ΕΝΤΥΠΟ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΠΕΛΑΤΩΝ VAL ADVISORS ΑΕΠΕΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ...3 2 Η VAL ADVISORS Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ...3 2.1 Η VAL ADVISORS Α.Ε.Π.Ε.Υ...3 2.2 ΠΡΟΣΦΕΡΌΜΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΈΣ ΥΠΗΡΕΣΊΕΣ...4 2.3 ΣΧΈΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΛΆΤΗ...4 2.4 ΣΎΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΌΝΤΩΝ...5 2.5 ΔΙΑΧΕΊΡΙΣΗ ΠΑΡΑΠΌΝΩΝ ΠΕΛΑΤΏΝ...5 2.6 ΠΡΟΣΤΑΣΊΑ ΔΕΔΟΜΈΝΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΌΤΗΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΏΝ...6 3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΕΛΑΤΩΝ...6 3.1 ΑΝΤΙΜΕΤΏΠΙΣΗ ΠΕΛΑΤΏΝ ΑΝΆ ΚΑΤΗΓΟΡΊΑ...6 3.1.1 Επαγγελματίες πελάτες...6 3.1.2 Επιλέξιμοι Αντισυμβαλλόμενοι...7 3.1.3 Ιδιώτες Πελάτες...7 3.2 ΜΕΤΑΒΟΛΉ ΚΑΤΆΤΑΞΗΣ ΠΕΛΆΤΗ...7 3.3 ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΌΤΗΤΑΣ...8 4 ΚΟΣΤΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ - ΧΡΕΩΣΕΙΣ...9 5 ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΜΕΣΑ...9 5.1 ΕΙΣΗΓΜΈΝΟΙ ΜΕΤΟΧΙΚΟΊ ΤΊΤΛΟΙ...10 5.2 ΟΜΌΛΟΓΑ, ΆΛΛΟΙ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟΊ ΤΊΤΛΟΙ...11 5.3 ΑΜΟΙΒΑΊΑ ΚΕΦΆΛΑΙΑ...15 5.4 ΠΑΡΆΓΩΓΑ ΠΡΟΪΌΝΤΑ...16 5.4.1 Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης - Futures...17 5.4.2 Δικαιώματα Προαίρεσης (Options)...18 5.4.3 Προθεσμιακές Συμβάσεις - Forwards...19 5.4.4 Συμβάσεις Ανταλλαγής (Swaps)...19 5.4.5 Contracts For Differences...20 6 ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ...21 2
2.1 Η 1 Στόχοι και Πλαίσια Εφαρμογής της Νέας Νομοθεσίας Ο Νόμος για τις Αγορές Χρηματοπιστωτικών Μέσων & άλλες διατάξεις (Ν. 3606/2007) ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Σκοπός των νέων διατάξεων είναι η θέσπιση κανόνων για την άσκηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, ώστε αφενός να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των επενδυτών και αφετέρου να διευκολύνεται η παροχή/άσκηση των εν λόγω υπηρεσιών/ δραστηριοτήτων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη του Ενιαίου Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Οι επιχειρήσεις που υποχρεούνται να συμμορφωθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού είναι, μεταξύ άλλων, οι Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ), οι Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ), οι Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ). Επίσης, ορισμένες από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου εφαρμόζονται και στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες. Οι διατάξεις δεν εφαρμόζονται στα πρόσωπα και τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παρ. 4 του ν.3606/07. 2 Η VAL ADVISORS Α.Ε.Π.Ε.Υ. και οι Υπηρεσίες της VAL ADVISORS Α.Ε.Π.Ε.Υ. Τα στοιχεία της VAL ADVISORS Α.Ε.Π.Ε.Υ. (εφεξής η Εταιρία ) είναι τα ακόλουθα: Επωνυμία Διακριτικός Τίτλος ΑρΜΑΕ Διεύθυνση VAL ADVISORS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ VAL ADVISORS Α.Ε.Π.Ε.Υ. 68610/06/Β/09/12 Βουκουρεστίου 16, 10671 Αθήνα Τηλέφωνο (+30) 210 33 87 820 Φαξ (+30) 210 3387080 Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο Δικτυακός Χώρος Εποπτική Αρχή info@val-advisors.com www.val-advisors.com Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κολοκοτρώνη 1 & Σταδίου 105 62 Αθήνα Τηλ: +30 210 33.77.100 www.hcmc.gr 3
2.2 Προσφερόμενες 2.3 Σχέση Επενδυτικές Υπηρεσίες Η Εταιρία έχει λάβει την υπ αριθμό 7/507/28.4.2009 άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με την παροχή κύριων και παρεπόμενων επενδυτικών υπηρεσιών. Παρακάτω παρατίθενται οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει η Εταιρία. Επενδυτικές Υπηρεσίες: Λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα. Παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της Εταιρίας, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα. Παρεπόμενες Υπηρεσίες: Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων. Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα. Παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή. και Επικοινωνία με τον Πελάτη Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Εταιρία κατά την επικοινωνία της με τους πελάτες είναι η Ελληνική. Στις περιπτώσεις προσώπων που βρίσκονται εκτός Ελλάδας ή τα οποία δεν κατανοούν την ελληνική γλώσσα, η γλώσσα επικοινωνίας είναι η Αγγλική. Κατά την έναρξη συνεργασίας με έναν πελάτη η Εταιρία ζητά από τον πελάτη να προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα με τα οποία πιστοποιείται η ταυτότητά του. Οι πληροφορίες αυτές τηρούνται σε ηλεκτρονικά ή φυσικά αρχεία, σύμφωνα με τις διαδικασίες της Εταιρίας. Συγκεκριμένα, οι ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες είναι: Για Φυσικά Πρόσωπα: Όνομα και επίθετο, όνομα πατρός, ημερομηνία γέννησης, εθνικότητα, υπηκοότητα, διεύθυνση κατοικίας (τρέχουσα), διεύθυνση εργασίας (τρέχουσα), επάγγελμα, τύπος και αριθμός του αποδεικτικού εγγράφου που πιστοποιεί την ταυτότητα του πελάτη, χώρα κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας, ιδιότητα πελάτη, αριθμός φορολογικού μητρώου. Για την αρχειοθέτηση των στοιχείων αυτών απαιτείται η προσκόμιση ανάλογων αποδεικτικών εγγράφων. Για Νομικά Πρόσωπα: Καταστατική έδρα, πραγματική έδρα, τομέας δραστηριότητας, χώρα κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας, σύνθεση διοικητικού συμβουλίου, καταστατικό εταιρίας, εκπροσώπηση, δείγματα υπογραφών. Ο πελάτης οφείλει να ενημερώνει την Εταιρία για οποιαδήποτε μεταβολή των προαναφερόμενων στοιχείων και να προσκομίζει τα ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία. Η επικοινωνία της Εταιρίας βασίζεται στα στοιχεία τα οποία έχει γνωστοποιήσει ο πελάτης σε αυτήν και τα οποία η Εταιρία θεωρεί ως αληθή. Η αποστολή από την Εταιρία των σχετικών εγγράφων προς ενημέρωση του πελάτη θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί και έχει γίνει αποδεκτή από τον 4
2.4 Σύγκρουση 2.5 Διαχείριση πελάτη, εφόσον γίνεται με βάση τις πληροφορίες που τηρούνται στα αρχεία της Εταιρίας σύμφωνα με την τελευταία χρονικά ενημέρωσή της από αυτόν. Ο πελάτης μπορεί να επικοινωνήσει με την Εταιρία μέσω τηλεφώνου, ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίας (fax), ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) (βλ. 2.1) καθώς και με την αυτοπρόσωπη παρουσία του στα γραφεία της Εταιρίας. Η Εταιρία ενημερώνει τον πελάτη ότι για την προστασία των συμφερόντων και των δύο συναλλασσόμενων μερών (δηλ. της Εταιρίας και του πελάτη), η ενδεχόμενη τηλεφωνική επικοινωνία, αλληλογραφία (ηλεκτρονική ή μη) ή/και χρήση ιστοσελίδων δύναται να παρακολουθείται και να καταγράφεται. Συμφερόντων Η Εταιρία, όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 2.2 ανωτέρω, παρέχει προς τους πελάτες της ένα ευρύ φάσμα κύριων αλλά και παρεπόμενων επενδυτικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο παροχής των παραπάνω υπηρεσιών, ενδέχεται να υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων: μέσα στην ίδια την Εταιρία ή μεταξύ των υπαλλήλων της ή/και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιριών με τους πελάτες της Εταιρίας ή μεταξύ δύο ή περισσότερων πελατών της. Η Εταιρία έχει αναλάβει την υποχρέωση να αντιμετωπίζει με συνέπεια, υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα τη διαχείριση τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων. Συγκεκριμένες περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μπορεί ενδεικτικά να προκύψουν: Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε πελάτες, όταν προτείνονται / καταρτίζονται συναλλαγές σε συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα για το οποία η Εταιρία έχει κάποιο συμφέρον / συμμετοχή στον εκδότη, από άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες της Εταιρίας, από συνεργασία / σχέση της