Κατ Επιλογήν Υποχρεωτικό Μάθηµα: Εαρινό Εξάµηνο 2013 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ Διδάσκων: ΑΘ. Στογιαννίδης - Λέκτορας 1η εβδοµάδα: Εννοιολογικό πλαίσιο της Φιλοσοφίας της Παιδείας ως παιδαγωγικού κλάδου. Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανική Ανθρωπολογία
Στο εν λόγω Μάθηµα γίνεται προσπάθεια να διατυπώσουµε έναν αυτοτελή και ξεκάθαρο λόγο για το περιεχόµενο µιας φιλοσοφίας της παιδείας που εµπνέεται από τη χριστιανική κοσµοθεωρία. Άλλωστε, ανεξάρτητη, αυτόνοµη, ουδέτερη και ιδεολογικά απροϋπόθετη φιλοσοφία της παιδείας δεν υπάρχει απ όσο γνωρίζω, αλλά ούτε και µπορεί να υφίσταται. Έτσι λοιπόν η µελέτη αυτή ερευνά εκείνη τη φιλοσοφία της παιδείας που θεµελιώνεται πάνω στη χριστιανική ανθρωπολογία.
Βεβαίως και δεν µπορεί κανείς ν αρνηθεί ότι ο σύγχρονος Ευρωπαίος γαλουχήθηκε από τον δυτικοευρωπαϊκό Διαφωτισµό. Η πρόταση αυτή εκφράζει όµως την µισή αλήθεια. Η άλλη µισή αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Χριστιανισµός - ανεξάρτητα από τις διαβρωτικές και φθοροποιούς θεσµικές εκδηλώσεις του στο διάβα της ιστορίας - συνέβαλε αποφασιστικά ως θεωρία και ως πράξη ζωής στη δηµιουργία αυτού που ονοµάζουµε σήµερα «ευρωπαϊκή σκέψη και κουλτούρα».
Η χριστιανική ανθρωπολογία που αναπτύχθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι κάτι το ενιαίο ούτε και επέδρασε µε τρόπο ενιαίο. Αυτό συµβαίνει διότι η λυδία λίθος της, η Βίβλος, δεν προσεγγίζεται ερµηνευτικά κάτω από µία και µοναδική οπτική γωνία. Άλλα πράγµατα υποστηρίζουν οι Ορθόδοξοι, άλλα οι Ρωµαιοκαθολικοί και άλλα οι Προτεστάντες. Ως εκ τούτου µπορούµε να µιλούµε για µία ορθόδοξη, για µία ρωµαιοκαθολική και για µία προτεσταντική φιλοσοφία της παιδείας.
Οι διαφορετικές κατευθύνσεις πρέπει όµως εκ των πραγµάτων να συνυπάρξουν µέσα στο πολιτισµικό περιβάλλον της Ενωµένης Ευρώπης. Και για να συνυπάρξουν πρέπει πρωτίστως να συνδιαλεχθούν.
Μία δια-οµολογιακή κοινωνία τότε µόνο µπορεί να έχει ένα µέλλον ως µία κοινωνία αµοιβαίας αναγνώρισης, όταν αγωνίζεται µέσω της παιδείας να σφυρηλατήσει στη νέα γενιά της µία συνείδηση ανοχής και ανεκτικότητας για τον ξένο, τον άλλο, τον διαφορετικό.
Και για να γίνει αυτό πράξη, θα πρέπει καταρχήν τα τρία µεγάλα ρεύµατα της θρησκευτικής παιδαγωγικής (τα οποία και συνδέονται άµεσα µε τις τρεις µεγάλες χριστιανικές οµολογίες) να συζητήσουν µεταξύ τους πώς κατανοεί η καθεµία τις έννοιες «αγωγή» και «παιδεία».
Η παρούσα εργασία κινείται περισσότερο στο θεωρητικό πεδίο: διαπραγµατεύεται τις βασικές αρχές, που διατρέχουν την προτεσταντική και την ορθόδοξη φιλοσοφία της παιδείας. Θα µπορούσε να µιλούµε, συνεπώς, για µία συγκριτική έρευνα στο επίπεδο της φιλοσοφίας της αγωγής και της παιδείας.
