ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΗΣ 19 ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1923 1 Περί αναγκαστικών συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χορτονομής. Άρθρον 1. 1. Θεωρούνται και εγγράφονται αναγκαστικώς ως συνέταιροι, υπέχοντες απάσας τας υποχρεώσεις και απολαύοντες όλων των δικαιωμάτων των ιδρυτών συνεταίρων από της συστάσεως του συνεταιρισμού όσοι εκ των κοινωνών δικαιώματος ιδιοκτησίας, είτε υπό μορφήν συγκυριότητος ή συγκατοχής, είτε υπό οιανδήποτε άλλην, αποτελούντες την μειονότητα του όλου αριθμού των κοινωνών δεν είναι εγγεγραμμένοι ως συνεταίροι εις συνεταιρισμούς συσταθέντας ή συνιστωμένους παρά του ημίσεος πλέον ενός τουλάχιστον των εχόντων δικαίωμα προσώπων και αντιπροσωπευόντων το εν τρίτον τουλάχιστον της εκτάσεως και έχοντας ως κύριον ένα ή πλείονα των επομένων σκοπών: α ) Την διαχείρισιν αγροτικής ακινήτου συνιδιοκτησίας. β ) «Την διαχείρισιν κοινής χορτονομής επί ιδιοκτήτων εκτάσεων, ων οι καθ έκαστον ιδιοκτήται έχουσι την ελευθέραν διάθεσιν, καν έτι επί των εκτάσεων τούτων υφίστανται δουλείαι βοσκής, ή ελάσεως ή υδρεύσεως, εφ όσον εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν ο Συνεταιρισμός συνεστήθη ή συνίσταται παρά της κατά τ ανωτέρω πλειονότητος του αθροίσματος των ιδιοκτητών και των δικαιούχων των δουλειών τούτων». γ ) Την διαχείρισιν κοινής χορτονομής, ης η διάθεσις και διαχείρισις γίνεται κατ έθιμον, συμφώνως τω εδαφ. γ του άρθρου 10 του νόμου 641. 2. Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί, οι έχοντες ως δευτερεύοντα ένα των εν τω προηγουμένω εδαφίω σκοπών αναγράφουν υποχρεωτικώς εν τω καταστατικώ των, κατόπιν αποφάσεως της Γεν. Συνελεύσεως, τροποποιούντες αναλόγως και την επωνυμίαν των, ως κύριον μόνον τον σκοπόν τούτον, στερούμενοι άλλως του δικαιώματος της εκπληρώσεως του σκοπού τούτου. Οι προς εκπλήρωσιν ενός ή πλειόνων των σκοπών τούτων συνιστώμενοι συνεταιρισμοί δεν δύνανται να έχωσι τους σκοπούς τούτους ως δευτερεύοντας. με το άρθρο 1, εδάφ.1 με το άρθρο 1, εδάφ.2 Άρθρον 2. 1. Εις τους συνεταιρισμούς διαχειρίσεως συνιδιοκτησίας εγγράφονται ως συνέταιροι οι εκ των μονίμων κατοίκων του χωρίου συγκύριοι του υπό του συνεταιρισμού διαχειριζομένου ή διαχειριστέου κοινού κτήματος ή κοινωνοί του δικαιώματος, εξ ου η περιουσία, εάν έχουν συμπληρώσει το 21 έτος της ηλικίας. Εις τους συνεταιρισμούς διαχειρίσεως κοινής χορτονομής εγγράφονται οι έχοντες τας αυτάς ιδιότητας κύριοι ή κάτοχοι ασκεπών εκτάσεων εντός της κτηματικής περιφερείας του χωρίου κειμένων. 2. Το καταστατικόν δύναται να ορίζη την συμμετοχήν και των μη