Εταιρίας με εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων. Παραπόνων Πελατών Η Εταιρία στοχεύει στην προσφορά υπεύθυνων και αποτελεσματικών υπηρεσιών προς τους πελάτες της. Για την επίτευξη του ανωτέρω στόχου, η Εταιρία έχει θεσπίσει διαδικασία διαχείρισης των μεμονωμένων περιπτώσεων παραπόνων αναφορικά με τις προσφερόμενες υπηρεσίες της. Σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία ισχύουν επιγραμματικά τα κάτωθι: Ο πελάτης μπορεί να υποβάλλει το παράπονό του είτε προφορικά είτε γραπτά στον Υπεύθυνο Λογαριασμού του πελάτη ή στο Τμήμα Εξυπηρέτησης Πελατών. Σε περίπτωση που το παράπονο μπορεί να επιλυθεί άμεσα τότε το αρμόδιο στέλεχος της Εταιρίας προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες. Σε περίπτωση που το παράπονο δεν μπορεί να επιλυθεί άμεσα ή ο πελάτης δεν ικανοποιηθεί από τον προτεινόμενο τρόπο επίλυσής του, αρμόδιο στέλεχος της Εταιρίας επικοινωνεί με το Τμήμα Κανονιστικής Συμμόρφωσης αναλαμβάνει τη διαχείριση του παραπόνου. Στις περιπτώσεις αυτές, ενδέχεται να ζητηθεί από τον πελάτη να υποβάλει το παράπονό του εγγράφως αν δεν το έχει ήδη πράξει. Η Εταιρία διερευνά και παρέχει εξηγήσεις με τον πιο πρόσφορο τρόπο για κάθε παράπονο που υποβάλλεται από πελάτη της. 5
2.6 Προστασία 3.1 Αντιμετώπιση 3.1.1 Επαγγελματίες Δεδομένων και Εμπιστευτικότητα Πληροφοριών Η Εταιρία διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει από τους πελάτες της. Η Εταιρία έχει θεσπίσει πολιτικές και διαδικασίες, η αποτελεσματικότητα και η ορθή εφαρμογή των οποίων ελέγχονται τακτικά. 3 Κατηγοριοποίηση Πελατών Σύμφωνα με το ν.3606/2007, η Εταιρία έχει προβεί στην κατηγοριοποίηση των πελατών της σε: α) Ιδιώτες, β) Επαγγελματίες και γ) Επιλέξιμους Αντισυμβαλλομένους βάσει των στοιχείων που διαθέτει για αυτούς. Τα χαρακτηριστικά των τριών αυτών κατηγοριών απεικονίζονται γραφικά στο παρακάτω σχήμα: Επιλέξιµοι Αντισυµβαλλόµενοι Για την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας λήψης και διαβίβασης εντολών, η Εταιρία κατατάσσει τους πελάτες της, οι οποίοι υπάγονται σε µια από τις κατηγορίες του άρθρου 30 παρ.2 του ν.3606/2007, στην κατηγορία του «Επιλέξιµου Αντισυµβαλλοµένου». Η κατάταξη αυτή µε την αντίστοιχη απαλλαγή της Εταιρίας από συγκεκριµένες υποχρεώσεις, όπως σχετικά προβλέπεται στο Άρθρο 30 του Νόµου 3606/2007. Επαγγελµατίες Πελάτες Επαγγελµατίας πελάτης θεωρείται ο πελάτης ο οποίος διαθέτει την πείρα, τη γνώση και την εξειδίκευση ώστε να λαµβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιµά δεόντως τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται και ο οποίος πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 6 του ν.3606/2007. Ιδιώτες Πελάτες Ιδιώτης πελάτης είναι κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελµατίας (άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 3606/2007). Πελατών ανά Κατηγορία Κάθε πελάτης αντιμετωπίζεται από την Εταιρία με βάση την κατηγορία στην οποία έχει ταξινομηθεί, σύμφωνα με το ν. 3606/2007. Στους ιδιώτες πελάτες παρέχεται υψηλότερο επίπεδο προστασίας σε σχέση με τις άλλες δύο κατηγορίες πελατών. Η διαφορετική αντιμετώπιση ανά κατηγορία πελατών αφορά κυρίως (α) στην πληροφόρηση που παρέχεται στον πελάτη, (β) στην αξιολόγηση της συμβατότητας και της καταλληλότητας των επενδυτικών υπηρεσιών/ χρηματοπιστωτικών μέσων για το συγκεκριμένο πελάτη και (γ) στις ενημερώσεις που στέλνονται στον πελάτη αναφορικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες/ χρηματοπιστωτικά μέσα που του προσφέρονται. πελάτες Οι επαγγελματίες πελάτες λαμβάνουν χαμηλότερο επίπεδο προστασίας σε σχέση με τους ιδιώτες πελάτες. Στους πελάτες αυτούς η Εταιρία παρέχει πληροφορίες ως προς (α) την κατάταξή τους στην εν λόγω κατηγορία και το δικαίωμά τους για μεταβολή της κατάταξής τους και (β) τις προσφερόμενες υπηρεσίες της Εταιρίας σε συνοπτική μορφή. 6
3.2 Μεταβολή 3.1.2 Επιλέξιμοι 3.1.3 Ιδιώτες Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.2 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές για τις οποίες ο πελάτης έχει ενταχθεί στη συγκεκριμένη κατηγορία. Επομένως, η Εταιρία δεν υποχρεούται να προβαίνει ως προς τους εν λόγω πελάτες στον έλεγχο συμβατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 25 παρ. 5 του ν.3606/2007. Ως προς τον έλεγχο καταλληλότητας του άρθρου 25 παρ. 4 του ν.3606/2007, όπου αυτός απαιτείται, η Εταιρία συλλέγει στοιχεία σχετικά μόνο με τους επενδυτικούς στόχους και την οικονομική δυνατότητά τους (βλ. κατωτέρω παρ. 3.3: Αξιολόγηση Καταλληλότητας και Συμβατότητας). Όταν όμως η παρεχόμενη υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, οι επαγγελματίες πελάτες που εντάσσονται σε μία από τις κατηγορίες της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν.3606/07 θεωρούνται ότι διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να αναλάβουν το βάρος των σχετικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς τους στόχους (άρθρο 12 παρ. 4 απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Αντισυμβαλλόμενοι Οι Επιλέξιμοι Αντισυμβαλλόμενοι είναι πελάτες, οι οποίοι υπάγονται σε μια από τις συγκεκριμένες κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 30 παρ. 2 ν.3606/2007. Στους πελάτες αυτούς η Εταιρία παρέχει μόνο τις υπηρεσίες της λήψης και διαβίβασης εντολών. Στην εν λόγω κατηγορία πελατών επιφυλάσσεται από το νόμο χαμηλότερο επίπεδο προστασίας σε σχέση με τις άλλες δύο κατηγορίες πελατών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 3606/2007, οι Επιλέξιμοι Αντισυμβαλλόμενοι δεν λαμβάνουν την πληροφόρηση που λαμβάνουν οι άλλες δύο κατηγορίες πελατών της Εταιρίας. Επίσης, η Εταιρία δεν υποχρεούται να προβαίνει ως προς τους Επιλέξιμους Αντισυμβαλλομένους σε έλεγχο της συμβατότητας των προσφερόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και χρηματοπιστωτικών μέσων (βλ. και κατωτέρω παρ. 3.3: Αξιολόγηση Καταλληλότητας και Συμβατότητας όπως απαιτείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για ιδιώτη πελάτη.). Πελάτες Ιδιώτες πελάτες είναι οι πελάτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος ώστε να χαρακτηριστούν ως επαγγελματίες πελάτες ή Επιλέξιμοι Αντισυμβαλλόμενοι. Στους πελάτες αυτούς ο νόμος επιφυλάσσει υψηλότερη προστασία σε σχέση με τις άλλες δύο κατηγορίες πελατών. Η Εταιρία, σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από το νόμο, παρέχει στους ιδιώτες πελάτες πριν από την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας πληροφορίες σχετικά με (α) τα είδη και τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων και τους κινδύνους που αυτά ενέχουν, (β) το κόστος και τις συναφείς χρεώσεις, (γ) τις ειδοποιήσεις που θα αποστέλλει η Εταιρία στους πελάτες αυτούς καθώς και τη συχνότητα αποστολής τους. Οι ενημερώσεις που αποστέλλονται στους ιδιώτες πελάτες είναι πιο αναλυτικές από αυτές που αποστέλλονται στις άλλες δύο κατηγορίες πελατών. Κατάταξης Πελάτη Οι πελάτες της Εταιρίας δύνανται να ζητήσουν, με έγγραφο αίτημά τους προς την Εταιρία, την κατάταξή τους σε άλλη κατηγορία πελατών από αυτήν που έχουν ήδη καταταγεί. Η μεταβολή της κατάταξής τους τελεί υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που προβλέπονται στο ν.3606/2007. Αίτημα για μεταβολή κατάταξης είναι δυνατόν να υποβληθεί στις εξής περιπτώσεις: Ιδιώτης πελάτης αιτείται να ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη: Ο ιδιώτης πελάτης πρέπει να πληροί τουλάχιστον δύο από τα τρία κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 7 παρ.3 του ν. 3606/2007. Σε κάθε περίπτωση, η αποδοχή του σχετικού αιτήματος του πελάτη παραμένει στη διακριτική ευχέρεια της Εταιρίας, η οποία οφείλει να πεισθεί ευλόγως μετά 7