όταν αναφερόµαστε στον όρο «φιλοσοφία της παιδείας» δεν εννοούµε, στην περίπτωση του παρόντος πονήµατος, ότι θα εκθέσουµε την όλη προβληµατική που συναντά κανείς σ ένα αντίστοιχο σύγγραµµα το οποίο φέρει παρόµοιο τίτλο.
Κεντρικό µέληµά µας θα είναι η ανάλυση και το περιεχόµενο του όρου «παιδεία» µέσα από το πρίσµα δύο διαφορετικών χριστιανικών παραδόσεων: της ορθόδοξης και της προτεσταντικής χριστιανοσύνης αντίστοιχα.
Τι θεωρούµε, όµως, εν προκειµένω ως ανάλυση και περιεχόµενο του όρου «παιδεία»; Για την τόσο σπουδαία αυτή λέξη έχουν προταθεί διαφορετικές µεταξύ τους ερµηνείες.
Η µέχρι τώρα συζήτηση εστιάζεται κυρίως στο ερώτηµα, εάν η παιδεία αποτελεί σκοπό ή µέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Η πρώτη άποψη υποστηρίζει ότι η έννοια παιδεία αποτελεί αυτόν καθ εαυτόν τον σκοπό της κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δηλ. δεν αποτελεί διαδικασία που οδηγεί στην επίτευξη ενός σκοπού αλλά αυτή καθ εαυτή το επιστέγασµα της διαδικασίας. Με την έννοια αυτή η παιδεία µπορεί να εκφράζει την οικείωση των αγαθών του πολιτισµού. Άρα η παιδεία είναι αυτό το πνευµατικό αγαθό το οποίο κατακτά κανείς µέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη άποψη υιοθετεί µια ενδιάµεση τοποθέτηση, λέγοντας ότι η παιδεία αναφέρεται τόσο στην παιδαγωγική διαδικασία όσο και στο αποτέλεσµα που αυτή επιδιώκει. η παιδεία θεωρείται ως µια λειτουργία-διαδικασία, η οποία αποσκοπεί στην οικείωση από πλευράς των νέων ανθρώπων ορισµένων µορφωτικών αγαθών που
Θα µπορούσαµε να προσανατολιστούµε προς την ενδιάµεση θέση και τούτο διότι στο χώρο της θρησκευτικής παιδαγωγικής, ο όρος «παιδεία» ενέχει µια δυναµικότητα, µια πορεία εξέλιξης και πνευµατικής ανέλιξης.
Στις σελίδες που ακολουθούν θα δούµε ότι η παιδεία, καθώς προσεγγίζεται µέσα από τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της ορθόδοξης και της προτεσταντικής χριστιανοσύνης, συνδέεται µε την έννοια της θρησκευτικής εµπειρίας. Η θρησκευτική εµπειρία, όµως, συνιστά έναν ανεξάντλητο και αστείρευτο ζωτικό χώρο για τον άνθρωπο.
Επίσης, για τον τίτλο της µελέτης επιλέχθηκε ο όρος «παιδεία» και όχι ο όρος «µόρφωση», αν και ορισµένοι ερευνητές τις θεωρούν ταυτόσηµες. Ο µορφωµένος άνθρωπος δεν είναι µόνο ο καλλιεργηµένος αλλά και ο σπουδαγµένος. Βέβαια, και η µόρφωση αναφέρεται στη διαδικασία µε την οποία καλλιεργείται και διαπλάθεται εσωτερικά ο άνθρωπος.
Εντούτοις η παιδεία είναι όρος ευρύτερος, γιατί συνδέεται και µε το παιδαγωγικό έργο και µε το αποτέλεσµα της µόρφωσης, δηλ. την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Ο πεπαιδευµένος άνθρωπος είναι ο αυτός που «παιδεύτηκε» δηλ. δοκιµάστηκε, που αναµόχλευσε τον εσωτερικό του κόσµο, αλλά και που συνεχίζει να βρίσκεται σε µία δυναµική πορεία µε συγκεκριµένο στόχο και προσανατολισµό.