μονίμων κατοίκων του χωρίου, εάν έχουν πάντως τας λοιπάς ιδιότητας. 3. Οι λαμβάνοντες ήδη μερίδιον εκ των εισοδημάτων του κοινού κτήματος ή δικαιώματος θεωρούνται ως κεκτημένοι το δικαίωμα ή την υποχρέωσιν να ώσι συνέταιροι μέχρις αποδείξεως του εναντίου. 4. Οι ανήλικοι εκπροσωπούνται δια του ασκούντος την πατρικήν εξουσίαν, οι δε στερούμενοι της ελευθέρας διαχειρίσεως της περιουσίας των δια των νομίμως τούτους εκπροσωπούντων, οίτινες εγγράφονται συνέταιροι υπό την ιδιότητά των ταύτην. 2 Άρθρον 3. 1. Προ της υπό του Υπουργείου εγκρίσεως του καταστατικού αναγκαστικού των κατά το άρθρον 1 συσταθέντων ή συνιστωμένων συνεταιρισμών πρέπει να βεβαιούται ότι οι ιδρυταί αυτών έχουν τας κατά τ ανωτέρω ιδιότητας. Η βεβαίωσις δέον να γίνηται και δια τους υφισταμένους εφ όσον ζητήσουν την κατά τον παρόντα νόμον αναγνώρισιν αυτών ως αναγκαστικών. 2. Εις τον απαιτούμενον αριθμόν δεν συνυπολογίζονται οι εκ των ιδρυτών αποκτήσαντες τας απαιτουμένας ιδιότητας του συγκυρίου κλπ. δια δικαιοπραξίας μεταβιβάσεως εν ζωή προ της παρελεύσεως έτους από της μεταγραφής της πράξεως. 3. Ουδείς συνέταιρος δύναται να αποπεμφθή ή αποχωρήση του συνεταιρισμού, εφ όσον δεν απώλεσε την κυριότητα ή την κοινωνίαν του δικαιώματος. Η βεβαίωσις τούτου γίνεται είτε υπό του Διοικητικού Συμβουλίου είτε υπό του Ειρηνοδίκου κατά την διαστολήν της παραγράφου 3 του επομένου άρθρου. με το άρθρο 2, Άρθρον 4. 1. Η απαιτουμένη κατά την παράγρ. 1 του προηγουμένου άρθρου βεβαίωσις γίνεται παρά του αρμοδίου ειρηνοδίκου ως εξής : 2. Το καταστατικόν του υπό ίδρυσιν συνεταιρισμού μετά των υπογραφών των ιδρυτών, ως και κατάλογος πάντων των κατά την γνώμην των ιδρυτών δικαιουμένων ή υποχρεουμένων εις εγγραφήν εν τω Συνεταιρισμώ προσώπων, κατατίθενται εις το αρμόδιον Ειρηνοδικείον, αντίγραφον δε αυτών εις το γραφείον της κοινότητος. Συγχρόνως τοιχοκολλάται επιμελεία του Ειρηνοδίκου έξωθι του γραφείου της κοινότητος και εις τα δημοσιώτερα μέρη της έδρας της κοινότητος γνωστοποίησις της καταθέσεως και πρόσκλησις των ενδιαφερομένων, όπως εντός 15 ημερών υποβάλωσιν εγγράφως εις τον Πρόεδρον της Κοινότητος τας τυχόν αντιρρήσεις των, όσον αφορά τας ιδιότητας των εν τοις καταλόγοις αναφερομένων προσώπων ή και την τυχόν παράλειψιν εκ του καταλόγου των δικαιουμένων άλλων τυχόν προσώπων ως και όσον αφορά την έκτασιν περίπου. Αι τοιχοκολλήσεις βεβαιούνται δι αποδεικτικού δικαστικού κλητήρος ή της αστυνομίας ή του διδασκάλου του χωρίου. 3. Ο Πρόεδρος της κοινότητος υποχρεούται να δίδη απόδειξιν παραλαβής των αντιρρήσεων, να υποβάλη δε πάσας εις τον οικείον Ειρηνοδίκην άμα τη παρελεύσει της άνω δεκαπενθημέρου Προσθήκη με το άρθρο 3, εδάφ.1
