ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η πορεία προς την Ανάσταση...

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν


Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Σταματέλου Πηνιώ του Ανδρέα, 14 ετών

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Λιναρδάτου Θεοδώρα Μαρίνα του Γεράσιμου, 7 ετών

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Σιάχου Ισμήνη του Ιωάννη, 12 ετών

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Μπιάζη Σίσσυ του Κωνσταντίνου, 10 ετών

Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Παναγούλη Ηλιάνα του Βασιλείου, 8 ετών

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μαρμάρου Μαρία του Μιχαήλ, 7 ετών

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αβραμοπούλου Καλλιόπη του Ιωάννη, 10 ετών

w w w. s t i x o i. i n f o

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μυλωνάκη Εμμανουέλα του Ιωάννη, 9 ετών

Transcript:

ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ

ΚΑΘΕΤ ΑΙ Ο ΑΓ ΑΣ ΤΗΣ Λ ΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΠΑΛκόνι του άπάνω άπό τήν πλατεία τo χωριo, καπνίζει τό τσιμπούκι του και πίνει ρακή. Ψιχαλίζει ησυχα, τρυφερά, και στα γυρτα χοντρα μουστάκια του, τα φρεσκ:οβαμμένα με καραμπογιά, κρέμουνται λαμπυρίζοντας μερικες ψιχάλες κι ό Αγάς, ξαναμμένος άπό τή ρακή, τις άναγλείφει να δροσερέψει. Δεξά του στέκεται δρθιος ό σείζης, fνας -θεόρατος άγριος άνατολ{της, άλλήθωρος και κακομούτσουνος, με τήν τρουμπέτα του' ζερβά του κάθεται διπλοπόδι, άπάνω σε βελουδένιο μαξιλάρι, fva δμορφο στρουμπουλό τουρκόπουλο, πού τοϋ άνάβει κάθε τόσο τό τσιμπούκι και τοϋ γεμίζει άκατάπαυτα τήν κούπα του ρακή. Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται ό Αγας τόν άπάνω κόσμο' δλα τά 'καμε καλα ό Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα ειναι ό κόσμος τo τoς, τίποτα δεν τo Λείπει: liv πεινάσεις, εχει ψωμ! και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα' αν διψάσεις, fχει τό άθάνατο νερό, τή ρακή' αν νυστάξεις, εχει κάμει ό Θεος τον ύπνο, fva κι fva για τή νύστα' αν θυμώσεις, εχει κάμει τό βούρδουλα και τα πισινα τοϋ ραυια: αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, fxet κάμει τον άμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα τo κόσμου, fxet κάμει το Γιουσουφάκι. -ΜεΎάλος μάστορας ειναι ό Αλλάχ, μουρμούρισε συύκινημένος, μεγάλος μάστορας, μερακλής κόβει το μυαλό του' πό)ς τo ήρθε τώρα κι εκαμε τή ρακή και το Γιουσουφάκι! Βουρκώνουν τα μάτια τοϋ ΆΎα άπο τή θρησκευτική κα-

τάνυξη κι από τό πολυ ρακοπότι. Σκύβει από τό μπαλκόνι καί καμαρώνει τους ραγιάδες του να σουλατσέρνουν στην πλατεία φρεσκοξουρισμένοι, γιορτοντυμένοι, με τα κόκκινα φαρδια ζωνάρια, με τα νιοπλυμένα κοντοβράκια, με τα γαλάζια τουζλούκια.., Αλλοι φορουν φέσι, άλλοι σαρίκι, άλλοι σκο\}φο άπό άρνίσια προβιά. ΟΙ πιό ασίκη δες εχουν και στό αύτι τους fva κλωνί βασιλικό Τι ενα τσιγάρο. Τρίτη της Λαμπρης, τώρα τέλεψε ή λειτουργιά. Γλυκιά, τρυφερη μέρα, ηλιος, ψιχαλίζει, μύρισαν οί λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δέντρα, ανασταίνουνται τα χόρτα, ανεβαίνει δ Χριστός από κάθε σβωλαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στην πλατεία, σμίγουν οί φίλοι, ασπάζεται δ fνας τόν 4λλο, λεν «Χριστός ανέστη» κι ύστερα καθίζουν στόν Kαφεν το\} Κωσταντη Τι κάτω από τό μεγάλο πλάτανο στη μέση τf'jς πλατείας, παραγγέλνουν ναργιλέδες και καφέδες κι άρχίζει, σαν την ψιλη βροχή, τό γλυκό κουβεντολόι. - Τέτοια θά 'ναι κι ή Παράδεισο, λέει δ Χαράλαμπος 6 καντηλανάφτης ηλιος άπαλός, σιγανη βροχούλα, λει ι' ψιές άνθισμένες, ναργιλέδες και ψιλη κουβέντα στους αιc7iνι: τc71ν αιώνων. Στην άλλην ακρα της πολιτείας, πίσω από τόν πλάτανο, ()ψώνεται φρεσκοασβεστωμένη, με τό χαριτωμένο καμπαναριω της, ή έκκλησία του χωριο\), ή Σταύρωση του Χριστο\}. Ή πιίρτα της ετναι σήμερα στολισμένη με βάγια και δάφνες. Γύρα τρογύρα, τα μαγαζάκια και τα έργαστήρια του χωριο\}: Τό c:nιμαράδικο το\) αγριάνθρωπου Παναγιώταρου, που τόν λι\ν.. αι Γυψοφά γιατί μια φορα εφεραν στό χωριό τό γύψινο ιί ι ι J λματάκι το\) Μ. Ναπολέοντα, καί τό 'φαε κι ύστερα fφερuν Ινα άλλο, το\) Κεμάλ-πασα, καί τό 'φαε κι αύτ6 κι ύστερα Εφιραν το\) Βενιζέλου, καί τό 'φαε κι αύτ6. Δίπλα, τό μπαρμπέρικο το\} 'Αντώνη «Ό Έρωτόκριτος», κι απάνω στην πόρτα Kρεμασμtνη μια ταμπέλα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα το\} αιμάτου: «Έξι'rχονται καί όδόντες»! Πιό πέρα τό χασάπικο το\} κυρ Δημητι,οί) του κουτσο\}: «Κεφαλάκια φρέσκα, ή Ήρωδιάς»! Κάθε Σάllβατο σφάζει ενα μουσκάρι και, πριν τό σφάξει, το\} Xρυαmνι;ι τα κέρατα, το\} μπογιατίζει τό κούτελο, το\) περνάει K6KΙC\ νες κορδέλες στό λαιμό και τό γυρίζει στό χωριό κουτσαίνοντας καί τελαλίζει τις χάρες του. Και τέλος δ περίφημος κα,ινές το\} Κωσταντη, μακρόστενος, δροσερός, που μοσχομυριζει καφε και τουμπεκί και φασκόμηλο τό χειμώνα. Και στόν τοτχο του δεξα κρέμουνται, καμάρι το\} χωριο\), τρεις μεγάλες ΎΟΟ-