Μιλούµε ακόµη και για το υπουργείο Παιδείας, το οποίο δεν ενδιαφέρεται µόνο για το αντικείµενο και το περιεχόµενο των σπουδών της δηµόσιας εκπαίδευσης, αλλά για το ποιόν των ανερχόµενων πολιτών. Αλλά και η φράση «τι παιδεία προσφέρει ένα κράτος;» δεν περιλαµβάνει µόνο τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες, αλλά παράλληλα και τις προοπτικές και προτάσεις ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας, Πέρα από τα παραπάνω, ο όρος «παιδεία» εµπεριέχει το στοιχείο της παίδευσης, της εξάσκησης, της εκγύµνασης, της σωµατικής και πνευµατικής ετοιµότητας και προσπάθειας. Εµπεριέχει την έννοια της εξέλιξης, της διαρκούς πορείας (σε αντίθεση µε την έννοια «µόρφωση» που φαίνεται να είναι περισσότερο στατική, εφόσον δηλώνει ένα αποτέλεσµα)
Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος παρουσιάζει µία δυναµική θεώρηση της έννοιας της παιδείας, γράφοντας τα εξής: ἐστίν ἡ παιδεία ἀγωγή τις ὠφέλιµος τῇ ψυχῇ, ἐπιπόνως πολλάκις τῶν ἀπὸ κακίας κηλίδων, αὐτήν καθαιροῦσα, ἥτις πρὸς µὲν τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης, ὕστερον δὲ καρπὸν εἰρηνικὸν τοῖς δι αὐτῆς γεγυµνασµένοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνην.
ο σκοπός του Μαθήµατος αυτού είναι ν αποτυπώσει µε λεπτοµέρεια και σαφήνεια το περιεχόµενο, τους προσανατολισµούς και τις επιµέρους διαστάσεις που συνιστούν τον όρο «παιδεία» στο χώρο της ορθόδοξης και της προτεσταντικής θρησκευτικής παιδαγωγικής. Με το σκεπτικό αυτό, η παρούσα µελέτη διέπεται από έναν διαλογικό χαρακτήρα.
Στόχος, λοιπόν, της εργασίας είναι να γίνει µία αποκωδικοποίηση των δύο διαφορετικών τρόπων αντίληψης, αλλά και κυρίως των διαφορετικών δοµών της σκέψης τόσο της ορθόδοξης όσο και της προτεσταντικής θρησκευτικής παιδαγωγικής. Για την τρέχουσα ελληνική πραγµατικότητα αποβαίνει ιδιαίτερα σηµαντική µία έρευνα για τη σχέση του ορθοδόξου και του προτεσταντικού παιδαγωγικού ιδεώδους. Μία σύντοµη µατιά στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης δικαιολογεί απόλυτα την εκτίµηση αυτή.
Το δύσκολο έργο της οργάνωσης της εκπαίδευσης ανέλαβε ένας από τους τρεις αντιβασιλείς, ο Βαυαρός Μάουρερ. Αυτός µετέφερε στην Ελλάδα ό-χι µόνο το εκπαιδευτικό σύστηµα αλλά και το αντίστοιχο παιδαγωγικό ιδεώδες της Βαυαρίας. Σύµφωνα µ αυτό, η θρησκεία θεωρούνταν ως µία βασική προϋπόθεση του έργου της αγωγής. Αυτό έθετε ως στόχο την καλλιέργεια
Το παιδαγωγικό ιδεώδες του νεοϊδρυθέντος βασιλείου της Ελλάδας δεν ήταν πια η θέωση του ανθρώπου, αλλά απλώς και µόνο η ανάπτυξη των έµφυτων φυσικών δυνάµεων του ανθρώπου. Η ανθρωπιστική ιδέα που έθετε τον άνθρωπο ως αποκλειστικό κέντρο αναφοράς του κόσµου αντικαθιστούσε την προοπτική της θέωσης
Παράλληλα µε την εκπαιδευτική πολιτική του Μάουρερ άσκησαν παιδευτικό έργο στην Ελλάδα και πολλοί προτεστάντες ιεραποστόλοι από την Αγγλία και τη Γερµανία. Εξαιτίας της έλλειψης δασκάλων κατέλαβαν οι ιεραπόστολοι αυτοί εξέχουσες θέσεις στη δηµόσια εκπαίδευση του νέου βασιλείου. Με τον τρόπο αυτό διείσδυσε στην Ελλάδα το ευσεβιστικό παιδαγωγικό ιδεώδες.
