Γεράσιμος Θεοδόσης «Συνταγματική Αναθεώρηση και Συνταγματικό Δικαστήριο» Α) Είναι ξεκάθαρη η πρόθεση του Έλληνα συντακτικού νομοθέτη του 1975 να μην αντιπαραθέσει τον κάθε δικαστή προς τη νομοθετική εξουσία, για αυτό άλλωστε ο προβλεπόμενος δικαστικός έλεγχος των νόμων δεν επεκτείνεται και στην τήρηση των συνταγματικών όρων παραγωγής τους, δηλαδή στην τυπική αντισυνταγματικότητά τους. Με άλλα λόγια, ο Έλληνας δικαστής δεν δικαιούται να αρνηθεί την εφαρμογή κανόνα δικαίου, επειδή θεωρεί ότι κατά την έκδοσή του δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη κατά το Σύνταγμα διαδικασία. Αντίθετα οφείλει να θεωρεί, ως τυπικά σύμφωνο προς το Σύνταγμα κάθε νόμο που ψηφίσθηκε από τη Βουλή και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης φέροντας την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας και την προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 θεωρούσε ότι διασφαλιζόταν ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος, αλλά και ο σεβασμός και η τήρηση της δημοκρατικής αρχή και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Όμως, σε αυτό ακριβώς το συνταγματικό πλαίσιο αποδυναμώνεται σημαντικά το λεγόμενο «οργανωτικό μέρος του Συντάγματος», όπως και η δημοκρατική αρχή, αφού η τήρηση των διαδικασιών και προθεσμιών, που το Σύνταγμα επιβάλλει στο νομοπαραγωγικό έργο του νομοθέτη, αποσκοπεί στην προάσπιση του ρόλου της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, την οποία σε τελική ανάλυση προάγει. Β) Η τήρηση του «οργανωτικού μέρους του Συντάγματος» αφενός επιδιώκει την επίτευξη δικαιοθετικής διαφάνειας, αφετέρου αποτρέπει τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες από αυθαιρεσίες, κατά τη διεξαγωγή του κοινοβουλευτικού έργου. Εντούτοις τα ελληνικά δικαστήρια ελάχιστα συμβάλλουν, με τη νομολογία τους, στην ενδυνάμωση αυτής της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής, εφόσον η σχετική με το Σύνταγμα και τους κανόνες του δικαιοσύνη απονέμεται μόνο στο στενό πλαίσιο μιας δίκης και μόνο για τις ανάγκες της. Μόνο ο συγκεκριμένος πολίτης που είναι διάδικος της σχετικής δίκης μπορεί να επωφεληθεί από τη σχετική δικαστική απόφαση, απαλλασσόμενος από την 1
υποχρέωσή του να συμμορφωθεί σε έναν (τυπικά ή ουσιαστικά) αντισυνταγματικό νόμο. Για τους υπόλοιπους πολίτες παραμένει δεσμευτικός ο αντισυνταγματικός νόμος, αφού η δικαστική απόφαση ουδεμία ισχύ αναπτύσσει για αυτούς. Εκτός αυτού, στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, είναι ενδεχόμενο να δημιουργηθούν ανυπόφορες καταστάσεις για μια έννομη τάξη, εφόσον άλλα δικαστήρια θα εφαρμόζουν και άλλα θα αρνούνται να εφαρμόσουν, λόγω αντισυνταγματικότητας, την ίδια διάταξη νόμου. Για αυτό το λόγο άλλωστε, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, προστέθηκε η παράγραφος 5 στο άρθρο 100 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία, όταν τμήμα του ανώτατου δικαστηρίου άγεται στη διάγνωση της αντισυνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στην Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, προκειμένου να ομογενοποιηθεί και να οριστικοποιηθεί σχετικά η νομολογία του συγκεκριμένου δικαστικού κλάδου. Ας σημειωθεί ότι τούτο έχει ερμηνευθεί και ως έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους δικαστές που στελεχώνουν τα τμήματα των Ανωτάτων Δικαστηρίων (Μ. ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ). Κατά κανόνα, βέβαια, τα κατώτερα δικαστήρια συμμορφώνονται στην κρίση του ανώτατου δικαστηρίου του κλάδου τους. Η σχετική όμως απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου είναι τυπικά δεσμευτική μόνο σε περίπτωση που τα κατώτερα δικαστήρια θα επιληφθούν ξανά της ίδιας υπόθεσης. Έτσι προέκυψε, δικαστήρια να αρνούνται να εφαρμόσουν διάταξη νόμου ως αντισυνταγματική, καίτοι η διάταξη είχε εφαρμοσθεί προηγουμένως από το ανώτατο δικαστήριο του κλάδου τους. Παράλληλα υφίσταται ο κίνδυνος να εκδοθούν αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων, ειδικά στην Ελλάδα όπου λειτουργούν περισσότερα (του ενός) ανώτατα δικαστήρια: ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Δηλαδή τρία δικαστήρια, των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται στον έλεγχο ενός ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου. Γ) Για την επίλυση τέτοιου είδους προβλημάτων θεσμοθετήθηκε, με το Σύνταγμα του 1975, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος, είναι αρμόδιο να αίρει τις αμφισβητήσεις για την ουσιαστική (πάντα) αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου, 2
εφόσον εκδόθηκαν για αυτόν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, του Άρειου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος, αποτελεί τη μοναδική περίπτωση στο συνολικό σύστημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, του οποίου το κύριο αντικείμενο της δίκης είναι η ουσιαστική συνταγματικότητα μιας διάταξης τυπικού νόμου. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση ενεργοποίησης αυτού του ελέγχου είναι η προηγούμενη άσκηση και εξάντληση του παρεμπίπτοντος και διάχυτου ελέγχου, κατά το άρθρο 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος, σε δύο μάλιστα διαφορετικούς κλάδους. Μόνο τότε δύναται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να παραμερίσει οριστικά, λόγω αντισυνταγματικότητας, μια διάταξη τυπικού νόμου. Βάσει του άρθρου 100 παράγραφος 4 του Συντάγματός μας, μια διάταξη τυπικού νόμου που το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κηρύσσει αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από τον χρόνο που ορίζεται με την απόφαση. Όπως ίσως έγινε αντιληπτό, η ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου είναι περιορισμένη, αφορά μόνο στην ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των τυπικών νόμων. Χωρίς, δε, τη σχετική διαφωνία δύο ανώτατων δικαστηρίων δεν είναι δυνατόν να επιχειρηθεί κύριος δικαστικός έλεγχος ουσιαστικής συνταγματικότητας, ενώ η εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα, δηλαδή η τήρηση του Συντάγματος κατά τη διαδικασία ψήφισης ενός νόμου, παραμένει εκτός δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας. Γίνεται λόγος για «εσωτερική αυτονομία διασφαλισμένη στο πλαίσιο της αρχής της διάκρισης των εξουσιών» (ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ), αλλά δεν λαμβάνεται υπόψη ότι η παρατηρούμενη εν πολλοίς στο Σύνταγμα διασταύρωση των εξουσιών, με τη μορφή του «checks and balances» στο πνεύμα του Μοντεσκιέ, αποσκοπεί κυρίως στην αποφυγή υπερεξουσιών και στην προστασία των ατομικών ελευθεριών. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο θεσμός της συνταγματικής δικαιοσύνης δεν βρίσκεται σε οποιαδήποτε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά αποτελεί επιβεβαίωσή της (Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ). Άλλωστε, κάθε νόμος που ψηφίζεται κατά παράβαση των διαδικαστικών διατάξεων του Συντάγματος 3
