ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Κείμενα και εικόνες: οι μαθητές της ΣΤ τάξης 2009-2010 Επιμέλεια εικόνων: Πέτρος Φιλίππου Επιμέλεια κειμένων: Μαρία - Έλσα Μπουκάλα Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κώστας Παπαλέξης Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση - Παραγωγή: www.specialprintings.com Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός», 2010 Απαγορεύεται η κατά οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, ολική ή μερική αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει κάθε εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
Για τις εικόνες που είπαν σε μας χίλιες λέξεις......κι εμείς σε σας μια ιστορία, ας «αφήσουμε» τις ιστορίες μας αυτές σ εκείνους......τους μεγάλους άντρες που «άθελά» τους μας βοήθησαν: Πάμπλο Πικάσο, Πιερ Μπονάρ, Βασίλι Καντίνσκι, Πάουλ Κλέε, Βίνσεντ Βαν Γκογκ! Με λίγα λόγια...
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΚΟΣΜΟΙ Μία ηλιόλουστη μέρα, καθόμουν στον κήπο και ζωγράφιζα την πανέμορφη γυναίκα μου, Μάρθα. Εγώ, ο Πιερ, ζω σε μια μικρή φάρμα στις Κάννες στη Νότια Γαλλία μαζί με τη Μάρθα, την αξιαγάπητη κόρη μου Μιρέιγ που είναι 15 χρονών και το σκύλο μας Φλoμπ. Όπως κάθε απόγευμα περπατώ με τη Μιρέιγ συζητώντας. Βρισκόμαστε, στο κέντρο του χωριού για να αγοράσουμε τρόφιμα. Αχ, πόσο θα ήθελα λίγες φράουλες - Μπαμπά, τι θα έλεγες να αγοράζαμε φράουλες; μου είπε η Μιρέιγ. - Αυτό σκεφτόμουν μόλις τώρα! - Να τις φάμε το βράδυ μαζί με τη μαμά! Να πάρουμε κάτι και για τον Φλoμπ. -Καλή ιδέα! -Κοίτα αυτό το ωραίο κόκκινο λουρί στη βιτρίνα. Είναι ό,τι πρέπει για το Φλoμπ. Γυρίσαμε στο σπίτι. Παρατηρούσα τη Μιρέιγ να ανεβαίνει τις σκάλες, για μια στιγμή μου θύμισε τον εαυτό μου όταν ήμουν μικρός. Η Μιρέιγ ήταν όπως πάντα όμορφη με τα κατάξανθα μαλλιά της, λεπτή, ψηλή και με πανέμορφα μελένια μάτια. Αυτό που με εντυπωσιάζει, στη Μιρέιγ, είναι η γενναιοδωρία της και η αγάπη της για τους συνανθρώπους της. Αυτό ήταν κάτι που εγώ δεν είχα όταν ήμουν μικρός. Αργότερα, στην ώρα του μεσημεριανού, καθίσαμε στο τραπέζι. Η Μιρέιγ κάθεται πάντα στην ίδια θέση. - Μπαμπά, δε μου έχεις αναφέρει ποτέ πώς απέκτησες τον Φλομπ. - Ααα! Είναι μια μεγάλη ιστορία... Ήταν βράδυ κι έβρεχε, λίγο σπάνιο για τον τόπο μας, βρήκα το Φλομπ μούσκεμα βρεγμένο και μάλλον χτυπημένο σοβαρά. Τον πήρα σπίτι μου και η Μάρθα τον φρόντισε! Αποφασίσαμε να τον ονομάσουμε Φλομπ. 71
72 - Ενδιαφέρουσα ιστορία αν και ήταν λίγο λυπητερή. Αυτές οι αναμνήσεις από εκείνη την εποχή μου προκάλεσαν λύπη. Κι άλλα πολλά άσχημα συνέβαιναν τότε. - Έλα, μη στενοχωριέσαι, πέρασαν αυτά. - Δίκιο έχεις, δεν είναι ώρα για στενοχώριες, όταν έχω ένα τόσο αξιαγάπητο κορίτσι δίπλα μου. Κοιτούσα το τοπίο γύρω μου και ήταν υπέροχο. Καθώς κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα, μου θύμισε τα κατάξανθα μαλλιά της Μιρέιγ. Μετά από λίγα λεπτά αποκοιμήθηκα. Το επόμενο πρωί με ξύπνησε το γλείψιμο του Φλομπ ο οποίος ήθελε με πολλή λαχτάρα να πάμε βόλτα. Όταν το είπα στη Μιρέιγ ενθουσιάστηκε! Το ίδιο και η Μάρθα. Καθώς περπατούσαμε ο κόσμος μας κοίταζε περίεργα και μας απέφευγε. Σε μια στιγμή ο Φλομπ είδε μπροστά του μια μαύρη γάτα, που ήταν η αδυναμία του. Άρχισε αμέσως να την κυνηγάει με μανία. Ξάφνου, μια άμαξα φάνηκε στο δρόμο κι ο Φλομπ άρχισε να τρέχει τρομαγμένος. Όλοι κατευθύνθηκαν προς το μέρος του για να τον σώσουν. Η Μιρέιγ έδρασε αμέσως. Ο Φλομπ σώθηκε. Τον είχε αρπάξει από το καινούργιο του λουρί που πριν προλάβει να το χαρεί είχε σκιστεί σε χίλια κομμάτια! Γυρίσαμε στο σπίτι ανακουφισμένοι μετά