η εκπαιδευτική πολιτική της Αντιβασιλείας, οι προτεστάντες ιεραπόστολοι και η ελληνική διανόηση συνδέονταν µ έναν µονήρη ανθρωποκεντρισµό δηλ. µ ένα ανθρωπιστικό ιδεώδες που υπερµεγέθυνε τι δυνατότητες του ανθρώπου τοποθετώντας τον στη θέση του Θεού και, φυσικά, εξοβελίζοντας την έννοια του Θεού από την ανθρώπινη ζωή.
Τη θέση του φωτισµένου νου (πνεύµατος), καταλαµβάνει τώρα η διάνοια, ως ύψιστη αρχή για την κατανόηση της αλήθειας. Τη θέση του ασκητικού αγώνα εναντίον των παθών παίρνει πλέον ο ηθικισµός. Η π ν ε υ µ α τ ι κ ό τ η τ α δ ε ν θ α κατανοείται στο εξής ως φωτισµός του νου, αλλά ως διανόηση. Σκοπός της παιδείας θα είναι µόνο η ωρίµαση και η ολοκλήρωση ενός καλού πολίτη, όχι όµως και η καλλιέργεια ενός µελλοντικού αγίου, δηλ. ενός µεταµορφωµένου εν Χριστώ ανθρώπου.
Η παραπάνω αντίθεση δεν συνεπάγεται ότι το ιδεώδες του καλού και ενεργού πολίτη µε την αναπτυγµένη κριτική ικανότητα της διανοίας του αποκλείει αυτό καθ εαυτό το ιδεώδες του χαρισµατικού αγίου µε το φωτισµένο από το Άγιο Πνεύµα νου, και αντίστροφα. Σε καµία περίπτωση.
ούτε η νεωτερικότητα που ακούει στο όνοµα ευρωπαϊκός Διαφωτισµός, συνδιαλέχθηκε µε τη µέχρι τότε ισχύουσα πολιτισµική κατάσταση του ελλαδικού χώρου, ούτε όµως και η ηγεσία της τότε διοικούσας ελλαδικής Εκκλησίας επιχείρησε µία δηµιουργική συνάντηση µε τα αγαθά του νεωτερικού πνεύµατος.
Η συνάντηση αυτή ούτε τότε πραγµατοποιήθηκε ούτε ακόµα και µέχρι τις µέρες µας έχει πραγµατοποιηθεί. Γι αυτό και έχουµε οδηγηθεί από εκείνη την περίοδο µέχρι τώρα και ως έθνος και ως κράτος σε µεγάλες αντιθέσεις καθώς και σε έντονες αντιπαραθέσεις είτε ανάµεσα σε προοδευτικούς και συντηρητικούς είτε ανάµεσα σε προσκείµενους φιλικά προς την Εκκλησία από τη µια και προσκείµενους φιλικά προς την ευρωπαϊκή ένωση από την άλλη ακόµα και η ακαδηµαϊκή ορθόδοξη θεολογία αποµακρύνθηκε από τη δική της γλώσσα και προσπάθησε να περιγράψει το περιεχόµενο της ορθόδοξης πίστης και πνευµατικής ζωής µε εντελώς ξένα σχήµατα γνωσιολογίας, προσέγγισης, στοχασµού και νοηµατοδότησης.