λιστερες λιθογραφίες: ή Γενοβέφα άπά τη μιά μεριά, μισόγυμνη μέσα σ' gva δάσο τροπικό' άπό την άλλη μεριά, ή βασίλισσα Βικτώρια, παχιά, γαλανομάτα, με τεράστιο στηθος παραμάνας και στη μέση, άγριος, με γκρίζα θυμωμένα μάτια, μ' gvav άψηλό σκο()φο άστρακάν, δ Κεμάλ-πασάς... Ολοι άγαθοι άνθρli>ποι, δουλευταράδες, καλοι νοικοκυραίοι, πλούσιο το χωριό, κι δ 'Αγάς του καλός άνθρωπος κι αύτός, μερακλής, που πoλi> άγαπάει τη ρακή, τις βαριες μυρωδιές, μόσκο και πατσουλί, και τό άφράτο τουρκόπουλο, που κάθεται ζερβά του, στο βελουδένιο μαξιλάρι. Κοιτάζει τώρα τους χριστιανούς, δπως κοιτάζει δ βοσκος τά καλοθρεμμένα άρνοπρόβατά του καί χαίρεται. «Καλοί άνθρli>ποι, συλλογιέται, γέμισαν κι έφέτο τό κελάρι μου πεσκέσια της Λαμπρης - τυριά, κουλοuρες σουσαμωτές, τσουρέκια, κόκκινα αύγά... 'Ένας, ας ε{ναι καλά, μο() 'φερε κι gva λαγηνάκι χιώτικη μαστίχα γιά τό Γιουσουφάκι μου, νά μασάει και να μυρίζει το στοματάκι του...» ΕΙπε, κι fριξε μια τρυφερη ματια στο άγαδόπουλο που μασο() σε μαστίχα, παχουλο κι άποχαυνωμένο. Κι τσι που συλλογιόταν το κελάρι του γεμάτο άγαθά, καί σιγοψιχάλιζε, καί γυάλιζαν οί πέτρες, καί τα κοκόρια άρχισαν να λαλο()ν, και δίπλα του, κουλουριαστο στα πόδια του, το Γιουσουφάκι μασο()σε μαστίχα και χτυπο()σε εύτυχισμένο τη γλώσσα του, δ 'Αγάς ενιωσε ξαφνικα την καρδιά του να ξεχειλίζει, σήκωσε το λαιμό, εκαμε ν' άρχ{σέι τον άμανέ, μα βαρέθηκε. Γυρνάει στο σετζη του και το() γνέφει να βαρέσει την τρουμπέτα, νά σωπάσει δ λαός κ\ δστερα γυρνάει ζερβά του: - Τραγούδησέ μου, Γιουσουφάκι, νά 'χεις την εύκή μου, τραγούδησέ μου το «Ντουνιά ταμπ{ρ, ρουγιά ταμπίρ, άμάν, άμάν!», τραγούδησέ μου το, γιατι θα πλαντάξω! ΤΟ παχουλό παιδόπουλο άποτραβάει χωρίς βιάση τη μαστίχα άπο το στόμα του, την κολνάει στο γυμνο γόνατό του, άκουμπάει τη δεξά του παλάμη στο μάγουλο κι άρχίζει τόν άγαπημένο άμανε το() 'Αγά του: «Κόσμος κι όνειρο ε{ναι gva, άμάν, άμάν!» Παθητικιά, ναζλίδικη, ή φωνη άνέβαινε, κατέβαινε, γουργούριζε σάν περιστέρα. Κι δ Άγάς εκλεισε τα μάτια, κι όλη την ά'>ρα που βαστο()σε δ άμανες τόσο Ijταν βαλαντωμένος πού 'χε ξεχάσει να πιει - ΕΙναι στα κέφια του δ Αγάς, μουρμούρισε ό Κωσταντης σερβίροντας τους καφέδες ας ειναι καλά Τι ρακή. - "Ας ειναι καλά το Γιουσουφάκι, ειπε χαμογελώντας πι-

κρά 6 rιαννακός, 6 πραματευτής και γραμματοφόρος το(j χωριο(j, με τά κάτασπρα κοντοστρόγγυλα γένια και τά πουλίσια, άρπαχτικά μάτια. - "Ας ειναι καλά Τι μοίρα Τι στραβή που τόν εκαμε αύτόν 'Αγά κι έμliς ραγιάδες, μουρμούρισε ό άδερφός τoί'j παπli, ό Χατζη-Νικολής, που εκανε τό δάσκαλο τoί'j χωριoί'j, ξερακιανός, με γυαλάκια και μ' ενα χοντρό μυτερό καρύδι τoί'j λαιμoί'j, που άνεβοκατέβαινε, δταν μιλoί'jσε. llfjps φωτιά, θυμήθηκε τους προγόνους, άναστέναξε: -Μιά φορά, έξακολούθησε, KραΤOί'Jσαν τά χώματα το()τα οι δικοί μας, οι 'Έλληνες, γύρισε ό τροχός κι ήρθαν οι Βυζαντινοί, 'Έλληνες κι αύτοι και χριστιανοί, ξαναγύρισε ό τροχός κι ήρθαν οί Αγαρηνοί... Μά άναστήθηκε ό Χριστός, παιδιά, θ' άναστηθεί κι Τι πατρίδα! Κωσταντή, ελα κέρασε τά παλικάρια! 'Ωστόσο δ άμανες τέλεψε, τό τουρκόπουλο ξανάβαλε στό στόμα του ηί μαστίχα κι άρχισε πάλι ν' άναχαράζει, άποχαυνωμένο. Βάρεσε ξανά Τι τρουμπέτα, μπoρoί'jσαν τώρα οι ραγιάδες νά γελοον και να φωνάζουν λεύτερα. Ό καπεταν Φουρτούνας, ενας άπό τους πέντε δημογέροντες το() χωριoί'j, πρόβαλε στην πόρτα ΤOί'J καφενέ. Αψηλός, κορμάτος, παλιός καραβοκύρης, που χρόνια άλώνιζε τή Μαύρη Θάλασσα κουβαλώντας ρούσικο σιτάρι και κάνοντας κοντραμπάντο. Τρίχα δεν ειχε τό πρόσωπό του σπανός και μαυροκίτρινος, ταγαριασμένος, με βαθιες ζαρωματιές, και τά μάτια του τα μικρά, τά κατάμαυρα, σπίθιζαν. Γέρασε, γέρασε και τό καράβι του, τσακίστηκε μια νύχτα άπόξω άπό την Τραπεζούντα, κι ό καπετάν Φουρτούνας, καραβοτσακισμένος, μπουχτισμένος, γύρισε στό χωριό του να σουρώσει δσο μπορεί περισσότερη ρακη καί, σαν ερθει Τι ώρα Τι καλή, να γυρίσει τό πρόσωπό του κατά τόν τοίχο και να πεθάνει. Πολλά ειχαν δεί τα μάτια του, βαρέθηκε δε βαρέθηκε, κουράστηκε, μά ντρέπουνταν νά τό μολοήσει. ΦOΡOί'Jσε σήμερα τις άψη λες καπετανίστικες μπότες του, τόν κίτρινό του μουσαμα καί τό άρχοντικό καλπάκι άπό άληθινό άστρακάν. Κρατο()σε και τό άψηλό ραβδί του τοσ δημογέροντα. Δυό τρείς χωριανοί προσηκώθηκαν να τόν καλέσουν να πάρει μια ρακή. - Δεν εχω καιρό, παιδιά, μήτε για ρακή, ειπε Χριστός άνέστη! Πάω στό άρχοντικό τοσ παπli, δπου εχουμε σύναξη οι προεστοι Σε μια ώρα να κοπιάσετε κι δσοι από σliς ειστε καλεσμένοι κάντε τό σταυρό σας κι έλliτε, καλά τό κατέχετε,

fχουμε σήμερα δουλειά. Κι fνας νά πάει νά φωνάξει τόν Παναγιώταρο τό σαμαρά, με το\) διαόλου τά γένια αύτόν τόν έχουμε μεγάλη ανάγκη. Σώπασε μιά στιγμή, τά μάτια του έπαιξαν παμπόνηρα:. - "Αν δέν ετναι σπίτι του, θά 'ναι στ-ης χήρας, ετπε κι δλοι ξέσπασαν στά γέλια. Μα δ γερο-χριστοφης δ αγωγιάτης, πού 'χε μάθει στα νιάτα του, κι liς τό πλέρωσε ακριβά, τί θα πει σεβντάς, πετάχτηκε απάνω: - Τί γελάτε, μωρε σερσέμηδες; φώναξε. Καλα κάνει φωτια στα τόπια, μωρέ Παναγιώταρε, και μην τους ακο\)ς! Λίγη ετναι ή ζωή, πολυς δ θάνατος, βίρα! 0 χοντρο-δημητρός δ χασάπης κούνησε τό φρεσκοξουρισμένο κεφάλι: - 0 Θεός νά 'χει καλα τη χήρα την Κατερίνα μας, ειπε. 0 διάολος ξέρει από τί κέρατα μ1iς γλιτώνει! Ό καπεταν Φουρτούνας γέλασε. - Βρέ παιδιά, ειπε, μη μαλώνετε. Χρειάζεται μιά παστρικια σε κάθε χωριό, να μη βρίσκουν τόν μπελά τους οί τίμιες. Είναι σαν τη βρύση το\) δρόμου, μαθές περνο\)ν και πίνουν οί διψασμένοι αλλι&ς θά χτυπο\)σαν αράδα τις πόρτες μας. Κι οι γυναικες, δταν τους ζητήσεις νερό.... Στράφηκε, είδε τό δάσκαλο: - Χατζη-Νικολή μου, το\) κάνει, ακόμα είσαι έδ&; Προεστός είσαι και το\) λόγου σου, έχουμε σύναξη. Σκολειό έκαμες και τόν καφενέ, σκόλασε κι έλα! - Νά 'ρθω κι έγώ; ε{πε δ γερο-χριστοφης κι έπαιξε τό μάτι στην παρέα κάνω γιά Ίούδας. Μά δ καπετάν Φουρτούνας ετχε πάρει την ανηφοριά, βαριακουμπώντας τό ραβδί του στό καλντιρίμι. Δεν i'jταν στά. καλά του σήμερα τόν έσφαζαν πάλι οί ρεματισμοί, μάτι δεν είχε κλείσει όλη νύχτα. 'Ήπιε πρωι πρωι δυό τρία νεροπότηρα ρακή, για γιατρικό, μά το\) κάκου οί πόνοι δε σκολνο\)σαν. Μήτε ή ρακη τους έβανε κάτω. -Μωρέ, liv δε ντρέπουμουν, μουρμούρισε, κι cfρχιζα τις φωνές, μπορει ν' αλάφρωναν οί πόνοι μα έλα που δε με αφήνει τό παντέρμο τό φιλότιμο! Και πρέπει να περπατ& ντο\)ρος και να κάνω πως γελ&. Κι liv πέσει χάμω τό ραβδί μου, νά μην αφήσω κανέναν κερατά να με βοηθήσει, μα να σκύψω μοναχός μου να τό πιάσω. Δάγκανε, μωρέ καπεταν Φουρτο6να, τα χείλια, όρτσα τά. πανιά, κατακέφαλα στό κύμα, βάρδα μην ντροπιαστετς! Μπόρα ειναι, μαθές, κι ή ζωή, θα περάσει!