74 από αυτό το απροσδόκητο πρωινό. Ύστερα από το μεσημεριανό ύπνο, είχα ανάγκη να πάω στο εργαστήριό μου και να ζωγραφίσω. Ήθελα μαζί μου και τη Μιρέιγ αλλά δεν την έβρισκα πουθενά. Ήμουν πολύ λυπημένος κι εκείνη τη στιγμή άρχισε να βρέχει. Ήταν καλοκαίρι, αυτό με παραξένεψε αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Μόλις όμως έφτασα στο εργαστήρι, εκείνη ήταν μέσα και ζωγράφιζε. Τότε ο ήλιος βγήκε στον ουρανό και σταμάτησε να βρέχει. Η ζωγραφιά της ήταν υπέροχη. Είχε ζωγραφίσει εμένα, το Φλομπ, τη Μάρθα κι εκείνη. - Μα τι ωραία που είναι η ζωγραφιά σου, είπα. - Ευχαριστώ, προσπαθώ να πατήσω στα χνάρια σου, μπαμπά μου. Όμως έχω μια απορία. Καθώς παρατηρούσα τους πίνακές σου είδα κάτι περίεργο. Σε όλους, υπάρχει κάτι μαύρο το οποίο ξεχωρίζει από μέτρα μακριά. Πάντα αναρωτιόμουν γι αυτό. Ποτέ όμως δεν βρήκα την απάντηση. - Δεν ξέρω, της είπα κάπως ψυχρά για τα δεδομένα μου. - Τελοσπάντων, νυστάζω, πάω να κοιμηθώ. Ήταν ακόμα οχτώ η ώρα κι αποφάσισα να επισκεφτώ το φίλο μου Εδουάρδο για μια παρτίδα σκάκι! Έφτασα στο σπίτι του. Χτύπησα την πόρτα
82 του και μου άνοιξε η γυναίκα του, Λίζα. Ο Εδουάρδος αγαπούσε τη τέχνη και ζωγράφιζε όπως εγώ. Το σπίτι του ήταν αγγλικού στυλ. Ήταν διακοσμημένο με βαριά έπιπλα σε όλες τις αποχρώσεις του καφέ. Τους τοίχους κοσμούσαν πίνακες με διαφορετικά θέματα ο καθένας. Τότε παρατήρησα πως ένας πίνακας είχε κι αυτός κάτι μαύρο πάνω του αλλά μετά θυμήθηκα ότι του τον είχα ζωγραφίσει εγώ. - Γεια σου Πιερ, μου είπε εύθυμα, είσαι έτοιμος να σε νικήσω ξανά στο σκάκι; - Πανέτοιμος αν και νομίζω πως θα συμβεί το αντίθετο. Πήγαμε λοιπόν στο γραφείο του, στήσαμε το σκάκι και ξεκινήσαμε. Καθώς παίζαμε μιλούσαμε: - Εμ, Εδουάρδο, μπορώ να σου εκμυστηρευτώ κάτι; - Φυσικά, ό,τι θέλεις! - Να, ανησυχώ γιατί η Μιρέιγ ποτέ δε δέχτηκε να πάει στο σχολείο, φοράει πάντα τα ίδια ρούχα, κάθεται πάντα στην ίδια θέση στο τραπέζι και πολλές φορές είναι σαν να μπαίνει στο μυαλό μου. Τι να κάνω, συμβούλεψέ με εσύ που έχεις δύο παιδιά. - Άσε την να κρίνει μόνη της. Ούτως ή άλλως είναι μεγάλη πια. - Μάλλον έχεις δίκιο. Συνεχίσαμε να παίζουμε και κατά τις δέκα και μισή γύρισα στο σπίτι. Εκεί βρήκα
84 τη Μιρέιγ και τη Μάρθα καθισμένες στον καναπέ. Ήταν κι ο Φλομπ εκεί κι άκουγαν μουσική. Αυτό ήταν το αγαπημένο μου κλασικό κομμάτι του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Κάθισα κι εγώ μαζί τους και τους είπα πώς πέρασα με τον Εδουάρδο. Τότε η Μιρέιγ μου είπε: - Μπαμπά, άνοιξε ένα καινούργιο μουσείο στην πόλη. Είναι ένα μουσείο που φιλοξενεί πίνακες αναγεννησιακών ζωγράφων - Και επειδή ξέρουμε πως σου αρέσουν αυτά, αγοράσαμε τρία εισιτήρια, συμπλήρωσε η Μάρθα. - Σας ευχαριστώ πολύ! Τους είπα γεμάτος ευτυχία και τις έσφιξα στην αγκαλιά μου. Την επόμενη ημέρα ξύπνησα ανυπομονώντας. Ντυθήκαμε και πήγαμε να πάρουμε πρωινό. Η Μιρέιγ φορούσε πάλι τα ίδια ρούχα. Βγήκαμε από το σπίτι και μας περίμενε μία άμαξα! Μόλις φτάσαμε στο μουσείο μας περίμενε ένας ξεναγός που κρατούσε στα χέρια του τα εισιτήριά μας. Τα εκθέματα με εντυπωσίασαν! Και οι τρεις γυρίσαμε σπίτι ενθουσιασμένοι αλλά και κουρασμένοι. - Μπαμπά νιώθω πολύ ανήσυχη για σένα, αλλά τελοσπάντων πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα μπαμπάκα. - Καληνύχτα Μιρέιγ, σε αγαπώ πολύ.
