Στη βαφτισιμιά μου, Βασιλική Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕΙΡΑ: OI AΡΕΤΕΣ Eικονογράφηση: Χρήστος Γουσίδης Έκδοση πρώτη: Ιούνιος 2016 ISBN: 978-960-9550-80-2 2016 Μαρία Παστουρματζή & Eκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ Koλοκοτρώνη 49, Αθήνα Τηλ.: 210 32 26 343 - Fax: 210 32 21 238 www.enploeditions.gr info@enploeditions.gr www.facebook.com/enploeditions.gr Εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες «Λυχνία Α.Ε.» Ανδραβίδας 7, Χαμόμηλο Αχαρναί Τηλ.: 210 34 10 436
teliki maketa 21Χ27.qxp_Layout 1 6/6/16 12:00 μ.μ. Page 5
teliki maketa 21Χ27.qxp_Layout 1 6/6/16 12:00 μ.μ. Page 6
άποτε, ψηλά στο μακρινό Βορρά, εκεί όπου τα έλατα λένε τα μυστικά τους στα αστέρια τ' ουρανού, υπήρχε μία πόλη τόσο όμορφη που όλοι λαχαταρούσαν να βρεθούν σ αυτήν. Έλαμπε σαν κορώνα πάνω στην πιο ψηλή κορφή κι από τις στέγες της ο ήλιος καλημέριζε τη γη. Όλοι τη λέγανε «η Πόλη του Φωτός» και θέλανε να την επισκεφθούν, για να θαυμάσουνε τις ομορφιές που κάθε τόσο έφτιαχναν τα χέρια των κατοίκων της. Γιατί στην Πόλη του Φωτός δεν υπήρχε τίποτα που να μην είναι όμορφο. Ήταν αυτό κανόνας απαράβατος του βασιλιά της, του Βλαδίμηρου. «Τίποτα στη φημισμένη πόλη μας δε θα ταράξει την ισορροπία των σχημάτων και των αποχρώσεων», έλεγε ο βασιλιάς τονίζοντας μια-μια τις λέξεις του. Έτσι όλα ταιριάζανε στην πόλη αυτή όπως σε ένα πίνακα ζωγραφικής. Κόκκινες στέγες κουκουλώναν τα σπιτάκια της, ίδιες με τα κοκκινωπά φιογκάκια που χωρίζανε τις κουρτινούλες στα παράθυρα. Στους δρόμους τ ασημένια φαναράκια πηγαίναν ασορτί με το φεγγάρι που κρεμόταν σαν χριστουγεννιάτικη ασημένια μπάλα πάνω τους. Και φυσικά κανείς δεν απολάμβανε μεγαλύτερη τιμή στην Πόλη του φωτός από τους καλλιτέχνες της, που, όταν τους έβλεπε κανείς στο δρόμο του, έσκυβε το κεφάλι του με σεβασμό. Υπήρχε μάλιστα η περίφημη «Γωνία των Καλλιτεχνών», μια ειδική γωνιά σπαρμένη με ολόχρυσα αστέρια που λαμποκοπούσανε πάνω σε ψηλές και χρυσαφένιες βέργες σαν λουλούδια στο κοτσάνι τους και που επάνω τους είχε καθένα χαραγμένο το όνομα ενός μεγάλου καλλιτέχνη που ξεχώρισε σε κάποιον καλλιτεχνικό διαγωνισμό. Γιατί ο βασιλιάς Βλαδίμηρος θέσπιζε κάθε τόσο καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς κάνοντας γλύπτες και ζωγράφους να ξεχνούν τον ύπνο τους και όλους τους υπόλοιπους να συζητούνε ζωηρά στα πάρκα και στις γειτονιές. Έτσι εκείνη την Πρωτομαγιά όλη η πόλη ξύπνησε από την τσιριχτή φωνή του κήρυκα που έτρεχε πάνω-κάτω ξεκουφαίνοντας τον κόσμο με τη διαπεραστική ντουντούκα του: «Ακούσατε! Ακούσατε! Ο βασιλιάς Βλαδίμηρος προκηρύσσει διαγωνισμό γλυπτικής για την Πλατεία των ανθών. Το άγαλμα θα γίνει το καινούργιο σύμβολο της πόλης μας.
