Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΝΟΛΑΚΗΣ (1912-1935) ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ



Σχετικά έγγραφα
Στους κήπους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α]

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α] Δρ. Ἰωάννης Ἀντ. Παναγιωτόπουλος

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Φάροι της Ορθοδοξίας η Αγκάραθος και τα ιστορικά Μοναστήρια της Κρήτης

Νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη των Προκαθημένων καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη η Κύπρος αν ο στόχος δεν επιτευχθεί

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Ἀσκητὲς καὶ ἀσκητήρια στὴ νῆσο Σκόπελο

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Ἑλλάδα. Μεγάλη. Καλαβρία Ἀπουλία Καμπανία STUDIUM HISTORICORUM Ε ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΗΣ

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

Μαρτυρία Πίστεως καὶ Ζωῆς

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

Νέος Γέρων Σκευοφύλαξ στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας

Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες. Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, 9.00 π.μ. Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» Πειραιῶς

ΡΑΒΕΝΝΑ STUDIUM HISTORICORUM ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤ ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἀνάμεσα στὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή

Παραθέτουμε απόσπασμα του άρθρου: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ- Οι Ιεχωβάδες και οι Μασόνοι κεφάλαια εις το βιβλίον των θρ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΟΔΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΜΑΡΤΙΟΣ 2019

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΓΑΘΟΠΟΥΣ

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Β ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΑΜΟΥ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

ΑΤΟΜΙΚΟ ΑΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΛΤΙΟ ΓΙΑ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ. Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Γιατὶ τὸ Βυζάντιο. Ἐκδόσεις «Ἑλληνικὰ Γράμματα», Ἀθήνα 2009, σελίδες 292.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ. κατὰ τὴν Κοπὴν τῆς Βασιλόπιττας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μητροπολιτικὸς Ναὸς Βρυξελλῶν

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Αθηναγόρας και Οικουμένη:

Πρωτομηνιά και Άνοιξη: Τρεις σπουδαίες Αγίες εορτάζουν

Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές θέσεις

Πανελλήνιο Ἐπιστημονικό Συνέδριο

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Kλάσης Δυτική Εξαρχία:

Περιεχόμενα ΕΚΛΟΓΗ, ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ, ΕΝΘΡΟΝΙΣΗ

(Θ. Λειτουργία Ἰωάννου Χρυσοστόμου)

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

Α1. Να δώσετε το περιεχόμενο των όρων που ακολουθούν: γ. Εκλεκτικοί Μονάδες 15

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Τὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἔργο καὶ ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ

Περιεχόμενα. Β Ἐκκλησιαστική κρίση

Στη συνέχεια έκανε αναφορά στην επίσκεψη που είχε την προηγούμενη μέρα στο Κέντρο, όπου ο κ. Μαρτίνοβιτς εξήγησε στον ίδιο και στους συνεργάτες του,

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

Φροντιστηριακὸ Μάθημα Ἁγιογραφίας Β

ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ

Μαχόμενη Θεολογία. Περιεχόμενα. 1. Τί πολίτες θέλει ἡ σύγχρονη ἐξουσία; Μιά συνέντευξη γιά τά ναρκωτικά. 2. Ἡ σημασία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019

Κεφαλή της Μιας Εκκλησίας είναι ο Χριστός (όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι Χριστοκέφαλες). Με τον όρο αυτοκέφαλο αποδίδεται, κατά τους ιερούς

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

«Ἁγιογραφικὴ Σύναξις Πατρῶν Α»

Τὰ Προλεγόμενα. (π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνὸς)

Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. τίμησε με την παρουσία του τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό

Φ. Ἀ. Δημητρακόπουλος Γ. Β. Ἀνδρειωμένος Μ. Χρόνη Χ. Κοντονικολῆς - Ἀ. Βακαλόπουλος Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ὑπ ἀριθμ. 17

«Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μας προσγειώνει στην ευθύνη της αποστολής μας»

Πατρ τ ιάρχης Αλ εξα εξ νδρείας ένας από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας

2/09/2012 Ιωακείμ Γ, ο Πατριάρχης του Γένους, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2017 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Β

Η Ομογένεια θρηνεί τον Ποιμενάρχη της

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

Ἡ θεολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

Η ιστορική Μονή του Σωτήρος Xριστού στο Kουμπέ Ρεθύμνου

Εὐχετήρια-Κοινωνικὰ Γράμματα πρὸς τὸν Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων

IΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟ-ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ ( )

Εκλογές στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ, ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ & ΩΡΩΠΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ 2018

Χρήσιμες ὁδηγίες γιὰ τοὺς ἐνηλίκους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτισθοῦν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Δελφῶν καί Μιαούλη) Τηλ: Ἡ Θεία Κοινωνία.

Εγκαίνια του ανακαινισμένου Ιερού Ναού του Αγίου Απ.Παύλου στο Ρέθυμνο

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Χίος, ὡραῖο νησί κι ἄν δέν φόρεσες δαφνόκλαρα, σοῦ φτάνει γιά δόξα σου τό ἀκάνθινο τοῦ μαρτυρίου στεφάνι.

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ο Μέγας Αθανάσιος: ανυποχώρητος αγωνιστής της ορθής πίστης.

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: Παρακολουθήστε LIVE την τελετή ενθρόνισης του νέου Αρχιεπισκόπου Αμερικής

Εἰσαγωγὴ. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. ICAMSoft Law Applications Σημειώ σεις

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 17 Μαΐου

ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ

Ἀφιέρωμα στούς Ὀρθόδοξους Ναούς τῆς Κορέας

X ΜΑΘΗΜΑ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Α

Μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας

ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ π.ἀλέξανδρος Σμέμαν

LAHGLATA ACIOCQAVIAS PEQIODOS Bò L hgla Aò

ΤΕΥΧΟΣ 1, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2016

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ. ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΤΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ κ. ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΛΤΙΝΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 2017

Transcript:

ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΑΪΛΑΚΗΣ ΒΡΑΝΑΣ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΝΟΛΑΚΗΣ (1912-1935) ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Σύμβουλος Καθηγητὴς: Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καὶ Βιάννου κ.κ. Ἀνδρέας Νανάκης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΝΟΛΑΚΗΣ (1912-1935) ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΑΪΛΑΚΗΣ ΒΡΑΝΑΣ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΝΟΛΑΚΗΣ (1912-1935) ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Σύμβουλος Καθηγητὴς: Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καὶ Βιάννου κ.κ. Ἀνδρέας Νανάκης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Εἰς τὸν πολιὸν γέροντά μου Πρωτοπρεσβύτερον π. Ἀναστάσιον Ἰωάν. Σπινθουράκην ἐπὶ τῇ συμπληρώσει τεσσαράκοντα ἐτῶν (1969-2009) ἀπὸ τῆς ἀναλήψεως τῆς προϊσταμενίας τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Χαλέπας Χανίων

Εἰκόνα ἐξωφύλου: Ὁ Ἐπίσκοπος Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Ἀγαθάγγελος Νινολάκης (ΔΕΛΑΚΗ, Τὸ Ἱεροδιδασκαλεῖο Κρήτης, σ. 229)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ὁ ἐπίσκοπος Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Ἀγαθάγγελος Α Νινολάκης (1912-1935) ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία σὲ μία δύσκολη φάση τῆς ἱστορίας τῆς Κρήτης ἀλλὰ καὶ συνόλου τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἕνωση τῆς Κρήτης μὲ τὸ Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος τὸ 1913 ἀποτελεῖ ἀποφασιστικὴ καμπὴ ὄχι μόνο τῆς πολιτικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς νήσου. Βεβαίως ἡ Ἐκκλησία Κρήτης διατήρησε τὸ καθεστὼς ἡμιαυτονομίας καὶ πνευματικῆς ἀναφορᾶς στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὡστόσο ἡ πορεία της ἐπηρεάστηκε ἐν πολλοῖς ἀπὸ τὴ μεταβολὴ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Χανίων προηγήθηκε κατά τι τῆς ἱστορικῆς συγκυρίας τῆς Ἑνώσεως, γεγονὸς ποὺ καθιστᾶ ἄκρως ἐνδιαφέρουσα τὴν προσωπικότητα καὶ τὴ δράση τοῦ ἐν λόγῳ ἱεράρχου. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη κέντρισε τὴν προσοχή μου ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν προπτυχιακῶν μου σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, ὅταν ἄρχισα νὰ ἀσχολοῦμαι ἐντατικῶς καὶ λιπαρῶς μὲ τὴν καθ ὅλου ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ κυρίως μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Τότε διαπίστωσα ὅτι ἡ πολυχρόνια ἐκκλησιαστικὴ προσφορὰ τοῦ ἐν λόγῳ κληρικοῦ δὲν ἔτυχε τῆς δέουσας προσοχῆς, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι συμπίπτει χρονικὰ μὲ μεγάλα πολιτικὰ καὶ πολεμικὰ γεγονότα, ποὺ συγκλόνισαν τὴν Ἑλλάδα καὶ καθόρισαν τὶς τύχες της. Καὶ ἐνῶ τόσο γιὰ τὸν προκάτοχό του Νικηφόρο Α Ζαχαριάδη ὅσο καὶ γιὰ τὸ διάδοχό του Ἀγαθάγγελο Β Ξηρουχάκη ἔχουν γραφεῖ σχετικὲς μελέτες, γιὰ τὸ Νινολάκη οἱ πληροφορίες εἶναι πενιχρὲς καὶ ἐνίοτε ἀνάξιες τῆς πολύπλευρης διακονίας του στὴν ἐπαρχία Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παρούσα μελέτη ἀποσκοπεῖ στὴν κάλυψη τοῦ κενοῦ ποὺ ὑπάρχει στὴ βιβλιογραφία γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τοῦ ἐν λόγῳ κληρικοῦ, ὅπως ἑρμηνεύονται μέσα στὰ δεδομένα τοποχρονολογικὰ πλαίσια. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐπιθυμῶ νὰ εὐχαριστήσω τὸν σύμβουλο καθηγητή μου Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καὶ Βιάννου κ.κ. Ἀνδρέα Νανάκη, Καθηγητὴ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γιὰ τὶς πολύτιμες συμβουλὲς καὶ συμβολές του στὴν καλλιέργεια τῆς ἐπιστημονικῆς μου σκέψεως. Παρὰ τὸ πλῆθος καὶ τὸ βάρος τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ πανεπιστημιακῶν του καθηκόντων ὁ Σεβασμιώτατος Καθηγητὴς στάθηκε πάντοτε ἀρωγὸς καθ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν μεταπτυχιακῶν μου σπουδῶν, κυρίως δὲ κατὰ τὴν προετοιμασία καὶ ἐκπόνηση τῆς ἀνὰ χεῖρας ἐργασίας. Μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ καὶ περισσὴ προθυμία ἀνταποκρινόταν πάντοτε στὰ ἐπιστημονικά μου ἐρωτήματα καὶ αἰτήματα, μοῦ ὑποδείκνυε διεξόδους στὰ δυσεπίλυτα ζητήματα ποὺ ἀνέκυπταν κατὰ τὴν πρόοδο τῆς συγγραφῆς, ἔτι δὲ πλέον μοῦ ἐξασφάλισε ἄνετη πρόσβαση στὴν προσωπική του βιβλιοθήκη, ὥστε νὰ καρπωθῶ τὰ ὀφέλη καὶ τὶς γνώσεις σπάνιων καὶ δυσεύρετων ἐκδόσεων τῆς συλλογῆς του. Πρὸς τούτοις τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν παρούσα διπλωματικὴ ἐργασία ἦταν συνεχὲς καὶ ἀμείωτο, ἐνῶ μὲ προσμονὴ καὶ ἀγωνία ἀνέμενε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐκπονήσεως τοῦ πρωτολείου αὐτοῦ ἐπιστημονικοῦ μου ἔργου.