περιορίζει αντισυνταγματικά την ελεύθερη δράση των πολιτών, προσβάλλοντας το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα δικαϊκής επαναφοράς της συγκεκριμένης προσβολής στη συνταγματική νομιμότητα. Εξάλλου, υπό το ισχύον σύστημα, περιορίζεται σημαντικά και η αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαστικού ελέγχου, αφού περνάει πολύς χρόνος από τη στιγμή που ένα ζήτημα συνταγματικότητας θα απασχολήσει τα ελληνικά δικαστήρια, εωσότου κληθεί να αποφανθεί οριστικά το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι οικονομικές διεκδικήσεις εργαζομένων που σχετίζονται με αντισυνταγματικούς νόμους και δημιουργούν υποχρέωση για την αναδρομική καταβολή τους. Εκτός αυτού υπάρχουν και τυπικοί νόμοι που, λόγω της ξεχωριστής δικαιοδοσίας των διαφόρων δικαστικών κλάδων, είναι αδύνατον να εφαρμοσθούν από δυο ανώτατα δικαστήρια της χώρας και να προκαλέσουν την προβλεπόμενη (ως προϋπόθεση του ακυρωτικού ελέγχου) νομολογιακή διάσταση. Περαιτέρω, εφόσον ο ισχύον στη χώρα μας δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων προϋποθέτει την ύπαρξη νόμου, δεν υφίσταται τρόπος ο νομοθέτης να αναγκασθεί να νομοθετήσει όταν παραμένει αδρανής κατά παράβαση ρητής συνταγματικής εντολής. Δεν υφίσταται, δηλαδή, τρόπος αντίδρασης κατά των νομοθετικών παραλείψεων, γεγονός που υποβαθμίζει σημαντικά τη δεσμευτική ισχύ και το σκληρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Ο νομοθέτης που αποφασίζει αδέσμευτος παραβιάζοντας το Σύνταγμα, το τροποποιεί σιωπηρά και αντισυνταγματικά. Δ) Το επιχείρημα ότι τα ελληνικά δικαστήρια δικαιούνται (και υποχρεούνται) να προβαίνουν τα ίδια σε άμεση εφαρμογή του Συντάγματος είναι σωστό από θεωρητικής άποψης, στην πράξη όμως είναι ανεφάρμοστο, διότι στα ελληνικά δικαστήρια συνήθως λείπει η απαιτούμενη εξειδίκευση να εντοπίζουν και να διαχειρίζονται επαρκώς καταστάσεις αντισυνταγματικότητας. Το τελευταίο αποτελεί και το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της υιοθέτησης ενός συστήματος συγκεντρωτικού δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. 4
Ε) Ο απλός πολίτης, από πλευράς του, δεν είναι σε θέση να κινήσει την ευεργετική για αυτόν διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αν το θελήσει, χωρίς να αναγκασθεί προηγουμένως είτε να παρανομήσει, είτε να στερηθεί κάποιου δικαιώματός του, διακινδυνεύοντας έτσι την περιουσία και την ελευθερία του. Ουδέποτε απευθείας (μολονότι οι ρυθμίσεις των άρθρων 1 παράγραφος 3, 20 παράγραφος 1 και 120 παράγραφος 4 του Συντάγματος, θα δικαιολογούσαν μια απευθείας προσφυγή του πολίτη), αλλά μόνο στο πλαίσιο μιας δίκης έχει καθένας μας τη δικονομική ευχέρεια να θέσει ζήτημα αντισυνταγματικότητας και να προστατέψει, κατά αυτόν τον τρόπο, τη (σύμφωνη με το Σύνταγμα) ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. ΣΤ) Επίσης δεν προβλέπεται άλλος τρόπος άρσης των αμφισβητήσεων που δεν σχετίζονται με τυπικούς νόμους (και που θα μπορούσαν να ανακύψουν στην ελληνική έννομη τάξη σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων), ούτε παρέχεται η δυνατότητα επίλυσης διαφορών μεταξύ οργάνων του Κράτους ως προς τις συνταγματικές τους αρμοδιότητες. Έτσι τα τελευταία χρόνια, οι εκάστοτε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες μονοπώλησαν το συνταγματικό έλεγχο ιδίων πράξεων, κλονίζοντας με αυτήν την αναρμοδιότητά τους την πίστη των πολιτών στη συνταγματική νομιμότητα. Ζ) Σίγουρα, η εισαγωγή ή όχι του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου ανήκει στα θεμελιώδη θέματα που καθορίζουν το πολίτευμα μιας χώρας. Ως γνωστό, ένας αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος των νόμων λειτουργεί ως κατασταλτική εγγύηση τήρησης του Συντάγματος και υπαγορεύεται τόσο από την αρχή του κράτους δικαίου, όσο και από την αρχή της δημοκρατίας. Κυρίως η συνταγματική επιταγή της τελευταίας προστατεύει τις μειοψηφίες από αυθαιρεσίες των κυβερνητικών πλειοψηφιών. Στη χώρα μας, η άρση μιας οποιασδήποτε αμφισβήτησης της συνταγματικότητας νόμου δεν δύναται, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, να γίνει εντός ελέγξιμου δικονομικά χρονικού πεδίου, ούτε στο πλαίσιο μιας απλής και διάφανης διαδικασίας. Με άσχετες αφορμές, χωρίς την απαιτούμενη δικανική υποστήριξη και θεωρητική εξειδίκευση, και χωρίς να είναι διασφαλισμένο το δικαίωμα της 5