'Έγρουζε και σιγοβλαστημουσε σκαμπανεβαίνοντας. Στάθηκε μιά στιγμή, κοίταξε γύρα, κανένας δεν τόν έβλεπε άναστέναξε κι άλάφρωσε λίγο. Κοίταξε κατά πάνω, ειδε στην κορυφη το() χωριο() ν' άσπρογυαλίζει άνάμεσα άπο τά δέντρα το σπίτι το() παπα με τά λουλακιά παραθυρόφυλλα. - πηγε κι έχτισε στην κορυφη το() χωριο() ό διαολόπαπας! μουρμούρισε την κατάρα του νά 'χω! Και πηρε πάλι τον άνήφορο. Στό σπίτι το() παπα ειχαν κιόλα φτάσει δυο άπο τους προεστους και κάθουνταν σταυροπόδι στο μεντέρι, άμίλητοι, και περίμεναν τά τραταρίσματα. 0 παπάς ειχε μπεί στην κουζίνα νά δώσει διαταγές, κι ή μοναχοκόρη του ή Μαριορη έτοίμαζε το δίσκο με τον καφέ, το δροσερο νερό και το γλυκο το() κουταλιου. Πλάι στο παραθύρι ειχε θρονιαστεί ό πρc'oτος δημογέροντας της Λυκόβρυσης, άπό μεγάλο τζάκι, άρχοντάνθρωπος, καλοθρεμμένος, με τσόχινο σαλβάρι, με χρυσοκέντητο μεϊντάνι και μ' ενα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στό δείχτη του χεριο() του - ή βούλα του με τά δυο κεφαλαία σφιχταγκαλιασμένα γράμματα: Γ. Π., Γεώργιος Πατριαρχέας. Τά χέρια του 'fίταν παχιά και μαλακά, σά Δεσπότη. Δε δούλεψε ποτέ του, ειχε να τσο()ρμο φαμέγιους και κολίγους που δούλευαν και τον τάιζαν. Και χόντρυνε τ' άντερό του, φάρδυναν τά καπούλια του, ειχαν γίνει σάν της φοράδας, κρεμάστηκαν οι κοιλιές του, και τά προγούλια του κατέβαιναν τρείς πατωσιες κι άναπαύουνταν, το να άπάνω στο άλλο, στο μαλλιαρο άφράτο άπανωστήθι. Δυο τρία δόντια μπροστινά το() 'λειπαν, άλλο κουσούρι δεν ειχε, κι δταν μιλο()σε, φαφλάτιζε και μπερδεύουνταυ" μά και το κουσούρι αύτο πλήθαινε την άρχοντιά του, γιατι σε άνάγκαζε, δταν μιλο()σε, νά σκύβεις γιά νά καταλάβεις τί λέει. Δεξά του, στη γωνιά, άδύναμος, λιγδοτάμπαρος, φτενοκέφαλος, με τσιμπλιασμένα μάτια, με δυο χοντρες χερο()κλες γεμάτες ρόζους, κάθουνταν συμμαζεμένος και ταπεινός ό δεύτερος προεστός, ό πιο βαρβάτος νοικοκύρης το() χωριο(), ό γερο-λαδας. Έβδομήντα χρόνια σκύβει στη γης, τη σκάβει, τη σπέρνει, τη θερ.ίζει, της φυτεύει έλιες κι άμπέλια, τη στύβει και της πίνει τό αιμα. Ποτέ του, άπο μικρό κουτσούβελο, δεν ξεκόλλησε άπό τη γης. ' Αχόρταγος, λιμασμένος, επεφτε άπάνω της, της fδινε να και της ζητο()σε χίλια, και ποτέ του δεν ελεγε: «Δόξα σοι ό Θεός», μά πάντα μουρμούριζε, άφχαρίστητος. ΚαΙ στά 'γερατιά του δεν τον εφτανε πιά ή γης δσο ζύγωνε στο θάνατο

κι ένιωθε πώς λίγα πιά tjtav τά καρβέλια του, βιάζουνταν νά προλάβει και νά φάει τόν κόσμο. Κίνησε λοιπόν νά δανείζει με βαρυ διάφορο τους χωριανούς του εβαναν οι δύστυχοι αμα "νάτι τ' αμπελοχώραφά τους και τά σπίτια, ερχουνταν δ καιρός τi'jς πλερωμi'jς, δέν είχαν νά πλερώσουν, έβγαιναν τά πράματα στό σφυρί, και τά 'χαφτε δ γερο-λαδας. Κι δλο κλαίγουνταν, κι δλο πεινουσε, κι ή γυναίκα του γύριζε ξυπόλυτη, και μια θυγατέρα, πού 'χε καταφέρει να κάμει, την άφησε κι αύτη να πεθάνει, γιατι δέν κάλεσε, οταν έπεσε στό κρεβάτι, γιατρό νά τη δει «Πολλα εξοδα, ειπε, οι μεγάλες πολιτείες είναι μακριά, που νά φέρνεις γιατρό! Κι ύστερα, τί ξέρουν κι αύτοί; τόν κακό τους τόν καιρό! 'Έχουμε έδω τον παπά μας, αύτός κατέχει παλιά γιατροσόφια, θα τόν πλερώσω να κάμει κι εύκέλαιο, και θά γιάνει, και θά κοστίσει και πιό φτηνά.» Μά τα μαντζούνια του παπα πi'jγαν χαμένα, τό ευκέλαιο δεν fπιασε, κι ή κοπέλα πέθανε, δεκαφτα χρονων, και γλίτωσε από τόν κύρη της γλίτωσε κι αυτός άπό τα πολλα τά έξοδα του γάμου. Μιά μέρα, λίγους μi'jνες μετά τό θάνατό της, κάθισε και τα λογάριασε: Προίκα τόσο άπάνω κάτω, ρουχισμός, τραπέζια, καρέκλες, τόσα, θ' άναγκάζουνταν να καλέσει στο γάμο τους συγγενείς, κι αύτοι θένε να φάνε τον περίδρομο, βάλε κρέατα, ψωμιά, ιcρασιά, τόσα... 'Έκαμε τη σούμα, πάρα πολλά έξοδα, θά τον ξετίναζε ή θυγατέρα του, δέν πειράζει τό λοιπόν, ολοι θα πεθάνουμε... Γλίτωσε κι άπό τα βάσανα το\) κόσμου - άντρες, παιδιά, άρρώστιες, μπουγάδες. Τυχερη στάθηκε, δ Θεός σχωρέσ' τη! Μπi'jκε ή Μαριορη μέ τό δίσκο, χαιρέτησε χαμοβλεπούσα τους προεστούς, στάθηκε μπροστα άπό τόν άρχοντα. Χλωμή, μεγαλομάτα, γαϊτανοφρύδα, μέ δυό χοντρές πλεξουδες καστανά μαλλιά, τυλιμένες στεφανωτά γύρα στό κεφάλι. Γέμισε δ γεροάρχοντας τρουλωτα τό κουταλάκι του γλυκό βύσσινο, κοίταξε την κοπέλα, σήκωσε τό ποτήρι. - Στις χαρές σου, Μαριορή μου, εύκήθηκε δ γιός μου βιάζεται. ΤΗταν άρραβωνιασμένη ή παπαδοπούλα μέ τόν μοναχογιό του τό Μιχελή, και δ παπάς καμάρωνε που θά 'κανε τέτοιο συμπεθεριό και θά 'πιανε γρήγορα άγγόνια. - Δέν μπορω νά καταλάβω γιατί βιάζεται τόσο δ βλογημένος δέν μπορεί, λέει, πιά... πρόσθεσε γελώντας δ άρχοντας κι έκλεισε το μάτι στην κοπέλα.

