ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ «O περί Εταιρειών (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόµος του 2015» ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΙΣ Στόχος του τροποποιητικού νόµου είναι ο εκσυγχρονισµός της διαδικασίας αναγκαστικής εκκαθάρισης εταιρειών µε την υιοθέτηση απλούστερων διαδικασιών, η εφαρµογή των οποίων θα συνεπάγεται λιγότερες καθυστερήσεις, µε τελικό στόχο την µεγιστοποίηση της απόδοσης των παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων πίσω στην οικονοµία. Κυριότερες τροποποιήσεις που επιφέρει ο νόµος σε σχέση µε την υφιστάµενη διαδικασία εκκαθάρισης - Μέρος V (Eκκαθαρίσεις) του περί Εταιρειών Νόµου: 1. ιορισµός εκκαθαριστή Μια από τις κυριότερες τροποποιήσεις που εισάγονται µε τον τροποποιητικό νόµο αφορά τον διορισµό εκκαθαριστή, ο οποίος θα διορίζεται όχι µόνο από το δικαστήριο αλλά και από συνελεύσεις πιστωτών και συνεισφορέων. Με την έκδοση διατάγµατος εκκαθάρισης, ο επίσηµος παραλήπτης καθίσταται εκκαθαριστής και όχι προσωρινός εκκαθαριστής, όπως προνοείται από την υφιστάµενη νοµοθεσία. Επιπλέον, όπου ο εκκαθαριστής δεν είναι ο επίσηµος παραλήπτης, θα είναι αδειοδοτηµένος σύµβουλος αφερεγγυότητας, διασφαλίζοντας έτσι ότι ο εκκαθαριστής είναι πλέον ανεξάρτητος αδειοδοτηµένος επαγγελµατίας. Κατάλογος αδειοδοτηµένων Συµβούλων Αφερεγγυότητας θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Τµήµατος Εφόρου Εταιρειών και Επίσηµου Παραλήπτη (Υπουργείο Ενέργειας, Εµπορίου, Βιοµηχανίας και Τουρισµού) µόλις εκδοθούν οι πρώτες άδειες Συµβούλων Αφερεγγυότητας. http://www.mcit.gov.cy/mcit/drcor/drcor.nsf/all/bcc25cb0da72a5b0c2257e3 D003D0CE3?OpenDocument Ο Κλάδος Πτωχεύσεων και Εκκαθαρίσεων του Τµήµατος Εφόρου Εταιρειών και Επίσηµου Παραλήπτη έχει αναλάβει και τα καθήκοντα της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας. 2. Ορισµός ανικανότητας πληρωµής χρεών 1
Ο νόµος προβλέπει ότι µια εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το δικαστήριο αν, µεταξύ άλλων, η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της. Ο τροποποιητικός νόµος τροποποιεί τον ορισµό της ανικανότητας πληρωµής χρεών µιας εταιρείας και η κυριότερη τροποποίηση αφορά στην προσθήκη του κριτήριου ικανοποίησης του δικαστηρίου ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας είναι µικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεων της, λαµβάνοντας υπόψη τις ενδεχόµενες και µελλοντικές υποχρεώσεις της. 3. Τρόπος λήψης αποφάσεων στις συνελεύσεις πιστωτών Με στόχο την αντιµετώπιση των καθυστερήσεων και των αδιεξόδων που δηµιουργούνται από την υφιστάµενη διαδικασία λήψης αποφάσεων στις συνελεύσεις πιστωτών, ο νόµος τροποποιεί τον τρόπο λήψης αποφάσεων σε τέτοιες συνελεύσεις µε την εισαγωγή του θεσµού της απόφασης µε πλειοψηφία αξίας αντί της υφιστάµενης διαδικασίας που απαιτεί πλειοψηφία αριθµού και αξίας. Ο θεσµός απόφασης µε πλειοψηφία αξίας εισάγεται και στο άρθρο 198 του περί Εταιρειών Νόµου (Κεφ. 113), το οποίο δεν αποτελεί µέρος του Μέρους V του εν λόγω Νόµου αναφορικά µε τις εκκαθαρίσεις, αλλά αφορά λήψη αποφάσεων σε συνελεύσεις που συγκαλούνται όταν προτείνεται συµβιβασµός ή διακανονισµός µεταξύ εταιρείας και των πιστωτών της. Ο τρόπος λήψης απόφασης αλλάζει από πλειοψηφία σε αριθµό που αντιπροσωπεύει τρία τέταρτα σε αξία των πιστωτών ή µελών, σε απλή πλειοψηφία σε αξία των πιστωτών ή σε αριθµό ψήφων µελών. 