Πρόλογος Εὐγνωμοσύνη ἐπίσης ὀφείλω καὶ στὰ μέλη ΔΕΠ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, μὲ τὰ ὁποῖα συνεργάστηκα στενῶς καὶ ἀποδοτικῶς μέσα στὰ πλαίσια τοῦ Προγράμματος Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν, ἰδαιτέρως δὲ εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας τὸν Καθηγητὴ κ. Ἀθανάσιο Καραθανάση, τὴν Ἐπίκουρο Καθηγήτρια κ. Εὐαγγελία Ἀμοιρίδου, τὴν Ἐπίκουρο Καθηγήτρια κ. Γλυκερία Χατζούλη καὶ τὸν Λέκτορα κ. Διονύσιο Βαλαῆ. Ἕκαστος ἐξ αὐτῶν μοῦ προσέφερε τὰ ἰδιαίτερα μορφωτικὰ ἀγαθὰ τοῦ γνωστικοῦ του ἀντικειμένου, τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ οἰκειοποιήθηκα καὶ ἀφομοίωσα, προσπάθησα νὰ ἀξιοποιήσω δεόντως κατὰ τὴ σύνταξη τῆς ἐν λόγῳ μελέτης περὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεως τοῦ ἐπισκόπου Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη. Ἡ παρούσα ὅμως ἐργασία δὲν θὰ εἶχε πραγματοποιηθεῖ, ἐὰν ὁ γράφων δὲν ἦταν ἐφοδιασμένος μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἄδεια τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου κ.κ. Δαμασκηνοῦ Παπαγιαννάκη, ὁ ὁποῖος μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἀνενδοιάστως τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀρχεῖο τῆς Μητροπόλεώς του. Στὴν εὐγενικὴ αὐτὴ χειρονομία καὶ πατρικὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Χανίων ὀφείλεται ἡ ἐξεύρεση τοῦ μεγαλύτερου μέρους τοῦ πηγαίου ὑλικοῦ, χωρὶς τὸ ὁποῖο ἡ συγγραφὴ τῆς μεταπτυχιακῆς μου ἐργασίας θὰ ἦταν ἀδύνατη. Ἐπίσης ὀφείλω νὰ εὐχαριστήσω τοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς συνεργάτες τοῦ Μητροπολίτου κ.κ. Δαμασκηνοῦ στὰ γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως Χανίων, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν στὴν προσπάθειά μου νὰ συγκεντρώσω τὸ σχετικὸ ἀρχειακὸ ὑλικό, ἰδιαιτέρως δὲ τὸν ἐπὶ τριακονταετία γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Πρωτοπρεσβύτερο π. Δημήτριο Ἀλεξανδράκη, τὸν διάδοχό του καὶ συνάδελφο θεολόγο κ. Στυλιανὸ Λαμπαθάκη, τὸν Πρωτοπρεσβύτερο π. Χρῆστο Αἰγίδη καὶ τὴν κ. Μαρία Κουτσαυτάκη. Ἀνεκτίμητη ἦταν ἡ προσφορὰ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀμφιλοχίου Παπαγιαννάκη, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων Ἀκρωτηρίου Χανίων. Ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος περιέβαλε μὲ ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη τὸ πρόσωπό μου καὶ μοῦ διέθεσε ἀκωλύτως τὶς ἀρχειακὲς συλλογὲς τῆς μονῆς τῆς ὁποίας προΐσταται. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ παραλείψω νὰ μνημονεύσω τὴ συμβολὴ τῆς Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς γερόντισσας Θεοξένης, ἡ ὁποία μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημά μου νὰ λάβω γνώση τῶν σχετικῶν μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ἀγαθάγγελο Νινολάκη ἐγγράφων, ποὺ φυλάσσονται στὴν ἐν λόγῳ μονή. Γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω τοὺς προϊσταμένους ἀλλὰ καὶ τὰ μέλη ἀμφοτέρων τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων, ποὺ συμπαραστάθηκαν λόγῳ καὶ ἔργῳ στὴν ὁλοκλήρωση τῆς παρούσας μελέτης. Γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἀρτιότητα τῆς ἀνὰ χεῖρας ἐργασίας μερίμνησαν οἱ ὑποψήφιοι διδάκτορες τῆς Θεολογίας κ. Ἀθανάσιος Δολαπτσόγλου καὶ κ. Φίλιππος Γερμάνης, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν κυρίως στὴ βιβλιογραφικὴ ἐνημέρωση τῶν ἱστορουμένων γεγονότων καὶ προσώπων, ἐνῶ μάλιστα παρεῖχαν τὴν ἀναγκαία ἠθικὴ στήριξη καὶ συνδρομή. Ὡστόσο δὲν ἦταν ἥσσονος σημασίας ἡ συνεισφορὰ τῶν ἐπιστήθιων φίλων μου κ. Βίκτωρος Μπλαζουδάκη καὶ κ. Ἀλέξανδρου Μακράκη ἀπὸ τὰ Χανιά, τὴν κοινὴ γενέτειρά μας, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριξαν σταθερῶς τὶς ἐπιστημονικές μου προσπάθειες καὶ συμμερίστηκαν τὶς ἀγωνίες μου καθ ὅλα τὰ χρόνια τῶν θεολογικῶν μου σπουδῶν. Τέλος, ἀποδίδω τιμὴ καὶ εὐγνωμοσύνη στοὺς οἰκείους μου, χωρὶς τὴν οἰκονομικὴ καὶ 5

Πρόλογος συναισθηματικὴ ὑποστήριξη τῶν ὁποίων δὲν θὰ εἶχα ἐπιτύχει τὸ στόχο τῆς περαιώσεως τῶν ἀνωτέρων σπουδῶν μου στὴν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας. Οἱ γονεῖς μου Ἀντώνιος καὶ Αἰκατερίνη καὶ ἡ ἀδελφή μου Ἀντωνία Ραϊλάκη, ὁ ἐκ μητρὸς πάππος μου Εὐάγγελος Βρανᾶς καὶ ἡ ἐκ πατρὸς μάμμη μου Ἑλένη Ραϊλάκη, παρὰ τὴν τοπικὴ ἀπόσταση ποὺ κατὰ καιροὺς μᾶς χώριζε, ἦταν νοερὰ οἱ πιστοὶ συνοδοιπόροι μου στὴν ὅλη τετραετὴ πορεία τῶν μεταπτυχιακῶν μου σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης. Μαζὶ μὲ τὰ προσφιλῆ πρόσωπα τῆς κατὰ σάρκα οἰκογένειάς μου ἐπιθυμῶ νὰ μνημονεύσω τὸν γέροντά μου Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἀναστάσιο Σπινθουράκη, πλησίον τοῦ ὁποίου μαθητεύω καὶ διδάσκομαι καθ ἑκάστην τὴ ζῶσα Θεολογία. Θεσσαλονίκη 2009 Χρῆστος Ραϊλάκης Βρανᾶς 6

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 4 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ 1. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ α. Πρωτοχριστιανικὴ καὶ Α Βυζαντινὴ περίοδος (62 μ.χ.-961) 15 β. Δευτεροβυζαντινὴ περίοδος (961-1204) 17 γ. Βενετοκρατία (1204-1669) 19 δ. Τουρκοκρατία (1669-1898) 22 ε. Κρητικὴ Πολιτεία - Ἑλληνικὸ Κράτος 27 2. ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ α. Βυζαντινὴ περίοδος 30 β. Περίοδος Βενετοκρατίας 31 γ. Περίοδος Τουρκοκρατίας 32 δ. Περίοδος Ἑλληνικοῦ Κράτους 43 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΝΙΝΟΛΑΚΗ 1. ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΣΗ 46 2. ΙΕΡΑΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ 52 3. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ 60 4. ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ ΕΚΔΗΜΙΑ 66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΝΙΝΟΛΑΚΗ ΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ (1912-1935) 1. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΙΕΡΕΩΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΘΕΝΤΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΙΑΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΝΙΝΟΛΑΚΗ 71 2. ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΝΑΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΝΙΝΟΛΑΚΗ α. Εἰρηναῖος Τσουρουνάκης 82 β. Νικηφόρος Συντζανάκης 86 γ. Ἀθανάσιος Πενθερουδάκης 88 δ. Μισαὴλ Μαζοκοπάκης 91 ε. Μελέτιος Τοράκης 93

Περιεχόμενα 3. ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΝΙΝΟΛΑΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ 99 α. Συγκρότηση ἡγουμενοσυμβουλίων κατὰ τὴν περίοδο 1912-1935 101 β. Ζητήματα λειτουργίας καὶ εὐταξίας τῶν μοναστηριῶν 104 γ. Σχέσεις τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη μὲ μοναστήρια καὶ μοναχοὺς 109 4. ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ α. Φιλανθρωπικὴ διακονία 112 β. Ἐθνικὴ δράση 116 γ. Ἐκκλησιαστικὴ δράση στὰ πλαίσια τοῦ ἐθνικοῦ διχασμοῦ 121 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 126 ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 128 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 137 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ 149 8

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Ι.Μ.Α.Τ. Α.Ι.Μ.Κ.Α. Α.Ι.Μ.Χ. Ἀλήθεια Analecta Bollandiana ΑΠΘ Ἀρχεῖον Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων. Ἀρχεῖον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου. Ἀρχεῖον Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Χρυσοπηγῆς. Ἀλήθεια. Παγκρήτιος καθημερινὴ λαϊκὴ πολιτικὴ ἐφημερὶς ἐν Χανίοις, Χανιὰ 1920 κ.ἑξ. Analecta Bollandiana, Bruxelles 1882 κ.ἑξ. Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἀπόστολος Τῖτος Ἀπόστολος Τῖτος. Ἐπίσημο Δελτίο τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, Ἡ- ράκλειο, περίοδ. Α 1952-1978, περίοδ. Β 1980-1983, περίοδ. Γ 2004 κ.ἑξ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ΕΑ ΕΕΒΣ Ἐκκλησία Ἐλεύθερον Βῆμα ΕΦ Θεολογία ΘΗΕ Ἱερατικὴ Σχολὴ Κρήτης Κήρυξ Κρήτη Κρητικὰ Χρονικὰ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1917 κ.ἑξ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια. Ὄργανον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Κωνσταντινούπολις 1881 κ.ἑξ. Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Ἀθήνα 1924 κ.ἑξ. Ἐκκλησία. Ἐπίσημον Δελτίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1924 κ.ἑξ. Ἐλεύθερον Βῆμα. Ἐφημερὶς πολιτικὴ καὶ φιλολογικὴ εἰκονογραφημένη ἐκδιδομένη ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος, Χανιὰ 1905 κ.ἑξ. Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος. Ἐπιστημονικὸν Θεολογικὸν Περιοδικὸν Σύγγραμμα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀ- φρικῆς, Ἀλεξάνδρεια 1908 κ.ἑξ. Θεολογία. Ἐπιστημονικὸν Περιοδικόν, Ἀθήνα 1923 κ.ἑξ. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 1-12, ἐκδ. Ἀθ. Μαρτῖνος, Ἀθῆναι 1962-1968. Ἱερατικὴ Σχολὴ Κρήτης. Περιοδικὴ ἔκδοση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Γυμνασίου-Λυκείου Κρήτης, Ἅγιος Ματθαῖος Χανίων 1992 κ.ἑξ. Κήρυξ. Ἐφημερὶς πολιτικὴ ἐκδιδομένη κατὰ Παρασκευήν, Χανιὰ 1901 κ.ἑξ. Κρήτη. Ἑβδομαδιαία πολιτικὴ ἐφημερίς, Χανιὰ 1911 κ.ἑξ. Κρητικὰ Χρονικά. Κείμενα καὶ μελέται τῆς Κρητικῆς ἱστορίας,