Κι α()τή κοκκίνισε δ)ς το λαιμό, πλαντοοσε, δέν μπόρεσε νά μιλήσει. - Χαρές νά 'χουμε! ε{πε δ παπα-γρηγόρης, μπαίνοντας με μιά μπουκάλα μοσχάτο κρασί. Μέ τήν ε()κή τοο ΧριστοΟ και τi'jς Παναγιας! "Αγριος, κοτσονάτος, μέ διχαλωτtί γενειάδα κάτασπρη, καλοθρεμμένος, μύριζε λιβάνι και βούτυρο. ΕΤδε τήν κόρη του νά κοκκινίζει καί, γιά ν' άλλάξει κουβέντα: - Πότε μέ το καλό θά παντρέψεις και τήν παρακόρη σου το Λενιό; ρώτησε. ΤΟ Λενιο ήταν μιά άπο τις μπασταρδοποολες που δ άρχοντας ε{χε σκαρώσει με τις παραδουλεοτρες του. Τήν ετχε άρραβωνιάσει με τον ημερο πιστό τσοπάνη του, τό Μανολιό, και τήν ετχε άρχοντικά προικίσει μ' fva κοπάδι πρόβατα, που τά 'βοσκε δ Μανολιος στο άντικρινο βουνό τi'jς Παναγιας. - "Αν θέλει δ Θεός, άποκρίθηκε, αύτές τις μέρες τό Λενιό, λέει, βιάζεται. Βιάζεται τό καλορίζικο σηκώθηκε, μαθές, τό βυζί του καί θέλει νά βυζάξει γιό. «Μάης μπαίνει, μοο 'πε προχτές, Μάης μπαίνει, άφεντικό, και πρέπει νά βιαστοσμε.» Γέλασε πάλι καλόκαρδα, τά προγούλια του σείστηκαν. - Τό Μάη ε{πε, παντρεύουνται τά γαϊδούρια, fχει δίκιο τό Λενιό πρέπει νά βιαστοομε. 'Aνθρc7>πoι ειναι κι αύτοί, και ας ειναι και φαμέγοι. - Καλός ετναι δ Μανολιός, fκαμε δ παπάς καλά θά ζήσουν. - Τόν άγαπlb κι αύτόν σάν παιδί μου, ειπε δ άρχοντας. 'Όταν πέρασα άπό το μοναστήρι τοο Άι-Παντελεήμονα, τόν ειδα, θά 'ταν δεκαπέντε xpovlbv, έφερε τό δίσκο στό ήγουμενικό νά μέ καλωσορίσει. ΤΗταν άληθινος άγγελος, μονάχα οι φτέρουγες τοο 'λειπαν. Τόν πόνεσε ή ψυχή μου. Κρίμα, ετπα, τέτοιος λεβέντης νά μαραζώσει στο μοναστήρι, σά μουνοοχος. lli'jya στό κελι τοο γέροντά του, τοο πάτερ Μαναση. Κείτουνταν χρόνια παράλυτος. «Γέροντά μου, τοο κάνω, μιά χάρη θά σοο ζητήσω κι αν μοο τήν κάμεις, θά χαρίσω μιάν άσημένια καντήλα στό μοναστήρι. - Τό Μανολιό μονάχα μη μοο ζητήσεις, ειπε δ Μανασής. - 'Ίσια ίσια, αυτόν θέλω, γέροντά μου νά τόν πάρω στη δούλεψή μου.» Άναστέναξε δ γέροντας. «Τόν fxro σάν παιδί μου, ετπε, παράπονο δέν έχω μαζί του. ΕΙμαι άνήμπορος κι έρημος, δεν έχω άλλη συντροφιά κάθε βράδυ τοο κουβεντιάζω γιά τους άσκητές και τους άγιους μαθαίνει κι αύτός, περνάει και μένα ή ώρα μου. -" Ασ' τον, γέροντα, νά μπει στόν κόσμο, νά κάμει παιδιά, νά ζήσει κι άμα σιχαθει

τη ζωή, καλογερεύει.» Με τά πολλά, τόν κατάφερα και τόν πηρα' και τώρα τοί\ δίνω τό Λενιό' ή ωρα ή καλή! - Θά σοί\ κάμει κι αγγόνια... ειπε δ γερο-λαδας χιχιρίζοντας με κακία και πηρε στή μύτη τοί\ κουταλιοο του fva βύσσινο, τό μασούλισε, ήπιε μιά ρουφιά μοσχάτο, ευκήθηκε: - Kαλd κέρδη τα στις δουλειές μας, ό Θεός νά βάλει τό χέρι του νά μην πεθάνουμε της πείνας. Τ' αμπέλια και τά σπαρτά έφέτο δεν ειναι καλά, θά χαθοί\με. - 'Έχει δ Θεός, αποκρίθηκε με την αγριοφωνάρα του ό παπάς, εχει ό Θεός, γερο-λαδα μου, κουράγιο. Σφίξε τη ζώνη σου, μην κάνεις κατάχρησες, τό πολυ φαί βλάφτει. Κι άσε και τά χουβαρνταλίκια, μή σκορπας ετσι τό βιός σου στους φτωχούς. Ξέσπασε στά γέλια δ άρχοντας, τό σπίτι σείστηκε. - Κάμετε έλεημοσύνη, χριστιανοί, ό γερο-λαδας πεθαίνει της πείνας! κλαψούρισε άπλώνοντας ζητιάνικα την παχιά του χερούκλα. 'Ακούστηκε περπάτημα βαρύ, ή σκάλα ετριξε. - Κατάφτασε κι δ καπετάν Φουρτούνας, δ γερο-λύκος, εκαμε δ παπάς και σηκώθηκε νά τοί\ ανοίξει την πόρτα. Στάσου, Μαριορή μου, μή φεύγεις, νά τόν κεράσουμε. Πάω νά τοί\ φέρω fva νεροπότηρο και τη ρακή' αυτός τό κρασί δεν τό καταδέχεται. Κοντοστάθηκε ό καπετάνιος απόξω από την πόρτα, νά πάρει ανάσα' μπηκε γελαστός, μά ό Ιδρώτας ετρεχε από τό κούτελό του. Πίσω του πρόβαλε λαχανιασμένος δ δάσκαλος, που εlχε τρέξει νά τόν προφτάσει' κρατοί\σε στό χέρι τό σκοί\φο του κι Kανε άέρα. τη στιγμή έκείνη πρόβαλε κι ό παπάς με τη ρακή. - Χριστός ανέστη, παλικάρια! εlπε ό καπετάνιος στους τρείς γέρους. 'Έσφιξε τά χείλια και κάθισε, δσο μποροί\σε πιό σβέλτα, στό μεντέρι. Στράφηκε στην κοπέλα: - Δε θέλω γλυκά και. καφέδες, Μαριορή μου, αυτά 'ναι γιά τις κοκόνες και γιά τους γέρους τό ποτηράκι αυτό, που έσετς τό λέτε νεροπότηρο, με φτάνει' στίς χαρές σου! ειπε και τό κατέβασε μονορούφι. -Μεγάλη μέρα σήμερα, ειπε δ δάσκαλος ρουφώντας τό καφεδάκι του' σε λίγο θά ' ρθει δ λαός, πρέπει νά βιαστοομε νά πάρουμε απόφαση. Βγηκε εξω ή Μαριορη με τό δίσκο, μαντάλωσε ό παπας ηίν πόρτα. Τό φαρδύ του ήλιοψημένο πρόσωπο πηρε ξαφνικά προφητικό μεγαλείο' κάτω από τά πυκνά του φρύδια τα μάτια του

