Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2012

Σχετικά έγγραφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η 175/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3749/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 166/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1566-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 91 /2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6689/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 133/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2111-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 82/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 103/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/987/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 19/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7700-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 150/2013

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/595-1/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 96/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 87/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6264-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 140/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5151/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3287-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 70/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4786/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 95/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3004/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 52/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1935-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 127/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3337/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/384/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 10/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/491-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 29/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 77/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4448/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 57/2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η 157/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1236-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 55/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3935-1/ AΠΟΦΑΣΗ 150/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2615/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 38/2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 155/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2420/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 43 / 2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3869/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 51 /2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/2134/ ΑΠΟΦΑΣΗ 42/2014

Αθήνα, Αρ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/6824/ ΑΠΟΦΑΣΗ 137/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 64 /2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/373/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η 1/2013

Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2814-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 88/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2619/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 40/2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/9065/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 70 /2018

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/1242-2/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8013/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 20/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4470-1/ ΑΠΟΦΑΣΗ 100/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/590/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 150 / 2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3696-2/ ΑΠΟΦΑΣΗ 124/2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 149/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2806/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 53/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 38/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2326/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 6/2019

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5630/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 99/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 105/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 103/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3718/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 72/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/681-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 22/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 94/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5426/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 112/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5613/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2017

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/57-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 39/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 150/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Α Π Ο Φ Α Σ Η 33/2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4351/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2632/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 96/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 113 /2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/482/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 10/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4841-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 144 /2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 173/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5906/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 95 /2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2950-1//

Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47 / 2013

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/1284-2/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6312-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1720-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 169 / 2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 100/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 75/2011

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5525-1/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 92/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 42/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 38/2007

Α Π Ο Φ Α Σ Η 09/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 30 /2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4989/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 78 / 2017

Transcript:

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 29-10-2012 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6915/29-10-2012 Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2012 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε µετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση στην έδρα της την 9.2.2012, σε συνέχεια της από 1.12.2011 συνεδρίασης, προκειµένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Π. Χριστόφορος, Πρόεδρος της Αρχής, ως εισηγητής, Λ. Κοτσαλής, Α. Πράσσος και Γ. Πάντζιου, τακτικά µέλη, και τα αναπληρωµατικά µέλη Γ. Λαζαράκος και Κ. Χριστοδούλου, σε αντικατάσταση των τακτικών µελών Α-Ι. Μεταξά και Α. Ρουπακιώτη αντίστοιχα, οι οποίοι αν και εκλήθησαν νοµίµως εγγράφως, δεν παρέστησαν λόγω κωλύµατος. Το τακτικό µέλος. Μπριόλας καθώς και το αναπληρωµατικό αυτού Χ. Ανθόπουλος δεν παρέστησαν επίσης λόγω κωλύµατος αν και εκλήθησαν νοµίµως εγγράφως. Στη συνεδρίαση, χωρίς δικαίωµα ψήφου, παρέστησαν η Ε. Χατζηλιάση, νοµικός ελεγκτής ως βοηθός εισηγητή και η Γ. Παλαιολόγου, υπάλληλος του τµήµατος διοικητικών και οικονοµικών υποθέσεων, ως γραµµατέας, µετά από εντολή του Προέδρου. Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω: Η Αρχή, µετά την ανάκληση της µε αριθµ. 4/2007 απόφασής της µε τη µε αριθµ. 73/2011 απόφαση, εξέτασε εκ νέου τη µε αριθµ. πρωτοκόλλου /..-..-2006 προσφυγή του Α, όπως αυτή συµπληρώθηκε µε τα µε αριθµ. πρωτοκόλλου της Αρχής