Συντομογραφίες ἐκδ. Ἀνδρ. Καλοκαιρινός, τόμ. 1-25, Ἡράκλειο 1947-1974. Κρητικὴ Ἑστία Κρητολογία Μακεδονικὰ MANSI Κρητικὴ Ἑστία. Παγκρήτιο ἱστορικολαογραφικὸ καὶ λογοτεχνικὸ περιοδικό, Χανιὰ 1949-1971, Ἀθήνα 1972 κ.ἑξ. Κρητολογία. Περιοδικὴ ἐπιστημονικὴ ἔκδοσις, Μελέται ἀφορῶσαι εἰς τὴν Κρήτην, ἐκδ. Ἐλευθ. Πλατάκης, Ἡράκλειον 1975 κ.ἑξ. Μακεδονικά. Σύγγραμμα περιοδικὸν τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 1940 κ.ἑξ. J. D. MANSI, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio, Akademische Druck-U. Verlagsanstalt, Graz-Austria 1960 κ.ἑξ. Μαρτυρία Μαρτυρία. Περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀ- ποκορώνου, Χανιά, περίοδ. Α 1979 κ.ἑξ., περίοδ. Β 2007 κ.ἑξ. ΜΕΕ Νέα Ἔρευνα Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη Νέος Ἑλληνομνήμων Ὀρθοδοξία ΦΕΚ Χανιώτικα Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη Χριστιανικὸν Φῶς Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, ἐκδ. Πυρσός-Δρανδάκης, Ἀθῆναι 1926-1934. Νέα Ἔρευνα. Ἐφημερὶς πολιτικὴ καὶ φιλολογικὴ ἐκδιδομένη δὶς τῆς ἑβδομάδος, Χανιὰ 1901 κ.ἑξ. Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη. Ἐπιστημονικὴ Περιοδικὴ Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου, Ρέθυμνο 1989 κ.ἑξ. Νέος Ἑλληνομνήμων. Περιοδικὸν σύγγραμμα συντασσόμενον καὶ ἐκδιδόμενον ὑπὸ Σπυρ. Π. Λάμπρου, φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις, ἐκδ. Βασ. Ν. Γρηγοριάδου, 1969. Ὀρθοδοξία. Περιοδικὸν Ἠθικοθρησκευτικόν, Κωνσταντινούπολις 1925 κ.ἑξ. Φύλλον Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως. Χανιώτικα Νέα. Ἐφημερίδα τῶν Χανίων, ἐκδ. Ἰ. Γαρεδάκης, Χανιὰ 1967 κ.ἑξ. Χριστιανικὴ Κρήτη. Περιοδικὸν κατὰ τετραμηνίαν ἐκδιδόμενον ἐπιμελείᾳ τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, (φωτομηχανικὴ ἐπανέκδοση), τόμ. Α, τεύχ. Α -Γ (1912) στὴ Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη περίοδ. Β, τεῦχ. 25, Ρέθυμνο 2006 τόμ. Β, τεύχ. Α -Γ (1913-1915) στὴ Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη περίοδ. Β, τεῦχ. 26, Ρέθυμνο 2007. Χριστιανικὸν Φῶς. Περιοδικὸν θρησκευτικὸν καὶ κοινωνικὸν ἐκδιδόμενον ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς (νῦν Μητροπόλεως) Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου, Χανιὰ 1908 κ.ἑξ. 10

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καθ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μακραίωνης ἱστορίας της ἀνέδειξε μεγάλες καὶ σπουδαῖες προσωπικότητες, ποὺ λάμπρυναν καὶ ἐκλέισαν τὸ ὀρθόδοξο γένος. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῆς Κρήτης Τίτου ἔθεσαν τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἵδρυση μιᾶς μικρῆς ἀρχικῶς ἀλλὰ εὔρωστης χριστιανικῆς κοινότητας, ποὺ ἐπέπρωτο νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ διαδραματίσει σημαντικὸ ρόλο στὰ πράγματα τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. Ἂν καὶ οἱ ἱστορικὲς πηγὲς τῆς πρωτοχριστιανικῆς καὶ τῆς πρωτοβυζαντινῆς περιόδου εἶναι ἐξαιρετικὰ φειδωλές, ὡστόσο μᾶς παρέχουν ἱκανὰ στοιχεῖα, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ σχηματίσουμε μία καλὴ εἰκόνα γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς μεγαλονήσου στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πρώτης χιλιετίας τῆς ἐν τῷ κόσμῳ πορείας της. Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης κατὰ τὴ δεύτερη χιλιετία ὑπάρξεώς της, διότι, ἐνῶ ἀντιμετώπισε πολλοὺς κλυδωνισμοὺς καὶ ἀ- νείπωτες βασάνους, διατήρησε τὴν ὀρθόδοξη πίστη ζῶσα καὶ ἀνόθευτη καὶ τὸ φρόνημα τῶν χριστιανῶν ἀκμαῖο καὶ ζέον. Ἡ ἐνετικὴ κυριαρχία δὲν κατέστη δυνατὴ νὰ ὑποτάξει ὁλοκληρωτικὰ τὴν Κρήτη στὸν παπισμό, ἐνῶ οὔτε ἡ τουρκικὴ λαίλαπα μπόρεσε νὰ κατεδαφίσει τὸ οἰκοδόμημα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως. Σὲ αὐτὸ βεβαίως συνέβαλαν πρόσωπα καὶ καταστάσεις, ποὺ στάλθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς προφῆτες γιὰ νὰ μηνύσουν στὸν κόσμο ὅτι Αὐτὸς κυβερνᾶ τὴν Ἐκκλησία του μὲ ἀγαθότητα καὶ δικαιοσύνη. Ἡ Κρήτη γέννησε πολλοὺς μάρτυρες, ὁσίους, ἁγίους καὶ νεομάρτυρες, ποὺ πότισαν τὸ ἀγλαόκαρπο δένδρο τῆς τοπικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς καθ ὅλου Ἐκκλησίας. Ὡστόσο καταλυτικὸ ρόλο στὴν Ἐκκλησία τῆς μεγαλονήσου διαδραμάτισαν καὶ πρόσωπα ἀφορισμένα ἀπὸ τὸ Θεό, δηλαδὴ ταγμένα στὴν ὑπηρεσία τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ὡς τέτοια πρόσωπα ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ταγούς, οἱ ὁποῖοι θείᾳ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ ἀνῆλθαν στὰ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα, προκειμένου νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ λογικό του ποίμνιο. Ὁ ἐπίσκοπος Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Ἀγαθάγγελος Νινολάκης (1912-1935) εἶναι μία ἀπὸ τὶς σημαίνουσες προσωπικότητες τῆς Κρήτης, ποὺ ἔπαιξε ἐνεργὸ καὶ σπουδαῖο ρόλο στὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τελευταίας δεκαετίας τοῦ 19ου καὶ τῶν πρώτων τεσσάρων δεκαετιῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ὁ Κυδωνιεὺς κληρικὸς ἔζησε σὲ μία ἐποχὴ μεγάλων πολιτικῶν ἀνατακατάξεων καὶ σκληρῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, ποὺ ἐπέφεραν ραγδαῖες μεταβολὲς ὄχι μόνο στὸν παγκόσμιο γεωπολιτικὸ χάρτη ἀλλὰ καὶ στὸν τρόπο σκέψεως τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Ἀγαθάγγελος

Εἰσαγωγὴ ἀπὸ τὴ νεαρή του ἡλικία ἐπέδειξε ἀξιόλογη ἐκκλησιαστικὴ δράση, ἡ ὁποία κλιμακώθηκε καὶ διευρύνθηκε ὅταν εἰσήχθη στὶς τάξεις τοῦ κλήρου, ἐνῶ κορυφώθηκε ὅταν ἀνέλαβε τὸ πηδάλιο τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Χανίων. Τὸ πρόσωπο καὶ ἡ δράση τοῦ ἐπισκόπου Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς ἀνὰ χεῖρας μεταπτυχιακῆς ἐργασίας, ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ ἀναδείξει τὴν προσφορὰ τοῦ ἐν λόγῳ ἱεράρχου στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴν Κρήτη, μία προσφορὰ ποὺ δὲν περιορίζεται στὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἴδιος ἔζησε, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχή, ποὺ ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ προβλήματα καὶ τὶς προκλήσεις τῆς τρίτης χιλιετίας. Ἡ παρούσα ἐργασία χωρίζεται σὲ τρία κεφάλαια, ποὺ εἶναι ἀλληλένδετα καὶ ἀλληλοεξαρτώμενα. Τὸ πρῶτο κεφάλαιο, ποὺ ἔχει τίτλο «Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου», δὲν ἀσχολεῖται αὐστηρῶς μὲ τὸ βιογραφούμενο πρόσωπο, ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητο πρόκριμα, διότι ἐκθέτει τὰ γεγονότα καὶ παρουσιάζει τὰ πρόσωπα ποὺ διαμόρφωσαν τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ μέσα στὴν ὁποία γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ ἀνδρώθηκε ὁ Ἀγαθάγγελος Νινολάκης. Ἡ πρώτη ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου ἀφορᾶ στὴν «Ἱστορία τῆς ἐπισκοπῆς Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου». Ἐδῶ ἐκθέτουμε μὲ συντομία τὶς καταστάσεις μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες διῆλθε ἡ συγκεκριμένη ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια καὶ ἡ Ἐκκλησία Κρήτης γενικότερα καθ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δισχιλιετοῦς ἱστορίας της. Ἡ ἔκθεση τῶν γεγονότων ἀκολουθεῖ τὴν κοινῶς παραδεδεγμένη διαίρεση τῶν φάσεων τῆς ἱστορίας τῆς μεγαλονήσου, δηλαδὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ καὶ πρωτοβυζαντινὴ περίοδο (62 μ.χ.-961), συνεχίζει μὲ τὴ δευτεροβυζαντινὴ περίοδο (961-1204), μεταβαίνει στὴν ἐποχὴ τῆς Βενετοκρατίας (1204-1669) καὶ διέρχεται ἀπὸ τὴ φάση τῆς Τουρκοκρατίας (1669-1898), γιὰ νὰ καταλήξει στὴν περίοδο τῆς Κρητικῆς Πολιτείας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἡ δεύτερη ἑνότητα τοῦ πρώτου κεφαλαίου, ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου», εἶναι πολὺ σημαντικὴ ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἐξυπηρετεῖ τὶς ἀνάγκες τῆς παρούσας ἐργασίας, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἀποτελεῖ μία πρώτη προσπάθεια πλήρους καταγραφῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν τῆς ἐν λόγῳ ἐπισκοπῆς ἀπὸ τὸν πρῶτο γνωστὸ ἐπίσκοπο τῆς Βυζαντινῆς περιόδου Κυδώνιο μέχρι καὶ τὸν σημερινὸ μητροπολίτη Χανίων Δαμασκηνό. Ὁ ἐπισκοπικὸς κατάλογος, τὸν ὁποῖο καταρτίσαμε ἐπὶ τῇ βάσει παλαιοτέρων καταλόγων καὶ μὲ ἀναδρομὴ στὸ ἀναγκαῖο βιβλιογραφικὸ ὑλικό, διαιρεῖται σὲ τέσσερα μέρη. Ἡ διαίρεση αὐτὴ κρίθηκε ἀπαραίτητη προκειμένου νὰ καταδειχθεῖ ὅτι ἡ τύχη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας εἶναι στενὰ συνυφασμένη μὲ τὴν τύχη τοῦ ποιμνίου της. Οἱ πηγὲς ποὺ ἔχουν μέχρι σήμερα στὴ διάθεσή τους οἱ ἱστορικοὶ ἐρευνητὲς σχετικὰ μὲ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο δὲν ἐπιτρέπουν τὸν καταρτισμὸ πλήρους ἐπισκοπικοῦ καταλόγου γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία τῶν Χανίων. Τὰ ὀνόματα τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἀναφέρουμε προκύπτουν κυρίως μέσα ἀπὸ συνοδικὰ κείμενα, ἐνῶ ἡ δράση τους μᾶς εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἄγνωστη. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Βενετοκρατίας ἐξέλιπε παντελῶς ἡ ὀρθόδοξη ἱεραρχία στὸ νησί. Οἱ 12