dστραφταν. 'Έτρωγε καλα δ παπας τουτος, έπινε, χοντρολογουσε Όταν ήταν στα κέφια του, έδερνε Όταν θύμωνε ακόμα καί τώρα, στα γεράματά του, κοίταζε τίς γυναικες και τό αίμα του έβραζε τό κεφάλι του, τό στηθος του, τα νεφρά του ήταν γεμάτα ανθρώπινα πάθη. Μα Όταν εμπαινε στή λειτουργια fι Όταν άπλωνε τό χέρι του να δό)σει τήν εύκή fι να ρίξει τήν κατάρα, ένας άνεμος άγριος της έρήμου φυσουσε απάνω του, κι δ παπα-γρηγόρης, δ φαγάς, δ πιοτής, δ χοντρολόγος, γίνουνταν προφήτης. - ' Αδερφοι πρόκριτοι, είπε με βαρια φωνή, έπίσημη είναι ή μέρα τούτη, δ Θεός μας βλέπει και μας αιcoύει δ,τι θα πουμε στήν κάμαρη τούτη θα τό γράψει στα κατάστιχά του, εχετε το νου σας! Άναστήθηκε δ Χριστός, μα μέσα μας είναι ακόμα σταυρωμένος απάνω στή σάρκα ας τόν αναστήσουμε και μέσα μας, αδερφοί δημογέροντες! Ξέχασε, άρχοντά μου, μια στιγμή τα έπίγεια, καλα βολεύτηκες στα χώματα τουτα έσυ κι ή γενιά σου εφαες, ήπιες καί φίλησες περίσσια, σήκωσε μια στιγμή απάνω απ' Όλα τουτα τ' αγαθα τό νου σου και βόηθα να πάρουμε μιαν απόφαση. Και σύ, γερo-λαδa, ξέχασε, τέτοια έπίσημη μέρα, τα λάδια σου και τα κρασια και τις χρυσες τούρκικες λίρες πού 'χεις στοιβαγμένες στα σεντούκια σου. Σε σένα, δάσκαλε, αδερφέ μου, δεν έχω τίποτα να πω έσένα δ νους σου στέκεται πάντα απάνω άπο φαγια και λίρες χρυσες καί γυναικες, και συντυχαίνει με τό Θεό καί με τήν Έλλάδα μα έσύ, γεροκαπετάνιο άμαρτωλέ, γέμισες τήμαύρη Θάλασσα με τίς ανομίες σου συλλογίσου σήμερα πια τό Θεό και βόηθα καί συ να πάρουμε μια σωστήν άπόφαση. Ό καπετάνιος φουρκίστηκε. - "Ασε τα περασμένα, γέροντα, φώναξε, δ Θεός θα κρίνει! "Αν είχαμε κι έμεις το λεύτερο να μιλήσουμε, θά 'χαμε, θαρρό'>, κάμποσα να πουμε καί για τήν άγιοσύνη σου. - Μίλα, γέροντα, μα νά 'χεις καί τό νου σου σε προεστους μιλίiς! είπε δ άρχοντας ζαρώνοντας τα φρύδια. - Σε σκουλήκους μιλω! φώναξε δ παπας θυμωμένος. Κι έγώ σκούληκας, μή με αντισκόβετε ό λαός, δπου νά 'ναι, ερχεται, και πρέπει νά 'χουμε πάρει άπόφαση. Άκουστε, το λοιπόν: Συνήθεια παλιά, πάππου προσπαππου, στο χωριό μας, κάθε έφtα χρόνια να διαλέγουμε απ' δλους τους χωριανους πέντ' εξι που θα ζωντανέψουν με τα κορμιά τους, σαν ερθει ή Μεγάλη Βδομάδα, τα Πάθη του Χριστου. τα εξι πέρασαν, μπαίνουμε στα έφτά πρέπει σήμερα έμείς, οι κεφαλες του χωριου,

να διαλέξουμε ποιοι άπ' όλους τούς χωριανούς μας ετναι άξιοι να σαρκώσουν τούς τρείς μεγάλους άπόστολους, τον Πέτρο, τον 'Ιάκωβο, τον 'Ιωάννη και ποιός τόν 'Ιούδα τόν Ίσκαριώτη, και ποια τη Μαγδαληνη την πόρνη. Κι άπάνω απ' όλους ποιος - ήμαρτον, Θεέ μου! - θα μπορέσει, κρατώντας όλο τό χρόνο την καρδιά του καθαρή, να παραστήσει το Χριστό τό Σταυρωμένο. Σταμάτησε δ παπας μια στιγμη να πάρει ανάσα βρηκε καιρό δ δάσκαλος κι άρχισε τό καρύδι τοσ λαιμου του ν' ανεβοκατε βα ί νει. - Μυστήριο το λέγαν οι παλαιοί, ετπε άρχιζε την Κυριακη tli'>v Baytli'>V στο νάρθηκα της έκκλησιάς και τέλευε τό Μεγάλο Σάββατο τα μεσάνυχτα, στό περιβόλι, με τοσ Χριστοσ την ανάσταση. ΟΙ ειδωλολάτρες ετχαν τα θέατρα και τα τσίρκα, οι χριστιανοί τα μυστήρια... Μα δ παπα-γρηγόρης τoίj 'κοψε τη φόρα. - Καλά, καλά, ε{πε, τα ξέρουμε, δάσκαλε, άσε με να τελειώσω. τα λόγια γίνουνται σάρκα, βλέπουμε πια με τα μάτια μας, ά:υύίζουμε τα Πάθη τοσ Χριστοσ. Άπ' δλα τα κοντοχώρια μαζεύουνται προσκυνητές και τσαντιρώνουν γύρα άπό την έκκλησια και κλαινε και στηθοδέρνουνται δλη τη Μεγάλη Βδομάδα κι αρχίζουν τέλος τα γλέντια καί τούς χορους με τό Χριστός άνέστη. Πολλα θάματα γίνουνται τις μέρες έκεινες, τα θυμαστε, αδερφοι προεστοί, πολλοι άμαρτωλοί τους παίρνουν τα κλάματα και μετανooίjν, και κάμποσοι νοικοκυραιοι άναθιβάνουν τί άμαρτίες Kαμαν για να θησαυρίσουν κι άφιερώνουν ενα αμπέλι iί ενα χωράφι στην έκκλησιά, να σώσουν την ψυχή τους. 'Ακοσς, γερο-λαδα; - Λέγε, λέγε, γέροντα, κι άσε τις παραπετριές, άποκρίθηκε δ Ύερο-Λαδας νευριασμένος σε μένα αυτα δεν πιάνουν. και να τό ξέρεις. - Μαζευτήκαμε λοιπόν σήμερα να διαλέξουμε, με τη φώτιση τοσ Θεοσ, τους χωριανους που να τους έμπιστευτοσμε τό Ιερό αυτό μυστήριο. Μιληστε λεύτερα ας φανερώσει καθένας τη γνώμη του. μίλησε πρli'>τος, άκoίjμε. - Τόν 'Ιούδα τόν εχουμε! πετάχτηκε κι ετπε δ καπετάνιος. Καλύτερο δέ θα βρoίjμε, τόν Παναγιώταρο τό Γυψοφά. ΕΙναι άγριάνθρωπος, βλογιοκομμένος, χεροδύναμος, σωστός ουραγκοτάγκος χω ενα τέτοιον δει στην Όντέσσα και το σπουδαιότερο: χε\ τα γένια και τα μαλλια που χρειάζεται: κατακόκκινα, Αρχοντά μου, ετσαι δ πρli'>τoς δημογέροντας,