δικαστικής προστασίας όλων όσων τα έννομα συμφέροντά τους θίγονται, αναμένεται από τους Έλληνες δικαστές να αποφαίνονται υπέρ ή κατά της συνταγματικότητας των νόμων που εφαρμόζουν (εκτονώνοντας έτσι κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις). Η) Πρέπει να παραδεχθούμε βέβαια ότι και το ισχύον σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων διαθέτει μηχανισμούς συγκέντρωσης, επιτάχυνσης και ομογενοποίησης, περισσότερους από όσους με μια πρώτη ματιά νομίζουμε ότι έχει. Περιλαμβάνει όμως ακόμη πολλά τυχαία, συγκυριακά και άνισα στοιχεία. Σε τελική ανάλυση πρόκειται περί ενός ελέγχου ασυστηματοποίητου και άνισου, ενός ελέγχου που αναπτύσσεται σε ορισμένα μόνο προνομιακά επίπεδα, διαφορετικά για κάθε ανώτατο δικαστήριο. Πρόκειται για έναν έλεγχο συνταγματικότητας που διενεργείται στο πλαίσιο μιας «ερασιτεχνικής» αντιδικίας και όχι, όπως είναι διεθνώς διαδεδομένο, από ένα εξειδικευμένο δικαστήριο (που δεν είναι αναγκαίο να ονομάζεται συνταγματικό). Το δικαστήριο αυτό αφενός θα επέλυε ως δικαιοδοτικό όργανο συνταγματικές διαφορές, αφετέρου θα έλεγχε τη συνταγματικότητα των νόμων στο πλαίσιο μιας ειδικής διαδικασίας, χωρίς να αναιρείται το δικαίωμα των υπολοίπων δικαστηρίων να ελέγχουν αυτόνομα τη συνταγματικότητα των νόμων που εφαρμόζουν, μέχρι την έκδοση δεσμευτικής (από τούδε) απόφασης από το συνταγματικό δικαστήριο. Θ) Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα δικτατορικά Συντάγματα του 1968 και 1973 προέβλεπαν την ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, κυρίως, δε, λόγω του φόβου δημιουργίας μιας δικαστικής υπερεξουσίας, της λεγόμενης κυβέρνησης των δικαστών, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 δεν προχώρησε στην ίδρυση ενός αμιγούς συνταγματικού δικαστηρίου. Η λειτουργία πάντως του ισχύοντος συστήματος δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να λύσει μεγάλο αριθμό καίριων ζητημάτων που «εκκρεμοδικούν». Εύλογα επομένως διερωτάται κανείς κατά πόσο τούτη η αναμφισβήτητη πραγματικότητα συνάδει με την απαιτούμενη σε ένα κράτος δικαίου ασφάλεια δικαίου. 6
Ι) Σίγουρα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορεί να αφεθεί η τήρηση και η ερμηνεία του Συντάγματος σε ένα μόνο όργανο, ούτε επιτρέπεται να καταστεί ένα δικαστήριο αυθεντικός ερμηνευτής του Συντάγματος. Για αυτό πρέπει κατά κάποιο τρόπο να διασφαλιστεί πλήρως η συνταγματική ορθότητα και νομιμότητα και μετά από την ίδρυση και λειτουργία ενός συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας. Κατά αρχάς, ένας θεσμικός περιορισμός της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα στένευε κατά πολύ τα περιθώρια που το δικαστήριο ως φύλακας του Συντάγματος θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί, για να σφετεριστεί εξουσίες άλλων συνταγματικών οργάνων. Μπορεί ο συνταγματικός δικαστής, ερμηνεύοντας το Σύνταγμα, να δημιουργεί δίκαιο, τούτο όμως έχει από τη φύση του περιορισμένη ισχύ. Ως εκ τούτου οφείλουμε να προβλέψουμε ένα δεδικασμένο οριοθετημένο από υποκειμενικά, αντικειμενικά και χρονικά όρια. Μπορεί οι αποφάσεις ενός συνταγματικού δικαστηρίου να είναι αμετάκλητες, η δεσμευτική ισχύς τους πάντως πρέπει να περιορίζεται πάντοτε (χρονικά) εφόσον δεν ακυρώνεται νόμος. Αλλά και στην περίπτωση της ακύρωσης νόμου δεν πρέπει να υφίσταται περιορισμός του νομοθέτη να ψηφίσει στο μέλλον παρόμοια (με την ακυρωθείσα) διάταξη. Κ) Στο πλαίσιο αυτό, η υποχρέωση παραπομπής κάθε ζητήματος αντισυνταγματικότητας στην Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου,, ακόμα