Ο καλλιτέχνης-νικητής θα έχει ένα χρυσό αστέρι στη «Γωνία των Καλλιτεχνών» δίπλα ακριβώς σ εκείνο του μεγάλου γλύπτη Μιχαήλ Αστέροβιτς». Και μόνο αυτή η εξαιρετική τιμή έδειχνε πόσο σπουδαίο θεωρούσε εκείνο το διαγωνισμό ο βασιλιάς Βλαδίμηρος. Άγαλμα για τη διάσημη αυτή πλατεία με τα δύο χιλιάδες διαφορετικά λουλούδια της δεν φτιάχτηκε ποτέ κι ο βασιλιάς Βλαδίμηρος πρόσταξε τον αγγελιοφόρο του να διαλαλήσει την καινούρια είδηση παντού ακόμα και στις φτωχογειτονιές μήπως τυχόν είχε ξεμείνει εκεί κανένας γλύπτης που ξεχάστηκε σε κάποιον μακρινό του συγγενή. Έτσι την πέμπτη μέρα ο ντελάλης, ιδρώνοντας και λαχανιάζοντας, έφτασε και στην τελευταία γειτονιά της Πόλης του φωτός, εκεί όπου ζούσαν οι φτωχοί εργάτες και οι ηλιοκαμένοι χωρικοί. «Ακούσατε! Ακούσατε!», άρχισε πάλι να ξελαρυγγίζεται φωνάζοντας τη χιλιοειπωμένη είδηση. Κείνη την ώρα ο Ιωσήφ Μακάριτς ξεκουραζότανε κάτω από την σκιά της αγριοσυκιάς του κήπου του μετά από μια κοπιαστική ημέρα στα λατομεία του μαρμάρου όπου δούλευε. Έφτιαχνε με επιμέλεια ένα μικρό περιστεράκι από πηλό, για να το δώσει στη μικρή του ανηψιά. Του άρεσε να φτιάχνει μικροπράγματα, πουλάκια και λουλούδια και αγαλματάκια από πηλό κάποτε κι από μάρμαρο που έπαιρνε από κείνο που περίσσευε στο λατομείο. «Παράξενο!», σκέφτηκε ο Ιωσήφ. Είχε την ίδια ακριβώς ιδέα με τον βασιλιά Βλαδίμηρο. Κάθε φορά που πέρναγε από την Πλατεία των ανθών σκεφτόταν ότι έλειπε ένα ωραίο άγαλμα, για να ακουμπούνε τα κορμάκια τους οι κρίνοι και να ξεκουράζονται. «Ιωσήφ», τον φώναξε η γυναίκα του. «Τι όμορφο περιστεράκι αυτό που έφτιαξες!». Ο Ιωσήφ γύρισε και την κοίταξε. Κείνη την ώρα η Ελπίδα άπλωνε τα χέρια της, για να ταΐσει τα περιστεράκια που ανακατεύανε τις μύτες τους και τα φτερά τους στις μικρές παλάμες της. Ο ήλιος έδειχνε ακόμα πιο λευκές τις άσπρες χούφτες της και τ αεράκι ανέμιζε απαλά τη φούστα της. «Αυτό!», σκέφτηκε ο Ιωσήφ κι απόμεινε ακίνητος. Ήτανε τόσο όμορφη εικόνα αυτή που έβλεπε! «Αυτό», μουρμούρισε, «...θα είναι το πιο ωραίο άγαλμα για την Πλατεία των ανθών». «Αχ, Ιωσήφ, τι όμορφο αυτό που έφτιαξες!», φώναξε πάλι η Ελπίδα ανυποψίαστη. «Είσαι ένας γνήσιος καλλιτέχνης, Ιωσήφ!», είπε, κι εκείνος ένιωσε να φτερουγίζουνε χίλια μικρά περιστεράκια κάτω από το στήθος του. Την άλλη μέρα λοιπόν ξεχώρισε κρυφά από τα περισσεύματα του λατομείου ένα αστραφτερό κομμάτι μάρμαρο και το 'φερε αργά στο σπίτι με το κάρο του την ώρα που οι δρόμοι άδειαζαν. Ανέβηκε αμέσως στη μικρή του κάμαρη, εκεί όπου πήγαινε για να προσευχηθεί, και πήρε το γλυφάδι του. Δούλευε ασταμάτητα. Τις νύχτες λάξευε το μάρμαρο στο φως του καντηλιού. Σιγά-σιγά η άψυχη εκείνη πέτρα έπαιρνε σχήμα και μορφή. Γινόταν μια ψηλή κοπέλα,
teliki maketa 21Χ27.qxp_Layout 1 6/6/16 12:00 μ.μ. Page 9