το\) διαόλου. - Δεν είναι ή σειρά σου, καπετάνιο, είπε ό παπας με αύστηρότητα μη βιάζεσαι, άλλοι έχουν τα πρωτεία λοιπόν, άρχοντά μου; - τι να σο\) πώ, γέροντα, αποκρίθηκε ό άρχοντας έγω fva μονάχα πράμα θέλω: να βάλετε τό γιό μου τό Μιχελη να κάνει τό Χριστό. - Δε γίνεται, ξέκοψε τσεκουράτα ό παπάς δ γιός σου είναι άρχοντόπουλο και πολλό: παχύς, καλοθρεμμένος, καλοζωισμένος κι ό Χριστός ήταν φτωχός κι άδύνατος. Δεν ταιριάζει, καί να με συμπαθας. Κι έπειτα, είναι ό Μιχελης για τέτοιο δύσκολο έργο; Θα μαστιγωθεί, θα το\) βάλουν άκάνθινο στέφανο, θα τόν άνεβάσουν στό σταυρό, ό Μιχελης δε θα βαστάξει, θες ν' αρρωστήσει; - ΚαΙ τό σπουδαιότερο, πετάχτηκε πάλι ό καπετάνιος, δ Χριστός ήταν ξανθός, κι δ Μιχελης εχει μα\)ρα καραμπογια μαλλια και μουστάκια. - τη Μαγδαληνη την εχουμε, είπε κι δ Λαδας χιχιρίζοντας, τη χήρα την Κατερίνα. "Ολα τά 'χει ή κολασμένη' και πόρνη είναι, και δμορφη, και μακρια μαλλια εχει τετράξανθα, της φτάνουν &ς τα γόνατα. την είδα μια μέρα να χτενίζεται στην αύλή της, φτου να χαθεί, και Μητροπολίτη μπορεί ' να κολάσει! 0 καπετάνιος άνοιξε τό στόμα να πεί πάλι καμια χοντράδα, μα δ παπας τόν αγριοβλεφάρισε κι δ σπανός κατάπιε τη γλώσσα του. - τους κακους τους βρίσκουμε ε()κολα, εκαμε δ παπάς, τόν 'Ιούδα, τη Μαγδαληνή' μα τους καλούς; Έδώ σας θέλω! Πρέπει, θαρρώ, να κάμουμε αβαρία. Πο\) να βρot:ίμε - ημαρτον, Κύριε! - άνθρωπο να μοιάζει το\) Χριστο(j; Μα πάνω κάτω ας είναι να to(j μοιάζει λίγο σωματικά. Έγω μέρες και βδομάδες τό κλώθω στό VO(j μου και νύχτες πολλες δεν κοιμήθηκα. Μά, μο(j φαίνεται, ό Θεός με λυπήθηκε, βρf\κα. - Ποιόν; εκαμε δ γερο-άρχοντας πικαρισμένος' γιά ν' άκούσουμε. - Με την ιtδειά σου, άρχοντά μου, ναν άνθρωπο δικό σου, που τόν αγαπάει κι ή άφεντιά σου, τόν τσοπάνη σου τό Μανολιό! Είναι ήσυχος, γλυκομίλητος, ξέρει τα γραμματάκια του - παλιό καλογεροπαίδι, μαθες - εχει και μπλάβα μάτια κι ενα γενάκι ξανθό σαν τό μέλι. Ετσι ζωγραφίζουν και τό Χριστό. Κι είναι και θεοφοβούμενος κάθε Κυριακή κατε-

βαίνει άπό τό βουνό για ν' άκούσει τη λειτουργιά, κι όσες φο ρές μετάλαβε και τόν ξομολόγησα, δεν του βρηκα ψεγάδι. - Είναι μια στάλα άλαφροίσκιωτος, τσίριξε δ γερο-λαδάς βλέπει φαντάσματα. - Καλό είναι αύτό, βεβαίωσε δ παπάς, να μου τό θυμάστε. Ή ψυχη νά 'ναι καθαρή! - Κι άντέχει να φάει ξύλο, να τόν άγκυλώσουν τ' άγκάθια και να σηκώσει τό σταυρό. Κι είναι και βοσκός, καλό κι αύτό βοσκός είναι 1C1. δ Χριστός στ' ανθρώπινα κοπάδια, είπε κι δ δάσκαλος. - του δίνω την άδεια, είπε δ άρχοντας, άφου συλλογίστηκε κάμποσην ώρα μα δ γιός μου; - Αύτός κάνει για Ίωάννης, είπε δ παπας μ' ενθουσιασμό. Εχει ό,τι χρειάζεται: παχύς, άφράτος, μαυρα μαλλιά, μάτια άμυγδαλωτά, άπό καλό σπίτι, τέτοιος ήταν κι δ άγαπημένος μαθητής. - Για 'Ιάκωβος, ετπε δ δάσκαλος κοιτάζοντας δειλα τόν άδερφό του τόν παπά, καλός μου φαίνεται, δεν μπόρεσα να βρlb καλύτερον, δ Κωσταντής δ καφετζής: είναι άγριωπός, ξερα κιανός, άγουρομίλητος και πεισματάρης ετσι παρασταίνουν και τόν άπόστολο Ίάκωβο. - Κι εχει και μια γυναίκα πού του ψήνει τό ψάρι στα χεί λια, είπε, πάλι δ καπετάνιος. 'Ήταν παντρεμένος κι δ άπόστολος, τί λές, σοφολογιότατε; - Μ ήν παίζεις με τα Ιερά, άθεόφοβε! φώναξε δ παπας νεu ριασμένος. Δεν είσαι στό καράβι σου να χοντρολογάς με τούς μούτσους έδlb είναι μυστήριο. Ό δάσκαλος πηρε κουράγιο. - Πέτρος καλούτσικος, είπε, μου φαίνεται δ πραματευτηι; δ Γιαννακός: στενό μέτωπο, κατσαρα γκρίζα μαλλιά, κοντο πίγουνος, θυμώνει και ξεθυμώνει, άνάβει και σβήνει εσκολα σαν τήν ίσκα μα είναι καλη καρδιά. Καλύτερον Πέτρο δε βρίσκω στό χωριό μας. - Λίγο κλεφταράκος, είπε δ άρχοντας κουνώντας τη βαρια κεφάλα. Μα εμπορος είναι, τί περιμένεις; Δεν πειράζει. - Λένε, σούριξε πάλι δ γερo-λαδaς, πώς αύτός σκότωσε τη γυναίκα του. Τήν εσκασε. - Ψέματα, ψέματα! φώναξε δ παπάς εμένα να ρωτάτε! WΕφαε Τι μακαρίτισσα μια μέρα άπό τή λαιμαργία της ενα κιου πάκι αιμα ροβίθια κι υστερα την επιασε δίψα, ηπιε, ηπιε νερό μια λαγήνα, διψουσε Τι κακομοίρα, πρήστηκε κι εσκασε. Μ ήν

κριματίζεσαι, γερο-λαδal - Καλα να πάθειl ετπε δ καπετάνιος αύτα κάνει το νερό, aς επινε ρακή. - Θέμε ακόμα εναν Πιλάτο κι εναν Καίάφα, ετπε δ δάσκα λος ζόρικο μου φαίνεται να βρουμε. - Καλύτερον Πιλάτο από την εύγενία σου, άρχοντά μου, δε θα βρουμε, εκαμε γλυκαίνοντας τη φωνή του δ παπάς. Μ η ζαρώνεις τα φρύδια, δ Πιλάτος ή ταν μέγας άρχοντας κι αύτος κι ε{χε το παράστημά σου: άρχοντάνθρωπος, καλοθρεμμένος, καλοπλυμένος, με προγούλια. Και καλός άνθρωπος εκαμε δ,τι μποροϋσε να σώσει το Χριστο και στο τέλος είπε: «Πλένω, ξεπλένω τα χέρια μου» κι έτσι γλίτωσε άπο το κρίμα. Δέξου, άρχοντά μου, και θα δώσουμε μεγαλείο στο μυστήριο. Φαντά σου τί δόξα για το χωριό μας και τί κόσμος θα κουβαληθεί σα μαθευτεί πως δ μέγας άρχοντας Πατριαρχέας θα κάνει τον Πιλάτο! Ό άρχοντας χαμογέλασε με καμάρι, άναψε το τσιμπούκι το\) και δε μίλησε. - Καϊάφα περίφημο κάνει δ γερο-λαδaςl πετάχτηκε πάλι δ καπετάνιος. Καλύτερο Καϊάφα που θα βρουμε; του λόγου σου, γέροντα, πού ζωγραφίζεις κιόλα, δε μου λες πioς τον στο ρουνε τον Καϊάφα στα κονίσματα; - Μα... έκαμε δ παπας ξεροκαταπίνοντας, άπάνω κάτω σαν το γερο-λαδa. Πετσ!. και κόκαλο, λιυδοτάμπαρο, με βουλιαγμένα μάγουλα, με κίτρινη μύτη..., - ΚαΙ το μουστάκι του ετχε τριχοφά; ρώτησε πάλι το πει ραχτήριο δ καπετάνιος. ΚαΙ δεν έδινε μήτε του άγγέλου το\) νερό; ΚαΙ κρατουσε τα παπούτσια του στην άμασκάλη γιά νά. μην καταλυθουν οι σόλες; - Θά φύγω! φώναξε δ Λαδaς, και πετάχτηκε ciπο το. μεν τέρι. Νά μπείς του λόγου σου, καπετάν Σπανομαρίαl Δέ χρεια ζόμαστε κι ενα σπανό; - Έγω θ' ciπομείνω ρεζέρβα, ετπε δ καπετάνιος γελώντας κι lkavs πως εστριβε το μουστάκι του. Μπορεί, μαθές, στο χρόνο ciπάνω, άνθρioποι είμαστε, γέροι είμαστε, ενας άπο τούς δυό σας, του λόγου σου, μουστακαλη Λαδa, γιά Τι ciφεντιά του δ Πιλάτος, να τινάξετε τα πέταλα και τότε έγω θα πάρω ττ) θέση του, να μη χαλάσει τό μυστήριο. - Να βρείτε dλλoν Καϊάφα, αύτο πού σaς λέω! ξεφώνισε δ γερο-έξηνταβελόνης έχω και νά ποτίσω, θα φύγωl Κα! τράβηξε κατά την πόρτα Μά δ παπάς με μιά δρασκελιά