3.3 Αξιολόγηση από κατάλληλη αξιολόγηση της ικανότητας, της πείρας και των γνώσεων του πελάτη, ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν. Επαγγελματίας πελάτης αιτείται να ενταχθεί στην κατηγορία του ιδιώτη πελάτη: Ο επαγγελματίας πελάτης, ο οποίος θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί ορθά τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να αντιμετωπίζεται ως ιδιώτης πελάτης προκειμένου να τύχει υψηλότερης προστασίας. Εφόσον η Εταιρία αποδεχθεί το αίτημα του πελάτη, υπογράφεται σχετική συμφωνία. Επιλέξιμος Αντισυμβαλλόμενος αιτείται να ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία ή ιδιώτη πελάτη: Ο Επιλέξιμος Αντισυμβαλλόμενος έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας ή ιδιώτης πελάτης (άρθρο 5 παρ. 3 και 4 απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις μπορεί να προβεί η Εταιρία στην αντίστοιχη μεταβολή με δική της πρωτοβουλία κατόπιν σχετικής ενημέρωσης του πελάτη. Καταλληλότητας και Συμβατότητας Η Εταιρία για την προστασία των πελατών της διενεργεί ελέγχους για να αξιολογήσει εάν οι επενδυτικές υπηρεσίες που τους προσφέρει είναι κατάλληλες και συμβατές για αυτούς και ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τους επενδυτικούς στόχους τους. Πιο συγκεκριμένα: Αξιολόγηση Καταλληλότητας Η Εταιρία, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, συνιστά κάποια συναλλαγή μόνο εάν αντλήσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορεί να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του (έλεγχος καταλληλότητας). Σε περίπτωση που ο πελάτης δεν παρέχει την αναγκαία, κατά την εκτίμηση της Εταιρίας, πληροφόρηση, η Εταιρία δεν μπορεί να του παρέχει τις ως άνω υπηρεσίες. Αξιολόγηση Συμβατότητας Η Εταιρία, κατά την παροχή άλλων επενδυτικών υπηρεσιών εκτός της υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών, ζητεί από τον πελάτη πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη υπηρεσία, ώστε να μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία είναι συμβατή για τον πελάτη αυτόν (έλεγχος συμβατότητας). Σε περίπτωση που ο πελάτης δεν παρέχει την απαιτούμενη πληροφόρηση ή εάν οι σχετικές πληροφορίες είναι ανεπαρκείς ή σε περίπτωση που η Εταιρία κρίνει, με βάση την πληροφόρηση που έχει λάβει, ότι η εν λόγω επενδυτική υπηρεσία δεν είναι συμβατή με τη γνώση και εμπειρία του, θα τον προειδοποιήσει αναλόγως. Εξαίρεση από την υποχρέωση για Αξιολόγηση Συμβατότητας κατά την παροχή της υπηρεσίας «Execution Only» Η Εταιρία παρέχει, μεταξύ άλλων, επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών, με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, και οι οποίες αφορούν μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3606/2007 (υπηρεσία «execution only»). Η Εταιρία δύναται να παρέχει τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες χωρίς να έχει προβεί σε 8
αξιολόγηση της συμβατότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου/ επενδυτικής υπηρεσίας σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, μη σύνθετες ομολογίες, μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη. (γ) Ο πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η Εταιρία δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. (δ) Η Εταιρία συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της, που αφορούν στην πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων. Οι πελάτες ενημερώνονται ότι, κατά την παροχή της υπηρεσίας «execution only» ως προς οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, η Εταιρία δεν υποχρεούται να αξιολογεί τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτονται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς του άρθρου 25 παρ.5 ν.3606/2007. 4 Κόστος Προμήθειες - Χρεώσεις Οι χρεώσεις που βαρύνουν εκάστη παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία θα καθορίζονται ανάλογα με την επενδυτική υπηρεσία από την Εταιρία κατόπιν συνεννόησης με τον πελάτη. Αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τις χρεώσεις θα τίθενται στη διάθεση του πελάτη κατόπιν σχετικού αιτήματός του. Σημειώνεται ότι ορισμένες φορές το ακριβές ποσό του συνολικού κόστους δεν είναι διαθέσιμο τη χρονική στιγμή κατά την οποία παρέχονται οι πληροφορίες στον πελάτη. Στις περιπτώσεις που υφίσταται προμήθεια της Εταιρίας η εν λόγω προμήθεια ενδέχεται να περιλαμβάνει και προμήθεια τρίτων αν διαβιβάζονται εντολές μέσω αυτών και δύναται να αναλυθεί στον πελάτη κατόπιν σχετικού αιτήματος του. 5 Προσφερόμενα Χρηματοπιστωτικά Μέσα Το σύνολο των χρηματοπιστωτικών μέσων που προσφέρεται στον επενδυτή αποτελείται από απλά (μη σύνθετα) και σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Τα απλά (μη σύνθετα) χρηματοπιστωτικά μέσα είναι τα εξής: Μέσα χρηματαγοράς, δηλαδή μέσα που αποτελούν συνήθως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης (certificates of deposit) και τα εμπορικά γραμμάτια (commercial paper) εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής. Μετοχές εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας Ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, τα οποία δεν ενσωματώνουν παράγωγα. Μερίδια Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ). Άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν εμπίπτουν σε μια από τις ανωτέρω κατηγορίες θεωρούνται σύνθετα. Η Εταιρία ενημερώνει σαφώς τον πελάτη ότι, κατά τη λήψη και διαβίβαση εντολών που αφορούν στα ως άνω μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, η Εταιρία δεν υποχρεούται να αξιολογεί τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται σε σχέση με τις γνώσεις και την εμπειρία του πελάτη ως προς καθένα από τα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα και ότι ο πελάτης δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς του άρθρου 25 παρ. 5 ν. 3606/2007. Οι ανωτέρω 9
5.1 Εισηγμένοι υπηρεσίες παρέχονται στον πελάτη κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας και κατά συνέπεια αξιολογεί ο ίδιος ο πελάτης την επένδυσή του στα ως άνω χρηματοπιστωτικά μέσα και τους κινδύνους που συνδέονται με την επένδυση αυτή. Τα επιμέρους χρηματοπιστωτικά μέσα περιγράφονται στις επόμενες ενότητες. Μετοχικοί Τίτλοι Οι μετοχές αποτελούν μερίδια ιδιοκτησίας μιας επιχείρησης η κυριότητα των οποίων παρέχει στον επενδυτή κάποια δικαιώματα, όπως δικαίωμα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της Εταιρίας και συμμετοχής στα κέρδη, εάν η Εταιρία αποφασίσει να διανείμει μερίσματα. Η Εταιρία δίνει τη δυνατότητα στους πελάτες να επενδύσουν σε μετοχικούς τίτλους εταιριών που είναι εισηγμένοι σε οργανωμένες αγορές. Οι τιμές αυτών των τίτλων διαμορφώνονται με βάση την προσφορά και ζήτηση στις αγορές αυτές. Το κεφάλαιο μιας ανώνυμης εταιρίας διαιρείται σε μετοχές που μπορεί να είναι ανώνυμες ή ονομαστικές και ενσωματώνονται σε τίτλους μιας ή περισσότερων μετοχών. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για συγκεκριμένες κατηγορίες εταιρειών, όπως π.χ. τραπεζικές, ασφαλιστικές, τηλεπικοινωνιών κλπ, οι μετοχές είναι υποχρεωτικά ονομαστικές. Οι κύριες κατηγορίες μετοχικών τίτλων είναι οι Κοινές Μετοχές και οι Προνομιούχες Μετοχές. Κοινές Μετοχές: Είναι η πιο συνηθισμένη μορφή μετοχικού τίτλου. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι κάτοχοι κοινών μετοχών έχουν δικαίωμα ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις της Εταιρίας καθώς και στην είσπραξη μερίσματος εφόσον υπάρχει διανομή από την Εταιρία. Προνομιούχες Μετοχές: Οι κάτοχοι των προνομιούχων μετοχών έχουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις ειδικό προνόμιο να εισπράττουν μέρισμα πριν από τις κοινές μετοχές σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του εκάστοτε καταστατικού της εταιρίας. Επίσης οι προνομιούχες μετοχές μπορεί να εκδοθούν και ως μετατρέψιμες σε κοινές μετοχές σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού μιας εταιρίας. Ωστόσο οι προνομιούχες μετοχές δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις της Εταιρίας. Οι εταιρείες συνήθως κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την κεφαλαιοποίησή τους (δηλ. το γινόμενο της τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής επί του συνόλου των μετοχών τους). Για παράδειγμα, στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) οι εταιρείες κατηγοριοποιούνται σε Υψηλής, Μεσαίας και Χαμηλής Κεφαλαιοποίησης. Οι μετοχές εισηγμένων εταιρειών κατηγοριοποιούνται και με βάση τον κλάδο δραστηριότητάς τους. Σε κάθε οργανωμένη αγορά καθορίζονται βασικοί δείκτες, των οποίων η σύνθεση αποτυπώνει με αντιπροσωπευτικό τρόπο την πορεία των κατηγοριών μετοχών που συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς. Παραδείγματος χάριν, οι μετοχές που διαπραγματεύονται στο ΧΑ, χαρακτηρίζονται από υψηλή εμπορευσιμότητα και ανήκουν σε κάποια από τις προαναφερθείσες κλαδικές κατηγορίες, συμμετέχουν και στη σύνθεση δεικτών, όπως ο δείκτης FTSE 20 για τις εταιρείες υψηλής κεφαλαιοποίησης, ο δείκτης FTSE 40 για τις εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης και ο δείκτης FTSE 80 για τις εταιρείες χαμηλής κεφαλαιοποίησης. Άλλες κατηγορίες μετοχών εισηγμένων στο ΧΑ είναι οι Μετοχές Ειδικών Χρηματιστηριακών Χαρακτηριστικών και οι Μετοχές Υπό Επιτήρηση. Στις κατηγορίες αυτές εντάσσονται μετοχές εταιρειών που παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές στη φύση των δραστηριοτήτων τους ή/και στα οικονομικά τους στοιχεία. Ειδική κατηγορία μετοχών, αποτελεί αυτή των Ανωνύμων Εταιρειών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (ΑΕΕΧ). Οι εταιρείες αυτής της κατηγορίας αποτελούνται από συγκεκριμένο αριθμό μετοχών (Closed-end Funds), οι οποίες διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές. Οι τιμές των μετοχών τους παρουσιάζουν παρόμοια συμπεριφορά με τις τιμές των άλλων εισηγμένων μετοχών και διαμορφώνονται ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση. Συνεπώς, είναι δυνατό να διαπραγματεύονται πάνω ή κάτω από την καθαρή τους αξία. Αρχική Δημόσια Εγγραφή (Initial Public Offering - IPO) Ένας από τους πιο βασικούς όρους για την εισαγωγή μετοχών εταιρειών προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά είναι οι εταιρείες να πληρούν το κριτήριο της διασποράς των μετοχών τους σε 10
5.2 Ομόλογα, έναν μεγάλο αριθμό μετόχων. Για να συμμορφωθούν με αυτό το κριτήριο, οι εταιρείες σε συνεργασία με τις ανάδοχες ΕΠΕΥ προχωρούν στη διαδικασία της αρχικής δημόσιας εγγραφής επενδυτών για τις μετοχές τους. Οι όροι της δημόσιας εγγραφής (αριθμός των προς εισαγωγή μετοχών, αριθμός μετοχών προς διάθεση μέσω της δημόσιας εγγραφής, βέλτιστος (μη δεσμευτικός) αριθμός μετοχών αίτησης εγγραφής ανά κατηγορία επενδυτή, εύρος τιμής μετοχής, κτλ.) περιγράφονται στο ενημερωτικό δελτίο της δημόσιας εγγραφής, το οποίο υποβάλλεται προς έγκριση στην εποπτική αρχή της οργανωμένης αγοράς. Τιμή Ανοίγματος, Τιμή Κλεισίματος και Αυτόματος Μηχανισμός Ελέγχου Μεταβλητότητας Τα περισσότερα διεθνή χρηματιστήρια ακολουθούν συγκεκριμένη μεθοδολογία διαμόρφωσης των τιμών ανοίγματος και κλεισίματος καθώς και μηχανισμό ελέγχου της μεταβλητότητας των τιμών. Συγκεκριμένα στο ΧΑ, η τιμή ανοίγματος μίας μετοχής είναι σήμερα η τιμή της πρώτης συναλλαγής της μετοχής (η οποία προκύπτει είτε από τη Δημοπρασία Ανοίγματος είτε από την τιμή της πρώτης συναλλαγής, όποτε αυτή προκύψει). Εάν δεν υπάρχει συναλλαγή για τη μετοχή τότε δεν ορίζεται τιμή ανοίγματος. Ο υπολογισμός της τιμής κλεισίματος διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει η μετοχή. Για παράδειγμα, η τιμή κλεισίματος μετοχής που διαπραγματεύεται με τη μέθοδο της συνεχούς διαπραγμάτευσης και ανήκει στην κατηγορία Υψηλής Κεφαλαιοποίησης διαμορφώνεται μετά από διαδικασία δημοπρασίας, αφού περατωθούν οι κανονικές συναλλαγές της περιόδου συνεχούς διαπραγμάτευσης. Εάν η μετοχή ανήκει στην κατηγορία μετοχών υπό επιτήρηση, η τιμή κλεισίματος είναι η τιμή της τελευταίας δημοπρασίας (call auction) κατά την οποία πραγματοποιήθηκε συναλλαγή. Αν δεν έχουν συναφθεί συναλλαγές στη διάρκεια της συνεδρίασης, ως η τιμή κλεισίματος λαμβάνεται η τιμή εκκίνησης (η οποία κατά κύριο λόγο είναι η τιμή κλεισίματος της προηγούμενης μέρας). Αναφορικά με τον Αυτόματο Μηχανισμό Ελέγχου Μεταβλητότητας (ΑΜΕΜ), η ενεργοποίησή του σημαίνει την αυτόματη μεταβολή της κανονικής ροής της διαπραγμάτευσης μιας αξίας όταν η χρηματιστηριακή τιμή της πρόκειται να μεταβληθεί άμεσα, σε προκαθορισμένη έκταση (ποσοστό). Ο σκοπός του ΑΜΕΜ είναι ο περιορισμός της απότομης μεταβλητότητας των τιμών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και επαρκής πληροφόρηση της αγοράς, με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας των συναλλαγών και την προστασία των επενδυτών. Ο μηχανισμός αυτός (volatility interrupter) εφαρμόζεται από πλήθος διεθνών χρηματιστηρίων όπως επίσης και από το Χρηματιστήριο Αθηνών. Επενδυτικοί Κίνδυνοι Οι επενδύσεις σε μετοχές μπορεί να επηρεαστούν κατά περίπτωση από κάποιους από τους παρακάτω κινδύνους όπως κίνδυνος αγοράς, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος εκδότη, συναλλαγματικός κίνδυνος, συστημικός και ειδικός (μη συστημικός) κίνδυνος. Επομένως, οι επενδύσεις σε μετοχές δεν έχουν εγγυημένη απόδοση, καθώς ο επενδυτής ενδέχεται να υποστεί απώλειες στο επενδυμένο κεφάλαιό του. Υπάρχουν δύο ειδικές περιπτώσεις οι οποίες ενέχουν και κίνδυνο μόχλευσης για τον επενδυτή: Η πρώτη περίπτωση αφορά στην υπηρεσία της τριήμερης πίστωσης (three day margin), όπου η Εταιρία χορηγεί πίστωση στον επενδυτή για περαιτέρω αγορές μετοχών από τα χρηματικά του διαθέσιμα με ενέχυρο το χαρτοφυλάκιο του για τρεις ημέρες από την ημερομηνία αγοράς. Ο κίνδυνος που διατρέχει ο επενδυτής ισοδυναμεί με την πιθανή απώλεια που μπορεί να υποστεί το χαρτοφυλάκιο του λόγω της πτώσης της/των μετοχής/-ών εντός των τριών αυτών ημερών. Η δεύτερη περίπτωση αφορά την υπηρεσία της απεριόριστης χρονικά πίστωσης (margin account), όπου η Εταιρία δανείζει τον επενδυτή για περαιτέρω αγορές μετοχών με ενέχυρο το χαρτοφυλάκιο του. Ως εκ τούτου τα κέρδη / ζημίες του επενδυτή μπορεί να είναι μεγαλύτερα σε σχέση με αυτά που θα είχε εάν επένδυε χωρίς τη χρήση πίστωσης. Άλλοι Χρεωστικοί Τίτλοι Ομόλογο είναι χρεόγραφο, ο εκδότης του οποίου έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον επενδυτή την ονομαστική αξία της επένδυσής του στην λήξη του χρεογράφου, όπως επίσης και την πληρωμή 11
τόκων σε τακτά διαστήματα μέχρι τη λήξη του. Ο επενδυτής με την αγορά ομολόγων, προσδοκά να επωφεληθεί από την είσπραξη τόκων ή / και μία πιθανή άνοδο της τιμής του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά. Ανάλογα με τον εκδότη τους, τα ομόλογα μπορούν να ταξινομηθούν στις παρακάτω κατηγορίες: 1. Κρατικά Ομόλογα (Government Bonds): ομόλογα τα οποία εκδίδονται από κυβερνήσεις κρατών ή τους αντίστοιχους οργανισμούς διαχείρισης χρέους (π.χ. Ελληνικού Δημοσίου, Αμερικάνικου Δημοσίου). Με αυτό τον τρόπο οι κυβερνήσεις καλύπτουν μέρος των δανειακών τους αναγκών. 2. Υπερεθνικά Ομόλογα (Supranational Bonds): ομόλογα τα οποία εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων -EIB). 3. Εταιρικά Ομόλογα (Corporate Bonds): ομόλογα τα οποία εκδίδονται κυρίως από Τράπεζες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και άλλες επιχειρήσεις. 4. Ομόλογα Οργανισμών Τοπικής Αυτοδοιήκησης (Ο.Τ.Α.