AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

της 3ης Απριλίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παράπέμποντος

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

Συνθήκης ΕΟΚ, Δικαστήριο, της 8ης. Στην υπόθεση 43/75, εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

της 21ης της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του με δικαστηρίου αιτούντος Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 34/79 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

της 17ης Δεκεμβρίου 1970<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

θεσπίσεως κοινής πολιτικής δομών στον τομέα της αλιείας και κοινής οργανώσεως Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 3/76, 4/76 και 6/76, 6/76) αντιστοίχως,

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, 12, 13, παράγραφος 2, 92, 93 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΤΗΣ του. Υιοθετηθείσα από το Δικαστήριο άποψη

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Νοεμβρίου 1995 *

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 6ης Ιουνίου 2000 *

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους νομικούς

της 18ηςΜαρτίου 1970<appnote>*</appnote>

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 70/83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαΐου 1991 *

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 *

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Transcript:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Μαρτίου 1978 <appnote>*</appnote> Στην υπόθεση 106/77, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Pretore di Susa (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστή μεταξύ Amministrazione delle finalize dello stato και Simmenthal SpA, με έδρα τη Monza, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και ειδικότερα ως προς τις συνέπειες της άμεσης ισχύος του κοινοτικού δικαίου σε περίπτωση συγκρούσεως με τυχόν αντίθετες διατάξεις του εθνικού δικαίου, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Μ. Sørensen και G. Bosco, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, P. Pescatore, Α. J. Mackenzie Stuart και Α. O'Keeffe, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: G. Reischl γραμματέας: Α. Van Houtte * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. 241

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 9.3.1978 ΥΠΟΘΕΣΗ 106/77 εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση (Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται) Σκεπτικό 1 Με Διάταξη της 28ης Ιουλίου 1977, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Αυγούστου 1977, ο Pretore di Susa υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την αρχή της άμεσης ισχύος του κοινοτικού δικαίου, που διατυπώνεται στο άρθρο 189 της Συνθήκης, για να προσδιοριστούν οι συνέπειες της αρχής αυτής σε περίπτωση αντιθέσεως μεταξύ κανόνος του κοινοτικού δικαίου και μεταγενέστερης διατάξεως εθνικού νόμου. 2 Είναι σκόπιμο να υπομνηστεί ότι, σε προηγούμενο στάδιο της δίκης, ο Pretore είχε υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, για να μπορέσει να κρίνει αν συμβιβάζεται προς τη Συνθήκη και ορισμένες κανονιστικές διατάξεις και ειδικότερα με τον κανονισμό 805/68, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (EE ειδ. έκδ. 03/003, σ. 72) η επιβολή υγειονομικών τελών στις εισαγωγές βοείου κρέατος δυνάμει του ενιαίου κωδικοποιημένου κειμένου των ιταλικών υγειονομικών νόμων, ο συντελεστής των οποίων καθορίστηκε τελευταία με τον πίνακα που είναι συνημμένος στο νόμο 1239 της 30ής Δεκεμβρίου 1970 (Gazzetta Ufficiale, τεύχος 26, της 1.2.1971). 3 Κατόπιν των απαντήσεων που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση 35/76 της 15ης Δεκεμβρίου 1976 (Racc. σ. 1871) ο Pretore, κρίνοντας ότι η είσπραξη των επίδικων τελών δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, διέταξε την Amministrazione delle finanze dello Stato να αποδώσει τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα τέλη εντόκως. 4 Η Amministrazione delle finanze άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής αυτής. 5 Εν όψει των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι διάδικοι κατά την εκδίκαση της ανακοπής αυτής, ο Pretore έκρινε ότι τίθεται ενώπιόν του ζήτημα αντιθέσεως μεταξύ ορισμένων κανόνων κοινοτικού δικαίου και μεταγενεστέρου εθνικού νόμου, του νόμου 1239/70. 242

