ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 «Η τύχη του άτυχου παλικαριού» (Κοζάνη - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια εδώ
Η τύχη του άτυχου παλικαριού (Κοζάνη - Μακεδονία) Μια φορά κι έναν καιρό, σ' έναν τόπο μακρινό ζούσε ένα παλληκάρι με τις τρεις του αδελφές και τη μητέρα του. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει από καιρό κι η οικογένεια τα έβγαζε πολύ δύσκολα πέρα. Το καημένο το παλληκάρι προσπαθούσε να βρει μια δουλειά να θρέψει την οικογένειά του αλλά πουθενά δεν τα κατάφερνε. Η ζωή του ήταν γεμάτη ατυχίες. Χωρίς να φταίει αυτός, ό,τι έκανε, καταστρέφονταν. Χτίστης γινόταν, γκρεμίζονταν τα γεφυράκια, γεωργός γινόταν, έπεφτε ξηρασία. Έτσι κυλούσε η ζωή του, ώσπου μια μέρα αποφάσισε να πάει να βρει την τύχη του αλλού. Χαιρέτησε, λοιπόν, τους δικούς του και ξεκίνησε για μακριά. Περπατούσε, περπατούσε ώρα πολλή και βρέθηκε σ' ένα δάσος. Είχε αρχίσει να κουράζεται αλλά συνέχισε να περπατάει μέσα στο δάσος. Το δάσος, όμως, έμοιαζε να μην τελειώνει πουθενά. Το παλληκάρι φοβήθηκε. Νόμιζε πως θα έμενε για πάντα εκεί. Σταμάτησε να περπατάει κι έκατσε σε μια πέτρα για να σκεφτεί τι να κάνει. Την ώρα που σκεφτόταν, τον πλησίασε ένας λύκος και του είπε: Τι κάθεσαι έτσι στεναχωρεμένος; Τι έπαθες; Νομίζω πως χάθηκα. Έφυγα απ' το χωριό μου ν' αναζητήσω την τύχη μου αλλού και τώρα χάθηκα! Μια ζωή άτυχος! Ηρέμησε! Ξέρω πώς θα βγεις απ' το δάσος. Θα προχωρήσεις ευθεία κι όταν δεις στα δεξιά σου μια φουντουκιά με μια μεγάλη κουφάλα στον κορμό, θα πάρεις το μονοπάτι που ξεκινά πίσω απ τη φουντουκιά. Θα 'ρχόμουν μέχρι εκεί για να σου δείξω, αλλά νιώθω πολύ αδύναμος και δεν με κρατάνε τα πόδια μου. Το παλληκάρι ευχαρίστησε το λύκο και ξεκίνησε. Ακολουθώντας τις οδηγίες του κατάφερε να βγει γρήγορα απ' το δάσος. Μπροστά του απλωνόταν ένα καταπράσινο λιβάδι. Το παλληκάρι προχώρησε, κι απ' τη χαρά του που βγήκε επιτέλους απ' το δάσος, βάδιζε δρασκελώντας. Δεν άργησε να φτάσει μπροστά σε μια πολύ μεγάλη λίμνη. Στην αρχή σκέφτηκε να βγάλει τα ρούχα του και να κολυμπήσει για να περάσει απέναντι. Μετά, όμως, σκέφτηκε ότι ύστερα δεν θα είχε ρούχα, και πώς θα πήγαινε γυμνός να βρει δουλειά; Κάθισε, έτσι, και πάλι σε μια πέτρα στην όχθη της λίμνης και τον έπιασαν πάλι τα παράπονα. Την ώρα που γκρίνιαζε για την άδικη μοίρα του, εμφανίστηκε μεσ' από τη
λίμνη ένα πελώριο ψάρι και του είπε: Τι έχεις και στεναχωριέσαι; Είμαι άτυχος, σ'όλη μου τη ζωή! Έφυγα απ' το χωριό μου για να βρω καλύτερη τύχη, και τώρα δεν μπορώ να περάσω απέναντι. Αχ, θα πρέπει να ξαναγυρίσω στο χωριό μου ο δύστυχος! Μη στεναχωριέσαι!, του είπε το πελώριο ψάρι. Είμαι αρκετά μεγάλο για να ανέβεις στην πλάτη μου και να σε περάσω απέναντι. Πρόσεξε, όμως, να μην μ' ακουμπήσεις στο κεφάλι, γιατί πονάω πολύ και θα σε πετάξω στο νερό. Το παλληκάρι του υποσχέθηκε πως δεν θα το ακουμπήσει στο κεφάλι κι έτσι έκανε. Το ψάρι τον πέρασε απέναντι και καθώς το παλληκάρι απομακρύνοταν, το ψάρι του φώναξε: - Αν εκεί που πας να βρεις την τύχη σου, βρεις και κανένα φάρμακο για το κεφάλι μου, θα σ' ευχαριστώ σ' όλη μου τη ζωή. Το παλληκάρι έγνεψε καταφατικά στο ψάρι και συνέχισε να περπατά. Δεν άργησε να φτάσει μπροστά σε μια μεγάλη πολιτεία. Κόσμος ερχόταν, κόσμος πήγαινε... Φαινόταν πολυάσχολο μέρος, όλο και κάπου θα στέριωνε κι αυτός. Τόσο μεγάλη πολιτεία σίγουρα τον χωρούσε. Φαίνεται, όμως, πως το παλληκάρι γελάστηκε, γιατί ο καιρός περνούσε και δουλειά δεν έβρισκε. Πότε δούλευε εδώ, πότε εκεί, μα κανείς δεν τον κρατούσε στη δουλειά του. Μια μέρα, άκουσε το παλληκάρι τον