-Municipal Bonds): ομόλογα τα οποία εκδίδονται από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. Δήμοι). Πέραν του εκδότη, τα κυριότερα χαρακτηριστικά των ομολόγων, είναι τα εξής: Ονομαστική Αξία (Face Value): είναι το αρχικό ποσό έκδοσης του χρεογράφου το οποίο ο εκδότης υπόσχεται να αποπληρώσει στην ημερομηνία λήξης του ομολόγου. Στην ονομαστική αξία ενός ομολόγου βασίζονται και οι πληρωμές των τόκων (κουπόνια). Τιμή (Price): Η τιμή του ομολόγου ορίζεται με βάση το εκατό (100), το οποίο αντιστοιχεί στην ονομαστική του αξία. Όταν η τιμή του ομολόγου είναι υψηλότερη από την ονομαστική του αξία, δηλαδή υπέρ το άρτιο (100), το ομόλογο διαπραγματεύεται με ανατίμηση (premium). Όταν η τιμή του ομολόγου είναι χαμηλότερη από την ονομαστική του αξία, δηλαδή υπό το άρτιο (100), το ομόλογο διαπραγματεύεται με έκπτωση (discount). Με βάση τα ανωτέρω, διακρίνουμε τις εξής τιμές: o Τιμή Έκδοσης (Issue Price): Είναι η τιμή στην οποία διατίθεται το ομόλογο από τον εκδότη του, κατά την έκδοσή του. o Τιμή Αγοράς: Είναι η τιμή στην οποία ο επενδυτής αγοράζει το ομόλογο. o o Τιμή Πώλησης: Είναι η τιμή στην οποία ο επενδυτής πουλάει το ομόλογο. Τιμή Αποπληρωμής (Redemption Price): Είναι η τιμή στην οποία αποπληρώνει ο εκδότης τον επενδυτή, κατά τη λήξη του ομολόγου. Ημερομηνία Έκδοσης (Issue Date): Είναι η ημερομηνία που εκδίδεται το ομόλογο. Ημερομηνία Λήξης (Maturity Date): Είναι η ημερομηνία λήξης του ομολόγου. Επιτόκιο / Τοκομερίδιο / Κουπόνι (Coupon): Είναι το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι του ομολόγου σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (συνήθως μήνας, τρίμηνο, εξάμηνο, ή έτος) και εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις 100 (%), επάνω στην ονομαστική αξία του ομολόγου. Το κουπόνι, το οποίο ορίζεται κατά την έκδοση του ομολόγου, μπορεί να είναι σταθερό ή κυμαινομένο. Δεδουλευμένος Τόκος (Accrued Interest): Είναι ο οφειλόμενος από τον εκδότη αλλά μη απαιτητός ακόμα από τον επενδυτή (κάτοχο του ομολόγου) τόκος που έχει σωρευτεί μεταξύ της ημερομηνίας τελευταίας πληρωμής τοκομεριδίου και της ημερομηνίας πώλησης του ομολόγου. Εύλογη Αξία (Fair Value): Είναι το άθροισμα της παρούσας αξίας των μελλοντικών χρηματοροών του ομολόγου (κουπόνια και ονομαστικό ποσό στη λήξη). Απόδοση μέχρι τη Λήξη (Yield to Maturity): Είναι η απόδοση που θα αποκομίσει ο επενδυτής ενός ομολόγου κρατώντας το έως την λήξη του και εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις 100 (%). Απλό Περιθώριο (Quoted Margin): (είναι χαρακτηριστικό των ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου). Το Απλό Περιθώριο είναι το σταθερό ποσοστό κατά το οποίο το τοκομερίδιο του ομολόγου διαφέρει από το επιτόκιο αναφοράς. Παραδείγματος χάριν, εάν ένα ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου πληρώνει τοκομερίδιο LIBOR + 2%, το 2% αποτελεί το απλό περιθώριο του ομολόγου, καθορίζεται κατά την έκδοση του ομολόγου και είναι συνήθως σταθερό μέχρι την ημερομηνία λήξης του., Το Απλό Περιθώριο μπορεί επίσης να μην αναφέρεται ως ποσοστό 12
επί της εκατό, αλλά σε μονάδες βάσης (Basis Points), όπου οι 100 μονάδες βάσης αντιστοιχούν σε 1%. Προεξοφλητικό Περιθώριο (Discount Margin): Στα ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου, το προεξοφλητικό περιθώριο (discount margin) εκφράζει το περιθώριο (margin) του ομολόγου σε σχέση με το αντίστοιχο επιτόκιο αναφοράς, βάση της τρέχουσας τιμής, το απλό περιθώριο (quoted margin) και της υπολειπόμενης διάρκειας του ομολόγου μέχρι την λήξη του. Το προεξοφλητικό επιτόκιο μεταβάλλεται κατά την διάρκεια ζωής του ομολόγου βάσει των προαναφερθέντων παραγόντων. Διαβάθμιση Εξασφάλισης: Προτεραιότητα κάλυψης των απαιτήσεων των κατόχων σε περίπτωση εκκαθάρισης της Εταιρίας του εκδότη o Senior Debt Instruments: Τίτλοι υψηλής εξασφάλισης o Subordinated Debt Instruments: Τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης Tier 2 Capital: Συμπληρωματικά Ίδια Κεφάλαια. Lower Tier 2 Capital: Πρόσθετα Συμπληρωματικά Κεφάλαια. Upper Tier 2 Capital: Κύρια Συμπληρωματικά Κεφάλαια. Tier 1 Capital: Βασικά Ίδια Κεφάλαια. Lower Tier 1 Capital: Πρόσθετα Βασικά Ίδια Κεφάλαια Upper Tier 1 Capital: Κύρια Βασικά Ίδια Κεφάλαια Πιστοληπτική Διαβάθμιση: Αφορά την κατάταξη των ομολόγων με βάση τον πιστωτικό κίνδυνο που αυτά εμπεριέχουν και ο οποίος απορρέει κυρίως από τον εκδότη τους. Εξωτερικοί Οργανισμοί Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (Ε.Ο.Π.Α.) εκτιμούν τον πιστωτικό κίνδυνο των εκδοτών των ομολόγων όπως κυβερνήσεων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων και γενικά των εκδοτών χρεογράφων σταθερού εισοδήματος. Αναλυτικότερα, οι Ε.Ο.Π.Α. συγκεντρώνουν και διασταυρώνουν πληροφορίες από πολλές πηγές που αφορούν τον εκδότη των χρεογράφων, την αγορά στην οποία αναπτύσσει τη δραστηριότητά του, τη γενική οικονομική του κατάσταση, τη φύση του χρεογράφου και γενικότερα την ικανότητα του εκδότη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι στον κάτοχο ομολόγου. Λόγω των διαφόρων τύπων των εκδιδόμενων χρεογράφων, για παράδειγμα βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα ομόλογα που αντιπροσωπεύουν χρέος υψηλής ή μειωμένης εξασφάλισης, διαφορετικά χρεόγραφα του ίδιου εκδότη μπορούν να έχουν διαφορετική αξιολόγηση. Οι τρεις πιο γνωστοί Ε.Ο.Π.Α. που αναπτύσσουν τη δράση τους σε διεθνές επίπεδο χρησιμοποιούν τις εξής κλίμακες για την πιστοληπτική διαβάθμιση των ομολόγων: o o Standards and Poor s και Fitch: Μακροπρόθεσμη Αξιολόγηση: AAA, AA+, AA, AA-, A+, A, A-, BBB+, BBB, BBB-, ΒΒ+, ΒΒ, ΒΒ-, Β+, Β, Β-, CCC+, CCC, CCC-, CC, C, RD, D. Βραχυπρόθεσμη Αξιολόγηση: F1+,F1, F1-, F2, F3,B, C, D. Moody s Investors Service: Μακροπρόθεσμη Αξιολόγηση: Aaa, Aa1, Aa2, Aa3, A1, A2, A3, Baa1, Baa2, Baa3, Ba1, Ba2, Ba3, B1, B2, B3, Caa1, Caa2, Caa3, Ca, C. Βραχυπρόθεσμη Αξιολόγηση: P-1, P-2, P-3, NP. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τιμή των ομολόγων επηρεάζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από την πιστοληπτική τους διαβάθμιση και από τυχόν αλλαγή της κατά τη διάρκεια της ζωής του ομολόγου. Διακρίνονται οι εξής κατηγορίες ομολόγων: Ομόλογα χωρίς τοκομερίδια/κουπόνια (Zero Coupon Bond): Τα ομόλογα αυτά εκδίδονται υπό το άρτιο και δεν προβλέπουν ενδιάμεσες πληρωμές τόκου αλλά μόνο την αποπληρωμή της ονομαστικής αξίας/κεφαλαίου στη λήξη τους. Ομόλογα Σταθερού Επιτοκίου (Fixed Coupon Bond): Στα ομόλογα σταθερού επιτοκίου το επιτόκιο ορίζεται κατά την έκδοση του ομολόγου σταθερό μέχρι την ημερομηνία λήξης των ομολόγων. Ομόλογα Κυμαινόμενου Επιτοκίου (Floating Rate Bond / Note - FRN): Στα ομόλογα κυμαινομένου επιτοκίου το επιτόκιο, αναπροσαρμόζεται ανά τακτές περιόδους με βάση κάποιο επιτόκιο αναφοράς (π.χ. Euribor ή Libor). Το επιτόκιο αναφοράς καθώς επίσης και τυχόν 13
περιθώριο το οποίο προστίθεται ή αφαιρείται από το επιτόκιο αναφοράς (spread) ορίζονται κατά την έκδοση του ομολόγου. Ο τόκος που λαμβάνει ο επενδυτής σε κάθε περίοδο εξαρτάται από τις διακυμάνσεις του επιτοκίου αναφοράς. Ομόλογα με Δικαίωμα Πρόωρης Εξαγοράς/Ανάκλησης από τον Εκδότη (Callable Bond): Ομόλογα στους όρους έκδοσης των οποίων ορίζεται ότι ο εκδότης έχει δικαίωμα να τα ανακαλέσει σε συγκεκριμένες μελλοντικές ημερομηνίες, δηλαδή να τα αποπληρώσει πριν την καθορισμένη λήξη τους. Ομόλογα με Δικαίωμα Πρόωρης Αποπληρωμής/Πώλησης από τον Επενδυτή (Putable Bond): Ομόλογα στους όρους έκδοσης των οποίων ορίζεται ότι ο επενδυτής έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον εκδότη την πρόωρη αποπληρωμή τους σε συγκεκριμένες μελλοντικές ημερομηνίες. Μετατρέψιμα Ομόλογα (Convertible Bonds): Τα μετατρέψιμα ομόλογα προσφέρουν στον επενδυτή το δικαίωμα να τα μετατρέψει σε άλλου τύπου αξιόγραφα του ίδιου εκδότη, συνήθως μετοχές. Το δικαίωμα αυτό παρέχεται στον επενδυτή αναφορικά με συγκεκριμένους χρόνους και σύμφωνα με προκαθορισμένες διαδικασίες. Δομημένα / Σύνθετα ομόλογα (Structured Bonds): Ομόλογα των οποίων η απόδοση ή και η επιστροφή του κεφαλαίου στη λήξη δεν είναι προκαθορισμένα αλλά εξαρτώνται από κάποια ή κάποιες συνδεδεμένες υποκείμενες αξίες, δείκτες ή άλλους παράγοντες. Επισημάνσεις για τις επενδύσεις σε ομόλογα: (α) Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αδυναμίας ενός εκδότη να αποπληρώσει την αρχική επένδυση και / ή την πληρωμή των τόκων (πιστωτικός κίνδυνος) στον επενδυτή, κάτι που όμως συμβαίνει σε περίπτωση χρεοκοπίας του εκδότη. (β) Συνήθως, όταν τα επιτόκια ανεβαίνουν, η αξία των ομολόγων μειώνεται. Επίσης, συνήθως, τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου, με μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής και χαμηλό τοκομερίδιο είναι πιο ευαίσθητα στις μεταβολές των επιτοκίων σε σύγκριση με τα ομόλογα που έχουν μικρότερη διάρκεια αποπληρωμής και υψηλότερα τοκομερίδια. (γ) Οι επενδύσεις σε δομημένα ομόλογα μπορούν να οδηγήσουν στην απώλεια έως και 100% του αρχικού κεφαλαίου επένδυσης καθώς και της απόδοσης. (δ) Οι επενδύσεις σε ομόλογα μπορούν να οδηγήσουν στην απώλεια κάποιου ποσού του επενδυμένου κεφαλαίου του κατόχου, στην περίπτωση που δεν κρατηθούν μέχρι τη λήξη τους. Αυτό συμβαίνει διότι για την αποτίμηση των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως π.