στάθηκε στήν πόρτα κι άπλωσε τά χέρια. - Ποϋ πας, ετπε, ερχεται ό λαός,. δε θά φύγεις δέ θά γίνουμε ρεζίλι! Κι Gστερα πιο μαλακά: - Πρέπει νά κάμεις μιά θυσία καί το\} λόγου σου, κυρ προεστέ. Συλλογίσου καί τήν Κόλαση. Πολλά σου κρίματα θά συχωρεθοϋν αν μας βοηθήσεις στο θεάρεστο αυτο εργο μας. Καλύτερον Καϊάφα δε θά βροϋμε, μήν άντιστέκεσαι. 0 Θεός θά τό γράψει στά κατάστιχά του. - Καϊάφας έγω δε γίνουμαι! φώναξε ό γερο-λαδας κατατρομαγμένος. Νά βρείτε άλλον! Και τά κατάστιχα που λές... Μά δεν πρόλαβε νά τελέψει το λόγο του' άνέβαιναν κιόλα τή σκάλα οί χωριανοί, κι ό παπάς ξεμαντάλωσε τήν πόρτα. - Χριστός άνέστη! χαιρέτησαν μιά δεκαριά χωριανοί, φέρνοντας τις άπαλάμες στό στήθος, ύστερα στά χείλια, Gστερα στό κούτελο, και παρατάχτηκαν όρθιοι τοίχο τοίχο. - Άληθιος άνέστη! άπηλογήθηκαν οι προεστοι και ταχτοποιήθηκαν άπάνω στό μεντέρι σταυροπόδι. 'Έβγαλε τήν ταμπακέρα του ό άρχοντας και τήν εδωκε νά στρίψουν τσιγάρο. - Πήραμε άπόφαση, παιδιά μου, εκαμε δ παπάς ηρθατε ά πάνω στήν ώρα, καλιος δρισατε! Χτύπησε τά παλαμάκια, 1'ίρθε ή Μαριορή. - Μαριορή, ετπε, κέρασε τά παλικάρια' και φέρε κι άπό ενα κόκκινο αυγό τοσ καθενός γιά τό Χριστός άνέστη! -Ήπιαν, φούχτωσαν καθένας τό κόκκινό του αυγό, περίμεναν. - Παιδιά μου, άρχισε δ παπάς χαδεύοντας τή διχαλωτή γενειάδα του' σας ξήγησα χτές, μετά τή λειτουργία, τι σας θέλουμε. Μεγάλο μυστήριο ετναι νά γινει τό ερχόμενο Πάσχα στο χωριό μας, και πρέπει όλοι, μικροι μεγάλοι, νά δώσουμε χέρι. Θυμαστε δλοι σας, πριν άπό εξι χρόνια, τι Μεγάλη Βδομάδα 1'ίταν εκείνη. τι κλάματα που ξέσπασαν στο νάρθηκα, τί σπαραχτικά μοιρολόγια' κι Gστερα, τήν Κυριακή της Άνάστασης, τι χαρές 1'ίταν εκείνες, τι λαμπάδες άναμμένες, τι άγκάλες άνοιχτές, πιος πιαστήκαμε δλοι στο χορό, ψέλναμε τό «Χριστός άνέστη εκ νεκριον» κι είχαμε γινει δλοι άδέρφια! Τέτοια, κι άκόμα καλύτερα, πρέπει νά γίνουν, το χρόνο που μας ερχεται, τά Πάθη κι ή Ανάσταση τοϋ Χριστοϋ. Ε{στε σύμφωνοι, άδερφοι; - Σύμφωνοι, γέροντά μου! άπokρiθηkαν δλοι με μιά φωνή' με τήν εόκή σουl - Με τήν εόκή το\} Θεο\}1 ειπε ό γέροντας και σηκώθηκε.

Διαλέξαμε οι προεστοί ποιοί άπό τούς χωριανούς θά σαρκώ σουν έφέτο τα Πάθη το() Χριστο\), ποιοι θα γίνουν απόστο λοι, ποιοι Πιλάτος και Καϊάφας και ποιός Χριστός. Στ' όνομα το\) Θεο() ζύγωσε, Κωσταντή! Ό καφετζης δίπλωσε την ποδιά του, κάρφωσε την άκρα της στο πλατύ κόκκινο ζωνάρι του, ζύγωσε. - Έσένα, Κωσταντή, διαλέξαμε οι προεστοί να κάνεις τόν 'Ιάκωβο, τόν αύστηρό αδερφό του 'Ιησου. Μεγάλο βάρος, θεϊκό, καί πρέπει να το σηκώσεις τιμημένα, να μην ντροπιάσεις τον απόστολο. Πρέπει να γίνεις, από σήμερα καί πέρα, Κω σταντή, καινούριος άνθρωπος καλός εισαι, μα να γίνεις καλύ τερος. Πιο τίμιος, πιο γλυκομίλητος, πιο ταχτικός στην έκκλη σιά. Να βάνεις πια λιγότερο κριθάρι στον καφέ, να μην ανα κατεύεις τ' αποπιοτίδια με το κρασί πού πoυλaς, να μην κόβεις το λουκούμι στη μέcη, να το πoυλaς για αλάκερο. Κι εχε το νο\) σου να μην ξαναδείρεις τη γυναίκα σου, γιατί από σήμερα και πέρα δεν εισαι μονάχα δ Κωσταντής, παρα κι δ Ίάκωβος, κατάλαβες; Κατάλαβα να λές. - Κατάλαβα, αποκρίθηκε δ Κωσταντης καταντροπιασμένος κι άποτραβήχτηκε στόν τοίχο. 'Έκαμε να πεί: «Δε δέρνω έγώ τή γυναίκα μου, αύτή με δέρνει», μα ντράπηκε. - που 'ναι δ Μιχελής; ρώτησε δ παπάς τόν έχουμε ανάγκη. - Κοντοστάθηκε στην κουζίνα και κουβεντιάζει με την κόρη σου, αποκρίθηκε δ Γιαννακός.. - "Ας πάει fνας να τον φωνάξει ζύγωσε τώρα το() λόγου σου, κύρ Γιαννακό! Ό πραματευτής έκαμε fνα βημα, φίλησε τό χέρι του παπ/!. - Σε σένα, Γιαννακό, επεσε δ βαρυς κληρος να κάνεις τόν απόστολο Πέτρο. Τό νο\) σου! Λησμόνησε τόν παλαιον άν θρωπο, βάφτισμα ειναι τουτο μυστικό, βαφτίζεται δ δο()λος το\) Θεου Γιαννακός καί γίνεται απόστολος Πέτρος! πα.ρε τό Εύαγγέλιο, ξέρεις λίγα γραμματάκια, έκεί θα δείς τί ήταν δ Πέτρος, τί ετπε, τι έκαμε, θα σο\) αρμηνεύω κι εγώ. Στραβόξυλο ετσαι και το\) λόγου σου, Γιαννακό, μα εχεις καλη καρδιά ξέ χασε τα περασμένα, κάμε τό σταυρό σου, άνοιξε καινούρια στράτα, έμπα στη στράτα το\) Θεο\): να μην κλέβεις πια στο ζύγι, να μήν πουλάς τόν KOUKO για αηδόνι, να μην ανοίγεις πια τα γράμματα και να διαβάζεις τα μυστικα τι'ilν ανθρώπων. "Ακοης; Άκούω κι όπακούω, να λές. - Άκούω κι όπακούω, γέροντά μου, αποκρίθηκε δ Γιαννα-