προθεσμίας. Συγχρόνως δε δια πράξεώς του τοιχοκολλουμένης ως ανωτέρω υποχρεούται να γνωστοποιήση την ημέραν της υποβολής και κατάλογον των υποβαλόντων αντιρρήσεις, ως και κατά τίνος στρέφονται αύται. Οι ενδιαφερόμενοι δύνανται και προφορικώς να αναπτύξουν τας απόψεις των ενώπιον του Ειρηνοδίκου, ο οποίος κρίνει άνευ δικονομικών διατυπώσεων και εκδίδει την απόφασίν του εντός ενός το πολύ μηνός, αφ ης περιήλθον αυτώ αι υπό του προέδρου της κοινότητος υποβληθείσαι ενστάσεις. 4. Κατά τον αυτόν τρόπον εξακριβούται το δικαίωμα ή η υποχρέωσις του να εγγραφώσι συνέταιροι οι το πρώτον τυχόν αποκτώντες τας απαιτουμένας ιδιότητας μετά την έγκρισιν του καταστατικού, εφ όσον τούτο δεν αποδεικνύεται δια δημοσίου εγγράφου. Άλλως την εγγραφήν ενεργεί το Διοικητικόν Συμβούλιον και εν αρνήσει τούτου ο Ειρηνοδίκης, τα έργα όμως του Προέδρου της κοινότητος εκτελεί ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, υποκείμενος επί παραλείψει εις τας κατά την επομένην παράγραφον ποινάς. 5. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συνεταιρισμού υποχρεούται επί ταις καθωρισμέναις δια του νόμου 602 επί παραβάσει των καθηκόντων του ποιναίς να αιτήσηται παρά του Ειρηνοδίκου να αποφασίση εντός του προτελευταίου μηνός εκάστης χρήσεως περί των τυχόν διαγραπτέων ως και περί επανεξετάσεως αιτήσεως περί εγγραφής μη γενομένης δεκτής κατά το παρελθόν. 6. Αι αποφάσεις του Ειρηνοδίκου είνε οριστικαί και ανέκκλητοι εντός της αυτής λογιστικής χρήσεως, δεν προδικάζουν δε περί της υπάρξεως ή μη του δικαιώματος, ει μη καθόσον αφορούν την συμμετοχήν εις τον συνεταιρισμόν. 3 Άρθρον 5. Οι ως άνω αναγκαστικοί συνεταιρισμοί δεν δύνανται να συνιστώνται με αλληλέγγυον απεριόριστον ευθύνην. Η αλληλέγγυος ευθύνη εκάστου συνεταίρου οριζομένη δια του καταστατικού δεν δύναται να είνε ανωτέρα της αξίας του μεριδίου εν τη συνιδιοκτησία. Άρθρον 6. 1. «Δια Διατάγματος εκδιδομένου μετά γνωμοδότησιν του παρά τω Υπουργείω Γεωργίας Συμβουλίου Συνεταιρισμών εφ όσον λειτουργεί τοιούτον, δύναται να ορισθή η αναλογία των ψήφων ας έκαστος συνεταίρος ή ομάς συνεταίρων έχει εις τας γενικάς Συνελεύσεις εν σχέσει προς την αντιπροσωπευομένην υπ αυτών έκτασιν, εντός μεγίστου και ελαχίστου ορίου εκτάσεως και ψήφων, ως και ο τρόπος της εκπροσωπήσεως της τοιαύτης ομάδος. 2. Δεν δικαιούνται ψήφου οι αποκτήσαντες τας ιδιότητας του συνεταίρου δια δικαιοπραξίας μεταβιβάσεως εν ζωή προ της παρελεύσεως έτους από της μεταγραφής της πράξεως. με το άρθρο 3, εδάφ. 2 με το άρθρο 3, παρ. 1 του Ν.Δ. 21.4.1926 Άρθρον 7. Αι πρόσοδοι των κατά το εδαφ. γ του άρθρου 1 του παρόντος συνιστωμένων συνεταιρισμών διαχειρίσεως κοινής χορτονομής δια
μετατροπής των κατά το εδαφ. γ του άρθρου 10 του νόμου 641 νομικών προσώπων διατίθενται προς σκοπούς κοινωφελείς παρεμφερείς προς τους μέχρι της συστάσεως αυτού επιδιωκομένους συμφώνως προς τας διατάξεις του καταστατικού, εν ελλείψει δε τοιούτων προς αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων, αποκλειομένης της διανομής αυτών μεταξύ των ιδιοκτητών ή της διαθέσεως εις έργα της αποκλειστικής ωφελείας τούτων. Αι διατάξεις του άρθρου 7 του Ν.