χ. τα τρέχοντα επιτόκια, ο χρόνος που απομένει μέχρι τη λήξη του ομολόγου, τα τυχόν τοκομερίδια, τυχόν σχετικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, οι τιμές των μετοχών (για τα μετατρέψιμα ομόλογα), οι τιμές των υποκείμενων αξιών (για τα ομόλογα που ενσωματώνουν παράγωγο) κλπ. Επομένως, πριν από την καθορισμένη ημερομηνία λήξης των ομολόγων, οι τιμές αγοράς και πώλησής τους ενδέχεται να είναι σημαντικά χαμηλότερες από την ονομαστική αξία τους. Άλλοι Τίτλοι Στην κατηγορία αυτοί ανήκουν οι υβριδικοί τίτλοι, δηλ. τίτλοι που συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων. Μπορούν δηλαδή, να πληρώνουν μέρισμα όπως μια μετοχή αλλά και να συμπεριφέρονται στην δευτερογενή αγορά όπως οι τίτλοι σταθερού εισοδήματος, Είναι μειωμένης εξασφάλισης και ανήκουν στην κατηγορία των Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Tier 1 Capital). Μπορούν, για παράδειγμα, να πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσό μερίσματος σε τακτά διαστήματα, όπως ένας τίτλος σταθερού εισοδήματος, αλλά ταυτόχρονα να περιλαμβάνουν κάποιους όρους που να δίνουν τη δυνατότητα, υπό όρους, στον εκδότη να παραλείψει κάποιες πληρωμές (όπως στις προνομιούχες μετοχές) σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζει αντικειμενικά προσδιορισμένες οικονομικές δυσκολίες. Αρκετά συχνά δεν έχουν ημερομηνία λήξης (perpetual notes), όπως συμβαίνει με τις μετοχές, ή έχουν ημερομηνίες λήξης εξαιρετικά μακρινές (π.χ. 100 έτη) αλλά ο εκδότης έχει το δικαίωμα απόκτησής τους σε προκαθορισμένες ημερομηνίες (δικαίωμα ανάκλησης από τον εκδότη). 14
5.3 Αμοιβαία Τέλος, σε περίπτωση πτώχευσης της Εταιρίας οι κάτοχοι των τίτλων αυτών προηγούνται στην ικανοποίηση των απαιτήσεων τους από τον εκδότη έναντι των μετόχων αλλά υπολείπονται έναντι των κατόχων κοινών ομολόγων έκδοσης του ιδίου εκδότη. Κεφάλαια Τα Αμοιβαία Κεφάλαια (Α/Κ Mutual Funds) είναι ομάδες περιουσίας που αποτελούνται από κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς και μετρητά και της οποίας τα επί μέρους στοιχεία ανήκουν εξ αδιαιρέτου σε περισσότερους του ενός μεριδιούχους. Τα Α/Κ δεν είναι νομικά πρόσωπα, έχουν αόριστη διάρκεια και οι μεριδιούχοι εκπροσωπούνται δικαστικώς και εξωδίκως ως προς τις έννομες σχέσεις από τη διαχείρισή τους και τα δικαιώματά τους επί του ενεργητικού τους, από την Εταιρία διαχείρισης (Α.Ε.Δ.Α.Κ.). Την ευθύνη για τη διαχείριση των κεφαλαίων των Α/Κ έχει η διαχειρίστρια εταιρία (Α.Ε.Δ.Α.Κ.), η οποία έχει την ευθύνη να διαχειρίζεται το ενεργητικό των Α/Κ ανάλογα με το σκοπό και την επενδυτική τους πολιτική. Η μελλοντική απόδοση ενός Α/Κ δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί εκ των προτέρων. Η αξία του ενεργητικού κάθε Α/Κ αυξομειώνεται, αφού εξαρτάται άμεσα τόσο από τα χαρακτηριστικά των αγορών και τις ανάλογες διακυμάνσεις που αυτές εμφανίζουν, όσο και από τις τρέχουσες συγκυρίες που παρουσιάζονται. Το καθαρό ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, ο αριθμός των μεριδίων του, η καθαρή τιμή του μεριδίου του, η τιμή διάθεσης και η τιμή εξαγοράς του υπολογίζονται κάθε εργάσιμη ημέρα και δημοσιεύονται στον ημερήσιο τύπο της μεθεπόμενης ημέρας, με μέριμνα της Εταιρίας διαχείρισης του αμοιβαίου κεφαλαίου. Στην αγορά διατίθενται διάφορες κατηγορίες Α/Κ. Οι πιο συνηθισμένες είναι οι εξής: Α/Κ Διαχείρισης Διαθεσίμων: Τα Α/Κ Διαχείρισης Διαθεσίμων επενδύουν κυρίως σε μέσα της χρηματαγοράς και δευτερευόντως σε σταθερούς τίτλους εισοδήματος. Ομολογιακά Α/Κ: Τα Ομολογιακά Α/Κ, επενδύουν κυρίως σε κρατικά, εταιρικά ομόλογα και δευτερευόντως σε μέσα χρηματαγοράς. Μετοχικά Α/Κ: Τα Μετοχικά Α/Κ επενδύουν κυρίως σε μετοχικούς τίτλους εισηγμένους σε οργανωμένες αγορές είτε εσωτερικού είτε εξωτερικού. Μικτά Α/Κ: Τα Μικτά Α/Κ επενδύουν το ενεργητικό τους τόσο σε ομολογιακές όσο και μετοχικές τοποθετήσεις. Fund of Funds: Τα Funds of Funds είναι Α/Κ που επενδύουν σε μερίδια άλλων Α/Κ. Πρόκειται για «καλάθια» Α/Κ που στοχεύουν στη ευρεία διασπορά τόσο σε επίπεδο επενδύσεων (π.χ. ομόλογα, μετοχές), όσο και σε γεωγραφικό επίπεδο. Ειδικού τύπου Α/Κ: Τα Α/Κ ειδικού τύπου είναι μακροχρόνιου ορίζοντα και χαρακτηρίζονται από τη χρήση παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, µέσα από τα οποία προσφέρουν προστασία κεφαλαίου και απόδοση στη λήξη μέσω ενός µηχανισµού αξιολόγησης της πορείας µιας υποκείμενης αξίας (π.χ. ενός καλαθιού µετοχών / ομολόγων, δείκτη ή καλαθιού δεικτών). Χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου, δοθείσης της έκθεσης σε παράγωγα μέσα. Absolute Return A/K: Πρόκειται για Α/Κ τα οποία ακολουθούν τα επιτόκια της τραπεζικής αγοράς στοχεύοντας σε αποδόσεις πάνω από εκείνες των μέσων χρηματαγοράς έχοντας παράλληλα συγκεκριμένο στόχο για τη διακύμανση. Συνήθως, επενδυτικό όχημα στα Α/Κ αυτά είναι ομολογιακοί τίτλοι, μέσα χρηματαγοράς και παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα. Διαπραγματεύσιμα Α/Κ (ETFs): Τα μερίδια αυτών των Α/Κ διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Τυπικά η διάρθρωσή τους ακολουθεί κάποιον δείκτη μετοχών, όπως τον S&P 500 ή έναν τομέα αγοράς (market sector) όπως: ενέργεια, τεχνολογία, εμπορεύματα (χρυσός, πετρέλαιο, κ.ά.) Αμοιβαία Κεφάλαια σε Εμπορεύματα (Commodity Funds): Είναι αμοιβαία κεφάλαια εναλλακτικών μορφών επένδυσης. Η συγκεκριμένη κατηγορία Α/Κ δραστηριοποιείται στην αγορά εμπορευμάτων χρησιμοποιώντας παράγωγα τα οποία έχουν ως υποκείμενα μέσα εμπορεύματα ή δείκτες εμπορευμάτων. Η απόδοσή τους εξαρτάται από τη πορεία των υποκείμενων μέσων. 15
5.4 Παράγωγα Οι επενδυτές ανάλογα με το επενδυτικό τους προφίλ, θα πρέπει να επιλέγουν προσεκτικά τα Α/Κ των οποίων τα μερίδια αγοράζουν. Οι επιτρεπόμενες επενδύσεις αμοιβαίου κεφαλαίου, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης Α.Ε.Δ.Α.Κ. της οποίας η καταστατική έδρα και η κεντρική διοίκηση είναι στην Ελλάδα, προβλέπονται στο ν. 3283/2004, ο δε επενδυτικός σκοπός του, η επενδυτική πολιτική του, οι επενδυτικοί περιορισμοί, οι μέθοδοι διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του, ο βαθμός των επενδυτικών κινδύνων του χαρτοφυλακίου του και τα χαρακτηριστικά του μέσου επενδυτή στον οποίο απευθύνεται το αμοιβαίο κεφάλαιο περιγράφονται, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό του. Προϊόντα Τα παράγωγα προϊόντα είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, η αξία των οποίων βασίζεται, παράγεται ή παρακολουθεί την αξία άλλων χρηματοοικονομικών αξιών ως βάση αναφοράς (υποκείμενες αξίες), όπως ενδεικτικά συναλλάγματος, επιτοκίων, μετοχών, ομολόγων, χρηματιστηριακών δεικτών, άλλων τιμών (π.χ. κλιματικές μεταβλητές, ναύλους, άδειες εκπομπής ρύπων, ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές κ.