Τόμος 1, 2015 «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο υπεύθυνος δανεισμός ορίζεται ως το σύνολο των καλών πρακτικών διαφάνειας και υπευθυνότητας, πληροφόρησης και προστασίας του δανειζόμενου καταναλωτή, αλλά και της αντίστοιχης προσοχής από πλευράς του. Ο υπεύθυνος δανεισμός σχετίζεται πρωτίστως με την ανάγκη προστασίας του δανειζόμενου καταναλωτή, ο οποίος σε σύγκριση με τον πιστωτικό φορέα βρίσκεται σε δυσμενέστερη διαπραγματευτικά θέση, καθόσον πολλές φορές δε γνωρίζει τι είναι αυτό που υπογράφει και αν πράγματι είναι κατάλληλο για τις ανάγκες του. Για το λόγο αυτό υπάρχει ανάγκη να αποκατασταθεί η προαναφερθείσα πληροφοριακή ασυμμετρία προς αποφυγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την προστασία του καταναλωτή από την υπερχρέωση μπορεί να βρίσκονται στον Αστικό Κώδικα, στο Ν.2251/1994 αλλά και στις Οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ. Ειδικότερα, η Οδηγία 2008/48/ΕΚ της 23.04.2008 εφαρμόζεται στις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, ενώ η πρόσφατη Οδηγία 2014/17/ΕΕ της 04.02.2014 αφορά τις συμβάσεις πίστωσης καταναλωτών για ακίνητα κατοικίας και έχει προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό μας δίκαιο την 21.03.2016. Οι δυο αυτές Οδηγίες περιέχουν ρυθμίσεις τόσο για το στάδιο πριν τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης όσο και για το στάδιο κατά και μετά τη σύναψη της, θέτοντας έναν προστατευτικό μηχανισμό παροχής πληροφοριών και ενημέρωσης. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι η παροχή πληροφοριών από τον πιστωτικό φορέα, η κατά περίπτωση αναζήτηση δικαιολογητικών από τον καταναλωτή, η τήρηση συγκεκριμένης βάσης δεδομένων και η εν γένει θέσπιση εκατέρωθεν υποχρεώσεων, 1
βάσει των οποίων πρέπει να αξιολογείται η πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή κι έτσι να χορηγείται ή όχι η πίστωση. Τα κράτη μέλη οφείλουν να ακολουθήσουν τους παραπάνω μηχανισμούς, διότι το κρισιμότερο, ίσως, σημείο σχετικά με τη διαπίστωση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή αφορά την ευθύνη που θα φέρει ο πιστωτικός φορέας ή αντίθετα ο καταναλωτής, σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής της οφειλής. Το παρόν έργο υπάγεται σε Άδεια Χρήσης: Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0) https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el Η Αρχή του Υπεύθυνου Δανεισμού Ι. Εισαγωγή Ως ορισμός του υπεύθυνου δανεισμού μπορεί να θεωρηθεί το σύνολο των καλών πρακτικών διαφάνειας και υπευθυνότητας, πληροφόρησης και προστασίας του δανειζόμενου καταναλωτή, αλλά και αντίστοιχης προσοχής από πλευράς του τελευταίου 1. Το ζήτημα του υπεύθυνου δανεισμού σχετίζεται πρωτίστως με την ανάγκη προστασίας του δανειζόμενου καταναλωτή, ο οποίος σε σύγκριση με τον πιστωτικό φορέα βρίσκεται σε δυσμενέστερη διαπραγματευτικά θέση καθόσον πολλές φορές δε γνωρίζει τι είναι αυτό που υπογράφει και αν πράγματι είναι κατάλληλο για τις ανάγκες του. Επιπρόσθετα, όμως, ο υπεύθυνος δανεισμός προστατεύει όχι μόνο τον καταναλωτή αλλά και τον πιστωτή, εξασφαλίζοντας τόσο τη φερεγγυότητα του ίδιου όσο και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος 2. Η ασθενέστερη θέση του καταναλωτή λόγω της διαπραγματευτικής του ανισότητας και η επιτακτική ανάγκη αποκατάστασης της πληροφοριακής ασυμμετρίας προς αποφυγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, φαινόμενο που έχει λάβει ήδη τεράστιες διαστάσεις στην εποχή μας, αποτελούν λόγους για να καθιερωθεί ρητά η νομοθετική υποχρέωση για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Το ενωσιακό δίκαιο έχει προβεί σε αυτή την ενέργεια με την οδηγία 2008/48/ΕΚ της 23.4.2008 για την καταναλωτική πίστη, η οποία μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο 1 Περάκης Ε., Η αρχή του «υπεύθυνου δανεισμού» και η πρόσφατη κοινοτική Οδηγία για την καταναλωτική πίστη, ΧρηΔικ 3/2009, σελ. 354. 2 Λιβαδά Χρ., Η εξέλιξη της αρχής του υπεύθυνου δανεισμού στο ενωσιακό δίκαιο με έμφαση της υπό υιοθέτηση πρότασης Οδηγίας για τις συμβάσεις πίστωσης σε ακίνητα κατοικίας, ΧρηΔικ 2/2012, 6 ο έτος σελ. 203. 2