6 Επισήμανε ότι, για την επίλυση τέτοιου ζητήματος, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του ιταλικού Corte costituzionale (αποφάσεις 232/75 και 205/76, διάταξη 206/76) απαιτείται η παραπομπή του ζητήματος της συνταγματικότητας του αμφισβητούμενου νόμου στο ίδιο το Corte costituzionale, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ιταλικού Συντάγματος. 7 Ο Pretore, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου περί της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στις έννομες τάξεις των κρατών μελών και αφετέρου τις εμπλοκές που θα μπορούσαν να προκύψουν σε περιπτώσεις όπου ο δικαστής, αντί να κρίνει κυριαρχικά ανεφάρμοστο ένα νόμο που παρακωλύει την πλήρη ανάπτυξη των αποτελεσμάτων του κοινοτικού δικαίου, εγείρει ζήτημα συνταγματικότητας, απευθύνθηκε στο Δικαστήριο για να του υποβάλει δύο ερωτήματα που έχουν ως εξής: α) Το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι άμεσα ισχύοντες κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει, άσχετα από οποιονδήποτε κανόνα εσωτερικού δικαίου ή πρακτική των κρατών μελών, να παράγουν πλήρως και στο ακέραιο τα αποτελέσματά τους και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα στην έννομη τάξη των εν λόγω κρατών μελών, έτσι ώστε να κατοχυρώνονται και τα δικαιώματα των ιδιωτών, σημαίνει ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν την έννοια ότι τυχόν μεταγενέστερες διατάξεις εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν προς τους ίδιους αυτούς κανόνες κοινοτικού δικαίου πρέπει να θεωρούνται αυτεπαγγέλτως ως ανεφάρμοστοι, χωρίς να χρειάζεται να αναμένεται η εξαφάνισή τους είτε από τον ίδιο το νομοθέτη (κατάργηση) είτε από άλλα συνταγματικά όργανα (κήρυξη αντισυνταγματικότητας), αν ληφθεί ιδίως υπόψη ότι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, έως ότου κηρυχθεί η εν λόγω αντισυνταγματικότητα, ο εθνικός νόμος εξακολουθεί να έχει πλήρη ισχύ και επομένως οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου δεν μπορούν να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους, με συνέπεια να μην εξασφαλίζεται στο ακέραιο η πλήρης και ομοιόμορφη εφαρμογή τους και να μην προστατεύονται τα δικαιώματα των ιδιωτών; β) Σε σχέση προς το προηγούμενο ερώτημα, αν υποτεθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει τη δυνατότητα αναβολής της προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από διατάξεις κοινοτικού δικαίου που «ισχύουν άμεσα» μέχρι τη ρητή κατάργηση από τα αρμόδια εθνικά όργανα των τυχόν εθνικών μέτρων που αντιβαίνουν προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, η κατάργηση αυτή πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει πλήρη και στο ακέραιο αναδρομική ενέργεια, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων; 243

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 9.3.1978 ΥΠΟΘΕΣΗ 106/77 Επί της υποβολής του προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο 8 Με τις προφορικές του παρατηρήσεις, ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβέρνησης επέστησε την προσοχή του Δικαστηρίου στην απόφαση 163/77 της 22ας Δεκεμβρίου 1977 του Corte costituzionale, που εκδόθηκε επί ζητημάτων συνταγματικότητας που είχαν ανακύψει στα Tribunali του Μιλάνου και της Ρώμης και με την οποία κηρύχτηκαν αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του νόμου 1239, της 30ής Δεκεμβρίου 1970, μεταξύ των οποίων και οι κρίσιμες διατάξεις στην εκκρεμούσα ενώπιον του Pretore di Susa διαφορά. 9 Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, δεδομένου ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις εξαφανίστηκαν με την κήρυξη της αντισυνταγματικότητάς τους, τα ερωτήματα που υποβάλλει ο Pretore έχασαν το ενδιαφέρον τους και επομένως παρέλκει η απάντηση σ' αυτά. 10 Πρέπει σχετικώς να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια πρακτική, το Δικαστήριο θεωρεί ότι εκκρεμεί ενώπιόν του μια αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που έχει υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 177, ενόσω η αίτηση δεν έχει ανακληθεί από το δικαστήριο από το οποίο προέρχεται ή δεν έχει εξαφανιστεί, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, από ανώτερο δικαστήριο. 11 Τέτοια συνέπεια δεν είναι δυνατόν να απέρρευσε από την απόφαση της οποίας γίνεται επίκληση και η οποία εκδόθηκε επί δικών που δεν έχουν σχέση με τη διαφορά που οδήγησε στην υποβολή στο Δικαστήριο της υπό κρίση αιτήσεως και της οποίας το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τα αποτελέσματα έναντι τρίτων. 12 Πρέπει επομένως να απορριφθεί η προκαταρκτική αντίρρηση, την οποία προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση. Επί της ουσίας 13 Με το πρώτο ερώτημα ζητείται, κατ' ουσία, να διευκρινιστούν οι συνέπειες της άμεσης ισχύος μιας διάταξης του κοινοτικού δικαίου σε περίπτωση που αυτή δεν συμβιβάζεται με μεταγενέστερη διάταξη της νομοθεσίας κράτους μέλους. 14 Υπ' αυτό το πρίσμα, η άμεση ισχύς σημαίνει ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους κατά τρόπο ομοιόμορφο σε όλα τα κράτη μέλη, από την έναρξη της ισχύος τους και καθ' όλη τη διάρκειά της. 244