Μόλις το 1936 συνειδητοποίησαν σύσσωµες όλες οι επιµέρους εθνικές θεολογικές σχολές τη θεολογική τους ιδιαιτερότητα απέναντι στη Δύση. Το 1936 πραγµατοποιήθηκε στην Αθήνα το πρώτο διεθνές συνέδριο ορθόδοξης θεολογίας. πρόεδρος και βασικός διοργανωτής του συνεδρίου, ο αείµνηστος καθηγητής και τότε κοσµήτωρ της θεολογικής σχολής Αθηνών, Αµίλκας Αλιβιζάτος, είχε υπογραµµίσει µε µεγάλη σαφήνεια, ότι ξεκινά για την ορθόδοξη θεολογία µια νέα εποχή, κατά την οποία η µοναδική και ιδιαίτερα χαρακτηριστική εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας θα επαναβίωνε
«ἡ αἰσία ἀνάπτυξις τῆς χειραφετηµένης καὶ ἐλευθέρας ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τῆς ἀποκρουούσης τὰς ξένας καὶ ἔξωθεν ἐπιρροάς, ἐπιβάλλει εἰς αὐτήν, κατὰ φυσικὸν λόγον, τὴν ἐπιτακτικὴν ὑποχρέωσιν συνεχοῦς, ἐπιµόχθου καὶ ἐµπεριστατωµένης ἐργασίας καὶ αὐστηρῶς ἐπιστηµονικῆς πασχολήσεως πρὸς ἀποκάθαρσιν τῆς Θεολογίας µας ἐκ τῶν νέων καὶ παρεισάκτων στοιχείων, τὰ ὁποῖα συναισθήτως εἰς παλαιοτέραν εποχὴν εἰσεχώρησαν καὶ ὑπεισῆλθον εἰς αὐτήν»
Το δίληµµα, το οποίο όχι σπάνια προκύπτει στις θεολογικές συζητήσεις του ελλαδικού χώρου, είναι το ακόλουθο: Η διαµόρφωση της ταυτότητας επιχειρείται µε τη βοήθεια αποκλειστικά και µόνο δυτικοευρωπαϊκών κατηγοριών στοχασµού ή οικοδοµείται µια τέτοιου είδους ταυτότητα, η οποία οδηγεί σε αποµόνωση από την περιρρέσουσα πολιτιστική ατµόσφαιρα, µε αποτέλεσµα οι κατηγορίες στοχασµού γύρω απ αυτήν την ταυτότητα καθώς και ο τρόπος παρουσίασής της προς τα έξω να είναι ακατανόητος, αν όχι παρεξηγήσιµος, για τους άλλους πολιτισµούς.
Σκοπός της εργασίας αυτής, είναι να υπερβούµε τα όρια µίας ατελέσφορης διαλεκτικής και να προτείνει έναν ειλικρινή διάλογο. πρόβληµα, βέβαια, δηµιουργείται από τη στιγµή κατά την οποίαν, ενώ στη Δύση γίνονται πολλές προσπάθειες ανακάλυψης της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, στην Ανατολή δεν φαίνεται να υπάρχει µε την ίδια ένταση µία αντίστοιχη πρόθεση
Όπως θα γίνει αντιληπτό στην πορεία επεξεργασίας του θέµατος, η Δυτική και η Ανατολική Χριστιανοσύνη αντιπροσωπεύουν δύο διαµετρικώς αντίθετες γλώσσες και αντίθετους κόσµους. Η αντίθεση δεν συνεπάγεται όµως και αντιπαλότητα ή εχθρότητα. Υπάρχουν µεταξύ τους σηµεία επαφής. Διάλογος δεν σηµαίνει οπωσδήποτε συµφωνία ούτε διαφωνία, αλλά κατά πρώτο λόγο υπηρετεί την αµοιβαία προσέγγιση και αλληλογνωριµία των διαφορετικών.
ο λόγος περί παιδείας συνδέεται αναπόσπαστα µε κάποια συγκεκριµένη εικόνα περί ανθρώπου, µε κάποια ανθρωπολογία. Το ερώτηµα «τι είναι η παιδεία του ανθρώπου;» προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτηµα «τι είναι ο άνθρωπος;» ή καλύτερα- «πώς θέλουµε να βλέπουµε τον άνθρωπο;».
Το πρώτο µέρος είναι αφιερωµένο στην ορθόδοξη ανθρωπολογία καθώς και στο γενικό σκοπό της ορθόδοξης θρησκευτικής αγωγής. Στη συνέχεια θα µελετήσουµε τις βασικές αρχές της Φιλοσοφίας της Παιδείας που καλλιεργήθηκε µε βάση την ορθόδοξη παράδοση και ζωή. τέσσερις βασικές αρχές: α. στην αρχή της λειτουργικής σχέσης ανάµεσα στην πνευµατικότητα και στην διάνοια, β. στην αρχή της άσκησης και της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου, γ. στην αρχή της ευχαριστίας, της µεταµόρφωσης και της παγκοσµιότητας και δ. στην αρχή του παιδαγωγικού προσανατολισµού στο Σώµα της Εκκλησίας, ως ενός υπαρκτού και ιστορικά συνεχιζόµενου όλου.