6171/21.9.2006 και 6712/11.10.2006 έγγραφα του ιδίου. Με την παραπάνω προσφυγή ο Α ζητούσε: α) να αναγνωρισθεί ότι, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997, δεδοµένα της οικονοµικής του συµπεριφοράς περιελήφθησαν στον υπηρεσιακό του φάκελο και οδήγησαν στην επιβολή της ποινής της απόταξης από τη δύναµη της Ελληνικής Αστυνοµίας και β) να υποχρεωθεί η Ελληνική Αστυνοµία να επανεξετάσει την υπόθεσή του και να εκδώσει ατοµική διοικητική πράξη µε την οποία θα τον επαναφέρει στην Υπηρεσία. Για τη διερεύνηση της βασιµότητας της προσφυγής η Αρχή απέστειλε στο Υπουργείο ηµοσίας Τάξης (Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνοµίας, /νση Οργάνωσης Νοµοθεσίας, 3ο Τµήµα Νοµικών Υποθέσεων) το µε αριθµ. πρωτοκόλλου 3909/9.6.2006 έγγραφό της, µε το οποίο ζητούσε τις απόψεις της υπηρεσίας επί της προσφυγής του Α. Με το µε αριθµ. πρωτοκόλλου /../ /..-..-2006 (αριθµ. πρωτοκόλλου της Αρχής 4698/13.7.2006) έγγραφό της η αρµόδια υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνοµίας (Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνοµίας, Κλάδος ιοικητικού, ιεύθυνση Αστυνοµικού Προσωπικού, Τµήµα 1ο Αξιωµατικών) απέστειλε στην Αρχή τις απόψεις της επί της εν λόγω προσφυγής, στις οποίες ειδικότερα ανέφερε ότι: α) η επεξεργασία δεδοµένων του Α έλαβε χώρα κατά την άσκηση της δέσµιας αρµοδιότητας της υπηρεσίας να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία προς διακρίβωση των πειθαρχικών ευθυνών του προσφεύγοντος µετά την υποβολή καταγγελιών από ιδιώτες για µη εξόφληση χρεών, συµπεριφορά που συνιστά πειθαρχικό παράπτωµα του αστυνοµικού προσωπικού, β) η εν λόγω επεξεργασία δεν παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και γ) η Αρχή δεν έχει αρµοδιότητα να κρίνει τη σύνθεση των πειθαρχικών συµβουλίων και την ουσιαστική κρίση αυτών. Από το σύνολο των εγγράφων που προσκοµίσθηκαν στην Αρχή καθώς και από τη µε αριθµ. πρωτοκόλλου της Αρχής 4698/13.7.2006 απάντηση της Ελληνικής Αστυνοµίας προκύπτει, ότι ο προσφεύγων υπηρέτησε στην Ελληνική Αστυνοµία από τις 16.3.1987 µέχρι και την 1.8.2001, οπότε και διαγράφηκε από τη δύναµη της Ελληνικής Αστυνοµίας, ύστερα από τελεσίδικη απόφαση του αρµόδιου Πειθαρχικού Συµβουλίου, το οποίο του επέβαλε την ποινή της απόταξης. Πιο συγκεκριµένα, µετά από την από..-..-1996 καταγγελία της Τράπεζας για καθυστερηµένη οφειλή ποσού ύψους 926.262 δρχ. διενεργήθηκε Ένορκη ιοικητική 2