ντελάλη του βασιλιά που φώναζε με την ντουντούκα του πως ο βασιλιάς θ' ανταμείψει πλούσια όποιον καταφέρει να κάνει τη θλιμμένη κόρη του να γελάσει. Το παλληκάρι το σκέφτηκε καλά, κι είδε πως δεν είχ εκαι τίποτα να χάσει. Ξεκίνησε, λοιπόν, για το παλάτι. Στο παλάτι γινόταν χαμός. Είχε μαζευτεί πάρας πολύς κόσμος για να κάνει την πριγκίπισσα να γελάσει. Όλοι, όμως, αποτύγχαναν. Η πριγκίπισσα δεν γελούσε με τίποτα. Όταν έφταε η σειρά του παλληκαριού, εκείνο άρχισε να της διηγείται τα παθήματα της μοίρας του. Της έλεγε πώς πάντα από ατυχίες δεν μπορούσε να στεριώσει σε δουλειά, τη έλεγε για τότε που δούλευε ως βοσκός, ως χτίστης, ως γεωργός. Μιλούσε ώρα πολλή, ώσπου η βασιλοπούλα άρχισε να γελάει. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσα πράγματα είχε περάσει στη ζωή του, κι ο τρόπος που τα διηγούνταν το παλληκάρι ήταν τόσο αστείος. Χωρίς να κλαίγεται, αλλά σαν να διασκεδάζε κι ο ίδιος με τις αναποδιές που του τύχαιναν. Όταν η βασιλοπούλα άρχισε να γελάει, ο βασιλιάς όρμησε στο παλληκάρι και τον φίλησε. Έπειτα του είπε: - Διάλεξε μόνος σου το δώρο σου για το καλό που μου έκανες. Θέλεις να
παντρευτείς την κόρη μου, να γίνεις βασιλιάς και να κυβερνάς όλη αυτήν την πολιτεία; Ή προτιμάς να σε γεμίσω με χρυσάφι; Το παλληκάρι το σκέφτηκε λίγο, και τελικά προτίμησε το δεύτερο. Αν είχε αρκετό χρυσάφι θα μπορούσε να γυρίσει στο χωριό του και να θρέψει τους δικούς του. Έτσι, ο βασιλιάς του έδωσε δώδεκα σακιά με χρυσάφι κι ένα κάρο που το έσερνε ένα άλογο για να τα κουβαλήσει, και το παλληκάρι ξεκίνησε για το χωριό του. Στο δρόμο που πήγαινε, άκουσε μια φωνή που ζητούσε βοήθεια. Ήταν ένας γεράκος με μπαστούνι, που είχε πέσει και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Το παλληκάρι τον βοήθησε κι ο γεράκος του είπε: - Ζήτα μου ό,τι θες για να σου ανταποδώσω το καλό που μου 'κανες. - Ξέρεις κάποιο φάρμακο για το πελώριο ψάριτ6ης λίμνης που του πονά το κεφάλι; Κι ίσως κάποιο γιατρικό για την αδυναμία του λύκου που συνάντησα στο δάσος. Με βοήθησαν και θέλω να τους βοηθήσω κι εγώ. Το ψάρι της λίμνης έχει στο κεφάλι του ένα μεγάλο μαργαριτάρι. Γι' αυτό πονάει. Αν του ανοίξεις, όμως, προσεκτικά μ' ένα σουγιά το κεφάλι και το βγάλεις από μέσα, θα γίνει καλά. Όσο για το λύκο, νιώθει αδύναμος γιατί πεινάει. Πες του να φάει ό,τι βρει μπροστά του. Το παλληκάρι ευχαρίστησε το γεράκο και χαρούμενο ξεκίνησε και πάλι. Όταν έφτασε στη λίμνη, συνάντησε πάλι το ψάρι. Το ψάρι τον μετέφερε απέναντι κι έπειτα τράβηξε το κάρο με τα σακιά και το άλογο. Ύστερα το παλληκάρι του είπε πως βρήκε τον τρόπο να το απαλλάξει απ τον πονοκέφαλο. Άνοιξε προσεκτικά το κεφάλι του ψαριού, όπως του είπε ο γεράκος, και βρήκε μέσα το μαργαριτάρι. Το έβγαλε, κι αμέσως το άνοιγμα στο κεφάλι του ψαριού έκλεισε. Το ψάρι τον ευχαρίστησε που δνε πονούσε πια και του είπε να κρατήσει το μαργαριτάρι. Το παλληκάρι συνέχισε το δρόμο του, όταν συνάντησε το λύκο στο δάσος και του είπε τι τον συμβούλευσε ο γεράκος. Ο λύκος μόλις το άκουσε, άνοιξε το μεγάλο του στόμα κι έφαγε το άλογο. Το παλληκάρι στεναχωρέθηκε. Πώς θα μετέφερε τώρα στο χωριό του τα σακιά με το χρυσάφι; Μόνος του δεν μπορούσε να κινήσει το κάρο. Ο λύκος, όμως, που είχε δυναμώσει απ' το φαγητό, προσφέρθηκε να τον βοήθησει και να σύρει αυτός το κάρο. Έτσι, το παλληκάρι γύρισε στην οικογένεια του γεμάτος χρυσάφι και χαρούμενος για την καλή του τύχη, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Το παραμύθι αυτό το γνωρίζω από τον πατέρα μου και προέρχεται από την περιοχή της Κοζάνης. ΙΩΑΝΝΑ ΛΙΟΥΤΣΙΑ vi.lio@hotmail.com