Pro Justitia Τόμος 1, 2015 Η ευθύνη του κράτους-μέλους για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης Δήμητρα Γαμπά, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Τομέας Διεθνών Σπουδών, Νομική Σχολή ΑΠΘ Περίληψη: Στις γραμμές που ακολουθούν παρουσιάζεται με συντομία ο θεσμός της αστικής ευθύνης του κράτους για παραβιάσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχικά, αναλύονται οι νομολογιακές καταβολές του θεσμού και οι ειδικότερες προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης με αναφορά στις κρισιμότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια, εξετάζεται η προβληματική της ευθύνης του κράτους για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης από ανώτατα δικαστήρια και η επίδραση της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αντίστοιχη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το παρόν έργο υπάγεται σε Άδεια Χρήσης: Creative Commons Αναφορά Δηµιουργού-Μη Εµπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0) https ://creativecommons. org / licenses / by - nc - nd /4.0/ deed. el Ι. Νομική θεμελίωση της ευθύνης Η ευθύνη των κρατών-μελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προκύπτει ρητά από κάποια διάταξη του πρωτογενούς ή του παράγωγου ενωσιακού δικαίου είναι, κατά βάση, έργο της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο είχε εντοπίσει το νομοθετικό κενό ήδη από την δεκαετία του 1970, σε μία περίοδο όμως που οι θεμελιώδεις αρχές της αυτονομίας και της υπεροχής της κοινοτικής έννομης τάξης δεν είχαν ακόμη εμπεδωθεί, είχε προτιμήσει να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο 1. Ο αρχικός δισταγμός ξεπεράσθηκε με την περίφημη απόφαση Francovich, εκδοθείσα το 1991 κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος ιταλικού 1 Βλ. έτσι ΔΕΚ 16.12.1960, 6/60 Humblet, Συλλογή (ελληνική ειδική έκδοση) 1954-1964, σ. 543, ΔΕΚ 19.12.1968, 13/68 Salgoil, Συλλογή (ελληνική ειδική έκδοση) 1965-1968, σ. 825, και ΔΕΚ 22.1.1976, 60/75 Russo, Συλλογή (ελληνική ειδική έκδοση) 1976, σ. 7. 1
δικαστηρίου. Εκεί, το Δικαστήριο για πρώτη φορά θεμελίωσε την αστική ευθύνη του κράτους για παραβίαση κοινοτικού δικαίου, συγκεκριμένα δε για τη μη εμπρόθεσμη μεταφορά οδηγίας, στο ίδιο το κοινοτικό δίκαιο, τονίζοντας μάλιστα πως πρόκειται για αρχή σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης 2. Με την απόφαση Francovich, προστέθηκε λοιπόν ένας ακόμη λόγος θεμελίωσης ευθύνης του Δημοσίου απέναντι στους ιδιώτες, προθήκη που δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί συνεπής, με δεδομένη την κατά τα λοιπά ένταξη της έννοιας της ευθύνης για παραβίαση του εσωτερικού δικαίου στο σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων. Ειδικότερα, η νομική θεμελίωση της αστικής ευθύνης δεν περιορίζεται στην επίκληση των σημερινών άρθρων 4 παρ. 3 ΣΛΕΕ, για το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας των κρατών-μελών, και 340 ΣΛΕΕ, για το καθεστώς εξωσυμβατικής ευθύνης της ίδιας της Ένωσης (το οποίο λειτουργεί ως πυξίδα για την εφαρμογή και ερμηνεία της αστικής ευθύνης των κρατών), αλλά επεκτείνεται στην αναφορά ενός πολυεπίπεδου πλέγματος αρχών. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρεται, καταρχάς, η αρχή του Κράτους Δικαίου 3, η οποία επιβάλλει τον έλεγχο της διοίκησης και την αποκατάσταση των σφαλμάτων της και, ακολούθως, η ιδιαιτερότητα της Ένωσης, ως μία νέα έννομη τάξη, απευθυνόμενη όχι μόνο στα κράτη αλλά και στους ιδιώτες. Πράγματι, στους ιδιώτες δεν επιβάλλονται μόνον υποχρεώσεις, απονέμονται και δικαιώματα, χωρίς μάλιστα να είναι ανάγκη να προβλέπονται από τις Συνθήκες ως τέτοια, αρκεί να μπορεί να προκύπτουν εμμέσως από υποχρεώσεις του κράτους ή άλλων ιδιωτών. Αυτά τα δικαιώματα είναι απαραίτητο να αναπτύσσουν πλήρη αποτελεσματικότητα, που διασφαλίζεται μέσω της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας 4. II. Προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης Η απόφαση Francovich μπορεί να έθεσε τις πρώτες βάσεις για την θεμελίωση της αστικής ευθύνης του κράτους-μέλους, άφησε όμως και πολλά ανοιχτά ζητήματα, στα οποία η νομολογία χρειάσθηκε εν συνεχεία να απαντήσει. Από το πλήθος των επιγενόμενων αποφάσεων, άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η απόφαση Brasserie du Pêcheur και Factortame 5, η οποία έχει επίσης χαρακτηρισθεί ως απόφαση-σταθμός 2 ΔΕΚ 19.11.1991, C-6/90 και C-9/90 Francovich και Bonifaci και λοιποί, Συλλογή 1991, σ. Ι-5357. Βλ. και το σχόλιο της Ε. Μουαμελετζή, ΕΕΕυρΔ 1993, σ. 388. 3 Βλ. και άρθρο 2 ΣΕΕ 4 Βλ. αναλυτικότερα σε Γ. Αυδίκος, Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξή της στην εθνική έννομη τάξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σ. 45-47. 2
από τη θεωρία 6. Εκεί, το Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήματα ενός αγγλικού και ενός γερμανικού δικαστήριο σχετικά, αφενός, με τη δυνατότητα επέκτασης της νομολογίας Francovich και σε περιπτώσεις πέραν της μη μεταφοράς οδηγίας και, αφετέρου, με τις ακριβείς προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης του κράτους. Το Δικαστήριο ανέτρεξε στην πρότερη νομολογία του και απάντησε καταφατικά ως προς την ύπαρξη ευθύνης του κράτους για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου και από την νομοθετική εξουσία 7. Ως προς το έτερο ζήτημα, τις προϋποθέσεις της ευθύνης, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη ρήση του στην απόφαση Francovich περί της εξάρτησης της ευθύνης από την φύση της παράβασης του κοινοτικού δικαίου και του αντικειμενικού χαρακτήρα της ευθύνης αυτής, αλλά προχώρησε περεταίρω στην καθιέρωση προϋποθέσεων γενικής ισχύος. Σχηματικά, οι προϋποθέσεις αυτές είναι: α) η παραβίαση να αφορά κανόνα που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, β) η παραβίαση να είναι κατάφωρη και γ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης και της προκληθείσας στον ιδιώτη ζημίας 8. Α. Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, το Δικαστήριο επηρεάστηκε από το καθεστώς εξωσυμβατικής ευθύνης της ίδιας της Ένωσης και ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν στη σχετική εισήγησή. Εδώ αρκεί να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε μία ad hoc στάθμιση, για την οποία διαθέτει διακριτική ευχέρεια, και τείνει να προστατεύει κυρίως ορισμένα δικαιώματα, όπως είναι τα δικαιώματα των καταναλωτών και τα περιβαλλοντικά δικαιώματα 9. 5 ΔΕΚ 5.3.1996, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029. 6 Βλ. το σχόλιο του P. Oliver, CMLRev. 19967, σ. 658. 7 Ενδιαφέρον παρουσιάζει στις συγκεκριμένες αποφάσεις η συνύπαρξη της αστικής ευθύνης για αποζημίωση με το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου, καθώς επρόκειτο για παραβιάσεις διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου, οι οποίες πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την άμεση επίκληση τους από τον ιδιώτη στα εθνικά δικαστήρια. Το ΔΕΚ χαρακτήρισε το άμεσο αποτέλεσμα ως ελάχιστη κατοχύρωση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που δεν λειτουργεί απαγορευτικά ως προς την ταυτόχρονη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση, όπως υποστήριξαν ορισμένα κράτη-μέλη. 8 Βλ. και Ε. Νικολάου, 20 χρόνια Francovich: Μια επισκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου, Αρμ. 2012, σ. 202-221. 