Εξέταση (στο εξής και Ε Ε) και µε τη µε αριθµ. πρωτοκόλλου /../ /..-..-1997 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνοµίας επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα η ποινή της αργίας µε πρόσκαιρη παύση επί δύο (2) µήνες για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 1 εδ. ε σε συνδυασµό µε τα άρθρα 12 παρ. 16 και 24 του π.δ/τος 22/1996 (Πειθαρχικό ίκαιο Αστυνοµικού Προσωπικού). Ακολούθως, µετά από την από 13.3.1997 καταγγελία του Β, που αφορούσε ανεξόφλητο δάνειο συνολικού ποσού ύψους 1.950.000 δρχ. προς τον προσφεύγοντα, διενεργήθηκε Ε Ε και µε τη µε αριθµ. πρωτοκόλλου /../ /..-..-1997 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνοµίας του επιβλήθηκε η ποινή της αργίας µε πρόσκαιρη παύση επί τρεις (3) µήνες για παράβαση των ίδιων ως άνω διατάξεων. Στη συνέχεια, µετά από την από 29.6.1997 καταγγελία του Γ (πράκτορα της Ασφαλιστικής Χ) για ανεξόφλητα ασφάλιστρα ποσού ύψους 313.160 δρχ. διενεργήθηκε Ε Ε και µε τη µε αριθµ. πρωτοκόλλου /../ /..-..-1998 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνοµίας του επιβλήθηκε η ποινή της αργίας µε πρόσκαιρη παύση επί τέσσερις (4) µήνες για παράβαση των ίδιων ως άνω διατάξεων. Ακολούθως µε τη µε αριθµ. /..-..-2000 απόφαση του ευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα η ποινή της αργίας µε απόλυση διάρκειας έξι (6) µηνών, καθώς µετά από καταγγελίες ιδιωτών και τη διενέργεια τριών Ε Ε, στοιχειοθετήθηκε παράβαση του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. στ και ι του π/δ/τος 22/1996. Τέλος, µετά από την από..-..-1999 καταγγελία της εταιρείας µε την επωνυµία «Ψ» για ανεξόφλητα δίδακτρα ποσού ύψους 710.000 δρχ., διενεργήθηκε Ε Ε και µε τη µε αριθµ.../..-..-2001 απόφαση του ευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα η ποινή της απόταξης για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1 εδ. ιβ και 10 παρ. 1 εδ. θ του π.δ/τος 22/1996. Η Αρχή µε το µε αριθµ. πρωτ. Γ/ΕΞ/5427/05.08.2011 έγγραφό της ενηµέρωσε τον Α για την ανάκληση της µε αριθµ. 4/2007 απόφασής της. Επιπλέον, η Αρχή µε τη µε αριθµ. πρωτ. Γ/ΕΞ/7765/21.11.2011 κλήση της κάλεσε το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να παραστεί στη συνεδρίαση της Αρχής την Πέµπτη 1.12.2011 και ώρα 10.00 π.µ., στην έδρα της Αρχής, προκειµένου να συζητηθεί εκ νέου η προαναφερόµενη καταγγελία του Α κατά του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Η αντίστοιχη µε αριθµ. πρωτ. Γ/ΕΞ/7766/21.11.2011 κλήση της Αρχής προς τον Α δεν κατέστη δυνατόν να του 3

επιδοθεί, καθώς δεν ανευρέθη στη διεύθυνση που αναγραφόταν στην καταγγελία του, όπως προκύπτει από το σώµα του από 22.11.2011 αποδεικτικού επίδοσης του επιµελητή της Αρχής, Κωνσταντίνου Καφίρη. Κατά τη συνεδρίαση της 1.12.2011 το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη παρέστη διά του Γ, Αστυνόµου Α της ιεύθυνσης Αστυνοµικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνοµίας. Η Αρχή, µετά από εξέταση των προαναφεροµένων στοιχείων, αφού αναγνώστηκαν τα πρακτικά της 9.11.2006 και της 1.12.2011, άκουσε τον εισηγητή και τη βοηθό εισηγήτρια, η οποία στη συνέχεια αποχώρησε, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Η επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, σύµφωνα µε την παράγραφο 1 της οποίας «επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται µόνον όταν το υποκείµενο των δεδοµένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του». Η επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειµένων τους, είναι κατ εξαίρεση επιτρεπτή, µόνο στην περίπτωση που συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νοµιµότητας της επεξεργασίας της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι: «Κατ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν:... β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόµο... δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δηµόσιου συµφέροντος ή έργου που εµπίπτει στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας και εκτελείται από δηµόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδοµένα». Στο άρθρο 21 του ισχύοντος κατά τον κρίσιµο χρόνο π.δ/τος 22/1996, το οποίο ρυθµίζει το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνοµικού προσωπικού, προβλέπεται το δικαίωµα των ιδιωτών να αναφέρουν στην Αστυνοµία πράξεις αστυνοµικών, οι οποίες στοιχειοθετούν πειθαρχικά αδικήµατα αυτών. Από δε το άρθρο 22 παρ. 1 του 4