ά.), περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη και πιστώσεων, που καλούνται υποκείμενες αξίες. Στη σύμβαση παραγώγου καθορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών αναφορικά με τις εκατέρωθεν οφειλές τους, οι οποίες διαμορφώνονται με βάση την τιμή της υποκείμενης αξίας σε ορισμένη ημερομηνία ή ανά τακτά διαστήματα στο μέλλον. Δύο βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα παράγωγα προϊόντα στο σύνολό τους είναι ο τόπος διαπραγμάτευσης τους και ο τύπος εκκαθάρισης. Οι κύριες κατηγορίες παράγωγων προϊόντων είναι τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), οι προθεσμιακές συμβάσεις (forwards), τα δικαιώματα προαίρεσης (options) και οι συμβάσεις ανταλλαγής (swaps). Τα παράγωγα προϊόντα χρησιμοποιούνται από τους επενδυτές για τους εξής κυρίως σκοπούς: Αντιστάθμιση κινδύνων (Hedging) Οι συναλλασσόμενοι σε παράγωγα ενδέχεται να αποσκοπούν στην αντιστάθμιση υφιστάμενων ή μελλοντικών κινδύνων (hedging) που ενδέχεται να ανακύψουν από άλλες τοποθετήσεις τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα ή άλλες υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει (π.χ. ένας επενδυτής στην Αγορά Αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών επιθυμώντας να περιορίσει τον κίνδυνο μείωσης της αξίας του χαρτοφυλακίου του από πιθανή πτώση των τιμών των μετοχών παίρνει μία θέση αντιστάθμισης του εν λόγω κινδύνου στην Αγορά Παραγώγων). Κερδοσκοπία (Speculation) Οι συναλλασσόμενοι σε παράγωγα ενδέχεται να αποσκοπούν στην αποκόμιση κέρδους (speculation). Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιούν διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα ανάλογα με τις προσδοκίες που έχουν οι συναλλασσόμενοι σε σχέση με την πορεία των αγορών, με σκοπό το κέρδος και αναλαμβάνοντας πάντοτε τον αντίστοιχο κίνδυνο. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των παραγώγων προϊόντων είναι ότι δίνουν την δυνατότητα στους επενδυτές να παίρνουν θέσεις πολλαπλάσιας αξίας του ποσού που επενδύουν (μόχλευση) με αντίστοιχη επαύξηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται. Arbitrage Οι συναλλασσόμενοι σε παράγωγα ενδέχεται να επιδιώκουν το κέρδος χωρίς ανάληψη κινδύνου, εκμεταλλευόμενοι βραχυπρόθεσμες ανισορροπίες στις τιμές της αγοράς, δηλαδή τυχόν διαφορές στις τιμές της ίδιας χρηματοοικονομικής αξίας σε δύο ή περισσότερες αγορές (arbitrage). Η εξισορροπητική κερδοσκοπία απαιτεί γρήγορες κινήσεις, γι αυτό και μπορεί να επιτευχθεί μόνο από συναλλασσόμενους με βαθειά γνώση των αγορών που έχουν άμεση πρόσβαση στα συστήματα διαπραγμάτευσης και βαρύνονται με εξαιρετικά χαμηλές προμήθειες συναλλαγών. 16
5.4.1 Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης - Futures Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (ΣΜΕ - Future) είναι διμερείς συμβάσεις, με τις οποίες συμφωνείται η αγορά ή πώληση συγκεκριμένης ποσότητας μιας αξίας σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία έναντι ορισμένου τιμήματος. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης είναι χρηματιστηριακά παράγωγα προϊόντα, προϊόντα δηλαδή με τυποποιημένους όρους που είναι εισηγμένα σε χρηματιστήριο. Χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση κινδύνων (hedging), για κερδοσκοπία (speculation) ή για εξισορροπητική κερδοσκοπία (arbitrage). Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης περιλαμβάνουν κάποιους βασικούς όρους οι οποίοι είναι οι εξής: Μέγεθος συμβολαίου (Contract size): Με αυτό ορίζεται η ποσότητα της υποκείμενης αξίας στην οποία αφορά το αντίστοιχο συμβόλαιο Ημέρα λήξης (Expiration date): Η ημερομηνία λήξης του συμβολαίου. Price of the future contract: Η τιμή του συμβολαίου, ήτοι η τιμή στην οποία αγοράζουν / πωλούν το συμβόλαιο οι αντισυμβαλλόμενοι. Τιμή εκκαθάρισης (Settlement price): Η τιμή εκκαθάρισης του συμβολαίου, η οποία ανακοινώνεται ημερησίως από τον οργανισμό εκκαθάρισης (clearing house). Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης διακρίνονται με βάση τον υποκείμενο τίτλο σε: Index futures: είναι συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με υποκείμενο μέσο ένα χρηματιστηριακό ή χρηματοοικονομικό δείκτη της αγοράς. Stock futures: είναι συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με υποκείμενο μέσο μια εισηγμένη μετοχή της αγοράς. Currency futures: είναι συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με υποκείμενο μέσο μία συναλλαγματική ισοτιμία (ζεύγος νομισμάτων) Bond futures: είναι συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με υποκείμενο μέσο ένα ομόλογο Commodity Futures: είναι συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με υποκείμενο μέσο ένα είδος εμπορεύματος. Ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης περιλαμβάνει τα εξής ποσά ασφάλισης: Περιθώριο ασφάλισης (Margin): Το περιθώριο ασφάλισης αποτελεί το ποσό που ζητάει ο εκκαθαριστικός οργανισμός ως ασφάλεια σε περίπτωση που ο επενδυτής δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον ημερήσιο διακανονισμό. Αρχικό περιθώριο ασφάλισης (Initial margin): Το ποσό που ζητείται από τον εκκαθαριστικό οίκο όταν γίνει μια συναλλαγή καλείται αρχικό περιθώριο ασφάλισης (Initial margin). Περιθώριο διαφορών αποτίμησης (Variation margin): Σε περίπτωση που η αξία των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως αρχικό περιθώριο ασφάλισης είναι κατώτερη ενός προκαθορισμένου ορίου, ο κάτοχος του συμβολαίου υποχρεούται να καταθέσει το ποσό της διαφοράς (margin call), διαφορετικά ο οργανισμός εκκαθάρισης θα προχωρήσει σε ρευστοποίηση του συμβολαίου. Ημερήσια Αποτίμηση (mark-to-market) και περιθώριο ημερήσιου διακανονισμού: για να ελαχιστοποιηθούν οι ζημιές από αθέτηση υποχρεώσεων από την πλευρά του επενδυτή, οι μεταβολές στην τιμή του κάθε συμβολαίου υπολογίζεται σε ημερήσια βάση και το κέρδος ή η ζημιά (περιθώρια ημερήσιου διακανονισμού) πιστώνεται ή χρεώνεται αντίστοιχα στο λογαριασμό του επενδυτή.. Αναφορικά με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης που διαπραγματεύονται στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α., η Εταιρία Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) υπολογίζει τα αρχικά περιθώρια ασφάλισης και τα ημερήσια περιθώρια διακανονισμού των επενδυτών χρησιμοποιώντας το μοντέλο υπολογισμού RI.VA. (Risk Valuation). Το RI.VA. βασίζεται στον 17
5.4.2 Δικαιώματα υπολογισμό της μέγιστης αρνητικής μεταβολής μιας ανοικτής θέσης λόγω της διακύμανσης της τιμής της υποκείμενης αξίας μέσα στο χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί από την ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π. για να καλύψει τις τυχόν ζημιές από το κλείσιμο της θέσης αυτής στην αγορά. Επίσης ορίζει ένα ελάχιστο (ανεξάρτητο από την αξία των ανοικτών θέσεων) υπόλοιπο λογαριασμού ανά τελικό πελάτη (κωδικό συναλλαγών / εκκαθάρισης). Προαίρεσης (Options) Το δικαίωμα προαίρεσης (option) είναι διμερής σύμβαση που παρέχει στον ένα εκ των συμβαλλομένων της το δικαίωμα (αλλά όχι την υποχρέωση) έναντι τιμήματος (premium) με μονομερή του δήλωση προς τον αντισυμβαλλόμενό του να προβεί σε αγορά ή πώληση της συμφωνηθείσας υποκείμενης αξίας σε ορισμένη τιμή σε μια μελλοντική χρονική στιγμή και εντός προκαθορισμένης ώρας ή εντός ορισμένης προθεσμίας (τιμή άσκησης/εξάσκησης - Strike Price), υπό την αίρεση ότι ο συμβαλλόμενος αυτός θα έχει προβεί στην προαναφερθείσα μονομερή του δήλωση προς τον αντισυμβαλλόμενό του. Με άλλα λόγια, ο αγοραστής δικαιώματος πληρώνει το συμβατικό τίμημα (premium) και αποκτά δικαίωμα (όχι υποχρέωση) είτε αγοράς (αγοραστής call option) είτε πώλησης (αγοραστής put option). Από την άλλη πλευρά, ο πωλητής ενός δικαιώματος εισπράττει το τίμημα του δικαιώματος (premium) και αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από την άσκηση του δικαιώματος από τον αντισυμβαλλόμενό του που έχει το δικαίωμα προαιρέσεως. Ενδεικτικά, τα υποκείμενα μέσα μπορεί να είναι εμπορεύματα, νομίσματα, επιτόκια, χρηματιστηριακοί δείκτες και άλλα και χρησιμεύουν στην αντιστάθμιση του κινδύνου (hedging), κερδοσκοπία (speculation) ή εξισορροπητική κερδοσκοπία (arbitrage). Τα δικαιώματα προαιρέσεως είναι είτε χρηματιστηριακά προϊόντα τα οποία περιέχουν τυποποιημένους όρους και τα οποία είναι εισηγμένα σε χρηματιστήρια, είτε εξωχρηματιστηριακά (over-the-counter ή OTC), δηλαδή προϊόντα που διαπραγματεύονται εκτός οργανωμένων αγορών και προορίζονται να καλύψουν τις