Κεφάλαιο 1 - Εισαγωγή Σύνοψη Λυρική ποίηση. Το ελληνικό υπόβαθρο. Ρωμαϊκή λυρική ποίηση. Προαπαιτούμενη γνώση Δεν χρειάζεται. 1.1. Λυρική ποίηση 1.1.1. Το ελληνικό υπόβαθρο Η Λυρική Ποίηση είναι ένα από τα τρία βασικά είδη ποίησης μαζί με το Έπος και το Δράμα. Πρόκειται για 1 αδόμενη ποίηση (με ή χωρίς όρχηση), συνοδεία λύρας (λυρικός < λύρα) και γραμμένη σε λυρικά μέτρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακή ποικιλία. Ο όρος «λυρικός» δεν υπάρχει πριν από την ελληνιστική περίοδο, καθώς οι προγενέστεροι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τους όρους «μέλος» και «μελοποιός» ή «μελικός» (< μέλπομαι = τραγουδώ). Εικόνα 1.1. Λήκυθος στην οποία απεικονίζεται γυναίκα που παίζει λύρα (ca. 470 460 π.χ.). Metropolitan Museum of Art, Nέα Υόρκη (www.metmuseum.org). Αναδημοσιεύεται για εκπαιδευτική/ακαδημαϊκή χρήση σύμφωνα με τη δράση Open Access for Scholarly Content του μουσείου. Εικόνα 1.2. Αγαλματίδιο γυναίκας με κιθάρα (3 ος αι. π.χ.). Metropolitan Museum of Art, Nέα Υόρκη (www.metmuseum.org). Αναδημοσιεύεται για εκπαιδευτική/ακαδημαϊκή χρήση σύμφωνα με τη δράση Open Access for Scholarly Content του μουσείου. 1 Σε αντίθεση με τη λυρική ποίηση, η ελεγεία (με συνοδεία αυλού) και ο ίαμβος έγιναν από νωρίς απαγγελλόμενοι στίχοι. Στη λατινική λογοτεχνία ο ίαμβος και η ελεγεία διακρίνονται σαφώς από τη λυρική ποίηση. 1
Η λυρική ποίηση διακρίνεται σε: χορική μονωδική Τέτοια διάκριση μάλλον δεν ίσχυε κατά την αρχαιότητα, μολονότι, βέβαια, ανταποκρίνεται σε γενικές διαφοροποιήσεις μορφής και περιεχομένου. Μπορούν, επίσης, να γίνουν και περαιτέρω διαφοροποιήσεις, λιγότερο σημαντικές, ανάλογα με: το αντικείμενο της ποίησης (για θεούς: ὕμνος, προσόδιον, διθύραμβος, παιάνας / για ανθρώπους: ἐγκώμιον, ἐπινίκιον, σκόλιον, ἐρωτικόν) την κίνηση (κατά την πορεία προς τον βωμό, για τον χορό γύρω από τον βωμό, σε στάση) τη δομή των στροφών (μονοστροφική, τριαδική). Η «λυρική» εποχή ξεκινάει περίπου στα μέσα του 7ου αι. π.χ., ωστόσο υπάρχει ήδη διαμορφωμένη μια μακρά παράδοση λαϊκού τραγουδιού. Ο Όμηρος (ενδεικτικά Ιλ. 1.472, 18.493) αναφέρει παιάνες, θρήνους, επιθαλάμια, και γενικότερα χορικό τραγούδι και χορό. Ωστόσο, πρόκειται μάλλον για ανώνυμα λαϊκά-δημώδη τραγούδια. Οι λόγοι της αλλαγής και της μετάβασης από ανώνυμους σε επώνυμους ποιητές τον 7ο αι. δεν είναι γνωστοί. 1.1.1.1. Χορική λυρική ποίηση Η χορική λυρική ποίηση αποτελεί συνδυασμό ποίησης, μουσικής και όρχησης. Τα χορικά λυρικά άσματα εκτελούνταν από χορό που τραγουδούσε και χόρευε, εντυπωσιακά ενδεδυμένος. Η χορική ποίηση συνδέεται ιδιαίτερα με τις δωρικές πόλεις (Αλκμάν, Στησίχορος, Αρίων, Ίβυκος, Πίνδαρος), αλλά όχι αποκλειστικά (ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης κατάγονταν από την Κέα). Η διάλεκτος στην οποία ήταν γραμμένα τα χορικά άσματα ήταν ένα τεχνητό αμάλγαμα δυτικής ελληνικής, αιολικής και ομηρικής διαλέκτου, με επιμέρους διαφοροποιήσεις ανά συγγραφέα. Οι χορικές συνθέσεις είναι είτε στροφικές (στροφή και αντιστροφή) είτε τριαδικές (στροφή, αντιστροφή και μια επωδός). Οι περισσότεροι από τους μαρτυρημένους τύπους χορικού τραγουδιού (παιάνας, διθύραμβος, προσόδιον, παρθένιον, θρήνος, επιθαλάμιο) έχουν θρησκευτικό ή λατρευτικό χαρακτήρα, ωστόσο, η χρήση στη λατρεία δεν ήταν αποκλειστική, αφού το χορικό τραγούδι συχνά χρησιμοποιούνταν για εορταστική διασκέδαση. Η ακμή της χορικής λυρικής ποίησης είναι η ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδος (Σιμωνίδης, Βακχυλίδης, Πίνδαρος, επαγγελματίες πανελλήνιοι ποιητές).2 Κατά την περίοδο αυτή συντίθενται χορικά άσματα που εξυμνούν άρχοντες, αριστοκράτες, αθλητές (π.