ανωτέρω π.δ/τος, το οποίο ορίζει ότι «1. Η δίωξη των πειθαρχικών παραπτωµάτων των αστυνοµικών ενεργείται αυτεπάγγελτα, µε βάση τα στοιχεία που περιέρχονται στον έχοντα το δικαίωµα άσκησης αυτής», προκύπτει η υποχρέωση της Αστυνοµίας να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία µε βάση τα στοιχεία που τίθενται υπόψη της. Αντίστοιχες διατάξεις περιλαµβάνονται και στο ισχύον πειθαρχικό δίκαιο του αστυνοµικού προσωπικού, δηλαδή στο π.δ. 120/2008, και ειδικότερα στα άρθρα 21 (καθήκον δίωξης των πειθαρχικών αδικηµάτων των αστυνοµικών υπαλλήλων) και 23 (δικαίωµα των ιδιωτών να καταγγέλλουν πειθαρχικά αδικήµατα των αστυνοµικών υπαλλήλων) αυτού. Από τις παραπάνω διατάξεις, συνεπώς, προκύπτει ότι η επεξεργασία από την Ελληνική Αστυνοµία των προσωπικών δεδοµένων του προσφεύγοντος που περιήλθαν σε αυτή µέσω των καταγγελιών ιδιωτών είναι νόµιµη, καθώς η άσκηση πειθαρχικής δίωξης από τα αρµόδια όργανα της Ελληνικής Αστυνοµίας για πειθαρχικά παραπτώµατα αστυνοµικών που περιέρχονται σε γνώση της αποτελεί υποχρέωση της Αστυνοµίας η οποία επιβάλλεται από νόµο (άρθρο 22 παρ. 1 του π.δ/τος 22/1996 και 21 του π.δ/τος 120/2008) αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και η ολοκλήρωση αυτής αποτελεί κατεξοχήν έργο που εµπίπτει στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας και εκτελείται από δηµόσια αρχή (βλ. µε αριθµό 22/2005 απόφαση της ΑΠ ΠΧ κατά την οποία «η κλήση σε απολογία αστυνοµικού για πειθαρχικό παράπτωµα αποτελεί κατ εξοχήν έργο που εµπίπτει στην άσκηση δηµόσιας εξουσίας και εκτελείται από το ιοικητή, δηλαδή από όργανο της αρµόδιας για το σκοπό αυτό δηµόσιας Αρχής»). 2. Η Αρχή, όπως προκύπτει από το άρθρο 19 του ν. 2472/1997, δεν έχει αρµοδιότητα να προβεί σε έλεγχο νοµιµότητας ή κατά οποιονδήποτε τρόπο σε έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης των αρµόδιων πειθαρχικών συµβουλίων, µε αποφάσεις των οποίων επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα οι στο ιστορικό αναλυτικά αναφερόµενες πειθαρχικές ποινές και πολύ περισσότερο να υποχρεώσει την Ελληνική Αστυνοµία να επανεξετάσει την υπόθεση του προσφεύγοντος και να εκδώσει ατοµική διοικητική πράξη µε την οποία θα τον επαναφέρει στην Υπηρεσία. Η νοµιµότητα των 5

αποφάσεων των πειθαρχικών συµβουλίων µπορεί να αποτελέσει µόνο αντικείµενο αίτησης ακύρωσης ενώπιον των αρµόδιων διοικητικών δικαστηρίων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Η Αρχή απορρίπτει την προσφυγή του Α. Ο Πρόεδρος Η Γραµµατέας Πέτρος Χριστόφορος Γεωργία Παλαιολόγου 6