κος κι άποτραβήχτηκε γρήγορα γρήγορα στόν τοίχο. Φοβήθηκε μην άρχίσει δ διαολόπαπας και τα βγάλει όλα του τ' άπλυτα στη φόρα. Μά δ παπάς τόν λυπήθηκε, σώπασε' κι δ Γιαννακός τότε πηρε κουράγιο: - Γέροντά μου, είπε, μια χάρη σου ζητ&. Θαρρώ πως μέσα στό Ευαγγέλιο εχει κι ενα γαϊδουράκι. Οταν μπηκε, θαρρ&, στην Ίερουσαλημ δ Χριστός τη μέρα τών Βαγιών, τό καβαλίκευε. Χρειαζόμαστε τό λοιπόν κι ενα γαϊδουράκι' το γαϊδουράκι αυτό νά 'ναι το δικό μου. - 'Άς γίνει το θέλημά σου, Πέτρο, να μπεί και το γαϊδουράκι σου, άποκρίθηκε δ παπάς, κι ολοι εσπασαν στα. γέλια. τη στιγμη έκείνη μπηκε.. δ Μιχελής παχύς, άφράτος, ροδοκόκκινος, μ' εναν κατιφέ στο αότί του, μ' ενα χρυσο άρραβώνα στο δάχτυλο. ΤΗταν βουτημένος στην τσόχα και στο άτλάζι καί τα μάγουλά του εκαιγαν' είχε άγγιξει τώρα να τό χέρι της Μαριορης κι άκόμα α.ποκρατουσε τη φλόγα. - Καλώς τον κανακάρη μας τό Μιχελή, είπε δ γέροντας καμαρώνοντας το μελλούμενο γαμπρό του' εσένα, με μιά φωνή, διαλέξαμε νά σαρκώσεις τόν άγαπημένο μαθητη του ΧριστοΟ, τόν 'Ιωάννη. Τιμη μεγάλη, χαρα μεγάλη, Μιχελή μου' έσύ θά cncύβεις στον κόρφο τοο ΧριστοΟ και θα τον παρηγοριϊς έσύ θα τον άκολουθήσεις, ό'ις την τελευταία στιγμή, στο σταυρό, ένώ οι επίλοιποι μαθητές θά 'χουν σκορπίσει' και σε σένα θά έμπιστευτεί δ Χριστός τη μάνα του. - Με την ευκή σου, γέροντά μου, είπε δ Μιχελης καί κοκκίνισε ευχαριστημένος άπό μικρός καμάρωνα τόν άπόστολο αυτόν στα κονίσματα, ήταν νέος, όμορφος, γεμάτος γλύκα, και μοο αρεσε' ευχαριστιυ>, γέροντά μου. 'Έχεις καμιά παραγγελιά νά μοσ κάμεις; - Καμιά, Μιχελή μου' ή ψυχή σου είναι αθώα περιστερά, ή καρδιά σου γεμάτη άγάπη' δε θα. ντροπιάσεις τόν άπόστολο, fχε την ευκή μου! - Τώρα πρέπει νά βρουμε και τον 'Ιούδα 'Ισκαριώτη, είπε, κι έρευνοοσε με τό άρπαχτικό του μάτι τούς χωριάτες εναν εναν. Κι αυτοί άνατρίχιαζαν νιώθοντας τό άγριο μάτι απάνω τους. «Βόηθα, Θεέ μου, μουρμούριζε καθένας, δε θέλω, δε θέλω 'Ιούδας!» ΤΟ μάτι του σταμάτησε στά κόκκινα γένια τοο Γυψοφα. - Παναγιώταρε, άκούστηκε ή φωνη τοο παπα, γιά ζύγωσε νά σοο ζητήσω μιά χάρη! 0 ΠαναΥιώταρος τίναξε τούς ώμους και τό χόντρο σβέρ-

κο, σά βόδι που θέλει νά ξεζευλίσει. Μιά στιγμη τοο ή ρθε νά φωνάξει: «Δεν ερχουμαι!», μά δείλιασε τους προεστούς. - Στους δρίσμούς σου, γέροντα, ειπε και ζύγωσε βαριοπα τώντας σάν άρκούδα. - Βαριά ' 'ναι ή χάρη που θά σοο ζητήσουμε, μά δε θά μliς χαλάσεις χατίρι γιατ!, ας φαίνεσαι τραχυς κι ανάποδος, ή καρδιά σου είναι τρυφερή είσαι πετραμύγδαλο, τσόφλι πέ τρα, μά μέσα κρυμμένο βαθιά το γλυκο μύγδαλο... ΆκοΟς τί λέω, Παναγιώταρε; - Άκούω, δεν είμαι κουφός, αποκρίθηκε, και το βλογιοκομ μένο μουτρο του άναψε. Κατάλαβε τί τον ήθελαν και σιχα{νουνταν τις μαλαγανιές και τά καλοπιάσματα. - Χωρις 'Ιούδα σταύρωση δε γίνεται, έξακολούθησε δ πα πάς, και χωρίς σταύρωση ανάσταση δε γίνεται. Άνάγκη πli σα το λοιπον ενας από τους χωριανους νά θυσιαστει και νά κάνει τον 'Ιούδα. Βάλαμε κληρο κι δ κληρος επεσε απάνω σου, Παναγιώταρε! - 'Ιούδας έγώ δε γίνουμαι! είπε δ Γυψοφάς ξεκομμένα. Εσφιξε τη γροθιά του και το κόκκινο αυγό έσπασε, ήταν μελάτο κα! γέμισε ή φούχτα του κίτρινα ζουμιά. Ό άρχοντας τινάχτηκε σήκωσε τό τσιμπούκι απειλητικά. - τα isστερα του κόσμουl φώναξε δε θά κάνουν δλοι έδθ κουμάντο! Δημογεροντία ετναι έδώ, δεν ειναι χάβρα έβγα λαν οι δημογέροντες απόφαση, τέλειωσε δ λαός πρέπει νά όπα κούει. Ακους, Γυψοφά; - Σέβουμαι τη Δημογεροντία, αντιμίλησε δ Παναγιώταρος, μά μη μου ζητliτε νά προδώσω έγώ το Χριστό δεν το κάνω! 0 άρχοντας φυσουσε, ξεφυσο(ίσε, ήθελε να μιλήσει, μά πλάνταζε δ καπετάνιος βρηκε τρόπο, μέσα στην αναμπουμπού λα, νά ξαναγεμίσει τό νεροπότηρό του ρακή. - Άνάποδος είσαι και ανάποδα παίρνεις τά πράματα, Πα ναγιώταρε, εκαμε δ παπας πολεμώντας να γλυκάνει τη φωνή του. Δε θα τον προδώσεις έσυ το Χριστό, κουτεντέ, μά θα κά μεις τάχατε πώς εισαι δ 'Ιούδας, πώς προδίνεις το Χριστό, γιά να μπορέσουμε κι έμεις νά τον σταυρώσουμε κι isστερα νά τον άναστήσουμε. Χοντρό 'ναι το μυαλό σου, μά βάλε προσοχή, θα καταλάβεις: Γιά να σωθει δ κόσμος, πρέπει να σταqρωθεt δ Χριστός για να σταυρωθει δ Χριστός, πρέπει ενας νά τον προδώσει... Βλέπεις το λοιπον πώς, για να σωθε! δ κόσμος, δ Ίούδας ετναι απαραίτητος πιο απαραίτητος από κάθε dλλoν