4. Εξουσία διαχείρισης περιουσίας υπό εξασφάλιση Επιπλέον, ο νόµος παρέχει την εξουσία διαχείρισης περιουσίας υπό εξασφάλιση µε διάταγµα δικαστηρίου, κατόπιν αίτησης από τον επίσηµο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, σε περίπτωση που το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η διάθεση οποιασδήποτε εξασφαλισµένης περιουσίας της εταιρείας ενδέχεται να οδηγήσει σε ευνοϊκότερη ρευστοποίηση των στοιχείων ενεργητικού της εταιρείας από άλλη που θα λάµβανε χώρα. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται στον εκκαθαριστή η δυνατότητα να διαθέσει την οποιαδήποτε διαφορά που δυνατόν να προκύψει µεταξύ του εξασφαλισθέντος ποσού και της αξίας του περιουσιακού στοιχείου προς όφελος των µη εξασφαλισµένων πιστωτών. Σε περίπτωση διάθεσης εξασφαλισµένης περιουσίας, ο εξασφαλισµένος πιστωτής εξακολουθεί να έχει την ίδια προτεραιότητα, που είχε πριν από τη σχετική διάθεση, στο καθαρό προϊόν που προκύπτει από τη διάθεση της εν λόγω περιουσίας. 5. Ενεργότερη εµπλοκή εκκαθαριστή Ο νόµος προνοεί επίσης για την ενεργότερη εµπλοκή του επίσηµου παραλήπτη ή εκκαθαριστή στην όλη διαδικασία εκκαθαρίσεων, ο οποίος έχει αυξηµένα δικαιώµατα ελέγχου των δραστηριοτήτων της εταιρείας υπό εκκαθάριση ως επίσης και των πράξεων ή παραλείψεων των αξιωµατούχων της εταιρείας. Ειδικότερα, ο επίσηµος παραλήπτης ή εκκαθαριστής δύναται να αποταθεί στο δικαστήριο για δηµόσια εξέταση, µεταξύ άλλων, αξιωµατούχου της εταιρείας, προσώπου που ενήργησε ως εκκαθαριστής ή εξεταστής της εταιρείας, ή συνεισφορέα της εταιρείας. 6. Πρόωρη διάλυση και διάρκεια αναγκαστικής εκκαθάρισης Με στόχο την αποφυγή καθυστερήσεων και τη µείωση δαπανών ο τροποποιητικός νόµος προβλέπει ότι σε περίπτωση όπου, µετά το διάταγµα για εκκαθάριση εταιρείας, ο επίσηµος παραλήπτης, ως εκκαθαριστής της εταιρείας, 2
κρίνει ότι τα ρευστοποιήσιµα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας είναι ανεπαρκή για να καλύψουν τα έξοδα της εκκαθάρισης και ότι οι υποθέσεις της εταιρείας δεν απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση, δύναται να αποταθεί στο δικαστήριο για την πρόωρη διάλυση της εταιρείας. Ο τροποποιητικός νόµος προβλέπει επίσης ότι η αναγκαστική εκκαθάριση ολοκληρώνεται εντός περιόδου δεκαοχτώ µηνών από την έναρξη της και οποιαδήποτε παράταση της περιόδου αυτής πρέπει να εγκρίνεται από το δικαστήριο. 7. Επαλήθευση χρέους Οποιοσδήποτε πιστωτής της υπό εκκαθάριση εταιρείας επιθυµεί να ανακτήσει το χρέος του πρέπει να υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον επίσηµο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, εντός 35 ηµερών από την ηµεροµηνία δηµοσίευσης του διατάγµατος εκκαθάρισης στην Επίσηµη Εφηµερίδα της ηµοκρατίας. Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει την επαλήθευση εντός της καθορισµένης προθεσµίας, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νοµικά ή άλλα µέτρα εναντίον του εγγυητή. Η επαλήθευση περιλαµβάνει ή αναφέρεται σε κατάσταση λογαριασµού που αποδεικνύει τις λεπτοµέρειες του χρέους και ειδικεύει τις αποδείξεις πληρωµών, αν υπάρχουν, µε τις οποίες το χρέος δύναται να υποστηριχτεί και, όπου εφαρµόζεται, τα ονόµατα όλων των εγγυητών και την έκταση της ευθύνης που προκύπτει από την εγγύηση. Εάν ο πιστωτής είναι εξασφαλισµένος πιστωτής, η εν λόγω επαλήθευση περιλαµβάνει και την εκτίµηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση και το υπόλοιπο του χρέους. Ο επίσηµος παραλήπτης ή εκκαθαριστής εξετάζει άµεσα κάθε επαλήθευση και το αργότερο εντός 10 ηµερών αποδέχεται ή απορρίπτει αυτή γραπτώς. Αν απορρίψει επαλήθευση αναφέρει γραπτώς προς τον πιστωτή τους λόγους για την απόρριψη. Ο πιστωτής ενηµερώνει τους εγγυητές αναφορικά µε την επαλήθευση και την εν λόγω αποδοχή ή απόρριψη. Η εν λόγω ενηµέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωµών εκ µέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωµα πιστωτή ή εγγυητή να προσφύγει στο ικαστήριο, εντός 21 ηµερών από την ηµέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του επίσηµου παραλήπτη ή εκκαθαριστή σε περίπτωση που δεν ικανοποιείται µε την απόφαση του επίσηµου παραλήπτη ή εκκαθαριστή. Κατά την επικύρωση, ακύρωση ή διαφοροποίηση της απόφασης του επίσηµου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη και τις διατάξεις των περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συµβάσεις Νόµων και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεµάτων Νόµου. 8. Χειρισµός των εγγυητών Σε περιπτώσεις όπου οι εγγυητές είναι φυσικά πρόσωπα που έχουν εγγυηθεί υποχρεώσεις της υπό εκκαθάριση εταιρείας κάτω των πεντακόσιων χιλιάδων ( 500.000,00) Ευρώ, για διατάγµατα εκκαθάρισης που θα εκδοθούν µετά τη θέσπιση του τροποποιητικού νόµου, θα ισχύουν, περιληπτικά, οι πιο κάτω πρόνοιες: Όπως αναφέρεται πιο πάνω ο πιστωτής ενηµερώνει τους εγγυητές αναφορικά µε την επαλήθευση χρέους και την αποδοχή ή απόρριψη της επαλήθευσης από τον επίσηµο παραλήπτη / εκκαθαριστή. Η εν λόγω ενηµέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωµών εκ µέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωµα εγγυητή να προσφύγει στο ικαστήριο, εντός 21 ηµερών από την ηµέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του επίσηµου 3
παραλήπτη ή εκκαθαριστή σε περίπτωση που δεν ικανοποιείται µε την απόφαση του επίσηµου παραλήπτη ή εκκαθαριστή. Οι εγγυητές που κατονοµάζονται στην επαλήθευση θα έχουν ευθύνη µόνο για το ποσό της διαφοράς που προκύπτει από το υπόλοιπο του χρέους µείον της αξίας της εξασφαλισµένης περιουσίας (εάν υπάρχει). Εάν το υπόλοιπο του χρέους είναι µικρότερο από την αξία της εξασφαλισµένης περιουσίας όπως καθορίζεται στην επαλήθευση, τότε ο πιστωτής δεν µπορεί να λάβει δικαστικά ή νοµικά ή άλλα µέτρα εναντίον του εγγυητή και οι εγγυητές απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους. Εάν το υπόλοιπο του χρέους (π.χ. 100) είναι µεγαλύτερο από την αξία της εξασφαλισµένης περιουσίας όπως καθορίζεται στην επαλήθευση (π.χ. 80), τότε ο πιστωτής θα µπορεί να λάβει δικαστικά ή νοµικά ή άλλα µέτρα εναντίον του εγγυητή µόνο για το ποσό της διαφοράς µεταξύ της αξίας της εξασφαλισµένης περιουσίας και του υπολοίπου του χρέους (δηλ. 20). εν θα µπορεί να λάβει µέτρα εναντίον του εγγυητή για ποσό µεγαλύτερο από το ποσό της εν λόγω διαφοράς δηλαδή στην περίπτωση που η περιουσία πωληθεί για λιγότερο ποσό (π.