κατ ιδίαν ανάγκες του επενδυτή. Τα δικαιώματα προαίρεσης έχουν κάποιους βασικούς όρους οι οποίοι αναλύονται παρακάτω: Τιμή εξάσκησης (Strike price): Η τιμή στην οποία ο αγοραστής ενός δικαιώματος call ή put μπορεί να επιλέξει να εξασκήσει το δικαίωμά του, αντιστοίχως, να αγοράσει ή να πωλήσει την υποκείμενη αξία. Ημερομηνία λήξης (Expiration date): Η ημερομηνία κατά την οποία λήγει το δικαίωμα (δηλ. η τελευταία μέρα στην οποία μπορεί να εξασκηθεί ένα δικαίωμα προαίρεσης). Ημερομηνία διακανονισμού (Settlement Date): Η ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται ο διακανονισμός του δικαιώματος, είτε με φυσική παράδοση είτε με ρευστά διαθέσιμα, η οποία είναι συνήθως 2 εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία λήξης του δικαιώματος. Μέγεθος συμβολαίου (Contract size): Με αυτό ορίζεται η ποσότητα της υποκείμενης αξίας που περιλαμβάνει το αντίστοιχο συμβόλαιο. Τίμημα δικαιώματος (Premium): Η τιμή κτήσης του δικαιώματος αγοράς ή πώλησης. Ανάλογα με το είδος του υποκείμενου μέσου τα δικαιώματα προαιρέσεως μπορούν να διαχωριστούν στις παρακάτω κατηγορίες: Index option: Δικαίωμα προαιρέσεως με υποκείμενο μέσο κάποιο χρηματιστηριακό δείκτη. Stock option: Δικαίωμα προαιρέσεως με υποκείμενο μέσο κάποια εισηγμένη μετοχή. Στην Ελληνική αγορά προσφέρονται αποκλειστικά stock options αμερικανικού τύπου. Currency option: Δικαίωμα προαιρέσεως με υποκείμενο μέσο μία ισοτιμία (ζεύγος νομισμάτων). Interest rate option: Δικαίωμα προαιρέσεως με υποκείμενο μέσο ένα επιτόκιο αναφοράς, όπως EURIBOR, LIBOR κ.τ.λ.. Commodity option : Δικαίωμα προαιρέσεως με υποκείμενο τίτλο κάποιο εμπορεύσιμο αγαθό (commodity), όπως χρυσός, πετρέλαιο κ.τ.λ. 18
5.4.3 Προθεσμιακές 5.4.4 Συμβάσεις Συμβάσεις - Forwards Οι προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) είναι διμερείς συμβάσεις, οι οποίες αφορούν την αγορά / πώληση συγκεκριμένης ποσότητας μιας αξίας σε μία ορισμένη χρονική στιγμή στο μέλλον και σε συγκεκριμένη τιμή. Η λειτουργία των προθεσμιακών συμβολαίων είναι όμοια με εκείνη των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, με τη διαφορά ότι τα προθεσμιακά συμβόλαια διαπραγματεύονται εκτός οργανωμένων αγορών (over-the-counter ή OTC). Η διαφορά αυτή συνεπάγεται ότι οι προθεσμιακές συμβάσεις δεν έχουν τυποποιημένα χαρακτηριστικά, όπως τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης αλλά έχουν την ευελιξία να προσαρμόζονται στις ανάγκες των επενδυτών. H τιμή στην οποία θα γίνει η αγορά/πώληση του υποκείμενου τίτλου είναι η προθεσμιακή τιμή (forward rate) του τίτλου τη στιγμή της κατάρτισης της προθεσμιακής σύμβασης, ενώ την ίδια στιγμή η προθεσμιακή σύμβαση έχει μηδενική αξία οπότε δεν καταβάλλεται τίμημα από τον αγοραστή. Οι προθεσμιακές συμβάσεις χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση του κινδύνου (hedging), κερδοσκοπία (speculation) ή εξισορροπητική κερδοσκοπία (arbitrage) και ενέχουν τους ίδιους κινδύνους με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης καθώς επίσης και του κινδύνου αντισυμβαλλομένου (counterparty risk) λόγω της απουσίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου (οργανισμού εκκαθάρισης). Οι προθεσμιακές συμβάσεις διακρίνονται με βάση τον υποκείμενο τίτλο στα εξής: Index forwards: είναι προθεσμιακές συμβάσεις με υποκείμενο μέσο ένα χρηματιστηριακό ή χρηματοοικονομικό δείκτη της αγοράς. Stock forwards: είναι προθεσμιακές συμβάσεις με υποκείμενο μέσο μια εισηγμένη μετοχή της αγοράς. Currency forwards: είναι προθεσμιακές συμβάσεις με υποκείμενο μέσο μία συναλλαγματική ισοτιμία (ζεύγος νομισμάτων). Bond forwards: είναι προθεσμιακές συμβάσεις με υποκείμενο μέσο ένα ομόλογο. Forward Rate Agreements (FRAs): είναι προθεσμιακές συμβάσεις με υποκείμενο μέσο ένα επιτόκιο αναφοράς, όπως EURIBOR, LIBOR. Commodity forwards: είναι προθεσμιακές συμβάσεις με υποκείμενο μέσο ένα είδος εμπορεύματος. Τα currency forwards συνήθως απευθύνονται σε επενδυτές με ανάγκη διαχείρισης συναλλαγματικού κινδύνου, όπως επιχειρήσεις με δανειακές υποχρεώσεις σε συνάλλαγμα, εισαγωγικές-εξαγωγικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις με ροές κεφαλαίων από το εξωτερικό σε συνάλλαγμα και ναυτιλιακές εταιρείες με έσοδα σε συνάλλαγμα (κυρίως δολάρια). Τα πιο συνηθισμένα currency forwards είναι τα εξής: Forward: Συμφωνία κατοχυρώσεως σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε καθορισμένη ημερομηνία στο μέλλον.. Flexible Forward: Συμφωνία Forward ανοιχτού χρόνου εκτέλεσης. Ανταλλαγής (Swaps) Η σύμβαση ανταλλαγής (swap) είναι μια διμερής σύμβαση η οποία αφορά την ανταλλαγή καθορισμένων πληρωμών σε συγκεκριμένο ποσό, νόμισμα και σε καθορισμένες περιοδικές ημερομηνίες μέχρι τη λήξη της σύμβασης. Οι συμβάσεις ανταλλαγής συνομολογούνται εκτός οργανωμένων αγορών (over-the-counter ή OTC) και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους επενδυτές τόσο για αντιστάθμιση κινδύνων (hedging), για κερδοσκοπία (speculation) και για arbitrage. Οι συμβάσεις ανταλλαγής διακρίνονται στις εξής βασικές κατηγορίες: 19
5.4.5 Contracts Interest rate swaps: συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων που χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση κινδύνου επιτοκίων. Currency swaps: Συμβάσεις ανταλλαγής διαφορετικών νομισμάτων που προσφέρονται για αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, καθώς και του επιτοκιακού. Commodity swaps: Συμβάσεις ανταλλαγής, οι πληρωμές των οποίων βασίζονται στην απόδοση δεικτών σε εμπορεύματα και προσφέρονται για την αντιστάθμιση κινδύνου από μεταβολές των υποκείμενων αξιών καθώς και κερδοσκοπία επί των τιμών των εμπορευμάτων. Freight rate swaps: Συμβάσεις ανταλλαγής, οι πληρωμές των οποίων βασίζονται σε δείκτες τιμών ναύλων για την μεταφορά φορτίων δια θαλάσσης. For Differences Τα Contracts For Differences (CFDs) ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις επί διαφορών είναι παράγωγα προϊόντα ΟΤC (over-the-counter). Το CFD είναι διμερής σύμβαση η οποία αποσκοπεί στην ανταλλαγή της διαφοράς μεταξύ της τιμής ανοίγματος και της τιμής κλεισίματος της σύμβασης, πολλαπλασιαζόμενη με τον αριθμό μετοχών που ορίστηκαν στη σύμβαση. Με άλλα λόγια, στα CFDs, το κέρδος ή η απώλεια καθορίζεται από την διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και τιμής πώλησης του CFD. Η παραπάνω διαδικασία επιτυγχάνεται μέσω της μεσολαβούσας ΕΠΕΥ (broker) που αγοράζει ή πουλάει για λογαριασμό του πελάτη τις αντίστοιχες μετοχές ή δείκτες ή ETFs κατευθείαν από την spot αγορά και στην συνέχεια μέσω του CFD του μετακυλύει το κέρδος ή τη ζημία. Επίσης, ο επενδυτής δύναται να συμμετέχει έμμεσα σε όλες τις εταιρικές πράξεις, όπως π,χ. απόληψη μερίσματος, split, κ.λπ. ακόμα και αν δεν είναι ο ίδιος εγγεγραμμένος μέτοχος της εταιρίας αλλά ο broker του. O C F D s Τα CFDs, πέραν άλλων χρήσεων, χρησιμοποιούνται από τους επενδυτές για αντιστάθμιση κινδύνου (Hedging) ή για speculation παίρνοντας θέση αγοράς (Long) ή θέση πώλησης (Short). Επιπλέον, αντίθετα από τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και τα συμβόλαια προαίρεσης (options), τα CFDs δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Τέλος τα CFDs λειτουργούν με περιθώριο ασφάλισης (margin), δηλ. απαιτείται μόνο ένα αρχικό ποσό σε μετρητά, το οποίο για μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης και ρευστότητας μπορεί να ξεκινάει από ένα ποσοστό της τάξης του 10% της ονομαστικής αξίας της θέσης που παίρνει ο επενδυτής. Συνεπώς ο επενδυτής, με σχετικά μικρή δέσμευση κεφαλαίων έχει τη δυνατότητα αγοράς συμβολαίων για πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια (μόχλευση). Θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλες οι συναλλαγές σε παράγωγα οι οποίες λειτουργούν με περιθώριο ασφάλισης (margin) απαιτούν μια πειθαρχημένη προσέγγιση επειδή τόσο οι πιθανότητες κέρδους όσο και ζημίας είναι πολύ μεγαλύτερες. 20