2 Το σπίτι βυθίστηκε στο πένθος. Δεν αντέχω άλλη δυστυχία! Τώρα που έχασα τον Πιερ η μόνη συντροφιά που έχω είναι ο Φλομπ, παρόλο που χτυπήθηκε τότε από την άμαξα. Ακόμα ακούω τις τελευταίες του λέξεις του συζύγου μου: «Πού είναι η Μιρέιγ;» Μα ποια να ήταν άραγε αυτή η Μιρέιγ; Έφυγε γαλήνια μέσα στη φρίκη του πολέμου. Καμία δυστυχία δεν τον άγγιξε. Ούτε όταν τραυματίστηκε ο Φλομπ, που του είχε τόση αδυναμία, έδειξε να λυπάται. Λες και κάποιος τον εμπόδιζε να δει την άσχημη πραγματικότητα. Αποφάσισα να πάω στο εργαστήρι του Πιερ. Στο δωμάτιο αυτό περνούσε τον περισσότερο χρόνο του όσο ζούσε κι όμως εγώ δεν μπήκα ποτέ εκεί μέσα. Κατέβηκα τις σκάλες. Όταν έφτασα στο εργαστήρι του, είδα πολλούς ολοκαίνουργιους πίνακες που απεικόνιζαν τον Πιερ, εμένα αλλά κι ένα άγνωστο κορίτσι με πανέμορφα κατάξανθα μαλλιά. Ξάφνου είδα έναν ακόμη πίνακα με το ίδιο κορίτσι να κάθεται σε ένα τραπέζι. Κάτω αριστερά έγραφε με τα καλλιγραφικά γράμματα του Πιερ «Στην αγαπημένη μου κόρη Μιρέιγ». Τώρα κατάλαβα ποια ήταν η Μιρέιγ! Ήταν η φανταστική κόρη που πάντα ήθελε. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου ζαλισμένη. Επιτέλους μαθαίνω το λόγο που ο Πιερ τόσο καιρό κοιτούσε μια άδεια καρέκλα και περπατούσε στον κήπο μιλώντας και γελώντας μόνος του. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσε τον πόλεμο, την πείνα, τη δυστυχία και τους θανάτους, όμως εκείνος βίωνε μία δική του πραγματικότητα. Γι αυτό πάντα έβαζε κάτι μαύρο στους πίνακές του. Ήταν η μαύρη πραγματικότητα που απέφευγε να ζήσει. Δεν μπορώ να θυμάμαι τις μέρες που υπήρχε πόλεμος. Να βλέπω ανθρώπους να πεθαίνουν στο δρόμο, παιδιά να έχουν να φάνε μήνες, οικογένειες που τόσο καιρό είχαν οικονομική άνεση τώρα ν αναγκάζονται να τρώνε σκύλους και γάτες για να ζήσουν. Στη θύμηση αυτών των γεγονότων ξέσπασα σε κλάματα και λυγμούς. Πήγα να ξαπλώσω στην κάμαρά μου. Λίγα λεπτά αργότερα με πήρε ο ύπνος. «Μάρθα, Μάρθα να προσέχεις τη Μιρέιγ!» Πετάχτηκα πάνω ιδρωμένη. Σηκώθηκα, κατέβηκα τις σκάλες κουτρουβαλώντας κι έτρεξα αμέσως στο νεκροταφείο. Στάθηκα μπροστά απ τον τάφο του. Ο τάφος έγραφε «Πιερ Μπονάρ, 1867-1947». Γονάτισα, άφησα τα λουλούδια και όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. 88
ΤΟΒΙΒΛΙΟΜΕΛΙΓΑΛΟΓΙΑΚΥΚΛΟΦ ΟΡΗΣΕΣΕ1000ΑΝΤΙΤΥΠΑΤΟΝΙΟΥ ΝΙΟΤΟΥ2010ΑΠΟΤΑΕΚΠΑΙΔΕΥΤ ΗΡΙΑΔΙΟΝΥΣΙΟΣΣΟΛΩΜΟΣΤΗΝΤ ΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑΚΑΙΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΕΠΙΜΕΛΕΙΑΚ ΑΙΤΗΝΟΡΓΑΝΩΣΗΚΑΙΕΚΤΕΛΕΣΗΤ ΗΣΠΑΡΑΓΩΓΗΣΕΙΧΑΝΟΙΕΙΔΙΚΕΣΕ ΚΤΥΠΩΣΕΙΣΚΩΣΤΑΣΠΑΠΑΛΕΞΗΣ