9 Σε μία σειρά αποφάσεων του, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποσαφηνίσει την έννοια της απονομής δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η απονομή πρέπει να είναι ακριβής και χωρίς αιρέσεις, χωρίς όμως και να είναι ρητή, κάτι που θα οδηγούσε στην απαίτηση παραβίασης διάταξης με άμεσο αποτέλεσμα. Η διάταξη αρκεί και να απονέμει εμμέσως δικαιώματα. Βλ. έτσι ΔΕΚ 8.10.1996, C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94 Dillenkofer και λοιποί, Συλλογή 1996, σ. Ι-4845, και ΔΕΚ 15.6.1999, C- 140/97 Rechberger και λοιποί, Συλλογή 1999, σ. Ι-3499). Εξάλλου, το γεγονός ότι μία πράξη του ενωσιακού δικαίου έχει πλείονες στόχους δεν απαγορεύει ένας από αυτούς να είναι η προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ ακόμα και αν δεν παρέχει η ίδια η διάταξη με ακρίβεια δικαιώματα αρκεί να συγκεκριμενοποίει δικαιώματα που παρέχει το πρωτογενές δίκαιο. Βλ. έτσι ΔΕΚ 3
Β. Σχετικά με τη δεύτερη προϋπόθεση, την ύπαρξη κατάφωρης παραβίασης το Δικαστήριο την όρισε ως πρόδηλη και σοβαρή παραβίαση του ενωσιακού δικαίου. Τον τελικό λόγο για την ύπαρξη του στοιχείου αυτού τον έχουν κατά κανόνα τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία βοηθούνται μέσω των κατευθυντήριων γραμμών του Δικαστηρίου, αν και, σε αρκετές περιπτώσεις, το Δικαστήριο προχώρησε το ίδιο στην κρίση για την ύπαρξη κατάφωρης παραβίασης, με την αιτιολογία ότι διέθετε όλα τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία. Σε γενικές γραμμές, το πότε μία παραβίαση είναι κατάφωρη εξαρτάται από την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας του κράτους, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Όταν δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια, όπως στην περίπτωση της μεταφοράς οδηγίας, αρκεί να υπάρχει παραβίαση, όταν όμως υπάρχει, η παραβίαση αυτή πρέπει να είναι σοβαρή και πρόδηλη 10. Γ. Τέλος, η τρίτη προϋπόθεση, η σχετική με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, είναι ζήτημα το οποίο ανήκει στην ουσιαστική κρίση των εθνικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο έχει ορίσει πάντως το ίδιο πως απαιτείται άμεσος και πρόσφορος σύνδεσμος, χωρίς η αμεσότητα αυτή να είναι αναγκαστικά και απόλυτη. Επίσης, το ΔΕΚ έχει προβεί το ίδιο σε κρίση επί του ζητήματος σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως σε μία προσπάθεια μείωσης του κινδύνου ανομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και μη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ιδιώτη, καθώς τα εθνικά δικαστήρια έχουν την τάση να χρησιμοποιούν αυτήν την προϋπόθεση για να αρνηθούν την επιδίκαση αποζημίωσης. III. Ευθύνη από πράξεις δικαιοδοτικών οργάνων Πέραν των γενικών χαρακτηριστικών που προσέδωσε η νομολογία στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του κράτους-μέλους, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ειδικότερο ζήτημα της ευθύνης από πράξεις δικαιοδοτικών οργάνων. Η πρώτη απόφαση στην οποία το Δικαστήριο κατοχύρωσε την ευθύνη του κράτους από δικαστικές αποφάσεις ήταν η απόφαση Κõbler, του 2003 11. Εκεί, το Δικαστήριο τόνισε πως το κράτος ευθύνεται για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, όποιο και αν είναι το όργανο που την προκάλεσε. Δεχόμενο, ωστόσο, τις ιδιαιτερότητες της δικαστικής εξουσίας, περιόρισε την ευθύνη αυτή μόνο στις αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων, εναντίον των οποίων ο ιδιώτης δεν διαθέτει 24.3.2009, C-445/06 Danske Slagterier, Συλλογή 2009, σ. Ι-2119. 10 Το έργο του Δικαστηρίου στην διάπλαση της προϋπόθεσης αυτής χαρακτηρίζεται από δυσκολία, καθώς πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στην διαδικαστική αυτονομία των κρατών και στην ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. 11 ΔΕΚ 30.9.2003, C-224/01 Κõbler, Συλλογή 2003, I-10239. 4
