριο αθωώνει τον κατηγορούμενο, εκτός αν για κάποιο λόγο που θεωρεί πρέποντα, αναβάλει την ακρόαση της υπόθεσης σε άλλη μέρα. Το άρθρο αυτό προσφέρει τη δυνατότητα αθώωσης και απαλλαγής του κατηγορούμενου λόγω της απουσίας του κατηγόρου. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δεν είναι ο κατήγορος που παρέλειψε να παρουσιαστεί. Ως γνωστό κατήγορος είναι η κατηγορούσα αρχή. Αντίθετα εδώ δεν παρουσιάστηκε, παρά το νομότυπο της κλήσης του, μάρτυρας κατηγορίας. Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας κατηγορίας είναι ο παραπονούμενος, δεν παίζει οποιοδήποτε ρόλο, καθώς αυτός δεν μπορεί να υπέχει θέση κατηγόρου. Κατήγορος είναι πάντα η κατηγορούσα αρχή. Η απουσία μάρτυρα κατηγορίας δεν δικαιολογεί την απόρριψη της ποινικής υπόθεσης καθώς τα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν το νόμο και να χρησιμοποιούν το μηχανισμό που ο νομοθέτης προέβλεψε για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (δηλαδή την έκδοση εντάλματος σύλληψης του μάρτυρα). Σχετική εξάλλου είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπανιά (1993), τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με τα γεγονότα που περιγράφονται στο πρόβλημα. Με βάση τα παραπάνω, η Κατηγορούσα Αρχή έχει λόγους να εφεσιβάλει την πιο πάνω απόφαση. 6/Β. Βλ. 1/Β Φεβ. 2006-07 6/Γ. Βλ. 3/Β Ιουν. 2006-07 PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 20
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2009 ΕΡΩΤΗΣΗ 5Β Ο κατηγορούμενος επιθυμεί να προσβάλει την απόφαση Επαρχιακού Δικαστή με την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσής του, στην οποία είναι ένας από τους κατηγορούμενους. Ποια θα ήταν η συμβουλή σας; Πρόκειται για ενδιάμεση απόφαση και δεν υπόκειται σε έφεση. Η απόφαση όμως μπορεί να εφεσιβληθεί στο τέλος της δίκης και να είναι ένας λόγος έφεσης. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008 ΕΡΩΤΗΣΗ 4Β Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε την κατηγορία της επίθεσης και πρόκλησης σωματικής βλάβης στον παραπονούμενο. Κατά την αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής, ο συνήγορος υπεράσπισης τελειώνοντας αναφέρει τα εξής: «Ο πελάτης μου απολογείται για την πράξη του, λάβετε όμως υπόψη πως το τελευταίος ουδεμία βλάβη υπέστη και η αναφορά του στην Αστυνομία για οποιεσδήποτε βλάβες είναι μια υστερόβουλη πράξη του για να διεκδικήσει αποζημιώσεις στο μέλλον». Πώς ενεργείται ως εκδικάζον Δικαστήριο; Αν σε οποιοδήποτε στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής γίνει αναφορά σε γεγονότα που αντιμάχονται ή έρχονται σε σύγκρουση με την παραδοχή του κατηγορούμενου, τότε το Δικαστήριο θα θέσει τον θέμα στον κατηγορούμενο και αν αυτός επιμένει στην ακρίβεια των γεγονότων που αναφέρει, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αποδεχθεί την απάντηση παραδοχής, αλλά να καταχωρήσει απάντηση μη παραδοχής και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης. Σχετική είναι η υπόθεση Πιτυρή ν. Δημοκρατίας (1987). Τα παραπάνω υποστηρίζονται από το ότι η απάντηση στο κατηγορητήριο θα πρέπει να είναι σαφής, ενώ δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση υπό όρους ή απάντηση με επιφύλαξη δικαιωμάτων. Θα πρέπει να υπάρχει παραδοχή όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2007 ΕΡΩΤΗΣΗ 5Α Σε περίπτωση που τα γεγονότα δεν αντιμάχονται την παραδοχή του αδικήματος, αλλά σε περίπτωση απόδειξής τους, η ποινή θα ήταν μετριότερη, η Κατηγορούσα Αρχή θα κληθεί να τοποθετηθεί σχετικώς, ούτως ώστε να αποφασιστεί η πορεία της δίκης. Το Δικαστήριο σε τέτοια περίπτωση μπορεί να ενεργήσει με τρεις τρόπους: PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 21
1. Να δεχθεί την πιο ευμενή εκδοχή για τον κατηγορούμενο, 2. Να απορρίψει την εκδοχή της υπεράσπισης χωρίς ακροαματική διαδικασία (αν η εκδοχή είναι τόσο απίστευτη ή απίθανη). 3. Να διατάξει προσκόμιση μαρτυρίας με τη διαδικασία Newton Hearing, αν υπάρχει ουσιώδης ασυμφωνία. Η ορθότερη επιλογή για το Δικαστήριο είναι η διαδικασία Newton Hearing, κατά την οποία το βάρος απόδειξης της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής το φέρει η ίδια και είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Χαράκη ν. Αστυνομίας (1996) και Vryoni v. The Police (1986). ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2007 ΕΡΩΤΗΣΗ 6Α Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για το αδίκημα της συνωμοσίας για τη διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής και εμπορίας διαμορφίνης. Συγκεκριμένα κατηγορείται ότι συνωμότησε με τον ΑΒ και την ΓΔ και άλλα άγνωστα πρόσωπα. Με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να συνδέει τον κατηγορούμενο με όλους τους άλλους συγκατηγορούμενους, αλλά ότι η συνωμοσία αποδείχθηκε με ένα μόνο από αυτούς. Δηλαδή ότι η συνωμοσία αποδείχθηκε μόνο σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο και τον ΑΒ και ότι δεν υπήρξε μαρτυρία που να συνδέει τον κατηγορούμενο με την ΓΔ και τα άλλα άγνωστα πρόσωπα. Ενεργήστε ως το εκδικάζον Δικαστήριο. Το Δικαστήριο, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, έχει την διακριτική εξουσία να καταδικάσει στο τέλος της δίκης τον κατηγορούμενο για αδίκημα που δεν περιέχεται στο κατηγορητήριο χωρίς να γίνει οποιαδήποτε τροποποίησή του. Μία από τις περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο έχει αυτή την εξουσία είναι η περίπτωση όπου αποδεικνύεται μέρος μόνο του κατηγορητηρίου και το μέρος που αποδεικνύεται συνιστά επίσης ποινικό αδίκημα. Σε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος μπορεί να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα που αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση επί του κατηγορητηρίου αναγραφόταν ότι συνωμότησε με τον ΑΒ, την ΓΔ και άλλα άγνωστα πρόσωπα. Με την μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι αποδείχθηκε η συνωμοσία με τον ΑΒ και όχι με τα υπόλοιπα πρόσωπα. Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει τον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε τροποποίηση του κατηγορητηρίου, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 85.1 του Κεφ. 155. Σχετική είναι και η υπόθεση Gani v. Δημοκρατίας, της οποίας τα γεγονότα είναι παρόμοια με αυτά που περιγράφονται στο πρόβλημα. PAST PAPERS ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ > 22