χ. 70) από ότι καθορίζεται στην επαλήθευση, ο πιστωτής µπορεί να απαιτήσει µόνο τη διαφορά µεταξύ της αξίας της εξασφαλισµένης περιουσίας όπως καθορίζεται στην επαλήθευση και του υπολοίπου του χρέους (δηλ. µόνο για 20). Σε περίπτωση διάθεσης εξασφαλισµένης περιουσίας για ποσό µεγαλύτερο από το ποσό της εκτιµηµένης αξίας της εξασφαλισµένης περιουσίας : (α) θα πρέπει να επιστραφεί τυχόν ποσό που έχει ήδη καταβληθεί από τον εγγυητή (πχ στη δήλωση κατάστασης εγγυητών περιλαµβάνεται αξία δανείου 100, αξία εξασφαλισµένης περιουσία 80, αλλά τελικά η εξασφαλισµένη περιουσία σε µεταγενέστερο στάδιο πωλείται για 90, τα 10 θα επιστραφούν στον εγγυητή) ή (β) ο πιστωτής δεν θα µπορεί να κινηθεί για όλο το ποσό της σχετικής διαφοράς ως είχε αρχικά περιληφθεί στη δήλωση κατάστασης εγγυητών, (αλλά για το ποσό της διαφοράς ως προκύπτει σε σχέση µε το καθαρό ποσό της διάθεσης της εξασφαλισµένης περιουσίας, π.χ. πωλήθηκε η περιουσία στα 90, ο εγγυητής θα καταβάλει τα 10). Η δυνατότητα του πιστωτή να καταχωρήσει αγωγή εναντίον εγγυητή περιορίζεται στα δύο χρόνια µετά από την ηµεροµηνία επαλήθευσης του χρέους από τον επίσηµο παραλήπτη ή εκκαθαριστή. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, ο πιστωτής δεν θα δικαιούται να κινηθεί εναντίον του εγγυητή. Το δικαίωµα του εγγυητή να καταχωρήσει αγωγή εναντίον της εταιρείας ή εναντίον συνεγγυητή του περιορίζεται στα τρία χρόνια µετά την καταβολή πληρωµών από τον εγγυητή. Εάν εγγυητής καταβάλει στον πιστωτή ολόκληρο το ποσό της ανεξασφάλιστης πληρωµής, ο εγγυητής (α) θα µετατρέπεται σε πιστωτή και (β) θα έχει τα ίδια δικαιώµατα µε ένα µη εξασφαλισµένο πιστωτή. Οι εγγυητές µπορούν να καταβάλουν ποσά µηνιαίως σε σχέση µε την ευθύνη τους τα οποία όµως δεν ξεπερνούν το ποσό που αποµένει µετά από αφαίρεση των λογικών εξόδων διαβίωσης καθώς και των µηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση µε τις δικές του υποχρεώσεις. Η εν λόγω προστασία ισχύει για τρία χρόνια από την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού νόµου και για όσες εγγυήσεις υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού νόµου. 9. ιαδικασία εκτίµησης της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση 4
Ο εξασφαλισµένος πιστωτής, εντός 10 ηµερών από την ηµεροµηνία δηµοσίευσης του διατάγµατος εκκαθάρισης στην Επίσηµη Εφηµερίδα της ηµοκρατίας, υποβάλλει στον επίσηµο παραλήπτη ή εκκαθαριστή και, όπου εφαρµόζεται, σε εγγυητή, προκαταρκτική εκτίµηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση. Το αργότερο εντός δέκα ηµερών από την ηµέρα υποβολής της προκαταρκτικής εκτίµησης από τον πιστωτή, ο επίσηµο παραλήπτης ή εκκαθαριστής και, όπου εφαρµόζεται, ο εγγυητής: α) είτε συµφωνούν µεταξύ τους και µε τον πιστωτή ως προς την αγοραία αξία της περιουσίας και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίµηση είναι δεσµευτική για όλους, β) είτε διορίζουν ανεξάρτητο εκτιµητή ή αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιµητή. Ο ανεξάρτητος εκτιµητής που διορίζεται καθορίζει, εντός το αργότερο δέκα ηµερών από το διορισµό του, την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση και η εκτίµηση που γίνεται από αυτόν είναι δεσµευτική για όλους. Οµάδα Έργου για το Πλαίσιο Αφερεγγυότητας Υπουργείο Οικονοµικών 18 Μαΐου 2015 5