χ. τα ερωτικά και υμνητικά τραγούδια του Ίβυκου και τα εγκώμια και επινίκια του Σιμωνίδη, του Πίνδαρου και του Βακχυλίδη). Τα άσματα αυτά συνδέονται με μια συγκεκριμένη περίσταση. Η εξύμνηση του θνητού ή του θεϊκού παραλήπτη συνήθως συνοδεύεται από σαφείς γενικεύσεις, αποφθέγματα και συμπεράσματα (γνῶμαι ), που σκοπό έχουν να διδάξουν, να γενικεύσουν την παρούσα περίσταση και να την εντάξουν στα ευρύτερα συμφραζόμενα της ανθρώπινης εμπειρίας. Επίσης, η εξύμνηση συχνά συνοδεύεται από έναν μύθο, που συνήθως καταλαμβάνει το κέντρο της ωδής και κατά κανόνα χρησιμοποιείται για παραδειγματικούς και επεξηγηματικούς σκοπούς. 2 Κατά την κλασική εποχή, όταν μεσουρανεί το δράμα, η λυρική ποίηση δεν καλλιεργείται συστηματικά και πέφτει σε αφάνεια. 2
1.1.1.2. Μονωδική λυρική ποίηση Εικόνα 1.3. Μούσα που παίζει λύρα. Αττική λήκυθος, ca 440 430 π.χ. Public domain / Wikimedia Commons (https://commons.wikimedia.org/wiki/file:mousai_helikon_staatliche_antikensammlungen_schoen80_n1.jpg?uselang =el). Η μονωδική λυρική ποίηση ανθεί ιδιαίτερα στην ανατολική Ελλάδα (η Σαπφώ και ο Αλκαίος κατάγονταν από τη Λέσβο, ενώ ο Ανακρέων από την Τέω). Σε σχέση με τα χορικά λυρικά άσματα οι λυρικές μονωδίες έχουν απλούστερες μετρικές δομές. Η γλώσσα συγγραφής εξαρτάται από τη διάλεκτο του ποιητή, ενώ τα βασικά θέματα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη ζωή και τις περιστάσεις του ποιητή, τον έρωτα, την πολιτική, τον πόλεμο, το κρασί. Και στη λυρική μονωδία υπάρχει σαφής τάση για γενίκευση της προσωπικής εμπειρίας μέσω του μύθου. 1.1.1.3. Ο Κανών των Εννέα Λυρικών ποιητών Εικόνα 1.4. Σκηνή συμποσίου. Αττικός κρατήρας (ca 452 π.χ.). Jastrow / Wikimedia Commons (https://commons.wikimedia.org/wiki/file:symposium_scene_nicias_painter_man.jpg?uselang=el). Ο Κανών αυτός ήταν δημιούργημα των Αλεξανδρινών φιλολόγων και περιελάμβανε τους εξής δημιουργούς (εννιά τον αριθμό, γιατί εννιά ήταν και οι Μούσες): Αλκμάν 3
Αλκαίος Ανακρέων Βακχυλίδης Ίβυκος Πίνδαρος Σαπφώ Σιμωνίδης Στησίχορος 1.1.2. Η ρωμαϊκή λυρική ποίηση 1.1.2.1. Διαχρονική εξέλιξη Ήδη από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης της Ρώμης υπήρχαν λυρικά τραγούδια που συνόδευαν τις ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, κυρίως λαϊκά τραγούδια της δουλειάς και λατρευτικές ωδές που ζητούσαν την προστασία και την εύνοια των θεών για την πόλη και τη γεωργική της παραγωγή. Λυρικά άσματα είναι επίσης και τα χορικά των κωμωδιών (cantica) και των τραγωδιών που γράφονται στη Ρώμη κατά τον 3ο και 2ο αι. π.χ., ωστόσο αυτά αποτελούν οργανικά μέλη ενταγμένα και αφομοιωμένα μέσα στο πλαίσιο του δράματος. O Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος (Gaius Valerius Catullus), ηγετική φυσιογνωμία των λεγόμενων poetae novi, των νεότερων ή νεωτερικών ποιητών (α μισό του 1ου αι. π.