με την ΚΥΑ Ζ1-669/23.06.2010 3, ενώ υπάρχει και η πρόσφατη Οδηγία 2014/17/ΕΕ της 04.02.2014 για τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας και η οποία έχει ως προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο την 21.03.2016. Η Οδηγία 2008/48/ΕΚ ρυθμίζει τόσο για το στάδιο πριν τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης όσο και για το στάδιο κατά και μετά τη σύναψη της, θέτοντας έναν προστατευτικό μηχανισμό παροχής πληροφοριών και ενημέρωσης. Στην εν λόγω οδηγία το ζήτημα του υπεύθυνου δανεισμού εμφανίζεται στα άρθρα 8 και 9, ενώ πριν από αυτά τα άρθρα υπάρχουν ρυθμίσεις κρίσιμης σημασίας που αφορούν τη διαφήμιση και την προσυμβατική ενημέρωση.(άρ.4, 5). Στην οδηγία 2014/17/ΕΕ, η οποία επίσης παρέχει αντίστοιχες με την προαναφερθείσα οδηγία ρυθμίσεις, το ζήτημα του υπεύθυνου δανεισμού φαίνεται να ρυθμίζεται στα άρθρα 18 έως 21. ΙΙ. Οδηγία 2008/48/ΕΚ Το άρθρο 8 έχει λακωνική και ασαφή διατύπωση για τον ακριβή τρόπο διενέργειας του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειζόμενου από τον πιστωτικό φορέα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «ο πιστωτικός φορέας πρέπει να εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων». Συνεπώς, η Οδηγία δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο η τράπεζα, που χορηγεί την πίστωση, θα κάνει τον έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Ο τρόπος αυτός επαφίεται σε ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου ή και στην εκτίμηση και κρίση του εκάστοτε πιστωτικού φορέα, ο οποίος και θα αναζητά διάφορα δικαιολογητικά, κατά περίπτωση. Επιπλέον, από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 8 συνάγεται ότι η έρευνα σε κατάλληλη βάση δεδομένων δεν είναι υποχρεωτική. Για το λόγο αυτό τα κράτη μέλη οφείλουν να προσαρμόσουν την εσωτερική τους νομοθεσία ώστε ο πιστωτικός φορέας υποχρεωτικά να εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή με βάση επαρκή στοιχεία. Ζήτημα γεννάται σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ο υποψήφιος δανειζόμενος δεν έχει πιστοληπτική ικανότητα, καθόσον η οδηγία δεν ρυθμίζει σχετικά. Η πιο ορθή άποψη 4 φαίνεται να είναι αυτή που αναφέρει ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί η πίστωση, διαφορετικά ο πιστωτικός φορέας θα φέρει την ευθύνη με τις συνέπειες που ορίζονται από το δίκαιο του κάθε κράτους μέλους. Με τη μη χορήγηση της 3 ΚΥΑ Ζ1-669/23.06.2010 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23 ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ αρ.133 της 22.05.2008, ΦΕΚ Β 917/23.06.2010, σελ. 13621. 4 Βλ. σχετικά Λιβαδά Χ., Το Νέο Ευρωπαικό ρυθμιστικό πλαίσιο για την καταναλωτική πίστη, 2008, σελ. 352, Μεντής Γ., Άμυνα και Ελευθέρωση του υπερχρεωμένου οφειλέτη, 2012, σελ. 33. 3
πίστωσης προστατεύεται η «κηδεμονία» του υπερχεωμένου οφειλέτη από τους πιστωτές μέσω των θεσμών αναγκαστικής εκτέλεσης 5. Η αντίθετη άποψη 6 αναφέρει ότι η άρνηση χορήγησης πίστωσης για λόγους προστασίας του δανειζόμενου και όχι για λόγους που αφορούν τον ίδιο τον πιστωτικό φορέα, μπορεί να δημιουργήσει ζήτημα προσβολής της προσωπικότητας του καταναλωτή και της οικονομικής του ελευθερίας, αφού έτσι αποκλείεται από το αγαθό της πίστωσης. Με άλλα λόγια, κατά την τελευταία αυτή άποψη, από το στάθμισμα της χορήγησης του «αγαθού» πίστωσης και της προστασίας του καταναλωτή, προτιμάται το πρώτο. Προσωπικά, δε θεωρώ την τελευταία άποψη πειστική και τούτο διότι εκ του αποτελέσματος κρίνοντας θα καταλήξουμε ότι σε δυσμενή οικονομικά θέση θα βρεθεί για ακόμη φορά ο ίδιος ο καταναλωτής, αφού δε θα μπορεί να αποπληρώσει την οφειλή του. ΙΙΙ. Οδηγία 2014/17/ΕΕ Στο άρθρο 18 του κεφαλαίου 6 της ως άνω Οδηγίας αναφέρεται ότι «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, οι πιστωτικοί φορείς πραγματοποιούν ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή». Η οδηγία αυτή είναι πιο ξεκάθαρη συγκριτικά με την προηγούμενη όσον αφορά την αρνητική διαπίστωση περί της ύπαρξης πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή διότι ρητά αναφέρει ότι «ο πιστωτικός φορέας χορηγεί την πίστωση στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανό να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση». Επομένως, ρητά καθιερώνεται η υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να αρνείται τη χορήγηση πίστωσης σε ότι αφορά τη δυνατότητά του να εξοφλήσει την πίστωση καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Η διαπίστωση της πιστοληπτικής ικανότητας γίνεται με βάση αναγκαίες, επαρκείς και αναλογικές πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες από εξωτερικές και από εσωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου και του καταναλωτή, αλλά και από βάσεις δεδομένων, που κάθε κράτος μέλος οφείλει να εξασφαλίζει. Εν προκειμένω, η ουσιαστική καινοτομία που εισάγεται με την ως άνω οδηγία είναι η προτεινόμενη ρητή δέσμευση του πιστωτικού φορέα να λαμβάνει την απόφαση περί μη χορήγησης πίστωσης με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, γεγονός που δεν προβλέπεται στην οδηγία 2008/48/ΕΚ. Σε θεωρητικό επίπεδο 5 Μεντής Γ., οπ. π., 2012, σελ. 34. 6 Περάκης Ε., Η αρχή του «υπεύθυνου δανεισμού» και η πρόσφατη κοινοτική Οδηγία για την καταναλωτική πίστη, ΧρηΔικ 3/2009, σελ. 357. 4
πάντως, προτείνεται 7 μια μέση λύση κατά την οποία η απαγόρευση δε θα ισχύει με απόλυτο τρόπο παρά μόνο όταν είναι προφανές ότι ο καταναλωτής παρουσιάζει αρνητική προοπτική. Κατά την άποψη αυτή, στις μη προφανείς περιπτώσεις ο πιστωτικός φορέας πρέπει να λειτουργεί ελεύθερα κατά την κρίση του ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και τον κίνδυνο που ενέχει η κάθε περίπτωση. Η παραπάνω οδηγία, μεταξύ άλλων προσπαθεί να προστατέψει τους καταναλωτές από παραπλανητικές και αθέμιτες διαφημίσεις ώστε ο τελευταίος να μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις. Τούτο θα πραγματοποιηθεί από την έγκαιρη εξατομικευμένη πληροφόρηση, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης ώστε να μπορούν να συγκρίνουν τα χαρακτηριστικά των πιστωτικών προϊόντων. Ειδικότερα, η ικανότητα του καταναλωτή να εξυπηρετήσει και να εξοφλήσει πλήρως την πίστωση θα πρέπει να περιλαμβάνει εξέταση των απαιτούμενων μελλοντικών πληρωμών ή αυξήσεων στις πληρωμές λόγω αρνητικής απόσβεσης ή υστερόχρονων πληρωμών του κεφαλαίου ή των τόκων και θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα άλλων τακτικών εξόδων, χρεών και άλλων οικονομικών υποχρεώσεων καθώς και του εισοδήματος, των αποταμιεύσεων και των περιουσιακών στοιχείων του. Τέλος, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή εστιάζει στην ικανότητά του να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει βάσει της σύμβασης πίστωσης. ΙV. Επίλογος Συμπερασματικά πρέπει να αναφερθεί ότι η προστασία του καταναλωτή από την υπερχρέωση μπορεί να παρέχεται κατ αρχάς από τις γενικές ρήτρες του Αστικού Κώδικα για την καλή πίστη αλλά και από το Ν.2251/1994, ο οποίος ρυθμίζει για τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ. Ωστόσο, τα παραπάνω δεν είναι αρκετά και δεν προστατεύουν πλήρως τον καταναλωτή στο στάδιο της διαπραγμάτευσης. Οι Οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ ρυθμίζουν την πρόληψη και τη θεραπεία της υπερχρέωσης καθιερώνοντας την «αρχή του υπεύθυνου δανεισμού». Έτσι, ο πιστωτικός φορέας οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την παροχή των πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης και την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο ίδιος αλλά και με βάση στοιχεία που προέρχονται από βάσεις δεδομένων. Ίσως το κρισιμότερο σημείο του υπό εξέταση θέματος είναι η διαπίστωση της πιστοληπτικής 7 Λιβαδά Χρ., Η εξέλιξη της αρχής του υπεύθυνου δανεισμού στο ενωσιακό δίκαιο με έμφαση της υπό υιοθέτηση πρότασης Οδηγίας για τις συμβάσεις πίστωσης σε ακίνητα κατοικίας, ΧρηΔικ 2/2012, 6 ο έτος, σελ. 217. 5
ικανότητας του καταναλωτή, η οποία έχει ως αντίκτυπο στην ευθύνη που φέρει ο πιστωτικός φορέας ή ο καταναλωτής σε περίπτωση μη αποπληρωμής της οφειλής. 6