Δ. της 11/19 Ιουλίου 1923 «περί αναγκαστικών συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χορτονομής» θεωρούνται και είναι συνταγματικού χαρακτήρος και περιεχομένου. Άρθρο 9 του Ν. 1859/1944 4 Άρθρον 8. 1. Άμα τη συστάσει συνεταιρισμών διαχειρίσεως συνιδιοκτησίας, αι τυχόν υφιστάμεναι επιτροπαί διαχειρίσεως της αυτής συνιδιοκτησίας, υποχρεούνται να παραδώσωσι εις το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συνεταιρισμού πάσαν την διαχείρισιν αυτών μεθ όλων των σχετικών δικαιολογητικών και απολογισμού. Την αυτήν υποχρέωσιν έχουσι και αι επιτροπαί απέναντι συνεστημένων ήδη τοιούτων συνεταιρισμών. «Ως τοιούτοι συνεταιρισμοί θεωρούνται και οι ήδη συνεστημένοι εφ όσον συνεκέντρωσαν την πλειοψηφίαν των ιδιοκτητών μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος». 2. Επί τυχόν αρνήσει, ταύτα κατάσχονται διοικητικώς και παραδίδονται εις το Διοικητικόν Συμβούλιον, του Συνεταιρισμού, οι δε αρνούμενοι την παράδοσιν τιμωρούνται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή με χρηματικήν ποινήν μέχρι 10.000 δραχμών ή με αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εφ όσον δεν συντρέχει άλλη βαρυτέρα κολάσιμος παράβασις. Προσθήκη με το άρθρο 4 Άρθρον 9. Κατά τα λοιπά ισχύουν και δια τους συνεταιρισμούς τούτους αι διατάξεις του νόμου 602 «περί συνεταιρισμών», ως ετροποποιήθη δια μεταγενεστέρων νόμων, εφ όσον δεν αντίκεινται εις τας παρούσας διατάξεις. «Τας λεπτομέρειας της εφαρμογής του παρόντος ως και τον τρόπον της διεξαγωγής της διαχειρίσεως των κατά τα ανωτέρω αναγκαστικών συνεταιρισμών της σχετιζομένης με την εκμίσθωσιν η εκποίησιν πραγμάτων της συνιδιοκτησίας ως και με την εκ των προσόδων αυτής εκτέλεσιν έργων κοινωφελών θέλει κανονίσει εφ άπαξ εκδιδόμενων προτάσει του επί της Γεωργίας Υπουργού Π. Διάταγμα». με το άρθρο 3, παρ. 2 του Ν.Δ. 21.4.1926 Άρθρον 10. Επί ακινήτων συνιδιοκτησιών η κοινών χορτονομών προκειμένης περιπτώσεως, καθ ην ούτε ή πληρεξούσιος διαχειριστική επιτροπή δύναται να συγκεντρώση την κατ έθιμον απαιτουμένην πλειοψηφίαν των συνιδιοκτητών η κοινωνών του Προσθήκη με το άρθρο 2 του Ν.Δ. 21.4.1926
δικαιώματος, αλλ ούτε και κατέστη δυνατή δια τον αυτόν λόγον και η κατά τας διατάξεις του παρόντος συγκρότησις αναγκαστικού συνεταιρισμού, ο Υπουργός της Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, μετά πρότασιν του οικείου Επόπτου των Συνεταιρισμών και σύμφωνον γνώμην του Νομικού Συμβούλου του αυτού Υπουργείου, δύναται δια πράξεώς του να διορίση πενταμελή προσωρινήν διαχειριστικήν επιτροπήν, η οποία διαχειρίζεται την συνιδιοκτησίαν η κοινήν χαρτονομήν μέχρι της συγκροτήσεως αναγκαστικού συνεταιρισμού η συγκεντρώσεως παρά της πληρεξουσίου επιτροπής, της κατ έθιμον πλειοψηφίας εξακριβουμένης παρά του αρμοδίου Ειρηνοδίκου κατά την εν τω παρόντι Ν. Διατάγματι οριζομένην διαδικασίαν. Εις την επιτροπήν ταύτην απαραιτήτως συμμετέχει και ο πρόεδρος της