και αν εκδικάζεται κατά προτεραιότητα, αφενός δεν αμβλύνει ουσιαστικά το βασικό μειονέκτημα του συγκεντρωτικού ελέγχου που είναι η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, αφετέρου περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ουσία και την αποτελεσματικότητα του διάχυτου ελέγχου. Δικαίως τίθεται το πρακτικό ερώτημα γιατί να δεχθεί το δικαστήριο ουσίας ένσταση, αίτημα ή ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας (ή να θέσει το ίδιο αυτεπαγγέλτως τέτοιο θέμα), ώστε να προκύψει η υποχρέωση παραπομπής και αναστολής της δίκης, όταν αφενός δεν κατέχει την απαραίτητη εξειδίκευση, αφετέρου δεν υπέχει ουδεμίας ευθύνης σε περίπτωση που δεν το πράξει. 7
Κάλλιστα το εν λόγω δικαστήριο θα μπορούσε να επιχειρήσει μόνο του μια «σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία» του αμφισβητούμενου νόμου και να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται μεν η καθυστέρηση, διαιωνίζεται όμως η όποια «ανωμαλία» συνταγματικής φύσεως παρατηρείται, ενώ συγχρόνως περιορίζεται η αποφασιστική αρμοδιότητα του δικαστή που το άρθρο 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος τού παραχωρεί. Λ) Συνεπώς, ο Έλληνας δικαστής πρέπει να διατηρήσει εις ακέραιο τη δικαιοθετική του αρμοδιότητα ως προς την εφαρμογή του Συντάγματος, να μην εφαρμόζει, δηλαδή, νόμο που θεωρεί αντισυνταγματικό και μόνο, εφόσον έχει επιληφθεί του ελέγχου το Συνταγματικό Δικαστήριο, να αναστείλει τη δίκη και να διατάξει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα. Κατά αυτόν τον τρόπο αναιρείται το επιχείρημα ότι η ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα Συνταγματικού Δικαστηρίου θα προκαλέσει μια περαιτέρω χρονική επιβάρυνση κατά την απονομή της συνταγματικής δικαιοσύνης. Επίσης μια, κατά αίτηση, παρέμβαση του συνταγματικού δικαστηρίου θα αποτελούσε σημαντική δικλείδα ασφαλείας για την αποτροπή της «κυβέρνησης των δικαστών», όταν μόνο με πρωτοβουλία άλλων πολιτικών οργάνων, όπως της Κυβέρνησης, των δυο πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών ή/και προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 48 του Κώδικα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα επιλαμβανόταν του ελέγχου. Πέραν τούτου, η θεσμοθέτηση επιπρόσθετων εγγυήσεων πρέπει να αποτελεί το κύριο μέλημα της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου, και όχι οι εκπρόσωποί της να αναλώνονται σε συζητήσεις για τον τρόπο εκλογής των συνταγματικών δικαστών, όπως γινόταν μέχρι πρότινος. Το μη ανανεώσιμο της θητείας των συνταγματικών δικαστών είναι μια εξίσου σημαντική πρόταση που συνδέεται με το καθεστώς λειτουργίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως μιας συμπληρωματικής βαθμίδας ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, όπως άλλωστε και η συνταγματική επιταγή, η επιλογή των προσώπων που θα το στελεχώνουν, να λαμβάνεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής κατόπιν αυξημένης πλειοψηφίας, π. χ. των δυο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 8
Με την ίδια πλειοψηφία θα πρέπει να ψηφίζεται και ο εκτελεστικός νόμος που θα ρυθμίζει όλα τα οργανωτικά, λειτουργικά και δικονομικά ζητήματα του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Σε σχέση, δε, με τη δεσμευτική ισχύ των αποφάσεών του πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφευχθεί οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση που θα ισοδυναμούσε με απαγόρευση βελτίωσης ή επανάληψης του έργου του νομοθέτη. Και μετά τη θεσμοθέτηση ενός Ελληνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο νομοθέτης που σέβεται το Σύνταγμα είναι κυρίαρχος του νομικοπολιτικοκοινωνικού γίγνεσθαι. 9