άλλο μέσο προστασίας. Αντικρούοντας το ενδεχόμενο πρόκλησης ανασφάλειας δικαίου, το Δικαστήριο τόνισε πως μία τέτοια δυνατότητα όχι απλώς δεν υποσκάπτει την ασφάλεια δικαίου, αλλά, αντίθετα, την ενισχύει προς μία κατεύθυνση χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Τέλος, δεν παραλείπει να παραπέμψει σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ, οι οποίες έχουν κάνει δεκτή τη δυνατότητα αποζημίωσης από πράξεις των δικαστικών οργάνων. Πέρα από την ίδια την κατοχύρωση της ευθύνης, μεγάλη σημασία έχει η παράθεση των προϋποθέσεων, σύμφωνα με τις οποίες αυτή γεννάται. Αυτές είναι: α) ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, β) ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβίασης, γ) ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης και δ) η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης κοινοτικού οργάνου. Με άλλα λόγια, για τις πράξεις των δικαστικών οργάνων το Δικαστήριο, εφαρμόζει αυστηρότερα την προϋπόθεση της κατάφωρης παραβίασης, έτσι ώστε να μην δημιουργεί μία πρόσθετη τέταρτη προϋπόθεση αλλά και να μην εξισώσει την δικαστική εξουσία με τις άλλες δύο ως προς τις ευθύνες. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το ΔΕΚ επιβεβαίωσε τη θέση του σε δύο υποθέσεις με ανάλογο αντικείμενο 12, πριν φθάσει, το 2006, με την απόφαση Traghetti de lmeditteraneo, να ξεκαθαρίσει πως, για τον σκοπό θεμελίωσης της ευθύνης, ως «ανώτατο δικαστήριο» λογίζεται κάθε δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις, στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο 13. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε πως οι προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Kõbler αποτελούν το ανώτατο όριο αυστηρότητας για την θεμελίωση της ευθύνης και δεν μπορούν να γίνουν ακόμη αυστηρότερες από το εθνικό δίκαιο, αν και μπορούν να γίνουν ηπιότερες, προς όφελος του ιδιώτη 14. Η στάση του Δικαστηρίου στην εν λόγω σειρά αποφάσεων έγινε αντικείμενο έντονης κριτικής. Θεωρήθηκε ειδικότερα πως, παρά τις διακηρύξεις του, το Δικαστήριο δεν σεβάστηκε την αρχή του δεδικασμένου και ουσιαστικά την εξαφάνισε, χωρίς παράλληλα να μπορεί να εντοπιστεί ο λόγος που οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου χρήζουν αναγκαίας εφαρμογής, μιας και δεν πρόκειται για θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα αλλά κυρίως για ελευθερίες και δικαιώματα οικονομικού χαρακτήρα 15. Η νομολογία αυτή χαρακτηρίζεται από την αγωνία του ΔΕΚ να μην παρακάμπτεται το κοινοτικό δίκαιο, καθώς είχε παρατηρηθεί πως ιδίως τα ανώτατα 12 ΔΕΚ 9.12.2003 C-129/00 Επιτροπή κ. Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. Ι-14637, και ΔΕΚ 13.1.2004, C- 453/00 Kühne και Heitz, Συλλογή 2004, σ. Ι-837 13 ΔΕΚ 13.6.2006, C-173/03 Traghetti de lmeditteraneo, Συλλογή 2006, σ. Ι-5177. 14 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2 η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 616. Βλ. επίσης ΓΕ Léger 11.10.2005, C-173/03 Traghetti de lmeditteraneo, Συλλογή 2006, σ. Ι-5177. 5