κοινότητος. Προκειμένου περί παραδόσεως της διαχειρίσεως εις την προσωρινήν ταύτην επιτροπήν παρ οιουδήποτε έχοντος ταύτην, έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος, της προσωρινής ταύτης επιτροπής υπεχούσης εν προκειμένω θέσιν αναγκαστικού συνεταιρισμού. Ανάκλησις τινών η όλων, πλην του προέδρου της Κοινότητος, μελών της επιτροπής επιτρέπεται να γίνη δι αποφάσεως του ιδίου Υπουργού μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Επόπτου των Συνεταιρισμών και Ειρηνοδίκου της περιφερείας. Η διαχείρισις υπό της Επιτροπής ταύτης υπόκειται εις τον έλεγχον του Κράτους, ασκούμενον δια των επί της εποπτείας των γεωργ. Συνεταιρισμών αρμοδίων υπαλλήλων. Εις τον έλεγχον ωσαύτως του Κράτους και κατά τον αυτόν τρόπον υπόκεινται και αι κατ έθιμον συγκροτούμεναι επιτροπαί διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας ή κοινής χορτονομής. 5 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑ/30.1.1934 Περί καθορισμού αναλογίας ψήφων των συνεταίρων εν ταις Γεν. συνελεύσεσι των αναγκαστικών συνεταιρισμών εν σχέσει προς την υφ εκάστου αντιπροσωπευομένην έκτασιν. Άρθρον 1. 1.Τα καταστατικά των συμφώνως τω Ν. Διατάγματι της 11 Ιουλίου 1923 «περί αναγκαστικών Συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χορτονομής», ως τούτο ετροποποιήθη ιδρυομένων αναγκαστικών Συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χορτονομής κ.λ.π. δέον να καθορίζωσιν. α) Τον αριθμόν των στρεμμάτων άτινα δέον να κέκτηται έκαστος των κατά το άρθρον 1 παρ. 1 του άνω Ν. Διατάγματος συνιδιοκτητών, ίνα έχη μίαν ψήφον. Ο αριθμός ούτος δεν δύναται να είναι ανώτερος των τριάκοντα (30) καθοριζόμενος ακριβώς εν τω καταστατικώ.
β) Ότι συνιδιοκτήτης κάτοχος πλειοτέρων των εν τω καταστατικώ οριζομένων στρεμμάτων έχει δικαίωμα δευτέρας ψήφου εφ όσον ο αριθμός των κατεχομένων υπ αυτού στρεμμάτων είναι διπλάσιος του εν τω καταστατικώ οριζομένου των υπολοίπων μη λαμβανομένων υπ όψιν. Ουδέποτε όμως ο αριθμός των ψήφων εκάστου δύναται να είναι ανώτερος των πέντε οσωνδήποτε στρεμμάτων και αν είναι κάτοχος. γ) Ότι πλείονες συγκάτοχοι του εν τη παραγράφω α αριθμού στρεμμάτων αποτελούντες εν μερίδιον δικαιούνται μιας ψήφου ασκούσιν όμως το δικαίωμα δι ενός εξ αυτών ως αντιπροσώπου τούτων, εκλεγομένου κατ έτος παρά των ιδίων κατ απόλυτον πλειοψηφίαν προσκλήσει και παρουσία του Προέδρου του Συνεταιρισμού, εφ όσον είναι συνεστημένος τοιούτος Συνεταιρισμός, άλλως υπό του αρμοδίου Ειρηνοδίκου. 2. Δια την εκλογήν περί ης το προηγούμενον γ εδάφιον απαιτείται η παρουσία του ημίσεως του όλου αριθμού των συνιδιοκτητών αποφαινομένων δι απολύτου πλειοψηφίας. 3. Εάν κατά την πρώτη εκλογήν ουδείς τύχη απολύτου πλειοψηφίας επαναλαμβάνεται την επομένην παρουσία οσωνδήποτε εκ των συμμεριδιούχων, στενωτέρα εκλογή μεταξύ των δύο πρώτων σχετικώς πλειοψηφισάντων. 