χ.), ασπαζόμενος τις καλλιμαχικές ιδέες περί ποίησης (βλ. Εισαγωγικό σημείωμα στο Carm. 1.6) πειραματίζεται και με το είδος της λυρικής ποίησης, παράλληλα με τους ιάμβους, τα επιγράμματα και τις μεγαλύτερες ποιητικές του συνθέσεις. Η λυρική του ποίηση χαρακτηρίζεται από πολυάριθμες αποστροφές και ερωτήσεις στον εαυτό του και η γλώσσα του προσομοιάζει την καθομιλουμένη της εποχής. Εικόνα 1.5. Προτομή του Γάιου Βαλέριου Κάτουλλου στο Σίρμιο. Schorle / Wikimedia Commons (https://commons.wikimedia.org/wiki/file:catull_sirmione.jpg?uselang=el). Αναμφισβήτητα, η λυρική ποίηση στη Ρώμη φτάνει στην ακμή της με τον Κόιντο Οράτιο Φλάκκο (Quintus Horatius Flaccus) και τις Ωδές του (Carmina) κατά την εποχή του Αυγούστου, όπως θα δούμε εκτενώς παρακάτω. Στη συνέχεια, η λυρική ποίηση στη Ρώμη επανεμφανίζεται κατά τα μέσα του 1 ου αι. μ.χ. στα χορικά των τραγωδιών του Λεύκιου Ανναίου Σενέκα του νεότερου (Lucius Annaeus Seneca iunior) και λίγο 4
αργότερα, κατά το β μισό του 1ου αι. μ.χ., σε μερικά από τα ποιήματα που ανήκουν στη συλλογή Silvae του Στάτιου (Publius Papinius Statius). Η ρωμαϊκή λυρική ποίηση γνωρίζει νέα άνθιση κατά τον 4ο αι. μ.χ. με τους Ύμνους του Αμβρόσιου (Aurelius Ambrosius), επισκόπου Μεδιολάνων, και τα έργα του Προυδέντιου (Aurelius Clemens Prudentius), Cathemerinon και Peristephanon. Εικόνα 1.6. Ο Άγιος Αμβρόσιος (ca 1500). Metropolitan Museum of Art, Nέα Υόρκη (www.metmuseum.org). Αναδημοσιεύεται για εκπαιδευτική/ακαδημαϊκή χρήση σύμφωνα με τη δράση Open Access for Scholarly Content του μουσείου. 1.1.2.2. Πρότυπα και τύποι ποιημάτων Εικόνα 1.7. Henry O. Walker (1896), Η λυρική ποίηση. Great Hall, Library of Congress, Washington, D.C. Public domain / Wikimedia Commons (https://commons.wikimedia.org/wiki/file:lyric-poetry-walkerhighsmith.jpeg?uselang=el). Οι Ρωμαίοι λυρικοί ποιητές αναζήτησαν τα βασικά τους πρότυπα στην αρχαϊκή λυρική ποίηση (κυρίως Σαπφώ, Αλκαίος, Πίνδαρος, Ανακρέων κλπ.), ενώ πολύ καθοριστική για τη διαμόρφωση του είδους υπήρξε η 5
ελληνιστική ποίηση, κυρίως οι ιδέες περί ποιητικής δημιουργίας και τέχνης του Καλλίμαχου. Ο Καλλίμαχος απαρνήθηκε το έπος και στράφηκε σε μικρότερης κλίμακας συνθέσεις, οι οποίες όμως θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μακρόχρονης καλλιτεχνικής επεξεργασίας και επίπονης έρευνας. Βλ. Εισαγωγικό σημείωμα στο Carm. 1.6. Οι Ρωμαίοι λυρικοί συνέθεσαν διάφορους τύπους ποιημάτων κατά τα πρότυπα των Ελλήνων ομοτέχνων τους: ύμνος στους θεούς, εγκώμιο, επινίκιο και θριαμβικό, επιθαλάμιο, επικήδειο και παραμυθητικό, προπεμπτικό-αντιπροπεμπτικό και συνοδευτικό, συμποτικό, προσκλητήριο, ποίημα φιλίας κλπ. Βιβλιογραφία/Αναφορές3 Armstrong (2010) Bowra (1962) Burnett (1983) Cairns (2012) Campbell (1967) Campbell (1983) Davies (1988) Gerber (1970) Harrison (2010) Johnson W.R. (1982) Kirkwood (1974) Knox (2013) Miller (1994) Race (2010) Woodman (2002) 3 Η βιβλιογραφία βασίζεται κυρίως στο έργο του Niklas Holzberg, Horaz: eine Bibliographie, Μόναχο 2007, το οποίο βρίσκεται αναρτημένο στην παρακάτω διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.niklasholzberg.com/homepage/bibliographien.html [τελευταία επίσκεψη: 29/01/2016]. Έχει επικαιροποιηθεί και εμπλουτιστεί με έργα σχετικά με τον Οράτιο που δημοσιεύτηκαν μετά το 2007, καθώς και με έργα που αφορούν άλλους συγγραφείς και άλλα θέματα. Τα πλήρη βιβλιογραφικά στοιχεία όλων των έργων παρατίθενται στον βιβλιογραφικό κατάλογο που υπάρχει στο τέλος του Κεφαλαίου 2 του παρόντος συγγράμματος. 6