δικαστήρια λειτουργούσαν σε μία τέτοια κατεύθυνση αποφεύγοντας κυρίως την αποστολή προδικαστικών ερωτημάτων 16. IV. Η επίδραση στην ελληνική νομολογία Στη συναφή ελληνική νομολογία τώρα, η πρόσφατη απόφαση 1501/2014 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 17 είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής του ενωσιακού δικαίου. Η επιρροή του ενωσιακού δικαίου είναι εμφανής σε τρία σημεία: Πρώτον, στην επιλογή νομικής βάσης για την θεμελίωση της ευθύνης, δεύτερον, στην θεμελίωση ευθύνης από νόμιμες πράξεις, με την οποία όμως δεν θα ασχοληθούμε περεταίρω, καθώς σχετίζεται με την εξωσυμβατική ευθύνη της ίδιας της Ένωσης, επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο της παρούσας παρέμβασης, και, τρίτον, με την ευθύνη από πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία και ενδιαφέρει πρωτίστως. Σχετικά με τη θεμελίωση της ευθύνης, το ΣτΕ επέλεξε ως νομική βάση το άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. σχετικά με την ισότητα στα δημόσια βάρη και όχι στο γενικότερο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ. για την δικαστική προστασία. Το άρθρο αυτό εμπεριέχει τις αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου, αρχές τις οποίες, όπως είδαμε, παγίως επικαλείται και το Δικαστήριο. Σχετικά με την ευθύνη από πράξεις δικαιοδοτικών οργάνων, η επιρροή από τη νομολογία του Δικαστηρίου είναι εμφανής τόσο στην άποψη της πλειοψηφίας, όσο και σε αυτήν της μειοψηφίας που υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τις αντιρρήσεις που προέβαλλαν ορισμένα κράτη μέλη στις αποφάσεις Κõbler και Traghetti de lmeditteraneo. Χωρίς να αναφέρεται σε αυτές ρητά, το ΣτΕ διαχωρίζει την αντικειμενική αστική ευθύνη του δημοσίου από την προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 99 Συντ. Για την πρώτη, υιοθετεί τόσο την άποψη του ΔΕΕ για τις ιδιαιτερότητες του δικαστικού λειτουργήματος, οι οποίες περιορίζουν την ευθύνη μόνο σε περιπτώσεις πρόδηλων σφαλμάτων, όσο και τα κριτήρια τα σχετικά με τη διαμόρφωση της έννοιας του πρόδηλου σφάλματος 18. Βασικό κριτήριο αποτελεί το συγγνωστό ή ασύγγνωστο της πλάνης, σε συνδυασμό με την υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος 15 Βλ. περισσότερα σε Γ. Αυδίκος, όπ.π., σ. 115. 16 Πάντως, τα εθνικά δικαστήρια αν και αναφέρονται στην απόφαση Kõbler, δεν δείχνουν πρόθυμα να την εφαρμόσουν, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το γερμανικό Bundesferfassunggericht, το οποίο παρ ότι αναγνώρισε την δυνατότητα θεμελίωσης ευθύνης, θεώρησε πως η μη αποστολή προδικαστικού ερωτήματος δεν αποτελεί πρόδηλο σφάλμα. Αντίθετα, το γαλλικό Conseil d Etat επηρεασμένο από την νομολογία του ΔΕΚ έκανε στροφή από την πρότερη νομολογία Darmonnt, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη ευθύνης, με την απόφαση Gestas. Βλ. σχετικά Γ. Αυδίκος, όπ.π., σ. 116. 17 ΕφΔΔ 2014, σ. 606. 6
και την σαφήνεια και ακρίβεια του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου. Συνολικά, το ΣτΕ θεώρησε πως, παρότι η μέχρι τώρα ερμηνεία του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ δεν συμπεριελάμβανε τις παραβιάσεις από τη δικαστική εξουσία, το άρθρο 4 παρ. 5 δεν μπορεί να αφήσει δίχως προστασία τους ιδιώτες που υφίστανται ζημία από κρατικά όργανα, όποια και αν είναι αυτά. Συμπερασματικά, αξίζει να αναφερθεί πως η εν λόγω απόφαση αποτελεί σταθμό στην νομολογία και αποδεικνύει πως το ενωσιακό δίκαιο μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς τα εθνικά δικαστήρια. Πράγματι, μετά τις αποφάσεις Κõbler και Traghetti de lmeditteraneo, το ΣτΕ ήρθε αντιμέτωπο με τον κίνδυνο δημιουργίας αντίστροφών διακρίσεων, καθώς οι ιδιώτες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, θα μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση για κρατικές παραβιάσεις του ενωσιακού αλλά όχι του εθνικού δικαίου από τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια. Μπροστά σε αυτό το παράδοξο, ο εθνικός δικαστής στην ουσία «εξαναγκάσθηκε» να προσαρμόσει τη νομολογία του, επεκτείνοντας το προστατευτικό της πεδίο. 18 Όπως κωδικοποιούνται στις προτάσεις του ΓΕ Léger 8.4.2003, C-224/01 Köbler, Συλλογή 2001, σ. Ι- 10239. 7