4. Εις περίπτωσιν, καθ ην οι κληθέντες προς εκλογήν συμμεριδιούχοι δεν προσέλθωσι, τα μερίδια αυτών θεωρούνται, ως απόντα κατά τας συνελεύσεις, της απαρτίας λαμβανομένης επί του ημίσεως του όλου αριθμού των μεριδίων. 5. Εν ισοψηφία καθώς και όταν πρόκειται περί δύο συμμεριδιούχων αποφασίζει ο κλήρος. Κατ απόφασιν των συμμεριδιούχων λαμβανομένην κατ απόλυτον πλειοψηφίαν δύναται ν ανακληθή οποτεδήποτε η δοθείσα εντολή. Προκειμένου περί δύο συμμεριδιούχων η λαχούσα πληρεξουσιότης δεν ανακαλείται κατά την διάρκειαν του έτους. 6. Εάν οι ιδίω δικαιώματι ψηφίσαντες μετά των δι εαυτούς και ως αντιπροσώπων των λοιπών συμμεριδιούχων ασκούντων το δικαίωμα της ψήφου, δεν είναι τουλάχιστον επτά, τότε ως βάσις προς καθορισμόν των ψήφων λαμβάνεται κλάσμα της κατά το άρθρον 1 εδάφιον α της 1 ης παραγράφου καθοριζομένης εκτάσεως μέχρις ότου επιτευχθή ο αριθμός των επτά (7) ψήφων. 6 Άρθρον 2 1.Οι μη κεκτημένοι δικαίωμα ψήφου συμμεριδιούχοι συνεταίροι, μετέχουν της Γενικής Συνελεύσεως δια τον καταρτισμόν της απαρτίας της οποίας απαιτείται το ήμισυ των αποτελούντων τον Συνεταιρισμόν προσώπων, εφ όσον ταύτα αντιπροσωπεύουν το ήμισυ τουλάχιστον του συνόλου των ψήφων. 2.Οι αυτοί ως άνω συμμεριδιούχοι συνεταίροι, οι στερούμενοι αμέσου ψήφου δικαιούνται ν ακουσθώσιν εν τη συνελεύσει και να ζητήσωσι την αναγραφήν της γνώμης αυτών εις τα πρακτικά
της Γενικής Συνελεύσεως. Μη γενομένης απαρτίας κατά την πρώτην Γενικήν Συνέλευσιν επαναλαμβάνεται αύτη εφαρμοζομένων των διατάξεων του Νόμου 602 ως ετροποποιήθη. 7 Άρθρο 3 1.Ο Συνεταιρισμός διοικείται υπό Διοικητικού και εποπτεύεται υπό Εποπτικού Συμβουλίου εκλεγομένων κατά τας οικείας διατάξεις του Νόμου 602 «περί Συνεταιρισμών» ως ετροποποιήθη, και του Ν.Δ. της 11 Ιουλίου 1923 ως ετροποποιήθη δια του από 13 Σεπτεμβρίου 1925 και 21 Απριλίου 1926 Ν. Διαταγμάτων «περί αναγκαστικών Συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χορτονομής». 2.Η διοίκησις και εποπτεία του Συνεταιρισμού καταρτίζεται μόνον εκ των προσώπων των ασκούντων δικαίωμα ψήφου ιδίω δικαιώματι ως και των ασκούντων τούτο δι εαυτούς και ως αντιπρόσωπον άλλων συμμεριδιούχων. 3.Οι μη κεκτημένοι ψήφον εν τη συνελεύσει δεν δύναται να εκλεγώσιν μέλη της διοικήσεως και της εποπτείας του Συνεταιρισμού. 4.Η ανάκλησις της εντολής ως αντιπροσώπου δεν συνεπάγεται την εκ της Διοικήσεως και Εποπτείας και αποχώρησιν του αντιπροσώπου τούτου, μετέχοντος της διοικήσεως και εποπτείας μέχρι λήξεως της δια του καταστατικού ωρισμένης θητείας. Άρθρον 4 1.Κατά τα λοιπά ισχύει ο Νόμος 602 «περί Συνεταιρισμών» ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως εφ όσον δεν αντίκειται τω παρόντι και τω εν άρθρω 1 παρ. 1 αναφερομένω Νομ. Διατάγματι «περί αναγκαστικών Συνεταιρισμών κλπ.» ως ετροποποιήθη. 2.Πάσα διάταξις αντικειμένη προς το παρόν καταργείται.