15 Από τις διατάξεις αυτές επομένως πηγάζουν άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλους αυτούς τους οποίους αφορούν, είτε πρόκειται για κράτη μέλη είτε για ιδιώτες που εμπλέκονται σε έννομες σχέσεις ρυθμιζόμενες από το κοινοτικό δίκαιο. 16 Τα αποτελέσματα αυτά αφορούν επίσης κάθε δικαστή, ο οποίος, επιληφθείς αρμοδίως μιας υποθέσεως, έχει καθήκον, ως όργανο ενός κράτους μέλους, να προστατεύει τα δικαιώματα που απονέμει στους ιδιώτες το κοινοτικό δίκαιο. 17 Εξάλλου, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, οι διατάξεις της Συνθήκης και οι άμεσα ισχύουσες πράξεις των κοινοτικών οργάνων έχουν ως αποτέλεσμα, στη σχέση τους προς το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, όχι μόνο να καθιστούν, με μόνη τη θέση τους σε ισχύ, αυτοδικαίως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της υφιστάμενης εθνικής νομοθεσίας, αλλά και δεδομένου ότι οι διατάξεις και πράξεις αυτές αποτελούν αναπόσπαστο και υπερέχον τμήμα της έννομης τάξης που ισχύει στο έδαφος καθενός από τα κράτη μέλη να κωλύουν την έγκυρη έκδοση νέων εθνικών νομοθετικών πράξεων, κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές δεν συμβιβάζονται με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. 18 Πράγματι, η τυχόν αναγνώριση οποιωνδήποτε εννόμων αποτελεσμάτων σε εθνικές νομοθετικές πράξεις που υπεισέρχονται στο χώρο, εντός του οποίου ασκείται η νομοθετική εξουσία της Κοινότητας, ή που κατά οποιοδήποτε άλλο τρόπο δεν συμβιβάζονται με διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, θα αναιρούσε το δεσμευτικό χαρακτήρα υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί ανεπιφύλακτα και αμετάκλητα από τα κράτη μέλη δυνάμει της Συνθήκης και θα έθετε έτσι εν αμφιβάλω τις ίδιες τις βάσεις στις οποίες στηρίζεται η Κοινότητα. 19 Η ίδια αντίληψη συνάγεται και από την οικονομία του άρθρου 177 της Συνθήκης, κατά το οποίο κάθε εθνικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αποταθεί στο Δικαστήριο, όποτε κρίνει ότι, για να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση, είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί ζητήματος ερμηνείας ή κύρους αφορώντος το κοινοτικό δίκαιο. 20 Η πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής θα μειωνόταν αν ο δικαστής δεν μπορούσε να προβεί αμέσως στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου ή με τη νομολογία του. 21 Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι κάθε εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται αρμοδίως μιας διαφοράς έχει την υποχρέωση να εφαρ- 245

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 9.3.1978 ΥΠΟΘΕΣΗ 106/77 μόζει στο ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύει τα δικαιώματα τα οποία αυτό απονέμει στους ιδιώτες, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε ενδεχομένως αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερη είτε μεταγενέστερη του κανόνα του κοινοτικού δικαίου. 22 Δεν συμβιβάζεται, συνεπώς, με τις επιταγές που είναι συμφυείς με την ίδια τη φύση του κοινοτικού δικαίου κάθε διάταξη εθνικής έννομης τάξης ή κάθε πρακτική, νομοθετική, διοικητική ή δικαστική, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, αφαιρώντας από τον αρμόδιο για την εφαρμογή αυτού του δικαίου δικαστή την εξουσία να πράξει, και μάλιστα κατά τη στιγμή της εφαρμογής του, ό,τι είναι αναγκαίο για να εξοβελίσει τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις που εμποδίζουν ενδεχομένως την πλήρη ανάπτυξη των αποτελεσμάτων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. 23 Αυτό θα συνέβαινε ιδίως αν, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ διατάξεως του κοινοτικού δικαίου και μεταγενεστέρου εθνικού νόμου, η επίλυση της συγκρούσεως αυτής επαφίετο σε αρχή άλλη από το δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί το καθήκον της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και ο οποίος διαθέτει ίδια εξουσία εκτιμήσεως, έστω και αν ένα τέτοιο κώλυμα για την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου ήταν απλώς προσωρινό. 24 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη κυριαρχικά ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία. 25 Με το δεύτερο ερώτημα ερωτάται κατ' ουσία για την περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι η προστασία των δικαιωμάτων που απονέμονται από διατάξεις του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αναβληθεί μέχρι τη ρητή εξαφάνιση, από τα αρμόδια εθνικά όργανα, των τυχών αντιθέτων εθνικών μέτρων αν η εξαφάνιση αυτή πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει πλήρη και στο ακέραιο αναδρομική ενέργεια, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων. 26 Όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, ο εθνικός δικαστής έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που απονέμονται από τις διατάξεις της κοινοτικής έννομης τάξης, χωρίς να 246

υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει τη ρητή εξαφάνιση, από τα εθνικά όργανα που έχουν την εξουσία προς τούτο, των τυχών εθνικών μέτρων που εμποδίζουν την ευθεία και άμεση εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. 27 Επομένως, το δεύτερο ερώτημα δεν έχει αντικείμενο. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 28ης Ιουλίου 1977 ο Pretore di Susa, αποφαίνεται: Ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη κυριαρχικά ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία. Kutscher Sørensen Bosco Donner Pescatore Mackenzie Stuart O'Keeffe Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Μαρτίου 1978. Ο γραμματέας Α. Van Houtte Ο Πρόεδρος Η. Kutscher 247