Το δεύτερο µέρος είναι αφιερωµένο σε ορισµένους βασικούς εκπροσώπους της προτεσταντικής παιδαγωγικής ανθρωπολογίας. (Luther, Melanchthon, Schleiermacher, Barth). Κατόπιν, αναλύονται σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες από το χώρο της προτεσταντικής θρησκευτικής παιδαγωγικής. Οι θεωρίες αυτές αξιολογούνται µέσα από το πρίσµα της ορθόδοξης θρησκευτικής παιδαγωγικής.
ενίοτε τον όρο «ορθόδοξη θρησκευτική παιδαγωγική» και «ορθόδοξη φιλοσοφία της παιδείας». Ο πρώτος είναι γενικότερος και δηλώνει τη σχετική επιστήµη και τους προβληµατισµούς της στο σύνολό της, ενώ ο δεύτερος είναι πιο συγκεκριµένος, καθώς επεξεργάζεται αποκλειστικά το θεωρητικό υπόβαθρο της εν λόγω επιστήµης και άρα αποτελεί επιµέρους κλάδο της. Στο σηµείο αυτό, όµως, οφείλουµε να κάνουµε µία αποσαφήνιση του τρόπου µε τον οποίον χρησιµοποιείται στη µελέτη αυτή ο επιθετικός προσδιορισµός «θρησκευτικός»,
στο χώρο της ορθόδοξης Χριστιανοσύνης η θρησκεία δεν αποτελεί µία ξεχωριστή διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά είναι ζήτηµα που συνδέεται άµεσα µε την ταυτότητα του ανθρώπου, τη σχέση του µε τον Θεό, τους συνανθρώπους του και ολόκληρη την κτίση.
Αν πρέπει να υφίσταται µία Παιδαγωγική που να αναφέρεται στο θρησκευτικό φαινόµενο, όπως αυτό εµφανίζεται στην ορθόδοξη Χριστιανοσύνη, τότε η Παιδαγωγική αυτή δεν µπορεί να είναι ένας δευτερεύον κλάδος αλλά να καλύπτει το σύνολο της Παιδαγωγικής επιστήµης, διότι θα πρέπει να αναφέρεται στο σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης. Εποµένως, θα ήταν ίσως αδόκιµο να χρησιµοποιήσουµε τον όρο «θρησκευτική Παιδαγωγική»
ο όρος αυτός αποτελεί, πλέον, terminus technicus στη διεθνή βιβλιογραφία και ως εκ τούτου αναφέρεται, διεθνώς, στον κλάδο εκείνο της Παιδαγωγικής, ο οποίος εστιάζει το ενδιαφέρον του στον τρόπο µε τον οποίον το θρησκευτικό φαινόµενο µπορεί να αποτελέσει µορφωτικό αγαθό Με βάση τους προσανατολισµούς της ορθόδοξης ανθρωπολογίας καλλιεργήθηκε όχι ένας ιδιαίτερος κλάδος της Παιδαγωγικής, αλλά η ίδια η Παιδαγωγική επιστήµη, ως κατεξοχήν κύρια και αυτόνοµη επιστηµονική περιοχή, που ως προς τις µεθόδους της είναι κοινή παντού, όπως συµβαίνει και µε τις άλλες επιστήµες, ενώ ως προς τους σκοπούς της συνδέεται µε µία συγκεκριµένη πολιτισµική περιρρέουσα ατµόσφαιρα.
Αυτό όµως δεν ισχύει για τον όρο «προτεσταντική θρησκευτική Παιδαγωγική», διότι απλούστατα κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό από τους ίδιους τους επιστήµονες που ενδιατρίβουν στον κλάδο αυτό στη Δυτική Ευρώπη.