Εἰσαγωγὴ τριάντα ἐπίσκοποι Agiensis, ὅπως μετονομάστηκε κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἡ ἐπισκοπὴ Κυδωνίας, ἦταν ρωμαιοκαθολικοί, καθὼς οἱ ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς βρίσκονταν ὑπὸ διωγμό. Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία, ποὺ διεκόπη βιαίως τὸν 13ο αἰώνα, ἀποκαθίσταται στὰ Χανιὰ τὸν 17ο αἰώνα χάρη στὰ προνόμια ποὺ ἔδωσαν οἱ Τοῦρκοι κατακτητὲς στὴν Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία. Ἀπὸ τοὺς εἴκοσι ἐπισκόπους ποὺ ἔδρασαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκικῆς ἐπικυριαρχίας οἱ περισσότεροι ἤρθησαν στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ στάθηκαν ἀρωγοὶ στοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες τῶν ὑποδούλων Κρητῶν. Πρῶτος ἐπίσκοπος Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου τῆς ἐλεύθερης Κρήτης εἶναι τὸ βιογραφούμενο πρόσωπο τῆς παρούσας ἐργασίας, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν οἱ διάδοχοί του Ἀγαθάγγελος Β Ξηρουχάκης, Νικηφόρος Συντζανάκης, Εἰρηναῖος Ἀθανασιάδης καὶ Δαμασκηνὸς Παπαγιαννάκης. Τὸ δεύτερο κεφάλαιο ἀσχολεῖται μὲ τὸ «Βίο τοῦ ἐπισκόπου Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη». Οἱ τέσσερις ἑνότητες τοῦ κεφαλαίου δίνουν μία ὅσο τὸ δυνατὸ ἐναργὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου καὶ τῆς δράσεως τοῦ Νινολάκη, ἐνῶ τὰ δυσδιάκριτα σημεῖα τοῦ βίου του ὀφείλονται στὴν ἔλλειψη ἀσφαλῶν πληροφοριῶν περὶ τοῦ ἐν λόγῳ ἱεράρχου. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ μελέτη τοῦ σχετικοῦ πηγαίου ὑλικοῦ καταλήξαμε σὲ κάποια συμπεράσματα ὅσον ἀφορᾶ στὸν τόπο καταγωγῆς του, στὸ ἔτος γεννήσεώς του καὶ στὰ πρόσωπα τῆς οἰκογένειάς του. Ἱκανὰ στοιχεῖα ἔχουμε γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τοῦ ἐν λόγῳ ἐπισκόπου ἀπὸ τὸ θεῖο του ἀρχιμανδρίτη Ἱερόθεο Καλογριδάκη καὶ γιὰ τὴ μόρφωση ποὺ δέχθηκε. Ὁ Ἀγαθάγγελος φοίτησε ἀρχικῶς στὸ Σχολαρχεῖο Χανίων καὶ στὴ συνέχεια διέβη ἀπὸ τὸ Ἱεροδιδασκαλεῖο Κρήτης, γιὰ νὰ καταλήξει νὰ λάβει τὸ πτυχίο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Καλὴ εἰκόνα ἐπίσης ἔχουμε γιὰ τὸ ἱερατικὸ στάδιο τῆς ζωῆς τοῦ Ἀγαθαγγέλου ἀπὸ τὸ πρῶτο ἔτος φοιτήσεώς του στὸ Ἱεροδιδασκαλεῖο Κρήτης, ὁπότε χειροτονήθηκε διάκονος, μέχρι καὶ τὸ 1912, ὁπότε ἐξελέγη ἐπίσκοπος Χανίων. Βασικὸς σταθμὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς του δράσεως εἶναι τὰ ἔτη ποὺ ὑπηρέτησε ὡς προσωπικὸς ἐφημέριος τοῦ ὕπατου ἁρμοστῆ Κρήτης πρίγκηπος Γεωργίου. Ἀπὸ τὸ 1902, ποὺ ἐπέστρεψε στὰ Χανιά, ὁ Νινολάκης ἐπέδειξε ἐπίσης ἀξιόλογη δράση καὶ στὸν πνευματικὸ βίο τῆς πόλεως, ὅπως ἦταν ἡ ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Χριστιανικὸν Φῶς». Ἡ φήμη τοῦ πεπαιδευμένου καὶ δραστήριου κληρικοῦ, τὴν ὁποία ἀπέκτησε ὄχι μόνο στὰ Χανιὰ ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Κρήτη, τὸν ἀνέδειξε στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα. Τὰ περιστατικὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς χειροτονίας τοῦ Νινολάκη μᾶς εἶναι γνωστὰ ἀπὸ τὸν τοπικὸ Τύπο, παράγοντες τοῦ ὁποίου μάλιστα συμμετεῖχαν καὶ στὸ παρασκήνιο ποὺ ἐκτυλίχθηκε πίσω ἀπὸ τὴν παραίτηση τοῦ προκατόχου του Νικηφόρου Ζαχαριάδου. Τέλος, ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ γνωρίζουμε γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ περιστατικὰ θανάτου τοῦ Νινολάκη ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν ποιμένα ποὺ ἠνάλωσε ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ τρίτο κεφάλαιο τῆς ἀνὰ χεῖρας ἐργασίας ἀσχολεῖται μὲ τὴν «Ἐκκλησιαστικὴ δράση τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη ὡς ἐπισκόπου Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου 13

Εἰσαγωγὴ (1912-1935)». Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες μέριμνες τοῦ ἱεράρχου ἦταν ἡ ἀνανέωση τοῦ κλήρου τῆς ἐπαρχίας του, γι αὐτὸ κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ποιμαντορίας του στὰ Χανιὰ χειροτόνησε πολλοὺς νέους ἱερεῖς. Στὴν πρώτη ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου ὑπάρχει ἕνας κατάλογος ποὺ παρουσιάζει τοὺς κληρικοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχουν ἀσφαλῆ στοιχεῖα ὅτι ἔλαβαν τὴ χειροτονία ἀπὸ τὸ Νινολάκη. Οἱ ἑβδομηνταέξι καταγεγραμμένοι κληρικοὶ τίθενται μὲ κριτήριο τὰ πρεσβεῖα ἱερωσύνης, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ ἀντλήσαμε ἀπὸ σχετικὰ ἐπισκοπικὰ καὶ μοναστηριακὰ ἔγγραφα. Στὴ συνέχεια ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς συνεργάτες καὶ τὰ πνευματικὰ ἀναστήματα τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη, ποὺ συμπορεύθηκαν καὶ συνέδεσαν τὸ ὄνομά τους μὲ αὐτόν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ Εἰρηναῖος Τσουρουνάκης, Νικηφόρος Συντζανάκης, Ἀθανάσιος Πενθερουδάκης, Μισαὴλ Μαζοκοπάκης καὶ Μελέτιος Τοράκης, οἱ ὁποῖοι διαδραμάτισαν σπουδαῖο ρόλο στὴν Κρήτη ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνὰ τὸν κόσμο. Ἀκολούθως πραγματευόμαστε πτυχὲς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν τῆς περιόδου 1912-1935 καὶ ἐξετάζουμε τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἐπέδειξε ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος τῶν Χανίων γιὰ τὰ μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας του καὶ τοὺς μοναχούς του. Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἑνότητα ὅπου σκιαγραφεῖται ἡ φιλανθρωπικὴ διακονία καὶ ἡ ἐθνικὴ δράση τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐκκλησιαστική του δράση κατὰ τὴν κρίσιμη καὶ τραγικὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες περίοδο τοῦ ἐθνικοῦ διχασμοῦ. Τέλος, μετὰ τὸν Ἐπίλογο καὶ τὴ Βιβλιογραφία ἀκολουθεῖ τὸ Παράρτημα Κειμένων τῆς ἀνὰ χεῖρας ἐργασίας, ὅπου δημοσιεύουμε γνωστὰ καὶ ἄγνωστα ἔγγραφα. Ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ ἄλλα προέρχονται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη, ἐνῶ ἄλλα συντάχθηκαν ἀπὸ τρίτους, σχετίζονται ὅμως μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴ δράση τοῦ ἐν λόγῳ ἐπισκόπου. Ὡς συμπλήρωμα παραθέτουμε ἕνα Παράρτημα Εἰκόνων, ποὺ περιλαμβάνει φωτογραφίες τοῦ Ἀγαθαγγέλου Νινολάκη, τῶν σπουδαιοτέρων ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν προσώπων τῆς ἐποχῆς του, μὲ τὰ ὁ- ποῖα ὁ ἱεράρχης τῶν Χανίων ἀνέπτυξε στενὲς σχέσεις, καθὼς καὶ φωτογραφίες τῶν μέχρι σήμερα διαδόχων του. Ἐπιπλέον παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς διαφόρους τύπους ὑπογραφῶν τοῦ ἐπισκόπου Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Ἀγαθαγγέλου Α Νινολάκη. 14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ 1. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ αʹ. Πρωτοχριστιανικὴ καὶ Αʹ Βυζαντινὴ περίοδος (62 μ.χ.-961) Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς νῦν μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὁλόκληρης τῆς Κρήτης, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Χανίων θὰ πρέπει νὰ ἰδωθεῖ ὡς μέρος ἑνὸς ἑνιαίου συνόλου, τουλάχιστον κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱδρύσεώς της. Οἱ πρῶτοι κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου στὸ νησὶ ἦταν οἱ Κρῆτες τῶν Πράξεων 1, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς βρέθηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀσπάσθηκαν τὴν καινὴ πίστη. Δι αὐτῶν περὶ τὸ 33 μ.χ. μεταδόθηκε ἀρχικῶς τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Κρήτη, μὲ τρόπο πάντως μὴ συστηματικὸ καὶ ὀργανωμένο. Αὐτὴ ἡ κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι τὴν ἔλευση στὸ νησὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του ἀπὸ τὰ πρῶτα δεσμὰ στὴ Ρώμη. Ὁ Παῦλος τὴν ἕβδομη δεκαετία τοῦ 1ου αἰώνα μ.χ., κατὰ τὴν τέταρτη ἀποστολικὴ περιοδεία του, θὰ συμπεριλάβει στὸ πρόγραμμά του καὶ τὴν Κρήτη, ὅπου γιὰ ἀπροσδιόριστο χρονικὸ διάστημα θὰ κηρύξει τὸν Χριστιανισμὸ. Ἐδῶ, σύμφωνα μὲ τοὺς μελετητὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τοποθετοῦνται οἱ ἀπαρχὲς τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἡ ὀργάνωση τῆς ὁποίας ἀνατέθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο στὸν ἀκόλουθο καὶ μαθητή του Τῖτο, «γνήσιον τέκνον κατὰ κοινὴν πίστιν» 2. Ἡ πνευματικὴ παρακαταθήκη τοῦ Παύλου στὸν Τῖτο, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Κρήτη, συνίστατο στὴν ἐκλογὴ καὶ ἐγκαθίδρυση ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, στὸν ἔλεγχο τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας καὶ στὴν ἐξάλειψη τῆς κακοδοξίας 3. Ἡ πρώτη ἐπίσημη εἴδηση σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη ὀργανωμένης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας στὴν Κυδωνία ἀνάγεται στὸν 4ο αἰώνα καὶ ἀφορᾶ στὴ συμμετοχὴ τοῦ ἐπισκόπου Κυδωνίου στὴ σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (342/3), τὰ πρακτικὰ τῆς ὁποίας ὑπογράφει μαζὶ μὲ τοὺς ἐκ Κρήτης ἐπισκόπους Ἱεραπύτνης Σύμφορο καὶ Κισάμου Εὔκισσο 4. Ἡ ἑπόμενη ἀσφαλὴς πληροφορία προέρχεται ἀπὸ τὴν πρὸς τὸν αὐτοκρά- 1. Πράξ. 2, 11. 2. Τῖτ. 1, 4. 3. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ προκύπτει σαφῶς ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῆς πρὸς Τῖτον ἐπιστολῆς. Βλ. ΣΑΚΚΟΥ, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Κ. Διαθήκην, σσ. 161-162. 4. MANSI 3, 45Ε. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Αἱ ἐπισκοπαὶ τῆς Κρήτης», σ. 464 (πίνακας). Βλ. καὶ τὴν ἱστοσελίδα http://www.imis.gr/ekklhsia-krhths/html/episkopoi-oikoumenikes.html ὅπου, ἐκτὸς τῶν παρα-

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου τορα Λέοντα τὸν Α (457-474) συνοδικὴ ἐπιστολὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης (457/8), ὅπου οἱ Κρῆτες ἀρχιερεῖς τάσσονται ὑπὲρ τῶν ἀποφάσεων τῶν τεσσάρων μέχρι τότε Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ παίρνουν θέση σὲ γενικότερα προβλήματα ποὺ ταλάνιζαν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔγγραφο διασώζεται τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου Κυδωνίας Σήβωνος ἢ Σέβωνος 5. Στὴν Ε Οἰκουμενικὴ δὲν παρέστησαν ἐπίσκοποι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καὶ συνεπῶς οὔτε καὶ ἐπίσκοπος Κυδωνίας. Στὴ Στ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν συμμετέχει ὁ ἐπίσκοπος Κυδωνίας, ἐνῶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυδωνίας Νικήτα ἀπαντᾶ μεταξὺ τῶν ἱεραρχῶν τῆς Πενθέκτης (691/2) 6. Ἡ ἑπόμενη χρονικὰ πληροφορία σχετικὰ μὲ τὴν ἐπισκοπὴ Κυδωνίας προέρχεται ἀπὸ τὴν Ζ Οἰκουμενικὴ (787), ὅπου ὁ ἐπίσκοπος Μελίτων ὑπογράφει τὰ πρακτικὰ τῆς συνόδου 7. Καθ ὅλη τὴν ὑπὸ ἐξέταση περίοδο ὁ ἐπίσκοπος Κυδωνίας ὑπάγεται στὸ μητροπολίτη τῆς νήσου, ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὴ Γόρτυνα, τὸ διοικητικὸ κέντρο τῆς Κρήτης 8. Ἐπὶ τῆς δυναστείας τῶν Ἰσαύρων σὲ «τακτικὸν» τοῦ 731 ἡ ἐπισκοπὴ Κυδωνίας τάσσεται στὴν προτελευταία θέση ἀνάμεσα στὶς δώδεκα ἐν συνόλῳ ἐπισκοπὲς τῆς Κρήτης. Ἀργότερα ὅμως, κατὰ τὸν 9ο αἰώνα, στὰ «τακτικὰ» 8ον καὶ 9ον τοποθετεῖται στὴ δέκατη ὄγδοη θέση 9. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰώνα (824) ἡ Κρήτη περιέρχεται στὰ χέρια τῶν Σαρακηπάνω τριῶν ἀρχιερέων, ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Μουσωνίου ἐπισκόπου Ἡρακλείου. 5. MANSI 7, 622D. Βλ. καὶ ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Αἱ ἐπισκοπαὶ τῆς Κρήτης», σ. 464 (πίνακας). ΤΩΜΑΔΑ- ΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σσ. 4, 17. ΠΑΠΑΔΑΚΗ, «Ἐπιστολὴ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου», σ. 155. 6. MANSI 11, 996Α. Βλ. καὶ ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Αἱ ἐπισκοπαὶ τῆς Κρήτης», σ. 464 (πίνακας). ΤΩΜΑ- ΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σσ. 4, 17. http://www.imis.gr/ekklhsia-krhths/html/ episkopoi-oikoumenikes.html 7. MANSI 13, 145A, 392A. Βλ. καὶ ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Αἱ ἐπισκοπαὶ τῆς Κρήτης», σ. 464 (πίνακας). ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σσ. 4, 17. http://www.imis.gr/ekklhsia-krhths/html/ episkopoi-oikoumenikes.html 8. Παράλληλα ὁ ἀρχιεπίσκοπος Γορτύνης, ἢ ἀλλιῶς Κρήτης, ὑπαγόταν μὲ τὴ σειρά του στὴν ἐξαρχία τοῦ Ἰλλυρικοῦ ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, καὶ ὡς ἐκ τούτου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, μέχρι τὸ 476 μ.χ. Ἐκείνη τὴ χρονιὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἐξαιτίας τῆς ἁλώσεως τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Βησιγότθους, ὑπήχθη στὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὴν ἀνάκτηση τῶν δυτικῶν τμημάτων τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ (527-565). Ἡ ὁριστικὴ προσάρτηση τοῦ ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν του στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο θὰ πραγματοποιηθεῖ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε τοῦ Ἰσαύρου (743-775) περὶ τὸ 754 μ.χ. Διὰ τοῦ μέτρου αὐτοῦ ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Κοπρώνυμος θέλησε ἀφ ἑνὸς νὰ τιμωρήσει τοὺς πάπες γιὰ τὴν εἰκονόφιλη πολιτική τους καὶ ἀφ ἑτέρου νὰ προασπίσει τὰ κυριαρχικά του δικαιώματα στὴν περιοχὴ τοῦ Αἵμου, ποὺ ἦταν πνευματικὰ ἐξαρτώμενη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ἡγεσία τῆς ὁποίας μετὰ τὴν κατάρρευση τῶν βυζαντινῶν κτήσεων στὴν Ἰταλία ἔκλινε σταδιακὰ πρὸς τὴν πολιτικὴ τῶν Φράγκων. Βλ. ΤΖΕΔΑΚΗ, «Κρήτης Μητρόπολις», στ. 1013. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 135. 9. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σ. 4. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 136. 16

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου νῶν, Ἀράβων μουσουλμάνων ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν Ἱσπανία διὰ μέσου τῆς Αἰγύπτου. Ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Abu Hafs Umar Aysi οἱ πόλεις θὰ καταληφθοῦν σταδιακὰ καὶ ἡ βυζαντινὴ διοίκηση θὰ ἐκλείψει παντελῶς. Ἀνάλογη ἀσφαλῶς ὑπῆρξε καὶ ἡ τύχη τῆς Κυδωνίας, ἂν καὶ ἀπὸ βυζαντινὲς πηγὲς ἀντλοῦμε πληροφορίες, ἀσαφεῖς καὶ ἀδιευκρίνιστες, ὅτι ἡ Κυδωνία οὐδέποτε ἁλώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Οἱ ἱστορικοὶ μελετητὲς τῆς περιόδου θεωροῦν ὅτι ἡ ἀραβικὴ κυριαρχία στὴν Κρήτη καὶ οἱ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσες ἐπιμιξίες καὶ ἐξισλαμισμοὶ περιορίστηκαν στὰ ὅρια τοῦ σημερινοῦ νομοῦ Ἡρακλείου καὶ στὶς σπουδαιότερες πόλεις τοῦ βόρειου τμήματος τῆς Κρήτης. Παρόμοια ἄποψη περὶ ἐπιμιξιῶν καὶ ἐξισλαμισμῶν ἐξέφερε ὁ καθηγητὴς Τωμαδάκης, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε ὅτι τὰ φαινόμενα αὐτὰ περιορίστηκαν στὶς ἐγγὺς τῆς θάλασσας περιοχὲς καὶ ὅτι ὁ γηγενὴς ἀγροτικὸς πληθυσμὸς τῆς ὀρεινῆς Κυδωνίας καὶ τῆς λοιπῆς δυτικῆς Κρήτης ἔμεινε ἀνέπαφος, ἂν καὶ ὑπέφερε ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν συνθηκῶν 10. Κατὰ τὴν ὑπὸ ἐξέταση περίοδο καὶ μέχρι τὴν ἀνακατάληψη τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς τὸ 961 ἡ ἐπισκοπὴ Κυδωνίας εἰκάζεται πὼς ἔμεινε ἄνευ ἐπισκόπου ἢ πὼς ὁ ἐπίσκοπος αὐτῆς ἦταν ὑπερόριος 11. Αὐτὴ ἡ ἔλλειψη ἐπιτόπιας καὶ μόνιμης παρουσίας ἀνώτατης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς στὴν Κυδωνία εἶχε ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο τὴν ἄμβλυνση τῶν θρησκευτικῶν ἠθῶν καὶ τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ φαινόμενο αὐτὸ νὰ συμπαρασύρει ὄχι μόνο κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐγκαταβιοῦντες στὶς μονὲς τῆς περιοχῆς 12. Ἡ Κυδωνία γέννησε τὸν ἅγιο Νικόλαο (793 μ.χ.), τὸν ἐπονομαζόμενο Κυδωνιέα, ὁ ὁποῖος ἔδρασε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα στὴν περιώνυμο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μονὴ τοῦ Στουδίτου ἔχοντας ὡς πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Ὁμολογητή, καθηγούμενο -ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Νικόλαος ἀργότερα- τῆς παραπάνω μονῆς. Ὁ Νικόλαος διακρίθηκε γιὰ τὸν ὑπὲρ τῶν εἰκόνων ἀγώνα του, ἐνῶ εἶναι ἐπίσης γνωστὸς ὡς «δέλτους ἄριστα συρμεογραφῶν» 13. βʹ. Δευτεροβυζαντινὴ περίοδος (961-1204) Μετὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς Κρήτης τὸ 961 ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ μετέπειτα βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ (963-969) ἐπανῆλθε ἡ διασαλευθεῖσα 10. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σ. 5. 11. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ ὑποψήφιοι ἱερεῖς μετέβαιναν στὶς ἐγγύτερες πρὸς τὴν Κρήτη βυζαντινὲς ἐπαρχίες, ὅπου καὶ χειροτονοῦνταν ὑπὸ τῶν ἐκεῖ ἐπισκόπων. Αὐτὸ θὰ ἐπαναληφθεῖ καὶ μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς καὶ τὴν ἀπαγόρευση ὑπάρξεως ὀρθόδοξης ἱεραρχίας στὸ νησί. 12. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σ. 6. 13. ΑΝΩΝΥΜΟΥ, Βίος τοῦ ὁσίου Νικολάου, PG 105, 876AB. Γιὰ τὸν Νικόλαο τὸν Κυδωνιέα βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 138. Ὁ Νικόλαος αὐτὸς εἶναι ὁ ἀντιγραφέας τοῦ γνωστοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Uspenskij, ποὺ ἀποπερατώθηκε στὶς 7 Μαΐου τοῦ 835 στὴν Κωνσταντινούπολη. Βλ. MIONI, Εἰσαγωγὴ στὴν ἑλληνικὴ Παλαιογραφία, σσ. 80, 82, 87, 151 σημ. 8, 167. 17

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀραβοκρατίας ἐκκλησιαστικὴ τάξη, καὶ συνεπῶς συντελέστηκε ἡ ἐκ νέου ἐγκαθίδρυση καὶ ἐγκατάσταση ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς σὲ ὅλη τὴ νῆσο. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἠθικὴ κατάπτωση ποὺ παρατηρήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 824 καὶ 961, τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀνόρθωση τῶν Κρητῶν. Τὸν ἐπανευαγγελισμὸ τῶν κατοίκων τῆς νήσου ἀνέλαβαν οἱ ἅγιοι Νίκων ὁ Μετανοεῖτε γιὰ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Κρήτης καὶ Ἰωάννης ὁ Ξένος γιὰ τὸ δυτικὸ τμῆμα ἀντίστοιχα. Ὁ ἅγιος κὺρ Ἰωάννης ὁ Ξένος, πεπαιδευμένος καὶ δραστήριος μοναχὸς τῶν μέσων τοῦ 10ου αἰώνα, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σίβα Ἡρακλείου καὶ ἐργάστηκε στὰ ὅρια τῶν σημερινῶν νομῶν Ρεθύμνης καὶ Χανίων γιὰ τὴν ἀποκατάσταση καὶ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπῆρξε κτήτορας μονῶν καὶ ἐκκλησιῶν ποὺ βρίσκονται διάσπαρτες σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῶν παραπάνω νομῶν καὶ διασώζονται μέχρι τὶς μέρες μας ὡς χῶροι λατρείας ἀλλὰ καὶ πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς. Κυρίαρχη θέση ἀνάμεσα στὰ κτίσματα κατεῖχε ἡ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὰ Μυριοκέφαλα Ρεθύμνης, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὴ διασωθεῖσα διαθήκη (1027 μ.χ.) τοῦ κτήτορα ἁγίου κὺρ Ἰωάννου τοῦ Ξένου, ὑπάγονταν ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καθιδρύματα ποὺ ὁ ἴδιος ἀνήγειρε 14. Ὅπως εὔκολα κατανοοῦμε, ὁ ἐν λόγῳ ἅγιος μὲ τὴν ἵδρυση ναῶν καὶ μοναστικῶν συγκροτημάτων ἐπεδίωκε τὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση τῶν χριστιανῶν τῆς δυτικῆς Κρήτης μεριμνώντας ταυτόχρονα καὶ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάκαμψη τῶν περιοχῶν αὐτῆς 15. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῆς Κυδωνίας μεταφέρεται ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη πόλη στὸ χωριὸ Ἁγιά, ποὺ ὑφίσταται μέχρι τὶς μέρες μας στὸν κάμπο τῶν Χανίων καὶ ὅπου σώζονται ἐρείπια «εὐμεγέθους» ἐπισκοπικοῦ ναοῦ. Ἀνάλογη ὑ- πῆρξε καὶ ἡ τύχη πολλῶν ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν τῆς πρωτοχριστιανικῆς καὶ πρωτοβυζαντινῆς περιόδου, οἱ ἱεράρχες τῶν ὁποίων διατήρησαν τοὺς ἱστορικοὺς τίτλους τῶν ἐπισκοπῶν τους, μολονότι μετέφεραν τὶς ἕδρες τους ἀπὸ τὰ εὐπρόσβλητα παράλια μέρη στὸ ἀσφαλὲς ἐσωτερικὸ τῆς νήσου. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἔχουμε τὴ μεταφορὰ τῆς μητροπολιτικῆς ἕδρας τῆς Κρήτης ἀπὸ τὴ Γόρτυνα στὸ σημερινὸ Ἡράκλειο 16. Περὶ τὸ 980 στὸ «τακτικὸν» τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου (976-1025) ὁ ἐπίσκοπος Κυδωνίας κατέχει τὴν ὄγδοη θέση ἀνάμεσα σὲ ἕνδεκα ἐπισκοπές 17. 14. Γιὰ τὴ διαθήκη τοῦ ἁγίου βλ. Ἀσματικὴ ἀκολουθία Ἰωάννου, σσ. 38-39. 15. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σσ. 6-7. Ἀσματικὴ ἀκολουθία Ἰωάννου, σσ. 3-4 (Πρόλογος Μητροπολίτου Κισάμου καὶ Σελίνου Εἰρηναίου Γαλανάκη). Ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ οἰκοδομικὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου: τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου στὰ Δράμια Ἀποκορώνου, τὸ ἐπ ὀνόματι τοῦ αὐτοῦ ἁγίου τιμώμενο μοναστήρι στὸν Κουμπελὴ Ἀκρωτηρίου, σήμερα ἐξωκκλήσι τῆς ἐνορίας τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ Χανίων, ὁ ναὸς τῆς Θεοτόκου μεταξὺ Κουφοῦ καὶ Ἀλικιανοῦ, καθὼς καὶ τὸ προσκύνημα τοῦ ἁγίου Φωτίου στὸν Πλάτανο Κισάμου. Περὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ξένου βλ. ἀναλυτικὰ PETIT, «Saint Jean Xénos», σσ. 5-20. 16. ΤΖΕΔΑΚΗ, «Κρήτης Μητρόπολις», στ. 1016-1017. 17. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σ. 4. Τὴν ἴδια περίοδο ἐκτὸς τῆς ἐπισκοπῆς 18

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου γʹ. Βενετοκρατία (1204-1669) Τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1204 κατὰ τὴν τέταρτη σταυροφορία ἀκολούθησε ὁ κατακερματισμὸς τῶν εὐρωπαϊκῶν κτήσεων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἡ οἰκειοποίησή τους ἀπὸ τοὺς Φράγκους σταυροφόρους. Συνεπείᾳ τῶν παραπάνω γεγονότων ἡ Κρήτη παραχωρήθηκε ἀρχικῶς στὴ δικαιοδοσία τοῦ ἄρχοντα τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφατίου τοῦ Μομφερρατικοῦ (1204-1207) 18, ὁ ὁποῖος, εἴτε ἀδιαφορώντας εἴτε ἀδυνατώντας νὰ καταλάβει καὶ νὰ ἐντάξει στὶς κτήσεις του τὸ νησί, τὸ διέθεσε στὴ Βενετία ἔναντι 1000 μάρκων ἀργύρου, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ πηγές. Ἂν καὶ ἡ σύμβαση πώλησης ὑπογράφτηκε στὴν Ἀδριανούπολη στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1204, ὡστόσο ἡ de facto περιέλευση τῆς νήσου στὴν κατοχὴ τῆς Δημοκρατίας τοῦ Ἁγίου Μάρκου θὰ πραγματοποιηθεῖ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1217 μὲ τὴν ὑπογραφὴ σχετικῆς συνθήκης μεταξὺ Βενετῶν καὶ Γενουατῶν 19. Οἱ νέοι κυρίαρχοι τῆς Κρήτης ἀπαγόρευσαν τὴν ὕπαρξη ἀλλὰ καὶ τὴν περιστασιακὴ παραμονὴ ὀρθόδοξης ἱεραρχίας στὸ νησί, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ὁμώνυμη μητρόπολη καὶ οἱ ὑπ αὐτὴν ἐπισκοπὲς νὰ περιέλθουν στὰ χέρια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν κληρικῶν 20. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ εἶχε διττὸ σκοπό ἀφ ἑνὸς τὴν ὑποταγὴ τῶν ὀρθοδόξων πληθυσμῶν στὸν Πάπα καὶ ἀφ ἑτέρου -πράγμα ποὺ ἦταν τὸ κυριότερο- τὴν ἀπουσία ἀνωτάτων θρησκευτικῶν ταγῶν, ἄνευ τῆς καθοδηγήσεως τῶν ὁποίων, κατὰ Κυδωνίας, ἢ ἀλλιῶς Ἁγιᾶς, ὑφίσταντο καὶ οἱ παρακάτω: Ἀρκαδίας, Κνωσοῦ, Χερρονήσου, Αὐλοποτάμου, Σητείας, Ἀγρίου, Ἱερᾶς, Πέτρας, Λάμπης καὶ Κισάμου. Ὅλες οἱ ἀναφερθεῖσες ἐπισκοπὲς ὑπάγονταν στὴ μητρόπολη Κρήτης μὲ ἕδρα τὸ σημερινὸ Ἡράκλειο. Ἱστορικὲς πηγὲς τοῦ 12ου αἰώνα κάνουν λόγο γιὰ μία ἀκόμη ἐπισκοπικὴ περιφέρεια ὑπὸ τὸν τίτλο ἐπισκοπὴ Καλαμῶνος, ἡ ὕπαρξη τῆς ὁποίας μαρτυρεῖται μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Βενετοκρατίας. Βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σσ. 159-160. 18. Ἡ τύχη τῆς Κρήτης καθορίστηκε τὸ Μάιο τοῦ 1203 σὲ διαπραγματεύσεις μεταξὺ τοῦ Ἀλεξίου, γιοῦ τοῦ ἔκπτωτου αὐτοκράτορα Ἰσαακίου Β τῆς δυναστείας τῶν Ἀγγέλων, καὶ τῶν ἡγετῶν τῆς τέταρτης σταυροφορίας. Οἱ ὅροι τῆς συμφωνίας περιελάμβαναν τὴν ἐκ νέου ἄνοδο τοῦ Ἰσαακίου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ μεταξὺ ἄλλων τὴν ἀπόδοση τῆς Κρήτης ὡς δῶρο στὸ Βονιφάτιο τὸ Μομφερρατικό. Τὸ σκέλος αὐτὸ τῆς διμεροῦς συνθήκης ὅσον ἀφορᾶ στὴν Κρήτη ἐκπληρώθηκε μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1204. Βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 163. 19. Ἡ συνθήκη μεταξὺ Βενετίας καὶ Γένουας ὀφείλεται στὴν πειρατικὴ κατάληψη κατὰ τὸ 1206 μέρους τῆς Κρήτης ὑπὸ τοῦ Γενουάτη κόμητος τῆς Μάλτας Pescatore, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νὰ καταλάβει τὰ φρούρια Χάνδακα, Ρεθύμνου καὶ Σητείας, νὰ ἀνεγείρει ἄλλα μικρότερα καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴν ἐξουσία του χωρὶς ἰδιαίτερη ἀντίσταση ἐκ μέρους τοῦ γηγενοῦς στοιχείου. Ἡ παραπάνω συνθήκη ἔρχεται νὰ διευθετήσει τὸ ἰδιοκτησιακὸ καθεστὼς τῆς Κρήτης μετὰ ἀπὸ μία δεκαετία (1207-1217) πολεμικῶν συγκρούσεων μεταξὺ τῶν δύο διεκδικητῶν τῆς νήσου. Βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σσ. 164-165. 20. Ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ καθηγητῆ ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σ. 17, ἀντλοῦμε τὴν πληροφορία περὶ ὑπάρξεως ὀρθοδόξου ἐπισκόπου Κυδωνίας στὴν Κρήτη περὶ τὸ 1601. Ἡ παρουσία καὶ ἡ δράση τοῦ ἐπισκόπου Πορφυρίου ἦταν παράνομη ἀπέναντι στὴ διοίκηση ἐλλείψει σχετικῆς ἄδειας ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς ἐξουσίας τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τοῦ Ἁγίου Μάρκου. 19

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου τὴ φιλοδοξία τῶν κατακτητῶν, ὁ γηγενὴς πληθυσμὸς θὰ ἦταν ἐξαιρετικὰ δυσχερὲς νὰ στραφεῖ ἐναντίον τῶν Βενετῶν. Ἐπικεφαλῆς τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, ἀπουσίᾳ ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, τέθηκαν οἱ «πρωτοπαπᾶδες», Ἕλληνες ἱερεῖς ὀρθοδόξως χειροτονημένοι ποὺ ὁμολογοῦσαν τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα καὶ ὑπέκειντο στὴ δικαιοδοσία τῶν λατίνων ἀρχιερέων τῆς Κρήτης, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν κοινωνία καὶ συμμετεῖχαν στὶς λατινικὲς ἀκολουθίες συλλειτουργώντας καὶ συμψάλλοντας. Πολλοὶ Οὐνῖτες κληρικοὶ ἐπέδειξαν ἀδιαφορία γιὰ τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα, ἐνίοτε δὲ κατακρίθηκαν γιὰ ἐθνικὸ ἐκπεσμὸ συνεργαζόμενοι στενὰ μὲ τὸ λατινικὸ στοιχεῖο εἰς βάρος τῶν Κρητῶν ὀρθοδόξων. Ἀνάμεσα σ αὐτοὺς ὅμως ὑπῆρχαν καὶ ἐξαιρέσεις, ἱερεῖς μὲ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἀνώτερη παιδεία τους 21, ὅπως ὁ πρωτοπαπᾶς τῆς Κυδωνίας Γραδένιγος Ἀλοΐσιος (Ἀμβρόσιος) μὲ σπουδὲς στὴν Ἰταλία καὶ ἀξιόλογη δράση σὲ Ζάκυνθο καὶ Βενετία μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Τούρκους 22. Παράλληλα μὲ τὸ θεσμὸ τοῦ πρωτοπαπᾶ στὰ χρόνια τῆς Ἐνετοκρατίας διαμορφώθηκε ὁ θεσμὸς τοῦ «πρωτοψάλτου», ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα ἀνάλογο τοῦ «πρωτοπαπᾶ». Ὁ καθηγητὴς Δετοράκης ἀναφέρει ὅτι «οι πρωτοψάλτες ήταν επίσης κρατικοί υπάλληλοι και έπαιρναν μισθό από το δημόσιο ταμείο. Πολλοί από τους πρωτοψάλτες, εκτός από τη μουσική μόρφωση, διέθεταν και ανώτερη παιδεία και διακρίθηκαν ως κωδικογράφοι ή συγγραφείς» 23. Παράδειγμα τέτοιου πρωτοψάλτου γιὰ τὴν ἐπισκοπὴ Agiensis, ὅπως ἦταν ὁ ἐπισκοπικὸς τίτλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Κυδωνίας κατὰ τὴν ὑπὸ ἐξέταση περίοδο, ὑπῆρξε ὁ Ρεθύμνιος Ἀντώνιος Ἐπισκοπόπουλος, καταξιωμένος πρωτοψάλτης Κυδωνίας καὶ κωδικογράφος 24. Οἱ ὀρθόδοξοι ὑποψήφιοι πρὸς χειροτονία καθ ὅλη τὴν περίοδο τῆς Ἐνετικῆς κατοχῆς ἦταν ἀναγκασμένοι ἐκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων νὰ προσφεύγουν τῇ ἀδείᾳ τῶν κατοχικῶν ἀρχῶν στὶς ἐγγὺς τῆς Κρήτης περιοχὲς καὶ νὰ λαμβάνουν τὴ χειροτονία ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ ὀρθοδόξους ἐπισκόπους. Συνηθέστεροι τόποι προορισμοῦ τῶν ὑποψηφίων ἱερέων ἦταν οἱ περιοχὲς τῆς Κορώνης, τῆς Μεθώνης, τῆς Κορίνθου, τῆς Κεφαλλονιᾶς, τῶν Κυθήρων, τῆς Καρπάθου, ἐνῶ πολλὲς φορὲς οἱ ὑποψήφιοι μετέβαιναν καὶ στὶς μακρυνότερες περιοχὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπιστρέφοντας στὸν τόπο καταγωγῆς τους ὡς τετελειωμένοι ἱερεῖς ἀνελάμβαναν τὰ ἐφημεριακά τους καθήκοντα κατόπιν ἀποφάσεως καὶ τῇ συναινέσει τῶν Ἐνετικῶν ἀρχῶν. 21. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, «Πρωτοπαπᾶδες Κρήτης», σσ. 39-40. Πρβλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σσ. 199-200. Ὁ καθηγητὴς ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ὅ.π., σσ. 46-48, ἔχει καταρτίσει ἕνα κατάλογο τῶν πρωτοπαπάδων Κυδωνίας, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐπιδέχεται προσθηκῶν. Ὁ πίνακας περιέχει τὰ ἑξῆς ὀνόματα: 1. Ἰωσὴφ Σκορδύλης (πρὸ τοῦ 1299), 2. Νικόλαος Καββαδᾶτος, 3. Γεώργιος Μαραφαρᾶς (Σκορδίλης, 1624), 4. Δημήτριος Σκορδίλης, 5. Ἀμβρόσιος Γραδενίγος (Ἀλοΐσιος), 6. Νικόλαος Κατελάνος. 22. Περὶ τοῦ ἐν λόγῳ πρωτοπαπᾶ βλ. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, «Πρωτοπαπᾶδες Κρήτης», σ. 47. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σσ. 29-30. 23. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 200. 24. Περὶ τοῦ ἐν λόγῳ πρωτοψάλτου βλ. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σσ. 30-31. 20

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Ὅπως ἀναφέραμε καὶ παραπάνω, ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος ὑπέκειτο στὴν ἐξουσία τῶν κατὰ τόπους πρωτοπαπάδων καὶ διὰ μέσου αὐτῶν στοὺς λατίνους ἀρχιερεῖς τῆς νήσου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἁρμοδιότητα μόνο ἐπὶ πνευματικῶν παραπτωμάτων. Οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς, παρὰ τὴν ἀναγκαστικὴ ἐξάρτησή τους ἀπὸ τοὺς ὑψηλόβαθμους Οὐνῖτες κληρικούς, εἶχαν πάντοτε σταθερὴ τὴν ἀφοσίωσή τους στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία 25. Σπουδαῖο ρόλο ὑπὲρ τῆς ὀρθόδοξης πίστεως ἀνέλαβαν κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδο οἱ μοναχοὶ τῆς Κρήτης, οἱ ὁποῖοι μὲ τὰ συγγράμματα καὶ τὰ δημόσια κηρύγματά τους κράτησαν τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ στοιχεῖο τοῦ νησιοῦ ἑνωμένο καὶ τὸ προστάτευσαν ἀπὸ ἀλλότριες διδασκαλίες. Τονώνοντας τοιουτοτρόπως τὸ πατρῶο θρησκευτικὸ φρόνημα τῶν Κρητῶν οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ διατήρησαν καὶ ἰσχυροποίησαν τοὺς δεσμοὺς τοῦ νησιοῦ μὲ τὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, στὴν ὁ- ποία πάντοτε οἱ Κρῆτες προσέβλεπαν, ἀκόμη καὶ ὅταν τελοῦσαν ὑπὸ ξένη κατοχή. Ἀπὸ τὴν κατάλυση τῆς αὐτοκρατορίας τὸ 1453 καὶ ἑξῆς κέντρο ἀναφορᾶς γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πληθυσμὸ τῆς Κρήτης κατέστη ἡ Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὁ Πατριάρχης αὐτῆς 26. Καθ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Βενετοκρατίας τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἔ- παυσε οὔτε στιγμὴ νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ νὰ μεριμνᾶ ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου τῆς Κρήτης. Ἡ ἰδιαίτερη αὐτὴ μέριμνα ποὺ ἐπεδείκνυε ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως καὶ τὸ παλαίφατο Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας 27, ὀφειλόταν στὸ γεγονὸς τῆς ἀκούσιας ἀπουσίας ὀρθόδοξης ἱεραρχίας στὸ νησί, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Ἡ διαποίμανση τῶν ὀρθοδόξων Κρητῶν ἀνατέθηκε σὲ σημαίνουσες ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸ μοναχισμό, ὅπως ἦταν ὁ πολὺς Ἰωσὴφ Βρυέννιος μὲ εἰκοσαετὴ δράση στὸ νησὶ (1381-1401), ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ἀπελάθηκε 28. Παράλληλα μὲ τὴ δράση τῶν πατριαρχικῶν ἀπεσταλμένων, ὅπως τοῦ Βρυεννίου, ἔχουμε τὴν παρουσία κατὰ τόπους ἐπιτρόπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Αὐτοὶ οἱ ἐπίτροποι ἦταν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Πατριαρχείου στὴν Κρήτη καὶ ὡς ἐκ τούτου ἦταν ὀρθόδοξοι, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς πρωτοπαπᾶδες, μὲ τοὺς 25. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σσ. 200-201. 26. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σσ. 202-203. 27. Τὸ δευτερόθρονο τῇ τάξει Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας κατὰ τὶς πατριαρχίες τῶν Κρητῶν Μελετίου Πηγᾶ (1590-1601), Κυρίλλου Λουκάρεως (1601-1620) καὶ Γερασίμου Σπαρταλιώτου (1620-1636) ἄσκησε ψιλὴ ἐποπτεία ἐπὶ τῆς ἀκέφαλης Ἐκκλησίας Κρήτης. Διασώζεται σειρὰ ἐπιστολῶν τῶν παραπάνω Πατριαρχῶν ἐπὶ πνευματικῶν, κανονικῶν καὶ διοικητικῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων ποὺ ἀφοροῦσαν στὰ κατὰ καιροὺς ἀναφυόμενα στὴν Κρήτη καὶ στὴν Ἐκκλησία της σχετικὰ προβλήματα. 28. Βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σσ. 201-202. Ἐξ αὐτοῦ καὶ μόνο τοῦ γεγονότος τῆς ἐκδιώξεώς του εἴμαστε σὲ θέση νὰ κατανοήσουμε πόσο εὐεργετικὴ ὑπῆρξε ἡ παρουσία τοῦ παραπάνω μοναχοῦ καὶ ἁγίου μεταξὺ τῶν Ρωμιῶν τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος διὰ τῶν συγγραμμάτων καὶ τῶν κηρυγμάτων του στάθηκε ἱκανὸς νὰ ἀναχαιτίσει τὴν καθολικὴ προπαγάνδα καὶ νὰ προαγάγει τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. 21

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου ὁποίους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο οὐδέποτε ἦλθε σὲ ἐπικοινωνία κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο 29. Κατὰ τὸ τέλος τῆς Ἐνετοκρατίας καὶ μὲ ὁρατὸ τὸν κίνδυνο τῆς τουρκικῆς ἀπειλῆς κτίστηκαν κατόπιν ἀδείας τῶν λατίνων κυριάρχων τὰ μεγάλα ὀρθόδοξα μοναστικὰ συγκροτήματα τῆς Κρήτης. Στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ νομοῦ Χανίων ἔχουμε τὰ μοναστήρια τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων-Γουβερνέτου, τῆς Ἁγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς-Χρυσοπηγῆς καὶ τῆς Γωνιᾶς. Κτήτορες τῶν παραπάνω θρησκευτικῶν καθιδρυμάτων ἦταν τὶς περισσότερες φορὲς ἐξελληνισμένοι εὐγενεῖς ἐνετικῆς καταγωγῆς μὲ ὀρθόδοξα φρονήματα. Οἱ μοναχοὶ Ἱερεμίας καὶ Λαυρέντιος Τζαγκαρόλας 30 ἦταν οἱ ἱδρυτὲς τῶν μοναστηριῶν Γουβερνέτου καὶ Ἁγίας Τριάδος στὸ ἀκρωτήρι Μελέχα, ὁ γιατρὸς Ἰωάννης Χαρτοφύλαξ 31 ὑπῆρξε ὁ κτήτορας τῆς μονῆς Χρυσοπηγῆς, ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ μεταξὺ Χανίων καὶ κόλπου τῆς Σούδας, ἐνῶ ὁ μοναχὸς Βενέδικτος 32, γόνος καὶ αὐτὸς τῆς γνωστῆς οἰκογένειας τῶν Τζαγκαρόλων, ἦταν ὁ κτήτορας τῆς μονῆς Γωνιᾶς στὴ δυτικὴ ἄκρη τοῦ κόλπου τῶν Χανίων, στὴν ἀνατολικὴ Κίσαμο. Τὰ μοναστικὰ αὐτὰ κέντρα ἀποτέλεσαν φύλακες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκτὸς τῆς μεγάλης θρησκευτικῆς τους προσφορᾶς ἀναδείχθηκαν σὲ φορεῖς διατηρήσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ παιδείας, ἀφοῦ ἐντὸς αὐτῶν ἱδρύθηκαν σχολεῖα, βιβλιοθῆκες καὶ ἐργαστήρια ἀντιγραφῆς χειρογράφων 33. δʹ. Τουρκοκρατία (1669-1898) Νέα σελίδα στὴν ἱστορία τῆς Κρήτης ἀνοίχθηκε μὲ τὴν τουρκικὴ κατάληψη τῆς νήσου. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1645 ὁ τουρκικὸς στόλος ἔκανε ἀπόβαση στὴ δυτικὴ ἄκρη τοῦ κόλπου τῶν Χανίων, κοντὰ στὴ μονὴ Γωνιᾶς. Κατὰ τὶς πολεμικὲς συρράξεις ποὺ ἀκολούθησαν, τὴν πόλη τῶν Χανίων ὑπερασπίσθηκαν μὲ σθένος οἱ Βενετοὶ στρατηγοὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες ἐνόπλους πολιτοφύλακες 34. Ὡστόσο μετὰ ἀπὸ πολιορκία δύο περίπου μηνῶν, στὶς 22 Αὐγούστου τοῦ 1645, ἡ πόλη ἔπεσε στὰ χέρια 29. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἱλαρίων Γραδενίγος, σ. 22 ὑποσ. 3. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Πρωτοπαπᾶδες Κρήτης», σ. 40. 30. Γιὰ τοὺς μοναχοὺς Ἱερεμία καὶ Λαυρέντιο Τζαγκαρόλα βλ. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σ. 41. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἱλαρίων Γραδενίγος, σσ. 58-64. 31. Γιὰ τὸ γιατρὸ Ἰωάννη Χαρτοφύλακα καὶ τὴν ὁμώνυμη οἰκογένεια βλ. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἱλαρίων Γραδενίγος, σσ. 25-33, ὅπου ἀνάμεσα στὰ ἄλλα γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ ἐν λόγῳ Ἰωάννη μὲ ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς. Δημοσιεύεται λ.χ. ἡ πρὸς τὸν Ἰωάννη Χαρτοφύλακα ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Κυρίλλου Λουκάρεως. 32. Γιὰ τὸ μοναχὸ Βενέδικτο βλ. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ἐπισκοπὴ καὶ ἐπίσκοποι Κυδωνίας, σ. 40. ΤΟΥ Ι- ΔΙΟΥ, Ἱλαρίων Γραδενίγος, σσ. 65-66. 33. Βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 203. 34. Σημαντικὸ ρόλο στὴν ὑπεράσπιση τῆς πόλεως κατὰ τὴν πολιορκία της ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ Μουσᾶ πασᾶ καὶ τοῦ Μουρὰτ Ἀγὰ διαδραμάτισαν οἱ ἡγούμενοι Κύριλλος Συρῖγος καὶ Φιλόθεος Σκοῦφος καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ἄλλοι χαμηλόβαθμοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν γιὰ τὸ ἀκμαῖο ἀγωνιστικό τους φρόνημα καὶ γιὰ τὴ γενναιοφροσύνη τους κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πολεμικῶν συρράξεων. Βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 257. 22

Α. Ἐπισκοπὴ καὶ Ἐπίσκοποι Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου τῶν Τούρκων, γεγονὸς ποὺ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ τῶν στρατιωτικῶν ἐπιτυχιῶν τῶν Ὀθωμανῶν στὸ νησί 35. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐνέργειες τῶν νέων κατακτητῶν ἦταν ἡ ἐκδίωξη τῶν λατίνων ἀρχιερέων καὶ ἡ ἀνασύσταση τῆς ὀρθόδοξης ἱεραρχίας στὸ νησί. Πρῶτος μητροπολίτης Κρήτης ἐξελέγη ἀπὸ τὴ σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (περὶ τὸ 1647) ὁ Ρεθύμνιος Νεόφυτος Πατελλάρος, ἀνιψιὸς ἐπ ἀδελφῷ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθανασίου τοῦ Γ (1634, 1652) τοῦ ἀπὸ Θεσσαλονίκης. Ὁ προαναφερθεὶς Νεόφυτος σὲ συνεννόηση μὲ τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως προέβη στὴν ἀνασυγκρότηση τῶν πάλαι ποτὲ διαλαμψασῶν ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καὶ στὴν ἐκλογὴ τῶν κατὰ τόπους ἱεραρχῶν. Οἱ πρῶτοι ἀρχιερεῖς ποὺ ἐξελέγησαν προσέλαβαν τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς τίτλους τῶν ἐπισκοπῶν τοῦ νησιοῦ. Συνεπῶς ὁ ἱεράρχης τῆς πόλεως τῶν Χανίων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ παράδοση, ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ Κυδωνίας, τίτλο ποὺ διατήρησε καθ ὅλη τὴν ὑπὸ ἐξέταση περίοδο προστιθεμένου βραδύτερον καὶ τοῦ ὀνόματος τῆς ἐπαρχίας Ἀποκορώνου. Τὰ πρῶτα ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ μαρτυροῦν τὴν ἐκ νέου ὕπαρξη τῆς ὀρθόδοξης ἐπισκοπῆς Κυδωνίας ἀνάγονται σὲ χειρόγραφο τοῦ 1659, ὅπου ὁ Κυδωνίας κατέχει τὴν ὄγδοη θέση μεταξὺ τῶν δώδεκα ἐπισκοπικῶν περιφερειῶν τῆς νήσου 36. Ὡς πρῶτος ἐπίσκοπος Κυδωνίας ἐμφανίζεται στὶς πηγὲς ὁ Διονύσιος, ὁ ὁποῖος ἀρχιεράτευσε μέχρι τὸ 1679, χρονολογία ποὺ θεωρεῖται terminus post quem τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας τοῦ ἐν λόγῳ ἱεράρχου 37. Ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς Κυδωνίας κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ χρημάτισε ἡ πόλη τῶν Χανίων, ὅπου βρισκόταν ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἡ μόνη ὀρθόδοξη ἐκκλησία τῆς πόλεως τόσο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ὅσο καὶ κατὰ τὴν πρὸ αὐτῆς περίοδο τῆς Ἐνετοκρατίας. Οἱ ἁρμοδιότητες τοῦ ἱεράρχου τῶν Χανίων ἀπέρρεαν ἀπὸ τὰ προνόμια ποὺ ἔδωσε ὁ σουλτάνος Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς (1444-1446, 1451-1481) στὸν πρῶτο μετὰ τὴν Ἅλωση Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιο Σχολάριο (1454-1456) 38. Τὰ προνόμια αὐτὰ ἦταν θρησκευτικά, διοικητικὰ καὶ δικαστικά. Δι αὐτῶν ἀναγνωριζόταν ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν χριστιανῶν 35. Τὴν ἅλωση τῆς πόλεως τῶν Χανίων ἀκολούθησε ἡ κατάληψη τοῦ Ρεθύμνου τὸ Νοέμβριο τοῦ 1646. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ συνάρτηση μὲ τὸ κτίσιμο τοῦ πρώτου τουρκικοῦ φρουρίου στὸ Καλάμι Χανίων ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἑδραιώσεως τῶν Ὀθωμανῶν στὴ δυτικὴ Κρήτη. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1648 ἄρχισε ἡ πολιορκία τοῦ Χάνδακα, ποὺ διήρκησε εἴκοσι ἕνα χρόνια καὶ ἔληξε τὸ φθινόπωρο τοῦ 1669 μὲ τὴν ἅλωσή του. 36. ΤΖΕΔΑΚΗ, «Κρήτης Μητρόπολις», στ. 1023. 37. Βλ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΛΑΥΡΙΩΤΟΥ, «Ἀνέκδοτον σιγίλλιον», σσ. 86, 87. 38. Γιὰ τὰ προνόμια βλ. ΒΑΡΝΑΛΙΔΗ, Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μετὰ τὴν ἅλωση, σσ. 24-26. Κατὰ τὴ διάρκεια ὅμως τῆς τουρκικῆς κατοχῆς τὰ προνόμια, ποὺ δόθηκαν στὸν Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο καὶ δι αὐτοῦ στοὺς διαδόχους του ἀλλὰ καὶ στοὺς λοιποὺς ἀρχιερεῖς, πολλὲς φορὲς θὰ παραβιαστοῦν καὶ θὰ καταπατηθοῦν ἀπὸ τοὺς διαδόχους τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητοῦ καὶ τοὺς κατὰ τόπους Τούρκους ἀξιωματούχους. Βλ. ὅ.π., σ. 28 κ.ἑξ. 23